Χριστουγεννιάτικη ιστορία
του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου
Στα παλιά τα χρόνια, στα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ήταν στα δικά μας χώματα, σ’ ένα χωριό, ένας περιβολάρης, γέρος και είχε έναν γιο, δυνατό κι όμορφο παλικάρι.
Πατέρας και γιος δουλεύαν σκληρά στο μεγάλο περιβόλι τους, για να ’χουν πάντοτε ένα πιάτο φαΐ πάνω στο τραπέζι. Σκάβαν βαθιά το χώμα και σπέρνανε όσπρια, σιτάρι και καλαμπόκι, φυτεύαν ζαρζαβατικά και λαχανικά, πολλά εποχικά οπωρικά, κλαδεύαν τις ελιές τους και τ’ αμπέλι τους, και δεν αφήναν να περάσει μέρα που να μη δοξάζουν το Χριστό για τα τρία βασικά αγαθά, που τους χάριζε κάθε χρονιά, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον.
Μα εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνας οργισμένος. Ανοίξαν διάπλατα οι μαυρισμένοι ουρανοί και κατακλυσμός Κυρίου με δρολάπια και χοντρά χαλάζια “έπνιξε ” το περιβόλι, το ’κανε ποτάμι και βαθιά λίμνη. Κι ύστερα, σε λιγάκι σαν ήρθε κι εκείνος ο καταραμένος καυτός αέρας, ο γαρμπής, ο λίβας, που έβραζε τον τόπο, τα σάρωσε όλα, τα κατάκαψε όλα, και τα σπαρτά και τις ελιές και το αμπέλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο, το περιβόλι έγινε έρημη γη, ανεμοσκόρπι και πήγε κατά διαόλου με τα αποκαΐδια και τις στάχτες του.
Ο γερο-περιβολάρης έπεσε του θανατά. Αρρώστησε βαριά, που οι τόσοι κόποι του πήγαν χαμένοι. Καλύτερα να πέθαινα, έλεγε, παρά να δω με τα μάτια μου αυτήν την καταστροφή!
Κοντοζυγώναν τα Χριστούγεννα, κάνα μήνα θέλαν να έρθουν κι ο γέρος φώναξε τον γιο του και του είπε : “Μια νύχτα σηκώθηκα, όταν ήμουνα κι εγώ παλικάρι σαν κι εσένα, να πάω στη βρύση του χωριού μας να πάρω νερό για να ποτίσω τα ζωντανά μας. Σαν έφτασα, ακούω γυναικείες φωνές, χαρούμενες και γελαστικές. Κατάλαβα! Ήταν νεράιδες! Κρύφτηκα πίσω από κάτι χαμόκλαδα και είδα τις ασπροφόρες, τις πεντάμορφες Νεράιδες! Η μια ήταν πιο όμορφη από την άλλη. Μερικές απ’ αυτές έπλεναν τα ρούχα τους, άλλες λούζονταν, άλλες χτενίζονταν, άλλες παίζαν τα παιχνίδια τους κι όλες μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν. Ώσπου ακούστηκε το λάλημα του πετεινού και πετάξαν στον αέρα, γίναν αερικά και χάθηκαν. Μιανής απ’ αυτές, πάνω στη βιάση της, της έπεσε το πανώριο μεταξωτό μαντίλι της και το πανώριο αερικό σκουφάκι της. Έσκυψα και τα πήρα και στα δυο. Λένε πως ό,τι είναι από Νεράιδες φέρνει τύχη και είναι καλό. Τα κράτησα για σένα!
Σε τούτο εδώ το ερμαράκι έχω αυτά τα δώρα. Έλεγα να στα ’δινα τα Χριστούγεννα αλλά καταλαβαίνω πως τελειώνουν οι μέρες μου, θα πεθάνω. Έχω πάρει μεγάλη κατηφοριά και δεν γυρίζω πάλι πίσω. Έφαγα τα ψωμιά μου, βασίλεψε παιδί μου, ο ήλιος για μένα, κοπήκανε τα γόνατά μου, να τώρα όπου να ’ναι θα πάρω και τα βάγια. Πεθαίνω, έλα να σου δώσω τα δώρα σου, να σε ευλογήσω και να σου ευχηθώ “Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται!”
Κι ο γέρος μ’ ένα κλειδάκι άνοιξε το ερμαράκι και του ’δωσε ένα πανώριο
μεταξωτό μαντίλι κι ένα πανώριο αερικό σκουφάκι. “Πάρε και το κλειδάκι, είπε ο
γέρος, πάρε και τα χριστουγεννιάτικα δώρα σου και προχώρα στη ζωή σου με ψηλά
το κεφάλι. Να προσεύχεσαι στον Χριστό και στην Παναγία, να είσαι τίμιος,
ταπεινός και καθαρός, να μην ψηλώνει ο νους σου! Κι ο Χριστός που γεννιέται σε
λίγες μέρες θα σε προστατεύει. Δεν θέλω να κλάψεις για το φευγιό μου. Εγώ θα
πάω σε καλύτερο περιβόλι τώρα, στο Περιβόλι του Ουρανού!”
μαγικό
μεταξωτό μαντίλι
Δεν πέρασαν ούτε τρεις μέρες και ο γέρος πέθανε. Ο γιος του φρόντισε ό,τι καλύτερο για την ταφή του και για το ταξίδι του στο περιβόλι του Ουρανού. Έμεινε μόνος και έρημος πια. Φτωχός και νηστικός που δεν είχε ούτε ένα πιάτο φαΐ. Και το σπίτι του απ’ τη θεομηνία μισογκρεμισμένο και μ’ ανοιχτή σκεπή. Βάλθηκε να μερεμετίσει τσάτρα πάτρα τις ζημιές απ’ το μπουρίνι, το χαλάζι και το καμίνι του γαρμπή!
Τεντώθηκε απ’ την κούραση κι έγινε πιστίλι απ’ τον ιδρώτα. Άπλωσε το
χέρι στου στο παραγώνι και πήρε το κλειδάκι για το ερμαράκι. Ήθελε να πάρει το
μαντίλι για να σκουπιστεί. Τα ιδρωτάρια τρέχαν σ’ όλο του το πρόσωπο και σαν
ρυάκια το αυλάκωναν ως το λαιμό κι ως το κορμί του. Κι εκεί που σκούπιζε με το
μαντίλι την κεφαλή και το κορμί του, το μαντίλι γλίστρησε κι έπεσε καταγής στα
πόδια του. 
αερικό
σκουφάκι
Σκύβει να το πάρει και τι να δει ! Κάτω απ’ το μαντίλι ένας μικρός σωρός από χρυσά νομίσματα. Ξαναπέταξε το μαντίλι κάτω στο χώμα και να πάλι νέος σωρός από χρυσάφι. Το παιδί κατάλαβε. Το μαντίλι ήταν μαγικό και η ευχή του πατέρα του “Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται”, έβγαινε αληθινή.
Ο γιος του περιβολάρη ξαναβρήκε το χαμόγελό του, έγινε και πάλι παλικάρι σωστό, απ’ την ανέλπιστη τύχη του. Έβαλε στον κόρφο του μερικά χρυσά νομίσματα και το μαγικό μαντίλι κι έφυγε για τη μεγάλη πολιτεία. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ήθελε να γκεζερίσει, να γλεντήσει και να ξεφαντώσει στη μεγάλη παζάρα της πολιτείας.
Εκεί μέσα στο χριστουγεννιάτικο ραβαΐσι, βουητό και πανδαιμόνιο, μέσα στη γιορταστική χαρά κι ανεμελιά, άκουσε το ντελάλη του βασιλιά να φωνάζει και να ντελαλίζει : “Ακούσατε, ακούσατε, όποιο παλικάρι φέρει στον βασιλιά το πιο πολύ χρυσάφι και η βασιλοπούλα του κουραστεί να το κουβαλήσει μέσα στο παλάτι, αυτό το παλικάρι θα πάρει τη βασιλοπούλα γυναίκα του”.
Το παλικάρι τράβηξε για το παλάτι. Στην αυλή του, βασιλόπουλα και αρχοντόπουλα μπροστά σε μεγάλους σωρούς από χρυσάφι, περίμεναν να ’ρθεί η βασιλοπούλα να το κουβαλήσει.
Το παιδί στάθηκε στην άκρη της αυλής του παλατιού. Ακούμπησε στη γη το μαγικό μαντίλι κι εκείνο από κάτω όλο και έβγαζε χρυσάφι. Μικρούτσικος σωρός για αρχή, μια φωλίτσα χρυσάφι. Και οι άλλοι “μνηστήρες”, τα βασιλόπουλα και τα αρχοντόπουλα, κοιτάζοντας το παλικάρι και τη χρυσή φωλίτσα του, τον πήραν στο ψιλό και στην γκαζούρα.
Αρχίσαν να τον λοιδωρούν, να τον κράζουν και να τον εμπαίζουν : “Καμαρώστε, βασιλόπουλα και αρχοντόπουλα, αυτό το χαζοπρόβατο, αυτόν τον κουρελή χωριάτη που με μια χούφτα χρυσάφι θέλει να παντρευτεί και τη βασιλοπούλα! Ουστ από δω, ψωριάρη! Τράβα να σαλαγήσεις καμιά γίδα, τράβα να βοσκήσεις κι εσύ κανένα λάχανο!”
Το παλικάρι δεν αντιμιλούσε. Είχε δυνατή πίστη μέσα του πως στο τέλος αυτός θα είναι νικητής. Άφηνε και ξανάφηνε το μαντίλι καταγής για να γεννήσει και να ξαναγεννήσει κι άλλο πολύ χρυσάφι.
Η βασιλοπούλα μ’ ένα τσουβάλι βγήκε στην αυλή κι άρχισε να κουβαλάει το χρυσάφι από το πρώτο βασιλόπουλο. Σε καμιά ωρίτσα το είχε κουβαλήσει μέσα στο παλάτι και το βασιλόπουλο πήρε τα νεύρα του κουρέλι και πήγε καλλιά του.
Άρχισε να πέφτει η νύχτα και η βασιλοπούλα με τσουβαλιές κουβάλαγε το χρυσάφι από το άλλο βασιλόπουλο και τα δυο αρχοντόπουλα μέσα στο παλάτι. Μέχρι τα μεσάνυχτα που γεννιέται ο Χριστός δεν έμεινε χρυσάφι για χρυσάφι για να μην κουβαληθεί. Βασιλόπουλο και αρχοντόπουλα πήραν τα νεύρα τους κουρέλι και πήγαν καλλιά τους.
Ξέμεινε το παλικάρι με το δικό του χρυσάφι που όλο και μεγάλωνε και σταματημό δεν είχε. Ένας τεράστιος σωρός, κι άντε να σε δω κυρα-βασιλοπούλα μου … να τον κουβαλήσεις!
Η βασιλοπούλα ξεκίνησε τα κουβαλητά της, μα ο σωρός δεν έλεγε να λιγοστέψει. Τσουβαλιές αμέτρητες περνάγαν στο παλάτι, μα ο σωρός και πάλι ένα μικρό βουνάκι. Τόσε ώρες, η βασιλοπούλα σταλίκωσε στα ποδάρια της, μπαΐλτισε και ξεπατώθηκε από την κούραση και δεν άντεχε άλλο. Για να μην ξεφτελιστεί η βασιλική αντοχή της και την πούνε “μπακανιάρα” και “τσιτσί μαμά” και “ψόφια”, έκανε μια παζαρκανιά. Έστειλε στη θέση της την ολόιδια μ’ αυτήν δίδυμη αδερφή της για να κουβαλήσει καμιά εικοσαριά τσουβαλιές αλλά μπάφιασε και αυτή και τα τίναξε τα πέταλα. Δεν άντεξε η καημένη, ξεθεώθηκε και κοψομεσιάστηκε. Βγήκε “νοκ άουτ” με τις πρώτες πέντε τσουβαλιές!
Είχε ξημερώσει “ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ” πια και το χρυσό βουνάκι του παλικαριού ολοένα και ανέβαινε. Η βασιλοπούλα κατάκοπη αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα της. Γύρισε στο παλικάρι και του είπε : “Εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ και ο καλός μου!” Τον πήρε μέσα στο παλάτι και του έκανε πολλές τιμές, κεράσματα και φιλοξενίες. Εκείνος δεν χόρταινε αυτή τη χαρά. Ήταν γι’ αυτόν τα πιο ευτυχισμένα του Χριστούγεννα.
Αλλά δεν ήταν. Λίγο μετά η βασιλοπούλα άλλαξε φύλλο και χαρτί και ρώτησε το παλικάρι πού το βρήκε τόσο πολύ χρυσάφι. Κι εκείνος παρασυρμένος απ’ τα γλυκά της λόγια, της τα είπε όλα φαρσί, χαρτί και καλαμάρι. Η βασιλοπούλα γύρεψε να δει το μαγικό μαντίλι. Εκείνος το έβγαλε από τον κόρφο του και της το ’δειξε με χαρά. Αυτή το άρπαξε με τα χέρια της και κάλεσε τους φρουρούς της να πετάξουν έξω απ’ το παλάτι αυτό το παλικάρι, ότι είναι ψεύτης και απατεώνας και δεν θα τον παντρευτεί ποτέ, Οι φρουροί υπάκουσαν και πέταξαν το παλικάρι έξω απ’ το παλάτι.
Κι έτσι το παιδί έμεινε χριστουγεννιάτικα μόνο κι έρημο στο δρόμο. Πονεμένο και φαρμακωμένο ξαναγύρισε στο χωριό του και στο σπίτι του. Και πολέμαγε όπως όπως να τα βγάλει πέρα. Ήρθε η Άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι και μια μέρα το παιδί πάει στο αρμαράκι. Παίρνει το κλειδάκι από το παραγώνι, ανοίξει το αρμαράκι και βρίσκει μέσα του ένα πανώριο αερικό σκουφάκι. Το φοράει στο κεφάλι του και να το πράμα και να το θάμα! Το παλικάρι έγινε αέρας, έγινε αόρατος.
Αέρας και αόρατος έφτασε στο παλάτι και μπήκε ίσια στο υπνοδωμάτιο της βασιλοπούλας. Εκείνη κοιμόταν βαθιά, ήσυχα και γλυκά! Το αόρατο παλικάρι άρχισε να την παρενοχλάει. Της πασπάτευε τα μαλλιά, τα αυτάκια, τα ματάκια, τη μυτούλα και τα στήθια της, την φιλούσε στα χείλη και στο λαιμό της. Κι εκείνη να ξυπνάει και να σκούζει, να ουρλιάζει απ’ το μαλλιοτράβηγμα, τον άγριο παιδεμό της και να καλεί τους φρουρούς της σε βοήθεια. Μέγας φόβος και πανικός την έπιασε, μήπως αυτός ο αόρατος μουρντάρης την … “μαρκαλήσει” κιόλας! Κατάλαβε ποιος ήταν. Γι’ αυτό και του είπε : “Σταμάτα να με γαργαλάς, να με τυραννάς και να με πασπατεύεις! Φανερώσου! Εγώ φταίω για όλα. Λάθος μου μεγάλο. Βαρύ το κρίμα μου και μετανιώνω πικρά. Αλλά θα σε παντρευτώ και θα γίνεις άντρας μου”.
Και τότε εκείνος φανερώθηκε μπροστά της. Η παμπόνηρη βασιλοπούλα με γαλιφιές και κόλπα γυναικεία σαν της μαϊμούς τον ρώτησε πώς έγινε αόρατος. Κι εκείνος ο καψούρης, ο ερωτιάρης, ο ανόητος της έδειξε το πανώριο αερικό σκουφάκι και της τα “ξέρασε” όλα, χύμα και τσουβαλάτα.
Η βασιλοπούλα καμώθηκε πως άκουγε την ιστορία του μαγεμένη και συγκινημένη όλη, αλλά σαν αλεπού άρπαξε από το παλικάρι το πανώριο αερικό σκουφάκι και κάλεσε τους φρουρούς της να τον πετάξουν έξω απ’ το παλάτι, ότι είναι σάτυρος, ακόλαστος και λάγνος και δεν θα τον παντρευτεί ποτέ.
Κι έτσι ο γιος του περιβολάρη έμεινε και πάλι έρημος και μόνος στους ξένους δρόμους. Πεινασμένος και πικραμένος είδε στον δρόμο του μια συκιά με μαύρα-αιματώδη σύκα. Έτρεξε να κόψει μερικά για να χορτάσει την πείνα του. Είχε φάει δυο-τρία και στο κεφάλι του ένοιωσε δυνατό πόνο. Είχε πετάξει απ’ τα σύκα κέρατα στο κεφάλι του. Όλα τα κακά ήρθαν καταπάνω του. Κόντεψε μα σαλτάρει. Ήταν απελπισμένος, αμίλητος σαν πεθαμένος. Πώς να βγει στον κόσμο σαν διάολος με τρία κέρατα στο κεφάλι του ;
![]() |
| Παναγία η Νικοποιός (10ου αι.) |
Μπροστά σ’ αυτές τις παλιακές εικόνες δυνάμωσε το παιδί τις προσευχές του, δίπλωσε τα παρακάλια του, έκλαψε πικρώς, κυλίστηκε καταγής, γονάτισε πάνω σε χαλίκια, χτυπήθηκε και έγδαρε με τα νύχια του το σώμα του, έφαγε χώμα για να τον λυπηθούν. Να τον ελεήσουν και να τον λυτρώσουν από τα μαρτύρια που ζει.
Βγήκε από το εκκλησάκι μ’ ένα φως μέσα του, ανακουφισμένος και χαλαρωμένος. Πίστευε ότι οι παλιακές εικόνες θα θαυματουργήσουν και κάτι καλό θα ’ρθεί.
![]() |
| Παναγία η Βλαχερνίτισσα (13ου αι.) |
Ήθελε όμως το δίκιο του, την αλήθεια και τη νίκη. Ήθελε να ’ρθει η ώρα τα μαρτύριά του να λάβουν εκδίκηση για το ντρόπιασμα και την ατιμία που του έγινε στο παλάτι. Και να τι έκανε : Πάει και μαζεύει σ’ ένα ζεμπίλι μαύρα σύκα από τη μαύρη συκιά, μεταμφιέζεται σε πλανόδιο μανάβη, βολτάρει έξω από το παλάτι κι αρχίζει να ντελαλίζει την κατάγλυκη πραμάτεια του. “Σύκα, σύκα βασιλικά, εδώ τα μελάτα σύκα, τα βασιλικά! Ελάτε ν’ αγοράσετε και να γλυκαθείτε! Ελάτε όλοι να καλωσκαιρίσετε!”
Τ’ άκουσε ο βασιλιάς κι έστειλε μια δούλα να πάει να αγοράσει. Ο μανάβης της πούλησε όλο το ζεμπίλι κι εκείνη κίνησε ν’ ανέβει στο παλάτι. Στον δρόμο της λιμπίστηκε τα λαχταριστά μαύρα σύκα, τα βασιλικά και κρυφά η “χούνω” έφαγε ένα-δύο. Τα πήγε στον βασιλιά για να καλωσκαιρίσει κι έφαγε κι αυτός δυο-τρία. Το ίδιο κάναν και η βασίλισσα και οι βασιλοπούλες φάγαν κι αυτές από δυο-τρία. Σε λιγάκι, η δούλα, ο βασιλιάς, η βασίλισσα και οι βασιλοπούλες πέταξαν στο κεφάλι τους κέρατα του διαβόλου.
Το παλάτι φόρεσε τα μαύρα. Τα ’χαν όλοι τους χαμένα πώς τους βρήκε αυτό το αναπάντεχο κακό. Ο βασιλιάς κάλεσε γιατρούς και γιατρούς για να τους ρίξουν τα κέρατα απ’ τα κεφάλια τους. Τζίφος! Τα ματζούνια, τα σκονάκια, τα σιρόπια τους μεγάλωναν τα κέρατα, αντί να τα μικρύνουν ή να τα εξαφανίσουν. Πέντε και παραπάνω μήνες κράτησε αυτό το νταραβέρι με τους γιατρούς. Απελπισία και δυστυχία μεγάλη και η γιατρειά-παρηγοριά όραμα ουτοπικό. Οι γιατροί σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους. Δέηση κάναν στην Αγια-Μαρίνα που η χάρη της είχε πιάσει το διάολο από τα κέρατα, αλλά η Αγία δεν θαυματούργησε. Όταν ο Χριστός δεν θέλει, οι Αγίοι δεν μπορούνε! Ο Χριστός ήθελε άλλη λύση κι άλλο θαύμα.
Σιμώναν τα Χριστούγεννα και πώς να γιορτάσει ο βασιλιάς και η οικογένειά του την ΑΓΙΑ ΜΕΡΑ; Το παλικάρι που τα μάθαινε όλα, τι γινόταν στο παλάτι μεταμφιέστηκε σε γιατρό και πάει στο παλάτι. Οι φρουροί δεν τον αφήναν να περάσει. Όταν όμως τους είπε πως είναι γιατρός και θα γιατρέψει τον βασιλιά και τη φαμίλια του, οι φρουροί ανοίξανε την πύλη και τον οδήγησαν στο Θρονί της Πολιτείας. Ο γιατρός έδωσε στον βασιλιά, στην οικογένειά του και στη λαίμαργη δούλα του να φάνε τριμμένη συκόσκονη απ’ τα άσπρα σύκα της αποστολιάτικης συκιάς. Τα κέρατα έπεσαν τρεχάλα και η χαρά και ευτυχία ξαναγύρισαν στο παλάτι.
Ο βασιλιάς και η φαμίλια του δοξάσαν τον Χριστό γι’ αυτό το θαύμα. Και ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν τον γιατρό τι θέλει για τη γιατριά του και τη θαυματουργή ρετσέτα του. Το παλικάρι πέταξε από πάνω τα ρούχα του γιατρού κι άρχισε να λέει την ιστορία του : “ Είμαι το παλικάρι, βασιλιά μου, που η βασιλοπούλα σου δεν σεβάστηκε τη βασιλική σου αναγγελία και τη βούλησή σου. Την κούρασε το τεράστιο χρυσάφι μου, αλλά αρνήθηκε να με παντρευτεί. Δυο φορές με πέταξε σαν σκουπίδι έξω απ’ το παλάτι. Ατιμία και αδικία μεγάλη. Γυρεύω την αλήθεια και το δίκιο μου. Ζητάω το μαγικό μαντίλι μου και το πανώριο αερικό σκουφάκι μου, που μου άρπαξε η βασιλοπούλα και τα ’κανε δικά της. Είναι δικά μου! Δώρα χριστουγεννιάτικα που μου χάρισε ο πατέρας μου, για να ’χω μαγική δύναμη μόνον εγώ και κανένας άλλος!”
Ο βασιλιάς αφού άκουσε όλη την ιστορία του, έδωσε μεγάλο δίκιο στο παιδί. Και τότε η βασιλοπούλα – χρονιάρα μέρα που ήταν – έπεσε στα πόδια του κατακριτή της κλαίγοντας κι έλεγε και ξανάλεγε : “Σχώρα με, μέρα που είναι σήμερα. Λάθος μου μεγάλο. Ζήλεψα τη μαγική σου δύναμη, την έκλεψα για να την αποκτήσω κι εγώ. Ζητάω συγχώρεση από σένα και τον βασιλιά πατέρα μου. Σε αδίκησα. Μου αξίζει να τιμωρηθώ. Να πάρε το μαγικό μαντίλι σου και το πανώριο αερικό σκουφάκι σου. Είναι δικά σου. Σε μένα είναι άχρηστα. Μαγική δύναμη έχουν μόνον για σένα. Και λέω αν με αγαπάς ακόμα, όπως πολύ σε αγαπώ κι εγώ, ας γίνουν τώρα οι γάμοι μας που είναι και Χριστούγεννα!”
Το παλικάρι λύγισε στα λόγια της, την συγχώρεσε και έπεσε στην αγκαλιά της. Γίνανε και οι δύο ένα κουβάρι. Ο βασιλιάς έδωσε την ευχή του στο ζευγάρι και οι γάμοι έγιναν ανήμερα τα Χριστούγεννα σ’ εκείνο το εκκλησάκι με τις θαυματουργές Θεομητορικές Εικόνες. Το παλικάρι έφερε το τάμα του στο πολλαπλάσιο. Χρύσωσε το εκκλησάκι για το κεράκι που είχε δανειστεί κάποτε. Για να ’ναι κι αυτός και η γυναίκα του, η βασιλοπούλα καλότυχοι κι ευτυχισμένοι.
Και το περιβόλι στο χωριό δεν το ξέχασε κι αυτό. Το χρυσοανάστησε. Το γεώργησε ξανά, το έκανε μικρό παράδεισο στη γη. Κι αυτό άνθισε και καρποφόρησε, όπως παλιά. Έλαμψε ο τόπος. Χαρά Θεού να το βλέπεις. Για να το βλέπει κι ο πατέρας του και να χαίρεται κι αυτός από εκεί ψηλά, από το περιβόλι του Ουρανού και να τους εύχεται με την ψυχή του “Χώμα να πιάνετε και μάλαμα να γίνεται!”
---------------------
Αγαπητοί αναγνώστες κι αναγνώστριες
Καλά Χριστούγεννα, Καλή Χρονιά, Καλές Γιορτές κι ευτυχισμένες στιγμές-χαρές με τους δικούς σας! Άμποτε το 2026 να φτάνουν πολλές αυγές και δειλινά και να χτυπάνε το παράθυρό σας μαζί με τα θαλασσοπούλια του Μαλιακού μας, μαζί με τους περαστικούς ανέμους και να σας φέρνουν αντίλαλους από τα τωρινά ή περασμένα, να ξυπνούν μέσα σας φωνές ανθρωπινές, να ηχούν και να παρακαλούν
“Φιλέψτε μας μονάχα την υπογραφή σας
έτσι που τα παιδάκια να μη σκοτώνονται
και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.”
Και να προχωράτε, να χτίζετε νέες εμπειρίες μακριά από φόβους, ανασφάλειες και μιζέρια, να ξαναβρίσκετε τον εαυτό σας, για να βλέπετε σωρούς από πεφτάστερα να λικνίζουν τα όνειρα και στα δάχτυλά σας να μετράτε τις ευχές τους για μια καλύτερη Χρονιά, για μια καλύτερη Μέρα …
Χρόνια σας Πολλά!


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου