Εισαγωγή
Είναι κάποιο χρονικό διάστημα που επέστρεφε η σκέψη ότι δεν ήξερα παρά
μόνον λίγα πράγματα για το τουριστικό πόλο έλξης του νομού, τα Καμένα Βούρλα.
Στο Διαδίκτυο δεν βρήκα πολλά. Μόνο τα προπολεμικά πανέμορφα αλλά ερειπωμένα
ξενοδοχεία “Ράδιον” και “Θρόνιον” ήταν αρκετά να αναζητήσω περισσότερα στοιχεία
για το άγνωστο παρελθόν του οικισμού αυτού. Το υλικό που βρέθηκε θα αποδοθεί
όπως πάντα, με όσο γίνεται συνοπτικό, αλλά και περιεκτικό τρόπο.
1.
Η θέση και το
όνομα του οικισμού
Η θέση των Καμένων Βούρλων στα παράλια του βορείου Ευβοϊκού Κόλπου, σε
απόσταση 175 χμ. από την Αθήνα και 40 χμ από τη Λαμία είναι μάλλον γνωστή.
Συνδυάζει τη θάλασσα και το δασωμένο βουνό Κνημίς, αποτελώντας ένα θαυμάσιο
θέρετρο. Εκτός του θαλασσίου τουρισμού, προσελκύει σημαντικό αριθμό επισκεπτών
για τις σημαντικές ιαματικές πηγές του.
Η αρχική ονομασία των Καμένων Βούρλων ήταν
«Παλιοχώρι», σ’ έναν τόπο που περιβαλλόταν από υδρόβια φυτά, τα γνωστά ως
βούρλα. Για την προέλευση του ονόματος “Καμένα Βούρλα”, αναφέρεται η εκδοχή : Κατά
τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι, για να γλιτώσουν από μια επιδρομή
Τούρκων στο χωριό τους, κρύφτηκαν μέσα στα βούρλα, στα υδροχαρή φυτά που
περιέβαλλαν τον οικισμό, κι έτσι σώθηκαν. Μόλις πέρασε ο κίνδυνος, και καθώς οι
Παλιοχωρίτες σχολίαζαν τη σωτηρία τους, ένας απ’ αυτούς είπε “ας είναι καλά τα καημένα τα βούρλα!” κι
από αυτή τη φράση πήρε το νέο όνομά του ο οικισμός.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας, “η ονομασία της κωμόπολης οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο έγινε η
αποστράγγιση και η αποξήρανση της ελώδους περιοχής που κάλυπτε παλιότερα τον
χώρο”. Αυτό σημαίνει ότι μετά την
αποξήρανση, για να απαλλαγούν από τα βούρλα, με φωτιά τα έκαψαν. Έτσι, αυτή
μπορεί να είναι η άλλη πλέον πιθανή εκδοχή για το όνομα του οικισμού ως Καμένα
Βούρλα.
Η πρώτη εκδοχή αναφέρεται στην
Τουρκοκρατία, στη διάρκεια της οποίας δεν υπήρξε καν οικισμός στη σημερινή θέση,
οι δε κάτοικοι διέμεναν στα ορεινά χωριά Θρόνιο ή Καρυά, όπου ήταν πιο
ασφαλείς. Η τωρινή περιοχή των Καμένων Βούρλων κατοικήθηκε από το τέλος του
19ου αι. και μετά.