του
Σεραφείμ Ν. Κακούρα, φιλολόγου
---
Λεξικό του Ρουμελιώτικου ιδιώματος
Σεραφ. Κακούρας |
Α
α; = τι;
αά,
λέγεται και αχά = ναι.
αβγατίζου
= αυξάνω.
αβέρτα =
απλόχερα, απεριόριστα.
αγάλια
= σιγά.
αγάλια
αγάλια = σιγά σιγά.
αγαλιούτσκα
= σιγά σιγά.
αγάνα
= ο φλοιός του καρπού του σιταριού, αλλά και το ψαροκόκαλο.
αγανός (προέλευση
αρχαιοελληνική) = λεπτός.
αγγειό
(το) = δοχείο, αλλά και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
αγγόνι
= εγγονός.
αγγυλώνου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = καρφώνω
με βελόνα ή λεπτό αγκάθι.
αγκίδα
= αγκάθι που μοιάζει με βελόνα, αιχμή βέλους, βελόνας.
αγκλίτσα,
λέγεται και γκλίτσα (προέλευση
αρχαιοελληνική) = ραβδί των βοσκών.
αγκλόινα
= καρποί άγριας αχλαδιάς.
αγκουμαχάου
= ανασαίνω με δυσκολία.
αγκουνάρ
= ακρογωνιαίος λίθος και πέτρα διαμορφωμένη για γωνίες σπιτιών.
αγκουνή (η) (προέλευση
μεσαιωνική ελληνική) = γωνία ή θέση δίπλα στο τζάκι.
αγκουρτσιά,
λέγεται και γκουρτσιά (προέλευση αλβανική) = άγρια αχλαδιά.
αγκούτσα
= ξύλινο ακατέργαστο ραβδί και μεταφορικά σπασμένο πόδι ή χέρι.
αγλέουρας
= μεγάλο φαγοπότι, φαγητό του «σκασμού».
αγνάντια
= απέναντι
αγουιάτς
= αυτός που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη μεταφορά (αγωγιάτης).
αγουνιόμι
= ταλαιπωρούμαι.
αγραδώνου
= βάζω κάτι μέσα σε σχισμή έτσι που δύσκολα βγαίνει.
αγρίδα
= άγουρο σταφύλι.
αγροικήθκαμι
= συνενοηθήκαμε.
άγρου
= άγουρο, αγίνωτο.
αγρουμπλιά
= αγριομηλιά.
άγρους
= άγουρος, νεαρός.
αγώι
(προέλευση αρχαιοελληνική) = η αμοιβή
για μια μεταφορά.
αδειάζου
= αδειάζω, αλλά και ευκαιρώ (δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
αδέξιους
= ανίκανος
αδιδώ
και αϊδιδώ = σ’ αυτό εδώ το σημείο.
αδιδωιά
= στο ίδιο σημείο.
αδικεί
= στον ίδιο τόπο, εκεί ακριβώς.
αδικειιά
= εδώ κοντά.
αδικεύου
= αδικώ.
αδιρφουμοίρια
= τμήματα χωραφιών μοιρασμένα μεταξύ αδελφών.
αδιτότι
= τότε ακριβώς.
αδούλιφτους
= αδούλευτος, αργόσχολος.
αδράχτ
(προέλευση αρχαιοελληνική) = όργανο
που χρησιμοποιείται για γνέσιμο.
αερουγάμς
= μικρό πουλάκι που καταφέρνει και μετεωρίζεται στον αέρα.
άη
κουκ (τ’) = ποτέ.
Άη-Δ’μητριάς
= Οκτώβριος.
αητουνύχι
= επιτραπέζιο άσπρο ή κοκκινόμαυρο σταφύλι.
άι
(αλλά και άε) = πήγαινε.
άϊα
(τα) = τα άγια.
αϊά
= να, κοίταξε.
αϊάτους ή
αϊάτουνι = δες τον.
αϊκώ,
λέγεται και ακώ = ακούω.
αϊρκό
= ξωτικό, φανταστικό ον, κακοποιό πνεύμα που προκαλεί ασθένειες.
αϊτέρ
(το) = ζευγάρι, ταίρι.
άϊτι (άντε), (προέλευση τουρκική) = εμπρός, πήγαινε.
άϊτι άϊτι = κάνε
γρήγορα.
αϊφαντής = είδος
αραχνούλας.
ακέργιους =
ολόκληρος, ακέραιος.
ακμπάου =
ακουμπώ.
ακουρμαίνουμι
(προέλευση αρχαιοελληνική) =
ακροόμαι, ακούω προσεκτικά.
αλαλιάζου
= ζαλίζω, σκοτίζω, αλλά και παλαβώνω.
αλαμανάου
= κυνηγάω, καταδιώκω με πολύ βίαιο τρόπο.
αλαμανιάζου
= αναστατώνω.
αλαμπουμπούλα
(προέλευση βενετσιάνικη) = αναταραχή.
αλάργα
(προέλευση λατινική) = μακριά.
αλαταριές
= πέτρες που πάνω τους έβαζαν αλάτι για τα ζώα του κοπαδιού.
αλαφιάζου =
φοβίζω κάποιον.
αλαφιάζουμι =
αναστατώνομαι από κάτι που με αιφνιδίασε.
αλισβιρίσι
(πρ. τουρκική) = το δούναι και
λαβείν, οι εμπορικοοικονομικές σχέσεις.
αλκουτάου
= εμποδίζω.
αλκουτνός
= τελευταίος, αλλά και αυτός προκαλεί εμπόδιο.
αλλαή
= ανταλλαγή.
αλλαξιά
= σύνολο ένδυσης.
αλλαξουφιγγιά
= τρέλα, παραζάλη.
αλλοιά =
αλλοίμονο.
αλλοιότκους =
διαφορετικός.
αλλοιουτεύου
= γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω χαρακτήρα και συνήθειες.
αλλουπαρμένους
= αφηρημένος, σαν να του πήραν το μυαλό οι νεράιδες.
αλμπάνης
(προέλευση τουρκική) = πεταλωτής
αλόγων, αλλά και αδέξιος, άπειρος.
Αλουνάρς
= Ιούλιος.
Αλ’πού
(πληθ. αλ’πές) = αλεπού.
αλπουπουρδή
= είδος άγριου φυτού που μοιάζει με μανιτάρι.
αλπουτνάχκι =
πετάχτηκε επάνω βίαια.
αλσίβα =
απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη.
αλχτάου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = γαυγίζω.
αμ
τίδα κάνι = βέβαια, ασφαλώς.
αμάλαγους
= απείραχτος, ανέγγιχτος.
αμαλαϊά
= τόπος που καταφεύγει και ησυχάζει
άνθρωπος ή ζώο, θαλπωρή.
αμανάτι
(προέλευση αραβική) = ενέχυρο.
αμολόητα
= ανεκδιήγητα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.
αμουλάου
= λύνω, απελευθερώνω.
αμπάρ
(προέλευση περσική) = μεγάλο ξύλινο
κιβώτιο που έβαζαν το αλεύρι.
αμπάρα
(προέλευση ιταλική) = βέργα που
ασφαλίζει εσωτερικά την πόρτα.
αμπαρώνου
= κλειδώνω.
αμπδάου
= πηδάω (αμπήδα = πήδα).
αμπηδηκλώνου
= βάζω τρικλοποδιά.
αμπήδμα
(το) και αμπηδσιά = πήδημα.
άμπλας
= τόπος απ’ τον οποίο αναβλύζει πολύ νερό.
αμπουδάου
= εμποδίζω.
αμπούκα
= μάγουλο.
αμπουξιά
= βίαιο σπρώξιμο.
αμπουριά
(η) = πόρτα σε φράχτη, κατασκευασμένη με ακατέργαστα ξύλα.
αμπόχνου
= σπρώχνω.
αναβάσταγους
= αβάσταχτος, ασυγκράτητος.
αναβατίζου
= αφήνω το ζυμάρι για το ψωμί να φουσκώσει.
αναγλυτσιασμένα
= με γλοιώδη τρόπο.
αναγούλα
= τάση για εμετό.
αναδεύου
= ανακατεύω, αναταράσσω.
ανάκαρα
(προέλευση αρχαιοελληνική) = δύναμη,
τσαγανό, κουράγιο.
αναμέρα
= κάνε στην άκρη.
αναμιράου
= παραμερίζω.
αναμπουμπούλα
= αναστάτωση.
ανανουιέμι
= καταλαβαίνω.
αναπιάνου
= ετοιμάζω το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού.
ανάρια
ανάρια = πολύ αραιά.
ανασκιλώθκανι
= έπεσαν ανάσκελα.
ανασούμπαλους
= κακοφτιαγμένος και απεριποίητος.
ανασπάζουμι
= ασπάζομαι κάτι ιερό.
ανάστρουφους
= ανάποδος.
αναφακάς
= η μοίρα καθενός, η τύχη.
αναφάνταλους
= ασουλούπωτος, απρόσεκτος, επιπόλαιος.
αναφταώνου
= αναστατώνω.
αναφταώνουμι
= αναστατώνομαι.
αναχαράζνι
= αναμασούν.
αναχητσουμέμους
= με σηκωμένο μαλλί και άγρια εμφάνιση.
ανγαστέν
= επίτηδες, επί τούτο.
ανεβατίζου
= ζυμώνω σταρένιο ψωμί.
ανέμκαμι
= απομείναμε.
ανέσια
= άνεση, σιγά σιγά.
ανήμπουρους
= άρρωστος.
ανιμουβόρ
(το) = τσουχτερό κρύο.
ανιμουγκάστρ
= ψευτοεγκυμοσύνη.
ανιμουπύρουμα
= είδος δερματοπάθειας.
ανιμουσούριου
(το) = αέρας με βροχή.
άνιφτους
(προέλευση αρχαιοελληνική) = με
άπλυτο πρόσωπο.
αντάμα (προέλευση αρχαιοελληνική) = μαζί.
ανταμκό (το) =
αυτό που είναι κοινό, που ανήκει σε δύο ή και περισσότερους.
ανταμώθκαμι
= συναντηθήκαμε, αλλά και παντρευτήκαμε, συμπεθεριάσαμε.
ανταμώνου
= συναντώ.
αντάρα
(προέλευση βλάχικη) = ομίχλη.
αντάριασι
= έπεσε ομίχλη, αλλά και φούντωσε η μάχη.
αντέτ
(το) (προέλευση τουρκική) = έθιμο,
συνήθειο.
άντζα
= μέρος του ποδιού, γάμπα.
αντί
(το) = εξάρτημα του αργαλειού.
αντιλουιόμι
= απαντώ, αποκρίνομαι.
αντιριέμι, αλλά και ντιριόμι = ντρέπομαι.
άντιρου = έντερο.
αντιρώνουμι
= τεντώνομαι.
αντράλα = ζάλη,
σκοτοδίνη, ίλιγγος.
αντραλίζουμι =
ζαλίζομαι.
αντρόϊνου =
ζευγάρι (ο σύζυγος και η σύζυγός του).
αντρουμοίρ = το
μερίδιο χήρας γυναίκας που κληρονομεί απ’ τον άντρα της.
αντρουχιάζουμι
= μπλέκομαι σε σχοινιά ή κλαδιά ή …
αξαίνου
= μεγαλώνω.
αξούργους
= αξύριστος.
αούα
– αούα = κραυγή για να διώξουν τον ξέφτερα (γεράκι) που ρίχτηκε στις κότες.
απαγγιάζου
= καταφεύγω σε μέρος απάνεμο για να προφυλαχτώ απ’ το κρύο.
απάγκιου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = τόπος
που δεν τον πιάνει ο αέρας.
απαντάου
= απαντώ, αλλά και συναντώ.
απαντουχή
= ελπίδα, προσμονή, προσδοκία.
απαντχαίνου
= προσδοκώ, ελπίζω.
απαυτουιά
= απ’ αυτό το μέρος.
απέ,
λέγεται και κιαπέ = έπειτα, στη συνέχεια.
απεικάζου
= καταλαβαίνω.
απθώνου
= αφήνω κάτι κάπου.
απίστουμα
= μπρούμυτα.
απίτιαγους
= αχόρταγος.
απκάτ
= από κάτω.
απκατούλια
= λίγο πιο κάτω.
απλές
… = που λες …
απλουιόμι
= αποκρίνομαι.
απλόχιρα
(επίρρ.) = πλουσιοπάροχα, χωρίς τσιγκουνιά.
απλόχιρου
(το) = η παλάμη του χεριού σε σχήμα κούπας.
απόγουνου
(το)= απάνεμος τόπος.
απόκαμα
= εξαντλήθηκα, παρακουράστηκα.
απόκουτους
= παράτολμος.
απόκουψι
= σταμάτησε να θηλάζει.
απόμκαμι
= απομείναμε.
απόπατους
= τουαλέτα.
απόρξι
= έγκυος που απέβαλλε.
απούθι;
= από ποιον τόπο;
απουκείθι
= απ’ την πίσω πλευρά.
απουκούμπ
= στήριγμα, απαντοχή.
απουκουντριασμένους
= απελπισμένος, αυτός που φοβάται όλους και όλα.
απουκουτιά
= παράτολμη ενέργεια.
απουκρέψαμι
= νηστέψαμε.
απουλάω
= σχολάω, αφήνω κάτι ελεύθερο.
απουξούλια
= απέξω και πολύ κοντά.
απουπαίρνου
= μαλώνω κάποιον.
απουπάν
= από πάνω.
απουπέρα, αλλά και αχπέρα = απέναντι.
απουρρίχνου
= (για έγκυο γυναίκα ή για ζώο) αποβάλλω.
απουσπιρνού
= απόψε το βράδυ.
απουσταίνου
= κουράζομαι.
απουταχιά
= κατά την αυγή.
άπραγους
= άπειρος, αμάθητος, πρωτάρης.
Απρίλς
= Απρίλιος.
απστουμάου
= αναποδογυρίζω, πέφτω κάτω, αλλά και γυρίζω μπρούμυτα.
απστουμήθκα
= έπεσα κάτω.
αράδα
(προέλευση βενετσιάνικη) = σειρά.
αραδιάζου
= βάζω στην αράδα, σειρά, βάζω σε
τάξη, αλλά και διηγούμαι.
αραήλιασα
= ζαλίστηκα.
αραήλιασμα
= ζάλη απ’ τον ήλιο.
αράθυμους
= αυταρχικός, ευέξαπτος.
αραλίκι
= ανακωχή, αλλά και τεμπελιά.
αρατίσκανι
= σκορπίσανε εδώ κι εκεί.
άρατους
= άφαντος.
άραχλους
= κακομοίρης.
αρβάλι
= χερούλι σκεύους, αλλά και συνεχής ροή (πάνε αρβάλι οι δουλειές του).
αργάζου
= χτυπώ, κατεργάζομαι.
άργανα
(τα) = τα μουσικά όργανα.
άρεθε
= άρεσε.
αρίδα
= το πόδι, αλλά και τρυπάνι.
αρμάθα
= πολλά όμοια πράγματα που είναι περασμένα σε κλωστή.
αρμαθιά
= σειρά από χάντρες, φύλλα, … περασμένα σε σχοινί, μάτσο.
αρμαθιάζου
= περνώ σε σχοινί διαδοχικά διάφορα πράγματα, πλάθω ιστορίες.
αρμακάς
= σωρός από πέτρες.
αρνόκρου
= μαλλί μικρών αρνιών.
αρόϊαγου
= ανεξέλεγκτο, αναιδέστατος άνθρωπος.
αρτήθκα
= έφαγα τροφή όχι νηστίσιμη.
αρτμή
(η) = τυρί, ανθότυρο ή κλωτσοτύρι.
αρχήτιρα
= νωρίτερα.
αρχίνσα
= άρχισα.
ασκί
= επεξεργασμένο δέρμα αρνιού που έβαζαν κρασί, νερό …
άσουστα
= αυτά που δεν σώνονται (τελειώνουν).
ασπρούδα
= είδος άσπρου σταφυλιού.
ασπρουνόρκου
= κατάμαυρο αρνί ή κατσίκι με άσπρη την άκρη της ουράς.
αστουχάου,
αστόισα = ξεχνώ.
αστραπόβουλου
= κεραυνός.
αστραπουκαμένους
= χτυπημένος από κεραυνό.
αστραπουτσιουκανάει
= μπουμπουνίζει.
αστρέχα
(προέλευση σλαβική) = μέρος που μας
προφυλάσσει απ’ τη βροχή.
αστρίτς
= είδος φιδιού.
αυλόϋρους
= αυλόγυρος.
αυτηνιά
= αυτή εδώ.
αυτήνη
= αυτή.
αυτουϊά
= κάπου αυτού, στο σημείο αυτό.
αϋφαντής
= αράχνη.
αφαντιάζιτι =
χωρίς λόγο αναστατώνεται, καυγαδίζει αναίτια.
αφέντς =
άρχοντας, αλλά και ο κουνιάδος.
αφίρ (το) = πολύ
κρύο και άριστης ποιότητας νερό.
άφκα
= άφησα.
άφνι
= άφηνε.
αφνού,
λέγεται και αφτνού = αυτουνού.
αφόντας
= από τότε που …
αφόρμσι
(η πληγή) = μολύνθηκε.
αφουγκράζουμι
και αφουγκραίνουμι = ακούω (προσεκτικά).
άφτινι
= άφησέ την.
αχά
= ναι.
αχαΐρευτους
= ανεπρόκοπος, τεμπέλης, αλλά και άτυχος.
αχαμνά
= αδύνατα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.
αχαμνός
= αδύνατος, ασθενικός.
αχάραγα
= πολύ πρωί, πριν ξημερώσει.
αχνός
= ατμός.
αχούα
= κραυγή για το διώξιμο γερακιού.
αχούρ
(προέλευση τουρκική) = υπόγειο.
αχπάν
= από πάνω.
αχπανούλια
= λίγο πιο πάνω, απ’ την πάνω πλευρά.
αχπέρα
και απουπέρα = απέναντι.
άψη
(η) = φούντωση, ακμή.
Β
βάβου
(η) = γιαγιά.
βαένα,
λέγεται και βαρέλα = ξύλινο βαρελάκι για τη μεταφορά νερού.
βαένι
(προέλευση σλαβική) = μικρό ξύλινο βαρελάκι.
βάζει
= βουίζει.
βαζούρα
= βοή, ενοχλητικός θόρυβος.
βαϊουβδόμαδου
= το επταήμερο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα.
βακούφκου
= εκκλησιαστική ή μοναστηριακή περιουσία.
βαλάντουσα
(στο κλάμα) = έκλαψα πάρα πολύ.
βάντα
= κλαδί δέντρου για τροφή ζώων.
βαρ’
= χτύπα.
βαραίνου
= επιδεινώνεται επικίνδυνα η υγεία μου, αλλά και ψυχραίνομαι με κάποιον.
βαρβατίλα
(προέλευση λατινική) = η μυρουδιά αρσενικού ζώου.
βαρβατσέλι
(προέλευση λατινική) = μικρός
ερωτιάρης.
βαρέλα
= βαρέλι για νερό.
βάρησα
= χτύπησα (π.χ. έπεσα και βάρησα).
βαριμάρις
= τεμπελιές.
βαρκέτσα
= βαρέθηκα, κουράστηκα.
βαρκό
(το) = υγρότοπος, περιοχή με νερά που λιμνάζουν.
βαρυγκόμνια
= δυσφορία για βάσανα, δυσανασχέτηση.
βάτεμα
= η γονιμοποίηση ζώων.
βατεύουντι
(αναφέρεται κυρίως σε ζώα) = ζευγαρώνουν.
βατλιά
= περιοχή γεμάτη βάτα.
βατσνιά
= κλαδί βάτου.
βέλαξα
(απ' τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ.
βέλασμα
= η φωνή των προβάτων και των κατσικιών.
βελέντζα
= χοντρό σκέπασμα από γίδινο μαλλί.
βέμπιλι
(προέλευση σλαβική) = ασθένεια.
βζακάντ
= μολυσματικό εξάνθημα του δέρματος που πυορροεί.
βζουλόι
= η πιπίλα του μωρού, μπιμπερό.
βζουπιάνου
= βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει.
βιλάνι
(το) = βελανίδι.
βιρβέρα
(προέλευση σλαβική) = σκίουρος.
βιτούλι
= αρνί ή κατσίκι ενός έτους.
βλαβ
= βλάβη, αλλά και βλάπτει.
βλαστμάου
= βρίζω.
βλουϊρός
= ξύλινο όργανο με το οποίο σφραγίζεται η λειτουργιά.
βόμπρας
= μικρό ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.
βουδώνου
και βοδώνου = προφταίνω, προλαβαίνω.
βούζας,
βουζουμένος = θυμωμένος.
βουϊδούμπας
= ανόητος.
βουλά
(η) = φορά.
βουλεί
= βολεύει, δίνεται ευκαιρία. Δε μ’ βουλεί = δεν ευκαιρώ.
βουλή
(η) = ευκαιρία.
βουλθιά
(η) = κόπρανα αγελάδας.
βουρδουλιάζου
= γεμίζω σπυριά ή ψείρες.
βούριαξι
= έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα.
βουσκαρούδ
= τσοπανόπουλο.
βρακουζώνι
= ανδρικό εσώρουχο με πόδια.
βρούδια
= αυτοσχέδιες πισίνες (νερόλακοι) της φύσης σε χειμάρρους και ποτάμια.
βρουχαλίδα
= είδος πολύχρωμης σαύρας που εμφανίζεται μετά από βροχή.
Γ
γαϊτάνι
= κορδόνι.
γαλάρια
= προβατίνα ή κατσίκα που παράγει γάλα.
γαλιουρίζου
= βλέπω αμυδρά, μόλις διακρίνω τη θέση κάποιου πράγματος.
γαμπρουλιάς,
λέγεται και γαμπρίκας = χαϊδευτικά ο γαμπρός.
γανώματα
= χάλκινα κουζινικά σκεύη.
γαρδαβίτσα
= πάθηση του δέρματος, μοιάζει με σπυρί.
γάστρα
(η) = μεταλλικό ημισφαιρικό αντικείμενο που σκεπάζεται με θράκα.
γατσιόμαλλου
= ακατάστατα μαλλιά και οι μικρές τρίχες στο σβέρκο.
γατσιόπλου
= μικρό γατάκι.
γατσιουμαλλιάζου
= ανακατώνω τα μαλλιά.
γατσιουμαλλιάρα
= χοντρή μάλλινη φλοκάτη.
γατσιούνι,
, λέγεται και γατσιόπλου = γατάκι.
γατσνεύιτι
(η γάτα) = το νιαούρισμα της γάτας, όταν θέλει να ζευγαρώσει.
γατσνιάζου
= αναμαλλιάζω.
γέριψα
= θεραπεύτηκα, έγινα καλά.
γεύουμι
= βασανίζομαι, (γεύκει πουλλά φαρμάκια στη ζωή τ’ς).
γηρουκόμ
(το) = γέροντας ή γριά.
γηρουκόμιου
(το) = γέροντας ή γριά που έχει ανάγκη φροντίδας.
γηρουκούσιαλου
(το) = υπέργηρος άνθρωπος.
γιατάκι
= πρόχειρη κατασκευή για διαμονή.
γιάτους
= να αυτός.
γίγκι
= έγινε.
γιδουξούρ
= αμόρφωτος άνθρωπος, παντελώς άξεστος.
γίκους
= στοίβα από ρούχα.
Γινάρς
= Ιανουάριος.
γιόμα
(το) = μεσημέρι.
γιούκους
= κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο.
γιουματίζου
= γευματίζω, τρώω το μεσημεριανό μου.
γιουμάτου
= γεμάτο.
γιουμώνου
= γεμίζω.
γιούρτ
= χωράφι γύρω από σπίτι.
γιουρτάσι
(το) = η γιορτή.
γιουφύρ
= γέφυρα.
γιρεύου
= θεραπεύομαι.
γκαβός
=αλλήθωρος.
γκαβούλιακας
= θεόστραβος κι αλλήθωρος.
γκαβώνουμι
= χάνω το φως μου.
γκαϊδίζου
= λοξοκοιτάζω, κοιτάζω πονηρά, έχω κρυφή συμπάθεια κάπου.
γκαϊδός
= αλλήθωρος.
γκανιάζου
= διψάω πολύ, κοράκιασα, αλλά και κλαίω γοερά, πλαντάζω.
γκάνιαξι
(π.χ. στο κλάμα) = πλάνταξε, έφτασε στο απροχώρητο.
γκαργκαλιάγκους
= λάρυγγας.
γκαρδιώνου
= ενθαρρύνω.
γκαρίλας
(ο) = άτομο που φωνάζει κλαψουρίζοντας συχνά και ενοχλητικά.
γκζάνι
(το) = ασήμαντος άνθρωπος.
γκιζιράου
(προέλευση τουρκική) = τριγυρνώ.
γκισέμ
= το ζώο που ηγείται του κοπαδιού και φέρει μεγάλο κουδούνι
γκλάβα
(προέλευση σλαβική) = το κεφάλι, το
μυαλό.
γκλαβανή
(προέλευση σλαβική) = καταπακτή στο
πάτωμα που έφερνε στο υπόγειο.
γκόλφ
= φυλαχτό.
γκούρλιζμα
(το) = η κραυγή του γουρουνιού.
γκουρλουμάτς
= άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.
γκουρλώνου
= γουρλώνω (τα μάτια).
γκουρτσιά
(προέλευση αλβανική) = άγρια αχλαδιά.
γκούσια
(η) = ο πρόλοβος της κότας.
γκουστέρα
(προέλευση σλαβική) = σαύρα.
γκουστιρίτσα
= μικρή σαύρα.
γκριμουτσακίζουμι
= πέφτω και χτυπώ άσχημα.
γκριντάλι
= μεγαλόσωμος άνθρωπος.
γκσουμανάου
= ανασαίνω βαριά απ’ την κούραση.
γκώθκι
= παράφαγε και βαρυστομάχιασε.
γκώνουμι
= χορταίνω.
γλαβανή
= καταπακτή.
γλέπου
= βλέπω.
γλίνα
= το χοιρινό λίπος, λάσπη από πηλό (έστρωναν το πάτωμα χωρίς σανίδια).
γλίτσα
= γλοιώδης επιφάνεια, γλιστερότητα.
γλουσσιάζου
= δοκιμάζω με τη γλώσσα μου.
γμάρ
= γαϊδούρι.
γμαρουντάβανους
(ο) = έντομο ενοχλητικό στα άλογα, μουλάρια …
γναίκα
= γυναίκα.
γνέθου
= κάνω το μαλλί νήμα με όργανο τη ρόκα.
γνέμα
= νήμα.
γνώρους
(ο)= γνωριμία.
γούβα
(προέλευση αλβανική) = λακκούβα,
κοίλωμα στη γη που κρατούσε νερό.
γουνιά
= τζάκι, ακρούλα.
γούπατου
= βαθούλωμα, κοίλωνα του εδάφους.
γουρλουμάτς
= άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.
γουρλώνου
= ανοίγω πάρα πολύ τα μάτια.
γουρμάζου
= ωριμάζω.
γούρμος
= ώριμος καρπός.
γούρνα
(προέλευση ελληνιστική) = είδος
στέρνας.
γουρνουκούμασου
= χώρος για το γουρούνι.
γουρνούλα
(η) = λακουβίτσα στο έδαφος που κρατάει νερό.
γουρνουματιάζου
= βάζω κάποιον στο μάτι.
γουρνουμυτιάσκι
= έσκυψε πολύ, έπεσε κάτω.
γουρνουτσάρχου
= πρωτόγονο παπούτσι καμωμένο από δέρμα γουρουνιού.
γουρνουχαρά
= το σφάξιμο του γουρουνιού τα Χριστούγεννα.
γουτς
= κραυγή για το διώξιμο γουρουνιού.
γραμματζούμινους
= μορφωμένος, εγγράμματος.
γραμματκός
= ο γραμματέας.
γραμμένου
= όμορφο, αλλά και το μοιραίο.
γραπώνου
= αρπάζω, συλλαμβάνω με βίαιο τρόπο.
γρατσνάου
= γρατσουνίζω.
γρέκι
= τόπος διανυκτέρευσης κοπαδιών.
γρέντζιλα
(τα) = αγριοστάφυλα.
γρίβο
= χρώμα ανοιχτό γκρι.
γριβούλα
= το πουλί σιταρήθρα.
γροικάου
= ακούω, καταλαβαίνω.
γρούμπα
= καμπούρα.
γρούμπαλου
= καμπουρωτό.
γρουμπός
= καμπούρης.
γρουμπούλι
= εξόγκωμα στο εξωτερικό μέρος του σώματος.
γρούν(ι)=
γουρούνι.
γυαλί
(το) = ποτήρι.
γυρβόλι
(το) = κύκλος.
γυρβουλιά
= ολόγυρα.
γυρβουλιάζου
= φέρνω γύρες, αλλά και προσπαθώ πονηρά να πετύχω κάτι.
γυφτόλαμπα
= τσίγκινη λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί.
γυφτουλασιά
= απόλυτη φτώχεια, αλλά και ενοχλητικός τρόπος να δοθεί κάτι.
γυφτουφασλιά
= είδος φασολιάς.
γυφτουφάσλου
= «μαυρομάτικο» φασόλι.
Δ
δαυλί
= αναμμένο ξύλο.
δαχλιά
= δακτυλιά, δακτυλικό αποτύπωμα.
δάχλου
= δάκτυλο.
δέντρους
(ο) = μεγάλη βελανιδιά.
δέση
(η) = τεχνητό φράγμα σε τρεχούμενο νερό.
δημουσιά
= δημόσιος δρόμος.
διάβα
(το) = το πέρασμα.
διάβα
= πέρνα.
διάγγι
(το) = παλιό κρασί.
διάζουμι =
βιάζομαι.
διακουνιά =
ζητιανιά.
διακουνιάρς
= ζητιάνος.
διαλούπ
(το) = ξωτικό, δαιμονικό.
διαούρτ
(προέλευση τουρκική) = γιαούρτι.
διασίδ
(το) = το στημόνι, οι κατά μήκος κλωστές του υφαντού.
διάσιλου
= το σημείο του περάσματος ανάμεσα σε δυο βουνά.
διαστκός
= βιαστικός.
διάτα
(η) = συμβουλή, αλλά και διαταγή.
διατάζου
= συμβουλεύω.
διάτανους
= διάβολος, σατανάς.
διμάτ
(το) = δέσμη από χόρτα.
δίμτου
= ύφασμα στερεό και πυκνό.
δίνει
ου ήλιους = ανατέλλει ο ήλιος.
δίξιους
(ο) = ο παλιάνθρωπος (ου πίσιους ου δίξιους).
διπλάρκα
(τα) = δίδυμα.
διπλαρώνου
= πλησιάζω κάποιον και με πονηριές και γλυκόλογα τον εξαπατώ.
διρμάτ
= ασκί από δέρμα αρνιού ή κατσικιού όπου έβαζαν τυρί, κρασί, νερό …
δκούλι
(το) = γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα του σιταριού, λιχνιστήρι.
δούγα
(η) = σανίδι βαρελιού, αλλά και «τέντωμα» του αυτιού για κρυφάκουσμα.
δουκιόμι
= αντιλαμβάνομαι, «βάζω» με το νου μου.
δρασκέλι
= ο διασκελισμός.
δρασκιλάου
= διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλια.
δρασκιλιά
(προέλευση ελληνιστική) = απόσταση
ίση με ένα βήμα.
δρόλαπας
= ανεμόβροχο, θύελλα, δυνατή βροχή με παγερό άνεμο.
δρούγα
= η ρόκα που γνέθουν.
δρουλάπ
(προέλευση αρχαιοελληνική) =
καταιγίδα, ανεμόβροχο.
δρουσουτσιάφ
(η) = η δρσιά που κάθεται στα φύλλα των φυτών.
δύνιτι
= μπορεί.
δύνουμι
= μπορώ.
δυχατέρα
= θυγατέρα.
Ε
έκα
= στάσου, κάνε πιο πέρα.
εμ
- εμ = και - και .
έμκα = έμεινα.
εμπατή (η),
λέγεται και μπατή = η είσοδος, ιδιαίτερα σε υπόγειο.
ενού = ενός.
έπσα
= έπεσα, αλλά και έψησα.
έσβους
= ο ασβός.
ετσγιαϊά
= μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ζ
ζαβλακώθκα
= νύσταξα ή ζαλίστικα και δεν ξέρω που είμαι.
ζαβός = αυστηρός
και κακότροπος χαρακτήρας, ανάποδος άνθρωπος.
ζαβουλιά
= αταξία, κακή πράξη που έγινε από πρόθεση.
ζαγάρ
= κυνηγητικό σκυλί, αλλά και κατεργάρης, παλιοχαρακτήρας.
ζαϊρές
= τα εφόδια.
ζακόνι
(προέλευση σλαβική) = συνήθεια,
έθιμο.
ζαλίγκα = μεταφορά φορτωμάτων δεμένων στην πλάτη με
τριχιά.
ζαλίκι
= το φορτίο που μπορεί να κουβαλήσει κάποιος στην πλάτη του.
ζαλίμ
= ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.
ζαλκώνουμι
(προέλευση σλαβική) = δένω φορτίο
στην πλάτη μου να το κουβαλήσω.
ζαμάνια
(προέλευση περσική) = πολλά χρόνια.
ζάντζα
= ιδιοτροπία, παραξενιά.
ζαντζέβου
= αποκτώ παραξενιές, ιδιοτροπίες.
ζάπ
(προέλευση αραβική) = υπομονή, συγκρατημός.
ζάρκους
= γυμνός, χωρίς προστασία.
ζαρπί
(το) = το ζόρι, ο εξαναγκασμός, η βία.
ζάφτ, λέγεται και
ζαπ = το να δαμάζω, να καταβάλλω, να κάνω κάποιον υποχείριο.
ζάφτου
= χτυπώ, αλλά και πίνω. (έζαψα δυο πουτήρια τσίπρου).
ζβάου
= σβήνω.
ζβόϊρους
= σβούρα.
ζβουνιά
= ξερή ακαθαρσία αγελάδας χρήσιμη στο άναμμα φωτιάς.
ζβουρλάου
= εκσφενδονίζω.
ζγαντζιούρς
= καχεκτικός και ιδιότροπος άνθρωπος.
ζγαντζόγουρνου
= γκριζωπό γουρούνι με πολύ σουβλερή μύτη.
ζγαρλάου
= ανακατώνω, ενοχλώ.
ζγαρόνια
= παπούτσια χωρίς σόλα, ραμμένα πάνω στις κάλτσες.
ζγουρ
(προέλευση μεσαιωνική ελληνική) =
ζυγούρι, αρνί 1-2 ετών.
ζγώνου
(προέλευση αρχαιοελληνική) =
πλησιάζω.
ζεβζέκης
(πρ. τουρκική) = «ανάποδος» άνθρωπος,
με παραξενιές, παλαβιάρης.
ζερβά
(τα) = ανήλιαγα μέρη.
ζερβί
(το) = το αριστερό (π.χ. το ζερβί χέρι = το αριστερό χέρι).
ζέχνου
= βρωμάω.
ζιακτάου
= συμπιέζω, σπρώχνω βίαια κάποιον να συνέλθει ή να προσέξει.
ζίβα
= σβήσε.
ζιματάου,
λέγεται και ζιουματάου = ρίχνω καυτό νερό.
ζίμξαμι,
αλλά και ζούμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.
ζιόγκους
= εξόγκωμα.
ζιουβγάρ
= ζευγάρι, αντρόγυνο.
ζιουγκλιάζου
= τσαλακώνω κάτι που είναι καμωμένο από μέταλλο.
ζιρζιβούλης
και ζιρζέβουλας (απ’ το βελζεβούλ, προέλευση
εβραϊκή) = διαβολάκος.
ζλαπ’
και ζλαπκό (προέλ. αλβανική) =
αγρίμι, λύκος, αλλά και άξεστος άνθρωπος.
ζμάρ = ζυμάρι.
ζμαρόπτα (η) =
πίτα χωρίς φύλλα με αλεύρι καλαμποκιού.
ζμί
= ζουμί.
ζμπάου
= σπρώχνω (ζούμπα = σπρώξε).
ζμπλατέα = στην
πλατεία.
ζναρ
= ζώνη.
ζούβσα
=έσβησα.
ζουδ
= ξωτικό.
ζούλα
= κρυφά.
ζούμξαμι,
λέγεται και ζίμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.
ζούμπιρου
(προέλευση σλαβική) = μικρό έντομο.
ζούμπρα
= σπρώξε.
ζουντόβουλου
(προέλ. μεσαιωνική ελληνική) =
γαϊδούρι, αλλά και κακοήθης άνθρωπος.
ζουπάου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = πιέζω
δυνατά.
ζουρβάλα
(προέλευση κουτσοβλάχικη) = βίαιη και
μεγάλη ροή υγρού.
ζουριό
= το σημείο αποχέτευσης του νερού στο σπίτι.
ζούρλια
= τρέλα, παραφορά.
ζουρλός
(προέλευση αρχαιοελληνική) = τρελός,
ανόητος.
ζουρμπαλίκι
(προέλευση τουρκική) = ανταρσία.
ζυγώνω
(προέλευση αρχαιοελληνική) =
πλησιάζω.
ζώστρα
= λουρί που δένει το σαμάρι.
Η
ήμτανι
(και : ήμνα) = ήμουνα.
Θ
θαμαίνουμι
= παραξενεύομαι, απορώ, θαυμάζω.
θαμπούλια
= πρωί πρωί, πριν ακόμη ξημερώσει.
θαραπεύουμι,
αλλα και χαραπεύουμι = ευχαριστιέμαι απολαμβάνοντας κάτι.
θειάκου
= θεία, αλλά και προσφώνηση κάθε ηλικιωμένης γυναίκας.
θειαμαίνουμι
= θαυμάζω, παραξενεύομαι.
θείτσα
= χαϊδευτικά η θεία.
θέμιλου
= θεμέλιο.
θηλκό
= κορίτσι.
θηρίους
= τεράστιος.
θιλουκούτα
= πολύ θολό νερό ή άλλο υγρό : κρασί ….
θιλούρα
= θάμπωμα.
θιλώνου
= θολώνω.
θιουδόξανου,
λέγεται και θιουδόξαρου = ουράνιο τόξο.
θιουτκό
= αυτό που προέρχεται απ’ το Θεό ή κάποιον άγιο, θαύμα.
θιρμαίνουμι
= έχω πυρετό.
θιρμασιά
= πυρετός.
Θιρστής
=Ιούνιος.
θκομ,
θκος, θκοτ = δικό μου, δικό σου, δικό του.
θλιά
= θηλιά.
θλίκι
(το) = κούμπωμα.
θλίκια
= κουμπιά.
θλικώνου
= κουμπώνω.
θμόμι
= θυμούμαι.
θμος
= θυμός, αλλά και πρήξιμο.
θμουμένου
= πρισμένο.
θράκα
= αναμμένα κάρβουνα.
θρασεύου
= φουντώνω, (θράσεψαν τα παλιοχόρταρα στο χωράφι).
θρασίμ
(το) = θρασύς, αυθάδης.
θραψιρό
= τρυφερό.
θραψιρός
= ο γεμάτος ζωηράδα και ζωμούς βλαστός, αλλά και ευτραφής.
θριφτάρ
(το) = καλοταϊσμένο, παχουλό.
θυμητκό
(το) = η μνήμη.
Ι
ιδιάζου
= ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό.
ιδωιά,
λέγεται και ιδαϊά και ιδωιάς = σ’ αυτό το σημείο.
ιδώπουκείθι
= πίσω απ’ αυτόν το τόπο.
ικειιά
= εκεί δα.
ικειό
πλένι … = όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον (αντί να πούνε π.χ. ο Πέτρος).
ικειός
= εκείνος.
ινάτ
(προέλευση τουρκική) = μνησικακία,
θυμός, πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη.
ιξόν
= εκτός κι αν …
ίσια
μι τ’νώρα = οριακή στιγμή της ημέρας (το μεσημέρι ή το ηλιοβασίλεμα).
ίσκα
(προέλευση λατινική) = μύκητας σε
οξιές, βελανιδιές … χρήσιμο ως προσάναμα.
ιτουτουιά
= αυτό εδώ.
ίτσια
= είδος λουλουδιών.
ιχτές
= χθες.
ιψές
(προέλευση αρχαιοελληνική) = χθες το
βράδυ.
Κ
καβούκι
(προέλευση τουρκική) = όστρακο (π.χ.
καβούκι χελώνας).
καγκέλι
= δρόμος (μονοπάτι) με πολλές στροφές.
κάδ
(η) = μεγάλη ξύλινη κυλινδρική κατασκευή για τσάμπουρα, μούρα …).
καζάντ
= πλούτη, προκοπή.
καζαντίζου
(προέλευση τουρκική) = πλουτίζω.
καζάντιου
(το) = πλούτη.
καζάντσα
= πλούτισα, πρόκοψα οικονομικά.
καθάριου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = ψωμί από
αλεύρι σίτου.
καθάρσιου
= καθαρτικό.
καϊπουμένους
= κρυμμένος σε μέρος που δεν τον βρίσκεις εύκολα.
κακάβ
= χάλκινη κατσαρόλα.
κακαράντζες
= κοπριές αιγοπροβάτων.
κακαρώνου
= πεθαίνω.
κακάτσιαλου
= ξερή βλέννα της μύτης.
κακουμούτσουνους
= πολύ άσχημος.
κακουσιότρουπους = ασουλούπωτος, κακοφτιαγμένος.
καλαμπουκούκι
= κουλούρα από αλεύρι καλαμποκιού ψημένη στη στάχτη.
κάλανη
(η) = ξύλινη κατασκευή σχήματος χωνιού χρήσιμη σε νερόμυλους.
καλάνια
(τα) = αυλακωτοί κορμοί μεγάλων δέντρων για τη διοχέτευση νερού.
καλβώνου
= πεταλώνω.
κάλισια
(η) = προβατίνα με μαύρα μάγουλα και άσπρη μύτη.
καλιακούδα
= είδος πουλιού, το βουνό η Καλιακούδα, δυστυχισμένη γυναίκα.
κάλιασι
= έτυχε.
κάλισσια
(η) = λευκή προβατίνα με μαύρες βούλες στο μέτωπο.
καλκαντζούρις
= ακατάστατα γράμματα.
καλόϊρους
= καλόγερος.
καλούδια
= δώρα, ωραία πράγματα.
καλουλόϊσα
= συμφιλιώθηκα, αλλά και ανέπτυξα ερωτικές σχέσεις.
καλουπίχειρα
= εύκολα.
καλουσκιρίζου
= τρώω για πρώτη φορά στο χρόνο απ’ τα φρέσκα φρούτα.
καλουσκιρνάου
= τρώγω για πρώτη φορά κάτι.
καλούτσκα
= «μετρίως» καλά.
καλτσουδέτα
= κλωστή με την οποία έδεναν ψηλά τις κάλτσες.
κάμαρ
(η) (προέλευση αρχαιοελληνική) =
δωμάτιο.
καμούντζα
= υποκρισία, κόλπο, τέχνασμα για να ξεγελαστεί κάποιος.
καμούντζα
= υποκρισία.
καμπλιάφ
= είδος καπέλου.
καμπόσου
(προέλευση μεσαιωνική ελληνική) =
αρκετό.
καμπόσους
= σημαντικό πρόσωπο.
κάμπουσοι
= αρκετοί.
καμώνουμι
= υποκρίνομαι.
καν
κι καν = πάρα πολλοί, τόσοι και τόσοι.
καναβιά
= χοντρή και γερή τριχιά.
κάνας,
κάνια, κάνα = κανένας, καμιά, κανένα.
κάνε,
αλλά και κάνεμ’ (επίρρ.) = τουλάχιστο.
κανίσκι
(το) = δώρο.
κανντίπ
= σχεδόν καθόλου.
κανούτους
= σταχτής.
κανταρέλα
= στη σειρά, ένας πίσω από τον άλλον.
καντίπουτα
= σχεδόν τίποτε, καθόλου.
καντιπουτένιους
= άχρηστος άνθρωπος, τιποτένιος, παλιάνθρωπος.
καντίπουτις
= τίποτε απολύτως.
καουτσούκια
= λαστιχένια παπούτσια.
καπάκι
(προέλευση τουρκική) = σκέπασμα
κατσαρόλας, ό,τι ταιριάζει απόλυτα με άλλο.
καπστράνα
= χοντρό περιλαίμιο αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών …
καραμάνα
= πρόβατο με άσπρο πρόσωπο και μαύρες γραμμές γύρω στα μάτια.
καραματιάζου
= σημαδεύω, στοχεύω, πετυχαίνω στόχο.
καραουλάου
(προέλευση τουρκική) = παρακολουθώ,
κατασκοπεύω.
κάργα
(προέλευση βενετική) = πάρα πολύ δυνατά.
κάργας
(ο) = παλικαράς.
καργάρου
= δένω σφιχτά.
καργαρώνου
= δένω σφιχτά, αλλά και τρώγω πάρα πολύ.
καρδάρ
= μεταλλικός ή και ξύλινος κουβάς για το
γάλα.
καρδάρα
= μεγάλο ξύλινο δοχείο ζωσμένο με λαμαρινένια στεφάνια.
καρέλα
= φούσκωμα του δέρματος από έγκαυμα και γεμάτο υγρό.
καρκαλέτς
(ο) και καρκαλιάς και καρκαλέτσους (προέλ. αλβανική) = ο κοκκύτης.
καρκάντζουλα
= καβάλα στους ώμους κάποιου.
καρκαριέμι
= γελάω δυνατά.
καρλαφτιάζου
= «κατεβάζω» τα αφτιά.
καρλάφτς
= άνθρωπος με μεγάλα αυτιά.
καρμίρς
(προέλευση αρμενική) = μίζερος
άνθρωπος, κακομοίρης.
κάρνα
(τα) = κάρβουνα.
καρόφλα
(τα) = φύλλα καρυδιάς.
καρτέρ
= περίμενε.
καρυά
= καρυδιά.
κασκαΐ
= κούρεμα με την «ψιλή».
κασκαρίκα
= πάθημα, νίλα.
κατ
= κάτω, σημαίνει και: προς π.χ. κατ τ’ν άκρ = προς την άκρη.
καταή
= χάμω, κάτω στο έδαφος.
κατακεφαλιά
=καρπαζιά.
κατακέφαλους
= δυνατό χτύπημα με το χέρι στο κεφάλι κάποιου.
καταλαϊάζου
= ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω.
κατανέμ
= κατά διαβόλου (για κάτι το εντελώς άχρηστο ή μισητό).
καταούλια,
λέγεται και καταούλα = κάτω στο έδαφος.
καταπιόνας
= λαιμός.
καταπγιά
= γουλιά.
καταπώς
= όπως, με όποιον τρόπο.
κατάραχα
= η πιο ψηλή κορυφή βουνού.
κατασάουρα
= κάτω στο έδαφος.
κατάσαρκα
= μέσα απ’ όλα τα ρούχα.
κατατόπ
(το) = τόπος, μέρος, περιοχή.
κατατόπια
(τα) = κατευθύνσεις.
καταχιριάζου
= χαστουκίζω, δέρνω κάποιον.
καταχνιά
= ομίχλη, αντάρα.
καταψιά
= μπουκιά.
κατιβασιά
= το νερό χειμάρρου ύστερα από δυνατή βροχόπτωση.
κατικνιά
= πυκνή ομίχλη.
κατραπακιά
= δυνατό χτύπημα.
κάτσι
κιαπέ = περίμενε και έπειτα …
κατσιαγάνης
= δύστροπος άνθρωπος.
κατσιάζου
(προέλευση λατινική) = μαραζώνω.
κατσιαμάκι
= είδος φαγητού με γάλα και μπομπότα.
κατσιαουνιά
= τα πολλά και μικρά παιδιά σε μια οικογένεια.
κατσιασμένο
(προέλευση λατινική) = μαραζωμένο.
κατσιάφλουρους
= κάτασπρος.
κατσιόμπλου
= κακής ποιότητας μήλο.
κατσιούλα
= μάλλινο σκουφί που κάλυπτε και τα αυτιά.
κατσιουλιέρς
(προέλευση ρουμανική) = το πουλί
κορυδαλλός.
κατσιουμύτα
= ψωροπερήφανη γυναίκα.
κατσλάφτιασι
= στεναχωρήθηκε κι έσκυψε ντροπιασμένος, θύμωσε.
κατώι
= υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη.
καφουκούτ
= κουτί για τον καφέ.
κάψα
= πολύ ζέστη.
καψάλα
= έκταση γης που κάηκε.
καψηρός
= δύστυχος, κακόμοιρος.
καψόπιδου
=παιδί αδύναμο, καχεκτικό, δυστυχισμένο.
καψουγέρουντας
= πολύπαθος, πολυβασανισμένος γέρος.
καψώνου
= ζεσταίνομαι πάρα πολύ.
κβαρ
= κουβάρι.
κβέντα
= συζήτηση, αλλά και προξενιό.
κβιντουλόι
= μεγάλης διάρκειας και έντονη συζήτηση.
κειτάς
(προέλευση αρχαιοελληνική) = ξάπλωσε,
πέσε κάτω και ησύχασε.
κειτάσκει
= κάθισε κάτω στον τόπο του ή ξάπλωσε.
κθαρ
= κριθάρι.
κθαράκι
= σπυράκι που εμφανιζόταν στην κόχη του ματιού από μόλυνση.
κιαπέ
= και ύστερα, αλλά και διαφορετικά.
κιαρατάς
= κακότροπος χαρακτήρας, παλιάνθρωπος, πολύ αυστηρός.
κιαρατόπλου
= πονηρό παιδί, παλιόπαιδο.
κιαρατούλας
= κατεργάρης, πονηρούλης.
κιδρουμπούπλα
= οι σφαιρικοί καρποί του κέδρου.
κιλιπούρ
= ευκαιρία, τυχερό.
κίνσα
= ξεκίνησα να πάω κάπου.
κιντάου
= κεντάω, αλλά και πειράζω, ερεθίζω, παρακινώ σε κάτι.
κιντέρ
(προέλευση τουρκική) = στεναχώρια,
καημός, θλίψη.
κιντρώνου
= μπολιάζω δέντρο.
κινώνου
= βάζω το φαγητό στα πιάτα, σερβίρω.
κιο
= αφού, ναι αλλά όμως…
κιούνι
= πήλινη σωλήνα.
κιουτεύου
= δειλιάζω.
κιουτής
= δειλός.
κιράνη
(η) = ο χώρος του σπιτιού μεταξύ ταβανιού και στέγης.
κιρουμύτς
= είδος κότσιφα.
κλαδιυτήρ
= γεωργικό εργαλείο για το κλάδεμα των δέντρων.
κλάθκα
= κουτσάθηκα.
κλαίνουμι
= γίνομαι κουλός.
κλάντζουρας
= ο τελευταίος μιας μεγάλης σειράς, ο ανάξιος.
κλάπα
= μεταλλικό εξάρτημα για το στήριγμα και περιστροφή πόρτας ή παραθύρου.
κλαπατάρια
= τα μεγαλύτερα φτερά των αρπακτικών πουλιών.
κλαπάτσα
(προέλευση βλάχικη) = ασθένεια των
γιδοπροβάτων.
κλάρα
= κλαδί δέντρου, κλωνάρι.
κλαρί
= κλαδιά δέντρων που έδιναν για τροφή σε ζώα.
κλαρίζου
= κόβω τα κλαδιά δέντρου, αλλά και δέρνω, βασανίζω.
κλαρίτς
= είδος φιδιού, δενδρογαλιά.
κλαρουπόντκου
= είδος ποντικού που ανεβαίνει στα δέντρα.
κλαρώνου
= σκαρφαλώνω.
κλαψουμάρου
= άνδρας ή γυναίκα που συνεχώς κλαψουρίζει παραπονούμενος.
κλειδουνιά
= κλειδαριά.
κλειδουπίνακου
= είδος ξύλινου πιάτου που έκλεινε με κάλυμμα υδατοστεγώς.
κληματσίδα
= κληματόβεργα.
κλιδέρις
= τα γράμματα, οι γραμματικές γνώσεις.
κλιτσνάρα
= το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
κλιτσνάρια
= πόδια.
κλος
= κουτσός, παράλυτος.
κλούκι
= αδυναμία κίνησης, παραλυσία.
κλουνά
= κλωστή.
κλουνάρ
και κλουνάρα = μεγάλο κλαδί δέντρου.
κλουπακάου
= χτυπώντας αναταράζω υγρό μέσα σε δοχείο.
κλουρ
= κουλούρι.
κλούρα
= κουλούρα, αλλά και μηδέν στη βαθμολογία.
κλουτσουπατάου
= ποδοπατώ.
κλουτσουσκούφ
= αδύναμος χαρακτήρας, παίγνιο του ενός και του άλλου.
κλουτσουτύρ
= προϊόν που βγαίνει από ξυνόγαλο.
κλουφ
= θήκη.
κμανταρίζουμι
= ετοιμάζομαι, ντύνομαι.
κμάσι
(προέλευση μεσαιωνική ελληνική) =
χοιροστάσιο.
κναβ
= κουνάβι.
κνεις
= κουνήσου.
κνούπ
= κουνούπι.
κόγκσα
= σκόπιμη αντίρρηση, κολπάκι, νάζι.
κόθρους
= γωνία ψωμιού ή πίτας.
κόκουτους
= κόκορας.
κόνιδις
(προέλευση αρχαιοελληνική) = μικρές
ψείρες.
κόπανους
(προέλ. αρχαιοελληνική) = χοντρό ξύλο
που χτυπάνε ρούχα που πλένουν.
κόπτσα (προέλευση τουρκική) = εξάρτημα ραπτικής,
είδος κουμπιού.
κόρα
(προέλευση σλαβική) = το σκληρό μέρος
του ψωμιού που υπάρχει στις άκρες του.
κόρφους
(ο) = το στήθος.
κότσιαλα
= κοτσάνια.
κουϊουρούκι
= το δέσιμο του μαντιλιού στο κεφάλι γυναίκας, αλλά και μορφή τρέλας.
κουκιάζου
= παραφυλάω, βάζω στόχο.
κουκλώθκει
= σκεπάστηκε, αλλά και παντρεύτηκε (όταν αναφέρεται σε άνδρα).
κουκλώνουμι
= σκεπάζομαι.
κουκόσια
= καρύδι.
κουκουλόι
= καρποί δέντρων (καρύδια, κάστανα) που μαζεύονται σε δεύτερο χέρι.
κουκουμπέλις
(οι) = μανιτάρια.
κουκουρεύουμι
= υπερηφανεύουμαι.
κουκουφρίγκι
= το πρώτο γάλα των γιδοπροβάτων μετά των τοκετό.
κουλιάνσα
= αδυναμία, αρρώστια.
κουλιανσιάρκου
= πολύ αδύνατο παιδί.
κουλόκρα
= τα κοντά μαλλιά απ’ την κοιλιά και το πίσω μέρος των ζώων.
κουλουκαθσιά
(η) = χορευτική φιγούρα σε θέση ημικαθίσματος.
κουλουκούρσμα
= «χαμηλό» κούρεμα.
κουλουκρίζου
= κόβω τις άκρες των μαλλιών.
κουλουμπότα
= απουσία.
κουλουσκούτς
= κακοντυμένος, σβαρνιάρης.
κουλουσούσα
= το πουλί σουσουράδα.
κουλουφούσια
= παράρριζα φυτών.
κουλουφουτιά
(η) = πυγολαμπίδα.
κουλτσίδα
= είδος θεραπευτικού βοτάνου, αλλά και ενοχλητικός άνθρωπος.
κουμάρις
= η αίσθηση της εξάντλησης.
κουμπόδιμα
= φυλαγμένο χρηματικό ποσό για ώρα ανάγκης.
κουμπουθιάζου
= δένω σε κόμπο, αλλά και πλέκω φανταστικές ιστορίες.
κουμπουθιάζουμι
= μηδενίζω τα έξοδά μου.
κουμπουρέλια
= οι καρποί του πλάτανου.
κουνάκι
(το) = πρόχειρη κατασκευή καλύβας για ετήσια, συνήθως, κατοίκηση.
κουνεύου
= φιλοξενούμαι κάπου για να περάσω το βράδυ.
κουνούστιου
= η σχέση, η συναλλαγή, (δε θέλω μ’ εσένα κουνούστιο).
κουντά
= ύστερα, κατόπιν.
κουντανάσα
= γρήγορη, αγχώδης αναπνοή.
κουνταριμένου
= το παλιόπαιδο, το ατίθασο παιδί που κάνει ζημιές.
κουντεύου
= φτάνω, πλησιάζω.
κουντζιάμ
(προέλευση τουρκική) = πολύ μεγάλος.
κουντίτιρα
= αργότερα.
κουντουζώνου
= πλησιάζω, έρχομαι κοντά.
κουντουσβόιρας
= μικρόσωμος.
κουντουστέκουμι
= σταματώ για λίγο το βάδισμα.
κουντράου
= χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα (αν αναφέρεται σε ζώα με κέρατα).
κουντριώντι=
χτυπιούνται με τα κέρατά τους, σπρώχνονται.
κουπαδιάρς
= οδηγός κοπαδιού, τσοπάνης.
κουπανέλους
= ξύλινο στενόμακρο δοχείο που χτυπούσαν το γάλα για το βούτυρο.
κουράκιασα
= δίψασα πάρα πολύ.
κουρακουζώης
= αυτός που ζει πολλά χρόνια.
κουρδουκύλα
(η) = κύλισμα στο έδαφος.
κουρδουκυλιόμι
= κάνω τούμπες, στριφογυρνάω.
κουρδουμένους
= καμαρωτός.
κουρδουμπούλιασι
= σβόλιασε.
κουρδώνουμι
= καμαρώνω πολύ για κάτι.
κουρήτα
= κορμός μεγάλου δέντρου που έγινε μακρόστενη σκάφη.
κουριλού
= είδος κουβέρτας που γίνεται με κουρέλια.
κουριντζέλι
= κουρέλι.
κουριντζέλου
= ζητιάνα, γυναίκα ντυμένη με κουρέλια.
κουρίτα
(προέλευση σλαβική) = ξύλινη σκάφη,
αλλά και ποτίστρα ζώων.
κουρίτς
= κορίτσι.
κουρίτς
γραμμένου = όμορφη κοπέλα.
κουρκούτ
= χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι.
κουρκουτό
= χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι απαραίτητος στη γαλατόπιτα.
κουρκουτσέλι
= κοκοράκι.
κουρκουτσιόβουλους
(ο) = γενική ακαταστασία.
κούρνια
(η) = σκαλωσιά όπου ανέβαιναν και κοιμούνταν οι κότες.
κουρνιάζου
= σκαρφαλώνω κάπου για να ησυχάσω.
κουρνιαχτός
= σκόνη.
κουρόμπλου
= κορόμηλο.
κουρτσέλι
= ξύλινη λεκάνη για να τρώνε τα γουρούνια σ’ αυτήν.
κουρτσόπλου
= νεαρό κορίτσι.
κούσαλου,
λέγεται και γεροκούσαλου = υπέργηρος.
κουσιά
= μεγάλο δρεπάνι με κοντάρι περίπου 1,5 μ.
κουσμάρ
(το)= φρέσκο τυρί χτυπημένο στο τηγάνι.
κουτ
κουτ = κάλεσμα σκύλου.
κουτάου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = τολμάω.
κούτελου
= μέτωπο.
κουτέτς
(το) = ορνιθώνας.
κουτιά
(τα) = οι κότες.
κουτιρίτσα
= μικρόσωμη σαύρα.
κουτουπούλι
(το) = κοτόπουλο.
κούτρα
(προέλευση λατινική) = το μέτωπο.
κουτράδα = ανοησία.
κουτρίδ
= άγουρο φρούτο.
κουτρίδις
= άγουρα σταφύλια.
κουτρού
(προέλευση τουρκική) = τυχαία.
κουτρουβάλα
= κυλώντας σε κατηφόρα.
κουτρουβαλιάσκα
= κύλησα, έπεσα κάτω.
κουτσιάφτς
= αυτός που έχει κομμένο το αυτί του.
κούτσιλου
= μικρό
κουτσιουβέλι
και κουτσύβιλου = μικρό παιδί.
κουτσιουμπέλι
= κούτσουρο, αλλά και άνθρωπος αγράμματος, αμόρφωτος.
κουτσκαρέλι
= μικρό παιδάκι.
κούτσκου
= μικρό.
κουτσλιά
= ακαθαρσία πουλιού.
κουτσμανταλεύου
= κάνω μικροδουλιές, μικροεπισκευές.
κουτσμαντάλια
= εύκολες μικροδουλειές.
κουτσουκέρα
= κατσίκα με σπασμένο το ένα κέρατο.
κουτσουλίκα
και κουτσουλίκου = παιδικό παιχνίδι με πηδήματα στο ένα πόδι.
κουτσουνόρλικου
= χωρίς ουρά.
κουτσουπαλεύου
= αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες.
κουτσουπδάου
= αναπηδώ στο ίδιο σημείο.
κουτσουπουρεύου
= «τα φέρνω βόλτα» δύσκολα, ζω με αρκετές δυσκολίες.
κούτσουρου
= μεγάλο κομμάτι χοντρού ξύλου, αλλά και το κορμί του ανθρώπου.
κουτσώνου
= πεθαίνω.
κουχιέβου
= παραφυλλάω με κακό σκοπό.
κουψαντέρα
= ζωύφιο του νερού.
κουψίδ
= κομμάτι ψητού κρέατος.
κουψουμισιάστκα
= με πόνεσε η μέση μου (συνήθως από μεγάλο βάρος).
κουψουχρουνιά
= πώληση προϊόντος σε εξευτελιστική τιμή.
κόφτρα
= μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
κόψιμου = κοπή, αλλά και έντονος κοιλιακός πόνος.
κράκουρα = οι άκρες των ψηλών βουνών.
κρένου
= μιλάω, αλλά και φωνάζοντας καλώ κάποιον από μακριά.
κριάς
(το) = κρέας.
κριβατίνα,
αλλά και κρεβατίνα (προέλευση
αρχαιοελληνική) = κληματαριά.
κριμανταλάς
= ψηλός, λεπτός και ασουλούπωτος άνθρωπος.
κριμαντζέλα
= πιάσιμο με τα χέρια από ένα κλαδί κάνοντας κούνια.
κρινί
(το) = κυψέλη από κούφιο κορμό δέντρου.
κριτσιανάου
= μασάω ηχηρά.
κριτσιανίθρα
= ο χόνδρος που βρίσκεται στο κρέας.
κριτσιλιάγκους
= λαιμός.
κρούει
ου ήλιους = ανατέλλει κάπου ο ήλιος.
κρούνης
και κρούνα = βαρυόμοιρος.
κρούου,
αλλά και κρου = αγγίζω.
κρυότ
= ψύχρα.
κταβ
(κουτάβι, προέλευση σλαβική) = μικρό
σκυλί.
κτι
= κουτί.
κτσή
= κουτσή.
κτσιάφτς
= αυτός που έχει κομμένο αφτί ή και μέρος αυτού κομμένο.
κτσιούμπ
(το) = ξύλο χωρίς κλαδιά, αλλά και αμόρφωτος άνθρωπος.
κτσο
= κουτσό, αλλά και παιδικό παιχνίδι.
κυπρί
(το) = κουδούνι, μπρούντζινο κουδούνι για γίδια με μακρόστενο σχήμα.
κύπρος
(ο) = μεγάλο χάλκινο κουδούνι.
κυριαρίνα
= είδος πουλιού, η τσίχλα.
κυτάρ
= ο πλακούντας που περιβάλλει τα έμβρυα.
κφάλα
(η) = κοίλωμα δέντρου, αλλά και τρύπα δοντιού.
κφο
= α. κουφό και β. το ποντίκι τυφλοπόντικας.
κφόβραση
(η) =ζέστη με συννεφιά, συννεφόκαμμα.
κφόγουρνου
= (μεταφ.) άνθρωπος που κάνει πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει.
Λ
λάβουμα
(προέλευση αρχαιοελληνική) = τραύμα.
λαγαρίζου
= ξεκαθαρίζω, μου μένει ως υπόλοιπο.
λαγαρός
= καθαρός.
λαγάρσι
= ξεκαθάρισε, απόμεινε ως περίσσευμα.
λαγγεύου
= σκιρτάω, λαχταράω.
λαγκιόλι
(το) = η δίπλα του φουστανιού ή της φουστανέλας.
λαγκιόλου
= γυναίκα ιδιότροπη, με πολλές παραξενιές.
λαγούσα
= είδος γκλίτσας που πιάνουν τα γιδοπρόβατα.
λαϊάζου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = ηρεμώ,
ησυχάζω, κρύβομαι.
λαΐνα
(προέλευση αρχαιοελληνική) = είδος
πιθαριού.
λαΐνι
(το) = σταμνάκι, (συνήθως έβαζαν βούτυρο μέσα σε αυτό).
λάιου
(προέλευση αλβανική) = ολόμαυρο.
λάϊους
(ο) = μαύρος, αλλά και ο δύστυχος.
λάκα
= ίσιωμα, αλλά και ως προστακτική : τρέχα να φύγεις.
λακάου,
(αόρ. λάκσα) = φεύγω, δραπετεύω.
λακριδί
= χαζοκουβέντιασμα, ανόητες φλυαρίες.
λανάρ
= είδος χτένας για να καθαρίζουν το μαλλί πριν το γνέσιμο.
λαντζουκόβουμι
= ανυπομονώ, αγωνιώ, ανησυχώ.
λάου
λάου = αργά αργά και κρυφά.
λαούτα
= ησυχία.
λαουτιάζου
= κρύβομαι και ησυχάζω.
λαπάς
= χιονόνερο.
λαπασάρου
= ηρεμώ και κυρίως για πόνο.
λαπασάρσι
(ο πόνος) = περιορίστηκε, μαλάκωσε (ο πόνος).
λατσούδα
= κλαδί από έλατο.
λαφιάζουμι
= αναστατώνομαι για κάτι.
λαχ
λαχ = βιαστικά.
λαχαίνου
= τυχαία συναντώ, πετυχαίνω.
λάχανα
= τα άγρια χόρτα των αγρών.
λαχτάρσα
= τρόμαξα.
λειψουκούλουρου
= λιποβαρές κουλούρι, αυτό που δεν έπαθε ζύμωση.
λέρα
= βρώμα, αλλά και παλιοχαρακτήρας.
λέσιου
= ψοφίμι.
λθάρ
= πέτρα.
λιαμέτ
= τεμπελιά, απραξία.
λιανόπιδα
= μικρά παιδιά.
λιανός
= λεπτός.
λιάνουμα
= το χρήμα
λιανώματα
= κέρματα μικρής αξίας.
λιάρους
(προέλευση αλβανική) = παρδαλός.
λιάτιρου
= αδύνατο και μικροκαμωμένο παιδί.
λιβέτ
= μεγάλο καζάνι.
λιζγάρ
= σκαλιστήρι.
λιλέκι
= πελαργός, αλλά και πολύ ψηλός και αδύνατος άνθρωπος.
λιλούδ
(προέλευση αλβανική) = άνθος,
λουλούδι.
λιμαριά
= το περιλαίμιο ζώων.
λιμπίζουμι
= λαχταρώ, επιθυμώ πολύ.
λιόκια
= τα ανδρικά μόρια.
λιουβόρ
(το) = ο λίβας.
λισβιρίσια
= σχέσεις, συναλλαγές.
λιχάρ
(προέλευση αρχαιοελληνική) = ψηλός
και λεβεντόκορμος άνδρας.
λκουσκισμένους
= ταλαίπωρος.
λκουφάουμα
= υβριστικά το ζημιάρικο ζώο π.χ. η κατσίκα που προκάλεσε ζημιά.
λόβα
= βρωμιά, μαγαρισιά (υλική ή ηθική).
λόγγους
(προέλευση σλαβική) = πυκνό δάσος.
λόιδου
(το) = τούφα μαλλιών.
λόντζα
= σκέπαστρο (συνήθως τσίγκινο) πρόχειρης κατασκευής.
λουβιάζου
= βρωμίζω, μαγαρίζω (υλικά ή ηθικά).
λουβιασμένους
= βρώμικος, αλλά και λεπρός.
λουγγά
= στενή παραποτάμια λωρίδα χωραφιού.
λουθνάρ
= μεγάλο σπυρί που προκαλείται από μόλυνση.
λουιαζμένους
= παραπλανημένος με συκοφαντίες.
λουιάζου
= βάζω λόγια (συκοφαντίες) για να βλάψω κάποιον.
λουιάζουμι
= με παρασύρουν με συκοφαντίες εναντίον κάποιου.
λούμπα
(προέλευση αλβανική) = παγίδα, μικρός
λάκκος με νερό και λάσπη.
λούρα
= βέργα με την οποία ο δάσκαλος τιμωρούσε τους μαθητές.
λούρους
= μακρύ ξύλο για το τίναγμα των καρπών δέντρου.
λούτους
= νωθρός, αλλά και χαζούλης.
λούτσα
(προέλευση σλαβική) = μούσκεμα.
λτσιδ
= μουσκεμένο με βρομόνερα.
λτσίζουμι
= κυλιέμαι μέσα σε λάσπες ή βρομόνερα.
λύκους
ξυδάτους = αυστηρός και πολύ σκληρός άνθρωπος.
λυκουφάουμα
= απειλητική λέξη για ατίθασο ζώο ή για ζώο που προκάλεσε ζημιά.
λφάζου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = σωπαίνω,
ησυχάζω.
λώιδου
(το) = μπούκλα μαλλιών.
Μ
μ’ βουλεί
= ευκαιρώ, έχω τη δυνατότητα.
μαγαρίζου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = βρωμίζω
, βεβηλώνω.
μαγαρσιά
= βρωμιά υλική ή ηθική.
μάγγανα
= φασαρίες, καυγάδες.
μαγκίπα
= είδος κρεμμυδιού.
μαγκούφκου
= έρημο.
μαγκούφς
= άνθρωπος που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια, δυστυχισμένος.
μαγκφαριά
= αναποδιά, κακοτυχία, εμπόδιο.
μάειδε
… μάειδε, αλλά και : μούειδε = ούτε … ούτε.
μαζώνου
= μαζεύω.
μαθέ(ς)
= λοιπόν.
μακάρ
= είθε, μακάρι.
μάκι
(λέγεται και μπάκι) = μήπως
μαλαγανιά
= πονηριά, κατεργαριά.
μαμαλίγκα
= είδος πίτας με αλεύρι από καλαμπόκι και χόρτα.
μανάρια
= οικόσιτα ζώα (αρνιά ή κατσικάκια).
μαναστήρ
(το) = μοναστήρι.
μαναφούκια
(προέλευση αραβική) = σπιουνιές, συκοφαντίες.
μαναχά
= μόνον.
μαναχός
= μόνος.
μαναχουτρουβιάρς
= μοναχικός τύπος, αυτός που θέλει να είναι μόνος του.
μαναχούτσκο
= μοναχούλι.
μανιά
= γιαγιά.
μάνταλους
(ο) = εσωτερικό ξύλο στην αυλόπορτα για να ασφαλίζουν την πόρτα.
μαντανία
= μάλλινη κουβέρτα.
μαντουλουίδια
= μαγικά τεχνάσματα, καθώς και τα χρησιμοποιούμενα μέσα.
μαξούλι
(το) (προέλευση αραβική) = η καλή
σοδιά, παραγωγή.
μαράζια
(προέλευση αραβική) = στεναχώριες.
μαραφέτ
(προέλευση τουρκική) = μικρό
εργαλείο.
μαργώνου
(προέλευση αρχαιοελληνική) = κρυώνω.
μαρή
(λέγεται και μουρή) = προσφώνηση αντί του ονόματος γυναίκας.
μαρκάλους
(προέλευση αλβανική) = γενετήσιο
ζευγάρωμα ζώων.
μαρμάγκα
= μεγαλόσωμο μυρμήγκι.
μαρούδα
= πλεκτή σακούλα κεντητή που είχαν τα παιδιά για το σχολείο.
μαρτίνια
= τα οικόσιτα αρνάκια.
Μαρτς
= Μάρτιος.
μασιά
(προέλευση περσική) = λαβίδα για να
πιάνουν τα κάρβουνα.
μασκαρ(ι)λίκι
= ντροπιαστική πράξη που έγινε σε βάρος κάποιου.
μασλάτ
= η κουβέντα.
μάστα
= μάζεψέ τα.
μαστάρια
= μαστοί.
μαστραπάς
(προέλευση αραβική) = μικρή μεταλλική ή πήλινη κανάτα.
ματ
= πηγή από την οποία αναβλύζει με δύναμη μεγάλη ποσότητα νερού.
μάτα
= ξανά (π.χ. ματαπάω = ξαναπάω).
ματαϊνώνου,
ματάϊνουσα = μετανιώνω.
ματασιλαχαίνου=
ξαναζώ, ξαναβλέπω, ξανασυναντώ.
ματαχαλεύου
= ξαναζητώ.
ματσιαλάου
= μασάω.
ματσκιά
= χτύπημα με ραβδί.
ματσκώνου
= χτυπάω με ραβδί.
ματσούκι
= κοντόχοντρο ραβδί, αλλά και ξυλοδαρμός (έπεσε πολύ ματσούκι).
μαυρούδα
= είδος μαύρου σταφυλιού.
μαυρουτσούκαλου
= παιδί πολύ μελαχρινό και άσχημο.
μαχαλάς
(προέλευση τουρκική) = συνοικία,
γειτονιά.
μαχμούσι
= φίμωτρο που έβαζαν στο στόμα ζώου για να μην τρώει ό,τι μετέφερε.
μετ
μουαμέτ = οπωσδήποτε, ντε και καλά.
μέτρους
(ο) = αρίθμηση.
μηδά
= μήπως, σάμπως.
μι κοφτ
= με απασχολεί κάτι, αλλά και με πονάει η κοιλιά.
μιδούλι
= νωτιαίος μυελός.
μι
κοφτ = με πονά η κοιλιά, αλλά και με ενδιαφέρει πολύ.
μιλίστρα
= είδος εδάφους.
μίνια
= μία.
μιράδ
= μερίδιο.
μιρακλώθκα
= ήρθα στο κέφι.
μιριάζου
= παραμερίζω, κάνω τόπο να περάσει κάποιος.
μιριές
(οι) = οι δυο πλευρές που φόρτωναν ένα ζώο, αλλά και τόποι.
μιρμιγκουφαγάκι
(το) = μικρό πουλάκι που ψάχνει στους κορμούς δέντρων.
μιρώνου
= εξημερώνω, ημερεύω, κατασιγάζω.
μιρουδούλι
= η αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας.
μιρουφάι
= το φαγητό μιας ημέρας.
μισάντρα
= η εσωτερική πόρτα.
μνυαλό
= μυαλό.
μοίρλα
= συνεχές κλαψούρισμα που προκαλεί ενόχληση.
μόκου
= τσιμουδιά.
μόλεμα
= μόλυνση.
μόλτσα
= σκόρος, αλλά και ενοχλιτικός άνθρωπος.
μόμκαν(ι)
= μου απέμειναν.
μόνε
= μόνο, μονάχα.
μουβόρους
= αιμοχαρής.
μούγκα
= απόλυτη σιωπή.
μούιδι
= μήτε.
μούκλου
= λοίπος απ’ το λαιμό χοίρου.
μουλαΐμκους
= βολικός, πράος, ήρεμος.
μουλεύου
= μολύνω.
μουλόϊμα
= διήγηση.
μουλουγάου
= εξιστορώ.
μουλουχτός
= ύπουλος, δόλιος.
μούμπτζας
= χαμένος άνθρωπος, άχρηστος.
μουνάντιρους
(ο) = αχόρταγος.
μουνουκουπανιά
= μια κι έξω, με μια και μόνο προσπάθεια.
μουνουχάου
= ευνουχίζω αρσενικό ζώο.
μουνούχι
(το) = ευνουχισμένο ζώο.
μουντζούφλης
= κατσούφης.
μουραπάδες
= παραμύθια, ανέκδοτες ιστορίες.
μουριέλα
= βαριεστιμάρα.
μούρκους
= βρώμικος, λερωμένος (ιδιαίτερα στο πρόσωπο).
μουρντζόβλαχους
= άξεστος άνθρωπος, αγροίκος.
μούρντζουφλους
= σκυθρωπός.
μουρουγκλός
= άτομο με πρόβλημα στην ομιλία.
μουσκφό
= ύπουλο, άτομο που υποκρίνεται, ψευτοκακόμοιρο.
μουστηρής
(προέλευση αραβική) = αγοραστής,
πελάτης.
μούτιλη
(προέλευση λατινική) = βρώμικη λάσπη.
μουτλάκ
(προέλευση τουρκική) = ντε και καλά,
με το ζόρι, οπωσδήποτε.
μούτους
(προέλευση λατινική) = βουβός,
μουγκός, αλλά και φόβητρο για παιδιά.
μόχαλου
(το) = πέτρα που την πιάνει η χούφτα του χεριού.
μπαζίνα
= φαγητό με αλεύρι καλαμποκιού και τραχανά.
μπαΐλντσα
και μπαΐλσα = εξαντλήθηκα.
μπαϊλσιά
= λιποθυμία που προέρχεται κυρίως από πείνα.
μπάκα
(προέλευση αλβανική) = κοιλιά,
στομάχι.
μπάκακας
και μπακακάκι = βάτραχος.
μπακανιάρκου
= ασθενικό παιδί, παιδί με πρησμένη κοιλιά.
μπακανιάρς
= κιτρινιάρης, ασθενικός.
μπάκι
= μήπως.
μπακίρ
= χάλκινο σκεύος.
μπακλαΐ
= μπακλαβάς.
μπακράτς
= μικρό μεταλλικό δοχείο με χερούλι.
μπαμπακιέλα
= μαντίλα.
μπαμπέσης
(προέλευση αλβανική) = ύπουλος,
δόλιος.
μπασιά
= αυλόπορτα.
μπατή
= αυλόπορτα.
μπάτσες
= α. χτυπήματα στο πρόσωπο, β. κλαδιά δέντρων για τροφή ζώων.
μπατσουκουλιά
= χτύπημα με την παλάμη του χεριού στα οπίσθια κάποιου.
μπερτάχι
= δάρσιμο, το γερό ξύλο που δίνεται σε κάποιον.
μπεσαλής
= έμπιστος, άνθρωπος που κρατά το λόγο του.
Μπζιλ
(το) = Μουζήλο (χωριό της Ευρυτανίας).
μπιδικλώθκα
= μπερδεύτηκα κάπου.
μπίζια
= μπιζέλια.
μπιζιρίζου
και μπιζιράου = κουράζομαι, μπουχτίζω.
μπικιόνι
= τσίγκινο κύπελλο.
μπιρκέτια
(προέλευση αραβική) = πλούτη,
προκοπές.
μπιρμπίλα
(προέλευση τουρκική) = λεπτή δαντέλα.
μπιρμπιλόνια
= είδος ζυμαρικών.
μπιρμπιλουμάτς
= αυτός που έχει ζωηρά, παιχνιδιάρικα μάτια.
μπισίκι
= κούνια μωρού.
μπιτίζου
(προέλευση τουρκική) = τελειώνω.
μπίτσα
= τελείωσα.
μπίχνου
= καρφώνω, αλλά και εξαντλούμαι.
μπιχτιά
= απότομη κατηφόρα.
μπιχτουκέφαλα
= πέσιμο με το κεφάλι προς τα κάτω.
μπλαμούτσα
= φαρδιά παλάμη.
μπλάνα
= μεγάλος βώλος χώματος στο όργωμα.
μπλαρ
= μουλάρι.
μπλαρκό
= μουλάρι.
μπλάστς
= πλάστης, όργανο για να φτιάξουν φύλα για την πίτα.
μπλατσιανάου
= κυλιέμαι στα νερά.
μπλιά
= μηλιά.
μπλιόρ
= αρνί ή κατσίκι δύο ετών.
μπλουγούρ
= φαγητό από αλεσμένο ή στουμπισμένο σιτάρι.
μπλούκι
(προέλευση τουρκική) = κοπάδι.
μπόβουλας
= σαλιγκάρι με κέλυφος.
μπόλι
= εμβόλιο.
μπόλια
= μαντίλα.
μπόλικου
(προέλευση τουρκική) = αρκετό.
μπόρα
(προέλευση βενετσιάνικη) = ξαφνική
καταιγίδα.
μπόρεση
(η) = δυνατότητα.
μπόσκους
(προέλευση τουρκική) = καλόβολος,
χαλαρός.
μπότ
= πήλινο δοχείο κρασιού.
μπούζι
= πολύ κρύο.
μπούκα
(η) = μάγουλο.
μπούκις
= φουσκωτά μάγουλα.
μπουλέτου
= σημείωμα.
μπούλτσια
= το ακανθώδες περίβλημα που έχουν τα κάστανα.
μπουμπάρ
= είδος λουκάνικου που περιέχει και συκώτι και πνευμόνι γουρουνιού.
μπουμπνάει
= μπουμπουνίζει, αστράφτει και βροντά.
μπουμπόιρας
= είδος ζωυφίου.
μπουμπότα
(προέλευση αλβανική) = ψωμί καμωμένο από αλεύρι καλαμποκιού.
μπούμτζας
= βλάκας.
μπουραχίλι
= εξάνθημα του δέρματος που παρουσιάζεται στα χείλη.
μπουρδουκλώνου
= ανακατεύω καταστάσεις για να αποφύγω κάτι.
μπούρμπιλη
= ό,τι απομένει από μια μεγάλη πυρκαγιά (στάχτ κι μπούρμιλη).
μπουρμπουτλημένους
= κουκουλωμένος καλά.
μπουρμπουτλήχκα
= κουκουλώθηκα.
μπουρμπουτλίου
= τυλίγω με πολλά ρούχα ή σκεπάσματα.
Μπουρσιώτσα
= Προυσιώτισσα.
μπούσια
(επίρρημα) = μούσκεμα.
μπουσλάου
= περπατάω στα τέσσερα.
μπουχαρί
(το) = η καμινάδα, καπνοδόχος.
μπουχός
(προέλευση σλαβική) = σκόνη , καπνός,
αυτός που γίνεται άφαντος.
μπουχτίζου
= αηδιάζω, βαριέμαι, χορταίνω.
μπούχτσα
(προέλευση τουρκική) = βαριέστησα.
μπόχα
= ανυπόφορη βρωμιά.
μπραζούκια
= μικρά πουλάκια που δεν μπορούν να πετάξουν ακόμη.
μπράσκα
(η) = είδος μεγαλόσωμου βατράχου.
μπραστ,
λέγεται και φρουστ = γρήγορη φυγή.
μπρίζου
= μουγκρίζω δυνατά.
μπριστούρις
= εντόσθια ζώων, αλλά και άχαρα πάχη ανθρώπων γύρω από την κοιλιά.
μπρου
πούλ πούλ = κάλεσμα κότας.
μπρούμτα
(προέλευση μεσαιωνική ελληνική) =
πρηνηδόν.
μπρουμτάου
και μπρουμτίζου = πέφτω μπρούμυτα.
μπρουσνός
(ο) = αυτός που είναι εμπρός.
μπρουστάρς
(ο) = πρωτοπόρος.
μπρόχει
= με βολεύει, με εξυπηρετεί, μου δίνεται η ευκαιρία.
μπσιακό
= συντροφικό.
μπσίτσα
(η) = πολύ μικρό έντομο.
μπσότριβου
= μισοφθαρμένο ρούχο.
μπσουβέζκου
(πρ. αραβική) = το μη ξεκάθαρο αλλά
αποτελεί μια ενδιάμεση λύση.
μσαφιραίοι
= επισκέπτες.
μσιακό
= αυτό που έχουμε από μισό.
μσκαρ
(το) = μοσχαράκι.
Μσουσπουρίτς
= Νοέμβριος.
Μσουσπουρίτσα
(η) = η εορτή των εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου).
μτσούνα
= μούρη.
μύθους
= γεγονός που φέρνει ντροπή, διαπόμπευση, γελοιοποίηση.
μυρμηγγιάζου
= μουδιάζω.
Ν
να
σπου, αλλά και να σπω = να σου πω.
να,
κουτ- κουτ = κάλεσμα σκύλου.
νειρεύουμι
= ονειρεύομαι.
νησκός
= πεινασμένος.
νιά
= μια, αλλά και νεαρή κοπέλα.
νια
ψχούλα = λίγο, ελάχιστη ποσότητα από κάτι.
νιάνιαρου
= μικρό παιδί.
νίβουμι
= πλένω το πρόσωπό μου.
νικρουσκούτ
= σάβανο.
νίλα
= μεγάλη ζημιά.
νιόγαμπρα
(τα) = οι νεόνυμφοι.
νιρόμπλους
= νερόμυλος.
νιρουτός
= αυτός που δεν είναι πηχτός.
νιρουφαές
= αποσαθρώσεις του εδάφους που οφείλονται σε δυνατή βροχόπτωση.
νιρουφίδα
(η) = φίδι που ζει στο νερό.
Νκουλουβάρβαρα
= Δεκέμβριος.
νόμ’=
δώσε μου.
νουγάου
= καταλαβαίνω, είμαι έξυπνος.
νουγάτους
(ο) = μυαλωμένος.
νουμάτ
= άτομα.
νουματαίοι
= σημαντικά πρόσωπα
νουντάς
(ο) = σάλα υποδοχής.
νουρά
= ουρά.
νουτίζου
= υγραίνω.
νσάφ
= επί τέλους, αμάν πια.
ντάβανους
(ο) = έντομο πολύ ενοχλητικό στα μεγάλα κυρίως ζώα.
νταβαντούρια
= φασαρίες, δυνατοί θόρυβοι.
νταβάς
= πλατύ και αβαθές σκεύος, μεγάλο χάλκινο ταψί.
νταβραντισμένους
= δυναμωμένος.
νταϊαντάου
= στηρίζω, υπομένω.
νταϊαντώ
= υπομένω, κάνω κουράγιο.
νταϊλίκι
(το) = αξιοσύνη, παλικαριά.
νταμαχιάρς
= αυτός που τα θέλει όλα δικά του, αχόρταγος.
ντάνα
= στοίβαξη με τάξη ομοειδών αντικειμένων.
νταραβέρια
= σχέσεις, συναλλαγές.
ντβαρ
= τοίχος, αλλά και άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε.
ντέρτια
= στεναχώριες, καημοί.
ντζαμάρα
(προέλευση αλβανική) = μουσικό
όργανο.
ντζέρτζιλου
= ευχάριστη αναστάτωση, φασαρία.
ντζιανός
= σβέρκος, (π.χ. του ’στριψε του ντζιανό = τον στραγγάλισε).
ντζιζ
= παιδικό παιχνίδι.
ντζιόρας
(ο) = ανόητος, «αγύριστο» κεφάλι.
ντζιρντζιλές
= φασαρία, ταραχή, αναστάτωση.
ντιπ
(προέλευση τουρκική) = εντελώς,
καθόλου.
ντιπ
κατά ντιπ = καθόλου.
ντιρέκι
(το) = πανύψηλος άνθρωπος.
ντιριέμι
(και ντιριώμι) = ντρέπομαι.
ντιρλίκι
= φαγητό.
ντιρλικώνω
= τρώω με βουλιμία.
ντιρουκόβου
= δέρνω αλύπητα.
ντλαπ
= ντουλάπι.
ντόμπρους
= άδολος, ειλικρινής, ανοιχτόκαρδος.
ντουγρού
= ίσια, κατευθείαν.
ντουρός
= ίχνος, πατημασιά.
ντούχνα
= πυκνός καπνός που εμποδίζει την όραση.
ντουχνιάζου
= γεμίζω από πυκνό καπνό ή ομίχλη.
ντράβαλα
= φασαρίες.
ντραλίζουμι
= ζαλίζομαι.
ντριτ
= την Τρίτη.
ντρουβάς
(προέλευση περσική) = είδος σάκου,
ταγάρι.
ντρόχαλα
= τόπος γεμάτος πέτρες.
ντρόχαλα
= χοντρές πέτρες που κυλάνε.
νυχτέρ
= δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
νφαδιά
= νύφη.
νφόπλου
= χαϊδευτικά απ’ τους συγγενείς η νύφη.
νώμους
= ώμος.
Ξ
ξάγναντου
(το) = ξέφωτο.
ξάϊ
=η αμοιβή σε είδος για τα αλεστικά.
ξαίνου
= ετοιμάζω μαλλί για γνέσιμο.
ξακριάζου
= ακροβατώ, πάω άκρη άκρη.
ξαμώνου
(προέλευση μεσαιωνική) = στρέφομαι απειλητικά εναντίον κάποιου.
ξανάστρουφ
(η) = το χαστούκι.
ξαντίνιμα
(το) = η απόδοση, η ανταμοιβή.
ξαπουδός
= ο διάβολος.
ξαπουλιόμι
= τρέχω γρήγορα πίσω από κάποιον ή κάτι για να προφτάσω.
ξαστόϊσα
= αποξεχάστηκα.
ξέρακας
= ξερό δέντρο.
ξέφτιρας
ή ξιάφτιρας = το γεράκι.
ξέχουρα
= χωριστά.
ξιαπουσταίνου
= ξεκουράζομαι.
ξιαρίζου
= καθαρίζω με το φτυάρι έναν τόπο.
ξιαστουχάου
= αποτυγχάνω, αλλά και ξεχνάω.
ξιθάλι
= μακρύ σίδερο για να ανακατεύουν τα κάρβουνα στη φωτιά.
ξιθαλιάς
= ψηλός, εύσωμος άνθρωπος.
ξιθλίκουτους
= ξεκούμπωτος.
ξικαμπάου
= φαίνομαι ξαφνικά κάπου μακριά.
ξικάμψα
= έφυγα, αναχώρησα, φάνηκα μακριά στον ορίζοντα.
ξικαπίστρουτους
= χωρίς χαλινάρι και μεταφορ. : χωρίς ηθικές αρχές.
ξίκικου
(προέλευση τουρκική) = λιποβαρές λόγω
πειραγμένης ζυγαριάς.
ξικουπή
= μισθωτή συμφωνία.
ξικιουσούλεμα
= εξόντωση, εξαφάνιση.
ξικιουσουλεύου
= ξεπαστρεύω, εξαφανίζω, εξοντώνω.
ξικιουσούλεψα
= εξόντωσα, εξαφάνισα.
ξικιφαλιάζου
= χαστουκίζω πολύ δυνατά.
ξικουκλώνου
= ξεσκεπάζω.
ξικουλώθκα
= κουράστηκα πολύ.
ξικουλώνου
= ξεριζώνω.
ξικούτς
(ο) = γέρος που ξεχνάει.
ξικρίνου
= ξεχωρίζω, διακρίνω.
ξιλαγάρσι
= ξεκαθάρισε, περίσσεψε.
ξιματιάζου
= αφαιρώ τη βασκανία με κατάλληλες λέξεις.
ξιμπιτίζου
(προέλευση τουρκική) = αποτελειώνω.
ξιμπλέτσουτους
= μισόγυμνος.
ξιμπουρδάλι
(το) = αδιάντροπος, χυδαίος άνθρωπος.
ξιμπουρδάλιασι
= εξαχρειώθηκε, αποθρασύνθηκε.
ξιμπουρδάλιασμα
(το) = εξαχρειωμένο άτομο, θρασύς και χυδαίος άνθρωπος.
ξιμ(ου)τόχ’
= επίτηδες, σκόπιμα.
ξιμυστηρεύουμι
= εκμυστηρεύομαι.
ξιντζιανιάζου
= σταγγαλίζω.
ξιπαϊάζου
= κρυώνω πάρα πολύ.
ξιπαστρεύου
= σκοτώνω, εξαφανίζω.
ξιπατώνουμι
= = κουράζομαι πολύ.
ξιπιταρούδ’
= πουλί που πετάει για πρώτη φορά.
ξιπίτηδις
= επίτηδες, σκόπιμα.
ξιπιτούτου
= επίτηδες.
ξιπιτσιάζου
= αφαιρώ την επιδερμίδα ή τμήμα αυτής.
ξιπρουβέλνου
= ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι.
ξιραΐλα
= η κατάσταση που φέρνει η μεγάλης διάρκειας ανομβρία.
ξιραμένου
(το) = το φίδι.
ξιρκά
= χωράφια που δεν ποτίζονται.
ξιρό
ψουμί = φαγητό που αποτελείται μόνο από ψωμί και τίποτε άλλο.
ξιρουντάουλου
= μουσική με μοναδικό όργανο μόνο ένα νταούλι.
ξιρουσταλιάζου
= περιμένω μάταια και ανώφελα μέσα στο κρύο.
ξισάρκουτους
και ξεσάρκουτους = γυμνός.
ξισαρκώνου
= γυμνώνω.
ξισάρσει
= έγινε κατολίσθηση του εδάφους.
ξισβέρκουμα
= δυνατά χτυπήματα στο σβέρκο.
ξισκαλίζου
= εκμαιεύω, ψάχνω επίμονα.
ξισκάου
= ανακουφίζομαι από κάτι που μου προκαλούσε άγχος.
ξισκλάου
= σχίζω.
ξισκληάρς
= βρωμιάρης με σχισμένα ρούχα.
ξισλόιαστους
= άνθρωπος χωρίς έγνοιες, χωρίς άγχος.
ξισνιρίζουμι
= παρασύρομαι ώστε να ανταγωνίζομαι με κάποιον.
ξισουεύου
= απαρνιέμαι το σόι μου και αλλάζω χαρακτήρα.
ξιστουράου
= διηγούμαι, εξιστορώ.
ξιστριμματίζου
= καθαρίζω χωράφι από πέτρες.
ξιστρίφκα
= εξαντλήθηκα.
ξιτλάου
= ξετυλίγω.
ξιτσιαουλιάζουμι
= μου φεύγει το σαγόνι απ’ το πολύ χασμουρητό.
ξιτσιουλιάζουμι
= ξεσκεπάζομαι.
ξιφλάου
= γυρίζω τις σελίδες βιβλίου.
ξιφλούδια
= η διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.
ξιφλουδίσια
= η ομαδική διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.
ξιφτέρια
(τα) = τα εξαπτέρυγα.
ξλάστρα
= άγονο χωράφι.
ξλουφάι
= εργαλείο με το οποίο λείαιναν ξύλα.
ξόμπλι (το) = στολίδι.
ξόμπλιου
(προέλευση λατινική) = στολίδι,
κέντημα.
ξόπιτσα
= επιδερμικά.
ξου
ξου = κραυγή για το διώξιμο πουλερικών.
ξουδιάζου
= ξοδεύω.
ξουδκό
= δαιμονικό.
ξουμπλιάζου
= στολίζω.
ξουμπλιάστρα
= κεντήστρα.
ξπουδένουμι
= βγάζω τα παπούτσια μου.
ξυθαλιάς
= άνθρωπος με μακριά πόδια.
ξυθάλι
(το) = μεταλλικό ή ξύλινο όργανο για το ανακάτεμα της φωτιάς.
ξυόμι
= ξύνομαι.
ξφούκης
= αυτός που έχει πολλά «αέρια» και δεν μπορεί να τα ελέγξει.
Ο
όθι
= όπου (π.χ. όθι κι αν πας = όπου κι αν πας).
όι!
(λέγεται και ούι!) = επιφώνημα φόβου, αλλά και όχι.
όμπγιου
(το) = πύον.
όξου
= έξω.
όργους
(ο) = το όργωμα.
ουβουρός
(προέλευση σλαβική) = περιφραγμένη αυλή έξω από την κουζίνα.
ούι!
= επιφώνημα θαυμασμού, ή και φόβου.
ουιδίζου
= μοιάζω.
ουκάρκου
= αυτό που έχει βάρος μιας οκάς.
ούκου
= όχι.
ουλνούς
= όλους.
ούλοι
= όλοι.
ουλόρθους
= εντελώς όρθιος.
ουλόστρατα
= όλο στον ίδιο δρόμο.
ουλότιλα
= ολοκληρωτικά.
ουλουένα
= πάντα.
ουλούθι
= παντού.
ουλουσούμπιτους
(προέλευση ιταλική) = σύσσωμος.
ουλουτρόϋρα
= ολόγυρα.
ουργή
= κατάρα.
ουργισμένου
= καταραμένο.
ουργιά
= μήκος ίσο με το άνοιγμα των χεριών.
ουρλιέτι
= ουρλιάζει.
ουρμηνεύου
= συμβουλεύω.
ουρμήνια
= συμβουλή.
ουστ
= παρακίνηση σε γαϊδούρι να προχωρήσει.
ουχτρός
= εχθρός.
όχτους
(προέλευση αρχαία ελληνική) = πλαγιά,
μικρός γκρεμός.
Π
πααίνου
= πηγαίνω.
παγαδιά
ή παγάδα = ηρεμία, άπνοια, ησυχία.
παγαδιάζου
= ησυχάζω, ηρεμώ και περιορίζεται ο πόνος.
παγανά
(τα) = καλικάντζαροι.
παγάνα(
αλλά και παγανιά) = ομαδική καταδίωξη λύκων, ληστών …
παγγύρ
= πανυγύρι.
παγούρ
(προέλευση μεσαιωνική) = μικρό
κλειστό δοχείο νερού.
πάει
καλιά τ’ = έφυγε.
παθής
(ο) = αυτός που έπαθε κάτι, που δοκιμάστηκε, που βασανίστηκε.
παίδιψ(ι)
(η) = η κούραση, κόποση, ο αγώνας στη ζωή.
παίνιις
(οι) = παινέματα και ψωροπερηφάνιες.
παλαμίζου
= βάζω την παλάμη μου κάπου (π.χ. στο Ευαγγέλιο για να ορκιστώ).
παλάμσι
= έβαλε την παλάμη του, ορκίστηκε.
πάλε
= ξανά.
παλεύου
= πειράζω.
παλιουπράτνα
(η) = γέρικη προβατίνα.
παλιούρ
(το) = αγκαθωτό φυτό.
πάλιουρας
= θάμνος αγκαθωτός.
παλιούρια
= αγκαθωτοί θάμνοι για περιφράξεις.
παλιουρούτια
= παλιόρουχα.
παλούκι
= πάσσαλος, αλλά και άγριος ξυλοδαρμός.
Παναούλα
μ’! = επίκληση της Παναγίας.
πανιάζου
= γίνομαι κατακίτρινος, χάνω κάθε ίχνος ζωντάνιας.
πανουσάμαρα
= επιπρόσθετο φορτίο σε ζώο πίσω από το σαμάρι.
πανουτίμ
(το) = το πάνω απ’ την κανονική τιμή σε μια συναλλαγή.
παντανόστμου
(το) = πολύ νόστιμο.
παντέχου
και απαντέχου (προέλ. αρχαιοελληνική)
= περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω.
παντουχή
(η) = προσδοκία, ελπίδα.
παντρουλουιόντι
= προξενεύονται, αλλά και συμφώνησαν για τη σύναψη γάμου.
παντχαίνου
= υπολογίζω, αλλά και συναντώ ανέλπιστα.
παπάρα
= ψωμί βουτηγμένο σε νερό ή γάλα με τυρί και λάδι.
παπαρώνου
= μουλιάζω.
πάπτσας
= είδος μαύρου εντόμου με δαγκάνες.
παραγώνι
= τζάκι.
παραδέ
= προπαντός.
παραδίνου
= βρίζω.
παραθύρα
= μικρό άνοιγμα στον τοίχο δίπλα στο τζάκι, ντουλαπάκι.
παράκιρα
= άκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο.
παραλόησι
= τρελάθηκε.
παραμάσκαλα
= κάτω απ’ τη μασχάλη.
παρανταριά
= όλα με τη σειρά χωρίς καμιά εξαίρεση, σβάρνα.
παραπανούλια
= λίγο πιο πάνω.
παραπιρούλια
= λίγο πιο πέρα.
παραπούλια
= παράρριζα, κωλοφούσια φυτών.
παρασάνταλους
= ανάπηρος, πολύ άσχημος.
παραστιά
= το μπροστινό κάτω μέρος του τζακιού.
παραταριά
= στη σειρά και δίπλα δίπλα.
παρέθου
= πιο κοντά. (έλα παρέθου = έλα πιο κοντά).
παρέκει
= πιο πέρα.
παρμάρα
= εξάντληση, αδυναμία να κινηθούν χέρια και πόδια.
παρτσακλό
(και πατσιακλό) = παιδί με αναπηρία στα πόδια.
παρτσακλός
= στραβοπόδης.
πασπάλη
= λεπτό στρώμα χιονιού, ζάχαρης …
πασπαλίζου
= ρίχνω άχνη ζάχαρη.
πάστρα
(προέλευση μεσαιωνική με ινδοευρωπαϊκή
ρίζα) = καθαριότητα.
παστρεύου
= καθαρίζω, αδειάζω τον τόπο.
παστρικιά
= γυναίκα επιλήψιμης διαγωγής.
παστρικός
= καθαρός, (αλλά και, ειρωνικά, ανήθικος άνθρωπος).
πατάκα
= πατάτα.
παταλαλάου
= λέω τρελά πράγματα και φέρομαι σαν τρελός.
πατάλικους
(ο) = άγαρμπος, δυσκίνητος.
παταριά
= σβάρνα.
πατατούκα
(προέλευση βενετική) = βαρύ μάλλινο πανωφόρι.
πάτιρου
(προέλ. αρχαιοελληνική) = μεγάλο
ξύλινο καδρόνι για τη σκεπή οικοδομών.
πατκώνου
= γεμίζω μέχρι επάνω ένα χώρο, τρώω πάρα πολύ, μέχρι «σκασμού».
πατλιά
= επίπεδη επιφάνεια χωραφιού που διαδέχεται κάποια ή κάποιες άλλες.
πατούρα
= μούσκεμα.
πατουσιά
= μεγάλη επιφάνεια (πεζούλα) χωραφιού.
πατσιαβλιάσκι
= τσαλακώθηκε.
πατσιακλό
= άτομο με στραβά πόδια.
πατσιαουριάζου
= (χλευαστικά) τρώω του σκασμού.
πατσνιάζου,
λέγεται και πατσκώνου = συνθλίβω.
πατώκουρφα
= από πάνω μέχρι κάτω, απ’ την κορυφή ως τα νύχια.
πάφλας
(πληθ. παφίλια) = τενεκές, κομμάτι
τσίγκου.
παχάκι
(το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.
παχτίτς
= είδος χιονιού.
πδάμι
= πηδάμε.
πέλες
= ακατέργαστα σανίδια.
πελικούδια
= σκλήθρες από ξύλο που πελεκήθηκε με τσεκούρι.
πέτακας
= προεξοχή βράχου με χάος από κάτω.
πέταυρο
(προέλ. αρχαιοελληνική) = είδος ίσιου
σανιδιού.
πέτρα
(τα) = χυλοπίτες.
Πέφτη
= Πέμπτη.
πήρι
τα πλάϊα = τρελάθηκε.
πητιδιεύουμι
= τα καταφέρνω σε κάτι.
πθαμή
(προέλευση αρχαία ελληνική) = το
μέγεθος του ανοίγματος της παλάμης.
πθινά
= πουθενά.
πιδί
= αγόρι, (το κορίτσι αποκαλείται : το θηλκό).
πιδικλιά
= τρικλοποδιά.
πιδικλώνουμι
= μπερδεύομαι κάπου και πέφτω.
πιδούκλι
= εμπόδιο μπροστά στα πόδια.
πιζεύου = κατεβαίνω από το άλογο ή από
κάποιο όχημα.
πιντόβουλα
(τα) = παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πέντε πετραδάκια.
πιπίδα
= αρρώστια που φέρνει στις κότες η μεγάλη δίψα.
πιπίδιασα
= δίψασα πολύ.
πιρόνι
(το) = μεγάλο καρφί.
πιρουνιάζου
= διατρυπώ, αλλά και περονιάζει το κρύο = είναι πολύ τσουχτερό.
πισκέσι
(το) = δώρο, χάρισμα, προσφορά.
πιταρούδια
και ξιπιταρούδια = μικρά στην ηλικία πουλάκια.
πιτρουβουλάου
= πετροβολώ.
πιτσιά
= δέρματα.
πιτσουκόβου
= κατακομματιάζω, δίνω πολλές μαχαιριές.
πιτσώνου
= πετυχαίνω το στόχο μου, αλλά βάζω και δερμάτινες σόλες σε παπούτσια.
πκάμσου
(το) = υποκάμισο.
πλάθου
= ζυμώνω και κάνω φύλλα τη ζύμη.
πλαϊάζου
= κοιμούμαι.
πλακίδα
= μικρή στην ηλικία κότα.
πλακουλθιά
= πλακουτσωτή πέτρα.
πλάλα
(η) = τρέξιμο, τρεχάλα.
πλάλα
= τρέξε.
πλαλάου
= τρέχω γρήγορα.
πλανταγμένους
= καταστεναχωρεμένος.
πλαστήρ
( και μπλάστς) = ξύλινο ραβδί με το οποίο άνοιγαν φύλλο για πίτα.
πλατέα
= πλατεία.
πλατσκουκέφαλους
= άνθρωπος με πλατύ και σαν συμπιεσμένο κεφάλι.
πλατσκουμύτς
= άτομο με πλατιά μύτη.
πλατσκώνου
(και πλιατσικώνου) = βάζω την παλάμη μου (σε όρκο), συνθλίβω.
πλειότιρου
και πλεισότιρου = περισσότερο.
πλέτι
= που λέτε.
πλι
(το) = πουλί.
πλιατσκουλόι
= κλοπές και λεηλασίες.
πλιμόνια
= πνευμόνια.
πλιξιάνα
= μια αρμάθα από σκόρδα ή κρεμμύδια.
πλουγούρ,
αλλά και μπλουγούρ = χοντροαλεσμένο σιτάρι.
πλόχειρου
= φούχτα, όσο πιάνει η μισόκλειστη παλάμη του χεριού.
πλύμα
= μούσκεμα, αλλά και χυλός από πίτουρα για τροφή γουρουνιών.
πλύσ’
= πλύσου.
πνάου
= πεινάω.
πόλκα
= γυναικείο ένδυμα, ζακέτα.
πόντζι
= βρασμένο τσίπουρο.
πόσιας
= σύζυγος.
πόστα
= έντονη παρατήρηση, κατηγορία.
πουγκώνου
= προκαλώ ασφυξία φράζοντας τη μύτη κάποιου.
πουδάρ
= πόδι.
πουδαρίνης
= άνδρας ψηλός, με μεγάλα πόδια.
πουδαρκό
= η πρώτη επίσκεψη κάπου.
πούθι;
= από πού;
πουκάρ
(προέλευση αρχαιοελληνική) = τουλούπα
μαλλιού.
πουλ
πουλ πουλ = κάλεσμα πουλερικών.
πούμουμα
= βούλωμα, αλλά και πνίξιμο.
πουμώνου
= πνίγω φράζοντας τη μύτη.
πουνίδια
(τα) = πονάκια σε διάφορα μέρη του σώματος.
πούντα
= σοβαρό κρυολόγημα.
πούντους
= πού είναι;
πουρεύου
και πουρεύουμι = περνάω, έχω τα απαραίτητα.
πουρνό
= πρωί.
πούσι
(προέλευση τουρκική) = καταχνιά,
ομίχλη, θολούρα.
πούταν;
= πού ήταν;
πουτσαράς
= λεβέντης.
πουτσαρίνα
= γυναίκα άξια, εργατική, προκομένη.
πουτσαρίνης,
πουτσαρίνα = λεβέντης, λεβέντισσα.
πουτσνάρ
= στόμιο ασκιού ή και άλλου δοχείου.
πρ
πούλι πούλι = κάλεσμα στις κότες.
πράμα
(το) = το γυναικείο γεννητικό όργανο.
πράματα
= ζώα, πρόβατα ή οτιδήποτε άλλο.
πρατίνα
= προβατίνα.
πρατσαλίζου
και προυτσιαλάου (προέλευση αλβανική)
= ερωτοτροπώ.
πρέκνες
(οι) = φακίδες.
πριάκουνου
(το) = είδος ακονιστηριού.
πριόβουλους
= σκληρή κοκκινωπή πέτρα που χτυπώντας την άναβαν το τσιμπούκι.
πριτς
= έκφραση κοροϊδευτικής άρνησης.
πριτσουβόλιμα
(το) = ο ήχος που κάνου τα φρέσκα κλαδιά που καίγονται.
πρόγκους
= διώξιμο.
πρότα
= πρόβατα.
προυγκάου
(προέλευση σλαβική) = διώχνω με τρόπο
αγενή, ξαφνιάζω, σκορπίζω.
προυζμόπτα
= πίτα που γίνεται χωρίς φύλλα.
προυζύμια
(τα) = έθιμο που προηγείται του γάμου (περίοδος του αρραβώνα).
προυκάνου
= προλαβαίνω.
προυμάδα
= ζεσταμένη στα κάρβουνα φέτα ψωμιού, φρυγανιά.
προυσάλιυρου
= το αλεύρι που θα χρησιμοποιηθεί για το προζύμι.
προυσδιάβκει
= προσπέρασε.
προυσήλια
= τόπος που ολημερίς τον βλέπει ο ήλιος.
προυσθηλιάζου
= τοποθετώ το μικρό ζώο στο μαστό της μάνας του.
προυσίφιρα
= κοιτάζοντάς σε μου φάνηκες πως μοιάζεις με κάποιον γνωστό.
προυσνάου
= προσκυνώ.
προυσπέφτου
= πέφτω ικετευτικά στα πόδια κάποιου, θερμοπαρακαλώ.
προυσφάι
= ό,τι τρώγεται με ψωμί, πρόχειρο φαγητό.
προυτσαλίστκα
= καψαλίστηκα στη φωτιά.
προυτσάλους
= το φρούμισμα με τη μύτη και το στόμα κριαριού ή τράγου.
προυχαλίζου
= καταβρέχω με νερό που κρατάω στο στόμα.
πρυόβουλους
= στουρναρόπετρα που όταν χτυπιόταν με άλλη έβγαζε σπίθα.
πρώνουμι
= ζεσταίνομαι στη φωτιά.
πστρουγουνιάζουμι
= εγκαθίσταμαι κάπου, έστω κι αν δεν με θέλουν.
πστρώνου
= διπλώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι κι απ’ τις δυο πλευρές.
πστρώνουμι
= κάθομαι, εγκαθίσταμαι κάπου είτε με θέλουν είτε όχι.
πτσαράς
(ο) άξιος, λεβέντης.
πτσαρίνα
(η) = δυναμική και άξια γυναίκα.
πυρουστιά
= τρίποδη σιδερένια κατασκευή στη φωτιά όπου έβαζαν την κατσαρόλα.
Ρ
ραγουλουγάου
= διαλέγω τις κόκκινες ρόγες των σταφυλιών.
ρακαριό
= ο τόπος που βγάζουν τα τσίπουρα.
ρακουγιάλι
(το) = ποτηράκι για ρακί.
ρακουκάζανου
= η συσκευή με την οποία βγάζουν το τσίπουρο.
ρεβ’
(προέλ. αρχαιοελληνική) = είναι βαριά
άρρωστος.
ρέκασμα
= δυνατή και διαπεραστική κραυγή, μεγαλόφωνο σκούξιμο.
ρέκους
(προέλευση σλαβική) = δυνατό κλάμα,
σκούξιμο.
ρεμπισκές
= ανεπρόκοπος, τεμπέλης, άχρηστος.
ρέπι
(το) = ερείπιο, χάλασμα.
ρέπιτου
= ερείπιο, άχρηστος, αλλά και χαμένος άνθρωπος.
ρέτσια
= το κουκουνάρι του έλατου, αλλά και το κοτσάνι του καλαμποκιού.
ρζαφτ
(το) = ακριβώς κάτω από το αφτί.
ριβά
= λοξά προς τα αριστερά, στραβά.
ριβώνου
= στρίβω. αλλάζω δρόμο, λοξεύω.
ριγάλου
= το δώρο, η ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση.
ριέμι
(το) = το υποχείριο, το υποδουλωμένο.
ρικάζου
(προέλευση σλαβική) = φωνάζω δυνατά.
ρικουβιλάζου
= επιδίδομαι σε σπαρακτικές κραυγές.
ρικουμανάου
= κλαίω πολύ δυνατά.
ρίμα
= μικρό σπυράκι στην άκρη του ματιού.
ριμόνι
(το) = μεγάλο κόσκινο για το σιτάρι, φασόλια, για κατασκευή τραχανά. …
ριμπιτσέλα
= επιδερμίδα.
ριντές
(προέλ. περσική) = δοχείο με νερό και
ειδικό στραγγιστήρι το «μπουτσινάρι».
ριντές
(προέλ. περσική) = τρίφτης που
χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τραχανά.
ριπιτίγκους
= διάρροια.
ριτσναριά
(η) = ξύλο τυλιγμένο με πανί βουτηγμένο σε ρετσίνι για φωτισμό.
ρμάχκι
= ρήμαξε.
ρόκα
(η)= εργαλείο για γνέσιμο, αλλά και ο καρπός τουκαλαμποκιού.
ρουβουλάου
(προέλ. ιταλική) = ορμάω, κατεβαίνω την πλαγιά.
ρουβόχιουνου
= σφιχτές νιφάδες χιονιού.
ρούγα
= γειτονιά.
ρουγγάλι
= μεγάλο αγκάθι.
ρουγγαλιάσκα
= μου καρφώθηκε μεγάλη ακίδα.
ρουδάμ
(το) = είδος ευωδιαστού χαμόκλαδου.
ρουϊάζου
= μισθώνω.
ρουιάζουμι
= αναλαμβάνω μια γεωργοκτηνοτροφική εργασία με αμοιβή.
ρουιάρκα
= χρήματα που καταβάλλονται για γεωργοκτηνοτροφική εργασία.
ρουμάνι
(προέλ. τουρκική) = πυκνότατη
βλάστηση από θάμνους και δέντρα.
ρουπώνου
= τρώγω του σκασμού.
ρούσα
= αυτή που έχει ξανθοκόκκινο χρώμα.
ρουχνάου
= ροχαλίζω την ώρα που κοιμάμαι.
Σ
σα
δω κρενς ; = σε εμάς φωνάζεις ;
σα
δω σα κει = προς τα δω προς τα κει.
σάγκιπ
= μήπως (π.χ. σάγκιπ ξέρου; = μήπως ξέρω;).
σαδέ
= ειδάλλως.
σαϊάζου
= σκεπάζω με μια κουβέρτα ένα ζώο, όταν κάνει πολύ κρύο.
σαϊτούρα
= είδος του φιδιού οχιά.
σακαής
(ο) = άρρωστος.
σακάτ
= εκεί κάτω.
σακατλίκι
(το) = σωματική αναπηρία.
σακάτς
= ανάπηρος.
σακείθε
= προς τα κει.
σακουτρύπ
(το) = αγκάθι που μοιάζει με στάχυ και «χώνεται» παντού.
σαλαγάου
(προέλ. αρχαιοελληνική) = εξαναγκάζω
με φωνές τα ζώα να προχωρούν.
σαλάημα
= ο εξαναγκασμός με φωνές και χτυπήματα των ζώα να προχωρούν.
σάματ
= μήπως.
σάμπους
= μήπως.
σαούρα
= σιωπή.
σαουριάζου
= ησυχάζω.
σαπάν
= προς τα κει επάνω.
σαπέρα
= πέρα, μακριά.
σαπίμ
(το) = το σάπιο.
σαπίτς
= είδος φιδιού (οχιάς).
σαπουκοιλιάς
= παλιάνθρωπος.
σάρα
= κακοτράχαλη πλαγιά με συχνές κατολισθήσεις και πέτρες που κυλάνε.
σαρκουφάνιλου
= το φανελάκι που φοριέται εσωτερικά.
σαρμανίτσα
= κούνια που έβαζαν και κοίμιζαν τα μωρά.
σάρουμα
= σκούπα, αλλά και σκούπισμα.
σαρώνου
= σκουπίζω.
σατέρ
= είδος ζυγαριάς.
σατίλι
= είδος κουβά που έβγαζαν νερό απ’ το πηγάδι.
σαφρακιασμένου
= αδύναμο, κακόμοιρο.
σάψαλου
(προέλ. τουρκική) = γέρος,
καταπονημένος.
σβόιρας
= ασύχαστος, δραστήριος, ανήσυχος.
σβουνιά
= ακαθαρσία αγελάδας.
σγαρλίζου
= σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
σέα
(τα) = τα πράγματα, οι αποσκευές.
σέκους
= νεκρός.
σέμπρους
(ο) = συνέταιρος, μεσιακάρης.
σέπουμι
= σαπίζω.
σι
= φωνή για να σταματήσει μουλάρι ή γαϊδούρι.
σια
(πρόθεση) = προς, εις (π.χ. σιαδώ, σιακεί …).
σιαδώ
= προς το μέρος μας.
σιαμαντάς
(προέλ. αραβική) = φασαρία.
σιαμπρουστά
= μελλοντικά, προσεχώς.
σιαμτέλου
(η) = νωθρή και ανόητη γυναίκα.
σιαπέρας
= άνθρωπος ανέμελος, αδιάφορος.
σιαπού;
= προς ποια κατεύθυνση;
σιάτανους
(προέλ. εβραϊκή) = ο Σατανάς.
σιβντάς
(προέλ. αραβική) = μεγάλος καημός,
μεγάλος έρωτας.
σιγκούνα
(προέλευση αλβανική) = γυναικείο
ένδυμα.
σιγκούνι
(και σιγκούνα προέλευση αλβανική) = μάλλινο ρούχο, μακριά ζακέτα.
σιδιρουστιά
= τρίποδη σιδερένια κατασκευή που τοποθετείται στη φωτιά.
σικλέτια
(προέλ. αραβική) = στεναχώριες.
σιλουιόμι
= σκέφτομαι.
σιμπόκλα
= σάπιο ξύλο (κούτσουρο).
σιντούκι
(προέλ. αραβική) = μπαούλο.
σιουγκράου
= σπρώχνω ελαφρά, ενθαρρύνω, συμβουλεύω.
σιούτλους
= αφελής, χαζούλης.
σιούτους
(προέλευση αλβανική) = ζώο χωρίς
κέρατα, αλλά και χαζούλης.
σιργιάνι
= περίπατος, βόλτα.
σίρε
= πήγαινε.
σιριανάου
(προέλ. αραβική) = τριγυρνάω άσκοπα.
σιρκό
= αρσενικό.
σιρσένι
(το) = είδος μεγαλόσωμου εντόμου.
σιχλιάρα
= βρωμιάρα.
σκαλτσούνια
= καλτσάκια.
σκαλώνου
= ανεβαίνω, σκαρφαλώνω.
σκαμνιά
(η)= μουριά.
σκανιάζου
= στεναχωριέμαι.
σκάνιου
(το) = στενοχώρια.
σκάου
= πλαντάζω.
σκαπέτσι
= έφυγε, δραπέτευσε.
σκαπιτάου
= δραπετεύω, φεύγω.
σκαρίσκανι
= έφυγαν.
σκαρνάου
= αναχωρώ, βγάζω τα ζώα για βοσκή.
σκάρους
= το βγάλσιμο του κοπαδιού για βοσκή.
σκαρπιάς
= ο σκορπιός.
σκασίλα
μ’ = δεν με νοιάζει καθόλου.
σκατουλουίδ
(το) = ασήμαντο πράγμα, άχρηστο και επιβλαβές.
σκατόψχους
= καταραμένος (αναφέρεται σε νεκρό).
σκαφίδ
(το) = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
σκαφίδα
= η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
σκιάζουμι
= φοβούμαι.
σκιάζουρας
= σκιάχτρο που έβαζαν στα χωράφια.
σκιαζούρς
= δειλός.
σκιρβιλές
= χαμένος, άχρηστος.
σκλαβάκια
= παιδικό παιχνίδι.
σκλήθρα
= πελεκούδι, τα κομμάτια του ξύλου που βγαίνουν όταν πελεκάμε.
σκλι
= σκυλί.
σκουβρουντάου
= χτυπάω κάτι δυνατά κάτω.
σκούζου
(προέλ. αρχαιοελληνική) = κλαίω,
φωνάζω δυνατά.
σκουλκαντέρα
= μακρύς γαιοσκώληκας.
Σκουλόγους
= Αύγουστος.
σκουμαΐδις
= αποξηραμένα σύκα.
σκουντάου
= σπρώχνω.
σκούπρα
= σκουπίδια.
σκουρδουκαήλαμ
= δεν με νοιάζει καθόλου.
σκουρπαλεύρου
(η) = σπάταλη.
σκουτιδιάζει
= σκοτεινιάζει, γίνεται νύχτα.
σκουτίζουμι
= στεναχωρούμαι.
σκουτούρα
= έγνοια, στεναχώρια.
σκουφαγάκι
= μικρό πουλάκι που έχει αδυναμία στα σύκα.
σκριμδάου
= χοροπηδώ.
σκρούμπους
= αυτό που μένει όταν καίμε μάλλινο ύφασμα.
σκτιά
(προέλ. μεσαιωνική ελληνική) = τα
ρούχα.
σλουή
(η) = περισυλλογή, προβληματισμός, έγνοια, στεναχώρια.
σλουιόμι
= συλλογίζομαι.
σμα
= κοντά, πλησίον.
σμπάου
= ανακατεύω τη φωτιά να φουντώσει, ενθαρρύνω μια κατάσταση.
σμώνου
= πλησιάζω.
σνάκι
= παιδικό παιχνίδι.
σναρίζουμι
= ετοιμάζομαι.
σοϊλής
= αυτός που κατάγεται από σπουδαίο σόι.
σόμπουλου
= μικρή πέτρα.
σούδα
= ρέμα, χαντάκι.
σουκακάς
= άνθρωπος ανέμελος που τριγυρνά εδώ κι εκεί στους δρόμους.
σουκάκι
= δρομάκι.
σουκακού
= γυναίκα που τριγυρνά στους δρόμους.
σούμπρου
= το εσωτερικό του καρπού του καρυδιού, καρυδόψιχα.
σούπα
= σου είπα.
σουπάκι
(το) = το ξύλο που δίνεται σε κάποιον.
σουράου
= σφυρίζω.
σουργούνι
= διώξιμο.
σουριάσκα
= έπεσα.
σούρουπου
(προέλ. αρχαιοελλ.) = η ώρα που
αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι.
σουρούπουμα
= το βραδάκι.
σουρουπώνει
= βραδιάζει.
σουρουτιάζου
= μαζεύω σε σωρό διάφορα πράγματα.
σουρτούκου
(η) (προέλ. τουρκική) = γυναίκα που
τεμπελιάζοντας τριγυρνά.
σούσουρου
(προέλ. βενετική) = φασαρία,
κουτσομπολιό.
σουφγάδα
= είδος φαγητού που μοιάζει με το στιφάδο.
σουφλιμάς
= κρέας στη σούβλα ψημένο στα κάρβουνα.
σουφράς
(προέλ. αραβική) = στρογγυλό και
χαμηλό ξύλινο τραπέζι ύψους περίπου 30 cm.
σουφρώνου
= κλέβω, αλλά και κάνω πτυχές.
σπιρδούκλι
(το) = είδος φυτού.
σπουλάκι
= υποχρέωση, αλλά και μακάρι.
σπούρνη
(η) = στάχτη ανακατεμένη με μικρά αναμμένα κάρβουνα, χόβολη.
σπρί
(το) = σπυρί.
σταλάματα
= ζημιές στη σκεπή απ’ όπου εισβάλλει το νερό της βροχής.
σταλίκι
= ίσιο ξερό ξύλο, αλλά και ορθοστασία.
σταλκώνουμι
= στέκομαι όρθιος, σημαίνει και περιμένω κάτι με αγωνία.
στάλους
= η μεσημεριάτικη ξεκούραση των ζώων στον ίσκιο.
στανιάζου
= δυναμώνω.
στανιό
= βία, εξαναγκασμός.
σταφλουπατάου
= χοροπηδάω, αλλά και εκδηλώνω έντονη ανησυχία για κάτι.
στέκα
= στάσου.
στέρνα
(προέλευση λατινική) = δεξαμενή
νερού.
στέρφα
(η) = αυτή που δεν γεννά.
στέρφου
= στείρο.
στεφανωτή
(η) = η νόμιμη σύζυγος.
στίβα
(η) = σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο.
στιρημένους
= ο καημένος, ο δύστυχος.
στιρφεύου
= παύω να παράγω γάλα, στερεύω.
στιφάνι
= στενό κι επικίνδυνο πέρασμα σε ψηλό γκρεμό.
στλιάρ
= η χειρολαβή εργαλείου, αλλά και ο αγράμματος, άξεστος άνθρωπος.
στμπάου
= χτυπάω.
στοιβανιά
= στοίβα, με τάξη τοποθετημένο πλήθος αντικειμένων π.χ. καυσόξυλων.
στούμπους
= κάθε τι το σκληρό και σφιχτό (π.χ. το τυρί ήταν στούμπος).
στουρίσματα
= ιστορίες, διηγήσεις.
στουρνάρ
= σκληρή πέτρα που χτυπώντας την βγάζει σπίθες, αγράμματος.
στραβουγέρασι
= είχε άσχημα γηρατειά, γέρασε απ’ τα πολλά βάσανα.
στραβουντζιανιάζου
= στραβολαιμιάζω.
στρέει
= στέργει, πραγματοποιείται, βγαίνει αληθινό (για όνειρο).
στρέουμι
= αποδέχομαι, συμφωνώ.
στρέχα
(η) = το γείσωμα της σκεπής.
στριντζώνουμι
= ζορίζομαι πολύ για κάτι.
στρουπίνα
= μακρύς κορμός δέντρου χρήσιμος και στις στέγες σπιτιών.
συβάζου
= αρραβωνιάζω και αρραβωνιάζομαι.
συγγούνι
= είδος επενδυτή.
συγκιριάζου
= συναρμολογώ, πλάθω φανταστικές ιστορίες.
συγκσιέτι
= αναδεύεται, στριφογυρίζει ανήσυχα.
συδαυλίζου
= ενισχύω τη φωτιά, αλλά και παρακινώ σε κάτι.
σύμμασι
= μάζεψε.
συμπόκλα
= σάπιος κορμός δέντρου.
συναπάντμα
(το) = συνάντηση.
συνιαρίζουμι
= ετοιμάζομαι.
συνιρίζουμι
= παρακινούμαι, προσπαθώ να μοιάσω με κάποιον.
συνταρμώνου
= συναρμολογώ, επιδιορθώνω, καταφέρνω.
συνταρχάου
= φροντίζω, παρακινώ σε κάτι.
σύντας
= όταν, μόλις.
σύνταχα
= αμέσως, αλλά και πολύ πρωί, λίγο πριν το ξημέρωμα.
συντχαίνου
= συναντάω.
σύξλους
= άναυδος.
σύρι
= πήγαινε.
συσταζούμινους
= συνεσταλμένος, μαζεμένος, σεμνός.
συφηρεύου
= νοικοκυρεύω, τακτοποιώ.
σύφηρου
(το) = το εργαλείο.
συφουριασμένου
= δυστυχισμένο.
σφάλαγγας
(πληθ. σφαλαγγούδια) = αράχνη.
σφαχτς
= δυνατός πόνος στην πλάτη.
σφιντζουρλάου
= πετάω με δύναμη, εκσφενδονίζω.
σφιξ
= τρέξε γρήγορα.
σφληρόμπλου
= είδος μήλου, φιρίκι.
σφουγγάου
= σκουπίζω.
σφουγγάρ
= σπόγγος.
σφουντύλι
= το τμήμα του αδραχτιού που μαζεύεται το νήμα.
σφούρλα
= στροφή γύρω από τον εαυτό, γυροβολιά.
σχαμένη
= βρώμικη, αλλά και γυναίκα με κακό χαρακτήρα.
σχαρίκια
= ευχάριστη είδηση.
σχαριάτς
= προπομπός σε ένα συμπεθερικό που έρχεται από άλλο χωριό.
σχασιά
= αηδία.
σχασιέτ = ντροπιαστική κατάσταση, ρεζιλίκι.
σώνει
= αρκεί, φτάνει.
σώνου
= σώζω, τελειώνω, συμπληρώνω, προφταίνω κάποιον που απομακρύνεται.
Τ
τα
καλουλόισαν = συμφιλιώθηκαν, αλλά και ερωτεύτηκαν.
τα
κόρδουσι = πέθανε.
τα
κώτσουσι = πέθανε.
τα
πουλιώρα = πριν από λίγο.
τα
τσούζι = πίνει πολύ, είναι «γερό» ποτήρι.
τα
χρειάστκα = φοβήθηκα πολύ.
ταβλαμπάς
= ξύλινο δοχείο όπου χτυπούσαν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.
ταβλιάσκι
= ξάπλωσε, αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι.
ταγάρ
(το) = σάκος.
τάδις
(ο) = αντί να πούμε το όνομα κάποιου.
τάζου
= υπόσχομαι.
ταμπλάς
(προέλευση τουρκική) = αποπληξία.
ταμτέλα
(η) = δαντέλα.
τανιέμι
= σφίγγομαι.
τανίζουμι
= τεντώνομαι, αλλά και ζωρίζομαι.
τάνισμα
= τέντωμα, αλλά και ζώρισμα.
ταπίστουμα
= ανάποδα.
ταπουτώρα
= πριν λίγη ώρα.
ταργαζίκι
= ασκί για τυρί.
τάργανα
= τα μουσικά όργανα.
ταρναρίζου
= χορεύω ένα μικρό παιδί στα γόνατά μου.
τάτσουξι
= τα ήπιε, μέθυσε.
ταχιά
= την άλλη μέρα πρωί, αύριο.
ταψήλου
= ψηλά, προς τα πάνω, στον ουρανό.
τγανίτις
= λουκουμάδες.
τέζα
= νεκρός.
τελεύου
= τελειώνω.
τελεύουμι
= κουράζομαι, εξαντλούμαι.
τένιασα
= αδυνάτισα πολύ.
τέντα
= ξάπλα, αλλά και τεμπελιά.
τέντζιρς
= κουζινικό σκεύος, είδος χάλκινης κατσαρόλας.
τεσσεράγγωνο
= τετράγωνο.
τζαμάρα
= είδος φλογέρας.
τζιριμές
(προέλ. αραβική) = κακοπληρωτής, αλλά
και παλιοχαρακτήρας.
τζώρας
= ξεροκέφαλος.
τήρα
(προέλ. αρχαιοελληνική) = κοίταξε, αλλά
και πρόσεξε.
τι
λοϊάς; = τι είδος;
τι
ν’ κιο ; = τι είναι εκείνο ;
τίγκα
(προέλ. ιταλική) = γεμάτο.
τιλειώματα
= οριστική συμφωνία για τη σύναψη γάμου.
τιλεύου
= φέρω εις πέρας, τελειώνω.
τιλεύουμι
= εξαντλούμαι.
τιμπιλχανάς
= μεγάλος τεμπέλης.
τινιάζου
= αδυνατίζω, γίνομαι «πετσί και κόκαλο», εξαντλούμαι.
τιντζιρέδια
= κατσαρολικά.
τίπουτις = τίποτε.
τιτγιώνου = κάνω κάτι.
Τιτράδ
= Τετάρτη.
τιφαρίκι
(προέλ. αραβική) = ακριβό πράγμα,
τυχερό.
τλουμ
(προέλ. τουρκική) = τουλούμι, ασκός από δέρμα αρνιού για τυρί,
βούτυρο …
τλούπα=
μαλλί ζώου τόσο όσο υπάρχει σε μια ρόκα.
τλώνου
(την) = τρώω χορταστικά.
τομ
= καίτι (σύνδεσμος) π.χ. τομ τ’ κρενς τι κέρδισες;
του
κφο = ο τυφλοπόντικας.
τουλουμιάζω
= βάζω σε τουλούμι τυρί, αλλά και δέρνω κάποιον αλύπητα.
τουλουμουτύρ
= τυρί που φυλασσόταν σε τουλούμι.
τούμπανου
= α. το τύμπανο και β. ο πολύ πρησμένος.
τουρλακίδας
και τουρλακίδα = άτομο επιπόλαιο και ανυπόληπτο.
τουρλούκι
= το τέντωμα.
τουρλώθκι
= τεντώθηκε.
τουρνόκουλα
= ανάποδα.
τουρνουκουλιάστκι
= έπεσε άγαρμπα.
τραγόμαλλου
= κατσικίσιο μαλλί.
τραγότσιουλου
= είδος σκεπάσματος καμωμένο από μαλλί τράγου.
τραῒ = τράγος.
τρακάδα
= καυσόξυλα τοποθετημένα έτσι που μοιάζουν με τοίχο.
τράμπα
= ανταλλαγή προϊόντων.
τραότσιουλου
= είδος σκεπάσματος που έγινε από μαλί τράγου.
τράου
= κοιτάζω.
τραπέτς
= πάρα πολύ αλμυρό ή πολύ ξινό.
τράτου
= χρονικό περιθώριο που δίνεται για την τέλεση μιας εργασίας.
τραχλιά
= περιλαίμιο, αλλά και είδος ποδιάς.
τριμουζαγαρίζου
= κρυώνω πάρα πολύ.
τριμουκουκουρίζου
= τρέμω απ’ το πολύ κρύο.
τριμόψχα
(η) = το ψίχουλο του ψωμιού.
τριότα
= παιδικό παιχνίδι.
τριπλάρκα
= τρίδυμα.
τριτσουβόλμα
= ο ήχος που κάνουν τα ξύλα που καίγονται.
τριχιά
= μάλλινο μακρύ σχοινί για το δέσιμο φορτωμάτων.
τριψιάνα
= μικρά κομμάτια ψωμιού τριμμένα μέσα σε γάλα.
τριώτις
= παιδικό παιχνίδι.
τρόγαλου
= αυτό που απομένει απ’ το γάλα αφού αφαιρεθεί το βούτυρο.
τρουκάνι
(το) = μεγάλο τετράγωνο κουδούνι για τα ζώα.
τρόχαλα
= χαλίκια και μικρές πέτρες που κατρακυλούν στις πλαγιές των βουνών.
τρόχαλους
= θορυβώδης κατρακύλα χαλικιών από ψηλά.
Τρυητής
= Σεπτέμβριος.
τρυπουφράχτς
(ο) = μικρόσωμο πουλάκι που κρύβεται στους φράχτες.
τς
= όχι.
τσ
εξ = στις έξι.
τσαγγάδα
= γίδα που απέβαλε ή που δεν έμεινε έγκυος.
τσαγκάδια
= μικρά ζώα που δεν θηλάζει η μάνα τους αλλά άλλο ζώο.
τσαγκουρνάου
= γρατσουνάω, ενοχλώ.
τσαΐρια
(προέλ. τουρκική) = λιβάδια, βοσκοτόπια.
τσακίς
= βιάσου, κάνε γρήγορα.
τσάκνου
= λεπτό ξύλο, αλλά και πολύ λεπτά χέρια ή πόδια.
τσάκου
= πιάσε.
τσακώνου
= συλλαμβάνω βίαια, εκεί που δεν το περίμεναν.
τσαλαπατάου
= ποδοπατώ.
τσαλίμ
= φιγούρα στο χορό, αλλά και τεχνάσματα συχνά για εξαπάτηση.
τσαλλνούς
= τους άλλους.
τσαμπάς
(ο) = μαλλιά του κεφαλιού, ανδρικοί βόστρυχοι.
τσαμπιρδώνα
= ζωηρή και αμφιβόλου ηθικής κοπέλα.
τσαμπνάου
= μιλάω άσκοπα, χωρίς να με προσέχουν.
τσαμπούνα
= είδος πρωτόγονης σφυρίχτρας, αλλά και μεγάλη ροή αίματος.
τσάμπρου
(το) = τσαμπί σταφυλιού.
τσανάκα
= μεγάλο πήλινο πιάτο, γαβάθα.
τσανάκι
= μικρό πιάτο.
τσανακουγλύφτς
= κόλακας, αυτός που δουλικά ακολουθεί κάποιον.
τσαντήλα
(προέλευση σλαβική) = πάνινος σάκος
που στράγγιζαν το τυρί.
τσαπ
τσαπ = κραυγή για να προχωρήσουν οι κατσίκες.
τσάπουρνου
= ο καρπός της άγριας αχλαδιάς.
τσαπουστύλιαρου
= η ξύλινη χειρολαβή του τσαπιού.
τσάρκους
(προέλ. λατινική) = χώρος για αρνιά ή
κατσίκια.
τσαρμακουλιόμι
= κρεμιέμαι από κάπου κρατιέμαι γερά πάνω σε ζώο.
τσαρχουβέλουνου
= χοντρό βελόνι που έραβαν τα τσαρούχια.
τσβούρα
= δυνατό και τσουχτερό κρύο.
τσγαρίθρις
= κομμάτια χοιρινού κρέατος που τα έψηναν στο τηγάνι.
τσεμπεσείρια
= κουζινικά σκεύη.
τσιάγκαλου
(το) = πόμολο πόρτας.
τσιάκα
= παγίδα, είδος παγίδας για πουλιά και μικρά ζώα.
τσιακατούρα
(η) = συσκευή θορύβου για την απομάκρυνση επιβλαβών πουλιών.
τσιακλατάου
= χτυπάω δυνατά υγρό μέσα σε κάποιο δοχείο.
τσιακμάκι
(προέλ. τουρκική) = αναπτήρας που
άναβε με πριόβολο και ίσκα.
τσιακμακώνου
και τσιακμακάου = χτυπάω.
τσιαλαφούτ
= προϊόν γάλακτος, μοιάζει με αλμυρό γιαούρτι.
τσιάλια
(προέλ. τουρκική) = χαμόκλαδα, ξερά
χορταράκια.
τσιαμπάς
= σβέρκος.
τσιαούλι
(το) = σαγόνι.
τσιαρές
= τρόπος (π.χ. να ‘ τανε τσιαρές να τα
καταφέρω …).
τσιατ
πατ = κάπως έτσι κάπως αλλιώς.
τσιατάλια
= μακριά και ανοικονόμητα πόδια.
τσιατή
(η) = η σκεπή του σπιτιού.
τσιατμάς
= είδος τοιχοποιίας, (ξύλινος σκελετός γεμισμένος με λάσπη …).
τσιάφ
= η πάχνη.
τσιάχαλα
= μικρά αντικείμενα όπως χαλίκια, ξυλάκια, σκουπιδάκια.
τσίβου
τσίβου = κάλεσμα κατσίκας.
τσιλίκα (προέλ.
τουρκική) = παιδικό παιχνίδι.
τσιλίκι
= όργανο (κομάτι ξύλου) παιδικού παιχνιδιού
τσιλιμάκια
= κολπάκια.
τσιλιμπίθρας
= μικροκαμωμένος.
τσιλίπουρδου
= μικροκαμωμένος και πονηρούλης.
τσιμπέρ
= κεφαλομάντηλο.
τσίμπλα
= λιπώδης έκκριση στην άκρη του ματιού.
τσινάου
= κλωτσάω, αντιδρώ.
τσιόλια
(προέλ. περσική) = σκεπάσματα.
τσιουγκράου
= τσουγκρίζω.
τσιουγκρί
= κορυφή βράχου, απόκρημνος βράχος.
τσιουκανάου
= χτυπάω κάτι, ευνουχίζω αρσενικό ζώο
(κριάρι ή τράγο).
τσιουκάνημα
= χτύπημα, αλλά και ευνουχισμός.
τσιουκάνια
= κουδούνια γιδοπροβάτων.
τσιουκάρ
= μεγάλη πέτρα, βράχος απόκρημνος.
τσιουκλατάου
(ή τσιακλατάου) = αναταράσσω δυνατά υγρό σε μπουκάλι ή σε κλειστό δοχείο.
τσιουκλητάρα
= το πουλί δρυοκολάπτης.
τσιουλιάζου
= σκεπάζω με κουβέρτες.
τσιούπα
(προέλευση αλβανική) = κορίτσι.
τσιούρλια
= ακατάστατα μακριά μαλλιά.
τσιουρουτεύου
= αδυνατίζω, ψευτίζω.
τσιουρούτκου
= εύθραυστο, ψεύτικο.
τσιουρούτκους
= αδύνατος, ευαίσθητος.
τσιουτσιούλια
= μικροπράγματα που μας ανήκουν.
τσιουτσφέκα
= ασήμαντο όπλο.
τσιόφλιου
= κέλυφος αβγού.
τσιρβέλου
(προέλ. λατινική) = μυαλό.
τσίρλα
= ανθρώπινες ακαθαρσίες σε πολύ υγρή μορφή.
τσιρλουκουπιό
= διάρροια, τόπος αποχωρητηρίου.
τσιρνιάζου
= μουδιάζω.
τσιρουπούλι
= μικρόσωμο πουλάκι.
τσίτουσα
= έφαγα πολύ, χόρτασα.
τσίτσα(προέλευση σλαβική) = ξύλινο δοχείο για
κρασί.
τσιτσέλα
(η) = μεγάλος διασκελισμός.
τσιτσιλάου
= σκαλίζω επιφανειακά.
τσιτσιλώνου
= ανοίγω καθιστός τα πόδια μου.
τσιώνι
(το) = σπουργίτι.
τσκάλα
(η) = μεγάλο τσουκάλι.
τσκάλι
(προέλ. ιταλική) = τσουκάλι, μαγειρικό σκεύος.
τσλάφτιασι
= κατέβασε τα αυτιά του , συμμαζεύτηκε, ησύχασε.
τσότρα
(προέλ. τουρκική) = ξύλινη κανάτα για
κρασί ή νερό.
τσούπα
= τους είπα.
τσουράπια
(προέλ. αραβική) = χοντρές μάλλινες
κάλτσες.
τσουράπου
= γυναίκα κομψευόμενη, ενώ δεν της αξίζει.
τσουρούφλι
= φούντα μαλλιού στο κεφάλι.
τσουρουφλίζου
= καψαλίζω.
τσούτσουρους
= σφριγηλός.
τσουτσούρουσι
= ζωήρεψε, ανέκαμψε από ασθένεια, δυνάμωσε.
τσούχνου
= πίνω οινοπνευματώδες ποτό, αλλά και βάζω φωτιά.
τωραϊά(ς)
= μόλις πριν από λίγο.
Υ
ύψουμα
(το) = το πιάτο με το σιτάρι που πηγαίνουν στην εκκλησία σε γιορτές.
Φ
φάγνα
(η) = τροφή ζώων.
φακιόλι
(προέλ. λατινική) = είδος μαντίλας.
φαρμάκι
(το) = δηλητήριο, αλλά και το φαγητό που έγινε σε συνθήκες κούρασης.
φαρμακλήστκα
= στεναχωρήθηκα πολύ, αλλά και καταντροπιάστηκα.
φαρμακώθκα
= στεναχωρήθηκα πολύ, καταντροπιάστηκα.
φαρμπαλάς
(προέλ. γαλλική) = φασαρία, χαβαλές.
φασκιά=
λουρίδα δέρματος.
φασλιά
= φασολιά.
φασούλι
= φασόλι.
φαταούλας
= συμφεροντολόγος.
φεγγαριάζιτι
= δαιμονίζεται, κυριεύεται από υπερφυσικές, σατανικές, δυνάμεις.
φελί
= κομμάτι πίτας.
φευγάτους
= αυτός που έχει φύγει, αλλά και ο τρελάρας.
φευγούλα
= απροσδόκητη φυγή κάποιου ή φυγή στα κρυφά.
φιγκαριάζιτι
= «αρπάζεται» χωρίς φανερό λόγο, έχει παραισθήσεις.
φιγκίτς
= μικρό παραθυράκι.
φιδιάζουμι
= με τσιμπάει φίδι.
φιδιάσκι
= τσιμπήθηκε από φίδι (συνήθως αναφέρεται σε ζώα).
φιδουφαώθκα
= βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση, καταντροπιάστηκα.
φιλάου,
λέγεται και φελάου = ωφελώ, αξίζω.
φιλεύου
= δωρίζω, δίνω φιλοδώρημα.
φιλί
(το) = φίλημα, αλλά και κομμάτι πίτας.
φιρί
φιρί = αργά αργά κι επίμονα για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
φιρός
= αραιός.
φίσκα
(προέλ. αρχαιοελληνική) = υπερβολικά γεμάτο.
φίτσιους
= αυτός που εμφανίζεται αναπάντεχα.
φκάρ
= θήκη (μαχαιριού), η μεμβράνη που περιβάλλει τα τρυφερά φασολάκια.
φκιασίδ
= χρώματα καλλωπισμού των γυναικών.
φλάμπουρας
= είδος σημαίας, λαβάρου, χρήσιμο σε πολέμους, αλλά και σε γάμους.
φλάου
= φυλάσσω, προστατεύω, αλλά και τηρώ π.χ. τις νηστείες.
φλέσιουρα
= κάτι πολύ ελαφρύ, μικρά σκουπιδάκια από ξύλα .
φλέτρας
= πεταλούδα.
φλεύου = προσφέρω ποτό ή
φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω.
Φλιβάρς
= Φεβρουάριος.
φλιτράου
= πετάω στον αέρα.
φλουέρας
= κουτός, ανόητος.
φλουκάτ
(η) = χονδρή μάλλινη κουβέρτα.
φλώρους
(προέλ. αρχαιοελληνική) = άσπρος.
φόλους
= το αυγό που άφηναν στη φωλιά της κότας.
φούκι
φούκι (το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.
φούμσα
= τα μαύρισα, τα έκανα θάλασσα.
φουντάν
= από τότε που, όταν.
φουνταριάζου
= βάζω δυνατή φωτιά.
φουξλιά
= το φυτό κουφοξυλάνθη.
φούρκα
(προέλ. λατινική) = διχαλωτός
πάσσαλος, θυμός.
φουρκάλα
= διχαλωτό ξύλο.
φουρκίζουμι
= θυμώνω, εξοργίζομαι.
φουρλίγκα
= εντυπωσιακή χορευτική φιγούρα.
φουρτουτήρα
= διχαλωτό στη μια του άκρη ξύλο χρήσιμο στο φόρτωμα ζώων.
φουρφουλιάζου
= γεμίζω από μικρά ζωύφια (φουρφούλιαξαν οι ψείρες).
φούσκα
(προέλ. αρχαιοελληνική) = μπαλόνι, η
ουροδόχος κύστη.
φούσκους
= γερό χαστούκι.
φουστίνα
= το μετά την αποβουτύρωση του γάλακτος κατασκευαζόμενο τυρί.
φουτίκια
= τα βαπτιστικά ρούχα.
φσιακώνου
= χτυπάω κάποιον.
φταδ
(το) = πολύ μικρόσωμο άτομο.
φτάου
= φτύνω.
φτινός
= λεπτός.
φτλιές
= τσιγκλίσματα, σπιουνιές.
φτσέλα
= στρόγγυλο ξύλινο δοχείο για μεταφορά νερού.
φυραίνου
= αδυνατίζω.
φύσημα
= διώξιμο (το ’δουκαν φύσημα).
φώλους
= Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες.
Χ
χαβάνι
(το) = μικρό μπρούτζινο γουδί.
χαζιρεύου
(προέλ. τουρκική) = ετοιμάζω,
τελειώνω μια εργασία.
χαζουπριμέτς
= χαζός, κουτός.
χαϊάτ’
= είδος στέγαστρου.
χαϊβάνι
(προέλ. αραβική) = ζώο, κουτός
άνθρωπος.
χαϊμαλί
(το) = φυλακτό.
χαΐρ
= προκοπή, αλλά και ευεργεσία.
χαλάλι
(πρ. αραβική) = η ευχαρίστηση για την
απόκτηση αγαθού που άξιζε τη δαπάνη.
χαλάου
= καταστρέφω, αλλά και σκοτώνω.
χαλές
(προέλ. αραβική) = τουαλέτα.
χαλεύου
(προέλ. αρχαιοελληνική - δωρική) =
ζητάω.
χαλιάς
= κατηφορικός τόπος με πολλές πέτρες και χαλίκια που συνεχώς κυλάνε.
χαλκώματα
= μεταλλικά κουζινικά σκεύη.
χαμουκέρασου
= άγρια φράουλα.
χαμουκούκι
= ψωμί που δεν ψήνεται σε ταψί ή φόρμα αλλά απευθείας στη στάχτη.
χαμπαριάζου
= λογαριάζω, υπολογίζω, λαμβάνω υπ’ όψη.
χαμπέρ
(προέλευση τουρκική) = είδηση.
χαμπλά
= χαμηλά.
χαντάκι
(προέλ. περσική) = τάφρος διοχέτευσης
νερού.
χαντακουμένους
= δυστυχισμένος.
χαντακώθκα
= καταντρωπιάστηκα.
χαράμ
= άδικα.
χαράματα
(προέλ. αρχαιοελληνική) = μόλις
αρχίζει να ξημερώνει.
χαραμίζου (προέλ. αραβική) = ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι άσκοπα,
ανώφελα.
χαραμουφάης
= τεμπέλης, ανεπρόκοπος.
χαραπεύουμι
= ευχαριστιέμαι.
χαρέλια
= μικροχαρές, αλλά και φοβέρες.
χαρώνια
= μακριά κλαρωτά φασόλια.
χάσκου
= ανοίγω το στόμα μου.
χασμίσιου
= μικρό και ασήμαντο.
χασουμιράου
= χρονοτριβώ, καθυστερώ.
χαυδουσκιλουμένους
= ξαπλωμένος ή καθιστός με ανοιχτά τα
πόδια.
χαφταλεύρς
= ανόητος, επιπόλαιος.
χάφτου
= καταπίνω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε.
χάχας
= ανόητος που χαζογελάει.
χαψιά
= μπουκιά.
χειρόβουλου
= δέσμη από σιτηρά, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα.
χειρόμπλους
= μύλος που άλεθαν τον καφέ ή τα ρεβίθια που συμπλήρωναν τον καφέ.
χειρότια
= γάντια που δεν χώριζαν τα δάκτυλα εκτός απ’ τον αντίχειρα.
χειρουμάντλου
(το) = μαντήλι για τη μύτη.
χερ
= χέρι.
χερ
χερ = γρήγορα.
χιλώνι
= εξωτερικό ογκίδιο στο κεφάλι.
χιμάου
= επιτίθεμαι.
Χινόπουρου
= φθινόπωρο.
χιράμ
= χοντρό μάλλινο σκέπασμα με κρόσσια που
γίνεται στον αργαλειό.
χιριά
(η) = όσο πιάνει η παλάμη και τα δάκτυλα ενός χεριού.
χλαλουή
(η) = μεγάλη φασαρία, μεγάλος θόρυβος.
χλαπακώνου
= τρώω βιαστικά και με μεγάλες μπουκιές.
χλαπάτσα
= ασθένεια των ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων.
χλιαρ
(το) (προέλ. ελληνιστική) = κουτάλι, (συνήθως ξύλινο).
χλιαριά
= κουταλιά.
χλίβουμι
= προσπαθώ να καταφέρω κάτι με πολύ αγώνα.
χλιμάρις
= βάσανα, σκοτούρες.
χλιμμένους
= δυστυχισμένος, συφοριασμένος.
χλιμπουνιάρς
= κιτρινιάρης, αρρωστιάρης.
χνερ
(προέλευση τουρκική) = πάθημα,
εξαπάτηση.
χόβουλη
(η) = ζεστή στάχτη.
χούι
(προέλευση τουρκική) = συνήθεια,
ιδιοτροπία.
χουϊάζου
(προέλευση σλαβική) = φωνάζω δυνατά.
χουϊαχτό
(προέλευση σλαβική) = δυνατή,
διαπεραστική φωνή.
χουλουϊόμι
= βογκώντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε.
χουλουπαθιόμι
= στενάζοντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε.
χουλουσκάου
= στεναχωριέμαι.
χούμα
= χώμα.
χουρατεύου
= αστειεύομαι.
χουρατό
= το αστείο.
χούφτα
= η ποσότητα που χωράει στην ανοιχτή παλάμη.
χούφταλου
(το) = υπέργηρος.
χουχλάζει
= βράζει.
χουχλίζου
= ζεσταίνω με την αναπνοή μου τα χέρια μου.
χουχουβάια
= κουκουβάγια.
χουχτάου
= φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.
χόχλους
= βράση.
χρόνιασις
= άργησες πάρα πολύ.
χρουνιάρα
μέρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές.
χρουνιάρκου
= αυτό που ηλικιακά είναι ενός έτους.
χρουστάσι
= πλατεία.
χρυσή
(η) = ίκτερος.
Χστου
(του) = τα Χριστούγεννα.
χτικιό
(το) = φυματίωση.
χτράου
(απ’ το φτουράω, προέλευση λατινική)
= διατηρούμαι για πολύ.
Ψ
ψαλίδα
(η) = ερπετό με ψαλιδωτή ουρά.
ψαρί
= γκριζωπό.
ψένου
= ψήνω.
ψηλιάζουμι
= υποψιάζομαι.
ψήστς
(ο) = σούβλα με ενσωματωμένο κυλινδρικό δοχείο για το ψήσιμο καφέ.
ψίδια
(τα) = κομμάτια δέρματος για την επισκευή παπουτσιών.
ψίκι
(το) = γαμήλια πομπή.
ψιλουλόϊ
= μικροπράγματα.
ψισνός
= χθεσινοβραδινός.
ψίχα
= πολύ μικρή ποσότητα, λίγο.
ψλουμύτς
= ακατάδεχτος.
ψμάδ
= ψημάδι, αυτό που γεννήθηκε αργά.
ψουμόλσα
= μεγάλη πείνα.
ψουμουσάκλου
= η κοιλιά.
ψουμουτύρ
= ψωμί και τυρί, αλλά και το συχνά επαναλαμβανόμενο.
ψουμώνου
= παχαίνω, αλλά και ωριμάζω.
ψόφους
= θάνατος, αλλά και πολύ κρύο (π,χ. σήμερα κάνει ψόφου).
ψχάλα
(η) = σιγανή βροχή.
ψχούδ
= το ψωμάκι των μνημοσύνων.
ψχουπιάνουμι
= τρώω για να σταθώ στα πόδια μου.
ψχουπλάκουμα
= μεγάλη στενοχώρια.
ψχουπλακώθκα
= στεναχωρήθηκα πολύ.
ΤΕΛΟΣ
Γεια σας
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσφέρω τα χρήματα του δανείου 2.000 € έως 2.000.000 € άτομα για τα έργα τους. Πάρτε επαφή για περισσότερες πληροφορίες.
e-mail: stephannefillon@gmail.com