Βιβλιοπαρουσίαση
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Μπαλωμένο
Η μεγάλη αγάπη του συγγραφέα για τον πατρογονικό τόπο του ήταν το κίνητρο της γραφής αυτού του βιβλίου. Φιλόλογος και εκπαιδευτικός, με ισχυρές μνήμες από τα νεανικά του χρόνια στο χωριό, ήταν το ιδανικό άτομο για να καταγράψει τόσο προσωπικά βιώματα, όσο και μαρτυρίες συγχωριανών του, σε ένα βιβλίο, που συνοδεύτηκε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και το υπάρχον αρχειακό υλικό της Κοινότητας και του Σχολείου.
![]() |
Το εξώφυλλο του βιβλίου |
Το Νικολίτσι είναι ορεινό χωριό της Δυτικής Φθιώτιδας, σε υψόμετρο 700 μ., με λίγη καλλιεργήσιμη γη και πολλές βελανιδιές. Παλιότερα είχε 35 πετρόκτιστα σπίτια και τρία καφεμπακάλικα. Τώρα λίγα απ’ αυτά έμειναν. Τοπόσημα χαρακτηριστικά του χωριού είναι η Εκκλησία, το Σχολείο, οι πετρόκτιστες κρήνες, οι δυο πλατείες και η εκκλησία του νεκροταφείου. Στο βιβλίο ακολουθεί αναλυτική καταγραφή τοπωνυμίων του χωριού, με επεξηγήσεις.
Η πρώτη ενότητα του βιβλίου αναφέρεται στη συμμετοχή των κατοίκων του χωριού στα ιστορικά γεγονότα της χώρας (στην Επανάσταση 1821-29, στο 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α’ Π. Π., στην εκστρατεία στην Ουκρανία και στη Μικρασιατική Εκστρατεία) με ανάλογα θύματα. Είναι συγκινητική και άξια ιδιαίτερης μνείας η συμμετοχή του πρώην μετανάστη στην Αμερική, Σπυρ. Ριρή, σε όλους αυτούς τους αγώνες, αλλά και στη συνέχεια. Το χωριό πέρασε δύσκολα στην Κατοχή, είχε συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, με κορύφωση των παθών στα χρόνια του Εμφυλίου, όπου θρήνησε 18 άτομα και έγινε στόχος παρακρατικών συμμοριών. Πολλά σπίτια πυρπολήθηκαν. Οι διώξεις ήταν μια διαρκής πληγή στις επόμενες δεκαετίες.
Για το όνομα του χωριού, από τα τρία χωριά με το όνομα Νικολίτσι (Φθιώτιδας, Πρέβεζας και Βόρ. Ηπείρου) ο συγγραφέας εκτιμά, ότι από την Ήπειρο και συγκεκριμένα από το Νικολίτσι Πρέβεζας, λόγω διώξεων, προήλθαν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού Νικολίτσι Φθιώτιδας, όπου και κατέφυγαν. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η διοικητική εξέλιξη του οικισμού, από το 1835 μέχρι σήμερα. Την περίοδο 1913-1997 το Νικολίτσι ήταν αυτόνομη κοινότητα. Δίνονται τα ονόματα των προέδρων, γραμματέων της Κοινότητας και στοιχεία της δημογραφικής εξέλιξης του χωριού.
Στις οικονομικές δυσκολίες, από τις αρχές του 20ού αι., ήρθε η διέξοδος της μετανάστευσης στην Αμερική. Καταγράφηκαν 33 ονόματα μεταναστών, από τα οποία οι μισοί δεν επέστρεψαν στο χωριό.
Με τη βοήθεια ηλικιωμένων συγχωριανών του που είχαν ισχυρή μνήμη ο συγγραφέας κατέγραψε αναλυτικά, τα σόγια του χωριού (τα γενεαλογικά δένδρα), φτάνοντας σε προγόνους αυτών από τα μέσα του 19ου αι. Είναι στοιχεία που έχουν μοναδική συναισθηματική αξία για τους απογόνους αυτών, αλλά παράλληλα αποδίδουν και τον κοινωνικό ιστό του χωριού για διάρκεια 1-2 αιώνων. Στο βιβλίο αυτά παρουσιάστηκαν σε έκταση 50 σελίδων!
Το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πάντα κυρίαρχο στους Έλληνες και οι ιεροί ναοί (ενοριακοί και κοιμητηριακοί) ήταν σημείο αναφοράς κάθε χωριού. Με δωρεές και προσωπική εργασία οικοδομήθηκαν και αγιογραφήθηκαν. Στο βιβλίο καταγράφηκαν τα ονόματα των ιερέων και ιεροψαλτών, αλλά και όσων έκαναν αφιερώματα (τάματα), δηλ. τα εικονίσματα σε δρόμους του χωριού.
Από τα επαγγέλματα των κατοίκων, κυριάρχησε η γεωργία, αρχικά με τα παραδοσιακά μέσα (ξύλινο αλέτρι) και τα ζώα έλξης (βόδια) και αργότερα με μεταλλικά άροτρα και μουλάρια ή άλογα. Μετά την καλλιέργεια του σιταριού (ή κριθαριού ή βρώμης), γινόταν θερισμός με τα χέρια και αλώνισμα. Από το 1964 χρησιμοποιήθηκε αλωνιστική μηχανή (πατόζα). Άλλες καλλιέργειες ήταν καλαμποκιού (σε ποτιστικά χωράφια) και φασολιών. Το χωριό είχε αμπέλια (ξερικά), που απέδιδαν το κρασί και τσίπουρο της χρονιάς.
Η κτηνοτροφία στο χωριό ήταν επικουρική ασχολία της γεωργίας. Υπήρχαν γιδοπρόβατα, λίγα βόδια για το όργωμα της γης, λίγοι χοίροι (για το λίπος της χρονιάς) και μεταφορικά ζώα. Το χωριό καλυπτόταν με ποιοτικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο συγγραφέας κάνει πλήρη λαογραφική καταγραφή στα είδη-ονόματα των αιγοπροβάτων, στα ποιμενικά σκεύη και τόπους. Ακολουθούν άλλα επαγγέλματα, που υπήρχαν στο χωριό, έτσι ώστε να είναι αυτόνομο καλύπτοντας όλες τις ανάγκες.
Το σπίτι ήταν η έδρα κάθε οικογένειας, ως χώρος διαβίωσης, κάλυψης των αναγκών ζωής και ως μονάδα του κοινωνικού χώρου. Ήταν όλα πετρόκτιστα, ισόγεια ή διώροφα, με ξυλοδεσιές και στέγη. Είχαν τζάκι για θέρμανση και για παρασκευή φαγητού. Τα σπίτια είχαν και κατώι, που ήταν αποθήκη με το αμπάρι για το σιτάρι της χρονιάς και για διάφορα εργαλεία. Στο βιβλίο ακολουθούν πλήρη στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες, το ρόλο των μελών της οικογένειας και τη συμμετοχή αυτής στον κοινωνικό χώρο.
Ο ρόλος του Σχολείου είναι καθοριστικός στην απόκτηση γνώσεων, αλλά κυρίως στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Από το 1916 το Νικολίτσι απέκτησε ιδιόκτητο σχολικό κτίριο, όπου λειτούργησε το μονοθέσιο σχολείο. Καταγράφηκαν οι δάσκαλοι που υπηρέτησαν και οι αριθμοί μαθητών, στο δημοτικό σχολείο και στο σχολαρχείο. Κάποιοι έφηβοι ακολούθησαν σπουδές στο Γυμνάσιο στη Σπερχειάδα. Στο βιβλίο έγινε τιμητική προβολή για άτομα που διακρίθηκαν επαγγελματικά και για άλλα με επιτυχίες στον αθλητισμό. Το 1969 έκλεισε το σχολείο.
Η ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου έγινε στην Αθήνα το 1975 και ήταν ένα σημαντικό γεγονός, αλλά το 1989 αδρανοποιήθηκε. Από το 2002 απέκτησε νέο Δ.Σ., αλλά το 2012 έγινε ανενεργός. Κρίμα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το χωριό απέκτησε τηλέφωνο. Το 1960 το χωριό απέκτησε δίκτυο ύδρευσης. Το 1977 ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα. Η χάραξη και διάνοιξη του δρόμου έγινε (μετά από 3 τροποποιήσεις) με προσωπική εργασία, με τμηματικές εργασίες της ΜΟΜΑ, ο δε τελικός δρόμος έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά ασφαλτοστρώθηκε πολύ αργότερα. Από το 1980 άρχισε η υπεραστική συγκοινωνία με λεωφορείο του ΚΤΕΛ.
Η φτώχεια περίσσευε, αλλά ήταν αναγκαία η διασκέδαση με παρέες σε κάθε ευκαιρία, όπως σε γάμους, στο πανηγύρι, σε οικογενειακές και θρησκευτικές γιορτές. Μεγαλύτερο γλέντι (3ήμερο) γινόταν στις 15 Αυγούστου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του χωριού, όπως και όλων των ορεινών και δυσπρόσιτων οικισμών ήταν η υγειονομική περίθαλψη. Γιατρός υπήρχε στο Γαρδίκι, στα Μάρμαρα ή στη Σπερχειάδα, που έπρεπε να έρθει με άλογο και να πληρωθεί. Φαρμακεία δεν υπήρχαν. Δύσκολα περιστατικά έπρεπε να έρθουν στο νοσοκομείο Λαμίας. Υπήρχε μεγάλη θνησιμότητα, σε μικρά παιδιά. Έτσι κατέφευγαν σε πρακτικούς γιατρούς (με βότανα και ξόρκια), ή ιαματικά νερά (Κυριακοχώρι). Στο βιβλίο καταγράφηκαν θεραπευτικές πρακτικές για διάφορες ασθένειες.
Στο τέλος του βιβλίου έχει αλφαβητικό Γλωσσάρι της ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, σε έκταση 100 σελίδων, πολύ σημαντική εργασία-συλλογή του φιλολόγου-συγγραφέα, για δημιουργία του ρουμελιώτικου ιδιώματος.
Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα επιμελημένο στο περιεχόμενο, όσο και τυπογραφικά. Έχει 526 σελίδες και σχήμα 17Χ24 εκ. Εκδόθηκε το 2018, σε δεύτερη έκδοση στην Αθήνα. Είναι πολύ πλούσιο σε φωτογραφικό υλικό, με αναλυτικές λεζάντες.
Η γραφή του είναι ευχάριστη και ελκυστική για τον αναγνώστη, ο δε συγγραφέας διατηρεί και αναδεικνύει τη ντοπιολαλιά. Για το συγγραφέα-ερευνητή είναι πολυετές έργο ζωής και επιβεβαιώνει τον τίτλο του, αποδίδοντας τη νοσταλγία του χρόνου, αλλά παράλληλα αποτελεί και αιώνιο μνημόσυνο για τους Νικολιτσιώτες που έφυγαν.
Η αναλυτική τεκμηριωμένη και πλούσια εργασία του Κωνστ. Ζησίμου επιβεβαίωσε την επιθυμία του για το νοσταλγικό ταξίδι της μνήμης στα παλαιότερα χρόνια, των ανθρώπων του χωριού, τόσο των ηλικιακά μεγαλύτερων, όσο και των νεότερων που έτσι θα γνωρίσουν τις “ρίζες καταγωγής”, σε πολύ δύσκολα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου