"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

15/9/20

Ρουμελιώτικο Γλωσσικό Ιδίωμα (μέρος α')


του Σεραφείμ Ν. Κακούρα, φιλολόγου



Σύντομη εισαγωγή στο λεξιλόγιο

   Το λεξιλόγιο που θα ακολουθήσει αποτελείται από μια συλλογή λέξεων, όπως τις μιλούσαν αρκετοί μέχρι και τη δεκαετία του ’60, κι όπως - ίσως - τις μιλάνε κάποιοι μεγαλύτεροι ακόμα και σήμερα στα χωριά κυρίως της ορεινής Ρούμελης. Από τις λέξεις πολλές είναι εκείνες που έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες, άλλες έχουν μεσαιωνικές ελληνικές, μερικές είναι παραφθορά λέξεων της κοινής νέας ελληνικής. Τέλος αρκετές είναι κι εκείνες που έχουν  ξενική προέλευση (τουρκική, σλαβική, αλβανική, κ.ά). Για αρκετές από τις ξενικής προέλευσης λέξεις σημειώνω την καταγωγή τους. Οι αναφερόμενες ως αραβικές ή περσικές έφτασαν στην ελληνική μέσω της τουρκικής γλώσσας. (Εδώ θα άξιζε ίσως να αναφερθεί ότι η τουρκική γλώσσα ήταν πολύ φτωχή σε λέξεις και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να δανειστεί μια πληθώρα λέξεων από άλλους λαούς και κυρίως ομοδόξους των Τούρκων, όπως π.χ. είναι οι Άραβες και οι Πέρσες). 

  Κάποιες απ’ τις λέξεις του λεξιλογίου απαντώνται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, άλλες με όμοιο ακριβώς τρόπο μ’ αυτές της Ρούμελης και κάποιες άλλες λίγο ως πολύ παραλλαγμένες. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο ρουμελιώτικο ιδίωμα αποτελεί ασφαλώς η αποβολή πολλών φωνηέντων ή και η αντικατάστασή τους από άλλα.
  Κατά την καταγραφή των λέξεων προτιμήθηκε, όσο ήταν δυνατόν, η παρουσίασή τους με τον τρόπο που αυτές προφέρονταν και για το λόγο αυτό επέλεξα κατά την αναγραφή τους την ορθογραφία σύμφωνα με την προφορά τους.


Μερικές γραμματικές παρατηρήσεις

Α. Αλλαγές προφοράς φωνηέντων

1. Το –ε- και το –αι-, όταν δεν τονίζονται, προφέρονται –ι-. π.χ.
   περίμενε   πιρίμινι,
σε διατάζω   σι διατάζου,
    αδερφός    αδιρφός,
           και   κι,
    στεφάνι   στιφάνι,
      λεμόνι   λιμόνι,
    έπαιρνε   έπιρνι,
   ενώ, όταν τονίζονται, προφέρονται κανονικά π.χ.
       χέρι   χερ,
παίζουμε   παίζουμι.

2. Το –ο- και το –ω-, όταν δεν τονίζονται, προφέρονται –ου-. π.χ.
           ο κόσμος   ου κόσμους,
                παίζω   παίζου,
όλων των φίλων   ούλουν τουν φίλουν,
            το χαρτί   του χαρτί,
      των παιδιών   τουν πιδιών,
   ενώ όταν τονίζονται προφέρονται κανονικά π.χ.
           των ανδρών   τουν αντρών.

Παρατήρηση: να σημειωθεί εδώ ότι το φωνήεν -ο- της αρχαίας αττικής – ιονικής διαλέκτου στην αιολική αποδιδόταν με –ου-.
    Εξαίρεση : Σε μερικές περιπτώσεις, μολονότι τονίζεται, το –ο- μετατρέπεται σε –ου-. π.χ.
                        όλος   ούλους,
          από πού είσαι   απού πού είσι,
                       χώμα   χούμα.

3. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί i- και –ε- έχουμε –ου- π.χ.
                         έξω   όξου,
                    εχθρός   ουχτρός,
                ερμηνεύω   ουρμηνεύου,
                     γέμισα   γιόμουσα.

4. Στην αρχή πολλών κύριων ή προσηγορικών ονομάτων, επιφωνημάτων και επιρρημάτων έχουμε κάποτε ανάπτυξη ενός α. π.χ.
    Απαλάμ (παλάμη),
   αβδέλλα (βδέλλα),
 τ’ άντιρου (το έντερο),
     αχώρια (χώρια, χωριστά),
    αργατιά  (εργατιά),
     άξαφνα  (έξαφνα),
αγλήγουρα  (γρήγορα).

5. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε και δημιουργία διφθόγγων από τη διαίρεση απλού φωνήεντος π.χ.
                     άιξις τι σούπα; (= άκουσες τι σου είπα;),
του λεν οι κούκοι στάι βουνά (= το λεν οι κούκοι στα βουνά).


Β. Συνηθισμένες αλλαγές και παραλήψεις συμφώνων
                                                                                                    
 1. Το –γ- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα ή σε ένα φωνήεν και μια δίφθογγο αποβάλλεται π.χ.
          λάγιος   λάϊους,
         πλαγιά   πλαϊά,
λυκοφάγωμα   λυκουφάουμα,
      φαγούρα   φαούρα,
           λόγια   λόϊα,
      φλογέρα   φλουέρα.

 2. Μετά από αποβολή φωνήεντος που υπήρχε μεταξύ –δ- και –κ-, το ψιλό σύμφωνο –δ- μετατρέπεται σε δασύ –θ-. π.χ.
                  δικό του   θκο τ’.

3. Στη λέξη θυγατέρα έχουμε τροπή του –θ- σε –δ- και του –γ- σε –χ- . Έτσι η λέξη θυγατέρα προφέρεται δυχατέρα.

4.  Το –θ- μετά τα δασέα σύμφωνα –φ- και –χ- ή και το συριστικό –σ- μετατρέπεται σε –τ-. π.χ.
  φθόνος   φτόνους,
   εχθρός   ουχτρός,
χθεσινός   χτισνός,
ασθενής    αστινής.

5.  Στις λέξεις που περιέχουν τη δίφθογγο –ευ-, αν μετά από αυτό υπάρχει –θ- τότε το –θ- τρέπεται σε –τ-. π.χ.
                 Ελευθερία   Λευθερία    Λιφτιρία.

6. Το –κ- μπροστά από το –τ- προφέρεται –χ-. π.χ.
        κτίστης    χτιστς,
         κτήνος     χτήνους,
κτηνοτρόφος    χτηνουτρόφους.

7.  Το –δ- μετά από το –ν- προφέρεται –τ-. π.χ.
                        δένδρο   δέντρου .

8.  Το –δ- μπροστά από το –τ- παραμένει π.χ.
                      αμάδητο   αμάδτου.

9. Το –τ- μετά από το –φ- προφέρεται –κ-. π.χ.
φτιάχνω   φκιάνου,
  φτυάρι   φκιαρ.

10. Το –χ- μετά από το –σ- προφέρεται –κ-. π.χ.
                     σχέδιο   σκέδιου.

11. Το –χ- μεταξύ φωνηέντων συχνά αποβάλλεται. π.χ.
                 αστόχησα   αστόησα.

12. Το –π- μπροστά από το –τ- προφέρεται –φ-. π.χ.
                       πτερό   φτιρό.

13. Το –π- μπροστά από –δ- ή –ζ- γίνεται ηχηρό –μπ- π.χ.
                 (α)π(η)δώ   αμπδάου.

14. Το –σ- μπροστά από το –β- προφέρεται –ζ-. π.χ.
                    σβέλτος   ζβέλτους.

15. Το –σ- μπροστά από το –μ- προφέρεται –ζ-. π.χ.
                    σεισμός   σειζμός.

16. Όταν μια λέξη τελειώνει σε –ς και ακολουθεί η αντωνυμία: μου ή μας τότε το –ς προφέρεται ως –ζ-. π.χ.
ο αδερφός μου   ου αδιρφόζ μ’,
     ο φίλος μας     ου φίλουζ μας.

17. Όταν εντός λέξεως προ του συμπλέγματος –σμ- μετά από αποβολή φωνήεντος βρεθεί –θ-, -τ- ή -ντ- δημιουργείται φθόγγος –τζ-, δηλαδή τα συμπλέγματα –θσμ- και –τσμ- γίνονται –τζμ- . π.χ.
       πότ(ι)σμα   πότζμα,
αλα(τι)σμένος    αλατζμένους,
  κούρντ(ι)σμα   κούρτζμα.

18. Τα συμπλέγματα –ρσ- και –μσ- μετά την αποβολή ενδιάμεσου φωνήεντος παραμένουν ως έχουν π.χ.
    χάρ(ι)σε   χάρσι,
   γιόμ(ι)σε   γιόμσι,
ξεχώρ(ι)σε   ξιχώρσι.

19. Μερικές παρατηρήσεις για το τελικό –ν.
   Α. α) Το τελικό –ν των μορίων δεν, μην και σαν (το σαν με τη σημασία του όταν, εάν, αφού) πάντοτε διατηρείται, όταν ακολουθεί φωνήεν π.χ.
δεν αντρέπιτι,
μην έρχισι,
σαν ακούεις φασαρία,
σαν είνι απουσταμένους …
   β) Το τελικό –ν των μορίων δεν, μην και σαν, όταν ακολουθεί ένα από τα σύμφωνα κ, π, τ, τότε τα σύμφωνα αυτά αποδίδονται ηχηρά σαν γκ, μπ, ντ αντίστοιχα π.χ.
    δεν κάθεται   δε γκάθιτι,
    μην κρένεις   μη γκρένεις,
σαν κυπαρίσσι   σα γκυπαρίσσι,
        δεν πάμε   δε μπάμι,
  δεν ταιριάζει   δε ντιργιάζει,
    σαν τυφλός   σα ντυφλός,
       μην κλαις   μη γκλαις,
    σαν ψοφίμι   σα μπσουφίμ,
   μην τινάζεις   μη ντνάεις.

    Μερικές όμως φορές όχι μόνο αποδίδονται σαν ηχηρά γκ, μπ, ντ αντίστοιχα τα κ, π, τ αλλά διατηρείται και το τελικό –ν π.χ.
δεν γκάθιτι,
δεν ντιργιάζει …

   Αν όμως ακολουθεί κάποιο άλλο σύμφωνο τότε το –ν αποβάλλεται π.χ.
δεν γράφει   δε γραφ,
μην φέρεις   μη φερς,
  σαν θέλει   σα θέλει,
μην ρωτάς   μη ρουτάς,
δεν γέμισε   δε γιόμουσι.

Παρατήρηση : Παραμένει το –ν, όταν ακολουθεί –ξ- ή –ψ- διότι ξ = κ + σ (π.χ. σαν ξύλου) και ψ = π + σ (π.χ. δεν ψήνει).

   γ) Αν μετά το τελικό –ν και στην αρχή της επόμενης λέξης υπάρχει τ, τότε το σ γίνεται ζ και συμπροφέρονται στην αρχή της δεύτερης λέξης ως ντζ π.χ.
    τον τσάκωσα   του ντζάκουσα,
      έναν τσίγκο   ένα ντζίγκου,
μην τσακώνεστε   μη ντζακώνιστι…

   δ)  Το τελικό –ν του αν δεν χάνεται ποτέ.

  Β. Του άρθρου τουν (=τον) (αιτιατική ενικού) το τελικό –ν
   α) Διατηρείται, όταν ακολουθεί φωνήεν π.χ. τουν  άνθρουπου (τον άνθρωπο), τουν όρκου (τον όρκο). Ομοίως διατηρείται και όταν λειτουργεί ως αντικείμενο ρήματος π. χ.
τουν έβρισι,
τουν ύφανι,
τουν γνώρσι,
τουν μπέρασα,
τουν θιράπιψι,
τουν φώτσι…

   β) Αν μετά το άρθρο τουν (τον) ακολουθεί όνομα που αρχίζει από κάποιο από τα σύμφωνα κ, π, τ διατηρείται με προφορά των κ, π, τ ως γκ, μπ, ντ π.χ.
τουν γκήπου (τον κήπο),
τουν μπαλαβό τουν Παύλου (τον παλαβό τον Παύλο).

  Αν μετά το άρθρο τουν (τον) ακολουθεί όνομα που αρχίζει από άλλο σύμφωνο τότε το αποβάλλεται π.χ.
του Βασίλη (τον Βασίλη).

Ισχύει δηλαδή ότι και στην περίπτωση των μορίων : δεν, μην και σαν που προαναφέρθηκε.

20. Το άρθρο την : α) προφέρεται τν, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν π.χ.
τν Αριτή (την Αρετή),
τν Αλέκα (την Αλέκα),
τν Ουρανία ( Την Ουρανία)…

  β) προφέρεται τ, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από : μ, ν, θ, λ, ξ, φ, χ, ρ, σ : π. χ.
τ Λένη (την Ελένη),
τ Μαρία (την Μαρία),
τ Νίκινα (την Νίκαινα),
τ Ρήνα (την Ειρήνη),
τ Φώτου (την Φώτω) …
  γ) προφέρεται ν, όταν βρίσκεται ανάμεσα στα σύμφωνα σ ή π και σε φωνήεν π.χ.
σν αυλή (στην αυλή),
σν Αθήνα (στην Αθήνα),
απ’ ν Αθήνα (από την Αθήνα),
ως ν ώρα (έως την ώρα)…

Παρατήρηση : Είναι δυνατόν όμως, όταν προηγούνται οι λέξεις εις και απ’ (από) να διατηρηθεί και το τ, π.χ.
σ τν αρχή (εις την αρχή),
απ’ τν Άρτα (από την Άρτα)…




Γ. Ανάπτυξη συμφώνων σε λέξεις

1. Στις περιπτώσεις που σε μια λέξη υπάρχει -μι-, -μυ-, ή –μοι-, μετά το –μ- μπαίνει ένα –ν-. π.χ.
    Ρωμιά   Ρουμνιά,
  άμυαλος  άμνυαλους,
   μοιάζω   μνοιάζου,
καλαμιά    καλαμνιά,
   ψωμιά   ψουμνιά,
    κορμιά  κουρμνιά,
 θυμιάμα   θυμνιάμα.

2. Μπροστά από τα συμπλέγματα: ια, ιο, ιος, υο, οια, οιος, ειο, εια και ειου αναπτύσσεται ένα γ. π.χ.
 χωράφια   χουράφγια,
Κυριάκος   Κυργιάκους,
        δυο   δγυο,
 αδειάζω   αδγειάζου,
     ποιος   πγοιος,
      ίδιος   ίδγιους,
    παιδιά   πιδγιά.

3. Μετά την αποβολή φωνήεντος που υπήρχε μεταξύ –μ- και –λ- αναπτύσσεται ένα –π-. π.χ.
  ξυνόμηλο   ξνόμπλου,
νερόμυλος   νιρόμπλους,
   χαμηλός   χαμπλός.



Δ. Συνηθισμένες αποβολές φωνηέντων και διφθόγγων

1. Τα φωνήεντα: -η-, και –υ- και οι δίφθογγοι: -ει- και –οι- αποβάλλονται όταν δεν τονίζονται και βρίσκονται κατόπιν των χειλικών (π,β,φ), των οδοντικών (τ,δ,θ), του ένρινου –μ- και του υγρού –ρ-. π.χ.
           χασάπης   χασάπς,
μαχαιροβγάλτης   μαχιρουβγάλτς,
      βυζανιάρικο    βζανιάρκου,
            σακάτης   σακάτς,
         άνθρωποι   ανθρώπ,
                ράβει    ραβ.
Παρατήρηση : Σε κάποιες όμως περιπτώσεις τα άτονα –ει- και –οι- διατηρούνται μολονότι δεν τονίζονται π.χ.
                              μοιράδ και όχι μραδ.

2. Το –ι- αποβάλλεται όταν είναι άτονο και ακολουθεί τα χειλικά (π,β,φ), τα οδοντικά (τ,δ,θ), το ένρινο –μ- το υγρό –ρ- και το συριστικό –σ-. π.χ.
το μαγγούφι   του μαγγούφ,
        μολύβι   μουλύβ,
    παραμύθι    παραμύθ,
            χέρι   χερ,
      παγούρι   παγούρ,
        ποτήρι   πουτήρ,
       κορίτσι   κουρίτς,
   πελεκούδι   πιλικούδ.

3.  Η δίφθογγος –ου- αποβάλλεται όταν είναι άτονη και έπεται συμφώνου : των  χειλικών (π,β,φ), των οδοντικών (τ,δ,θ), των ουρανικών (κ,γ,χ), των ένρινων (μ,ν), των υγρών (λ,ρ), των διπλών (ζ,ξ,ψ) και του συριστικού –σ-. π.χ.
        πουλί  πλι,
    πουθενά   πθινά,
        βουνό   βνο,
     μουλάρι   μπλαρ,
τραγουδάει   τραγδάει,
     ζουλάπι   ζλαπ,
      κουφός   κφος,
   τσουκάλι   τσκάλι,
   ντουλάπι   ντλαπ,
    ρουφάω   ρφάου,
 στουμπάω   στμπάου,
    τουφέκι   τφέκι,
 κουρούνα   κρούνα,
  γουρούνι   γρούνι.

   Παρατήρηση 1η : Σε αρκετές όμως περιπτώσεις πολλά άτονα –ου-, κυρίως στα ρήματα, διατηρούνται π.χ.
θέλουν και όχι θελν,

αλλά χρησιμοποιείται και ο τύπος θέλνι αντί θέλουνε. Ομοίως και σε κάποια ονόματα διατηρείται το –ου- π.χ.
μουλουχτός,
χουράφ,
βρακουζώνα…

    Παρατήρηση 2η : Μετά την αποβολή άτονου –ου- μεταξύ δύο κ σε λέξη τα δύο κ διατηρούνται π.χ.
κκια αντί κουκιά).

4. Συχνές είναι και οι παραλήψεις φωνηέντων στην αρχή ή και σ’ άλλα σημεία εντός των λέξεων. π.χ.
  αμύγδαλο   μύγδαλου,
        ελάτε   λάτι,
κουράστηκα   κουράστκα.

5. Συχνό είναι και το φαινόμενο της έκθλιψης, όταν μια λέξη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο και η αμέσως επόμενη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο. π. χ.
 σε άκουσα   σ’ άηκσα,
κατά επάνω   κατ’ απάν,
  από όλους   απ’ ούλους, (λέγεται και: απ’ ουλνούς),
      λένε ότι   λεν’ ότι.


6. Τέλος αξίζει να σημειωθεί και το φαινόμενο της έκθλιψης φωνηέντων, αλλά και συμφώνων, μέσα σε λέξεις. π.χ.
καλόγερος   καλόϊρους,
      έρημος   έρμους,
     ρώταγε   ρώταϊ,
    πηγαίνω   πααίνου.



Ε. Ειδικότερες παρατηρήσεις που αφορούν τα ρήματα

1.  Η κατάληξη –εις στο β΄ενικό πρόσωπο των ρημάτων ενεργητικής φωνής, όταν δεν τονίζεται, αποβάλλει το –ει-, αν μπροστά απ’ αυτή υπάρχει κάποιο από τα σύμφωνα: β, θ, π, ρ, τ, φ, χ (συνήθως και κ, λ, ν, ξ, ψ) ή η δίφθογγος –ευ. π.χ.      
       βλέπεις   γλεπς,
        ράβεις   ραβς,
    παινεύεις   πινεύς,
θα παλέψεις   θα παλέψς,
     χορεύεις   χουρεύς,
    θα έρθεις   θα ’ρθς,
    θα φέρεις   θα φερς.

2.  Η κατάληξη –ει στο γ΄ενικό πρόσωπο των ρημάτων ενεργητικής φωνής, όταν δεν τονίζεται, αποβάλλεται, αν μπροστά απ’ αυτή υπάρχει κάποιο από τα σύμφωνα: β, δ, θ, μ, π, ρ, τ, φ ή η δίφθογγος –ευ-. π.χ.
   ράβει   ραβ,
 θρέφει   θρεφ,
 γνέφει   γνεφ,
 πρέπει   πρεπ,
 πέφτει   πεφτ,
χαζεύει   χαζεύ.

3.  Όταν πριν από τις καταλήξεις –εις και –ει στην ενεργητική φωνή των ρημάτων υπάρχει ένα από τα σύμφωνα –ζ- ή –σ- , τότε το σύμφωνο αυτό αποβάλλεται. π.χ. ρεκάζεις   ρικάεις,
θα τραγουδήσεις   θα τραγδήεις,
       θα στολίζεις   θα στουλίεις,
      θα στολίσεις    θα στουλίεις.

4.  Στον ενικό αριθμό του Ενεστώτα σπάνια συναντώνται συνηρημένοι τύποι ρημάτων. Έτσι έχουμε π.χ.
  αντί : σε βοηθώ   σι βουηθάου,
αντί : με τυραννά   μι τυραννάει,
 αντί : χοροπηδώ   χουρουπδάου,
         αντί : πετώ    πιτάου,
αντί : γρατσουνώ   γρατσνάου.


5.  Στον Παρατατικό και τον Αόριστο των ρημάτων ακόμη και όταν τονίζεται το αρχικό –ε-, -η- ή –ει-, συχνά αυτό αποβάλλεται: π.χ.
του έστρωσε   του ’στρουσι,
    που ήτανε  πού ’τανι,
      θα ήτανε   θα ’τανι,
       σου είπα   σου ’πα.

6.  Στον Ενεστώτα Ενεργητικής φωνής το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων έχει κατάληξη –ι, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το –ου- : π.χ.
     παίζουνε   παίζνι,
     τρέχουνε   τρέχνι,
     γνέθουνε   γνέθνι,
πλαγιάζουνε   πλαϊάζνι,
 παιδεύουνε   πιδεύνι,
   γράφουνε   γράφνι,
        έχουνε   έχνι .

7.  Η κατάληξη των ρημάτων στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων στον Ενεστώτα, Παρατατικό και Αόριστο Ενεργητικής είναι –ι. π.χ.
πλαγιάζουμε   πλαϊάζουμι,
  πλαγιάζαμε   πλάϊαζαμι,
  πλαγιάσαμε   πλάϊασαμι.

8. Το –τη- (-θη-) της κατάληξης του παθητικού Αορίστου –τηκα (-θηκα) συνήθως αποβάλλεται π.χ.
λουγαριάσκαν (λογαριάστηκαν),
τσακίσκα (τσακίστηκα),
τρίφκι (τρίφτηκε),
ταράχκι (ταράχτηκε),
μαζώχκι (μαζώχτηκε),
νειρέφκι (νειρεύτηκε).

9.  Σχετικά με τον τονισμό των ρημάτων παρατηρούνται και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τόνος ανεβαίνει στην αύξηση όσες κι αν είναι οι συλλαβές που ακολουθούν π.χ.
έκατσαμι,
έφαγαμι,
έρχουμαστανι …

----------


 
Μερικές απ’ τις πιο συνηθισμένες μονοσύλλαβες λέξεις.

βαλτς = βάλε της
βαρ’ = χτύπα.
βζι = βυζί.
βλαφτ = βλάπτει.
βνο = βουνό.
γιουρτ = χωράφι γύρω από σπίτι.
γκολφ = φυλαχτό.
γλεντ = γλέντι.
γλεπς = βλέπεις.
γμαρ = γομάρι, γαϊδούρι.
γρουν = γουρούνι.
δλεβς = δουλεύεις.
δλεια = εργασία.
ζαφτ, λέγεται και ζαπ = το να δαμάζω, να καταβάλλω, να κάνω κάποιον υποχείριο.
ζγουρ = ζυγούρι.
ζλαπ = ζουλάπι, αγρίμι.
ζμαρ = ζυμάρι.
ζμι = ζουμί.
ζναρ = ζώνη.
ζουδ = ξωτικό.
θερμ = θέρμη.
θκομ = δικό μου.
θλια = θηλιά.
θμος = θυμός, αλλά και πρήξιμο.
καδ = μεγάλη ξύλινη κυλινδρική κατασκευή για τσάμπουρα, μούρα …).
κβαρ = κουβάρι.
κθαρ = κριθάρι.
κιο = αφού.
κλος = κουτσός, παράλυτος.
κλουρ = κουλούρι.
κλουφ = θήκη.
κμπι = κουμπί.
κναβ = κουνάβι.
κνεις = κουνήσου.
κνουπ = κουνούπι.
κοφτς = κόβεις.
κριντ = μίλησέ του.
κταβ = κουτάβι.
κτι = κουτί. 
κτση = κουτσή.
κτσιαφτς = αυτός που έχει κομμένο αφτί ή και μέρος αυτού κομμένο.
κτσος = κουτσός.
κφο = κουφό, αλλά και τυφλοπόντικας.
κφος = κουφός.
λθαρ = πέτρα.
λτσιδ = μουσκεμένο.
Μαρτς = Μάρτιος.
ματ = μάτι.
μκρό = μικρό.
Μπζιλ = Μουζίλο (χωριό της Ευρυτανίας)
μπλαρ = μουλάρι.
μπλαστς = πλάστης (όργανο που οι νοικοκυρές έπλαθαν τη ζύμη για πίτα).
μπλια = μηλιά.
μπλιορ = αρνί ή κατσίκι δύο ετών.
μποτ = πήλινο δοχείο κρασιού.
μσκαρ = μοσχάρι.
μυτ = μύτη.
νια = μια, αλλά και νεαρή κοπέλα.
νομ’= δώσε μου.
νσαφ = επί τέλους, αμάν πια.
ντβαρ = ντουβάρι.
ντλαπ = ντουλάπι.
πλι = πουλί.
πλύσ’ = πλύσου.
πραζ = πειράζει.
πστεβς = πιστεύεις.
ρεβ’ = είναι βαριά άρρωστος.
ριξτ = ρίξε του.
σκλι = σκυλί.
σκτια = τα ρούχα.
σπιτ = σπίτι.
σπρι = το σπυρί.
σταρ = σιτάρι.
στλιαρ = στειλιάρι. 
σφαχτς= δυνατός πόνος στην πλάτη.
τλιου = τυλίγω.
τλουμ  = τουλούμι.
τρας = τηράς.
Τριτ = Τρίτη.
τσιάφ = η πάχνη.
φκαρ = θήκη.
φκιαρ = φτυάρι.
φτλιες = τσιγκλίσματα, σπιουνιές.
χερ = χέρι.
χλιαρ  = κουτάλι.
χνερ = πάθημα, εξαπάτηση.
Χστου = του Χριστού, δηλαδή τα Χριστούγεννα.
ψμαδ = ψημάδι, αυτό που γεννήθηκε αργά.
ψχουδ = το ψωμάκι των μνημοσύνων.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

-----------------

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ  ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

* Άϊ σα πέρα ρε (= φύγε από εδώ).
* Άϊ κι τς’ απάν (= πήγαινε και στους επάνω).
* Αϊάτουνι, αλλού τράει κι αλλού γλέπ’ (= δες τον αλλού κοιτάζει κι αλλού βλέπει).
* Άιτι ικιιά αχπέρα να μάεις τα πράματα δώθι (= πήγαινε να φέρεις τα ζώα).
* Αλιά π’ να μη νουγάει (= αλίμονο να μην καταλαβαίνει).
* Αμ τι δα κάνι, δεν αϊκώ; (= ασφαλώς και ακούω).
* Αξις κι ξηρός, αμ’ θα στ’ αργάσου ιγώ του τουμάρ (= θα σε τιμωρήσω αυστηρά).
* Απ’ λες έπαθι τρανό σχασιέτ’ (= που λες καταντροπιάστηκε).
* Ά πνασόμπ ου διάουλους (= άντε που να σου μπει ο διάολος).
* Από πού ξικάμπσις ; (= από πού εμφανίστηκες ;)
* Απού κούτσουρου σι λ’θάρ’ τ’ πάνι (= όλα του πηγαίνουν στραβά). 
* Αυτήνη δεν τιλεύητι, είνι ντιπ για τα μαναστήρια (= … είναι θεότρελη).
* Βιρβέριξι του πιτσί μ’ (= ανατρίχιασα).
* Γαμού του κιαρατό σ΄ (= βρισιά).
* Γαμού του στανιό τς (= βρισιά).
* Γιατί δε γκρένεις κι τς αλλνούς ; (= γιατί δε φωνάζεις και τους άλλους ;)
* Γλεψ, μαρή Παναϊού, τς γίδις ; (= βλέπεις, Παναγιώτα, τις γίδες ;)
* Δε μ’ βουλεί (= δεν ευκαιρώ).
* Δε μ’ πρόχει (= δεν ευκαιρώ, δε μου είναι εύκολο).
* Δε μπίνει κρασί ου Θιός (= δεν ξεχνά ο Θεός). 
* Δε φιλάει ντιπ  (= είναι τελείως άχρηστο).
* Δεν τ’ κουτάει να ματατρίσι σιακεί (= δεν τολμάει να ξανακοιτάξει εκεί).  
* Δεν τουν κάνς ζάφτ’ μι τίπουτα (= δεν μπορείς να τον ελέγξεις με κανέναν τρόπο).
* Δωμ’ κι μένα κάνια κουκόσια (= δώσε και σε μένα κανένα καρύδι).
* Έϊ μαρή, ουυυυυυυ ! Μουρή, Κουστάντουυυυυ ! (= κάλεσμα από μακριά).
* Είνι ντιπ για τα μαναστήρια (ή : είνι ντιπ για τ’ Μπουρσιώτσα) (= είναι θεότρελη). 
* Έλα να μι σ’μάεις  (= έλα να με περιμαζέψεις).
* Έπισι λίμα στου χουργιό (= πείνασαν).
* Εσύ θα τα ξηλέξ τώρα (= εσύ θα τιμωρηθείς τώρα για ό,τι έγινε).
* Έχει δυο πιδιά κι ένα θηλκό, μη του σμπάθειου (= έχει δυο αγόρια και μια κόρη).
* Θα δώεις λόγου στου Θιό (= θα τιμωρηθείς απ’ το Θεό).
* Θα σ' αφαλουκόψου (= θα σε δείρω άγρια).
* Θα σ’ κόψου κάνια μπάτσα (= θα σε χαστουκίσω).
* Θα σι ντιρουκόψου κουνταριμένου (= θα σε δείρω άσχημα παλιόπαιδο).
* Θα σ'μιτρίσω τα παΐδια (= θα σε ξυλοφορτώσω άγρια).
* Ιγώ νια βουλά ένας μ’ δε ματα τ’ κρένου (= εγώ δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσω).
* Καλόμ’ θέλει (= καλά θα κάνει να …).
* Καλουσκαίρσαμι κιράσια κι φέτου (= φάγαμε για πρώτη φορά και εφέτος κεράσια).
* Λαούτιασι η αλπού στου γιατάκιτς (= ησύχασε η αλεπού στη φωλιά της).
* Λέμι ιμείς τώρα δεν κβιντιάζουμε (= δε συζητάμε σοβαρά).
* Λιεν μη λιεν σ’ λεν (= Ελένη με λένε σου λένε).
* Λτσιέτι στ’ λάσπ’ σαν του γρουν’ (= κυλιέται στις λάσπες σαν το γουρούνι).
* Μαναστήρ τς Μπουρσιώτσας (= Μοναστήρι του Προυσού).
* Μας έκανε τουν καμπόσου (= μας παρίστανε το σπουδαίο).
* Μη ζγωνς ντιπ, μέσα είνι τίγκα (= μην πλησιάζεις, μέσα είναι γεμάτο κόσμο).
* Μη μ’ αμπόχνς (= μη με σπρώχνεις).
* Μη μι' κρους (= μη με ακουμπάς).
* Μόμκανε κάμπουσα (= μου έμειναν μερικά).
* Να ! π’ να τουν βαρέσει ταμπλάς (= μακάρι να πάθει αποπληξία). 
* Να κουνταριμένου, μόκουψις του αίμα (ή τ’ χουλή) (= με τρόμαξες παλιόπαιδο).
* Να κουτ κουτ κουτ (= κάλεσμα σκύλου).
* Να ουπ να γένει κουρνιαχτός η παλιουμαγκφαριά (= να που να χαθεί …).
* Να πάει να κουμπουριαστεί ου παλιουμασκαράς (= να χαθεί ο παλιάνθρωπος).
* Να πάει να κουνταριαστεί ( περιφρονητική αντίδραση = να πάει να χαθεί).
* Να πάει στουν τάδι (= να πάει στο διάολο).
* Να πούλ’, πούλ’, πούλ’ (= κάλεσμα κότας).
* Να τουν βρούνι τούμπανο (ή διρμάτ) (= να τον βρούνε πεθαμένο).
* Ντιπ δε μπαβ του τσιαούλιτς (= έχει ακατάσχετη φλυαρία).
* Ξίκι να σ’ γένει μουρή παλιουρουφιάνα (= μακάρι να μη χαρείς ό,τι μου στέρησες).
* Ουζάτς κουλουβή (= κραυγή στο κυνήγι της αλεπούς για να την τρομάξουν).
* Ούλη μέρα ξιφλάει τα χαρτιά τς (= όλη μέρα γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου της).
* Π’ να σι πάρ’ ου τάδις (= να πας στο διάολο).
* Πάει τα κούτσουσι (ή τα κακάρουσι) η θειάκου (= πάει πέθανε η θεία).
* Πάιναμι ουλούθι, σαπάν, σακάτ’ (= πηγαίναμε παντού πάνω, κάτω).
* Πάνι ούλοι στου χρουστάσι (= πάνε όλοι στην πλατεία).
* Πετς τίπουτα να λφάξνι (ή να σουπάσνι) (= πες τους τίποτε να σιωπίσουνε).
* Πήρι τα πλάϊα (= τρελάθηκε).
* Πίσου τουν ήλιου (= λέγεται γι’ αυτόν που δε θέλουμε να τον ξαναδούμε).
* Πλατσούκουσι τ’ν υπουγραφή τς’ (= έβαλε την υπογραφή της, ενώ δεν έπρεπε).
* Πλυς κι τσακείς (= πλύσου και δρόμο).
* Πού τουν είνι ; (= που είναι αυτό ;).
* Πραζ αν τράου (= πειράζει αν κοιτάζω).
* Σια πού τρας; (= προς τα πού κοιτάζεις;).
* Σπουλάκι να τγένει (= μακάρι να του βγει σε καλό).
* Στάχτ’ κι κουρνιαχτός να γέν’νι οι μαγφαριές (= μακάρι να καταστραφούν όλα).
* Στου δείνα να πάει (= να πάει στο διάβολο).
* Τ’ν έκαμα ταράτσα (= έφαγα χορταστικά).
* Τ’ν έκαμι γατσιουπούλα (= έφαγε χορταστικά).
* Τα κακάρουσι ου Κώτσιους (= πέθανε ο Κώστας).
* Τα καλουλόϊσανι οι δυο τς κι θα παρθούνι (= αγαπήθηκαν και θα παντρευτούνε).
* Την τλώνω (= χορταίνω).
* Τήρα να ιδείς (= πρόσεξε να καταλάβεις τι σου λέω).
* Τι ’πι κειο του κουνταριμένου τωραϊά, μουρή ; (= τι είπε εκείνο το παλιόπαιδο …).
* Τι δλειά έεις ικεί ; (= τι δουλειά έχεις εκεί );
* Τι κάν’ς κουτούλα μ’; (=χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις μωρό μου ;).
* Τι κάν’ς ρήγα μ’ ; (= χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις αγόρι μου ;).
* Τι κάν’ς, πλάκι μ’; (=χαϊδευτική προσφώνηση: τι κάνεις μωρό μου ;).
* Τι μη τρας ; (= γιατί με κοιτάζεις ;).
* Τι να κάμ κι αυτήνη η καλιακούδα ; (= τι να κάνει κι αυτή η δύστυχη ;).
* Τι παλέβς αυτουιά; (τι φτιάχνεις αυτού).
* Τι φκιάνς ; (= τι κάνεις ;).
* Τι χαλέβς ιδώ ; (= τι ζητάς εδώ ;).
* Τό ’βαλι μετ μουαμέτ να πιτύχει (= έβαλε στόχο να πετύχει οπωσδήποτε).
* Τόδουκαν σουργούνι (= τον έδιωξαν).
* Τουν έκουψι η λόρδα (= πείνασε πάρα πολύ).
* Του καλούνι οι μέρις (= επιβάλλεται λόγω εορτών).
* Του κόβου λάσπ’ (= δραπετεύω, σηκώνομαι και φεύγω).
* Τουν έφαϊ η μαρμάγκα (= χάθηκε άδικα).
* Τουν έχει κατσιούλα σήμερα (= είναι πολύ θυμωμένος, κάνει σα δαιμονισμένος).
* Τράβα παρέκει (= πήγαινε πιο πέρα).
* Τρώιτι μι τα λησιακά τ’ (= όλα του φταίνε και καυγαδίζει με όλους).
* Τ’ς έμκι ναι δρασκιλιά τόπους (= τους απόμεινε ελάχιστος τόπος).
* Τς φλάει ουλουένα τς τρανές τς γιουρτάδις (= νηστεύει πάντα τις μεγάλες γιορτές).
* Τσίβου τσίβου (= κάλεσμα κατσίκας).
* Τσούξι ένα σπίρτου (= άναψε ένα σπίρτο).
* Τσούπι ότι θα τ’ν πνιξ (= της είπε ότι θα την πνίξει).
* Τώρα η Κώτσινα; Πάει καλιά τς (= Τώρα η γυναίκα του κώστα ; πάει, έφυγε).
* Τώρα του φούμσις !... = (λέγεται ειρωνικά : τώρα … πρόκοψες !... )
* Φάτου του φαρμάκι (= έκφραση αγανάκτησης : φάγε το φαγητό σου επιτέλους).
* Άι κι σα ’μπάρου τ’ σκούπα, θα στ' αργάσου του τουμάρ' (= θα σε ξυλοφορτώσω με τη σκούπα).
*Αν πάινα κι γω στου δάσκαλου θα μάθηνα κάνια αγκούτσα κι δε θανάμτανι κούτσιρου (= αν πήγαινα κι εγώ στο σχολείο θα μάθαινα λίγα γράμματα).
* Απειλή: Θα σ΄ φάου τουν κριτσιλιάγγου. Απάντηση: θα μ΄ κλάεις τουν τζιόκου.
*  -Γλέπς, μουρή, ικειιά πθινά πού ’νι ικείνη η λαγκιόλου η Μητρούλα;
Διάβκι σιαπάν θειάκου.
Τι λες, μάτια μ’! Να π’ να μη σώσει. Μαναχή τς λάκσι πάλε; Θα τς κριμάσνι κουριντζέλια…
* Ερώτηση: -Τι γέν’σις μουρή; Απάντηση: -Στρατιουτάκι (με καμάρι) (αντί : αγόρι).
* Ικί ουπ πααίνει μι τουν ένα κι μι τουν άλλου θα τ’ μασκαρέψνι κιόλας (= εκεί που πηγαίνει με τον καθένα δε θα αποφύγει το βιασμό).
* Ίσια μη τ’ν ώρα βάλι στουν τέντζιρ του κριάς να βράσει (= μόλις αρχίζει να βραδιάζει βάλε το κρέας ...).
* Κάμι σνάκρ, σνάκρ, σνάκρ, σνάκρ  κι μην τρας σιαπέρα (= πήγαινε στην άκρη και μην κοιτάς αλλού).
* Κόλα κι ένα κιράκι στου μαναστήρ ουπ θα πας για τ’ θειάκους κι αλλνένα για τς άλλοι τς θκούσμ (= άναψε ένα κερί στο μοναστήρι που θα πας για τη θεία σου κι ένα για τους δικούς μου).
* Μι πότ’σι τς πικρουλιάς του φαρμάκι ικειό του πιδί π’ του λένι Μητράκη (= με στενοχώρησε πολύ αυτό το παιδι …).
* Να π’ να λαλήσνι οι χουχουβάϊες στ μαγφαριά τς (= κατάρα : να λαλήσουν οι κουκουβάγιες στο ρημαγμένο σπίτι τους).
* Ούιιι πιδάκι μ,' ισύ είσι πέρα απ’ τα κουνίσματα (= ω! παιδάκι μου,εσύ είσαι εντελώς άθεος).
* Ρίχκι σιακάτ στου χαλιά, αλλά ντσάκουσα (= έτρεξε στον κατήφορο με τα χαλίκια, αλλά την έπιασα).
* Σ’ έντσαν, Γιάν; Μ’ έντσαν. Τς έντσαν τς άλλοι; Τς έντσαν (= Σε έντισαν, Γιάννη; Με έντυσαν. Τους έντυσαν τους άλλους; Τους έντυσαν). 
* Σα γκούτσουρου, καψουκαλός είνι ου Μήτρους, αλλά απού μνυαλό καταντίπ φλουέρας (= σωματικά καλούτσικος είναι ο Μ., όμως εντελώς άμυαλος).
* Στο συνεργείο: Καπ’ απ’ κατ’, καπ’ καπ’, κατ’ καν’ γκαπ γκαπ (= κάπου από κάτω στο αυτοκίνητο, ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος θόρυβος).
* Τ’ν’ άηγα ουπόσκουζι σαν του κναβ. Να ’ν αηκούς κι να σι κόβ' η νίλα τ’ς... (= την άκουγα που έκλαιγε δυνατά σαν κουνάβι. Να την ακούς και να τη λυπάσαι).
* Τουν λόιασαν του Γιάννου οι θκιτ κι τάφκι του κουρίτς (= τον παρέσυραν οι δικοί του το Γιάννη με ψεύτικες κατηγορίες και εγκατέλειψε το κορίτσι).
* Τουν τσάκουσαν να κλέβ κι τ’ τ’άργασαν του τουμάρ (= τον έπιασαν να κλέβει και τον έδειραν άγρια).
* Τς άφκει ’ν ιφκή τς κι ένα κουτσουνούρλικου μπρίκι (= λέγεται ειρωνικά για αυτούς που ο νεκρός συγγενής δεν τους άφησε τίποτε ως κληρονομιά).
* Φουντάν γνέεις, φκιάσι μ’ ένα ζιουβγάρ τσουράπια (= όταν γνέσεις, φτιάξε μου ένα ζευγάρι κάλτσες).
* Σάρα κακιά να σι μάσι (= να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον αγύριστο).
* Στου ντόπου Γιάννου μ’ του χουρό κι αγκούτσα του πουδάρ (= αργά χόρευε Γιάννη).


ΕΥΧΕΣ

1. Μι ν’ ιφκούλα μ’.
2.  ’ν’ ιφκούλα μ’ νάεις.
3. Μ’ ένα καλό κουρίτς.
4. Κι στα θ’κας.
5. Να χαίρισι του στιφάν’ σ’ κι τα πιδάκια σ’.
6. Ου Θιός να μ’ κόβ’ μέρις κι να σ’ δίνει χρόνια.
7. Μι νια καλή νυφ.
8. Μ’ έναν καλό γαμπρό.
9. Να χαίρισι του πιτραχήλι σ’. (ευχή σε ιερέα).
10. Οι ώρις οι καλές.
11. Να σ’ ζήσνι, να γηράσνι κι να τ’ς χαίρισι.
12. Όπους έτριξις μι τα στέφανα, να τρεξ’ς κι μι του λάδ.
13. Όπους έτριξις μι του λάδ’, να τρεξ’ς κι μι τα στέφανα.
14. Απ’ του στόμας κι στ’ Θιού τα’ αφτί.
15. Να ζήεις κι σιδηρουκέφαλους να ’σι.
16. Ζουή σι λόου σ’.
17. Τα χρόνια τ’ να πάριτι.
18. Ν’ αγιάσνι τα κουκαλάκια τ’.
19. Ανάπαψ’ να ’χει η ψχούλα τ’.
20. Καλά διξίμια να ’χιτι.
21. Καλή τ’ ώρα του πλάκι μ’ ικεί που ’νι.
22. Πάντα τέτοια να ’χουμι.
23. Καλά μπιρκέτια να ’χιτι.
24. Κι τ’ χρόν’  πλειότιρα.
25. Πουλύ καλό να ’εις.
26. Γεια σ’ κι ν’ αλήθεια κρεν’ς. (όταν φτερνίζεται κάποιος την ώρα που μιλάει).
27. Κούφια να ’νι η ώρα απ’ τ’ ακούει. (όταν λέγεται κάτι κακό).
28. Κ’νίσ’ απ’ τουν τόπου σ’. (όταν λέγεται κάτι κακό).
29. Δάγκουσι τη γλώσσα σ’ μι τ’ν κβέντα π’ ξιστόμσεις.
30. Ούτι τα κουκαλάκια μας να μη σμίξνει.
31. Μακριά (ή όξου) απου δω.

ΚΑΤΑΡΕΣ

1. Τ’ χρον να μην ακούσει τουν κούκου.
2. Να! π’ να λαλήσνι οι χουχουβάϊες στου βακούφ’κου τ’ς.
3. Ανάθιμα του γουνιό τ’ς.
4. Να! π’ να βγάλει τ’ φάουσα.
5. Κακός ξιπατουμός.
6. Να μη σώσνι.
7. Τ’ γκατάρα μ’ να ’εις.
8. Χαϊρ κι προυκουπή να μη ιδεί.
9. Να τ’ς κουπούνι τα πουδάρια κι να μη σώσει να ματαρθεί.
10. Στουν τάδι να πάει.
11. Στάχτ’ κι κουρνιαχτός να γένει.
12. Κακόχρουνου να’εις.
13. Πίσου τουν ήλιου.
14. Στου κιφαλάκι τ’ να στρέξει.
15. Του κιφάλι σ’ να φας μαγγούφα. ( όταν ακούγεται λάλημα κουκουβάγιας).
16. Σκόρδα στα μάτια τ’ς.

ΟΡΚΟΙ

1. Στου στιφάνι μ’.
2. Μα τ’ν αλήθεια.
3. Να μη σώσου.
4. Να μι κόψνι τα δώδικα ευαγγέλια, αν ψιματάου.
5. Να μ’ βγούνι τα ματάκια μ’ αν ψιματάου.

--------

ΟΝΟΜΑΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΜΗΝΩΝ

Α. ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Κυριακή
Διφτέρα
Τριτ
Τιτράδ
Πέφτ
Παρασκιβή
Σαββάτου.

Β. ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ

                           Γινάρς = Ιαννουάριος
                         Φλιβάρς = Φεβρουάριος
                           Μάρτς  = Μάρτιος
 Απρίλς και Άϊ- Γιουργίτς  = Απρίλιος
                              Μάης = Μάϊος
                          Θιρστής = Ιούνιος.
            Αλουνάρς = Ιούλιος.
          Σκουλόους = Αύγουστος.
              Τρυητής = Σεπτέμβριος.
        Άη-Δμητριάς = Οκτώβριος.
     Μσουσπουρίτς = Νοέμβριος.
Νκουλουβάρβαρα = Δεκέμβριος.

--------

Η κλίση των άρθρων

Ενικός αριθμός

                          Αρσενικό                           Θηλυκό                        Ουδέτερο
                                                                       
Ονομαστική  :         ου                                     η                                 του
Γενική          :          τ’                                   τ’ς                                  τ’
Αιτιατική      :     τουν ή του                         τ’ ή τ’ν                            του
Κλητική        :  (ορέ ή βρε ή όρα ή -)       (μαρή ή μουρή ή -)          (βρε ή όρα ή -)


Πληθυντικός αριθμός

                          Αρσενικό                           Θηλυκό                           Ουδέτερο

Ονομαστική  :         οι                                     οι                                     τα
Γενική          :    τουν ή  τ’ν                       τουν ή  τ’ν                             τ’ν
Αιτιατική      :         τ’ς                                   τ’ς                                    τα
Κλητική        :  (ορέ ή βρε ή -)                 (μαρή ή μουρή ή -)           (βρε ή όρα ή -)


------------------

Παραδείγματα κλίσης ονομάτων

Ενικός αριθμός

                          Αρσενικό                           Θηλυκό                        Ουδέτερο

Ονομαστική  :    ου  βλάχους                        η  γναίκα                      του κουρίτς
Γενική          :       τ’ βλάχ                          τ’ς γναίκας                     τ’ κουρτσιού
Αιτιατική      :     του βλάχου                        τ’ γναίκα                       του κουρίτς
Κλητική        : ορέ ή βρε ή όρα βλάχο    μαρή ή μουρή γναίκα    βρε ή όρα κουρίτς


Πληθυντικός αριθμός

                          Αρσενικό                           Θηλυκό                        Ουδέτερο

Ονομαστική  :      οι βλάχοι                         οι γναίκις                     τα κουρίτσια
Γενική          :    τουν βλάχουν                  τουν γναικών                τ’ν  κουρτσιώνι
Αιτιατική      :      τ’ς βλάχοι                       τ’ς γναίκις                    τα κουρίτσια
Κλητική        :   ορέ ή βρε βλάχοι          μαρή ή μουρή γναίκις        βρε ή όρα κουρίτσια


Το βοηθητικό ρήμα : είμι (= είμαι)

Ενεστώτας

Οριστική      Υποτακτική (να, όταν, …)                        Προστακτική                    Μετοχή

   είμι             νά ’μι  και νά ’μνα και νά ’μτανι                     -                              όντας
   είσι                  νά ’σι  και νά ’στανι                               νά ’σι
   είνι                   νά ’νι  και νά ’τανι                                   -
 είμαστι            νά ’μαστι  και νά ’μαστανι                           -
  είστι         νά ’στι και νά ’σασταν και νά ’σαστανι           νά ’στι
  είνι                   νά ’νι  και νά ’τανι                                    -


                     ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ                          Μέλλοντας

                 ήμνα  και ήμτανι                       θά είμι  και  θά ’μι
                        ήστανι                               θά είσι  και  θά ’σι
                         ήτανι                                θά είνι  και  θά ’νι
                      ήμαστανι                          θά είμαστι  και  θά ’μαστι
                      ήσαστανι                            θά είστι  και  θά ’στι
                         ήτανι                                θά είνι  και  θά ’νι


Το βοηθητικό ρήμα : έχου (= έχω)

Ενεστώτας

   Οριστική                Υποτακτική (να, όταν, …)              Προστακτική               Μετοχή

    έχου                       νά ’χου  και να ’χα                             -                       έχουντας
έχς και έεις             να ’χς  και να έεις και νά ’χις                έχι
    έχει                     νά ’χει  και νά ’χι (να είχε)                    -
  έχουμι                      νά ’χουμι  και νά ’χαμι                       -
    έχιτι                        νά ’χιτι  και νά ’χατι                       έχιτι
    έχνι                         νά ’χνι  και νά ’χανι                          -


                     ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ                          Μέλλοντας

                           είχα                                      θά ’χου
                           είχις                              θα ’χς  και θα έεις
                            είχι                                      θά ’χει
                           είχαμι                                 θά ’χουμι
                           είχατι                                   θά ’χιτι
                           είχανι                                   θά ’χνι


Παράδειγμα κλίσης ρήματος  Α’ συζυγίας
Ενεργητική φωνή : πιδεύου (= παιδεύω)

   Οριστική                Υποτακτική (να, όταν, …)              Προστακτική               Μετοχή

   πιδεύου                       να πιδεύου                                      -                       πιδεύουντας
    πιδεύς                        να πιδεύς                                   παίδευι
    πιδεύ                           να πιδεύ                                        -
  πιδεύουμι                    να πιδεύουμι                                     -
   πιδεύιτι                        να πιδεύιτι                                 πιδεύιτι
    πιδεύνι                        να πιδεύνι


   ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ          Αόριστος       Προστακτική Αορίστου        Απαρέμφατο Αορίστου 

      παίδιυα                 παίδιψα                        -                                           πιδέψει
     παίδιυεις               παίδιψεις                   παίδεψι
      παίδιυει                 παίδιψι                        -
     παίδιυαμι              παίδιψαμι                      -
     παίδιυατι              παίδιψατι                    πιδέψτε
     παίδιυανι              παίδιψανι


   Εξακολουθητικός          Συνοπτικός                                 Παρακείμενος
 Μέλλοντας (οριστ.)      Μέλλοντας (οριστ.)          Οριστική                  Υποτακτική                                                                           

    θα πιδεύου               θα πιδέψου                     έχου πιδέψει             να ’χου πιδέψει
     θα πιδεύς                 θα πιδέψς                       έεις πιδέψει              να έεις πιδέψει
     θα πιδεύ                  θα πιδέψει                       έχει πιδέψει              να ’χει πιδέψει
   θα πιδεύουμι            θα πιδέψουμι                  έχουμι πιδέψει           να ’χουμι πιδέψει
    θα πιδεύιτι               θα πιδέψιτι                      έχιτι πιδέψει             να ’χιτι πιδέψει
    θα πιδεύνι                θα πιδέψνι                       έχνι πιδέψει              να ’χνι πιδέψει


                       Υπερσυντέλικος          Συντελεσμένος Μέλλοντας      

είχα πιδέψει                      θα ’χου πιδέψει
είχις πιδέψει                      θα ’εις πιδέψει
 είχι πιδέψει                       θα ’χει πιδέψει
                       είχαμι πιδέψει                    θα ’χουμι πιδέψει
                       είχατι πιδέψει                      θα ’χιτι πιδέψει
                       είχανι πιδέψει                      θα ’χνι πιδέψει


Παράδειγμα κλίσης ρήματος Α’ συζυγίας
Παθητική φωνή : χτινίζουμι (= χτενίζομαι)

   Οριστική                Υποτακτική (να, όταν, …)              Προστακτική               Μετοχή

   χτινίζουμι
    χτινίζισι
    χτινίζιτι
χτινίζουμαστι
   χτινίζιστι
   χτνίζουντι


   ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ          Αόριστος       Προστακτική Αορίστου        Απαρέμφατο Αορίστου 

    χτινίζουμνα            χτινίσ(τ)κα                       -                                     χτινιστεί
     χτινίζισταν            χτινίσ(τ)κις                    χτινίς
    χτινίζιταν(ι)             χτινίσ(τ)κι
χτινίζουμασταν(ι)      χτινίσ(τ)καμι
 χτινίζισασταν(ι)        χτινίσ(τ)κατι                χτινιστείτι
  χτινίζουνταν(ι)        χτινίσ(τ)καν(ι)


Εξακολουθητικός                 Συνοπτικός                   
 Μέλλοντας (οριστ.)          Μέλλοντας (οριστ.)                                                                              

    θα χτινίζουμι                      θα χτινιστώ
     θα χτινίζισι                       θα χτινιστείς
     θα χτινίζιτι                        θα χτινιστεί
  θα χτινίζουμαστι                 θα χτινιστούμι
      θα χτινίζιστι                    θα χτινιστείτι
     θα χτνίζουντι                   θα χτινιστούν(ι)


                                                      Παρακείμενος
                        Οριστική                                                Υποτακτική (να, όταν, … )                                                                

έχου χτινιστεί & είμι χτινισμένους, -η, -ο       νά ’χου χτινιστεί & θα είμι χτινισμένους,-η,-ου
έεις χτινιστεί & είσι χτινισμένους, -η, -ο         νά ’εις χτινιστεί & θα είσι χτινισμένους,-η,-ου
έχει χτινιστεί & είνι χτινισμένους, -η, -ο         νά ’χει χτινιστεί & θα είνι χτινισμένους,-η,-ου
έχουμι χτινιστεί & είμαστι χτινισμένοι …          νά ’χουμι & θα είμαστι χτινισμένοι,-ις,-α
έχιτι χτινιστεί & είστι χτινισμένοι, -ις, -α        νά ’χιτι χτινιστεί & θα είστι χτινισμένοι,-ις,-α
έχνι χτινιστεί & είνι χτινισμένοι, -ις, -α           νά ’χνι χτινιστεί & θα είνι χτινισμένοι,-ις,-α

Μετοχή Παρακειμένου : χτινισμένους, -η, -ο.


            Υπερσυντέλικος (οριστ.)                           Συντελεσμένος Μέλλοντας (οριστ.)                                                                                    

α‘           είχα χτινιστεί &                                                      θά ’χου χτινιστεί  &
         ήμνα ή ήμτανι χτινισμένους,-η,-ου                             θα είμι χτινισμένους,-η,-ου
β‘          είχις χτινιστεί &                                                      θά ’εις χτινιστεί  &
           ήστανι  χτινισμένους,-η,-ου                                   θα είσι χτινισμένους,-η,-ου
γ‘          είχι χτινιστεί &                                                        θά ’χει χτινιστεί  &
           ήτανι  χτινισμένους,-η,-ου                                       θα είνι χτινισμένους,-η,-ου
α‘          είχαμι χτινιστεί  &                                                   θά ’χουμι χτινιστεί &
          ήμασταν(ι) χτινισμένοι,-ις, -α                                    θα είμαστι χτινισμένοι,-ις, -α
β‘           είχατι χτινιστεί &                                                     θά ’χιτι χτινιστεί &
          ήσασταν(ι) χτινισμένοι,-ις, -α                                    θα είστι χτινισμένοι,-ις, -α
γ‘          είχαν(ι) χτινιστεί &                                                   θά ’χνι χτινιστεί  &
             ήταν(ι) χτινισμένοι,-ις, -α                                      θα είνι χτινισμένοι,-ις, -α


-------------------

Το λεξιλόγιο του ρουμελιώτικου ιδιώματος θα δοθεί σε ιδιαίτερη παρουσίαση (β' μέρος)

 -------------------

        Βιβλιογραφία

1. Ετυμολογικόν λεξικόν της κουτσοβλαχικής γλώσσης υπό Κωνσταντίνου Νικολαΐδου. Εν Αθήναις. Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου. 1909.   
2.  Κανόνες γραφής και ομιλίας του ρουμελιώτικου γλωσσικού ιδιώματος. Πανταζής Παναγιώτης.
3. http://karditsas.blogspot.com/.  Αργιθεατική διάλεκτος. Ο γλωσσικός θησαυρός των Αργιθεατών.
4. http://karditsas.blogspot.com/.  Καραγκούνικο γλωσσάρι. Ο γλωσσικός θησαυρός των Καραγκούνηδων του θεσσαλικού κάμπου.
5. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ : Όπως μιλιούνται & ερμηνεύονται στα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας του Νίκου Σωτηρόπουλου.   http://www.fteri-fthiotidos.gr/
6.  Απ’ τη ρουμελιώτικη ζωή. Ευαγγέλου Ζορμπά. Λαμία 1979.
7. Βαλτινό λεξικό : http://www.chalkiopouloi.gr/a.html
8. Περί της συγχρόνου θεσσαλικής διαλέκτου 1909. Αχιλλέως Τζαρτζάνου.




2 σχόλια: