"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

12/4/23

στο Γιώργο Ευαγ. Στεφανή (1929-2023), τη μεγάλη μνήμη της Νέας Άμπλιανης

 

Πένθιμα

 

Γιώργος Στεφανής

   Είναι θλιβερό καθήκον, αλλά είναι και επιβαλλόμενο χρέος, να μιλήσω για τον βέρο Αμπλιανίτη αείμνηστο Γιώργο Στεφανή. Αν και ήταν πολύ μεγαλύτερος από μένα, ήθελε να τον αποκαλώ μόνον Γιώργο. Στα τρία τελευταία χρόνια της πανδημίας του κορωνοϊού, ξέρω ότι ήθελε να τον επισκέπτομαι, αλλά δεν ήθελα να τον κολλήσω και να κινδυνέψει.

   Ο Γιώργος γεννήθηκε το 1929, από γονείς αμπλιανίτες στην καταγωγή. Ο πατέρας του Ευάγγελος είχε πάει μετανάστης στην Αμερική από το 1912 και επέστρεψε το 1924.  Ήταν κτηνοτρόφος. Από το γάμο του με τη Βάγια Νιάφα γεννήθηκαν 4 αγόρια. Ο Γιώργος ήταν ο δεύτερος.

 

   Το 1935 ο Γιώργος πήγε στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου Νέας Άμπλιανης, που μόλις τότε είχε ιδρυθεί, με δάσκαλο τον αμπλιανίτη Κωνσταντίνο Καραχάλιο. Αυτός διέγνωσε το καλό μυαλό τού Γιώργου και σύστησε στον πατέρα του να συνεχίσει το παιδί στα γράμματα. Όμως ο πατέρας του δεν τον άφησε να συνεχίσει στο Γυμνάσιο και ο Γιώργος το ’χε παράπονο. Ακολούθησε η Κατοχή και ο Εμφύλιος.

3/4/23

ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

 

του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου, φιλολόγου


 

    Όσα εικονοστάσια κι αν είδα κι αν απάντησα, σαν το εικονισματάκι τής Αγίας Αικατερίνης, της παραγκούλας των Μικρασιατών προσφύγων Στυλίδας δεν αγάπησα.

   Άγιο - θεμελιωμένο, πυργάκι ξακουστό, δυο οργιές τού ψήλου, μια οργιά πλατύ, λαμπροστολισμένο κτίσμα λαϊκό, σε αιγαιοπελαγίτικο - Ανατολής ρυθμό, ασβεστοασπρισμένο και στην κορφή σταυρό, αείφωτο καντήλι, φως αληθινό και η πορτούλα του ν’ αστράφτει μάλαμα.

Η παραγκούλα της Αγ. Αικατερίνης  (1958)

Αρχείο Δέσποινας Λαΐνα
   Αυτό το ιλαρόν φως, λαμπάδα, φανός, άστρον πεσμένον να τρεμουλιάζει εκεί στο πορτάκι τού προσκυνηταρίου, εκεί στο βάθος τής μελανωμένης εικόνας των πρώτων θρησκευτικών μου χρόνων και παραστάσεων, σημάδεψε τη ζωή μου κι ένιωθα την περιέργεια να το παρατηρήσω προσεκτικά, να το εξετάσω από κοντά - τι είναι αυτό το φως - σαν τον Μάνο τού Κορωνιού που ησθάνετο την επιθυμίαν να το κυνηγήσει, εκείνο το μελαγχολικό φως, εκείνο το μυστηριώδες φέγγος ανάμεσα εις τα δύο χλοερά νησάκια, όπως γράφει στο “Άνθος του Γιαλού” του ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

   Το 1950, αφού η οικογένειά μας για να επιβιώσει φώλιασε εδώ κι εκεί, σε πολλές και διάφορες ποντικότρυπες της Στυλίδας, λόγω μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής ταραγμένης περιόδου, ο πατέρας μου με “Συμφωνητικόν” αγόρασε από τον Αυλακιώτη Δημήτριο Ψάρρη, πέραν του δευτέρου Συνοικισμού των Μικρασιατών προσφύγων, ένα οικόπεδο με ένα μικρούτσικο σπιτάκι και το μαγειρειό αντί 3.500.000 εκατομμυρίων.