"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

4/10/20

Το Ρουμελιώτικο γλωσσικό ιδίωμα - Λεξιλόγιο (μέρος β’)

 του Σεραφείμ  Κακούρα, φιλολόγου

 

Σύντομη εισαγωγή στο λεξιλόγιο (εμπλουτισμένο)

 

   Το λεξιλόγιο που ακολουθεί αποτελείται από μια συλλογή λέξεων, όπως τις μιλούσαν αρκετοί μέχρι και τη δεκαετία του ’60, κι όπως - ίσως - τις μιλάνε κάποιοι μεγαλύτεροι ακόμα και σήμερα στα χωριά κυρίως της ορεινής Ρούμελης. Από τις λέξεις πολλές είναι εκείνες που έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες, άλλες έχουν μεσαιωνικές ελληνικές, μερικές είναι παραφθορά λέξεων της κοινής νέας ελληνικής. Τέλος αρκετές είναι κι εκείνες που έχουν  ξενική προέλευση (τουρκική, σλαβική, αλβανική, κ.ά). Για αρκετές από τις ξενικής προέλευσης λέξεις σημειώνω την καταγωγή τους. Οι αναφερόμενες ως αραβικές ή περσικές έφτασαν στην ελληνική μέσω της τουρκικής γλώσσας. (Εδώ θα άξιζε ίσως να αναφερθεί ότι η τουρκική γλώσσα ήταν πολύ φτωχή σε λέξεις και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να δανειστεί μια πληθώρα λέξεων από άλλους λαούς και κυρίως ομοδόξους των Τούρκων, όπως π.χ. είναι οι Άραβες και οι Πέρσες). 

  Κάποιες απ’ τις λέξεις του λεξιλογίου απαντώνται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, άλλες με όμοιο ακριβώς τρόπο μ’ αυτές της Ρούμελης και κάποιες άλλες λίγο ως πολύ παραλλαγμένες. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο ρουμελιώτικο ιδίωμα αποτελεί ασφαλώς η αποβολή πολλών φωνηέντων ή και η αντικατάστασή τους από άλλα.

  Κατά την καταγραφή των λέξεων προτιμήθηκε, όσο ήταν δυνατόν, η παρουσίασή τους με τον τρόπο που αυτές προφέρονταν και για το λόγο αυτό επέλεξα κατά την αναγραφή τους την ορθογραφία σύμφωνα με την προφορά τους.

 

Λεξικό του Ρουμελιώτικου ιδιώματος

 

Α

 

α; = τι;

αά, λέγεται και αχά = ναι.

αβασκιαίνου = ματιάζω, κάνω κάποιον να αδιαθετήσει υπό την επήρεια του ματιού.

αβάφτσστους = αβάπτιστος, αλλά και αλόθρησκος ή άπιστος.

αβγαταίνου = αυξάνω.

αβγατίζου = αυξάνω.

αβγουλίθ (το) = όγκος σε σχήμα αβγού στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου.

αβέρτα = απλόχερα, απεριόριστα.

άβουλους (ο) (προέλ. αρχ. ελληνική) = άτομο που δεν το χαρακτηρίζει η αποφασιστικότητα.

αβραϊά (η) = τμήμα χωραφιού, μπάλωμα.

αγάλια = σιγά.

αγάλια αγάλια (προέλευση μεσαιων. ελληνική) = σιγά σιγά.

αγαλιούτσκα = σιγά σιγά.

αγάνα = ο φλοιός του καρπού του σιταριού, αλλά και το ψαροκόκαλο. 

αγανός  (προέλευση αρχαιοελληνική) = λεπτός.

αγαπητκός, αγαπητκιά = εραστής.

αγγειό (το) = δοχείο, αλλά και το γυναικείο γεννητικό όργανο. 

αγγόνα (η) (προέλευση μεσαιων. ελληνική) = εγγονή.

αγγόνι (προέλευση μεσαιων. ελληνική) = εγγονός.

αγγυλώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = καρφώνω με βελόνα ή λεπτό αγκάθι.

αγκίδα (προέλευση αρχ. ελληνική) = αγκάθι που μοιάζει με βελόνα, αιχμή βέλους, βελόνας.

αγκλίτσα, λέγεται και γκλίτσα (προέλευση αρχαιοελληνική)  = ραβδί των βοσκών.

αγκλόινα = καρποί άγριας αχλαδιάς.

αγκουμαχάου = ανασαίνω με δυσκολία.

αγκουνάρ (αρχ. ελλην.)  = ακρογωνιαίος λίθος και πέτρα διαμορφωμένη για γωνίες σπιτιών.

αγκουνή  (η) (προέλευση μεσαιων. ελληνική) = γωνία ή θέση δίπλα στο τζάκι.

αγκουρτσιά, λέγεται και γκουρτσιά (προέλ. αλβανική ή βουλγαρική) = άγρια αχλαδιά.

αγκούσα (η) = δυσφορία από την πολλή ζέστη, στενοχώρια, δύσπνοια …

αγκούτσα = ξύλινο ακατέργαστο ραβδί και μεταφορικά σπασμένο πόδι ή χέρι.

αγλέουρας = μεγάλο φαγοπότι, φαγητό του «σκασμού».

αγναντεύου (προέλευση αρχαία ελληνική) = κοιτάζω πέρα μακριά.

αγνάντια = απέναντι

αγουιάτς = αυτός που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη μεταφορά.

αγουνιόμι = ταλαιπωρούμαι.

αγραδώνου = βάζω κάτι μέσα σε σχισμή έτσι που δύσκολα βγαίνει.

αγραμάδα (η) = σχισμή, χαραμάδα.

αγρίδα (προέλευση μεσαιων. ελληνική) = άγουρο σταφύλι.

αγριουτράου = κοιτάζω κάποιον με άγριο τρόπο.

αγροικήθκαμι = συνομιλήσαμα, συνεννοηθήκαμε.

άγρου = άγουρο, αγίνωτο. 

αγρουμπλιά = αγριομηλιά.

άγρους = άγουρος, νεαρός.

αγώι (προέλευση αρχαιοελληνική) = η αμοιβή για μια μεταφορά.

αδέ = ενώ, αλλά, μα.

αδειάζου = αδειάζω, αλλά και ευκαιρώ (δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)

αδέξιους = ανίκανος

αδιδώ και αϊδιδώ = σ’ αυτό εδώ το σημείο.

αδιδωιά = στο ίδιο σημείο.

αδικεί = στον ίδιο τόπο, εκεί ακριβώς.

αδικειιά = εδώ κοντά.

αδικεύου = αδικώ.

αδιρφάδις (οι) = αδελφές.

αδιρφουμοίρια = τμήματα χωραφιών μοιρασμένα μεταξύ αδελφών.

αδιτότι = τότε ακριβώς.

αδιτώρα = τώρα ακριβώς.

αδκιά (η) = αδικία, συκοφαντία.

αδούλιφτους = αδούλευτος, αργόσχολος.

αδράχτ (προέλευση αρχαιοελληνική) = όργανο που χρησιμοποιείται για γνέσιμο.

αδρύς (ο) = πυκνός, δασύς, έντονος.

αερουγάμς = μικρό πουλάκι που καταφέρνει και μετεωρίζεται στον αέρα.

αζάπουτους (ο) (προέλευση αραβική)= αυτός που δεν γίνεται καλά, απείθαρχος.

αζιβγάρουτους (ο) = ανύπαντρος, αλλά και αταίριαστος.

αζούπητους = ο μη συμπιεσθείς.

αζύγιαγους (ο) = αζύγιστος.

αζύγουτους = απλησίαστος.

άη κουκ (τ’) = ποτέ.

Άη-Δμητριάς = Οκτώβριος.

αητουνύχι = επιτραπέζιο άσπρο ή κοκκινόμαυρο σταφύλι.

άι (αλλά και άε) (προέλευση αρχαία ελληνική) = πήγαινε, φύγε.

άϊα (τα) = τα άγια.

αϊά = να, κοίταξε.

αϊάτους ή αϊάτουνι = δες τον.

αϊκουσμένη (η) = ανήθηκη γυναίκα, ξεφωνημένη.

αϊκώ, λέγεται και ακώ = ακούω.

αϊρκό = ξωτικό, φανταστικό ον, κακοποιό πνεύμα που προκαλεί ασθένειες.

αΐσκιουτους = απλησίαστος.

αϊτέρ (το) = ζευγάρι, ταίρι.

άϊτι (άντε), (προέλευση τουρκική) = εμπρός, πήγαινε.

άϊτι άϊτι = κάνε γρήγορα.

αϊφαντής = είδος αραχνούλας.

άκα = (αρνητικό μόριο) όχι.

ακέργιους = ολόκληρος, ακέραιος.

ακμπάου = ακουμπώ.

ακουρμαίνουμι (προέλευση αρχαιοελληνική) = ακροόμαι, ακούω προσεκτικά.

αλάδουτους (ο) = αυτός που είναι χωρίς λάδι, αβάπτιστος, αντίχριστος.

αλαλιάζου = ζαλίζω, σκοτίζω, αλλά και παλαβώνω.

αλαμανάου = κυνηγάω, καταδιώκω με πολύ βίαιο τρόπο.

αλαμανιάζου = αναστατώνω.

αλαμπουμπούλα (προέλευση βενετσιάνικη) = αναταραχή.

αλάργα (προέλευση λατινική) = μακριά.

αλαργεύου = απομακρύνομαι.

αλαταριές = πέτρες που πάνω τους έβαζαν αλάτι για τα ζώα του κοπαδιού.

αλαφανταριά (η) = ακαταστασία, παλαβωμάρα.

αλαφιάζου = φοβίζω κάποιον.

αλαφιάζουμι = αναστατώνομαι από κάτι που με αιφνιδίασε.

αλαφρουγιουρτή (η) = μικρή γιορτή.

αλαφρουίσκιουτους = αυτός που βλέπει οράματα.

αλαφρύς (ο) (προέλευση Ομηρική)= άμυαλος.

αλιμούργια = αρπαγή, λεηλασία, πλιάτσικο.

αλισβιρίσι (πρ. τουρκική) = το δούναι και λαβείν, οι εμπορικοοικονομικές σχέσεις.

αλ(ι)σίβα (η) = στάχτη διαλυμένη στο νερό που έπλεναν τα ασπρόρουχα.

αλκότμα = παρεμπόδιση.

αλκουτάου = εμποδίζω.

αλκουτνός = τελευταίος, αλλά και αυτός προκαλεί εμπόδιο.

αλλαή = ανταλλαγή.

αλλαξιά = σύνολο ένδυσης.

αλλαξουφιγγιά = τρέλα, παραζάλη.

αλλοιά = αλλοίμονο.

αλλοιώτκους = διαφορετικός.

αλλοιουτεύου = γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω χαρακτήρα και συνήθειες.

αλλόκουτους (ο) = παράξενος, ιδιότροπος.

αλλούθι = αλλού, σε άλλο μέρος.

αλλουπαρμένους = αφηρημένος, σαν να του πήραν το μυαλό οι νεράιδες.

αλμπάνης (προέλευση τουρκική) = πεταλωτής αλόγων, αλλά και αδέξιος, άπειρος.

αλουγουσύρτς (ο) = αυτός που κλέβει τα άλογα.

Αλουνάρς = Ιούλιος.

αλπού (πληθ. αλπές) = αλεπού.

αλπουπουρδή = είδος άγριου φυτού που μοιάζει με μανιτάρι. 

αλπουτνάχκι = πετάχτηκε επάνω βίαια.

αλσίβα = απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη.

αλχτάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = γαυγίζω.

αμάδα = στρογγυλή, πλακουτσωτή πλατιά πέτρα, είδος παιχνιδιού.

αμάλαγου (το) = απείραχτο, ανέγγιχτο.

αμαλαϊά (η) = ησυχία, βόλεμα, τόπος ησυχίας.

αμανάτ (το) = ενέχυρο, υποθήκη.

αμέτ μουχαμέτ (προέλευση τουρκική) = οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο.

αμ τίδα κάνι = βέβαια, ασφαλώς.

αμάλαγους = απείραχτος, ανέγγιχτος.

αμαλαϊά =  τόπος που καταφεύγει και ησυχάζει άνθρωπος ή ζώο, θαλπωρή.

αμανάτι (προέλευση αραβική) = ενέχυρο.

αματσιάλγου = αμάσητο.

άμετε = πηγαίνετε.

αμολόητα = ανεκδιήγητα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.

αμουλάου (προέλευση βενετική) = λύνω, απελευθερώνω.

αμπάρ (προέλευση περσική) = μεγάλο ξύλινο κιβώτιο που έβαζαν το αλεύρι.

αμπάρα (προέλευση ιταλική) = βέργα που ασφαλίζει εσωτερικά την πόρτα.

αμπαρώνου = κλειδώνω.

αμπδάου = πηδάω (αμπήδα = πήδα).

αμπηδηκλώνου = βάζω τρικλοποδιά.

αμπήδμα (το) και αμπηδσιά = πήδημα.

άμπλας = τόπος απ’ τον οποίο αναβλύζει πολύ νερό.

αμπουδάου = εμποδίζω.

αμπούκα = μάγουλο.

αμπουξιά = βίαιο σπρώξιμο.

αμπουριά (η) (προέλευση αρχ. ελληνική) = πόρτα με ακατέργαστα σε φράχτη.

αμπώχνου (προέλευση αρχ. ελληνική)  = σπρώχνω.

αμώνου (προέλευση αρχ. ελληνική) = ορκίζομαι.

αναβάσταγους = αβάσταχτος, ασυγκράτητος.

αναβατίζου = αφήνω το ζυμάρι για το ψωμί να φουσκώσει.

αναβέλαξα = κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή.

αναβιλάζου = φωνάζω δυνατά από πόνο ή φόβο.

αναβρουχιά (προέλευση αρχ. ελληνική) = ανομβρία, ξηρασία.

αναγκάζουμι = βιάζωμαι, κάνω γρήγορα.

αναγαλιάζου = αισθάνομαι αγαλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία.

αναγιλάου = κοροϊδευω, χλευάζω.

αναγκαστκά = εξ ανάγκης, χωρίς να το θέλω κάνω κάτι.

αναγλυτσιασμένα = με γλοιώδη τρόπο.

αναγούλα = τάση για εμετό.

αναδεύου = ανακατεύω, αναταράσσω.

ανάκαρα (προέλευση αρχαιοελληνική) = δύναμη, τσαγανό, κουράγιο.

ανακατουσούρα = ανακάτωμα, μπερδεμένη κατάσταση.

ανακατώστρα (η) = κουτσομπόλα.

ανάλλαγους = εκείνος που δεν άλλαξε ρούχα.

ανάλατις κβέντις = λόγια ασσυλόγιστα.

αναλγώνου = λυώνω, μαλακώνω κάτι.

αναμέρα = κάνε στην άκρη.

αναμιράου = παραμερίζω.

αναμπαίζου = κοροϊδεύω, περιγελάω.

αναμπουμπούλα = αναστάτωση.

αναμπρατσώνουμι = θυμώνω και ετοιμάζομαι για φασαρία, ανεβάζω τα μανίκια μου.

ανανουιέμι = καταλαβαίνω.

αναντάμ – μπαμπαντάμ (προέλευση τουρκική) = όπως τύχει, χωρίς καμία τάξη.

αναπαμός (ο) = ξεκούραση, ανάπαυση.

αναπάντιχου (το) = απροσδόκητο, απρόοπτο.

αναπιάνου = ετοιμάζω το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού.

αναπουδιά (η) = εμπόδιο, ατυχία.

Α-ναπουδιασμένους = ιδιότροπος.

ανάρια ανάρια (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = πολύ αραιά.

ανασκιλώθκανι = έπεσαν ανάσκελα.

ανασούμπαλους = κακοφτιαγμένος και απεριποίητος.

ανασπάζουμι = ασπάζομαι κάτι ιερό.

ανάστρουφους = ανάποδος.

αναφακάς = η μοίρα καθενός, η τύχη.

αναφάνταλους = ασουλούπωτος, απρόσεκτος, επιπόλαιος.

αναφταώνου = αναστατώνω.

αναφταώνουμι = αναστατώνομαι.

αναχαράζνι = αναμασούν.

αναχητσουμέμους = με σηκωμένο μαλλί και άγρια εμφάνιση.

ανγαστέν = επίτηδες, επί τούτο.

ανεβατίζου = ζυμώνω σταρένιο ψωμί.

ανέμκαμι = απόμειναμε.

ανέσια = άνεση, σιγά σιγά.

ανημπόρια (η) = αδυναμία.

ανήμπουρους = άρρωστος.

ανιμουβόρ (το) = τσουχτερό κρύο.

ανιμουγκάστρ = ψευτοεγγυμοσύνη.

ανιμουζάλη (προέλευση αρχ. ελληνική) = θύελλα, δυνατός άνεμος, αναστάτωση

ανιμουπύρουμα = είδος δερματοπάθειας.

ανιμουσούριου (το) = αέρας με βροχή.

άνιφτους (προέλευση αρχαιοελληνική) = με άπλυτο πρόσωπο.

αντάμα (προέλευση αρχαιοελληνική) = μαζί.

ανταμκό (το) = αυτό που είναι κοινό, που ανήκει σε δύο ή και περισσότερους.

αντάμουμα (το) = συνάντηση.

ανταμώθκαμι = συναντηθήκαμε, αλλά και παντρευτήκαμε, συμπεθεριάσαμε.

ανταμώνου = συναντώ.

αντάρα (προέλευση βλάχικη) = ομίχλη.

αντάριασι = έπεσε ομίχλη, αλλά και φούντωσε η μάχη.

αντένω (προέλευση ομηρική) = συναντώ.

αντέτ (το) (προέλευση τουρκική) = έθιμο, συνήθειο.

άντζα = μέρος του ποδιού, γάμπα.

αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού.

αντιλουιά (η) = απόκριση, ανταπάντηση.

αντιλουιόμι = απαντώ, αποκρίνομαι.

αντιπρουψιές = τρία βράδια πριν.

αντιριέμι,  αλλά και ντιριόμι (προέλευση μεσαιωνική)= ντρέπομαι.

άντιρου = έντερο.

αντιρώνουμι = τεντώνομαι.

αντραδιρφός (ο) (προέλευση ελληνιστική) = ο κουνιάδος.

αντράλα = ζάλη, σκοτοδίνη, ίλιγγος.

αντραλίζουμι (προέλευση μεσαιωνική) = ζαλίζομαι.

αντρέπουμι = ντρέπομαι.

αντριλίκι (το) = η παλικαριά, η ανδρειοσύνη.

αντρόϋνου = ζευγάρι, ο σύζυγος και η σύζυγός του.

αντρουμοίρ = το μερίδιο χήρας γυναίκας που κληρονομεί απ’ τον άντρα της.

αντρουχιάζουμι = μπλέκομαι σε σχοινιά ή κλαδιά ή …

ανώι (το) (προέλευση αρχ. ελληνική) = ο επάνω όροφος.

αξαίνου = μεγαλώνω.

αξιάδα (η) = παλληκαριά, ικανότητα.

αξιότιρους (ο) = ικανότερος, δυνατότερος.

άξιους (ο) = ο ικανός, ο επιδέξιος, ο κατάλληλος να κάνει κάτι.

αξούργους = αξύριστος.

αούα – αούα = κραυγή για να διώξουν τον ξέφτερα (γεράκι) που ρίχτηκε στις κότες.

απαγγιάζου = καταφεύγω σε μέρος απάνεμο για να προφυλαχτώ απ’ το κρύο.

απάγκιου (προέλευση αρχαιοελληνική) = τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας.

απανουπροίκι (το) = η επι πλέον δοθείσα προίκα.

απαντάου = απαντώ, αλλά και συναντώ.

απαντιέμι = ανταμώνω με κάποιον.

απαντουχή = ελπίδα, προσμονή,  προσδοκία.

απαντχαίνου και απαντέχου = προσδοκώ, ελπίζω.

απατός μου = από μόνος μου.

απαυτουιά = απ’ αυτό το μέρος.

απέ, λέγεται και κιαπέ = έπειτα, στη συνέχεια.

απεικάζου = καταλαβαίνω, αλλά και συμπεραίνω, υποθέτω.

απειρουλόϊτους = απεριποίητος.

απθαμή (η) = πιθαμή, μονάδα μήκους όσο το μήκος μιας πιθαμής.

απθώνου = αφήνω κάτι κάπου.

απίδ (το) (προέλευση αρχ. Ελληνική «άπιον») = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς.

απιδιά (η) = άγρια αχλαδιά.

απιδρουμάου = επιπίπτω.

απίστουμα = μπρούμυτα.

απίτιαγους = αχόρταγος.

απκάτ = από κάτω.

απκατούλια = λίγο πιο κάτω.

άπλερου (πουλί) (το) = μικρό πουλάκι που δεν μπορεί ακόμη να πετάξει.

απλές … = που λες …

άπλιρου (το) = το μικρό πουλάκι.

απλουιόμι = αποκρίνομαι.

απλόχιρα (επίρρ.) = πλουσιοπάροχα, χωρίς τσιγκουνιά.

απλόχιρου (το) = η παλάμη του χεριού σε σχήμα κούπας.

απλουχέρς (ο) = γενναιόδωρος.

απόβρουχου (το) = μετά από τη βροχή.

απόγουνου (το)= απάνεμος τόπος.

απόκαμα = εξαντλήθηκα, παρακουράστηκα.

αποκόλι (το) = απομεινάρι από κομμένο δέντρο.

απόκουτους = παράτολμος.

απόκουψι = σταμάτησε να θηλάζει.

απόμκαμι = απομείναμε. 

απόπατους (προέλευση αρχ. ελληνική) = τουαλέτα.

απόρξι = έγκυος που απέβαλλε.

απόσκιου (το) (προέλευση αρχ. ελληνική) = μέρος σκιερό.

απουγιένουμι = καταλήγω κάπου.

απουγραμμάτου = επακριβώς, κατά γράμμα.

απουδέλοιπου (το) = υπόλοιπο.

απουδώθι = από εδώ, από ετούτη τη μεριά, απ’ τη μεριά που είμαι και εγώ.

απούθι; = από ποιον τόπο;

απουκαΐδ (το) = ό,τι μένει από την πυρκαγιά.  

απουκαϊές (οι) = απομεινάρια πυρκαγιάς.

απουκάνου = εξαντλούμαι, κουράζομαι πολύ.

απουκείθι = απ’ την πίσω πλευρά.

απουκειό = από εκείνο.

απουκόβου = απογαλακτίζω, διακόπτω, παύω το θηλασμό.

απουκούμπ = στήριγμα, απαντοχή.

απουκουντά = από πίσω, στη συνέχεια.

απουκουντριασμένους = απελπισμένος, αυτός που φοβάται όλους και όλα.

απουκουτάου = αποτολμώ.

απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.

απουκρέψαμι = νηστέψαμε. 

απουλάω = σχολάω, αφήνω κάτι ελεύθερο.

απουμόνουμι = πνίγομαι.

απουξούλια = απέξω και πολύ κοντά.

απουπαίρνου = μαλώνω κάποιον.

απουπάν = από πάνω.

απουπέρα,  αλλά και αχπέρα  = απέναντι.

απουρρίχνου = (για έγκυο γυναίκα ή ζώο) αποβάλλω.

απουσπιρνού = απόψε το βράδυ.

απουσπόρ (το) = το στερνοπαίδι.

απουσταίνου = κουράζομαι. 

απουσταμάρα (η) = κούραση.

απουσώνου = αποτελειώνω κάτι που έχω αρχίσει.

απουταχιά = κατά την αυγή.

απουτώρα = λίγο πριν απ’ αυτή τη στιγμή.

άπραγους = άπειρος, αμάθητος, πρωτάρης.

Απρίλς = Απρίλιος.

απστουμάου = αναποδογυρίζω, πέφτω κάτω, αλλά και γυρίζω μπρούμυτα.

απστουμήθκα = έπεσα κάτω.

αράδα (προέλευση βενετσιάνικη) = σειρά.

αραδιάζου =  βάζω στην αράδα,  σειρά, βάζω σε τάξη, αλλά και διηγούμαι.

αραήλιασα = ζαλίστηκα.

αραήλιασμα = ζάλη απ’ τον ήλιο.

αράθυμους (προέλευση αρχ. ελληνική) = αυταρχικός, ευέξαπτος.

αραλίκι = ανακωχή, αλλά και τεμπελιά.

αρατίσκανι = σκορπίσανε εδώ κι εκεί.

άρατους = άφαντος.

άραχλους = κακομοίρης.

αρβάλι = χερούλι σκεύους, αλλά και συνεχής ροή (πάνε αρβάλι οι δουλειές του).

αρβάλι = χάλκινο ή τσίγκινο στογγυλό δοχείο για το άρμεγμα των ζώων.

αργάζου (προέλευση αρχ. Ελληνική, «οργάζω») = χτυπώ, κατεργάζομαι.

άργανα (τα) = τα μουσικά όργανα.

αργατιά (η) = το σύνολο των εργατών.

αργουστόλης (ο) = αυτός που κάνει αργά τις εργασίες της, που πάντα καθυστερεί.

άρεθε = άρεσε.

αρίδα (προέλευση αρχ. ελληνική) = το πόδι, αλλά και τρυπάνι. 

αριεύου = αραιώνω.

αρισιά (η) (προέλ. αρχ. ελληνική) = αυτό που αρέσει σε κάποιον, η προτίμηση, το γούστο.

αρμ (η) (προέλευση αρχ. ελληνική «άλμη») = νερό με αλάτι.

αρμάθα (πρ. αρχ. ελλ. «ορμαθός») = πολλά όμοια πράγματα περασμένα σε κλωστή.

αρμαθιά = σειρά από χάντρες, φύλλα, … περασμένα σε σχοινί, μάτσο.

αρμαθιάζου = περνώ σε σχοινί διαδοχικά διάφορα πράγματα, πλάθω ιστορίες.

αρμακάς = σωρός από πέτρες.

αρμοί (οι) = οι αρθρώσεις των οστών.

αρνόκρου = μαλλί μικρών αρνιών.

αρρόϊαγου = ανεξέλεγκτο, αναιδέστατος άνθρωπος.

αρτήθκα = έφαγα τροφή όχι νηστίσιμη.

αρτμή (η) = τυρί, ανθότυρο ή κλωτσοτύρι.

αρύς (ο) = αραιός.

αρχεύου και αρχνάου = αρχίζω.

αρχήτιρα = νωρίτερα.

αρχίνσα = άρχισα.

ασαλάητους (ο) = αυτός που δεν παίρνει σαπό συμβουλές, που κάνει του κεφαλιού του.

ασιγούριφτους (ο) = ανήσυχος.

ασκαίνουμι (προέλευση ελληνιστική) = σιχαίνουμαι.

ασκί (προέλ αρχ. ελλην. «ασκός») = επεξεργασμένο δέρμα αρνιού που για κρασί, νερό …

ασκιαίνουμι = σιχαίνουμαι, αηδιάζω.

ασμπρουξιά = σπρώξιμο.

άσουτα = αυτά που δεν σώνονται (τελειώνουν).

ασπρουγάλιασμα (το) = το χρώμα του ουρανού κατά το λυκαυγές.

ασπρούδα = είδος άσπρου σταφυλιού.

ασπρουνόρκου = κατάμαυρο αρνί ή κατσίκι με άσπρη την άκρη της ουράς.

αστέρου (η) = φοράδα με άσπρο μπάλωμα στο μέτωπο.

αστουχάου, αστόισα (προέλευση ελληνιστική) = ξεχνώ.

αστραπόβουλου = κεραυνός.

αστραπουβουλάει = αστράφτει και πέφτουν κεραυνοί.

αστραπουκαμένους = χτυπημένος από κεραυνό.

αστραπουτσιουκανάει = μπουμπουνίζει.

αστρέχα (προέλευση σλαβική) = μέρος που μας προφυλάσσει απ’ τη βροχή.

αστρίτς = είδος φιδιού.

αστρουπιλέκι = κεραυνός.

αστρουφιγγιά (η) = ξαστεριά χωρίς φεγγάρι.

ατάραγους (ο) = βαρύς κι ασήκωτος.

αυγαταίνου, λέγεται και αυγατίζου = αυξάνω.

αυνούς = αυτούς.

αυλόϋρους = αυλόγυρος.

αυτηνιά = αυτή εδώ.

αυτήνη = αυτή.

αυτουϊά = κάπου αυτού, στο σημείο αυτό.

αϋφαντής = αράχνη.

αφαντιάζιτι = χωρίς λόγο αναστατώνεται, καυγαδίζει αναίτια.

αφαρπάζουμι = θυμώνω πολύ και είμαι έτοιμος για φασαρίες.

αφέντς (προέλ αρχ. ελλην.)= άρχοντας, αλλά και ο κουνιάδος.

αφίρ (το) = πολύ κρύο και άριστης ποιότητας νερό.

άφκα = άφησα.

άφνι = άφηνε.

αφνού, λέγεται και αφτνού = αυτουνού.

αφόντας = από τότε που…

αφόρμσι (η πληγή) = μολύνθηκε.

αφουγκράζουμι και αφουγκραίνουμι = ακούω (προσεκτικά).

άφτινι = άφησέ την.

αχά = ναι.

αχαΐρευτους = ανεπρόκοπος, τεμπέλης, αλλά και άτυχος. 

αχαμνά = αδύνατα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.

αχαμναίνου = αδυνατίζω.

αχαμνός (προέλ. αρχ. ελλην. «χαύνος» = πορώδης, αραιός) = αδύνατος, ασθενικός.

αχαμνούτσκους (ο) = λίγο αδύνατος.

αχάραγα = πολύ πρωί, πριν ξημερώσει.

αχνός = ατμός.

αχούα = κραυγή για το διώξιμο γερακιού.

αχούρ (προέλευση τουρκική) = υπόγειο.

αχπάν = από πάνω.

αχπανούλια = λίγο πιο πάνω, απ’ την πάνω πλευρά.

αχπέρα και απουπέρα = απέναντι.

άψη (η) = φούντωση, ακμή.

αψιάδα (η) = ζωηράδα, αλλά και ενευρισμός.

 

 

Β

 

βάβου (η) (προέλευση σλαβική)  = γιαγιά.

βαένα, λέγεται και βαρέλα = ξύλινο βαρελάκι για τη μεταφορά νερού.

βαένι (προέλευση σλαβική) = μικρό ξύλινο βαρελάκι.

βάζει = βουίζει.

βαζούρα = βοή, ενοχλητικός θόρυβος.

βαϊουβδόμαδου = το επταήμερο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα.

βακούφκου = εκκλησιαστική ή μοναστηριακή περιουσία.

βαλάντουσα (στο κλάμα) = έκλαψα πάρα πολύ, καίγομαι από κάποιον μεγάλο καημό.

βάνου στα πουδάρια = τρέπομαι σε φυγή.

βάντα = κλαδί δέντρου για τροφή ζώων.

βαρ’ = χτύπα.

βαραίνου = επιδεινώνεται επικίνδυνα η υγεία μου, αλλά και ψυχραίνομαι με κάποιον.

βαρβατίλα (προέλευση λατινική)  = η μυρουδιά αρσενικού ζώου.

βαρβατσέλι (προέλευση λατινική) = μικρός ερωτιάρης.

βαργουμάου = παραπονούμαι, δυσανασχετώ, δυσφορώ.

βαρέλα = βαρέλι για νερό.

βαρεί ου νους μ’ = σκέφτομαι έντονα κάτι, πάει ο νους μου σε κάτι.

βάρησα = χτύπησα (π.χ. έπεσα και βάρησα).

βαριμάρις = τεμπελιές.

βαρκέτσα = βαρέθηκα, κουράστηκα.

βαρκό (το) (προέλ. μεσαιων. «βούρκος»)  = υγρότοπος, περιοχή με νερά που λιμνάζουν. 

βαρυγκόμνια (προέλευση μεσαιωνική)  = δυσφορία για βάσανα, δυσανασχέτηση. 

βάτεμα (προέλευση ελληνιστική «βατεύω»)  = η γονιμοποίηση ζώων.

βατεύουντι (αναφέρεται κυρίως σε ζώα) = ζευγαρώνουν.

βατλιά = περιοχή γεμάτη βάτα.

βατσνιά (προέλευση αρχ. ελληνική «βάτος»)  = κλαδί βάτου.

βέλαξα (απ' τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ.

βέλασμα(προέλ. αρχ. ελλην. «βληχή»)   = η φωνή των προβάτων και των κατσικιών.

βελέντζα (προέλευση τουρκική)  = χοντρό σκέπασμα από γίδινο μαλλί.

βέμπιλι (προέλευση σλαβική) = ασθένεια.

βζακάντ = μολυσματικό εξάνθημα του δέρματος που πυορροεί. 

βζουλόι = η πιπίλα του μωρού, μπιμπερό.

βζουπιάνου = βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει.

βίγλα (η) = ύψωμα, σκοπιά, παρατηρητήριο.

βιλάνι (το) = βελανίδι.

βιρβέρα (προέλευση σλαβική) = σκίουρος.

βιτούλι = αρνί ή κατσίκι ενός έτους.

βίτσα (η) (προέλευση σλαβική)  = λεπτή και ευλύγιστη βέργα.

βλαβ = βλάβη, αλλά και βλάπτει.

βλαστμάου = βρίζω.

βλουϊρός = ξύλινο όργανο με το οποίο σφραγίζεται η λειτουργιά. 

βόμπρας = μικρό ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.

βουδώνου και βοδώνου = προφταίνω, προλαβαίνω.

βούζας, βουζουμένος  = θυμωμένος.

βουζώνου = θυμώνω, μένω αμίλητος, κάνω μούτρα.

βουϊδούμπας = ανόητος.

βουλά (η) (προέλευση αρχ. ελληνική «βολή») = φορά, περίσταση, αλλά και το βόλεμα.

βουλεί = βολεύει, δίνεται ευκαιρία. Δε μ’ βουλεί = δεν ευκαιρώ. 

βουλή (η) = ευκαιρία.

βουλθιά (η) = κόπρανα αγελάδας. 

βουλουδέρνου = τριγυρίζω εδώ κι εκεί στα χαμένα.

βούλουμα (το) = πώμα.

βουμπίρκου = καταραμένο.

βουρδουλιάζου = γεμίζω σπυριά ή ψείρες.

βούριαξι = έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα.

βουσκαρούδ = τσοπανόπουλο.

βρακουζώνι = ανδρικό εσώρουχο με πόδια.

βριτίκια (τα) = η αμοιβή για την εύρεση απολεσθέντος πράγματος.

βρούδια = αυτοσχέδιες πισίνες (νερόλακοι) της φύσης σε χειμάρρους και ποτάμια.

βρουνταλίδια = μικρά κουδουνάκια.

βρουχαλίδα = είδος πολύχρωμης σαύρας που εμφανίζεται μετά από βροχή.

 

Γ

 

γαβάθα (η) = μεγάλο και βαθύ πιάτο.

γαϊτάνι (προέλευση αραβική)  = κορδόνι.

γαλάρια = προβατίνα ή κατσίκα που παράγει γάλα.

γαλατόπτα (η) = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.

γαλατσίδα (η) = άγριο φυτό με γαλακτώδη χυμό στους βλαστούς και τα φύλλα.

γαλιουρίζου = βλέπω αμυδρά, μόλις διακρίνω τη θέση κάποιου πράγματος.

γαμπρουλιάς, λέγεται και γαμπρίκας = χαϊδευτικά ο γαμπρός.

γανώματα = χάλκινα κουζινικά σκεύη.

γανώνου = κασσιτερώνω τα χαλκώματα.

γαρδαβίτσα = πάθηση του δέρματος, μοιάζει με σπυρί.

γαρδέλι (το) = η καρδερίνα.

γάστρα (η) (πρ. αρχ. ελλ.)   = μεταλλικό ημισφαιρικό αντικείμενο που σκεπάζεται με θράκα.

γατσιασμένους (ο) = αδύνατος και κακομοιριασμένος ανθρωπάκος.

γατσιόμαλλου = ακατάστατα μαλλιά και οι μικρές τρίχες στο σβέρκο.

γατσιόπλου = μικρό γατάκι.

γατσιουμαλλιάζου = ανακατώνω τα μαλλιά.

γατσιουμαλλιάρα = χοντρή μάλλινη φλοκάτη.

γατσιούνι, , λέγεται και γατσιόπλου = γατάκι. 

γατσνεύιτι (η γάτα) = το νιαούρισμα της γάτας, όταν θέλει να ζευγαρώσει.

γατσνιάζου = αναμαλλιάζω.

γδυτός = γυμνός.

γέριψα (προέλευση αρχ. ελληνική «υγιηρός»)  = θεραπεύτηκα, έγινα καλά.

γεύουμι = βασανίζομαι, (γεύκει πουλλά φαρμάκια στη ζωή τ’ς).

γηρουκόμ (το) = γέροντας ή γριά.

γηρουκόμιου (το) = γέροντας ή γριά που έχει ανάγκη φροντίδας.

γηρουκούσιαλου (το) = υπέργηρος άνθρωπος.

γιαίνου = θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.

γιάκτου = για άκουσέ το.

γιαλίζουμι = καθρεφτίζομαι.

Γιαραμπής (προέλευση περσική)  = Θεός, Αλλάχ.

γιατάκι (προέλευση τουρκική)  = πρόχειρη κατασκευή για διαμονή.

γιατουιά = να το εδώ μπροστά σου.

γιάτους = να αυτός.

γίγκι = έγινε.

γιδουξούρ = αμόρφωτος άνθρωπος, παντελώς άξεστος.

γιεύουμι = παιδεύομαι, βασανίζομαι, πικραίνομαι, δοκιμάζω ψυχικό πόνο.

γίκους = στοίβα από ρούχα.

Γινάρς = Ιανουάριος.

γιόμα (το) (προέλευση αρχ. ελληνική)  = μεσημέρι.

γιόμστου = γέμισέ το.

γιούκους (προέλευση τουρκική) = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο.

γιουματίζου(προέλευση αρχ. ελληνική «γεύμα»)   = τρώω μεσημεριανό φαγητό.

γιουμάτου = γεμάτο.

γιουμώνου (προέλευση αρχ. ελληνική) = γεμίζω.

γιούργια (η) = εφόρμηση, γιουρούσι.

γιούρτ = χωράφι γύρω από σπίτι.

γιουρτάδις (οι) = γιορτές.

γιουρτάνι (προέλευση τουρκική) = αρμαθιά από φλουριά για το λαιμό.

γιουρτάσι (το) = η γιορτή.

γιουφύρ = γέφυρα.

γιρεύου = θεραπεύομαι.

γιρουκόμ (το) = γέροντας.

γιρουκουμάου = φροντίζω γέροντα.

γιρουντουφέρνου = μοιάζω με γέροντα.

γιρουξούρας = γέρος.

γκαβός =αλλήθωρος.  

γκαβούλιακας = θεόστραβος κι αλλήθωρος.

γκαβώνουμι = χάνω το φως μου.

γκαϊδίζου = λοξοκοιτάζω, κοιτάζω πονηρά, έχω κρυφή συμπάθεια κάπου.

γκαϊδός (προέλευση λατινική = αλλήθωρος.

γκανιάζου = διψάω πολύ, κοράκιασα, αλλά και κλαίω γοερά, πλαντάζω. 

γκάνιαξι (π.χ. στο κλάμα) = πλάνταξε, έφτασε στο απροχώρητο.

γκαργκαλιάγκους = λάρυγγας.

γκαρδιώνου = ενθαρρύνω.

γκαρίλας (ο) = άτομο που φωνάζει κλαψουρίζοντας συχνά και ενοχλητικά.

γκζάνι (το) = ασήμαντος άνθρωπος.

γκιέμ (το) = χαλινάρι.

γκιζιράου (προέλευση τουρκική) = τριγυρνώ.

γκιόσα (η) (προέλευση ρουμανική) = γέρικη κατσίκα, μαύρη κατσίκα με λευκή κοιλιά.

γκιουλέκας = ψευτοπαλικαράς.

γκιούμ (το) = μεταλλικό δοχείο νερού.

γκισέμ (προέλ. τουρκική) = το ζώο που ηγείται του κοπαδιού και φέρει μεγάλο κουδούνι.

γκλάβα (προέλευση σλαβική) = το κεφάλι, το μυαλό. 

γκλαβανή (προέλευση σλαβική) = καταπακτή στο πάτωμα που έφερνε στο υπόγειο.

γκόλφ (το) (προέλευση μεσαιωνική «εγκόλπιον» ) = φυλαχτό.

γκόνουμι = χορταίνω.

γκούρλισμα (το) = η κραυγή του γουρουνιού.

γκουρλουμάτς = άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.

γκουρλώνου (προέλ. ελληνιστ. «γρύλλος» κωμ. ζωγραφ. φιγούρα) = γουρλώνω (τα μάτια).

γκουρπένι (το) (προέλ. ελληνιστική (<αγριάμπελος)) = είδος αναρριχητικού φυτού.

γκουρτσιά (προέλευση αλβανική) = άγρια αχλαδιά.

γκούσια (η) (προέλευση λατινική)   = ο πρόλοβος της κότας.

γκουστέρα (προέλευση σλαβική) = σαύρα. 

γκουστιρίτσα = μικρή σαύρα.

γκτζιούπ (το) (προέλευση αρχ. ελληνική «κόσσυμβος») = μεγάλο ξύλο από κορμό δέντρου.

γκριλλώνου (τα μάτια) = γουρλώνω.

γκριμός (ο) = βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.

γκριμουτσακίζουμι = πέφτω και χτυπώ άσχημα.

γκριντάλι = μεγαλόσωμος άνθρωπος.

γκσουμανάου = ανασαίνω βαριά απ’ την κούραση.

γκώθκι = παράφαγε και βαρυστομάχιασε.

γκώνουμι = χορταίνω.

γλαβανή = καταπακτή.

γλαρώνου = νυστάζω, με πιάνει υπνηλία.

γλέπου = βλέπω.

γλύνα = το χοιρινό λίπος, λάσπη από πηλό (έστρωναν το πάτωμα χωρίς σανίδια).

γλίτσα = γλοιώδης επιφάνεια, γλιστερότητα.

γλουσσιάζου = δοκιμάζω με τη γλώσσα μου.

γλουσσίδ (το) = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.

γλουσσουφαϊά (η) = καταλαλιά, κακολογίες.

γμάρ = γαϊδούρι. 

γμαρκό = άνθρωπος ασυγκίνητος, χοντρόπετσος.

γμαρουντάβανους (ο) = έντομο ενοχλιτικό στα άλογα, μουλάρια …

γναίκα = γυναίκα.

γναίκιους = γυναικείος.

γνέθου = κάνω το μαλλί νήμα με όργανο τη ρόκα.

γνέμα = νήμα.

γνοιάζουμι = φροντίζω, νοιάζομαι, μεριμνώ.

γνώρους (ο)= γνωριμία.

γούβα (προέλευση αλβανική) = λακκούβα, κοίλωμα στη γη που κρατούσε νερό.

γουλί (το) (προέλ. αρχ. ελλην.)  «άγλις»  = τελείως κουρεμένο κεφάλι, χωρίς ούτε μια τρίχα.

γουνιά = τζάκι, ακρούλα.

γουνήδις (οι) = γονείς.

γούπατου = βαθούλωμα, κοίλωνα του εδάφους.

γουρλουμάτς = άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.

γουρλώνου = ανοίγω πάρα πολύ τα μάτια.

γουρμάζου = ωριμάζω.

γούρμος = ώριμος καρπός.

γούρνα (προέλευση ελληνιστική) = είδος στέρνας.

γουρνουκούμασου = χώρος για το γουρούνι.

γουρνούλα (η) = λακουβίτσα στο έδαφος που κρατάει νερό.

γουρνουματιάζου = βάζω κάποιον στο μάτι.

γουρνουμυτιάσκι = έσκυψε πολύ, έπεσε κάτω.

γουρνουτσάρχου = πρωτόγονο παπούτσι καμωμένο από δέρμα γουρουνιού.

γουρνουχαρά = το σφάξιμο του γουρουνιού τα Χριστούγεννα.

γουτς- γουτς = κραυγή για το διώξιμο γουρουνιού.

γραμματζούμινους = μορφωμένος , εγγράμματος.

γραμματκός = ο γραμματέας.

γραμμένου = όμορφο, αλλά και το μοιραίο. 

γραπώνου = αρπάζω, συλλαμβάνω με βίαιο τρόπο.

γρατσνάου = γρατσουνίζω. 

γραφτό = μοίρα, πεπρωμένο.

γρέκι (προέλευση τουρκική)  = τόπος διανυκτέρευσης κοπαδιών.

γρέντζιλα (τα) = αγριοστάφυλα.

γρίβας (ο) (προέλευση γοτθική «grewa = γκρίζος)  = σταχτύ, γκρίζω άλογο.

γρίβο = χρώμα ανοιχτό γκρι.

γριβούλα = το πουλί σιταρήθρα.

γροικάου (προέλευση αρχαία ελληνική) = ακούω, καταλαβαίνω.

γρούμπα = καμπούρα.

γρούμπαλου = καμπουρωτό.

γρουμπός = καμπούρης.

γρουμπούλι = εξόγκωμα στο εξωτερικό μέρος του σώματος.

γρούν(ι) (το) (προέλευση αρχαία ελληνική «γρώνα = θηλυκός χοίρος»)  = γουρούνι.

γυαλί (το) = ποτήρι.

γυρβόλι (το) = κύκλος.

γυρβουλιά (προέλευση μεσαιωνική)  = ολόγυρα, κυκλική κίνηση.

γυρβουλιάζου = φέρνω γύρες, αλλά και προσπαθώ πονηρά να πετύχω κάτι.

γυρεύου = ψάχνω, επιδιώκω, θέλω.

γυφτόλαμπα = τσίγκινη λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί.

γυφτουκόνισμα (το) = (περιπαιχτικά) άνθρωπος πολύ μελαχρινός.

γυφτουλασιά = απόλυτη φτώχεια, αλλά και ενοχλητικός τρόπος να δοθεί κάτι.

γυφτουφασλιά = είδος φασολιάς.

γυφτουφάσλου = «μαυρομάτικο» φασόλι.

 

 

Δ

 

δακράκια (τα) = αρωματικά κίτρινα λουλουδάκια του βουνου.

δασκαλούδια (τα) = παιδιά του σχολείου.

δαυλί = αναμμένο ξύλο.

δαχλιά = δακτυλιά, δακτυλικό αποτύπωμα.

δαχλίθρα (η) = δακτυλήθρα.

δάχλου = δάκτυλο.

δέντρους (ο) = μεγάλη βελανιδιά.

διρβένι (το) = στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.

δέση (η) = τεχνητό φράγμα σε τρεχούμενο νερό.

δημουσιά = δημόσιος δρόμος.

διάβα (το) = το πέρασμα.

διάβα = πέρνα.

διάγγι (το) = παλιό κρασί.

διαγουμίζου (προέλευση μεσαιωνική «διαγουμάς»)  = λεηλατώ.

διάζουμι = βιάζομαι. 

διακουνιά = ζητιανιά.

διακουνιάρς = ζητιάνος.

διαλούπ (το) = ξωτικό, δαιμονικό. 

διαούρτ (προέλευση τουρκική) = γιαούρτι.

διασίδ (το) = το στημόνι, οι κατά μήκος κλωστές του υφαντού.

διάσιλου = το σημείο του περάσματος ανάμεσα σε δυο βουνά.

διαστκός = βιαστικός.

διάτα (η) = συμβουλή, αλλά και διαταγή.

διατάζου = συμβουλεύω. 

διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθεί.         

διάτανους = διάβολος, σατανάς.

διάφουρου (το) (προέλευση ελληνιστική)  = το κέρδος, το όφελος.

διμάτ (το) = δέσμη από χόρτα.

διμούτσουνου = (για όπλο) το δίκανο.

δίμτου = ύφασμα μάλλινο που το ύφαιναν με διπλό στημόνι και διπλό υφάδι.

δίνει ου ήλιους = ανατέλλει ο ήλιος.

διξιμιό (το) = η υποδοχή.

δίξιους (ο) = ο παλιάνθρωπος (ου πίσιους ου δίξιους).

δίπατου (το) = διώροφο.

διπλάρκα (τα) = δίδυμα.

διπλαρώνου = πλησιάζω κάποιον και με πονηριές και γλυκόλογα τον εξαπατώ.

διρμάτ = ασκί από δέρμα αρνιού ή κατσικιού όπου έβαζαν τυρί, κρασί, νερό …

δκούλι (το) (προέλ. αρχ. ελλην. «δί-κέλλα») = εργαλείο για το λίχνισμα του σιταριού.

δόλιους (ο) = δύστυχος, κακομοίρης.

δούγα (η) = σανίδι βαρελιού, αλλά και «τέντωμα» του αυτιού για κρυφάκουσμα.

δουκάου = αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.

δουκιόμι (προέλευση αρχαία ελληνική «δοκώ» = αντιλαμβάνομαι, «βάζω» με το νου μου.

δραγασιά = παρατηρητήριο πάνω σε δέντρο.

δραγάτς (ο) = αγροφύλακας.

δρασκέλι   = ο διασκελισμός.

δρασκιλάου = διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλια.

δρασκιλιά (προέλευση ελληνιστική) = απόσταση ίση με ένα βήμα.

δρόλαπας = ανεμόβροχο, θύελλα, δυνατή βροχή με παγερό άνεμο.

δρούγα = η ρόκα που γνέθουν.

δρουλάπ (προέλευση αρχαιοελληνική) = καταιγίδα, ανεμόβροχο.

δρουσουτσιάφ (η) = η δρσιά που κάθεται στα φύλλα των φυτών.

δρουτσίλι (το) = μπιμπίκι.

δύνιτι = μπορεί.

δύνουμι = μπορώ.

δυχατέρα = θυγατέρα.

δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου.

 

 

 

Ε

 

είνιτους; = ζει;

έζγει = ζούσε.

έκα = στάσου, κάνε πιο πέρα.

εμ - εμ = και - και .

έμκα = έμεινα.

έμπαξα = έβαλα (κυρίως φωτιά).

εμπατή (η), λέγεται και μπατή = η είσοδος, ιδιαίτερα σε υπόγειο.

ενού = ενός.

έπσα = έπεσα, αλλά και έψησα.

έργους (ο) = το προς σκάψιμο οριζόμενο στους εργάτες τμήμα γης.

έρμου = μοναχό, κτήμα χωρίς ιδιωκτήτη.

έρραξι = εμφανίστηκε, φάνηκε στον ορίζοντα.

έρριψι = αδυνάτισε πάρα πολύ, έλυωσε.

έσβους = ο ασβός.

ετσγιαϊά = μ’ αυτόν τον τρόπο.

 

 

Ζ

 

ζαβλακώθκα = νύσταξα ή ζαλίστικα και δεν ξέρω που είμαι.

ζαβός = αυστηρός και κακότροπος χαρακτήρας, ανάποδος άνθρωπος.

ζαβουλιά = αταξία, κακή πράξη που έγινε από πρόθεση. 

ζαβουλιάρς (ο) = άτακτος, πειραχτήρι.

ζαγάρ (προέλευση αραβική = κυνηγητικό σκυλί, αλλά και κατεργάρης, παλιοχαρακτήρας.

ζαϊρές = τα εφόδια.

ζακόνι (προέλευση σλαβική) = συνήθεια, έθιμο.

ζαλίγκα  = μεταφορά φορτωμάτων δεμένων στην πλάτη με τριχιά.

ζαλίκι = το φορτίο που μπορεί να κουβαλήσει κάποιος στην πλάτη του.

ζαλίμ = ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.

ζαλκώνουμι (προέλευση σλαβική) = δένω φορτίο στην πλάτη μου να το κουβαλήσω.

ζαμάνια (προέλευση περσική) = πολλά χρόνια.

ζάντζα = ιδιοτροπία, παραξενιά.

ζαντζιάρκου = παιδί με ζάντζες (ιδιοτροπίες).

ζαντζέβου = αποκτώ παραξενιές, ιδιοτροπίες.

ζάπ (προέλευση αραβική)  = υπομονή, συγκρατημός.

ζαπώνου = αρπάζω κάτι με τη βία, οικειοποιούμαι κάτι.

ζάρα (η) = ρυτίδα.

ζάρκους = γυμνός, χωρίς προστασία.

ζαρπί (το) = το ζόρι, ο εξαναγκασμός, η βία.

ζάφτ, λέγεται και ζαπ (προέλευση τουρκική) = το να δαμάζω, να καταβάλλω κάποιον.

ζάφτου = χτυπώ, αλλά και πίνω. (έζαψα δυο πουτήρια τσίπρου).

ζαχαράτου (το) = κουφέτο, καραμέλα.

ζαχαρένια = η καλή διάθεση, η καρδιά.

ζβάου = σβήνω.

ζβόϊρους = σβούρα.

ζβουνιά = ξερή ακαθαρσία αγελάδας χρήσιμη στο άναμμα φωτιάς.

ζβουρλάου = εκσφενδονίζω. 

ζγαντζιούρς = καχεκτικός και ιδιότροπος άνθρωπος.

ζγαντζόγουρνου = γκριζωπό γουρούνι με πολύ σουβλερή μύτη.

ζγαρλάου = σκαλίζω, ανακατώνω, ενοχλώ.

ζγαρόνια = παπούτσια χωρίς σόλα, ραμμένα πάνω στις κάλτσες.

ζγουρ (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = ζυγούρι, αρνί 1-2 ετών.

ζγώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = πλησιάζω.

ζεβζέκης (πρ. τουρκική) = «ανάποδος» άνθρωπος, με παραξενιές, παλαβιάρης.

ζέβλα (η) (προέλ. αρχ. ελλ.) = εξάρτημα που έβαζαν στο λαιμό των βοδιών, όταν όργωναν.

ζερβά (τα) = ανήλιαγα μέρη.

ζερβί (το) (προέλευση μεσαιωνική = το αριστερό (π.χ. το ζερβί χέρι = το αριστερό χέρι).

ζέχνου = βρωμάω.

ζηλιμένους = εξαίρετος, αξιοζήλευτος.

ζιακτάου = συμπιέζω, σπρώχνω βίαια κάποιον να συνέλθει ή να προσέξει.

ζίβα = σβήσε.

ζιβζέκης (ο) = δύστροπος άνθρωπος.

ζιματάου, λέγεται και ζιουματάου = ρίχνω καυτό νερό.

ζίμξαμι, αλλά και ζούμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.

ζιόγκους = εξόγκωμα.

ζιουβγάρ = ζευγάρι, αντρόγυνο.

ζιουγκλιάζου = τσαλακώνω κάτι που είναι καμωμένο από μέταλλο. 

ζιουματάου = ρίχνω καυτό νερό.

ζιρβουχέρς = αριστερόχειρας.

ζιρζιβούλης και ζιρζέβουλας (απ’ το βελζεβούλ, προέλευση εβραϊκή) = διαβολάκος. 

ζιχνουβουλάου = βρομάω πολύ.

ζλαπ’ και ζλαπκό (προέλευση αλβανική) = αγρίμι, λύκος, αλλά και άξεστος άνθρωπος.

ζμάρ = ζυμάρι.

ζμάκι (το) = λίγο ζουμί.

ζμαρόπτα (η) = πίτα χωρίς φύλλα με αλεύρι καλαμποκιού.

ζμί = ζουμί.

ζμπάου = σπρώχνω (ζούμπα = σπρώξε).

ζμπλατέα = στην πλατεία.

ζναρ = ζώνη.

ζόσματα (τα) = δώρα.

ζουρμπαλίκι (το) = αυθαιρεσία, ξεσήκωμα σε ανταρσία.

ζουρμπάς (προέλευση τουρκική) = κλέφτης, ληστής.

ζούβσα =έσβησα.

ζουγραφσμένους (ο) = πανέμορφος.

ζουδ = ξωτικό.

ζούλα = κρυφά.

ζούμξαμι, λέγεται και ζίμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.

ζούμπιρου (προέλευση σλαβική) = μικρό έντομο.

ζούμπρα = σπρώξε.

ζουντανά (τα), αλλά και πράματα = τα ζώα.

ζουντόβουλου (προέλ. μεσαιωνική ελλην.) = γαϊδούρι, αλλά και κακοήθης άνθρωπος.

ζουπάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = πιέζω δυνατά.

ζούρα (η) (προέλευση μεσαιωνική)  = τοκατακάθι λαδιού ή κρασιού.

ζουρβάλα (προέλευση κουτσοβλάχικη) = βίαιη και μεγάλη ροή υγρού. 

ζουριό = το σημείο αποχέτευσης του νερού στο σπίτι.

ζουρλαμάρις = παλαβομάρες, άμυαλες πράξεις.

ζούρλια = τρέλα, παραφορά.

ζουρλός (προέλευση βενετσιάνικη «zurlo» = άμυαλος, άστατος ) = τρελός, ανόητος.

ζουρλουμανάου = τρέχω ασταμάτητα.

ζουρμπαλίκι (προέλευση τουρκική) = ανταρσία.

ζυγώνω (προέλευση αρχαιοελληνική) = πλησιάζω.

ζύι (το) = ζύγισμα.

ζώστρα = λουρί που δένει το σαμάρι.

 

 

Η

 

ήμτανι (και : ήμνα) = ήμουνα.

 

 

Θ

 

θαμαίνουμι = παραξενεύομαι, απορώ, θαυμάζω.

θαμπά = μισοσκότεινα, μισοσκόταδο.

θαμπούλια = πρωί πρωί, πριν ακόμη ξημερώσει.

θαραπεύουμι, αλλα και χαραπεύουμι = ευχαριστιέμαι απολαμβάνοντας κάτι.

θαρρεύου = παίρνω θάρρος.

θειάκου = θεία, αλλά και προσφώνηση κάθε ηλικιωμένης γυναίκας.

θειαμαίνουμι = θαυμάζω, παραξενεύομαι.

θείτσα = χαϊδευτικά η θεία.

θέμιλου = θεμέλιο.

θερμ (η) = πυρετός.

θηλκό = κορίτσι.

θηλκουχρουνιά = περίοδος ευτυχίας.

θημουνιά (προέλευση ομηρική «τίθημι θημών = σωρός) = σωρός από δεμάτια σιταριού.

θηρίους = τεράστιος.

θιαμαίνουμι = θαυμάζω, αλλά και παραξενεύομαι.

θιλουκούτα = πολύ θολό νερό ή άλλο υγρό : κρασί ….

θιλός (ο) = θολός.

θιλούρα = θάμπωμα.

θιλώνου = θολώνω.

θιουδόξανου, λέγεται και θιουδόξαρου = ουράνιο τόξο.

θιουτκό = αυτό που προέρχεται απ’ το Θεό ή κάποιον άγιο, θαύμα.

θιρμαίνουμι = έχω πυρετό.

θιρμασιά = πυρετός, ρίγος με υψηλό πυρετό, ελονοσία.

Θιρστής =Ιούνιος.

θκαρ (το) (προέλ. αρχ. ελλ.) = θήκη μαχαιριού.

θκομ, θκος, θκοτ = δικό μου, δικό σου, δικό του.

θλιά = θηλιά.

θλίκι (το) = κούμπωμα.

θλίκια = κουμπιά.

θλικώνου = κουμπώνω.

θμόμι = θυμούμαι.

θμος = θυμός, αλλά και πρήξιμο. 

θμουμένου = πρισμένο.

θουλουκούτα (και θηλουκούτα ) = πολύ θολό νερό.

θουριά (η) = εμφάνιση.

θράκα = αναμμένα κάρβουνα.

θρασεύου = φουντώνω, (θράσεψαν τα παλιοχόρταρα στο χωράφι).

θρασίμ (το) = θρασύς, αυθάδης.

θραψιρό = τρυφερό.

θραψιρός = ο γεμάτος ζωηράδα και ζωμούς βλαστός, αλλά και ευτραφής.

θριφτάρ (το) = καλοταϊσμένο, παχουλό.

θρουνιάζουμι = κάθομαι κάπου χωρίς να υπολογίζω κανέναν.

θυμητκό (το) (προέλευση μεσαιωνική «θύμη») = η μνήμη.

 

 

Ι

 

ίγκλα (η) = δερμάτινο λουρί που στερεώνει το σαμάρι.

ιδιάζου = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό.

ιδρουτουκουπάου = ιδρώνω πάρα πολύ.

ίδρουτου = ιδρώτας.

ιδώθι και δώθι = προς τα εδώ.

ιδωιά, λέγεται και ιδαϊά και ιδωιάς = σ’ αυτό το σημείο.

ιδώπουκείθι = πίσω απ’ αυτόν το τόπο.

ικειιά = εκεί δα.

ικειό πλένι … = όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον (αντί να πούνε π.χ. ο Πέτρος).

ικειός = εκείνος.

ιλατιάς = δάσος από έλατα.

ινάτ (προέλευση αραβική) = μνησικακία, θυμός, πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη.

ιξόν = εκτός κι αν …

ιπρουχτές = προχθές.

ίσια μι τ’νώρα = οριακή στιγμή της ημέρας (το μεσημέρι ή το ηλιοβασίλεμα).

ίσκα (προέλευση λατινική) = μύκητας σε οξιές, βελανιδιές … χρήσιμο ως προσάναμα.

ισκιουμένους = αυτός που βλέπει φαντάσματα.

ιτουτουιά = αυτό εδώ.

ίτσια = είδος λουλουδιών.

ιφκιώμι = εύχομαι.

ιχτές = χθες.

ιψέ(ς) (προέλευση αρχαιοελληνική) = χθες το βράδυ.

 

 

Κ

 

καβαλάρς = καβαλάρης, αλλά και το οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης.

καβαλκεύου = ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.

καβούκι (προέλευση τουρκική) = όστρακο (π.χ. καβούκι χελώνας).

καγκανένας, καγκαμίνια, καγκανένα = κανένας απολύτως.

καγκέλι = δρόμος (μονοπάτι) με πολλές στροφές.

καγκιλουφρύδα = γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.

κάδ (η) = μεγάλη ξύλινη κυλινδρική κατασκευή για τσάμπουρα, μούρα …).

καζάντ = πλούτη, προκοπή.

καζαντίζου (προέλευση τουρκική) = πλουτίζω.

καζάντιου (το) = πλούτη.

καζάντσα = πλούτισα, πρόκοψα οικονομικά. 

καζάρμα (προέλευση γαλλική «caserne») = στρατώνας, στρατόπεδο.

καθάριου (προέλευση αρχαιοελληνική) = ψωμί από αλεύρι σίτου.

καθάρσιου = καθαρτικό.

καϊπουμένους = κρυμμένος σε μέρος που δεν τον βρίσκεις εύκολα.

κακάβ = χάλκινη κατσαρόλα. 

κακαντρούλς = ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάκι.

κακαράντζες = κοπριές αιγοπροβάτων.

κακαρώνου (προέλευση αρχ. ελληνική «κάρος» = αναισθησία, νάρκη)= πεθαίνω.

κακάτσιαλου = ξερή βλέννα της μύτης.

κακουμούτσουνους = πολύ άσχημος.

κακουσιότρουπους  = ασουλούπωτος, κακοφτιαγμένος.

κακουφάγανους (ο) = αυτός που δεν τρώει όλα τα φαγητά, ο πολύ επιλεκτικός.

κακουχρουνίζου = καταριέμαι.

καλαμπουκίσιου (το) = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού.

καλαμπουκούκι = κουλούρα από αλεύρι καλαμποκιού ψημένη στη στάχτη.

κάλανη (η) = ξύλινη κατασκευή σχήματος χωνιού χρήσιμη σε νερόμυλους.

καλάνια (τα) = αυλακωτοί κορμοί μεγάλων δέντρων για τη διοχέτευση νερού.

καλαντζίδκου (το) = χώρος που γάνωναν χάλκινα σκεύη.

καλβουσφύρ (το) = σφυρί για το πετάλωμα των αλόγων.

καλβώνου = πεταλώνω.

κάλισια (η) = προβατίνα με άσπρο σώμα, μαύρη μύτη και μαύρα αυτιά.

καλιακούδα = είδος πουλιού, το βουνό η Καλιακούδα, δυστυχισμένη γυναίκα.

κάλιασι = έτυχε.

κάλισσια (η) = λευκή προβατίνα με μαύρες βούλες στο μέτωπο.

καλκαντζούρις = ακατάστατα γράμματα.

καλόβουλους = συνεργάσιμος, καλόκαρδος.

καλόϊρους = καλόγερος.

καλούδια = δώρα, ωραία πράγματα.

καλουκιρίσιους = καλοκαιρινός.

καλουλόϊσα = συμφιλιώθηκα, αλλά και ανέπτυξα ερωτικές σχέσεις.

καλουπίχειρα = εύκολα.

καλουσκιρίζου = τρώω για πρώτη φορά στο χρόνο απ’ τα φρέσκα φρούτα.

καλουσκιράου = τρώγω για πρώτη φορά κάτι.

καλουσνεύου = καλυτερεύω.

καλουσύνεψ (η) = βελτίωση υγείας ή καιρού.

καλούτσκα = «μετρίως» καλά.

καλτσουδέτα = κλωστή με την οποία έδεναν ψηλά τις κάλτσες.

καλτσούνια (τα) = κάλτσες

κάμα = ζέστη, καύσωνας.

κάμαρ (η) (προέλευση αρχαιοελληνική) = δωμάτιο.

καμίνια = καμία.

καμούντζα = υποκρισία, κόλπο, τέχνασμα για να ξεγελαστεί κάποιος.

καμούντζα = υποκρισία.

καμπλιάφ = είδος καπέλου.

καμπόσου (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = αρκετό.

καμπόσους = σημαντικό πρόσωπο.

κάμπουσοι = αρκετοί.

κάμψου (το) = πουκάμισο.

καμώνουμι = υποκρίνομαι.

καν κι καν = πάρα πολλοί, τόσοι και τόσοι.

καναβιά = χοντρή και γερή τριχιά.

κάνας, κάνια, κάνα = κανένας, καμιά, κανένα.

κάνε, αλλά και κάνεμ’ (επίρρ.) = τουλάχιστο.

κανίσκι (το) = δώρο.

κανντίπ΄ (λέγεται και : καντίπουτις) = σχεδόν καθόλου.

κανούτους = σταχτής.

κανταρέλα = στη σειρά, ένας πίσω από τον άλλον.

καντίπουτα = σχεδόν τίποτε, καθόλου.

καντιπουτένιους = άχρηστος άνθρωπος, τιποτένιος, παλιάνθρωπος.

καντίπουτις = τίποτε απολύτως.

καουτσούκια = λαστιχένια παπούτσια.

κάπα (η) = χοντρό πανωφόρι, αδιάβροχο, από τραγόμαλλο.

καπάκι (προέλευση τουρκική) = σκέπασμα κατσαρόλας, ό,τι ταιριάζει απόλυτα με άλλο.

καπστράνα = χοντρό περιλαίμιο αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών …

καρακαηδόνα (η) = πολυλογού και ανόητη γυναίκα που γίνεται ενοχλητική.

καραμάνα = πρόβατο με άσπρο πρόσωπο και μαύρες γραμμές γύρω στα μάτια.

καραματιάζου = σημαδεύω, στοχεύω, πετυχαίνω στόχο.

καραμπουζουκλής, -ού, αλλά και καραμπουζουκλήνα = γλεντζές, ανοιχτόκαρδος.

καραμπουλάχανο (το) (προέλευση αρχ. ελληνική «κράμβη») = το λάχανο.

καραουλάου (προέλευση τουρκική) = παρακολουθώ, κατασκοπεύω.

καραούλι (το) = το παρατηρητήριο.

κάργα (προέλευση βενετική) = πάρα πολύ δυνατά.

κάργας (ο) = παλικαράς.

καργάρου = δένω σφιχτά.

καργαρώνου = δένω σφιχτά, αλλά και τρώγω πάρα πολύ.

καρδαμώνου (προέλευση αρχ. ελληνική «κάρδαμον») = δυναμώνω.

καρδάρ =  μεταλλικός ή και ξύλινος κουβάς για το γάλα.

καρδάρα = μεγάλο ξύλινο δοχείο ζωσμένο με λαμαρινένια στεφάνια.

καρέλα = φούσκωμα του δέρματος από έγκαυμα και γεμάτο υγρό.

καρκαλέτς (ο) και καρκαλιάς και καρκαλέτσους (προέλ. αλβανική)  = ο κοκκύτης.

καρκάντζουλα = καβάλα στους ώμους κάποιου.

καρκαριέμι = γελάω δυνατά.

καρλαφτιάζου = «κατεβάζω» τα αφτιά.

καρλάφτς = άνθρωπος με μεγάλα αυτιά.

καρμίρς (προέλευση αρμενική) = μίζερος άνθρωπος, κακομοίρης.

κάρνα (τα) = κάρβουνα.

καρούτα (η) (προέλευση αλβανική) = ξύλινη σκάφη.

καρόφλλα (τα) = φύλλα καρυδιάς.

καρσί = απέναντι, αντίκρυ.

καρτέρ = περίμενε.

καρυά = καρυδιά.

κασαβέτ (προέλευση τουρκική) = στενοχώρια.

κασκαΐ = κούρεμα με την «ψιλή».   

κασκαρίκα = πάθημα, νίλα.

κατ = κάτω, σημαίνει και: προς π.χ. κατ τ’ν άκρ = προς την άκρη.

καταβόθρα = υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία συχνά χάνονται τα νερά.

καταγίνουμι = ασχολούμαι συστηματικά με κάτι.

καταΐ = χάμω, κάτω στο έδαφος.

κατακιφαλιά =καρπαζιά.

κατακέφαλους = δυνατό χτύπημα με το χέρι στο κεφάλι κάποιου.

κατάκουρφα = ακριβώς πάνω στην κορυφή.

καταλαϊάζου = ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω.

καταλαχού = τυχαία, κατά σύμπτωση.

κατάνακρα = εντελώς στην άκρη.

κατανέμ = κατά διαβόλου (για κάτι το εντελώς άχρηστο ή μισητό).

καταούλια, λέγεται και καταούλα = κάτω στο έδαφος.

καταπιάνουμι = αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι.

καταπιώνας = λαιμός, οισοφάγος.

καταπγιά = γουλιά.

καταπώς = όπως, με όποιον τρόπο.

κατάραχα = η πιο ψηλή κορυφή βουνού.

κατασάουρα = κάτω στο έδαφος.

κατάσαρκα (προέλευση μεσαιωνική «κατασάρκιον») = μέσα απ’ όλα τα ρούχα.

κατάστρατα = στη μέση του δρόμου.

κατατόπ (το) = τόπος, μέρος, περιοχή.

κατατόπια (τα) = κατευθύνσεις.

καταφέρουμι = στρέφομαι εναντίον κάποιου, τον συκοφαντώ.

καταχιριάζου = χαστουκίζω, δέρνω κάποιον.

καταχνιά = ομίχλη, αντάρα.

καταψιά = μπουκιά.

κατέχου = ξέρω, γνωρίζω.

κατιβασιά = το νερό χειμάρρου ύστερα από δυνατή βροχόπτωση.

κατιδώ, λέγεται και κατιδώθι = προς τα εδώ.

κατικεί, λέγεται και κατικείθι = προς τα εκεί.

κατικνιά = πυκνή ομίχλη.

κατιμένα = προς εμένα.

κατιπούθι; = προς τα πού;

κατραπακιά = δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, αλλά και ξαφνικό πάθημα.

κατσιάζου = αδυνατίζω, φθίνω.

κάτσι κιαπέ = περίμενε και έπειτα …

κατσιαγάνης = δύστροπος άνθρωπος.

κατσιάζου (προέλευση λατινική) = μαραζώνω.

κατσιαμάκι = είδος φαγητού με γάλα και μπομπότα.

κατσιαουνιά = τα πολλά και μικρά παιδιά σε μια οικογένεια.

κατσιασμένο (προέλευση λατινική) = μαραζωμένο.

κατσιάφλουρους = κάτασπρος.

κάτσινα (η) = άσπρη προβατίνα με κοκκινοπό πρόσωπο.

κατσιόμπλου = κακής ποιότητας μήλο.

κατσιούλα (προέλευση λατινική «casual») = μάλλινο σκουφί που κάλυπτε και τα αυτιά.

κατσιούλα τουν έχει = είναι έτοιμος για τσακωμό.

κατσιουλιέρς (προέλευση ρουμανική) = το πουλί κορυδαλλός.

κατσιουμύτα = ψωροπερήφανη γυναίκα.

κατσκουπόδαρους = γκαντέμης, γρουσούζης.

κατσλάφτιασι = στεναχωρήθηκε κι έσκυψε ντροπιασμένος, θύμωσε.

κατώι = υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη.

κατώμερο (το) = πεδινός τόπος, κάμπος.

κατώστρατα = το κάτω μέρος του δρόμου.

καύκαλο (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «καύκος» = κύπελλο) = κεφάλι, κέλυφος οστρακοειδών.

καυκί (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «καύκος») = ξύλινη κούπα με την οποία μετρούσν το γάλα.

καφουκούτ = κουτί για τον καφέ.

κάψα = πολύ ζέστη.

καψάλα = έκταση γης που κάηκε.

καψηρός = δύστυχος, κακόμοιρος.

καψόπιδου =παιδί αδύναμο, καχεκτικό, δυστυχισμένο.

καψουγέρουντας = πολύπαθος, πολυβασανισμένος γέρος.

καψουκαλύβας = ανεπρόκοπος.

καψώνου = ζεσταίνομαι πάρα πολύ.

κβαρ = κουβάρι.

κβέντα = συζήτηση, αλλά και προξενιό.

κβιντουλόι = μεγάλης διάρκειας και έντονη συζήτηση.

κείθι (προέλ. αρχ. ελληνική «εκείθεν») = προς τα εκεί.

κειτάς (προέλευση αρχαιοελληνική) = ξάπλωσε, πέσε κάτω και ησύχασε.

κειτάσκει = κάθισε κάτω στον τόπο του ή ξάπλωσε.

κεράνη (η) = ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι  του σπιτιού και τη στέγη.

κθαρ = κριθάρι.

κθαράκι = σπυράκι που εμφανιζόταν στην κόχη του ματιού από μόλυνση.

κιαπέ = και ύστερα, αλλά και διαφορετικά.

κιαρατάς = κακότροπος χαρακτήρας, παλιάνθρωπος, πολύ αυστηρός.

κιαρατόπλου = πονηρό παιδί, παλιόπαιδο.

κιαρατούλας = κατεργάρης, πονηρούλης.

κιβούρ (το) = μνήμα, φέρετρο.

κιδρουμπούπλα = οι σφαιρικοί καρποί του κέδρου.

κιλιπούρ (προέλευση τουρκική) = ευκαιρία, τυχερό.

κιμέρ (το) = υφασμάτινη ή δερμάτινη θήκη ή ζώνη όπου φύλαγαν τα χρήματα.

κίνα = ξεκίνα.

κίνσα = ξεκίνησα να πάω κάπου.

κιντάου = κεντάω, αλλά και πειράζω, ερεθίζω, παρακινώ σε κάτι.

κιντέρ (προέλευση τουρκική) = στεναχώρια, καημός, θλίψη.

κιντιά (η) = πείραγμα, σπιουνιά.

κιντρώνου = μπολιάζω δέντρο.

κινώνου = βάζω το φαγητό στα πιάτα, σερβίρω.

κιο = αφού, ναι αλλά όμως…

κιόλα, κιόλας = ήδη, προσέτι.

κιούνι = πήλινη σωλήνα.

κιούπ (το) (προέλ. τουρκική)  = μικρό πυθάρι.

κιουτεύου = δειλιάζω.

κιουτής (προέλ. τουρκική) = δειλός.

κιρανιάζου = τοποθετώ πράγματα στην κεράνι.

κιράνη (η) = ο χώρος του σπιτιού μεταξύ ταβανιού και στέγης.

κιρουμύτς = είδος κότσιφα.

κισάτια (τα) (προέλ. τουρκική) = αναδουλειές.

κισμέτ (το) (προέλ. αραβική) = μοίρα, τύχη, πεπρωμένο.

κιτάπ (το) (προέλ. αραβική)  = είδος βιβλίου.

κλαδιυτήρ = γεωργικό εργαλείο για το κλάδεμα των δέντρων.

κλάθκα = κουτσάθηκα.

κλανιάρς = (μτφ.) φοβητσιάρης.

κλάνουμι (προέλ. αρχ. ελληνική «κυλλός» = κουτσός) = γίνομαι κουλός.

κλάντζουρας = ο τελευταίος μιας μεγάλης σειράς, ο ανάξιος.

κλάπα = μεταλλικό εξάρτημα για το στήριγμα και περιστροφή πόρτας ή παραθύρου.

κλαπατάρια = τα μεγαλύτερα φτερά των αρπακτικών πουλιών.

κλαπάτσα (προέλευση βλάχικη) = ασθένεια των γιδοπροβάτων.

κλαπατσίγκανα (τα) = τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού.

κλάρα = κλαδί δέντρου, κλωνάρι.

κλαρί = κλαδιά δέντρων που έδιναν για τροφή σε ζώα.

κλαρίζου = κόβω τα κλαδιά δέντρου, αλλά και δέρνω, βασανίζω.

κλαρίσκα = μου κόπηκαν τα χέρια από το βάρος.

κλαρίτς = είδος φιδιού, δενδρογαλιά.

κλαρουπόντκου = είδος ποντικού που ανεβαίνει στα δέντρα.

κλαρώνου = σκαρφαλώνω.

κλαψουμάρου = άνδρας ή γυναίκα που συνεχώς κλαψουρίζει παραπονούμενος.

κλειδέρα (η) =  γυριστό ξύλο, αλλά και τα γράμματα (μεταφορικά).

κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.

κλειδουνιά = κλειδαριά.

κλειδουπίνακου = είδος ξύλινου πιάτου που έκλεινε με κάλυμμα υδατοστεγώς.

κλεισούρα = στενός τόπος.

κληματσίδα = κληματόβεργα.

κλιδέρις = τα γράμματα, οι γραμματικές γνώσεις.

κλιτσνάρα = το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.

κλιτσνάρια = πόδια.

κλος = κουτσός, παράλυτος.

κλόσσια (τα) = οι κροσσοί.

κλούκι = αδυναμία κίνησης, παραλυσία. 

κλουνά = κλωστή.

κλουνάρ και κλουνάρα = μεγάλο κλαδί δέντρου.

κλουπακάου = χτυπώντας αναταράζω υγρό μέσα σε δοχείο. 

κλουρ = κουλούρι.

κλούρα = κουλούρα, αλλά και μηδέν στη βαθμολογία.

κλουτσιάρκου = ζώο που κλοτσάει.

κλουτσουπατάου = ποδοπατώ.

κλουτσουσκούφ = αδύναμος χαρακτήρας, παίγνιο του ενός και του άλλου.

κλουτσουτύρ = προϊόν που βγαίνει από ξυνόγαλο.

κλουφ = θήκη.

κμανταρίζουμι = ετοιμάζομαι, ντύνομαι.

κμάσι (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = χοιροστάσιο.

κναβ = κουνάβι. 

κνεις = κουνήσου.

κνούπ = κουνούπι.

κόγκσα = σκόπιμη αντίρρηση, κολπάκι, νάζι.

κόθρους = γωνία ψωμιού ή πίτας.

κοιλάρφανους (ο) = ορφανός πατρός κατά την κυοφορία.

κοινουνιά (η) = η θεία κοινωνία.

κοιτάζουμι = μένω κατάκοιτος, αλλά και κατακλίνομαι.

κόκουτους = κόκορας.

κόνιδις (προέλευση αρχαιοελληνική) = μικρές ψείρες.

κόπανους (προέλ. αρχαιοελληνική) = χοντρό ξύλο που χτυπάνε ρούχα που πλένουν.

κόπιασι = κάνε τον κόπο κι έλα.

κόπτσα  (προέλευση τουρκική) = εξάρτημα ραπτικής, είδος κουμπιού.

κόπτσας (ο) = ο σκώρος.

κόρα (προέλευση σλαβική) = το σκληρό μέρος του ψωμιού που υπάρχει στις άκρες του.

κόρφους (ο) = το στήθος.

κόσφας (ο) = κότσιφας

κότσιαλα = κοτσάνια.

κουϊουρούκι = το δέσιμο του μαντιλιού στο κεφάλι γυναίκας, αλλά και μορφή τρέλας.  

κουκιάζου = παραφυλάω, βάζω στόχο.

κουκλώθκει = σκεπάστηκε, αλλά και παντρεύτηκε (όταν αναφέρεται σε άνδρα).

κουκλώνουμι = σκεπάζομαι.

κουκκινουβουλάου = γίνομαι κατακόκκινος.

κουκόσια (προέλ. σλαβική) = καρύδι.

κουκουλόι = καρποί δέντρων (καρύδια, κάστανα) που μαζεύονται σε δεύτερο χέρι.

κουκουμπέλις (οι) = μανιτάρια.

κουκουρεύουμι = υπερηφανεύουμαι.

κουκουφρίγκι = το πρώτο γάλα των γιδοπροβάτων μετά των τοκετό.

κουλάζουμι = αμαρτάνω.

κουλιάνσα = αδυναμία, αρρώστια.

κουλιανσιάρκου = πολύ αδύνατο παιδί.

κουλλάου = ανεβαίνω σε δέντρο, αλλά και «κουλλάου κιρί» = ανάβω κερί στο εικονοστάσι.

κουλόκρα = τα κοντά μαλλιά απ’ την κοιλιά και το πίσω μέρος των ζώων.

κουλόπανα =κομμάτια υφάσματος με τα οποία περιτυλίγανε τα βρέφη.

κουλουβός (ο) = ακρωτηριασμένος.

κουλουκαθσιά (η) = χορευτική φιγούρα σε θέση ημικαθίσματος.

κουλουκούρσμα = «χαμηλό» κούρεμα.

κουλουκρίζου = κόβω τις άκρες των μαλλιών.

κουλουμπότα = απουσία.

κουλούμπρα (η) (προέλ. λατινική «colubra») = δυσάρεστο ξάφνιασμα.

κουλουπιτσουμένους (ο) = έμπειρος, ικανός να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις.

κουλουσκούτς = κακοντυμένος, σβαρνιάρης.

κουλουσούσα = το πουλί σουσουράδα.

κουλουφούσια = παράρριζα φυτών.

κουλουφουτιά (η) (προέλ. μεσαιωνική «κωλοφωτία») = πυγολαμπίδα.

κουλτσίδα = είδος θεραπευτικού βοτάνου, αλλά και ενοχλητικός άνθρωπος.

κουλώνου = διστάζω, δειλιάζω.

κουμμάρις = η αίσθηση της εξάντλησης.

κουμπιάζου (προέλ. ελληνιστική «κόμβος») = διστάζω.

κουμπόδιμα = φυλαγμένο χρηματικό ποσό για ώρα ανάγκης.

κουμπουθιάζου = δένω σε κόμπο, αλλά και πλέκω φανταστικές ιστορίες.

κουμπουθιάζουμι = μηδενίζω τα έξοδά μου.

κουμπούρας = πολύ κακός μαθητής, ανίκανος, ανεπίδεκτος μαθήσεως.

κουμπουρέλια = οι καρποί του πλάτανου.

κουνάκι (το) = πρόχειρη κατασκευή καλύβας για ετήσια, συνήθως, κατοίκηση.

κουνεύου = φιλοξενούμαι κάπου για να περάσω το βράδυ.

κόνιδα (η) = αυγό ψείρας.

κουνούστιου = η σχέση, η συναλλαγή, (δε θέλω μ’ εσένα κουνούστιο).

κουντά = ύστερα, κατόπιν.

κουντανάσα = γρήγορη, αγχώδης αναπνοή. 

κουνταριμένου = το παλιόπαιδο, το ατίθασο παιδί που κάνει ζημιές.

κουντεύου = φτάνω, πλησιάζω.

κουντζιάμ (προέλευση τουρκική) = πολύ μεγάλος.

κουντίτιρα = αργότερα.

κουντύλι (το) =κομμάτι σχιστόλιθου που χρησίμευε ως μολίβι.

κουντυλουγραμμένους = πανέμορφος.

κοντόβραδο = το σούρουπο, το δείλι.

κουντουζώνου = πλησιάζω, έρχομαι κοντά.

κουντουκαρτηράου = περιμένω για λίγο.

κουντουσβόιρας = μικρόσωμος.

κουντουστέκουμι = σταματώ για λίγο το βάδισμα.

κουντράου = χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα (αν αναφέρεται σε ζώα με κέρατα).

κουντριώντι= χτυπιούνται με τα κέρατά τους, σπρώχνονται.

κουντύλι (το) = είδος γραφίδας από σχιστόλιθο που έγραφαν στην πλάκα.

κουπαδιάρς = οδηγός κοπαδιού, τσοπάνης.

κουπανέλους = ξύλινο στενόμακρο δοχείο που χτυπούσαν το γάλα για το βούτυρο.

κουράκιασα = δίψασα πάρα πολύ.

κουρακουζώης = αυτός που ζει πολλά χρόνια.

κουρδουκέφαλα (επίρρ.) = μέθοδος βασανιστηρίου με τα πόδια πίσω απ΄το κεφάλι.

κουρδουκύλα (η) = κύλισμα στο έδαφος.

κουρδουκυλιόμι =  κάνω τούμπες, στριφογυρνάω.

κουρδουμένους = καμαρωτός.

κουρδουμπούλιασι = σβόλιασε.

κουρδώνουμι = καμαρώνω πολύ για κάτι.

κουρήτα = κορμός μεγάλου δέντρου που έγινε μακρόστενη σκάφη.

κουριλού = είδος κουβέρτας που γίνεται με κουρέλια.

κουριντζέλι = κουρέλι.

κουριντζέλου = ζητιάνα, γυναίκα ντυμένη με κουρέλια.

κουρίτα (προέλευση σλαβική) = ξύλινη σκάφη, αλλά και ποτίστρα ζώων.

κουρίτς = κορίτσι.

κουρίτς γραμμένου = όμορφη κοπέλα. 

κουρκούτ (προέλ. μεσαιωνική «κουρκούτιν») = χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι.

κουρκουτιάζου = θολώνω.

κουρκουτό = χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι απαραίτητος στη γαλατόπιτα.

κουρκουτσέλι = κοκοράκι.

κουρκουτσιόβουλους (ο) = γενική ακαταστασία.

κούρνια (η) (προέλ. σλαβ. «Kurnjia») = σκαλωσιά όπου ανέβαιναν και κοιμούνταν οι κότες. 

κουρνιάζου = σκαρφαλώνω κάπου για να ησυχάσω.

κουρνιαχτός (προέλ. αρχ. ελληνική «κονιορτός») = σκόνη που αιωρείται.

κουρόμπλου = κορόμηλο.

κούρους (ο) (προέλ. αρχ. ελληνική «κουρά») = το κούρεμα των γιδοπροβάτων.

κουρουψάλιδου = ψαλίδι για κούρεμα.

κουρτσέλι = ξύλινη λεκάνη για να τρώνε τα γουρούνια σ’ αυτήν.

κουρτσόπλου = νεαρό κορίτσι.

κούσαλου, λέγεται και γεροκούσαλου = υπέργηρος. 

κουσιά (προέλ. σλαβική «cossa»)  = μεγάλο δρεπάνι με κοντάρι περίπου 1,5 μ.

κουσμάρ (το)= φρέσκο τυρί χτυπημένο στο τηγάνι.

κουσούρ (το) (προέλ. τουρκική) = μειωνέκτημα, σωματικό ελάττωμα.

κουτ κουτ = κάλεσμα σκύλου.

κουτάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = τολμάω.

κούτιλου (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «κότυλος») = μέτωπο.

κουτέτς (το) = ορνιθώνας.

κουτιά (τα) = οι κότες.

κουτιρίτσα = μικρόσωμη σαύρα.

κουτουπούλι (το) = κοτόπουλο.

κούτρα (προέλευση λατινική «scutra») = το μέτωπο.

κουτράδα = ανοησία.

κουτρίδ = άγουρο φρούτο.

κουτρίδις = άγουρα σταφύλια.

κουτρού (προέλευση τουρκική) = τυχαία.

κουτρουβάλα = κυλώντας σε κατηφόρα. 

κουτρουβαλιάσκα = κύλησα, έπεσα κάτω. 

κουτρουμαλλιάζου = αρπάζω κάποιον απ’ τα μαλλιά και τον χτυπώ.

κουτσιάφτς = αυτός που έχει κομμένο το αυτί του.

κούτσιλου = μικρό

κουτσιουβέλι και κουτσύβιλου = μικρό παιδί.

κουτσιουμπέλι = κούτσουρο, αλλά και άνθρωπος αγράμματος, αμόρφωτος.

κουτσιουμύτα = γυναίκα με κοντή μύτη.

κουτσκαρέλι = μικρό παιδάκι.

κούτσκου = μικρό.

κουτσλιά = ακαθαρσία πουλιού.

κουτσμανταλεύου = κάνω μικροδουλιές, μικροεπισκευές.

κουτσμαντάλια = εύκολες μικροδουλειές.

κουτσουδόντς = αυτός που του λείπουν ένα ή περισσότερα δόντια.

κουτσουκέλα = σκανταλιά, παράπτωμα.

κουτσουκέρα = κατσίκα με σπασμένο το ένα κέρατο.

κουτσουκέφαλους = αυτός που του έκοψαν το κεφάλι.

κουτσουλίκα και κουτσουλίκου = παιδικό παιχνίδι με πηδήματα στο ένα πόδι.

κουτσουνόρλικου = χωρίς ουρά.

κουτσουπαλεύου = αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες.

κουτσουπδάου = αναπηδώ στο ίδιο σημείο.

κουτσουπουρεύου = «τα φέρνω βόλτα» δύσκολα, ζω με αρκετές δυσκολίες.

κούτσουρου = μεγάλο κομμάτι χοντρού ξύλου, αλλά και το κορμί του ανθρώπου.

κουτσώνου = πεθαίνω.

κουφάλα (η) = φυσική κοιλότητα σε κορμό δέντρου.

κ’φόλουγγους (ο) = δάσος με ψηλά δέντρα που μπορείς να βαδίζεις χωρίς να φαίνεσαι.

κουχιέβου = παραφυλλάω με κακό σκοπό.

κουψαντέρα = ζωύφιο του νερού.

κουψίδ = κομμάτι ψητού κρέατος.

κουψουμισιάστκα = με πόνεσε η μέση μου (συνήθως από μεγάλο βάρος).

κουψουχρουνιά = πώληση προϊόντος σε εξευτελιστική τιμή.

κόφα (η) = μεγάλο κοφίνι.

κοφτ (ρήμα γ΄εν. προσ.) = νοιάζει, αλλά και με πονά η κοιλιά (μι κόφτ = πονά η κοιλιά μου).

κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 

κόφτρα (η) = το σημείο του αυλακιού όπου κόβεται το νερό.

κόχη (η) = γωνία, άκρη.

κόψιμου = κοπή, αλλά και έντονος κοιλιακός πόνος.

κράζου = φωνάζω, καλώ κάποιν άνθρωπο ή ζώα.

κράκουρα = οι άκρες των ψηλών βουνών.

κρατάου = βαστάω, αλλά και νηστεύω.

κρένου = μιλάω, αλλά και φωνάζοντας καλώ κάποιον από μακριά.

κριάς (το) = κρέας.

κριβατίνα, αλλά και κρεβατίνα (προέλευση αρχαιοελληνική) = κληματαριά.

κρικέλα (η) = κρίκος.

κρίμα = αμαρτία, αδικία,αξιοκατάκριτη πράξη, έκφραση λύπης και συμπάθειας.

κριμανταλάς = ψηλός, λεπτός και ασουλούπωτος άνθρωπος.

κριμαντζέλα = πιάσιμο με τα χέρια από ένα κλαδί κάνοντας κούνια.

κριματίζουμι = αμαρτάνω.

κρινί (το) = κυψέλη από κούφιο κορμό δέντρου.

κριτσιανάου = μασάω ηχηρά. 

κριτσιανίθρα = ο χόνδρος που βρίσκεται στο κρέας.

κριτσιλιάγκους = λαιμός.

κρούει ου ήλιους = ανατέλλει κάπου ο ήλιος.

κρούνης και κρούνα = βαρυόμοιρος.

κρούου, αλλά και κρου = αγγίζω.

κρούσταλλου = πάγος.

κρούτα (η) = προβατίνα ή γίδα με μικρά και κοντά κέρατα.

κρυότ = ψύχρα.

κταβ (κουτάβι προέλευση σλαβική) = μικρό σκυλί.

κτι = κουτί.

κτσαμός (ο) = κουτσαμάρα.

κτσή = κουτσή.

κτσιάφτς = αυτός που έχει κομμένο αφτί ή και μέρος αυτού κομμένο.

κτσιούμπ (το) = ξύλο χωρίς κλαδιά, αλλά και αμόρφωτος άνθρωπος.

κτσο = κουτσό, αλλά και παιδικό παιχνίδι.

κυπρί (το) = κουδούνι, μπρούντζινο κουδούνι για γίδια με μακρόστενο σχήμα.

κύπρους (ο) = μεγάλο χάλκινο κουδούνι.

κυριαρίνα = είδος πουλιού, η τσίχλα.

κυτάρ = ο πλακούντας που περιβάλλει τα έμβρυα.

κφάλα (η) = κοίλωμα δέντρου, αλλά και τρύπα δοντιού.

κφο = α. κουφό και β. το ποντίκι τυφλοπόντικας.

κφόβραση (η) =ζέστη με συννεφιά και υγρασία, συννεφόκαμμα.

κφόγουρνου = (μεταφ.) άνθρωπος που κάνει πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει.

 

 

 

Λ

 

λάβουμα (προέλευση αρχαιοελληνική)  = τραύμα.

λαγαρίζου = ξεκαθαρίζω, μου μένει ως υπόλοιπο.

λαγαρός (προέλ. αρχ. ελληνική) = καθαρός.

λαγάρσι = ξεκαθάρισε, απόμεινε ως περίσσευμα.

λαγγεύου = σκιρτάω, λαχταράω.

λαγκιάζου = υποφέρω, λαχταρώ για κάτι.

λαγκιόλι (το) = η δίπλα του φουστανιού ή της φουστανέλας.

λαγκιόλου = γυναίκα ιδιότροπη, με πολλές παραξενιές.

λαγκόνι (το) = το μαλακό τμήμα ανάμεσα στο ισχίο και την κοιλιά.

λαγούσα = είδος γκλίτσας που πιάνουν τα γιδοπρόβατα.

λαδώνου = ρίχνω λάδι, αλλά και βαφτίζω.

λάια γρίβα (η) = σπάνια προβατίνα με γκριζωπό τρίχωμα.

λάια μπάλια (η) = κατάμαυρη προβατίνα με μια λευκή κηλίδα στο κεφάλι.

λαϊάζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = ηρεμώ, ησυχάζω, κρύβομαι.

λαΐνα (προέλευση αρχαιοελληνική) = είδος πιθαριού.

λαΐνι (το) = σταμνάκι, (συνήθως έβαζαν βούτυρο μέσα σε αυτό).

λάιου (προέλευση αλβανική) = ολόμαυρο.

λάϊους (ο) = μαύρος, αλλά και ο δύστυχος.

λάκκα = ίσιωμα, αλλά και ως προστακτική : τρέχα να φύγεις.

λακάου, (αόρ. λάκσα) (προέλ. ελληνιστική «εκλακώ») = φεύγω, δραπετεύω. 

λακριδί = χαζοκουβέντιασμα, ανόητες φλυαρίες.

λαλούμινα (τα) = μουσικά όργανα.

Λαμπρή (η) = το Πάσχα.

λανάρ = είδος χτένας για να καθαρίζουν το μαλλί πριν το γνέσιμο.

λαντζουκόβουμι = ανυπομονώ, αγωνιώ, ανησυχώ.

λάου λάου = αργά αργά και κρυφά.

λαούτα = ησυχία.

λαουτιάζου = κρύβομαι και ησυχάζω.

λαπάς = χιονόνερο.

λαπασάρου = ηρεμώ και κυρίως για πόνο.

λαπασάρσι (ο πόνος) = περιορίστηκε, μαλάκωσε (ο πόνος).

λαρώνου = ησυχάζω, ηρεμώ.

λατσούδα = κλαδί από έλατο.

λαφιάζουμι = αναστατώνομαι για κάτι.

λαχ λαχ = βιαστικά, με τρόπο που προκαλεί λαχάνιασμα.

λαχαίνου = τυχαία συναντώ, πετυχαίνω.

λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.

λαχτάρσα = τρόμαξα.

λειψουκούλουρου = λιποβαρές κουλούρι, αυτό που δεν έπαθε ζύμωση.

λέρα = βρώμα, αλλά και παλιοχαρακτήρας.

λέσιου (το) (προέλ. τουρκική) = ψοφίμι.

λθάρ = πέτρα.

λιαμέτ = τεμπελιά, απραξία.

λιανά (τα) = ψιλά, κέρματα μικρής αξίας.

λιανίζου = κόβω σε μικρά κομμάτια.

λιανόπιδα = μικρά παιδιά.

λιανός = λεπτός.

λιανουκαταπίνου = ξεροκαταπίνω.

λιανουκόρτσου (το) = μικρό κορίτσι.

λιάνουμα = το χρήμα.

λιανουντούφικα (τα) = αραιοί πυροβολισμοί από μικρά όπλα.

λιανώματα = κέρματα μικρής αξίας.

λιάρους (προέλευση αλβανική) = παρδαλός.

λιάτιρου = αδύνατο και μικροκαμωμένο παιδί.

λιβέτ (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «λέβης») = μεγάλο καζάνι.

λιζγάρ  (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «λίσγος») = σκαλιστήρι.

λ(ι)θουπάτμα (το) = πληγή στην πατούσα.

λιλέκι = πελαργός, αλλά και πολύ ψηλός και αδύνατος άνθρωπος.

λιλούδ (προέλευση αλβανική ) = άνθος, λουλούδι.

λιμαριά = το περιλαίμιο ζώων.

λιμπίζουμι = λαχταρώ, επιθυμώ πολύ.

λιόκια = τα ανδρικά μόρια.

λιουβόρ (το) = ηλιόλουστη μέρα που πνέει όμως ψυχρός αέρας.

λιρουφουράου = πενθώ.

λισβιρίσια = σχέσεις, συναλλαγές.

λίτσια (τα) = αγριολούλουδα με ωραία μωβ άνθη.

λιφούσι (το) = πλήθος από κάτι (π.χ. ανθρώπους).

λιχάρ (προέλευση αρχαιοελληνική) = ψηλός και λεβεντόκορμος άνδρας. 

λιχνίζου (προέλ. αρχ. ελληνική «λικμώ») = ξεχωρίζω το σιτάρι απ’ το άχυρο.

λκουσκισμένους = ταλαίπωρος.

λκουφάουμα = υβριστικά το ζημιάρικο ζώο π.χ. η κατσίκα που προκάλεσε ζημιά.

λόβα = βρωμιά, μαγαρισιά (υλική ή ηθική).

λόγγους (προέλευση σλαβική) = πυκνό δάσος.

λόιδου (το) = τούφα μαλλιών.

λόντζα = σκέπαστρο (συνήθως τσίγκινο) πρόχειρης κατασκευής.

λουβιάζου = βρωμίζω, μαγαρίζω (υλικά ή ηθικά). 

λουβιασμένους = βρώμικος, αλλά και λεπρός.

λουβουδιά (η) = άγριο σπανάκι.

λουγγά = στενή παραποτάμια λωρίδα χωραφιού.

λουθνάρ = μεγάλο σπυρί που προκαλείται από μόλυνση.

λουιαζμένους = παραπλανημένος με συκοφαντίες.

λουιάζου = βάζω λόγια (συκοφαντίες) για να βλάψω κάποιον.

λουιάζουμι = με παρασύρουν με συκοφαντίες εναντίον κάποιου.

λουιών λουιών (προέλ. ελληνιστική «λογή») = λογής λογής.

λούμπα (προέλευση αλβανική) = παγίδα, μικρός λάκκος με νερό και λάσπη.

λούρα = βέργα με την οποία ο δάσκαλος τιμωρούσε τους μαθητές.

λούρους = μακρύ ξύλο για το τίναγμα των καρπών δέντρου.

λούτους = νωθρός, αλλά και χαζούλης.

λούτσα (προέλευση σλαβική) = μούσκεμα.

λούφα (η) = κρυψώνας.

λ(ου)φάζου = σιωπώ, ησυχάζω.

λτσιδ = μουσκεμένο με βρομόνερα.

λτσίζουμι = κυλιέμαι μέσα σε λάσπες ή βρομόνερα. 

λύκους ξυδάτους = αυστηρός και πολύ σκληρός άνθρωπος.

λυκουτόμαρου (το) = δέρμα λύκου, αλλά και άνθρωπος πολύ κακού χαρακτήρα.

λυκουφάουμα = απειλητική λέξη για ατίθασο ζώο ή για ζώο που προκάλεσε ζημιά.

λφάζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = σωπαίνω, ησυχάζω.

λώιδου (το) = μπούκλα μαλλιών.

 

 

Μ

 

μ’βουλεί = ευκαιρώ, έχω τη δυνατότητα.

μαγάρα = ακαθαρσία, βρόμα.

μαγαρίζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = βρωμίζω , βεβηλώνω.

μαγαρσιά = βρωμιά υλική ή ηθική.

μάγγανα = φασαρίες, καυγάδες.

μαγκίπα = είδος κρεμμυδιού.

μαγκούφκου = έρημο.

μαγκούφς = άνθρωπος που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια, δυστυχισμένος.

μαγκφαριά = αναποδιά, κακοτυχία, εμπόδιο.

μαγκφιές (οι) = μικρής απόδοσης χωράφια ή ζώα και ό,τι άλλο δυσκολεύει τη ζωή.

μάειδε … μάειδε, αλλά και : μούειδε = ούτε … ούτε.

μαζώνου (προέλ. αρχ. ελληνική «μάζα») = μαζεύω.

μαζώνουμι = μαζεύομαι, συγκρατούμαι.

μάζουξη (η) = σύναξη, συγκέντρωση.

μαθέ(ς) = λοιπόν.

μάιδι = μήτε.

μακάρ = είθε, μακάρι.

μάκι (λέγεται και μπάκι) = μήπως

μαϊριό = κουζίνα.

μαλαγανιά = πονηριά, κατεργαριά.

μάλαμα (το) (προέλ. ελληνιστική «μάλαγμα») = ο χρυσός.

μαμαλίγκα = είδος πίτας με αλεύρι από καλαμπόκι και χόρτα.

μανάρια = οικόσιτα ζώα (αρνιά ή κατσικάκια).

μαναστήρ (το) = μοναστήρι.

μαναφούκια (προέλευση αραβική) = σπιουνιές, συκοφαντίες.

μαναχά = μόνον.

μαναχός = μόνος.

μαναχουδυχατέρα = μοναχοκόρη.

μαναχούλα = ολομόναχη.

μαναχουτρουβιάρς = μοναχικός τύπος, αυτός που θέλει να είναι μόνος του.

μαναχούτσκο = μοναχούλι.

μανιά (προέλ. αρχ. ελληνική «μάμμη») = γιαγιά.

μάνταλους (ο) = εσωτερικό ξύλο στην αυλόπορτα για να ασφαλίζουν την πόρτα.

μανταλώνου = κλειδώνω.

μαντάνι (το) = νεροτριβιά.

μαντανία = μάλλινη κουβέρτα.

μαντουλουίδια = μαγικά τεχνάσματα, καθώς και τα χρησιμοποιούμενα μέσα.

μαντρί (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «μάνδρα») = φραγμένος χώρος για τη φύλαξη ζώων.

μαξούλι (το) (προέλευση αραβική) = η καλή σοδιά, παραγωγή.

μάπα = πολύ κακής ποιότητας προϊόν.

μάπας = βλάκας, ανόητος.

μαράζια (προέλευση αραβική) = στεναχώριες.

μαραζιάρς (ο) = αρρωστιάρης, αδύνατος, πολύ χλωμός.

μαραφέτ (προέλευση τουρκική) = μικρό εργαλείο.

μαργώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = κρυώνω.

μαρή (λέγεται και μουρή) = προσφώνηση αντί του ονόματος γυναίκας.

μαρκάλους (προέλευση αλβανική) = γενετήσιο ζευγάρωμα ζώων.

μαρμάγκα = μεγαλόσωμο μυρμήγκι.

μαρμάρα (η) = προβατίνα ή γίδα στέρφα.

μαρούδα = πλεκτή σακούλα κεντητή που είχαν τα παιδιά για το σχολείο.

μαρτίνια = τα οικόσιτα αρνάκια.

μαρτυριά = ομολογία.

Μαρτς = Μάρτιος.

μάσει = μάζεψε.

μασιά (προέλευση περσική) = λαβίδα για να πιάνουν τα κάρβουνα.

μασκαρ(ι)λίκι = ντροπιαστική πράξη που έγινε σε βάρος κάποιου.

μασλάτ = η κουβέντα.

μάστα = μάζεψέ τα.

μαστάρια (προέλ. αρχ. ελληνική) = μαστοί.

μαστραπάς (προέλευση αραβική) = μικρή μεταλλική ή πήλινη κανάτα.

ματ = πηγή από την οποία αναβλύζει με δύναμη μεγάλη ποσότητα νερού.

μάτα = ξανά (π.χ. ματαπάω = ξαναπάω).

ματαϊνώνου, ματάϊνουσα = μετανιώνω.

ματανουγάου = αλλάζω γνώμη.

ματασιλαχαίνου= ξαναζώ, ξαναβλέπω, ξανασυναντώ.

ματαχαλεύου = ξαναζητώ.

μάτια μ’ = προσφώνηση σε κάτι αγαπημένο.

ματουτσίνουρου (το) = η βλεφαρίδα.

ματσιαλάου = μασάω.

ματσκιά = χτύπημα με ραβδί.

ματσκώνου = χτυπάω με ραβδί.

ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί, αλλά και ξυλοδαρμός (έπεσε πολύ ματσούκι).

μαυρούδα = είδος μαύρου σταφυλιού.

μαυρουμάνικου (το) = μαχαίρι με μαύρη λαβή.

μαύρους, -η, -ο = δυστυχής, φτωχός, αξιολύπητος.

μαυρουτσούκαλου = παιδί πολύ μελαχρινό και άσχημο.

μαχαλάς (προέλευση τουρκική) = συνοικία, γειτονιά.

μαχμούσι = φίμωτρο που έβαζαν στο στόμα ζώου για να μην τρώει ό,τι μετέφερε.

μεϊντάνι (το) (προέλ. αραβική «maydan»)  = πλατεία, ανοιχτός χώρος που μαζεόνται πολλοί.

μέριασι = παραμέρα.

μιριάτ(ι)κου = μεροκάματο, αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας.

μετ μουαμέτ = οπωσδήποτε, ντε και καλά.

μέτρους (ο) = αρίθμηση, το μέτρημα.

μιγαλουφαμιλίτς = πολύτεκνος.

μηδά = μήπως, σάμπως.

μήνα = μήπως, ούτε.

μι κοφτ = με απασχολεί κάτι, αλλά και με πονάει η κοιλιά.

μικρουδείχνου = δείχνω στην ηλικία μικρότερος απ’ ότι είμαι.

μιδούλι = νωτιαίος μυελός. 

μι κοφτ = με πονά η κοιλιά, αλλά και με ενδιαφέρει πολύ.

μιλαδιρφός (ο) = αδελφός από άλλον πατέρα ή μάνα.

μιλίστρα = είδος εδάφους.

μίνια = μία.

μιντάνι = βοήθεια.

μιντέρ (το) (προέλ. τουρκική «minder») = χαμηλό ντιβάνι, (χτιστός καναπές.

μιράδ = μερίδιο.

μιρακλώθκα = ήρθα στο κέφι.

μιριάζου = παραμερίζω, κάνω τόπο να περάσει κάποιος.

μιριές (οι) = οι δυο πλευρές που φόρτωναν ένα ζώο, αλλά και τόποι.

μίρλα (η) = το συνεχές κι ενοχλητικό κλαψούρισμα.

μιρμιγκουφαγάκι (το) = μικρό πουλάκι που ψάχνει στους κορμούς δέντρων.

μιρώνου = εξημερώνω, ημερεύω, κατασιγάζω.

μιρουδούλι = η αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας.

μιρουφάι = το φαγητό μιας ημέρας.

μισάλι (το) = είδος τραπεζομάντηλου, κομμάτι ύφασμα χρήσιμο στην κουζίνα.

μισάντρα = η εσωτερική πόρτα.

μισιανός (ο) = μεσαίος.

μιτός (ο) (προέλ. αρχ. ελληνική «έμετος»)  = εμετός.

μνυαλό = μυαλό.

μοιράδ (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «μοίρα») = μερίδιο.

μοίρλα = συνεχές κλαψούρισμα που προκαλεί ενόχληση.

μοίριτι = κλαψουρίζει, οδύρεται, μοιρολογεί.

μόκου = τσιμουδιά.

μόλιμα = μόλυνση.

μόλτσα = σκώρος, αλλά και ενοχλιτικός άνθρωπος.

μόμκαν(ι) = μου απέμειναν.

μόνε = μόνο, μονάχα.

μουβόρους = αιμοχαρής.

μούγκα = απόλυτη σιωπή.

μούιδι = μήτε.

μούκλου = λοίπος απ’ το λαιμό χοίρου.

μουλαΐμκους = βολικός, πράος, ήρεμος.

μουλεύου = μολύνω.

μουλόϊμα = διήγηση.

μουλουγάου = εξιστορώ.

μουλουχτός = ύπουλος, δόλιος.

μουμούδ (το) = μικρό ζωύφιο που το βρίσκουμαι σε φυτά ή καρπούς.

μούμπτζας = χαμένος άνθρωπος, άχρηστος.

μουνάντιρους (ο) = αχόρταγος.

μουνιάζου = συμφιλιώνω.

μουνουκουπανιά = μια κι έξω, με μια και μόνο προσπάθεια.

μουνουμιρίς = μέσα σε μια μέρα.

μουνουχάου = ευνουχίζω αρσενικό ζώο.

μουνούχι (το) = ευνουχισμένο ζώο.

μουντζουκλαίου = κάνω πως κλαίω, αλλά και κλαίω με συνεχή γκρίνια.

μουντζούφλης = κατσούφης.

μουραπάδες = παραμύθια, ανέκδοτες ιστορίες.

μουρή = προσφώνηση σε γυναίκα.

μουριέλα = βαριεστιμάρα.

μούρκους = βρώμικος, λερωμένος (ιδιαίτερα στο πρόσωπο).

μουρντζόβλαχους = άξεστος άνθρωπος, αγροίκος.

μούρντζουφλους = σκυθρωπός. 

μουρουγκλός = άτομο με πρόβλημα στην ομιλία, αυτός που ψευδίζει.

μούσκλια (τα) = τα βρύα.

μουσκφό = ύπουλο, άτομο που υποκρίνεται, ψευτοκακόμοιρο.

μουστηρής (προέλευση αραβική) = αγοραστής, πελάτης.

μούτα (επίρρ.) = σιωπηλά.

μούτιλη (προέλευση λατινική) = βρώμικη λάσπη.

μουτλάκ (προέλευση τουρκική) = ντε και καλά, με το ζόρι, οπωσδήποτε.

μούτους (προέλευση λατινική) = βουβός, μουγκός, αλλά και φόβητρο για παιδιά.

μόχαλου (το) = πέτρα που την πιάνει η χούφτα του χεριού.

μπαζίνα = φαγητό με αλεύρι καλαμποκιού και τραχανά.

μπαΐλντσα και μπαΐλσα = εξαντλήθηκα. 

μπαϊλσιά = λιποθυμία που προέρχεται κυρίως από πείνα.

μπαϊρια (τα) = ξηραμένα, σραγγισμένα χωράφια.

μπάκα (προέλευση αλβανική) = κοιλιά, στομάχι.

μπάκακας και μπακακάκι = βάτραχος.

μπακανιάρκου = ασθενικό παιδί, παιδί με πρησμένη κοιλιά.

μπακανιάρς = κιτρινιάρης, ασθενικός.

μπάκι = μήπως.

μπακίρ (προέλ. τουρκική «bakir»)  = χάλκινο σκεύος.

μπακλαΐ = μπακλαβάς.

μπακράτς = μικρό μεταλλικό δοχείο με χερούλι.

μπάλιος (ο) = ασπροκέφαλος (αναφέρεται κυρίως σε πρόβατα).

μπαμπακιέλα = μαντίλα.

μπαμπανέτσα (η) = ψωμί από αραβόσιτο και χόρτα.

μπαμπέσης (προέλευση αλβανική « pabes») = ύπουλος, δόλιος.

μπαμπόγρια = υποτιμιτικά η γριά.

μπασιά (προέλ. αρχαία ελληνική «εμβαίνω») = αυλόπορτα.

μπατή = αυλόπορτα.

μπατσαλιά (η) =  χαστουκάκι.

μπάτσις = α. χτυπήματα στο πρόσωπο, β. κλαδιά δέντρων για τροφή ζώων.

μπατσουκουλιά = χτύπημα με την παλάμη του χεριού στα οπίσθια κάποιου.

μπαχτσές (ο) (προέλ. περσική)  = κήπος, περιβόλι.

μπέλα (η) (προέλ. λατινική «bella») = άσπρη, ωραία, κάτασπρη προβατίνα.

μπερτάχι = δάρσιμο, το γερό ξύλο που δίνεται σε κάποιον. 

μπέσα (η) (προέλ. αλβανική «bese») = εμπιστοσύνη, φιλότιμο, η τήρηση της υπόσχεσης.

μπεσαλής = έμπιστος, άνθρωπος που κρατά το λόγο του.

Μπζιλ (το) = Μουζήλο (χωριό της Ευρυτανίας).

μπιδικλώθκα = μπερδεύτηκα κάπου.

μπίζια = μπιζέλια.

μπιζιρίζου και μπιζιράου = κουράζομαι, μπουχτίζω.

μπικιάρς = ανύπαντρος, εργένης.

μπικιόνι = τσίγκινο κύπελλο.

μπιλουνιάζου (προέλευση αρχ. ελληνική «βελόνη»)  = περνώ την κλωστή στο βελόνι.

μπιμπίκι (το) (προέλευση αρχ. ελληνική «βέμβιξ») = μικρό σπυράκι, ακμή.

μπιρκέτια (προέλευση αραβική) = πλούτη, προκοπές. 

μπιρμπίλα (προέλευση τουρκική) = λεπτή δαντέλα.

μπιρμπιλόνια = είδος ζυμαρικών.

μπιρμπιλουμάτς = αυτός που έχει ζωηρά, παιχνιδιάρικα μάτια.

μπιρμπιρίζουμι = ξυρίζομαι, κουρεύομαι.

μπισαλής = αυτός που κρατάει το λόγο του, ο άξιος εμπιστοσύνης.

μπισίκι(προέλευση τουρκική «besik»)  = κούνια μωρού.

μπιτ = καθόλου.

μπιτίζου (προέλευση τουρκική) = τελειώνω.

μπίτσα = τελείωσα.

μπίχνου = καρφώνω, αλλά και εξαντλούμαι.

μπιχτιά = απότομη κατηφόρα.

μπιχτουκέφαλα = πέσιμο με το κεφάλι προς τα κάτω.

μπλαμούτσα = φαρδιά παλάμη.

μπλάνα = μεγάλος βώλος χώματος στο όργωμα.

μπλαρ = μουλάρι.

μπλαρκό = μουλάρι.

μπλάστς = πλάστης, όργανο για να φτιάξουν φύλα για την πίτα.

μπλατσιανάου = κυλιέμαι στα νερά.

μπλαύλακου (το) = το αυλάκι με το νερό που κινεί τον νερόμυλο.

μπλιά = μηλιά.

μπλιόρ = αρνί ή κατσίκι δύο ετών.

μπλουγούρ = φαγητό από αλεσμένο ή στουμπισμένο σιτάρι.

μπλούκι (προέλευση τουρκική «boluk») = κοπάδι.

μπόβουλας = σαλιγκάρι με κέλυφος. 

μπόι (το) = ύψος.

μπόλι = εμβόλιο.

μπόλια = μαντίλα.

μπόλικου (προέλευση τουρκική) = αρκετό.

μπόρα (προέλευση βενετσιάνικη) = ξαφνική καταιγίδα.

μπόρεση (η) = δυνατότητα.

μπόσκους (προέλευση τουρκική) = καλόβολος, χαλαρός.

μπότ = πήλινο δοχείο κρασιού.

μπουγιουρντί (το) = δημόσιο έγγραφο.

μπούζι = πολύ κρύο.

μπούκα (η), (πληθυντικός: οι μπούκις)  = μάγουλο.

μπουκβάλα (η) = τριμμένο ζεστό ψωμί με βούτυρο.

μπούκις = φουσκωτά μάγουλα.

μπουλέτου = σημείωμα.

μπουλούκους (ο) = χοντρούλης, παχύς.

μπούλτσια (τα) = το ακανθώδες περίβλημα που έχουν τα κάστανα.

μπουμπάρ = είδος λουκάνικου που περιέχει και συκώτι και πνευμόνι γουρουνιού.

μπουμπνάει = μπουμπουνίζει, αστράφτει και βροντά.

μπουμπόιρας = είδος ζωυφίου.

μπουμπότα (προέλευση αλβανική) = ψωμί καμωμένο από αλεύρι καλαμποκιού.

μπουμπούνας (ο) = ανόητος, αφελής, αγαθιάρης.

μπούμτζας = βλάκας.

μπουνώρα = από νωρίς, απ’ το πρωί.

μπουραζάνι (το) = είδος παντελονιού από γίδινο μαλλί.

μπουραχίλι = εξάνθημα του δέρματος που παρουσιάζεται στα χείλη.

μπουρδουκλώνου = ανακατεύω καταστάσεις για να αποφύγω κάτι.

μπούρμπιλη = ό,τι απομένει από μια μεγάλη πυρκαγιά (στάχτ’ κι μπούρμιλη).

μπουρμπότσιλου = μαύρο σκαθάρι.

μπουρμπουτλημένους = κουκουλωμένος καλά.

μπουρμπουτλήχκα = κουκουλώθηκα.

μπουρμπουτλίου = τυλίγω με πολλά ρούχα ή σκεπάσματα.

Μπουρσιώτσα = Προυσιώτισσα.

μπούσια (επίρρημα) = μούσκεμα.

μπουσλάου = περπατάω στα τέσσερα.

μπουτσκοκάλισια (η) = προβατίνα καστανή ως καστανόμαυρη.

μπουχαρί (το) = η καμινάδα, καπνοδόχος.

μπουχός (προέλευση σλαβική) = σκόνη , καπνός, αυτός που γίνεται άφαντος.

μπουχτίζου = αηδιάζω, βαριέμαι, χορταίνω.

μπούχτσα (προέλευση τουρκική)  = βαριέστησα.

μπόχα = ανυπόφορη βρωμιά.

μπραζούκια = μικρά πουλάκια που δεν μπορούν να πετάξουν ακόμη.

μπράσκα (η) = είδος μεγαλόσωμου βατράχου.

μπραστ, λέγεται και φρουστ = γρήγορη φυγή.

μπρίζου = μουγκρίζω δυνατά.

μπριστούρις = εντόσθια ζώων, αλλά και άχαρα πάχη ανθρώπων γύρω από την κοιλιά.

μπρου πούλ πούλ = κάλεσμα κότας.

μπρούμτα (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = πρηνηδόν.

μπρουμτάου και μπρουμτίζου = πέφτω μπρούμυτα.

μπρουσνός (ο) = αυτός που είναι εμπρός.

μπρουστάρς (ο) = πρωτοπόρος.

μπρόχει = με βολεύει, με εξυπηρετεί, μου δίνεται η ευκαιρία.

μπσιακό = συντροφικό.

μπσίτσα (η) = πολύ μικρό έντομο.

μπσότριβου = μισοφθαρμένο ρούχο.

μπσουβέζκου (πρ. αραβική) = το μη ξεκάθαρο αλλά αποτελεί μια ενδιάμεση λύση.

μσαφιραίοι = επισκέπτες.

μσιακό = αυτό που έχουμε από μισό.

μσκαρ (το) = μοσχαράκι.

μσότριβους (ο) = φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος.

Μσουσπουρίτς = Νοέμβριος.

Μσουσπουρίτσα (η) = η εορτή των εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου).

μσουστρατίς = στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.

μσουχρουνίς = στο μέσον του χρόνου.

μταρ (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «μίτος») = εξάρτημα του αργαλειού όπου έμπαινε το νήμα.

μτσούνα =  μούρη.

μύθους = γεγονός που φέρνει ντροπή, διαπόμπευση, γελοιοποίηση.

μυρμηγγιάζου = μουδιάζω.

μώκο = επιφώνημα προστακτικό με τη σημασία σιώπα.

 

 

Ν

 

να = πάρε (π.χ. να δέκα δραχμούλες για τον κόπο σου).

νάζια (τα) = καμώματα.

νάμα (το) = πηγαίο νερό αλλά και κρασί μετάληψης.

να σπου, αλλά και να σπω = να σου πω.

να, κουτ- κουτ = κάλεσμα σκύλου. 

νάτους για = να αυτός εκεί.

νειρεύουμι = ονειρεύομαι.

νησκός (προέλ. αρχ. ελληνική «νήστις») = πεινασμένος.

νησκουμάρα (η) = πείνα, η αίσθηση του νηστικού.

νιά = μια, αλλά και νεαρή κοπέλα.

νια ψχούλα = λίγο, ελάχιστη ποσότητα από κάτι.

νιάνιαρου = μικρό παιδί.

νίβουμι = πλένω το πρόσωπό μου.

νικρουσκούτ = σάβανο.

νίλα (προέλευση λατονική «nilum») = μεγάλη ζημιά.

νιόγαμπρα (τα) = οι νεόνυμφοι.

νιρόμπλους = νερόμυλος.

νιρουσυρμή (η) = το αυλάκι απ’ το νερό της βροχής.

νιρουτός = αυτός που δεν είναι πηχτός.

νιρουφαές = αποσαθρώσεις του εδάφους που οφείλονται σε δυνατή βροχόπτωση.

νιρουφίδα (η) = φίδι που ζει στο νερό.

ν(ι)σάφ (προέλ. τουρκική «insaf») = μετριοπάθεια, αρκετά ως εδώ…

νιτιρέσιου (το) = το συμφέρον.

Νκουλουβάρβαρα = Δεκέμβριος.

νόμ’= δώσε μου.

νόμια = οι ώμοι.

νουγάου (προέλ. αρχ. ελληνική «νοώ») = καταλαβαίνω, είμαι έξυπνος.

νουγάτους (ο) = μυαλωμένος. 

νουμάτ = άτομα.

νουματαίοι = σημαντικά πρόσωπα.

νουματίζου = δίνω το όνομα.

νουντάς (ο) = σάλα υποδοχής.

νουρά = ουρά.

νουτίζου = υγραίνω.

νσάφ = επί τέλους, αμάν πια.

ντάβανους (ο) = έντομο πολύ ενοχλητικό στα μεγάλα κυρίως ζώα.

νταβαντούρια = φασαρίες, δυνατοί θόρυβοι.

νταβάς (προέλ. τουρκική «tava») = πλατύ και αβαθές σκεύος, μεγάλο χάλκινο ταψί.

νταβραντισμένους = δυναμωμένος.

νταϊαντάου = στηρίζω, υπομένω.

νταϊαντώ (προέλευση τουρκική «dayandim») = υπομένω, κάνω κουράγιο.

νταϊλίκι (το) = αξιοσύνη, παλικαριά.

ντάλα μισμέρ = καταμεσήμερο.

νταμαχιάρς = αυτός που τα θέλει όλα δικά του, αχόρταγος.

νταμ-παπαντάμ = ανέκαθεν, απ’ το βαθύ παρελθόν.

νταμπλάς (ο) (προέλ. τουρκική «damla») = αποπληξία, απρόοπτη μεγάλη στενοχώρια.

ντάνα = στοίβαξη με τάξη ομοειδών αντικειμένων.  

νταραβέρια = σχέσεις, συναλλαγές. 

ντβαρ = τοίχος, αλλά και άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε.

ντέεε = κάλεσμα αλόγου, μουλαριού ή γαηδουριού να σταματήσει.

ντενεκτσής (ο) = ο τεχνίτης τσίγκινων κατασκευών.

ντέρτια = στεναχώριες, καημοί.

ντζαμάρα (προέλευση αλβανική) = μουσικό όργανο.

ντζέρτζιλου = ευχάριστη αναστάτωση, φασαρία.

ντζιανός = σβέρκος, (π.χ. του ’στριψε του ντζιανό = τον στραγγάλισε).

ντζιζ = παιδικό παιχνίδι.

ντζιόρας (ο) = ανόητος, «αγύριστο» κεφάλι.

ντζιρντζιλές = φασαρία, ταραχή, αναστάτωση.

ντιπ (προέλευση τουρκική) = εντελώς, καθόλου.

ντιπ κατά ντιπ = καθόλου.

ντιρέκι (το) (προέλευση τουρκική «direk») = πανύψηλος άνθρωπος.

ντιριέμι (και ντιριώμι) = ντρέπομαι.

ντιρλίκι (προέλευση τουρκική «dirlik» = άνετη ζωή) = φαγητό.

ντιρλικώνω = τρώω με βουλιμία.

ντιρουκόβου = δέρνω αλύπητα.

ντλαπ = ντουλάπι.

ντόμπρους (προέλευση σλαβική «dobr» = καλός) = άδολος, ειλικρινής, ανοιχτόκαρδος.

ντόρους (ο) = φασαρία, αναστάτωση, αναταραχή.

ντουγρού (προέλευση τουρκική «dogru») = ίσια, κατευθείαν.

ντουρός = ίχνος, πατημασιά.

ντούχνα = πυκνός καπνός που εμποδίζει την όραση.

ντουχνιάζου = γεμίζω από πυκνό καπνό ή ομίχλη.

ντράβαλα = φασαρίες.

ντραλίζουμι = ζαλίζομαι.

ντρίλι (το) = φτηνό βαμβακερό ύφασμα.

ντριτ = την Τρίτη.

ντρουβάς, λέγεται και τρουβάς (προέλευση περσική) = είδος σάκου, ταγάρι.

ντρόχαλα = τόπος γεμάτος πέτρες.

ντρόχαλα = χοντρές πέτρες που κυλάνε.

νυχτέρ = δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.

νφαδιά = νύφη.

νφόπλου = χαϊδευτικά απ’ τους συγγενείς η νύφη.

νώμους = ώμος. 

 

 

Ξ

 

ξάγναντου (το) = ξέφωτο.

ξάθρα = το κενό μεταξύ των δέντρων του δάσους που επιτρέπει να βλέπεις.

ξάϊ (προέλ. λατινική «exagium») = η αμοιβή σε είδος για τα αλεστικά.

ξαίνου = ετοιμάζω μαλλί για γνέσιμο.

ξακριάζου = ακροβατώ, πάω άκρη άκρη.

ξαμώνου (προέλευση μεσαιωνική) = στρέφομαι απειλητικά εναντίον κάποιου.

ξανασαίνου = ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω.

ξανάστρουφ (η) = το χαστούκι.

ξαντίνιμα (το) = η απόδοση, η ανταμοιβή.

ξαπουδός = ο διάβολος.

ξαπουλιόμι = τρέχω γρήγορα πίσω από κάποιον ή κάτι για να προφτάσω.

ξαστόϊσα = αποξεχάστηκα.

ξέρα (η) = ξηρασία, αναβροχιά.

ξέρακας = ξερό δέντρο.

ξέφουτου (το) = ανοιχτός τόπος.

ξέφτιρας ή ξιάφτιρας = το γεράκι.

ξέχουρα = χωριστά.

ξήκικου = λειψό στο βάρος.

ξηκούτς (ο) = ξεμωραμένος, αποβλακωμένος.

ξηλέου = τιμωρούμαι για κάτι που έκανα.

ξιαπουλάου = αφήνω ελεύθερο

ξιαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.

ξιαρίζου = καθαρίζω με το φτυάρι έναν τόπο.

ξιαστουχάου = αποτυγχάνω, αλλά και ξεχνάω.

ξιβγάνου = ξεπροβοδίζω, αλλά και ξεπλένω τα ρούχα.

ξιγαλίσκα = ξεγδάρθηκα.

ξιδαγκλίζου = ξεμπλέκω μπλεγμένα μαλλιά.

ξιδιαλιμένους = αυτός που επιλέχτηκε προσεκτικά.

ξιζάπουτους (ο) = αναιδής, κακότροπος χαρακτήρας.

ξιζώνουμι = βγάζω τη ζώνη μου, αλλά και τρώω πάρα πολύ.

ξιθάλι = μακρύ σίδερο για να ανακατεύουν τα κάρβουνα στη φωτιά.

ξιθαλιάς = ψηλός, εύσωμος άνθρωπος.

ξιθλίκουτους = ξεκούμπωτος.

ξικαλουκιριάζου = περνάω το καλοκαίρι μου.

ξικαμπάου = φαίνομαι ξαφνικά κάπου μακριά.

ξικάμψα = έφυγα, αναχώρησα, φάνηκα μακριά στον ορίζοντα.

ξικάνου = εξοντώνω, καταστρέφω.

ξικαπίστρουτους = χωρίς χαλινάρι και μεταφορ. : χωρίς ηθικές αρχές.

ξίκικου (προέλευση τουρκική) = λιποβαρές λόγω πειραγμένης ζυγαριάς. 

ξικ(οι)λιάζουμι = τρώω πάρα πολύ, του σκασμού.

ξικόβου = αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι.

ξικουκλώνου = ξρσκεπάζω.

ξικουπή = μισθωτή συμφωνία.

ξικιουσούλεμα = εξόντωση, εξαφάνιση.

ξικιουσουλεύου = ξεπαστρεύω, εξαφανίζω, εξοντώνω.

ξικιουσούλεψα = εξόντωσα, εξαφάνισα.

ξικιφαλιάζου = χαστουκίζω πολύ δυνατά.

ξικουκλώνου = ξεσκεπάζω.

ξικουλώθκα = κουράστηκα πολύ.

ξικουλώνου = ξεριζώνω, αλλά και εξαντλώ.

ξικουλώνουμι = εξαντλούμαι, καταπονούμαι υπερβολικά.

ξικουτιαίνουμι = ξεμωραίνουμαι (κυρίως λόγω γήρατος).

ξικούτς (ο) = γέρος που ξεχνάει.

ξικρίνου = ξεχωρίζω, διακρίνω.

ξιλαγάρσι = ξεκαθάρισε, περίσσεψε.

ξιλέω = αναιρώ τα λόγια μου, τις υποσχέσεις μου.

ξυλιάζου = ξεπαγιάζω, κρυώνω πάρα πολύ.

ξιλουιάζου (προέλευση μεσαιωνική «ξελογιάζω») = ξεμυαλίζω, εμπνέω έρωτα παράφορο.

ξιλουιάστρα (η) = γυναίκα που γοητεύει ερωτικά.

ξιματιάζου = αφαιρώ τη βασκανία με κατάλληλες λέξεις.

ξιμπιτίζου (προέλευση τουρκική) = αποτελειώνω.

ξιμπλέτσουτους = μισόγυμνος.

ξιμπουρδάλι (το) = αδιάντροπος, χυδαίος άνθρωπος.

ξιμπουρδάλιασι = εξαχρειώθηκε, αποθρασύνθηκε.

ξιμπουρδάλιασμα (το) =πράξη  εξαχρειωμένυ ατόμου, θρασύ και χυδαίου ανθρώπου.

ξιμπρουστιάζου = αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω.

ξιμ(ου)τόχ’ = επίτηδες, σκόπιμα.

ξιμυστηρεύουμι = εκμυστηρεύομαι.

ξιμυτίζου = ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι με προφυλάξεις.

ξινουδούλι (το) = η δουλειά σε ξένη ιδιοκτησία.

ξινουκρένει = παραληρεί σε έξαψη πυρετού.

ξιντζιανιάζου = σταγγαλίζω.

ξιπαϊάζου = κρυώνω πάρα πολύ.

ξιπαστρεύου = σκοτώνω, εξαφανίζω.

ξιπάτουμα = μεγάλος κόπος.

ξιπατουμάρα (η), λέγεται και ξιπατουμός = μεγάλη καταστροφή.

ξιπατώνου = σκοτώνω, εξαφανίζω.

ξιπατώνουμι = = κουράζομαι πολύ.

ξιπιδικλώνου = ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω ένα ζώο που μπερδεύτηκε κάπου το πόδι του..

ξιπιζεύου = ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω απ’ το άλογο.

ξιπιταρούδ’ = πουλί που πετάει για πρώτη φορά.

ξιπίτηδις = επίτηδες, σκόπιμα.

ξιπιτούτου = επίτηδες.

ξιπιτσιάζου = αφαιρώ την επιδερμίδα ή τμήμα αυτής.

ξιπλατίζουμι = ταλαιπωρώ την πλάτη μου απ’ το πολύ βάρος ή την πολύ εργασία.

ξιπουδαριάζουμι = κουράζομαι υπερβολικά απ’ το πολύ περπάτημα.

ξιπουδάριασμα (το) = μεγάλη κούραση από πεζοπορία.

ξιπρουβέλνου = ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι.

ξιράδ (το) = ξερό κλαδί.

ξιραΐλα = η κατάσταση που φέρνει η μεγάλης διάρκειας ανομβρία. 

ξιραμένου (το) = το φίδι.

ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.

ξιρκά = χωράφια που δεν ποτίζονται.

ξιρό ψουμί = φαγητό που αποτελείται μόνο από ψωμί και τίποτε άλλο.

ξιρουντάουλου = μουσική με μοναδικό όργανο μόνο ένα νταούλι.

ξιρουσταλιάζου = περιμένω μάταια και ανώφελα μέσα στο κρύο.

ξισάρκουτους και ξεσάρκουτους = γυμνός.

ξισαρκώνου = γυμνώνω.

ξισάρσει = έγινε κατολίσθηση του εδάφους.

ξισβέρκουμα = δυνατά χτυπήματα στο σβέρκο.

ξισκαλίζου = εκμαιεύω, ψάχνω επίμονα.

ξισκάου = ανακουφίζομαι από κάτι που μου προκαλούσε άγχος.

ξισκλάου = σχίζω.

ξισκληάρς = βρωμιάρης με σχισμένα ρούχα. 

ξισλόιαστους = άνθρωπος χωρίς έγνοιες, χωρίς άγχος.

ξισνιρίζουμι = παρασύρομαι ώστε να ανταγωνίζομαι με κάποιον.

ξισουεύου = απαρνιέμαι το σόι μου και αλλάζω χαρακτήρα.

ξισταύρ (το) = λέγεται σε βρισιές έτσι που να μη θιχτεί η ιερότητα του Τιμίου Σταυρού.

ξιστουράου = διηγούμαι, εξιστορώ.

ξιστριμματίζου = καθαρίζω χωράφι από πέτρες.

ξιστρίφκα = εξαντλήθηκα.

ξιτάζου = ερμηνεύω (π.χ. πήγα κι μ’ ξέταξι τα’ όνειρο).

ξιτλάου = ξετυλίγω.

ξιτσιαουλιάζουμι = μου φεύγει το σαγόνι απ’ το πολύ χασμουρητό.

ξιτσιουλιάζουμι = ξεσκεπάζομαι.

ξιφλάου = γυρίζω τις σελίδες βιβλίου.

ξιφλούδια = η διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.

ξιφλουδίσια = η ομαδική διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.

ξιφτέρ (το) = παιδί που σημειώνει μεγάλες προόδους στα γράμματα.

ξιφτέρια (τα) = τα εξαπτέρυγα.

ξιψαχνίζου = εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, προσπαθώ να μαντέψω κάτι.

ξλάστρα = άγονο χωράφι.

ξλιά = χτύπημα.

ξλόχτινου (το) = το χτένι του αργαλειού.

ξλουφάι = εργαλείο με το οποίο λείαιναν ξύλα.

ξόμπλι  (το) = στολίδι.

ξόμπλιου (προέλευση λατινική) = στολίδι, κέντημα.

ξου ξου = κραυγή για το διώξιμο πουλερικών.

ξουδιάζου = ξοδεύω.

ξουδκό = δαιμονικό.

ξουμπλιάζου = στολίζω.

ξουμπλιάστρα = κεντήστρα.

ξούρους, αλλά και ξούρα = το ξύρισμα.

ξπουδένουμι = βγάζω τα παπούτσια μου.

ξυαρίζου = καθαρίζω με το φτυάρι έναν τόπο.

ξυθάλι (το) = μεταλλικό ή ξύλινο όργανο για το ανακάτεμα της φωτιάς.

ξυθαλιάζου = ανακατώνω τη φωτιά.

ξυθαλιάς = άνθρωπος με μακριά πόδια.

ξυόμι = ξύνομαι.

ξφούκης = αυτός που έχει πολλά «αέρια» και δεν μπορεί να τα ελέγξει.

ξώπιτσα = επιδερμικά.

 

 

Ο

 

όθι = όπου (π.χ. όθι κι αν πας = όπου κι αν πας).

όι! (λέγεται και ούι!) = επιφώνημα φόβου, αλλά και όχι.

όμπγιου (το) = πύον.

όντας = όταν.

όξου = έξω.

όργους (ο) = το όργωμα. Το αυλάκι που χαράζει το αλέτρι.

ουβουρός (προέλευση σλαβική) = περιφραγμένη αυλή έξω από την κουζίνα.

ούδι = ούτε.

ούι! = επιφώνημα θαυμασμού, ή και φόβου.

ουιδίζου = μοιάζω.

ουκάρκου = αυτό που έχει βάρος μιας οκάς.

ούκου = όχι.

ουλνούς = όλους.

ούλοι = όλοι.

ουλόρθους = εντελώς όρθιος.

ουλόστρατα = όλο στον ίδιο δρόμο.

ουλότιλα = ολοκληρωτικά. 

ουλουένα = πάντα.

ουλούθι = παντού.

ουλουσούμπιτους (προέλευση ιταλική) = σύσσωμος.

ουλουτρόϋρα = ολόγυρα.

ουντάς (ο) = δωμάτιο.

ουξαπουδός (ο) = διάβολος.

ουργή = κατάρα, αλλά και καταστροφή που στέλνει ο Θεός.

ουργισμένου = καταραμένο.

ουργιά = μήκος ίσο με το άνοιγμα των χεριών.

ουρίζου = ορίζω, εξουσιάζω.

ουρλιέτι = ουρλιάζει.

ουρμηνεύου = συμβουλεύω.

ουρμήνεια = συμβουλή.

ουστ = παρακίνηση σε γαϊδούρι να προχωρήσει.

ουστρέχα (η) = μέρος που πέφτουν τα σταλάματα.

ουχτρός = εχθρός.

όχτους (προέλευση αρχαία ελληνική) = πλαγιά, μικρός γκρεμός.

όψμους = αργοπορημένος, ο μετά τον καιρό του. 

 

 

Π

 

πααίνου = πηγαίνω.

παγαδιά ή παγάδα = ηρεμία, άπνοια, ησυχία.

παγαδιάζου = ησυχάζω, ηρεμώ και περιορίζεται ο πόνος.

παγανά (τα) = καλικάντζαροι.

παγάνα( αλλά και παγανιά) = ομαδική καταδίωξη λύκων, ληστών …

παγγύρ = πανυγύρι.

παγούρ (προέλευση μεσαιωνική) = μικρό κλειστό δοχείο νερού.

πάει καλιά τ’ = έφυγε.

πάημα = πηγαιμός.

παθής (ο) = αυτός που έπαθε κάτι, που δοκιμάστηκε, που βασανίστηκε.

παίδιψ(ι) (η) = η κούραση, κόποση, ο αγώνας στη ζωή.

πάϊμα (το) = ο πηγαιμός.

παίνιις (οι) = παινέματα και ψωροπερηφάνιες.

παλαμίζου = βάζω την παλάμη μου κάπου (π.χ. στο Ευαγγέλιο για να ορκιστώ).

παλάμσι = έβαλε την παλάμη του, ορκίστηκε.

πάλε = ξανά.

παλεύου = πειράζω, αλλά και φτιάχνω (π.χ. τι παλεύς αυτού;)

παλιανκός (ο) = ο παλαιός.

παλιουπράτνα (η) = γέρικη προβατίνα.

παλιούρ (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «παλίουρος») = αγκαθωτό φυτό.

πάλιουρας = θάμνος αγκαθωτός.

παλιούρια = αγκαθωτοί θάμνοι για περιφράξεις.

παλιουρούτια = παλιόρρουχα.

παλούκι = πάσσαλος, αλλά και άγριος ξυλοδαρμός.

Παναούλα μ’! = επίκληση της Παναγίας.

πανιάζου = γίνομαι κατακίτρινος, χάνω κάθε ίχνος ζωντάνιας.

πανουπροίκι (το) = η επιπλέον προίκα.

πανουσάμαρα = επιπρόσθετο φορτίο σε ζώο πίσω από το σαμάρι.

πανουτίμ (το) = το πάνω απ’ την κανονική τιμή σε μια συναλλαγή.

πάντα (ως ποσοτικό επίρρημα) = λιγάκι.

παντανόστμου (το) = πολύ νόστιμο.

πανταίχου και απαντέχου (προέλ. αρχαιοελληνική) = περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω.

παντουχή (η) = προσδοκία, ελπίδα.

παντρουλουιόντι = προξενεύονται, αλλά και συμφώνησαν για τη σύναψη γάμου.

παντχαίνου = υπολογίζω, αλλά και συναντώ ανέλπιστα.

πανώστρατα = το πάνω μέρος του δρόμου.

παπάρα = ψωμί βουτηγμένο σε νερό ή γάλα με τυρί και λάδι.

παπαρδέλις = ποπ κορν.

παπαρώνου = μουλιάζω.

πάπτσας = είδος μαύρου εντόμου με δαγκάνες.

παπτσώνου = φοράω σε κάποιον παπούτσια.

παπτσώνουμι = βάζω τα παπούτσια μου.

παραγγόνι (το) = δισέγγονο.

παραγγουμιάζου = παρομοιάζω, μιμούμαι κάποιον.

παραγώνι = τζάκι.

παραδέ = προπαντός.

παραδίνου = βρίζω.

παράδις = χρήματα.

παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά.

παραθύρα = μικρό άνοιγμα στον τοίχο δίπλα στο τζάκι, ντουλαπάκι.

παρακάλι (το) = παράκληση.

παρακατιανός = άνθρωπος ταπεινής καταγωγής.

παρακατούλια = λίγο παρακάτω.

παρακείθι = λίγο πιο πέρα.

παρακιντές (ο) = αυτός που κάνει βοηθητικές δουλειές, ο παρακατιανός.

παράκιρα = άκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο.

παραλόησι = τρελάθηκε.

παραμάσκαλα = κάτω απ’ τη μασχάλη.

παραμιράου = τραβιέμαι στην άκρη, κάνω τόπο.

παρανταριά = όλα με τη σειρά χωρίς καμιά εξαίρεση, σβάρνα.

παραπανούλια = λίγο πιο πάνω.

παραπιρούλια = λίγο πιο πέρα.

παραπούλια = παράρριζα, κωλοφούσια φυτών.

παρασάνταλους = ανάπηρος, πολύ άσχημος.

παρασούσουμους (ο) = αυτός που μοιάζει πολύ με κάποιον άλλον.

παραστιά = το μπροστινό κάτω μέρος του τζακιού.

παραταριά = στη σειρά και δίπλα δίπλα.

παρατσούκλι (το) = παρωνύμιο.

παρέθου = πιο κοντά. (έλα παρέθου = έλα πιο κοντά).

παρέκει = πιο πέρα.

παρικώτιρα = αργότερα.

παρμάρα = εξάντληση, αδυναμία να κινηθούν χέρια και πόδια.

παρτσακλό (και πατσιακλό) = παιδί με αναπηρία στα πόδια.

παρτσακλός = στραβοπόδης.

πασπάλη = λεπτό στρώμα χιονιού, ζάχαρης …

πασπαλίζου = ρίχνω άχνη ζάχαρη.

πάστρα (προέλευση μεσαιωνική με ινδοευρωπαϊκή ρίζα) = καθαριότητα.

παστρεύου = καθαρίζω, αδειάζω τον τόπο.

παστρικιά = γυναίκα επιλήψιμης διαγωγής.

παστρικός = καθαρός, (αλλά και, ειρωνικά, ανήθικος άνθρωπος).

πατάκα = πατάτα.

παταλαλάου = λέω τρελά πράγματα και φέρομαι σαν τρελός.

πατάλικους (ο) = άγαρμπος, δυσκίνητος.

πατάου πουδάρ = επιμένω.

παταριά = σβάρνα.

πατατούκα (προέλευση βενετική) = βαρύ μάλλινο πανωφόρι.

πάτιρου (προέλ. αρχαιοελληνική) = μεγάλο ξύλινο καδρόνι για τη σκεπή οικοδομών.

πατκώνου = γεμίζω μέχρι επάνω ένα χώρο, τρώω πάρα πολύ, μέχρι «σκασμού».

πατλιά = επίπεδη επιφάνεια χωραφιού που διαδέχεται κάποια ή κάποιες άλλες.

πατόκουρφα = ολόκληρο, από πάνω ως κάτω.

πατούρα = μούσκεμα.

πατουσιά = μεγάλη επιφάνεια (πεζούλα) χωραφιού.

πατραντζίκια (τα) = είδος πυροτεχνήματος.

πατσιαβλιάσκι = τσαλακώθηκε.

πατσιακλό = άτομο με στραβά πόδια.

πατσιαούρα (η) = κουρέλι χρήσιμο για το καθάρισμα επιφανειών.

πατσιαουριάζου = (χλευαστικά) τρώω του σκασμού.

πατσνιάζου, λέγεται και πατσκώνου = συνθλίβω.

πατώκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω, απ’ την κορυφή ως τα νύχια.

πάφλας (πληθ. παφίλια)  = τενεκές, κομμάτι τσίγκου.

παχάκι (το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.

παχνιάζου = βάζω τροφή  για τα ζώα στο παχνί.

παχτίτς = είδος χιονιού.

πδάμι = πηδάμε.

πέλες = ακατέργαστα σανίδια.

πελικούδια = σκλήθρες από ξύλο που πελεκήθηκε με τσεκούρι.

πεντόβουλα = παιδικό παιχνίδι με πέντε βώλους.

πέρα δώθι = εδώ κι εκεί, αλλά και μικροπράγματα, τα μικροψώνια.

πέτακας = προεξοχή βράχου με χάος από κάτω, μεγάλος γκρεμός.

πέταυρο (προέλ. αρχαιοελληνική) = είδος ίσιου σανιδιού.

πέτουμι = καυχώμαι, περηφανεύομαι για κάτι.

πέτρα (τα) = χυλοπίτες.

πέτσα (η) = επιδερμίδα.

πετσιά (τα), (λέγονται και ψίδια) = κομμάτια δέρματος για την επισκευή παπουτσιών.

Πέφτη = Πέμπτη.

πήρι τα πλάϊα = τρελάθηκε. 

πητιδιεύουμι = τα καταφέρνω σε κάτι.

πθαμή (προέλευση αρχαία ελληνική) = το μέγεθος του ανοίγματος της παλάμης.

πθινά = πουθενά.

πιγγώνουμι = πνίγομαι, ασφυκτιώ.

πιδί = αγόρι, (το κορίτσι αποκαλείται : το θηλκό).

πιδικλιά = τρικλοποδιά.

πιδικλώνουμι = μπερδεύομαι κάπου και πέφτω.

πιδούκλι = εμπόδιο μπροστά στα πόδια.

πιζεύου = κατεβαίνω από το άλογο ή από κάποιο όχημα.

πιζούλια (τα) = τειχία που συγκρατούν το χώμα, πέτρινες αναβαθμίδες.

πινισιάρς = αυτός που παινεύεται.

πιντόβουλα (τα) = παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πέντε πετραδάκια.

πιουτί (το) = το ποτό.

πιπίδα = αρρώστια που φέρνει στις κότες η μεγάλη δίψα.

πιπίδιασα = δίψασα πολύ.

πιρόνι (το) = μεγάλο καρφί.

πιρουνιάζου = διατρυπώ, αλλά και περονιάζει το κρύο = είναι πολύ τσουχτερό.

πισκέσι (το) = δώρο, χάρισμα, προσφορά.

πιταρούδια και ξιπιταρούδια = μικρά στην ηλικία πουλάκια.

πιτιά (η) = το ένζυμο από το στομάχι των κατσικιών για το πήξιμο του γάλακτος.

πιτρουβουλάου = πετροβολώ.

πιτσιά = δέρματα.

πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, δίνω πολλές μαχαιριές.

πιτσώνου = πετυχαίνω το στόχο μου, αλλά βάζω και δερμάτινες σόλες σε παπούτσια.

πκάμσου (το) = υποκάμισο.

πλάθου = ζυμώνω και κάνω φύλλα τη ζύμη.

πλαϊάζου = κοιμούμαι.

πλακίδα = μικρή στην ηλικία κότα.

πλακουλθιά = πλακουτσωτή πέτρα.

πλάλα (η) = τρέξιμο, τρεχάλα.

πλάλα = τρέξε.

πλαλάου = τρέχω γρήγορα.

πλανεύου = εξαπατώ.

πλανταγμένους = καταστεναχωρεμένος.

πλαστήρ ( και μπλάστς) = ξύλινο ραβδί με το οποίο άνοιγαν φύλλο για πίτα.

πλατέα = πλατεία.

πλατσκουκέφαλους = άνθρωπος με πλατύ και σαν συμπιεσμένο κεφάλι.

πλατσκουμύτς = άτομο με πλατιά μύτη.

πλατσκώνου (και πλιατσικώνου) = βάζω την παλάμη μου (σε όρκο), συνθλίβω.

πλειότιρου και πλεισότιρου = περισσότερο.

πλέμπα (η) = (περιφρονητικά) ο λαός.

πλέτι = που λέτε.

πλι (το) = πουλί.

πλιατσκουλόι = κλοπές και λεηλασίες.

πλιμόνια = πνευμόνια.

πλιξιάνα = μια αρμάθα από σκόρδα ή κρεμμύδια.

πλουγούρ, αλλά και μπλουγούρ = χοντροαλεσμένο σιτάρι.

πλόχειρου = φούχτα, όσο πιάνει η μισόκλειστη παλάμη του χεριού.

πλύμα = μούσκεμα, αλλά και χυλός από πίτουρα για τροφή γουρουνιών.

πλύσ’ = πλύσου.

πνάου = πεινάω.

πόλκα = γυναικείο ένδυμα, ζακέτα.

πόντζι = βρασμένο τσίπουρο.

πόσιας = σύζυγος.

πόστα = έντονη παρατήρηση, κατηγορία.

πουγκώνου = προκαλώ ασφυξία φράζοντας τη μύτη κάποιου.

πουδάρ = πόδι.

πουδαράτους (δρόμος) = διαδρομή που γίνεται με τα πόδια.

πουδαρίνης = άνδρας ψηλός, με μεγάλα πόδια.

πουδαρκό = η πρώτη επίσκεψη κάπου.

πουδουβουλή, αλλά και πουδουβουλτό = κρότος απ’ το βάδισμα πολλών.

πούθι; = από πού;

πουκάρ (προέλευση αρχαιοελληνική) = τουλούπα μαλλιού.

πουλ πουλ πουλ = κάλεσμα πουλερικών.

πουλλιώρα = πριν από λίγο.

πούμουμα = βούλωμα, αλλά και πνίξιμο.

πουμπεύου = εξευτελίζω δημόσια, διασύρω, γελοιοποιώ.

πουμώνου = πνίγω φράζοντας τη μύτη.

πουνίδια (τα) = πονάκια σε διάφορα μέρη του σώματος.

πούντα = σοβαρό κρυολόγημα.

πούντους = πού είναι;

πουρεύου και πουρεύουμι = περνάω, έχω τα απαραίτητα.

πουρνό = πρωί.

πούσι (προέλευση τουρκική) = καταχνιά, ομίχλη, θολούρα.

πούταν; = πού ήταν;

πουτσαράς = λεβέντης.

πουτσαρίνα = γυναίκα άξια, εργατική, προκομένη, λεβεντογυναίκα.

πουτσαρίνης, πουτσαρίνα = λεβέντης, λεβέντισσα.

πουτσνάρ = στόμιο ασκιού ή και άλλου δοχείου.

πρ πούλι πούλι = κάλεσμα στις κότες.

πράμα (το) = το γυναικείο γεννητικό όργανο.

πράματα = ζώα, πρόβατα ή οτιδήποτε άλλο.

πρατίνα = προβατίνα.

πρατσαλίζου και προυτσιαλάου (προέλευση αλβανική) = ερωτοτροπώ.

πρέκνες (οι) = φακίδες.

πριάκουνου (το) = είδος ακονιστηριού.

πριόβουλους = σκληρή κοκκινωπή πέτρα που χτυπώντας την άναβαν το τσιμπούκι.

πριτς = έκφραση κοροϊδευτικής άρνησης.

πριτσουβόλιμα (το) = ο ήχος που κάνου τα φρέσκα κλαδιά που καίγονται.

πρόγκα (η) = η αποδοκιμασία, το διώξιμο.

πρόγκους = διώξιμο.

πρότα = πρόβατα.

προυγκάου (προέλευση σλαβική) = διώχνω με τρόπο αγενή, ξαφνιάζω, σκορπίζω.

προυζμόπτα = πίτα που γίνεται χωρίς φύλλα.

προυζύμια (τα) = έθιμο που προηγείται του γάμου (περίοδος του αρραβώνα).

προυκάνου = προλαβαίνω.

προυμάδα = ζεσταμένη στα κάρβουνα φέτα ψωμιού, φρυγανιά.

προυσάλιυρου = το αλεύρι που θα χρησιμοποιηθεί για το προζύμι.

προυσδιάβκει = προσπέρασε.

προυσήλια = τόπος που ολημερίς τον βλέπει ο ήλιος.

προυσθηλιάζου = τοποθετώ το μικρό ζώο στο μαστό της μάνας του.

προυσίφιρα = κοιτάζοντάς σε μου φάνηκες πως μοιάζεις με κάποιον γνωστό.

προυσνάου = προσκυνώ.

προυσπέφτου = πέφτω ικετευτικά στα πόδια κάποιου, θερμοπαρακαλώ.

προυσφάι = ό,τι τρώγεται με ψωμί, πρόχειρο φαγητό.

προυσώρας = προσωρινά.

προυτσαλίστκα = καψαλίστηκα στη φωτιά.

προυτσάλους = το φρούμισμα με τη μύτη και το στόμα κριαριού ή τράγου.

προυχαλίζου = καταβρέχω με νερό που κρατάω στο στόμα.

πρόχει = βολεύει, είναι εύκολο.

πρυόβουλους = στουρναρόπετρα που όταν χτυπιόταν με άλλη έβγαζε σπίθα.

πρώνουμι = ζεσταίνομαι στη φωτιά.

πστρουγουνιάζουμι = εγκαθίσταμαι κάπου, έστω κι αν δεν με θέλουν.

πστρώνου = διπλώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι κι απ’ τις δυο πλευρές.

πστρώνουμι = κάθομαι, εγκαθίσταμαι κάπου είτε με θέλουν είτε όχι.

πτσαράς (ο) άξιος, λεβέντης.

πτσαρίνα (η) = δυναμική και άξια γυναίκα.

πυρουστιά = τρίποδη σιδερένια κατασκευή στη φωτιά όπου έβαζαν την κατσαρόλα.

 

 

Ρ

 

ραβανί = η ασπρόμαυρη κατσίκα.

ράγα (η) = ρώγα, θηλή μαστού.

ραγουλουγάου = διαλέγω τις κόκκινες ρόγες των σταφυλιών.

ρακαριό = ο τόπος που βγάζουν τα τσίπουρα.

ρακουγιάλι (το) = ποτηράκι για ρακί.

ρακουκάζανου = η συσκευή με την οποία βγάζουν το τσίπουρο.

ραχάτ = το ξαπλωταριό, ανάπαυση, χουζούρι, τεμπελιά.

ραχατεύου = τεμπελιάζω.

ρεβ’ (προέλ. αρχαιοελληνική) = είναι βαριά άρρωστος.

ρέκασμα = δυνατή και διαπεραστική κραυγή, μεγαλόφωνο σκούξιμο.

ρέκους (προέλευση σλαβική) = δυνατό κλάμα, σκούξιμο.

ρεμπισκές = ανεπρόκοπος, τεμπέλης, άχρηστος.

ρέπι (το) = ερείπιο, χάλασμα.

ρέπιτου = ερείπιο, άχρηστος, αλλά και χαμένος άνθρωπος.

ρέτσια = το κουκουνάρι του έλατου, αλλά και το κοτσάνι του καλαμποκιού.

ρζά (τα) = οι πρόποδες του βουνού.

ρζαφτ (το) = ακριβώς κάτω από το αφτί.

ριβά = λοξά προς τα αριστερά, στραβά.

ριβώνου = στρίβω. αλλάζω δρόμο, λοξεύω.

ριγάλου = το δώρο, η ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση.

ριέμι (το) = το υποχείριο, το υποδουλωμένο.

ριζέδα (η) = μεντεσές.

ριζιμιό = ριζωμένο, (ριζιμιά λιθάρια = αυτά που δεν κουνιούνταιαπό τη θέση τους).

ρικάζου (προέλευση σλαβική) = φωνάζω δυνατά.

ρικουβιλάζου = επιδίδομαι σε σπαρακτικές κραυγές.

ρικουμανάου = κλαίω πολύ δυνατά.

ρίμα = μικρό σπυράκι στην άκρη του ματιού.

ριμόνι (το) = μεγάλο κόσκινο για το σιτάρι, φασόλια, για την κατασκευή τραχανά. …

ριμπιτσέλα = επιδερμίδα.

ριντές (προέλ. περσική) = δοχείο με νερό και ειδικό στραγγιστήρι το «μπουτσινάρι».

ριντές (προέλ. περσική) = τρίφτης που χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τραχανά.

ριπιτίγκους = διάρροια.

ριτσναριά (η) = ξύλο τυλιγμένο με πανί βουτηγμένο σε ρετσίνι για φωτισμό.

ρμαδιακό (το) = έρημο, ρημαγμένο.

ρμάχκι = ρήμαξε.

ρόγα (η) = μισθός.

ρόγγια (τα) = μέρος δάσους που κάηκε για να βόσκουν ζώα.

ρόζους (ο) = διόγκωση σε κάποιο σημείο του κορμού ενός δέντρου.

ρόκα (η)= εργαλείο για γνέσιμο, αλλά και ο καρπός τουκαλαμποκιού.

ρόκα του πουδάρ = σπασμένο πόδι.

ρουβουλάου (προέλ. ιταλική) = ορμάω, κατεβαίνω την πλαγιά.

ρουβόχιουνου = σφιχτές νιφάδες χιονιού.

ρούγα = γειτονιά.

ρουγγάλι = μεγάλο αγκάθι.

ρουγγαλιάσκα = μου καρφώθηκε μεγάλη ακίδα.

ρουδάμ (το) = είδος ευωδιαστού χαμόκλαδου.

ρουϊάζου = μισθώνω.

ρουιάζουμι = αναλαμβάνω μια γεωργοκτηνοτροφική εργασία με αμοιβή.

ρουιάρκα = χρήματα που καταβάλλονται για γεωργοκτηνοτροφική εργασία.       

ρουμάνι (προέλ. τουρκική) = πυκνότατη βλάστηση από θάμνους και δέντρα.

ρουπάκι (το) (προέλ. αρχ. ελληνική «ρώπαξ») = είδος βελανιδιάς.

ρουπώνου = τρώγω του σκασμού.

ρούσα = αυτή που έχει ξανθοκόκκινο χρώμα.

ρούτα (η) = προβατίνα με κοντό μαλλί.

ρουχνάου = ροχαλίζω την ώρα που κοιμάμαι. 

 

 

Σ

 

σα δω κρενς ; = σε εμάς φωνάζεις ;

σα δω σα κει = προς τα δω προς τα κει.

σάγκιπ = μήπως (π.χ. σάγκιπ ξέρου; = μήπως ξέρω;).

σαδέ = ειδάλλως.

σαϊάζου = σκεπάζω με μια κουβέρτα ένα ζώο, όταν κάνει πολύ κρύο.

σαΐνι (το ) = γεράκι.

σάϊσμα (το) = κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από γίδινο μαλλί.

σαϊτούρα = είδος του φιδιού οχιά.

σακαής (ο) = άρρωστος.

σακάτ = εκεί κάτω.

σακατλίκι (το) (προέλ. τουρκική «sakatlik») = σωματική αναπηρία.

σακάτς = ανάπηρος.

σακείθε = προς τα κει.

σακουτρύπ (το) = αγκάθι που μοιάζει με στάχυ και «χώνεται» παντού.

σαλαγάου (προέλ. αρχαιοελληνική) = εξαναγκάζω με φωνές τα ζώα να προχωρούν.

σαλάημα = ο εξαναγκασμός με φωνές και χτυπήματα των ζώα να προχωρούν.

σαλαητά (τα) = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνεται το κοπάδι.

σάλλουμα (το) = άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκέπαζαν το καλύβι.

σαλταπήδας (ο) = επιπόλαιος άνθρωπος, αλλά και ανήθικος.

σάματ = μήπως.

σάμπους = μήπως.

σαούρα = σιωπή.

σαουριάζου = ησυχάζω.

σαπάν = προς τα κει επάνω.

σαπέρα = πέρα, μακριά.

σαπίμ (το) = το σάπιο.

σαπίτς = είδος φιδιού (οχιάς).

σαπουκοιλιάς = παλιάνθρωπος.

σάρα = κακοτράχαλη πλαγιά με συχνές κατολισθήσεις και πέτρες που κυλάνε. 

σαράκι (το) = βάσανο, καημός.

σαρκουφάνιλου = το φανελάκι που φοριέται εσωτερικά.

σαρμανίτσα = κούνια που έβαζαν και κοίμιζαν τα μωρά.

σάρουμα = σκούπα, αλλά και σκούπισμα.

σαρώνου = σκουπίζω.

σατέρ = είδος ζυγαριάς.

σατίλι = είδος κουβά που έβγαζαν νερό απ’ το πηγάδι.

σαφρακιασμένου = αδύναμο, κακόμοιρο.

σάψαλου (προέλ. τουρκική) = γέρος, καταπονημένος.

σβάου = σβήνω.

σβόιρας = ασύχαστος, δραστήριος, ανήσυχος.

σβουνιά = ακαθαρσία αγελάδας.

σγαρλίζου = σκαλίζω το χώμα  επιφανειακά όπως οι κότες. 

σγώνου = πλησιάζω.

σέα (τα) =  τα πράγματα, οι αποσκευές.

σειώμι = κουνιέμαι.

σέκους = νεκρός.

σέμπρους (ο) = συνέταιρος, μεσιακάρης.

σέπουμι (προέλ. αρχ. ελληνική «σήπομαι») = σαπίζω.

σι = φωνή για να σταματήσει μουλάρι ή γαϊδούρι.

σια (πρόθεση) = προς, εις (π.χ. σιαδώ, σιακεί …).

σιαδώ και σιαδώθι = προς το μέρος μας.

σιακάτ = προς τα κάτω.

σιακεί και σιακείθι = προς τα εκεί.

σιαμαντάς (προέλ. αραβική) = φασαρία.

σιαμπρουστά = μελλοντικά, προσεχώς.

σιαμτέλου (η) = νωθρή και ανόητη γυναίκα.

σιαξ = περιποιήσου, φτιάξου.

σιαπάν = προς τα πάνω.

σιαπέρα = προς τα πέρα.

σιαπέρας = άνθρωπος ανέμελος, αδιάφορος.

σιαπίσου = προς τα πίσω.

σιαπού; = προς ποια κατεύθυνση;

σιάτανους (προέλ. εβραϊκή) = ο Σατανάς.

σιβντάς (προέλ. αραβική) = μεγάλος καημός, μεγάλος έρωτας.

σίβους (ο) = γκρίζος, σκουρόχρωμος.

σιγκούνα (προέλευση αλβανική) = γυναικείο ένδυμα.

σιγκούνι (και σιγκούνα προέλευση αλβανική) = μάλλινο ρούχο, μακριά ζακέτα.

σιγουρεύου = ασφαλίζω κάτι.

σιδιρουστιά = τρίποδη σιδερένια κατασκευή που τοποθετείται στη φωτιά.

σικλέτια (προέλ. αραβική) = στεναχώριες.

σιλάχι (το) = δερμάτινη ζώνη όπου τοποθετούσαν όπλα, καπνό …

σιλουιόμι = σκέφτομαι.

σ(ι)μά = κοντά, πλησίον.

σ(ι)μώνου = πλησιάζω.

σιμπόκλα = σάπιο ξύλο (κούτσουρο).

σιμπράγκαλα (τα) = διάφορα άχρηστα πράγματα.

σινιαρίζουμι = ετοιμάζομαι.

σιντούκι (προέλ. αραβική) = μπαούλο. 

σιουγκράου = σπρώχνω ελαφρά, ενθαρρύνω, συμβουλεύω.

σιούτλους = αφελής, χαζούλης.

σιούτους (προέλευση αλβανική) = ζώο χωρίς κέρατα, αλλά και χαζούλης.

σιργιάνι (προέλ. αρχ. τουρκική «seyran») = περίπατος, βόλτα.

σίρε = πήγαινε.

σιριανάου (προέλ. αραβική) = τριγυρνάω άσκοπα. 

σιριάνι (το) = περίπατος.

σιρκό = αρσενικό.

σιρκουθήλκου = ερμαφρόδιτος.

σιρμαγιά (η) = κομπόδεμα, μικρό χρηματικό κεφάλαιο.

σιρσένι (το) = είδος μεγαλόσωμου εντόμου, αλλά και άνθρωπος που δεν ησυχάζει.

σιχλιάρα = βρωμιάρα.

σκαλτσούνια = καλτσάκια.

σκαλώνου = ανεβαίνω, σκαρφαλώνω.

σκαμνιά (η)= μουριά.

σκαμπάζου = καταλαβαίνω.

σκανιάζου = στεναχωριέμαι.

σκάνιου (το) = στενοχώρια.

σκάου = πλαντάζω.

σκαπέτσι = έφυγε, δραπέτευσε.

σκαπιτάου = δραπετεύω, φεύγω.

σκαρί (το) = σόϊ, γνώρισμα, η «φτιασιά» κάποιου.

σκαρίσκανι = έφυγαν, σκορπίστικαν.

σκαρνάου = αναχωρώ, βγάζω τα ζώα για βοσκή.

σκάρους (προέλ. αρχ. ελλ. «σκαίρω = χοροπηδώ») = το βγάλσιμο του κοπαδιού για βοσκή.

σκαρπιάς = ο σκορπιός.

σκασίλα μ’ = δεν με νοιάζει καθόλου.

σκατουλουίδ (το) = ασήμαντο πράγμα, άχρηστο και επιβλαβές.

σκατόψχους = καταραμένος (αναφέρεται σε νεκρό).

σκαφίδ (το) = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.

σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.

σκιάζουμι = φοβούμαι.

σκιάζουρας = σκιάχτρο που έβαζαν στα χωράφια.

σκιαζούρς = δειλός.

σκιάχκα = φοβήθηκα.

σκίζα (η) = κομμάτι ξύλου που σκίζεται από δέντρο, πελεκούδι.

σκιρβιλές = χαμένος, άχρηστος.

σκλαβάκια = παιδικό παιχνίδι.

σκλεύουντι = ζευγαρώνουν τα σκυλιά.

σκλήθρα = πελεκούδι, τα κομμάτια του ξύλου που βγαίνουν όταν πελεκάμε. 

σκλι = σκυλί.

σκουβρουντάου = χτυπάω κάτι δυνατά κάτω.

σκούζου (προέλ. αρχαιοελληνική) = κλαίω, φωνάζω δυνατά.

σκουλάου = σχολάω, τελειώνω.

σκουλκαντέρα = μακρύς γαιοσκώληκας.

Σκουλόγους = Αύγουστος.

σκουμαΐδις = αποξηραμένα σύκα.

σκουντάου = σπρώχνω.

σκούπρα = σκουπίδια.

σκουρδουκαήλαμ = δεν με νοιάζει καθόλου. 

σκουρπαλεύρου (η) = σπάταλη.

σκουρπίδ (το) = φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.

σκουτιδιάζει (προέλ. αρχ. ελληνική «σκότος») = σκοτεινιάζει, γίνεται νύχτα.

σκουτίζουμι = στεναχωρούμαι.

σκουτούρα = έγνοια, στεναχώρια. 

σκουτουριάζουμι = ζαλίζομαι, έχω μεγάλες στενοχώριες.

σκουφαγάκι = μικρό πουλάκι που έχει αδυναμία στα σύκα.

σκόφλα (τα) = φύλλα συκιάς.

σκριμδάου = χοροπηδώ.

σκρούμπους = αυτό που μένει όταν καίμε μάλλινο ύφασμα.

σκτιά (προέλ. μεσαιωνική ελληνική) = τα ρούχα.

σλουή (η) = περισυλλογή, προβληματισμός, έγνοια, στεναχώρια.

σλουιόμι = συλλογίζομαι.

σμα = κοντά, πλησίον.

σμαδιακός = χαρακτηριστικός, σπάνιος.

σμαζώνου = συμμαζεύω, συγκεντρώνω, φέρνω καντά μου.

σ(ι)μπάου = ανακατεύω τη φωτιά να φουντώσει, ενθαρρύνω μια κατάσταση.

σμίξη (η) = αντάμωμα.

σμπουδαύλι (το) = εργαλείο που σκάλιζαν τα κάρβουνα.

σμώνου = πλησιάζω.

σνάκι = παιδικό παιχνίδι.

σναρίζουμι = ετοιμάζομαι.

σοϊλής = αυτός που κατάγεται από σπουδαίο σόι.

σόμπουλου = μικρή πέτρα.

σουϊεύουμι = συγγενεύουμε.

σούδα = ρέμα, χαντάκι.

σουκακάς = άνθρωπος ανέμελος που τριγυρνά εδώ κι εκεί στους δρόμους.

σουκάκι = δρομάκι.

σουκακού = γυναίκα που τριγυρνά στους δρόμους.

σούμπρου = το εσωτερικό του καρπού του καρυδιού, καρυδόψιχα.

σούπα = σου είπα.

σουπάκι (το) = το ξύλο που δίνεται σε κάποιον.

σουράου = σφυρίζω.

σουρίχτρα (η) = σφυρίχτρα.

σουργούνι = διώξιμο. 

σουριάσκα = έπεσα.

σούρουπου (προέλ. αρχαιοελλ.) = η ώρα που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι.

σουρούπουμα = το βραδάκι.

σουρουπώνει = βραδιάζει.

σουρουτιάζου = μαζεύω σε σωρό διάφορα πράγματα, γεμίζω ως επάνω.

σουρτούκου (η) (προέλ. τουρκική) = γυναίκα που τεμπελιάζοντας τριγυρνά. 

σούσουρου (προέλ. βενετική) = φασαρία, κουτσομπολιό.

σουφγάδα = είδος φαγητού που μοιάζει με το στιφάδο.

σουφλιά = οξύς πόνος, αλλά και ραδιουργία, σκευωρία.

σουφλιμάς = κρέας στη σούβλα ψημένο στα κάρβουνα.

σουφλιρός = μυτερός.

σουφράς (προέλ. αραβική) = στρογγυλό και χαμηλό ξύλινο τραπέζι ύψους περίπου 30 cm.

σουφρώνου = κλέβω, αλλά και κάνω πτυχές.

σπιουνιά (η) = συκοφαντία, προδοσία.

σπιούνους (ο) = ο καταδότης.

σπιρδούκλι (το) = είδος φυτού, ασφόδελος.

σπουλάκι = υποχρέωση, αλλά και μακάρι.

σπούρνη (η) = στάχτη ανακατεμένη με μικρά αναμμένα κάρβουνα, χόβολη.

σπρί (το) = σπυρί.

σταλάματα = ζημιές στη σκεπή απ’ όπου εισβάλλει το νερό της βροχής.

σταλίκι = ίσιο ξερό ξύλο, αλλά και ορθοστασία.

σταλκώνουμι = στέκομαι όρθιος, σημαίνει και περιμένω κάτι με αγωνία.

στάλους = η μεσημεριάτικη ξεκούραση των ζώων στον ίσκιο.

στανιάζου = δυναμώνω.

στανιό = βία, εξαναγκασμός.

σταρίθρα (η) = ο κορυδαλλός.

σταυρουπουδιάζουμι = κάθομαι σταυροπόδι.

σταφλουπατάου = χοροπηδάω, αλλά και εκδηλώνω έντονη ανησυχία για κάτι.

σταχτόκλουρα = κουλούρα ψημένη στη στάχτη της γάστρας.

στέκα = στάσου.

στέργου = δέχομαι, συμφωνώ, συγκατανεύω.

στέρνα (προέλευση λατινική) = δεξαμενή νερού.

στέρφα (η) = αυτή που δεν γεννά.

στέρφου = στείρο.

στεφανωτή (η) = η νόμιμη σύζυγος.

στίβα (η) = σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο.

στινεύουμι = στενοχωριέμαι, έχω οικονομικές δυσχέρειες.

στιρεύουμι = στερούμαι.

στιρημένους = ο καημένος, ο δύστυχος.

στιρνουπαίδ (το) = ο υστερότοκος.

στιρνός = τελευταίος.

στιρφεύου = παύω να παράγω γάλα, στερεύω.

στιφάνι = στενό κι επικίνδυνο πέρασμα σε ψηλό γκρεμό.

στλιάρ = η χειρολαβή εργαλείου, αλλά και ο αγράμματος, άξεστος άνθρωπος.

στμπάου = χτυπάω.

στοιβανιά = στοίβα, με τάξη τοποθετημένο πλήθος αντικειμένων π.χ. καυσόξυλων.

στούμπους = κάθε τι το σκληρό και σφιχτό (π.χ. το τυρί ήταν στούμπος).

στουρίσματα = ιστορίες, διηγήσεις.

στουρνάρ = σκληρή πέτρα που χτυπώντας την βγάζει σπίθες, αγράμματος.

στραβουγέρασι = είχε άσχημα γηρατειά, γέρασε απ’ τα πολλά βάσανα.

στραβουμουτσνιάζου = θυμώνω, δυσφορώ.

στραβουντζιανιάζου = στραβολαιμιάζω.

στραβουτσιάουλους (ο) = αυτός που έχει εξαρθρωμένο το σαγόνι.

στραβώνου = αναποδιάζω, δεν φέρομαι όπως πρέπει.

στρέει = στέργει, πραγματοποιείται, βγαίνει αληθινό (για όνειρο).

στρέουμι = αποδέχομαι, συμφωνώ.

στρέχα (η) = το γείσωμα της σκεπής.

στριμώκουλα = δύσκολα.

στριντζώνουμι = ζορίζομαι πολύ για κάτι.

στρόγκυλις κβέντις = σωστές κουβέντες, λογικές κουβέντες.

στρούγκα (η) = πρόχειρο μαντρί που αρμέγονται τα ζώα.

στρουμπούλου (η) = παχουλή γυναίκα.

στρουπίνα = μακρύς κορμός δέντρου χρήσιμος και στις στέγες σπιτιών.

στρουσίδια = στρώματα.

στύφτ (η πηγή) = στερεύει.

συβάζου = αρραβωνιάζω και αρραβωνιάζομαι.

συγγινίδις = συγγενείς.

συγγούνι = είδος επενδυτή.

συγκαθιέτι = χοροπατάει, δεν ησυχάζει.

συγκιριάζου = συναρμολογώ, πλάθω φανταστικές ιστορίες.

συγκσιέτι = αναδεύεται, στριφογυρίζει ανήσυχα.

σύγκουρμους = ολόσωμος.

συδαυλίζου = ενισχύω τη φωτιά, αλλά και παρακινώ σε κάτι.

σύθαμπου = θαμπάδα του απόβραδου.

συθέμιλα = εκ βαθέων, απ’ τα θεμέλια.

σύμμασι = μάζεψε. 

συμπόκλα = σάπιος κορμός δέντρου.

συμπράγκαλα (τα) = οι αποσκευές.

συναπάντμα (το) = συνάντηση.

συνιαρίζουμι = ετοιμάζομαι.

συνιρίζουμι = παρακινούμαι, προσπαθώ να μοιάσω με κάποιον.

Συνουρίτς = γείτωνας

συνταρμώνου = συναρμολογώ, επιδιορθώνω, καταφέρνω.

συνταρχάου = φροντίζω, παρακινώ σε κάτι.

σύντας = όταν, μόλις.

σύνταχα = αμέσως, αλλά και πολύ πρωί, λίγο πριν το ξημέρωμα.

συντχαίνου = συναντάω.

σύξλους = άναυδος.

σύρραχου = κορυφογραμμή.

σύρι = πήγαινε.

συσταζούμινους = συνεσταλμένος, μαζεμένος, σεμνός.

συφάμιλους = με όλη την οικογένειά του.

συφηρεύου = νοικοκυρεύω, τακτοποιώ.

σύφηρου (το) = το εργαλείο.

συφουριασμένου = δυστυχισμένο.

σφάλαγγας (πληθ. σφαλαγγούδια) = αράχνη.

σφαχτς = δυνατός πόνος στην πλάτη.

σφιντζουρλάου = πετάω με δύναμη, εκσφενδονίζω. 

σφιξ = τρέξε γρήγορα.

σφληρόμπλου = είδος μήλου, φιρίκι.  

σφουγγάου = σκουπίζω.

σφουγγάρ = σπόγγος.

σφουντύλα = στροφή, γυροβολιά.

σφουντύλι = το τμήμα του αδραχτιού που μαζεύεται το νήμα.

σφούρλα = στροφή γύρω από τον εαυτό, γυροβολιά.

σχαμένη = βρώμικη, αλλά και γυναίκα με κακό χαρακτήρα.

σχαρίκια = ευχάριστη είδηση.

σχαριάτς = προπομπός σε ένα συμπεθερικό που έρχεται από άλλο χωριό.

σχασιά = αηδία.

σχασιέτ  = ντροπιαστική κατάσταση, ρεζιλίκι.

σώνει = αρκεί, φτάνει.

σώνου = σώζω, τελειώνω, συμπληρώνω, προφταίνω κάποιον που απομακρύνεται.

 

 

 

Τ

 

τάβλα = τραπέζι.

ταγάρ (το) = υφασμάτινος σάκος, συνήθως πολύχρωμος που κρεμιέται στον ώμο.

τα καλουλόισαν = συμφιλιώθηκαν, αλλά και ερωτεύτηκαν.

τα κόρδουσι = πέθανε.

τα κώτσουσι = πέθανε.

τα πουλιώρα = πριν από λίγο.

τα τσούζι = πίνει πολύ, είναι «γερό» ποτήρι.

τα χρειάστκα = φοβήθηκα πολύ.

ταβλαμπάς = ξύλινο δοχείο όπου χτυπούσαν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.

ταβλιάσκι = ξάπλωσε, αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι.

ταγάρ (το) = σάκος.

τάδις (ο) = αντί να πούμε το όνομα κάποιου.

τάζου = υπόσχομαι.

ταή (η) = τροφή ζώων.

ταϊαντάου (λέγεται και νταγιαντάου) = αντέχω, βαστάω, συγκρατώ.

τ’ αϊ Ντριός = (η γιορτή) του αγίου Αντρέα.

ταμαχιάρς = αχόρταγος.

ταμπλάς (προέλευση τουρκική) = αποπληξία.

ταμτέλα (η) = δαντέλα.

τανιέμι = σφίγγομαι.

τανίζουμι = τεντώνομαι, αλλά και ζωρίζομαι.

τάνισμα = τέντωμα, αλλά και ζώρισμα.

ταπίστουμα = ανάποδα.

ταπουτώρα = πριν λίγη ώρα.

ταργαζίκι = ασκί για τυρί.

τάργανα = τα μουσικά όργανα.

ταρναρίζου = χορεύω ένα μικρό παιδί στα γόνατά μου.

τάτσουξι = τα ήπιε, μέθυσε.

ταχιά = την άλλη μέρα πρωί, αύριο.

ταψήλου = ψηλά, προς τα πάνω, στον ουρανό.

τγανίτις = λουκουμάδες.

τέζα = νεκρός.

τελεύου = τελειώνω.

τελεύουμι = κουράζομαι, εξαντλούμαι.

τένιασα = αδυνάτισα πολύ.

τέντα = ξάπλα, αλλά και τεμπελιά.

τέντζιρς = κουζινικό σκεύος, είδος χάλκινης κατσαρόλας.

τέρμινο = χρονικό διάστημα αόριστο.

τεσσεράγγωνο = τετράγωνο.

τζαμάρα = είδος φλογέρας.

τζιριμές (προέλ. αραβική) = κακοπληρωτής, αλλά και παλιοχαρακτήρας. 

τζώρας = ξεροκέφαλος.

τήρα (προέλ. αρχαιοελληνική)  = κοίταξε, αλλά και πρόσεξε.

τίγι – τίγι = κάλεσμα γουρουνιού.

τι γιένιστι ; = τι κάνετε; Πώς είστε;

τι λοϊάς; = τι είδος; 

τι ν’ κιο ; = τι είναι εκείνο ;

τίγκα (προέλ. ιταλική) = γεμάτο.

τιλειώματα = οριστική συμφωνία για τη σύναψη γάμου.

τιλεύου = φέρω εις πέρας, τελειώνω.

τιλεύουμι = εξαντλούμαι.

τιλιμός (ο) = μεγάλη ταλαιπωρία.

τιμινάς (ο) = υπόκληση.

τιμπιλχανάς = μεγάλος τεμπέλης.

τινιάζου = αδυνατίζω, γίνομαι «πετσί και κόκαλο», εξαντλούμαι.

τιντζιρέδια = κατσαρολικά.

τιντώνουμι = απλώνομαι, κοιμάμαι.

τίπουτις = τίποτε.

τιρτίπια = κολπάκια.

τιτγιώνου = κάνω κάτι.

Τιτράδ = Τετάρτη.

τιτραπέρατους (ο) = πανέξυπνος.

τιφαρίκι (προέλ. αραβική) = ακριβό πράγμα, τυχερό.

τλουμ (προέλ. τουρκική)  = τουλούμι, ασκός από δέρμα αρνιού για τυρί, βούτυρο 

τλούπα= μαλλί ζώου τόσο όσο υπάρχει σε μια ρόκα. 

τλώνου = γεμίζω.

τλώνου (την) = τρώω χορταστικά.

τ’ν έκαμι γατσιουπούλα = χόρτασε

τομ = καίτι (σύνδεσμος) π.χ. τομ τ’ κρενς τι κέρδισες;

του κφο = ο τυφλοπόντικας.

τουλουμιάζω = βάζω σε τουλούμι τυρί, αλλά και δέρνω κάποιον αλύπητα.

τουλουμουτύρ = τυρί που φυλασσόταν σε τουλούμι.

τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησίμευε για σουρωτήρι.

τούμα = αφού.

τουμάρ = το δέρμα, αλλά και παλιάνθρωπος (παλιοτόμαρο).

τούμπανου = α. το τύμπανο και β. ο πολύ πρησμένος.

τόπια (τα) = μέρη, τοποθεσίες.

τουρλακίδας και τουρλακίδα = άτομο επιπόλαιο και ανυπόληπτο.

τουρλούκι = το τέντωμα.

τουρλώθκι = τεντώθηκε.

τουρνόκουλα = ανάποδα.

τουρνουκουλιάστκι = έπεσε άγαρμπα.

τουρτουράου = τρέμω από το κρύο.

τούφα (η) = φούντα, θάμνος.

τραβιώμι = αγωνίζομαι, ταλαιπωρούμαι.

τραγόμαλλου = κατσικίσιο μαλλί.

τραγότσιουλου = είδος σκεπάσματος καμωμένο από μαλλί τράγου.

τρα = τράγος.   

τρακάδα = καυσόξυλα τοποθετημένα έτσι που μοιάζουν με τοίχο.

τράμπα = ανταλλαγή προϊόντων.

τραότσιουλου = είδος σκεπάσματος που έγινε από μαλί τράγου.

τράου = κοιτάζω.

τραπέτς = πάρα πολύ αλμυρό ή πολύ ξινό. 

τράτου = χρονικό περιθώριο που δίνεται για την τέλεση μιας εργασίας.

τραχλιά =  περιλαίμιο, αλλά και είδος ποδιάς.

τρίμματα (τα) = ψίχουλα.

τριμούρα = ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος, ρίγος, τρεμούλα.

τριμουζαγαρίζου = κρυώνω πάρα πολύ.

τριμουκουκουρίζου = τρέμω απ’ το πολύ κρύο.

τριμουλιάζου = τουρτουρίζω απ’ το πολύ κρύο.

τριμόψχα (η) = το ψίχουλο του ψωμιού.

τριότα = παιδικό παιχνίδι.

τριπλάρκα = τρίδυμα.

τριτσουβόλμα = ο ήχος που κάνουν τα ξύλα που καίγονται.

τριχιά = μάλλινο μακρύ σχοινί για το δέσιμο φορτωμάτων.

τριψιάνα = μικρά κομμάτια ψωμιού τριμμένα μέσα σε γάλα.

τριώτις = παιδικό παιχνίδι.

τρόγαλου = αυτό που απομένει απ’ το γάλα αφού αφαιρεθεί το βούτυρο.

τρουβάς (ο) = είδος πλεκτού σάκου.

τρουκάνι (το) = μεγάλο τετράγωνο κουδούνι για τα ζώα.

τρόχαλα = χαλίκια και μικρές πέτρες που κατρακυλούν στις πλαγιές των βουνών.

τρόχαλους = θορυβώδης κατρακύλα από ψηλά χαλικιών.

Τρυητής = Σεπτέμβριος.

τρυπουφράχτς (ο) = μικρόσωμο πουλάκι που κρύβεται στους φράχτες.

τς = όχι.

τσ εξ = στις έξι.

τσκάλι (το) = είδος ποτηριού.

τσαγγάδα = γίδα που απέβαλε ή που δεν έμεινε έγκυος.

τσαγκάδια = μικρά ζώα που δεν θηλάζει η μάνα τους αλλά άλλο ζώο.

τσαγκουρνάου = γρατσουνάω, ενοχλώ.

τσαΐρια (προέλ. τουρκική) = λιβάδια, βοσκοτόπια.   

τσακίς = βιάσου, κάνε γρήγορα.

τσακίσκα = χτύπησα.

τσάκνου = λεπτό ξύλο, αλλά και πολύ λεπτά χέρια ή πόδια.

τσάκου = πιάσε.

τσακώνου = συλλαμβάνω βίαια, εκεί που δεν το περίμεναν.

τσαλαπατάου = ποδοπατώ.

τσαλαφούτ (το) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και αλατισμένο.

τσαλίμ = φιγούρα στο χορό, αλλά και τεχνάσματα συχνά για εξαπάτηση.

τσαλλνούς = τους άλλους.

τσαμπάς (ο) = μαλλιά του κεφαλιού, ανδρικοί βόστρυχοι.

τσαμπιρδώνα = ζωηρή και αμφιβόλου ηθικής κοπέλα. 

τσαμπνάου = μιλάω άσκοπα, χωρίς να με προσέχουν.

τσαμπούνα = είδος πρωτόγονης σφυρίχτρας, αλλά και μεγάλη ροή αίματος.

τσάμπρου (το) = τσαμπί σταφυλιού.

τσανάκα = μεγάλο πήλινο πιάτο, γαβάθα.

τσανάκι = μικρό πιάτο.

τσανακουγλύφτς = κόλακας, αυτός που δουλικά ακολουθεί κάποιον.

τσαναμπιτιά (η) = ιδιοτροπία.

τσαντίλα (προέλευση σλαβική) = πάνινος σάκος που στράγγιζαν το τυρί.

τσαπ τσαπ = κραυγή για να προχωρήσουν οι κατσίκες.

τσάπουρνου = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς.

τσαπουστύλιαρου = η ξύλινη χειρολαβή του τσαπιού.

τσαρδί (το) = πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά, καλύβα.

τσάρκους (προέλ. λατινική) = χώρος για αρνιά ή κατσίκια.

τσαρμακουλιόμι = κρεμιέμαι από κάπου κρατιέμαι γερά πάνω σε ζώο.

τσαρούχια (τα) = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα ζώων.

τσαρχουβέλουνου = χοντρό βελόνι που έραβαν τα τσαρούχια.

τσάτρα – πάτρα = εκτέλεση εργασίας πολύ πρόχειρα.

τσβούρα = δυνατό και τσουχτερό κρύο.

τσγαρίθρις = κομμάτια χοιρινού κρέατος που τα έψηναν στο τηγάνι.

τσεμπεσείρια = κουζινικά σκεύη.

τσιάγκαλου (το) = πόμολο πόρτας.

τσιάκα = παγίδα, είδος παγίδας για πουλιά και μικρά ζώα.

τσιακατούρα (η) = συσκευή θορύβου για την απομάκρυνση επιβλαβών πουλιών.

τσιακλατάου = χτυπάω δυνατά υγρό μέσα σε κάποιο δοχείο.

τσιακμάκι (προέλ. τουρκική) = αναπτήρας που άναβε με πριόβολο και ίσκα.

τσιακμακώνου και τσιακμακάου = χτυπάω.

τσιαλαφούτ = προϊόν γάλακτος, μοιάζει με αλμυρό γιαούρτι.

τσιάλια (προέλ. τουρκική) = χαμόκλαδα, ξερά χορταράκια.

τσιαμπάς = σβέρκος.

τσιαούλι (το) = σαγόνι.

τσιαρές = τρόπος (π.χ. να ‘ τανε τσιαρές να  τα καταφέρω …).

τσιατ πατ = κάπως έτσι κάπως αλλιώς.

τσιατάλια = μακριά και ανοικονόμητα πόδια, αλλά και σιδερένιος γάντζος σαν τσιγκέλι. 

τσιατή (η) = η σκεπή του σπιτιού.

τσιατμάς = είδος τοιχοποιίας, (ξύλινος σκελετός γεμισμένος με πέτρες …).

τσιάφ = η πάχνη.

τσιάχαλα = μικρά αντικείμενα όπως χαλίκια, ξυλάκια, σκουπιδάκια.

τσίβου τσίβου = κάλεσμα κατσίκας.

τσιγκλάου = πειράζω, ενοχλώ, προκαλώ.

τσιλίκα  (προέλ. τουρκική) = παιδικό παιχνίδι.

τσιλίκι = όργανο (κομάτι ξύλου) παιδικού παιχνιδιού

τσιλιμάκια = κολπάκια.

τσιλιμπίθρας = μικροκαμωμένος. 

τσιλίπουρδου = μικροκαμωμένος και πονηρούλης.

τσιμπέρ = κεφαλομάντηλο.

τσίμπλα = λιπώδης έκκριση στην άκρη του ματιού.

τσιμπλουμάτα = αυτή ου έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη, χαμένη.

τσινάου = κλωτσάω, αντιδρώ.

τσιόλια (προέλ. περσική) = σκεπάσματα.

τσιότρα (η) = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί στους γάμους.

τσιουγκράου = τσουγκρίζω.

τσιουγκρί = κορυφή βράχου, απόκρημνος βράχος.

τσιουκανάου = χτυπάω κάτι,  ευνουχίζω αρσενικό ζώο (κριάρι ή τράγο).

τσιουκάνημα = χτύπημα, αλλά και ευνουχισμός.

τσιουκάνια = κουδούνια γιδοπροβάτων.

τσιουκάρ = μεγάλη πέτρα, βράχος απόκρημνος.

τσιουκλατάου (ή τσιακλατάου) = αναταράσσω δυνατά υγρό σε μπουκάλι ή κλειστό δοχείο.

τσιουκλητάρα = το πουλί δρυοκολάπτης.

τσιουλιάζου = σκεπάζω με κουβέρτες.

τσιούπα (προέλευση αλβανική) = κορίτσι. 

τσιούρλια = ακατάστατα μακριά μαλλιά.

τσιουρουτεύου = αδυνατίζω, ψευτίζω.

τσιουρούτκου = εύθραυστο, ψεύτικο.

τσιουρούτκους = αδύνατος, ευαίσθητος.

τσιουτσιούλια = μικροπράγματα που μας ανήκουν.

τσιουτσφέκα = ασήμαντο όπλο.

τσιόφλιου = κέλυφος αβγού. 

τσιρβέλου (προέλ. λατινική) = μυαλό.

τσίρλα = ανθρώπινες ακαθαρσίες σε πολύ υγρή μορφή.

τσιρλουκουπιό = διάρροια, τόπος αποχωρητηρίου.

τσιρνιάζου = μουδιάζω.

τσιρουπούλι = μικρόσωμο πουλάκι.

τσίτουσα = έφαγα πολύ, χόρτασα.

τσίτσα(προέλευση σλαβική) = ξύλινο δοχείο για κρασί.

τσιτσί (το) = κρέας.

τσιτσέλα (η) = μεγάλος διασκελισμός.

τσιτσιλάου = σκαλίζω επιφανειακά.

τσιτσιλώνου = ανοίγω καθιστός τα πόδια μου, κάνω ένα μεγάλο διασκελισμό.

τσιώνι (το) = σπουργίτι.

τσκάλα (η) = μεγάλο τσουκάλι.

τσκάλι (προέλ. ιταλική) = τσουκάλι, μαγειρικό σκεύος.

τσλάφτιασι = κατέβασε τα αυτιά του , συμμαζεύτηκε, ησύχασε.

τσότρα (προέλ. τουρκική) = ξύλινη κανάτα για κρασί ή νερό.

τσούπα = τους είπα.

τσουπουτός = παχουλός, στρογγυλεμένος.

τσουράπια (προέλ. αραβική) = χοντρές μάλλινες κάλτσες.

τσουράπου = γυναίκα κομψευόμενη, ενώ δεν της αξίζει. 

τσουρούφλι = φούντα μαλλιού στο κεφάλι.

τσουρουφλίζου = καψαλίζω.

τσούτσουρους = σφριγηλός.

τσουτσούρουσι = ζωήρεψε, ανέκαμψε από ασθένεια, δυνάμωσε.

τσούχνου = πίνω οινοπνευματώδες ποτό, αλλά και βάζω φωτιά.

τ’ Χστου = τα Χριστούγεννα.

τωραϊά(ς) = μόλις πριν από λίγο.

 

 

Υ

 

υστιρνά = γεράματα.

ύψουμα (το) = το πιάτο με το σιτάρι που πηγαίνουν στην εκκλησία σε γιορτές.

 

 

 

Φ

 

φάγνα (η) = τροφή ζώων.

φακιόλι (προέλ. λατινική) = είδος μαντίλας.

φανιλουσκούτ (το) = ύφασμα για τις φανέλες.

φαντασμένους = αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.

φαούρα = φαγούρα.

φαρμάκι (το) = δηλητήριο, αλλά και το φαγητό που έγινε σε συνθήκες κούρασης.

φαρμάκια = πίκρες, στενοχώριες.

φαρμακλίστκα = στεναχωρήθηκα πολύ, αλλά και καταντροπιάστηκα.

φαρμακουμύτς = κακεντρεχής άνθρωπος.

φαρμακώθκα = στεναχωρήθηκα πολύ, καταντροπιάστηκα.

φαρμπαλάς (προέλ. γαλλική) = φασαρία, χαβαλές.

φασκιά= λουρίδα δέρματος.

φασλιά = φασολιά.

φασούλι = φασόλι.

φαταούλας = συμφεροντολόγος.

φδόπκαμψου (το) = το πουκάμισο του φιδιού (παλιό δέρμα).

φεγγαριάζιτι = δαιμονίζεται, κυριεύεται από υπερφυσικές, σατανικές, δυνάμεις.

φελί = κομμάτι πίτας.

φέξη (η) = φωτισμός.

φευγάτους = αυτός που έχει φύγει, αλλά και ο τρελάρας.

φευγούλα = απροσδόκητη φυγή κάποιου ή φυγή στα κρυφά.

φιγκαριάζιτι = «αρπάζεται» χωρίς φανερό λόγο, έχει παραισθήσεις.

φιγκίτς = μικρό παραθυράκι.

φιδιάζουμι = με τσιμπάει φίδι.

φιδιάσκι = τσιμπήθηκε από φίδι (συνήθως αναφέρεται σε ζώα).

φιδουφαώθκα = βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση, καταντροπιάστηκα.

φιλάου, λέγεται και φελάου = ωφελώ, αξίζω.

φιλεύου = δωρίζω, δίνω φιλοδώρημα.

φιλί (το) = φίλημα, αλλά και κομμάτι πίτας.

φιρί φιρί = αργά αργά κι επίμονα για την επίτευξη κάποιου σκοπού.

φιρός = αραιός.

φίσκα (προέλ. αρχαιοελληνική)  = υπερβολικά γεμάτο.

φίτσιους = αυτός που εμφανίζεται αναπάντεχα.

φκάρ = θήκη (μαχαιριού), η μεμβράνη που περιβάλλει τα τρυφερά φασολάκια.

φκιασιά (η) = η σωματική κατασκευή του ανθρώπου.

φκιασίδ = χρώματα καλλωπισμού των γυναικών.

φλάμπουρας = είδος σημαίας, λαβάρου, χρήσιμο σε πολέμους, αλλά και σε γάμους.

φλάου = φυλάσσω, προστατεύω, αλλά και τηρώ π.χ. τις νηστείες. 

φλέσιουρα = κάτι πολύ ελαφρύ, μικρά σκουπιδάκια από ξύλα .

φλέτρας = πεταλούδα.

φλεύου = προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω.

Φλιβάρς = Φεβρουάριος.

φλιτράου = πετάω στον αέρα.

φλουέρας = κουτός, ανόητος.

φλουκάτ (η) = χονδρή μάλλινη κουβέρτα.

φλώρα (η) = η άσπρη κατσίκα.

φλώρους (προέλ. αρχαιοελληνική) = άσπρος.

φόλους = το αυγό που άφηναν στη φωλιά της κότας.

φούκι φούκι (το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.

φουλιάζου = κάθομαι σε ένα μέρος για αρκετό διάστημα, βολεύομαι.

φούμσα = τα μαύρισα, τα έκανα θάλασσα.

φουντάν = από τότε που, όταν.

φουνταριάζου = βάζω δυνατή φωτιά.

φουξλιά = το φυτό κουφοξυλάνθη.

φούρια =  βιασύνη.

φούρκα (προέλ. λατινική) = διχαλωτός πάσσαλος, θυμός.

φουρκάλα = διχαλωτό ξύλο.

φουρκίζουμι = θυμώνω, εξοργίζομαι.

φουρλίγκα = εντυπωσιακή χορευτική φιγούρα.

φουρτουτήρα = διχαλωτό στη μια του άκρη ξύλο χρήσιμο στο φόρτωμα ζώων.

φουρτσάτους = πολύ βιαστικός.

φουρφουλιάζου = γεμίζω από μικρά ζωύφια (φουρφούλιαξαν οι ψείρες).

φούσκα (προέλ. αρχαιοελληνική) = μπαλόνι, η ουροδόχος κύστη.

φούσκους = γερό χαστούκι.

φουστίνα = το μετά την αποβουτύρωση του γάλακτος κατασκευαζόμενο τυρί.

φουτίκια = τα βαπτιστικά ρούχα.

Φουτόημερα = η γιορταστική περίοδος των Φώτων.

φουτόξλα = τα ξύλα που ήταν για τη φωτιά.

φουτουγόνι (το) = η γωνιά με το τζάκι που άναβαν τη φωτιά.

φούχταλου (το) = γέρος, ανίκανος.

φσιακώνου = χτυπάω κάποιον.

φταδ (το) = πολύ μικρόσωμο άτομο.

φτάου = φτύνω.

φτινός = λεπτός.

φτλιές = τσιγκλίσματα, σπιουνιές.

φτράου = αντέχω.

φτσέλα = στρόγγυλο ξύλινο δοχείο για μεταφορά νερού.

φυραίνου = αδυνατίζω.

φύσημα = διώξιμο (το ’δουκαν φύσημα).

φώλους = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες.

 

 

Χ

 

χαβάνι (το) = μικρό μπρούτζινο γουδί.

χαβάς = κέφι.

χαβώνουμι = χάνω τη λαλιά μου από απειλή κινδύνου.

χαζιρεύου (προέλ. τουρκική) = ετοιμάζω, τελειώνω μια εργασία.

χαζουπριμέτς = χαζός, κουτός.

χαϊάτ’ = είδος στέγαστρου.

χαϊβάνι (προέλ. αραβική) = ζώο, κουτός άνθρωπος.

χαϊμαλί (το) = φυλακτό.

χαΐρ = προκοπή, αλλά και ευεργεσία.   

χαλάλι (πρ. αραβική) = η ευχαρίστηση για την απόκτηση αγαθού που άξιζε τη δαπάνη. 

χαλάου = καταστρέφω, αλλά και σκοτώνω.

χαλέπιτου (το) = πολύ παλιό σπίτι.

χαλές (προέλ. αραβική) = τουαλέτα.

χαλεύου (προέλ. αρχαιοελληνική - δωρική) = ζητάω.

χαλιάς = κατηφορικός τόπος με πολλές πέτρες και χαλίκια που συνεχώς κυλάνε.

χαλκώματα = μεταλλικά κουζινικά σκεύη.

χαμουκέρασου = άγρια φράουλα.

Χαμουκούκι = ψωμί που δεν ψήνεται σε ταψί ή φόρμα αλλά απευθείας στη στάχτη.

χαμπαριάζου (λέγεται και : χαμπιρίζου) = λογαριάζω, υπολογίζω, λαμβάνω υπ’ όψη.

χαμπέρ (προέλευση τουρκική)  = είδηση.

χαμπλά = χαμηλά.

χαμπλώνου = χαμηλώνω.

χαντάκι (προέλ. περσική) = τάφρος διοχέτευσης νερού.

χαντακουμένους = δυστυχισμένος.

χαντακώθκα = καταντρωπιάστηκα.

χαράμ = άδικα.

χαράματα (προέλ. αρχαιοελληνική) = μόλις αρχίζει να ξημερώνει.

χαραμίζου (προέλ. αραβική) = ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι άσκοπα, ανώφελα.

χαραμουφάης = τεμπέλης, ανεπρόκοπος.

χαραπεύουμι = ευχαριστιέμαι.

χαρέλια = μικροχαρές, αλλά και φοβέρες.

χαρουπούλι (το) = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει θάνατο.

χαρώνια = μακριά κλαρωτά φασόλια.

χάση (η) = περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι.

χάσκου = ανοίγω το στόμα μου.

χασμίσιου = μικρό και ασήμαντο.

χασουμέρς (ο) = αργόσχολος, τεμπέλης.

χασουμιράου = χρονοτριβώ, καθυστερώ.

χαυδουσκιλουμένους = ξαπλωμένος ή καθιστός  με ανοιχτά τα πόδια.

χαφταλεύρς = ανόητος, επιπόλαιος.

χάφτου = καταπίνω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε.

χάχας = ανόητος που χαζογελάει.

χαψιά = μπουκιά.

χειμαδιό (το) = πεδινός τόπος όπου πήγαιναν οι βοσκοί τα κοπάδια τους το χειμώνα.

χειρόβουλου = δέσμη από σιτηρά, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα.

χειρόμπλους = μύλος που άλεθαν τον καφέ ή τα ρεβίθια που συμπλήρωναν τον καφέ.

χειρότια = γάντια που δεν χώριζαν τα δάκτυλα εκτός απ’ τον αντίχειρα.

χειρουμάντλου (το) = μαντήλι για τη μύτη.

χερ = χέρι.

χερ χερ = γρήγορα.

χιλώνι = εξωτερικό ογκίδιο στο κεφάλι.

χιμάου = επιτίθεμαι.

Χινόπουρου = φθινόπωρο.

χιράμ = χοντρό μάλλινο σκέπασμα με κρόσσια  που γίνεται στον αργαλειό.

χιριά (η) = όσο πιάνει η παλάμη και τα δάκτυλα ενός χεριού.

χλαλουή (η) = μεγάλη φασαρία, μεγάλος θόρυβος.

χλαπακώνου = τρώω βιαστικά και με μεγάλες μπουκιές.

χλαπάτσα = ασθένεια των ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων. 

χλιαρ (το) (προέλ. ελληνιστική)  = κουτάλι, (συνήθως ξύλινο).

χλιαριά = κουταλιά.

χλίβουμι = προσπαθώ να καταφέρω κάτι με πολύ αγώνα.

χλιμάρις = βάσανα, σκοτούρες.

χλιμμένους = δυστυχισμένος, συφοριασμένος.

χλιμπουνιάρς = κιτρινιάρης, αρρωστιάρης.

χνερ (προέλευση τουρκική) = πάθημα, εξαπάτηση.

χόβουλη (η) = ζεστή στάχτη.

χούι (προέλευση τουρκική) = συνήθεια, ιδιοτροπία.

χουϊάζου (προέλευση σλαβική)  = φωνάζω δυνατά.

χουϊαχτό (προέλευση σλαβική) = δυνατή, διαπεραστική φωνή.

χουλιάζου = θυμώνω.

χουλουϊόμι = βογκώντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε.

χουλουπαθιόμι = στενάζοντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε. 

χουλουσκάου = στεναχωριέμαι. 

χούμα = χώμα.

χουματίζου = θάβω.

χούνη (η) = καταβόθρα.

χουντρόγαλου = το πρώτο και παχύ γάλα προβατίνας.

χουρατεύου = αστειεύομαι.

χουρατό = το αστείο.

χουρίστρα (η) = το χώρισμα δεξιά και αριστερά των μαλλιών στο κεφάλι.

χουρουπατάου = είμαι πολύ ανήσυχος και κάνω νευρικές κινήσεις.

χουρτασίλα (η) = το αίσθημα του χορτάσματος.

χουσιά (η) = η ενέδρα.

χούφτα = η ποσότητα που χωράει στην ανοιχτή παλάμη.

χούφταλου (το) = υπέργηρος.

χουχλάζει = βράζει.

χουχλίζου = ζεσταίνω με την αναπνοή μου τα χέρια μου.

χουχουβάια = κουκουβάγια.

χουχουλίζου = φυσώ τις χούφτες μου για να τις ζεστάνω.

χουχτάου = φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.

χόχλη (η) = ζεστή στάχτη.

χόχλους = βράση.

χραμ (το) = υφαντό στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα.

χρόνιασις = άργησες πάρα πολύ.

χρουνιάρα μέρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές.

χρουνιάρκου = αυτό που ηλικιακά είναι ενός έτους.

χρουνικίς = όλον το χρόνο.

χρουστάσι = πλατεία.

χρουστημνιό (το) = το οφειλόμενο.

χρυσή (η) = ίκτερος.

Χστου (του) = τα Χριστούγεννα.

χτικιό (το) = φυματίωση.

χτράου (απ’ το φτουράω προέλευση λατινική) = διατηρούμαι για πολύ.

χύνουμι = ορμάω.

χώνου = ενταφιάζω.

 

 

Ψ

 

ψαλίδα (η) = ερπετό με ψαλιδωτή ουρά.

ψαρί = γκριζωπό.

ψαριά (η)= η γκριζόχρωμη κατσίκα.

ψένου = ψήνω.

ψηλιάζουμι = υποψιάζομαι.

ψήστς (ο) = σούβλα με ενσωματωμένο κυλινδρικό δοχείο για το ψήσιμο καφέ.

ψίδια (τα), (λέγονται και πετσιά) = κομμάτια δέρματος για την επισκευή παπουτσιών.

ψίκι (το) = γαμήλια πομπή.

ψιλουλόϊ = μικροπράγματα.

ψιλουλόημα (το) = ψάξιμο, ξεψάχνισμα.

ψιλουκουσνάου = τα υπολογίζω όλα, με απασχολούν και νοιάζομαι για όλα.

ψιμάρνια (τα) = αρνιά που γεννιούνται όψιμα.

ψιματάου = λέω ψέματα.

ψισνός = χθεσινοβραδινός.

ψιφτουζούνι = ζουν με πολλές στερήσεις.

ψιφτουκόνισμα = απατεωνίσκος.

ψίχα = πολύ μικρή ποσότητα, λίγο.

ψλουμύτς = ακατάδεχτος.

ψμάδ = ψημάδι, αυτό που γεννήθηκε αργά.

ψμάρνι (το) = το όψιμο αρνί.

ψουμόλσα = μεγάλη πείνα. 

ψουμουσάκλου = η κοιλιά.

ψουμουτύρ = ψωμί και τυρί, αλλά και το συχνά επαναλαμβανόμενο.

ψουμώνου = παχαίνω, αλλά και ωριμάζω.

ψουφίμ (το) = ψόφιο ή το πολύ αδύνατο ζώο.

ψόφους = θάνατος, αλλά και πολύ κρύο (π,χ. σήμερα κάνει ψόφου).

ψ(υ)χ(ι)κό (το) = καλή πράξη.

ψχάλα (η) = σιγανή βροχή.

ψχαλίζ = ψυχαλίζει.

ψχούδ = το ψωμάκι των μνημοσύνων.

ψχουμαχάου = ξεψυχώ.

ψχουπιάνουμι = τρώω για να σταθώ στα πόδια μου.

ψχουπλάκουμα = μεγάλη στενοχώρια.

ψχουπλακώθκα = στεναχωρήθηκα πολύ.

 

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου