"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

30/1/16

Οι Γιατροί της Δυτικής Φθιώτιδας

Από τις αρχές του 20ού αι. μέχρι το 1960



Πρόλογος


    Η παρούσα εργασία αποτελεί τμήμα μιας ανέκδοτης μεγάλης εργασίας-μελέτης με τίτλο “Οι γιατροί της Φθιώτιδας (1860-1960)”, που ολοκληρώθηκε το 2009.
   Κατά την προγενέστερη περίοδο 1835-1881, η Λαμία αριθμούσε 35 γιατρούς, που κατάγονταν από διάφορα μέρη (Ήπειρο, Επτάνησα, κλπ.), αλλά οι περισσότεροι προέρχονταν από οικογένειες της Λαμίας.
   Στη διάρκεια του μισού 19ου αι. και του άλλου μισού 20ού αι. (1860-1960) στην ακριτική (πριν το 1881) Φθιώτιδα που πέρασε χρόνια πολέμων, ληστοκρατίας, Κατοχής, Εμφυλίου με συνθήκες φτώχειας του αναλφάβητου στην πλειοψηφία λαού, το λειτούργημα του γιατρού ήταν ένας άθλος. Χωρίς να υπάρχει δευτεροβάθμια νοσοκομειακή περίθαλψη, ο γιατρός γενικής ιατρικής φτάνοντας στον τόπο του ασθενή και διαθέτοντας ελάχιστα μέσα, έπρεπε να διαγνώσει την ασθένεια, να συστήσει φάρμακα, αλλά και να επέμβει άμεσα για να σώσει κάποια ζωή που κινδύνευε.
    Πηγή της προσπάθειας αυτής αποτέλεσε το υπάρχον αρχείο των Ιατρικών Συλλόγων Φθιώτιδας και Λοκρίδας (δεν βρέθηκε αντίστοιχο του Δομοκού). Σε διάρκεια ενός αιώνα (1860-1960) καταγράφηκαν 363 γιατροί που εργάστηκαν στον φθιωτικό χώρο. Τα ελλειμματικά (ή περιορισμένα) στοιχεία εμπλουτίστηκαν ή διορθώθηκαν από άλλα αρχεία ή τρόπους τεκμηρίωσης, ώστε να διασφαλιστεί η ακρίβειά τους.
    Ως καταληκτικός χρόνος της προκείμενης εργασίας τέθηκε το έτος 1960, εφόσον έπρεπε να οριοθετηθεί το υλικό για να είναι δυνατή και η μελέτη του. Είναι προφανές ότι όσοι γιατροί απέκτησαν άδεια άσκησης επαγγέλματος μετά το 1960 δεν περιλήφθηκαν στην παρούσα εργασία. Αποτελούν αντικείμενο μιας επόμενης, που θα συμπληρώσει το “παζλ” αυτής της κοινωνικής τάξης.
   Οφείλω και αποδίδω τις ευχαριστίες μου σε όσους συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της. Αναφέρω ιδιαίτερα τον πρόεδρο του Ι.Σ.Φ. κ. Κων. Χαντζή για την εμπιστοσύνη του στο σεβασμό της  χρήσης των στοιχείων του αρχείου.

Σημείωση : Όπου υπάρχει η ένδειξη [ΦΘ] σημαίνει ότι τα στοιχεία ελήφθησαν από το αρχείο του Ιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδος.


18/1/16

Αξιοποίηση του ελληνικού βωξίτη


Από το βωξίτη στο αλουμίνιο



Πρόλογος

  Η Ελλάδα είναι χώρα κυρίως ορεινή, το δε έδαφός της πέρασε πολλές γεωλογικές μεταβολές. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ο σχηματισμός σημαντικών ορυκτών, που περιέχουν μέταλλα σε μεγάλες συγκεντρώσεις. Στην παρούσα περίπτωση μας ενδιαφέρει το αλουμίνιο, ένα πολύ σημαντικό μέταλλο, που παράγεται από ένα μετάλλευμα το βωξίτη[1], με σημαντικά κοιτάσματα[2] στην Ελλάδα (τα μεγαλύτερα της Ευρώπης).
   Η ανακάλυψη και αξιοποίηση του ελληνικού βωξίτη είναι το θέμα της παρούσης εργασίας και θα αποδοθεί όσο γίνεται με συνοπτικό και κατανοητό τρόπο.

1. Το αλουμίνιο

   Στα παλαιότερα χρόνια ήταν άγνωστο. Ουσιαστικά είναι το μέταλλο του 20ού αιώνα. Κι όμως είναι από τα πλέον άφθονα συστατικά[3] του πλανήτη μας. Ελεύθερο αλουμίνιο (στη Χημεία λέγεται αργίλιο) δεν υπάρχει, αλλά ενωμένο με άλλα χημικά στοιχεία βρίσκεται σε 270 και πλέον ορυκτά. Για βιομηχανική παραγωγή του αλουμινίου, η κύρια πηγή είναι ο βωξίτης.
  Για πρώτη φορά, ως χημικό στοιχείο, το αλουμίνιο ανακαλύφθηκε το 1808 από τον άγγλο χημικό Ντέιβι (Davy). Ο Δανός Χανς Έρστεντ (1825) και ο Γερμανός Βέλερ (1827) το απομόνωσαν. Ο Γάλλος Πιέρ Μπερτιέ (Berthier) πρώτος ανακάλυψε και απομόνωσε το αλουμίνιο από το βωξίτη. 
Αλουμινένια δεκάρα του 1966
   Το 1886 οι Hall & Heroult ανακάλυψαν μέθοδο βιομηχανικής παραγωγής του αλουμινίου από μίγμα αλουμίνας (οξείδιο του αργιλίου) και κρυολίθου[4] σε μορφή τήγματος. Αυτό ηλεκτρολύεται με συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα 150.000 Αμπέρ. Το τηγμένο (λιωμένο) αλουμίνιο συλλέγεται στο βυθό μιας ηλεκτρολυτικής λεκάνης (πισίνας). Η ηλεκτρόλυση είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα διαδικασία. Ένα μέσο εργοστάσιο αλουμινίου καταναλώνει ρεύμα όσο μια μικρή πόλη.
   Ο βωξίτης είναι μίγμα ορυκτών, με κυριότερο το μετάλλευμα με αργίλιο (ή αλουμίνιο). Οικονομικά εκμεταλλεύσιμος θεωρείται όταν έχει περισσότερο από 45-50% οξείδιο του αργιλίου (αλουμίνα) και λιγότερο από 20% σκουριά (σιδήρου).
   Από το βωξίτη, με τη μέθοδο Bayer (1889) παράγεται καθαρή αλουμίνα (με καυστικό νάτριο). Σε παγκόσμια κλίμακα από το 1900 άρχισε η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αλουμινίου, με 8.000 τόνους. Το 1999 η παραγωγή έφτασε τα 24 εκατ. τόνους.

7/1/16

Καπνοβιομηχανίες στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και Εύβοια



Πρόλογος


   Είναι γνωστή η ιστορία του φυτού καπνός, που έφερε ο Κολόμβος στην Ευρώπη, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Ήταν μια συνήθεια των Ινδιάνων που τον έκαιγαν για να εισπνεύσουν τον καπνό, για θρησκευτικούς-θεραπευτικούς λόγους. Τον ονόμαζαν tobaccos. Επιστρέφοντας ήρθε ο καπνός στην Ευρώπη. Το φυτό καλλιεργήθηκε από το 1550 στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και μετά στο Βέλγιο. Ο Γάλλος πρέσβης στην Πορτογαλία Jean Nicot, το 1560 έστειλε καπνό στην Αικατερίνη των Μεδίκων, για θεραπεία από ημικρανίες. Ακολούθησε η εξάπλωση της χρήσης του καπνού, πρώτα για θεραπευτική χρήση. Η συνήθεια του καπνίσματος διαδόθηκε σε πολλές χώρες έκτοτε.
  Στην παρούσα εργασία θα δοθούν τα (περιορισμένα δυστυχώς) στοιχεία για τις καπνοβιοτεχνίες-καπνοβιομηχανίες, που δημιουργήθηκαν στη Στερεά Ελλάδα, με όσο γίνεται σύντομο τρόπο.


1. Ο καπνός στην Ελλάδα (ποικιλίες, καλλιέργεια)


   Από τις αρχές του 16ου αιώνα ο καπνός έγινε γνωστός στην Ελλάδα, από τη Δύση. Η καπνοκαλλιέργεια άρχισε από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Αργότερα επεκτάθηκε νοτιότερα (Λαμία, Λειβαδιά, Άργος, Καλαμάτα). Στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν οι ποικιλίες ανατολικού τύπου (όπως λέγονται) από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι :
1.    Μπασμά(ς) : Παραγόταν σε Ανατ. Μακεδονία και Θράκη.
2.    Κατερίνη : προήλθε από σπόρους ποικιλίας της Σαμψούντας. Καλλιεργήθηκε στην Κατερίνη.
3.    Καμπά-Κουλάκ : Καλλιεργήθηκε σε Κεντρική-Δυτική Μακεδονία και Θράκη.
4.    Μυρωδάτα Αγρινίου.
5.    Τσεμπέλια Αγρινίου
6.    Μαύρα : Καλλιεργήθηκαν σε Θεσσαλία και Αργολίδα.
   Οι ποικιλίες αυτές διαφέρουν μεταξύ τους στο σχήμα του φύλλου, στο μέγεθος, στο χρωματισμό, στο άρωμα (αν έχουν), στη γεύση, κ.ά. Από περιοχή σε περιοχή διαφέρουν τα φύλλα και της ίδιας ποικιλίας, εφόσον είναι διαφορετική η  σύσταση του εδάφους, το υψόμετρο, η θέση, η ηλιοφάνεια.

Φύλλα καπνού
   Τα κατώτερα φύλλα του φυτού έχουν λιγότερη νικοτίνη και λιγότερη αξία. Από τη μέση του βλαστού και πάνω  αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας (γεύση, ποιότητα, άρωμα). Υπάρχουν λεπτόφυλλες και παχύφυλλες ποικιλίες καπνού. Περισσότερα τσιγάρα δίνουν οι λεπτόφυλλες.
   Οι κλασσικές ποικιλίες των ελληνικών ανατολικών καπνών (μπασμάς, Κατερίνη, μπασμάς-κουλάκ) είναι εξαιρετικής ποιότητας με ευχάριστο άρωμα και καλή γεύση, που γίνονταν τσιγάρα είτε μεμονωμένες είτε σε χαρμάνια. Η ζήτησή τους (λόγω της υψηλής ποιότητας) ήταν πάντα πολύ μεγάλη, παρά την υψηλή τιμή αυτών των καπνών.