"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

27/8/17

ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ (μέρος Γ’)



του Σεραφείμ Ν. Κακούρα, φιλολόγου




---

Λεξικό του Ρουμελιώτικου ιδιώματος


Σεραφ. Κακούρας
   Περιλαμβάνει 2.156 λέξεις με την ερμηνεία τους. Συγκεκριμένα για κάθε πρωτόγραμμα της λέξης προέκυψαν (σε παρένθεση ο αριθμός λέξεων που καταγράφηκαν) : Α (261), Β (50), Γ (112), Δ (40), Ε (8), Ζ (62), Η (1), Θ (32), Ι (14), Κ (322), Λ (75), Μ (205), Ν (66), Ξ (93), Ο (28), Π (188), Ρ (41), Σ (204), Τ (186), Υ (1), Φ (63), Χ (82) και Ψ (22).  


Α
α; = τι;
αά, λέγεται και αχά = ναι.
αβγατίζου = αυξάνω.
αβέρτα = απλόχερα, απεριόριστα.
αγάλια = σιγά.
αγάλια αγάλια = σιγά σιγά.
αγαλιούτσκα = σιγά σιγά.
αγάνα = ο φλοιός του καρπού του σιταριού, αλλά και το ψαροκόκαλο. 
αγανός  (προέλευση αρχαιοελληνική) = λεπτός.
αγγειό (το) = δοχείο, αλλά και το γυναικείο γεννητικό όργανο. 
αγγόνι = εγγονός.
αγγυλώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = καρφώνω με βελόνα ή λεπτό αγκάθι.
αγκίδα = αγκάθι που μοιάζει με βελόνα, αιχμή βέλους, βελόνας.
αγκλίτσα, λέγεται και γκλίτσα (προέλευση αρχαιοελληνική)  = ραβδί των βοσκών.
αγκλόινα = καρποί άγριας αχλαδιάς.
αγκουμαχάου = ανασαίνω με δυσκολία.
αγκουνάρ = ακρογωνιαίος λίθος και πέτρα διαμορφωμένη για γωνίες σπιτιών.
αγκουνή  (η) (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = γωνία ή θέση δίπλα στο τζάκι.
αγκουρτσιά, λέγεται και γκουρτσιά (προέλευση αλβανική) = άγρια αχλαδιά.
αγκούτσα = ξύλινο ακατέργαστο ραβδί και μεταφορικά σπασμένο πόδι ή χέρι.
αγλέουρας = μεγάλο φαγοπότι, φαγητό του «σκασμού».

αγναντεύου = κοιτάζω πέρα μακριά.
αγνάντια = απέναντι
αγουιάτς = αυτός που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη μεταφορά (αγωγιάτης).
αγουνιόμι = ταλαιπωρούμαι.
αγραδώνου = βάζω κάτι μέσα σε σχισμή έτσι που δύσκολα βγαίνει.
αγρίδα = άγουρο σταφύλι.
αγροικήθκαμι = συνενοηθήκαμε.
άγρου = άγουρο, αγίνωτο. 
αγρουμπλιά = αγριομηλιά.
άγρους = άγουρος, νεαρός.
αγώι (προέλευση αρχαιοελληνική) = η αμοιβή για μια μεταφορά.
αδειάζου = αδειάζω, αλλά και ευκαιρώ (δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
αδέξιους = ανίκανος
αδιδώ και αϊδιδώ = σ’ αυτό εδώ το σημείο.
αδιδωιά = στο ίδιο σημείο.
αδικεί = στον ίδιο τόπο, εκεί ακριβώς.
αδικειιά = εδώ κοντά.
αδικεύου = αδικώ.
αδιρφουμοίρια = τμήματα χωραφιών μοιρασμένα μεταξύ αδελφών.
αδιτότι = τότε ακριβώς.
αδούλιφτους = αδούλευτος, αργόσχολος.
αδράχτ (προέλευση αρχαιοελληνική) = όργανο που χρησιμοποιείται για γνέσιμο.
αερουγάμς = μικρό πουλάκι που καταφέρνει και μετεωρίζεται στον αέρα.
άη κουκ (τ’) = ποτέ.
Άη-Δ’μητριάς = Οκτώβριος.
αητουνύχι = επιτραπέζιο άσπρο ή κοκκινόμαυρο σταφύλι.
άι (αλλά και άε) = πήγαινε.
άϊα (τα) = τα άγια.
αϊά = να, κοίταξε.
αϊάτους ή αϊάτουνι = δες τον.
αϊκώ, λέγεται και ακώ = ακούω.
αϊρκό = ξωτικό, φανταστικό ον, κακοποιό πνεύμα που προκαλεί ασθένειες.
αϊτέρ (το) = ζευγάρι, ταίρι.
άϊτι (άντε), (προέλευση τουρκική) = εμπρός, πήγαινε.
άϊτι άϊτι = κάνε γρήγορα.
αϊφαντής = είδος αραχνούλας.
ακέργιους = ολόκληρος, ακέραιος.
ακμπάου = ακουμπώ.
ακουρμαίνουμι (προέλευση αρχαιοελληνική) = ακροόμαι, ακούω προσεκτικά.
αλαλιάζου = ζαλίζω, σκοτίζω, αλλά και παλαβώνω.
αλαμανάου = κυνηγάω, καταδιώκω με πολύ βίαιο τρόπο.
αλαμανιάζου = αναστατώνω.
αλαμπουμπούλα (προέλευση βενετσιάνικη) = αναταραχή.
αλάργα (προέλευση λατινική) = μακριά.
αλαταριές = πέτρες που πάνω τους έβαζαν αλάτι για τα ζώα του κοπαδιού.
αλαφιάζου = φοβίζω κάποιον.
αλαφιάζουμι = αναστατώνομαι από κάτι που με αιφνιδίασε.
αλισβιρίσι (πρ. τουρκική) = το δούναι και λαβείν, οι εμπορικοοικονομικές σχέσεις.
αλκουτάου = εμποδίζω.
αλκουτνός = τελευταίος, αλλά και αυτός προκαλεί εμπόδιο.
αλλαή = ανταλλαγή.
αλλαξιά = σύνολο ένδυσης.
αλλαξουφιγγιά = τρέλα, παραζάλη.
αλλοιά = αλλοίμονο.
αλλοιότκους = διαφορετικός.
αλλοιουτεύου = γίνομαι διαφορετικός, αλλάζω χαρακτήρα και συνήθειες.
αλλουπαρμένους = αφηρημένος, σαν να του πήραν το μυαλό οι νεράιδες.
αλμπάνης (προέλευση τουρκική) = πεταλωτής αλόγων, αλλά και αδέξιος, άπειρος.
Αλουνάρς = Ιούλιος.
Αλ’πού (πληθ. αλ’πές) = αλεπού.
αλπουπουρδή = είδος άγριου φυτού που μοιάζει με μανιτάρι. 
αλπουτνάχκι = πετάχτηκε επάνω βίαια.
αλσίβα = απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη.
αλχτάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = γαυγίζω.
αμ τίδα κάνι = βέβαια, ασφαλώς.
αμάλαγους = απείραχτος, ανέγγιχτος.
αμαλαϊά =  τόπος που καταφεύγει και ησυχάζει άνθρωπος ή ζώο, θαλπωρή.
αμανάτι (προέλευση αραβική) = ενέχυρο.
αμολόητα = ανεκδιήγητα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.
αμουλάου = λύνω, απελευθερώνω.
αμπάρ (προέλευση περσική) = μεγάλο ξύλινο κιβώτιο που έβαζαν το αλεύρι.
αμπάρα (προέλευση ιταλική) = βέργα που ασφαλίζει εσωτερικά την πόρτα.
αμπαρώνου = κλειδώνω.
αμπδάου = πηδάω (αμπήδα = πήδα).
αμπηδηκλώνου = βάζω τρικλοποδιά.
αμπήδμα (το) και αμπηδσιά = πήδημα.
άμπλας = τόπος απ’ τον οποίο αναβλύζει πολύ νερό.
αμπουδάου = εμποδίζω.
αμπούκα = μάγουλο.
αμπουξιά = βίαιο σπρώξιμο.
αμπουριά (η) = πόρτα σε φράχτη, κατασκευασμένη με ακατέργαστα ξύλα.
αμπόχνου = σπρώχνω.
αναβάσταγους = αβάσταχτος, ασυγκράτητος.
αναβατίζου = αφήνω το ζυμάρι για το ψωμί να φουσκώσει.
αναγλυτσιασμένα = με γλοιώδη τρόπο.
αναγούλα = τάση για εμετό.
αναδεύου = ανακατεύω, αναταράσσω.
ανάκαρα (προέλευση αρχαιοελληνική) = δύναμη, τσαγανό, κουράγιο.
αναμέρα = κάνε στην άκρη.
αναμιράου = παραμερίζω.
αναμπουμπούλα = αναστάτωση.
ανανουιέμι = καταλαβαίνω.
αναπιάνου = ετοιμάζω το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού.
ανάρια ανάρια = πολύ αραιά.
ανασκιλώθκανι = έπεσαν ανάσκελα.
ανασούμπαλους = κακοφτιαγμένος και απεριποίητος.
ανασπάζουμι = ασπάζομαι κάτι ιερό.
ανάστρουφους = ανάποδος.
αναφακάς = η μοίρα καθενός, η τύχη.
αναφάνταλους = ασουλούπωτος, απρόσεκτος, επιπόλαιος.
αναφταώνου = αναστατώνω.
αναφταώνουμι = αναστατώνομαι.
αναχαράζνι = αναμασούν.
αναχητσουμέμους = με σηκωμένο μαλλί και άγρια εμφάνιση.
ανγαστέν = επίτηδες, επί τούτο.
ανεβατίζου = ζυμώνω σταρένιο ψωμί.
ανέμκαμι = απομείναμε.
ανέσια = άνεση, σιγά σιγά.
ανήμπουρους = άρρωστος.
ανιμουβόρ (το) = τσουχτερό κρύο.
ανιμουγκάστρ = ψευτοεγκυμοσύνη.
ανιμουπύρουμα = είδος δερματοπάθειας.
ανιμουσούριου (το) = αέρας με βροχή.
άνιφτους (προέλευση αρχαιοελληνική) = με άπλυτο πρόσωπο.
αντάμα (προέλευση αρχαιοελληνική) = μαζί.
ανταμκό (το) = αυτό που είναι κοινό, που ανήκει σε δύο ή και περισσότερους.
ανταμώθκαμι = συναντηθήκαμε, αλλά και παντρευτήκαμε, συμπεθεριάσαμε.
ανταμώνου = συναντώ.
αντάρα (προέλευση βλάχικη) = ομίχλη.
αντάριασι = έπεσε ομίχλη, αλλά και φούντωσε η μάχη.
αντέτ (το) (προέλευση τουρκική) = έθιμο, συνήθειο.
άντζα = μέρος του ποδιού, γάμπα.
αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού.
αντιλουιόμι = απαντώ, αποκρίνομαι.
αντιριέμι,  αλλά και ντιριόμι = ντρέπομαι.
άντιρου = έντερο.
αντιρώνουμι = τεντώνομαι.
αντράλα = ζάλη, σκοτοδίνη, ίλιγγος.
αντραλίζουμι = ζαλίζομαι.
αντρόϊνου = ζευγάρι (ο σύζυγος και η σύζυγός του).
αντρουμοίρ = το μερίδιο χήρας γυναίκας που κληρονομεί απ’ τον άντρα της.
αντρουχιάζουμι = μπλέκομαι σε σχοινιά ή κλαδιά ή …
αξαίνου = μεγαλώνω.
αξούργους = αξύριστος.
αούα – αούα = κραυγή για να διώξουν τον ξέφτερα (γεράκι) που ρίχτηκε στις κότες.
απαγγιάζου = καταφεύγω σε μέρος απάνεμο για να προφυλαχτώ απ’ το κρύο.
απάγκιου (προέλευση αρχαιοελληνική) = τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας.
απαντάου = απαντώ, αλλά και συναντώ.
απαντουχή = ελπίδα, προσμονή,  προσδοκία.
απαντχαίνου = προσδοκώ, ελπίζω.
απαυτουιά = απ’ αυτό το μέρος.
απέ, λέγεται και κιαπέ = έπειτα, στη συνέχεια.
απεικάζου = καταλαβαίνω.
απειρουλόϊτους = απεριποίητος.
Λαμιώτισσα των αρχών του 19ου αι.
απθώνου = αφήνω κάτι κάπου.
απίστουμα = μπρούμυτα.
απίτιαγους = αχόρταγος.
απκάτ = από κάτω.
απκατούλια = λίγο πιο κάτω.
απλές … = που λες …
απλουιόμι = αποκρίνομαι.
απλόχιρα (επίρρ.) = πλουσιοπάροχα, χωρίς τσιγκουνιά.
απλόχιρου (το) = η παλάμη του χεριού σε σχήμα κούπας.
απόγουνου (το)= απάνεμος τόπος.
απόκαμα = εξαντλήθηκα, παρακουράστηκα.
απόκουτους = παράτολμος.
απόκουψι = σταμάτησε να θηλάζει.
απόμκαμι = απομείναμε. 
απόπατους = τουαλέτα.
απόρξι = έγκυος που απέβαλλε.
απούθι; = από ποιον τόπο;
απουκείθι = απ’ την πίσω πλευρά.
απουκούμπ = στήριγμα, απαντοχή.
απουκουντριασμένους = απελπισμένος, αυτός που φοβάται όλους και όλα.
απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.
απουκρέψαμι = νηστέψαμε. 
απουλάω = σχολάω, αφήνω κάτι ελεύθερο.
απουξούλια = απέξω και πολύ κοντά.
απουπαίρνου = μαλώνω κάποιον.
απουπάν = από πάνω.
απουπέρα,  αλλά και αχπέρα  = απέναντι.
απουρρίχνου = (για έγκυο γυναίκα ή για ζώο) αποβάλλω.
απουσπιρνού = απόψε το βράδυ.
απουσταίνου = κουράζομαι. 
απουταχιά = κατά την αυγή.
άπραγους = άπειρος, αμάθητος, πρωτάρης.
Απρίλς = Απρίλιος.
απστουμάου = αναποδογυρίζω, πέφτω κάτω, αλλά και γυρίζω μπρούμυτα.
απστουμήθκα = έπεσα κάτω.
αράδα (προέλευση βενετσιάνικη) = σειρά.
αραδιάζου =  βάζω στην αράδα,  σειρά, βάζω σε τάξη, αλλά και διηγούμαι.
αραήλιασα = ζαλίστηκα.
αραήλιασμα = ζάλη απ’ τον ήλιο.
αράθυμους = αυταρχικός, ευέξαπτος.
αραλίκι = ανακωχή, αλλά και τεμπελιά.
αρατίσκανι = σκορπίσανε εδώ κι εκεί.
άρατους = άφαντος.
άραχλους = κακομοίρης.
αρβάλι = χερούλι σκεύους, αλλά και συνεχής ροή (πάνε αρβάλι οι δουλειές του).
αργάζου = χτυπώ, κατεργάζομαι.
άργανα (τα) = τα μουσικά όργανα.
άρεθε = άρεσε.
αρίδα = το πόδι, αλλά και τρυπάνι. 
αρμάθα = πολλά όμοια πράγματα που είναι περασμένα σε κλωστή.
αρμαθιά = σειρά από χάντρες, φύλλα, … περασμένα σε σχοινί, μάτσο.
αρμαθιάζου = περνώ σε σχοινί διαδοχικά διάφορα πράγματα, πλάθω ιστορίες.
αρμακάς = σωρός από πέτρες.
αρνόκρου = μαλλί μικρών αρνιών.
αρόϊαγου = ανεξέλεγκτο, αναιδέστατος άνθρωπος.
αρτήθκα = έφαγα τροφή όχι νηστίσιμη.
αρτμή (η) = τυρί, ανθότυρο ή κλωτσοτύρι.
αρχήτιρα = νωρίτερα.
αρχίνσα = άρχισα.
ασκί = επεξεργασμένο δέρμα αρνιού που έβαζαν κρασί, νερό …
άσουστα = αυτά που δεν σώνονται (τελειώνουν).
ασπρούδα = είδος άσπρου σταφυλιού.
ασπρουνόρκου = κατάμαυρο αρνί ή κατσίκι με άσπρη την άκρη της ουράς.
αστουχάου, αστόισα = ξεχνώ.
αστραπόβουλου = κεραυνός.
αστραπουκαμένους = χτυπημένος από κεραυνό.
αστραπουτσιουκανάει = μπουμπουνίζει.
αστρέχα (προέλευση σλαβική) = μέρος που μας προφυλάσσει απ’ τη βροχή.
αστρίτς = είδος φιδιού.
αυλόϋρους = αυλόγυρος.
αυτηνιά = αυτή εδώ.
αυτήνη = αυτή.
αυτουϊά = κάπου αυτού, στο σημείο αυτό.
αϋφαντής = αράχνη.
αφαντιάζιτι = χωρίς λόγο αναστατώνεται, καυγαδίζει αναίτια.
αφέντς = άρχοντας, αλλά και ο κουνιάδος.
αφίρ (το) = πολύ κρύο και άριστης ποιότητας νερό.
άφκα = άφησα.
άφνι = άφηνε.
αφνού, λέγεται και αφτνού = αυτουνού.
αφόντας = από τότε που …
αφόρμσι (η πληγή) = μολύνθηκε.
αφουγκράζουμι και αφουγκραίνουμι = ακούω (προσεκτικά).
άφτινι = άφησέ την.
αχά = ναι.
αχαΐρευτους = ανεπρόκοπος, τεμπέλης, αλλά και άτυχος. 
αχαμνά = αδύνατα, αλλά και τα γεννητικά όργανα.
αχαμνός = αδύνατος, ασθενικός.
αχάραγα = πολύ πρωί, πριν ξημερώσει.
αχνός = ατμός.
αχούα = κραυγή για το διώξιμο γερακιού.
αχούρ (προέλευση τουρκική) = υπόγειο.
αχπάν = από πάνω.
αχπανούλια = λίγο πιο πάνω, απ’ την πάνω πλευρά.
αχπέρα και απουπέρα = απέναντι.
άψη (η) = φούντωση, ακμή.


Β

βάβου (η) = γιαγιά.
βαένα, λέγεται και βαρέλα = ξύλινο βαρελάκι για τη μεταφορά νερού.
βαένι (προέλευση σλαβική) = μικρό ξύλινο βαρελάκι.
βάζει = βουίζει.
βαζούρα = βοή, ενοχλητικός θόρυβος.
βαϊουβδόμαδου = το επταήμερο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα.
βακούφκου = εκκλησιαστική ή μοναστηριακή περιουσία.
βαλάντουσα (στο κλάμα) = έκλαψα πάρα πολύ.
βάντα = κλαδί δέντρου για τροφή ζώων.
βαρ’ = χτύπα.
βαραίνου = επιδεινώνεται επικίνδυνα η υγεία μου, αλλά και ψυχραίνομαι με κάποιον.
βαρβατίλα (προέλευση λατινική)  = η μυρουδιά αρσενικού ζώου.
βαρβατσέλι (προέλευση λατινική) = μικρός ερωτιάρης.
βαρέλα = βαρέλι για νερό.
βάρησα = χτύπησα (π.χ. έπεσα και βάρησα).
βαριμάρις = τεμπελιές.
βαρκέτσα = βαρέθηκα, κουράστηκα.
βαρκό (το) = υγρότοπος, περιοχή με νερά που λιμνάζουν. 
βαρυγκόμνια = δυσφορία για βάσανα, δυσανασχέτηση. 
βάτεμα = η γονιμοποίηση ζώων.
βατεύουντι (αναφέρεται κυρίως σε ζώα) = ζευγαρώνουν.
βατλιά = περιοχή γεμάτη βάτα.
βατσνιά = κλαδί βάτου.
βέλαξα (απ' τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ.
βέλασμα = η φωνή των προβάτων και των κατσικιών.
βελέντζα = χοντρό σκέπασμα από γίδινο μαλλί.
βέμπιλι (προέλευση σλαβική) = ασθένεια.
βζακάντ = μολυσματικό εξάνθημα του δέρματος που πυορροεί. 
βζουλόι = η πιπίλα του μωρού, μπιμπερό.
βζουπιάνου = βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει.
βιλάνι (το) = βελανίδι.
βιρβέρα (προέλευση σλαβική) = σκίουρος.
βιτούλι = αρνί ή κατσίκι ενός έτους.
βλαβ = βλάβη, αλλά και βλάπτει.
βλαστμάου = βρίζω.
βλουϊρός = ξύλινο όργανο με το οποίο σφραγίζεται η λειτουργιά. 
βόμπρας = μικρό ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.
βουδώνου και βοδώνου = προφταίνω, προλαβαίνω.
βούζας, βουζουμένος  = θυμωμένος.
βουϊδούμπας = ανόητος.
βουλά (η) = φορά.
βουλεί = βολεύει, δίνεται ευκαιρία. Δε μ’ βουλεί = δεν ευκαιρώ. 
βουλή (η) = ευκαιρία.
βουλθιά (η) = κόπρανα αγελάδας. 
βουρδουλιάζου = γεμίζω σπυριά ή ψείρες.
βούριαξι = έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα.
βουσκαρούδ = τσοπανόπουλο.
βρακουζώνι = ανδρικό εσώρουχο με πόδια.
βρούδια = αυτοσχέδιες πισίνες (νερόλακοι) της φύσης σε χειμάρρους και ποτάμια.
βρουχαλίδα = είδος πολύχρωμης σαύρας που εμφανίζεται μετά από βροχή.


Γ
γαϊτάνι = κορδόνι.
γαλάρια = προβατίνα ή κατσίκα που παράγει γάλα.
γαλιουρίζου = βλέπω αμυδρά, μόλις διακρίνω τη θέση κάποιου πράγματος.
γαμπρουλιάς, λέγεται και γαμπρίκας = χαϊδευτικά ο γαμπρός.
γανώματα = χάλκινα κουζινικά σκεύη.
γαρδαβίτσα = πάθηση του δέρματος, μοιάζει με σπυρί.
γάστρα (η) = μεταλλικό ημισφαιρικό αντικείμενο που σκεπάζεται με θράκα.
γατσιόμαλλου = ακατάστατα μαλλιά και οι μικρές τρίχες στο σβέρκο.
γατσιόπλου = μικρό γατάκι.
γατσιουμαλλιάζου = ανακατώνω τα μαλλιά.
γατσιουμαλλιάρα = χοντρή μάλλινη φλοκάτη.
γατσιούνι, , λέγεται και γατσιόπλου = γατάκι. 
γατσνεύιτι (η γάτα) = το νιαούρισμα της γάτας, όταν θέλει να ζευγαρώσει.
γατσνιάζου = αναμαλλιάζω.
γέριψα = θεραπεύτηκα, έγινα καλά.
γεύουμι = βασανίζομαι, (γεύκει πουλλά φαρμάκια στη ζωή τ’ς).
γηρουκόμ (το) = γέροντας ή γριά.
γηρουκόμιου (το) = γέροντας ή γριά που έχει ανάγκη φροντίδας.
γηρουκούσιαλου (το) = υπέργηρος άνθρωπος.
γιατάκι = πρόχειρη κατασκευή για διαμονή.
γιάτους = να αυτός.
γίγκι = έγινε.
γιδουξούρ = αμόρφωτος άνθρωπος, παντελώς άξεστος.
γίκους = στοίβα από ρούχα.
Γινάρς = Ιανουάριος.
γιόμα (το) = μεσημέρι.
γιούκους = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο.
γιουματίζου = γευματίζω, τρώω το μεσημεριανό μου.
γιουμάτου = γεμάτο.
γιουμώνου = γεμίζω.
γιούρτ = χωράφι γύρω από σπίτι.
γιουρτάνι = αρμαθιά από φλουριά για το λαιμό.
Ο Έλληνας κλέφτης της επανάστασης του ’21
γιουρτάσι (το) = η γιορτή.
γιουφύρ = γέφυρα.
γιρεύου = θεραπεύομαι.
γκαβός =αλλήθωρος. 
γκαβούλιακας = θεόστραβος κι αλλήθωρος.
γκαβώνουμι = χάνω το φως μου.
γκαϊδίζου = λοξοκοιτάζω, κοιτάζω πονηρά, έχω κρυφή συμπάθεια κάπου.
γκαϊδός = αλλήθωρος.
γκανιάζου = διψάω πολύ, κοράκιασα, αλλά και κλαίω γοερά, πλαντάζω. 
γκάνιαξι (π.χ. στο κλάμα) = πλάνταξε, έφτασε στο απροχώρητο.
γκαργκαλιάγκους = λάρυγγας.
γκαρδιώνου = ενθαρρύνω.
γκαρίλας (ο) = άτομο που φωνάζει κλαψουρίζοντας συχνά και ενοχλητικά.
γκζάνι (το) = ασήμαντος άνθρωπος.
γκιζιράου (προέλευση τουρκική) = τριγυρνώ.
γκισέμ = το ζώο που ηγείται του κοπαδιού και φέρει μεγάλο κουδούνι
γκλάβα (προέλευση σλαβική) = το κεφάλι, το μυαλό. 
γκλαβανή (προέλευση σλαβική) = καταπακτή στο πάτωμα που έφερνε στο υπόγειο.
γκόλφ = φυλαχτό.
γκούρλιζμα (το) = η κραυγή του γουρουνιού.
γκουρλουμάτς = άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.
γκουρλώνου = γουρλώνω (τα μάτια).
γκουρτσιά (προέλευση αλβανική) = άγρια αχλαδιά.
γκούσια (η) = ο πρόλοβος της κότας.
γκουστέρα (προέλευση σλαβική) = σαύρα. 
γκουστιρίτσα = μικρή σαύρα.
γκριμουτσακίζουμι = πέφτω και χτυπώ άσχημα.
γκριντάλι = μεγαλόσωμος άνθρωπος.
γκσουμανάου = ανασαίνω βαριά απ’ την κούραση.
γκώθκι = παράφαγε και βαρυστομάχιασε.
γκώνουμι = χορταίνω.
γλαβανή = καταπακτή.
γλέπου = βλέπω.
γλίνα = το χοιρινό λίπος, λάσπη από πηλό (έστρωναν το πάτωμα χωρίς σανίδια).
γλίτσα = γλοιώδης επιφάνεια, γλιστερότητα.
γλουσσιάζου = δοκιμάζω με τη γλώσσα μου.
γμάρ = γαϊδούρι. 
γμαρουντάβανους (ο) = έντομο ενοχλητικό στα άλογα, μουλάρια …
γναίκα = γυναίκα.
γνέθου = κάνω το μαλλί νήμα με όργανο τη ρόκα.
γνέμα = νήμα.
γνώρους (ο)= γνωριμία.
γούβα (προέλευση αλβανική) = λακκούβα, κοίλωμα στη γη που κρατούσε νερό.
γουνιά = τζάκι, ακρούλα.
γούπατου = βαθούλωμα, κοίλωνα του εδάφους.
γουρλουμάτς = άνθρωπος με «προεξέχοντα» μάτια.
γουρλώνου = ανοίγω πάρα πολύ τα μάτια.
γουρμάζου = ωριμάζω.
γούρμος = ώριμος καρπός.
γούρνα (προέλευση ελληνιστική) = είδος στέρνας.
γουρνουκούμασου = χώρος για το γουρούνι.
γουρνούλα (η) = λακουβίτσα στο έδαφος που κρατάει νερό.
γουρνουματιάζου = βάζω κάποιον στο μάτι.
γουρνουμυτιάσκι = έσκυψε πολύ, έπεσε κάτω.
γουρνουτσάρχου = πρωτόγονο παπούτσι καμωμένο από δέρμα γουρουνιού.
γουρνουχαρά = το σφάξιμο του γουρουνιού τα Χριστούγεννα.
γουτς = κραυγή για το διώξιμο γουρουνιού.
γραμματζούμινους = μορφωμένος, εγγράμματος.
γραμματκός = ο γραμματέας.
γραμμένου = όμορφο, αλλά και το μοιραίο. 
γραπώνου = αρπάζω, συλλαμβάνω με βίαιο τρόπο.
γρατσνάου = γρατσουνίζω. 
γρέκι = τόπος διανυκτέρευσης κοπαδιών.
γρέντζιλα (τα) = αγριοστάφυλα.
γρίβο = χρώμα ανοιχτό γκρι.
γριβούλα = το πουλί σιταρήθρα.
γροικάου = ακούω, καταλαβαίνω.
γρούμπα = καμπούρα.
γρούμπαλου = καμπουρωτό.
γρουμπός = καμπούρης.
γρουμπούλι = εξόγκωμα στο εξωτερικό μέρος του σώματος.
γρούν(ι)= γουρούνι.
γυαλί (το) = ποτήρι.
γυρβόλι (το) = κύκλος.
γυρβουλιά = ολόγυρα.
γυρβουλιάζου = φέρνω γύρες, αλλά και προσπαθώ πονηρά να πετύχω κάτι.
γυφτόλαμπα = τσίγκινη λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί.
γυφτουλασιά = απόλυτη φτώχεια, αλλά και ενοχλητικός τρόπος να δοθεί κάτι.
γυφτουφασλιά = είδος φασολιάς.
γυφτουφάσλου = «μαυρομάτικο» φασόλι.

Δ
δαυλί = αναμμένο ξύλο.
δαχλιά = δακτυλιά, δακτυλικό αποτύπωμα.
δάχλου = δάκτυλο.
δέντρους (ο) = μεγάλη βελανιδιά.
δέση (η) = τεχνητό φράγμα σε τρεχούμενο νερό.
δημουσιά = δημόσιος δρόμος.
διάβα (το) = το πέρασμα.
διάβα = πέρνα.
διάγγι (το) = παλιό κρασί.
διάζουμι = βιάζομαι. 
διακουνιά = ζητιανιά.
διακουνιάρς = ζητιάνος.
διαλούπ (το) = ξωτικό, δαιμονικό. 
διαούρτ (προέλευση τουρκική) = γιαούρτι.
διασίδ (το) = το στημόνι, οι κατά μήκος κλωστές του υφαντού.
διάσιλου = το σημείο του περάσματος ανάμεσα σε δυο βουνά.
διαστκός = βιαστικός.
διάτα (η) = συμβουλή, αλλά και διαταγή.
διατάζου = συμβουλεύω.           
διάτανους = διάβολος, σατανάς.
διμάτ (το) = δέσμη από χόρτα.
δίμτου = ύφασμα στερεό και πυκνό.
δίνει ου ήλιους = ανατέλλει ο ήλιος.
δίξιους (ο) = ο παλιάνθρωπος (ου πίσιους ου δίξιους).
διπλάρκα (τα) = δίδυμα.
διπλαρώνου = πλησιάζω κάποιον και με πονηριές και γλυκόλογα τον εξαπατώ.
διρμάτ = ασκί από δέρμα αρνιού ή κατσικιού όπου έβαζαν τυρί, κρασί, νερό …
δκούλι (το) = γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα του σιταριού, λιχνιστήρι.
δούγα (η) = σανίδι βαρελιού, αλλά και «τέντωμα» του αυτιού για κρυφάκουσμα.
δουκιόμι = αντιλαμβάνομαι, «βάζω» με το νου μου.
δρασκέλι = ο διασκελισμός.
δρασκιλάου = διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλια.
δρασκιλιά (προέλευση ελληνιστική) = απόσταση ίση με ένα βήμα.
δρόλαπας = ανεμόβροχο, θύελλα, δυνατή βροχή με παγερό άνεμο.
δρούγα = η ρόκα που γνέθουν.
δρουλάπ (προέλευση αρχαιοελληνική) = καταιγίδα, ανεμόβροχο.
δρουσουτσιάφ (η) = η δρσιά που κάθεται στα φύλλα των φυτών.
δύνιτι = μπορεί.
δύνουμι = μπορώ.
δυχατέρα = θυγατέρα.

Ε
έκα = στάσου, κάνε πιο πέρα.
εμ - εμ = και - και .
έμκα = έμεινα.
εμπατή (η), λέγεται και μπατή = η είσοδος, ιδιαίτερα σε υπόγειο.
ενού = ενός.
έπσα = έπεσα, αλλά και έψησα.
έσβους = ο ασβός.
ετσγιαϊά = μ’ αυτόν τον τρόπο.

Ζ
ζαβλακώθκα = νύσταξα ή ζαλίστικα και δεν ξέρω που είμαι.
ζαβός = αυστηρός και κακότροπος χαρακτήρας, ανάποδος άνθρωπος.
ζαβουλιά = αταξία, κακή πράξη που έγινε από πρόθεση. 
ζαγάρ = κυνηγητικό σκυλί, αλλά και κατεργάρης, παλιοχαρακτήρας.
ζαϊρές = τα εφόδια.
ζακόνι (προέλευση σλαβική) = συνήθεια, έθιμο.
ζαλίγκα  = μεταφορά φορτωμάτων δεμένων στην πλάτη με τριχιά.
ζαλίκι = το φορτίο που μπορεί να κουβαλήσει κάποιος στην πλάτη του.
ζαλίμ = ζωηρό και ενοχλητικό παιδί.
ζαλκώνουμι (προέλευση σλαβική) = δένω φορτίο στην πλάτη μου να το κουβαλήσω.
ζαμάνια (προέλευση περσική) = πολλά χρόνια.
ζάντζα = ιδιοτροπία, παραξενιά.
ζαντζέβου = αποκτώ παραξενιές, ιδιοτροπίες.
ζάπ (προέλευση αραβική)  = υπομονή, συγκρατημός.
ζάρκους = γυμνός, χωρίς προστασία.
ζαρπί (το) = το ζόρι, ο εξαναγκασμός, η βία.
ζάφτ, λέγεται και ζαπ = το να δαμάζω, να καταβάλλω, να κάνω κάποιον υποχείριο.
ζάφτου = χτυπώ, αλλά και πίνω. (έζαψα δυο πουτήρια τσίπρου).
ζβάου = σβήνω.
ζβόϊρους = σβούρα.
ζβουνιά = ξερή ακαθαρσία αγελάδας χρήσιμη στο άναμμα φωτιάς.
ζβουρλάου = εκσφενδονίζω. 
ζγαντζιούρς = καχεκτικός και ιδιότροπος άνθρωπος.
ζγαντζόγουρνου = γκριζωπό γουρούνι με πολύ σουβλερή μύτη.
ζγαρλάου = ανακατώνω, ενοχλώ.
ζγαρόνια = παπούτσια χωρίς σόλα, ραμμένα πάνω στις κάλτσες.
ζγουρ (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = ζυγούρι, αρνί 1-2 ετών.
ζγώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = πλησιάζω.
ζεβζέκης (πρ. τουρκική) = «ανάποδος» άνθρωπος, με παραξενιές, παλαβιάρης.
ζερβά (τα) = ανήλιαγα μέρη.
ζερβί (το) = το αριστερό (π.χ. το ζερβί χέρι = το αριστερό χέρι).
ζέχνου = βρωμάω.
ζιακτάου = συμπιέζω, σπρώχνω βίαια κάποιον να συνέλθει ή να προσέξει.
ζίβα = σβήσε.
ζιματάου, λέγεται και ζιουματάου = ρίχνω καυτό νερό.
ζίμξαμι, αλλά και ζούμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.
ζιόγκους = εξόγκωμα.
ζιουβγάρ = ζευγάρι, αντρόγυνο.
ζιουγκλιάζου = τσαλακώνω κάτι που είναι καμωμένο από μέταλλο. 
ζιρζιβούλης και ζιρζέβουλας (απ’ το βελζεβούλ, προέλευση εβραϊκή) = διαβολάκος. 
ζλαπ’ και ζλαπκό (προέλ. αλβανική) = αγρίμι, λύκος, αλλά και άξεστος άνθρωπος.
ζμάρ = ζυμάρι.
ζμαρόπτα (η) = πίτα χωρίς φύλλα με αλεύρι καλαμποκιού.
ζμί = ζουμί.
ζμπάου = σπρώχνω (ζούμπα = σπρώξε).
ζμπλατέα = στην πλατεία.
ζναρ = ζώνη.
ζούβσα =έσβησα.
ζουδ = ξωτικό.
ζούλα = κρυφά.
ζούμξαμι, λέγεται και ζίμξαμι = σμίξαμε, συναντηθήκαμε.
ζούμπιρου (προέλευση σλαβική) = μικρό έντομο.
ζούμπρα = σπρώξε.
ζουντόβουλου (προέλ. μεσαιωνική ελληνική) = γαϊδούρι, αλλά και κακοήθης άνθρωπος.
ζουπάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = πιέζω δυνατά.
ζουρβάλα (προέλευση κουτσοβλάχικη) = βίαιη και μεγάλη ροή υγρού. 
ζουριό = το σημείο αποχέτευσης του νερού στο σπίτι.
ζούρλια = τρέλα, παραφορά.
ζουρλός (προέλευση αρχαιοελληνική) = τρελός, ανόητος.
ζουρμπαλίκι (προέλευση τουρκική) = ανταρσία.
ζυγώνω (προέλευση αρχαιοελληνική) = πλησιάζω.
ζώστρα = λουρί που δένει το σαμάρι.

Η
ήμτανι (και : ήμνα) = ήμουνα.

Θ
θαμαίνουμι = παραξενεύομαι, απορώ, θαυμάζω.
θαμπούλια = πρωί πρωί, πριν ακόμη ξημερώσει.
θαραπεύουμι, αλλα και χαραπεύουμι = ευχαριστιέμαι απολαμβάνοντας κάτι.
θειάκου = θεία, αλλά και προσφώνηση κάθε ηλικιωμένης γυναίκας.
θειαμαίνουμι = θαυμάζω, παραξενεύομαι.
θείτσα = χαϊδευτικά η θεία.
θέμιλου = θεμέλιο.
θηλκό = κορίτσι.
θηρίους = τεράστιος.
θιλουκούτα = πολύ θολό νερό ή άλλο υγρό : κρασί ….
θιλούρα = θάμπωμα.
θιλώνου = θολώνω.
θιουδόξανου, λέγεται και θιουδόξαρου = ουράνιο τόξο.
θιουτκό = αυτό που προέρχεται απ’ το Θεό ή κάποιον άγιο, θαύμα.
θιρμαίνουμι = έχω πυρετό.
θιρμασιά = πυρετός.
Θιρστής =Ιούνιος.
θκομ, θκος, θκοτ = δικό μου, δικό σου, δικό του.
θλιά = θηλιά.
θλίκι (το) = κούμπωμα.
θλίκια = κουμπιά.
θλικώνου = κουμπώνω.
θμόμι = θυμούμαι.
θμος = θυμός, αλλά και πρήξιμο. 
θμουμένου = πρισμένο.
θράκα = αναμμένα κάρβουνα.
θρασεύου = φουντώνω, (θράσεψαν τα παλιοχόρταρα στο χωράφι).
θρασίμ (το) = θρασύς, αυθάδης.
θραψιρό = τρυφερό.
θραψιρός = ο γεμάτος ζωηράδα και ζωμούς βλαστός, αλλά και ευτραφής.
θριφτάρ (το) = καλοταϊσμένο, παχουλό.
θυμητκό (το) = η μνήμη.

Ι

ιδιάζου = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό.
ιδωιά, λέγεται και ιδαϊά και ιδωιάς = σ’ αυτό το σημείο.
ιδώπουκείθι = πίσω απ’ αυτόν το τόπο.
ικειιά = εκεί δα.
ικειό πλένι … = όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον (αντί να πούνε π.χ. ο Πέτρος).
ικειός = εκείνος.
ινάτ (προέλευση τουρκική) = μνησικακία, θυμός, πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη.
ιξόν = εκτός κι αν …
ίσια μι τ’νώρα = οριακή στιγμή της ημέρας (το μεσημέρι ή το ηλιοβασίλεμα).
ίσκα (προέλευση λατινική) = μύκητας σε οξιές, βελανιδιές … χρήσιμο ως προσάναμα.
ιτουτουιά = αυτό εδώ.
ίτσια = είδος λουλουδιών.
ιχτές = χθες.
ιψές (προέλευση αρχαιοελληνική) = χθες το βράδυ. 

Εμπορικός δρόμος στη Λειβαδιά

Κ

καβούκι (προέλευση τουρκική) = όστρακο (π.χ. καβούκι χελώνας).
καγκέλι = δρόμος (μονοπάτι) με πολλές στροφές.
κάδ (η) = μεγάλη ξύλινη κυλινδρική κατασκευή για τσάμπουρα, μούρα …).
καζάντ = πλούτη, προκοπή.
καζαντίζου (προέλευση τουρκική) = πλουτίζω.
καζάντιου (το) = πλούτη.
καζάντσα = πλούτισα, πρόκοψα οικονομικά. 
καθάριου (προέλευση αρχαιοελληνική) = ψωμί από αλεύρι σίτου.
καθάρσιου = καθαρτικό.
καϊπουμένους = κρυμμένος σε μέρος που δεν τον βρίσκεις εύκολα.
κακάβ = χάλκινη κατσαρόλα. 
κακαράντζες = κοπριές αιγοπροβάτων.
κακαρώνου = πεθαίνω.
κακάτσιαλου = ξερή βλέννα της μύτης.
κακουμούτσουνους = πολύ άσχημος.
κακουσιότρουπους  = ασουλούπωτος, κακοφτιαγμένος.
καλαμπουκούκι = κουλούρα από αλεύρι καλαμποκιού ψημένη στη στάχτη.
κάλανη (η) = ξύλινη κατασκευή σχήματος χωνιού χρήσιμη σε νερόμυλους.
καλάνια (τα) = αυλακωτοί κορμοί μεγάλων δέντρων για τη διοχέτευση νερού.
καλβώνου = πεταλώνω.
κάλισια (η) = προβατίνα με μαύρα μάγουλα και άσπρη μύτη.
καλιακούδα = είδος πουλιού, το βουνό η Καλιακούδα, δυστυχισμένη γυναίκα.
κάλιασι = έτυχε.
κάλισσια (η) = λευκή προβατίνα με μαύρες βούλες στο μέτωπο.
καλκαντζούρις = ακατάστατα γράμματα.
καλόϊρους = καλόγερος.
καλούδια = δώρα, ωραία πράγματα.
καλουλόϊσα = συμφιλιώθηκα, αλλά και ανέπτυξα ερωτικές σχέσεις.
καλουπίχειρα = εύκολα.
καλουσκιρίζου = τρώω για πρώτη φορά στο χρόνο απ’ τα φρέσκα φρούτα.
καλουσκιρνάου = τρώγω για πρώτη φορά κάτι.
καλούτσκα = «μετρίως» καλά.
καλτσουδέτα = κλωστή με την οποία έδεναν ψηλά τις κάλτσες.
κάμαρ (η) (προέλευση αρχαιοελληνική) = δωμάτιο.
καμούντζα = υποκρισία, κόλπο, τέχνασμα για να ξεγελαστεί κάποιος.
καμούντζα = υποκρισία.
καμπλιάφ = είδος καπέλου.
καμπόσου (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = αρκετό.
καμπόσους = σημαντικό πρόσωπο.
κάμπουσοι = αρκετοί.
καμώνουμι = υποκρίνομαι.
καν κι καν = πάρα πολλοί, τόσοι και τόσοι.
καναβιά = χοντρή και γερή τριχιά.
κάνας, κάνια, κάνα = κανένας, καμιά, κανένα.
κάνε, αλλά και κάνεμ’ (επίρρ.) = τουλάχιστο.
κανίσκι (το) = δώρο.
κανντίπ = σχεδόν καθόλου.
κανούτους = σταχτής.
κανταρέλα = στη σειρά, ένας πίσω από τον άλλον.
καντίπουτα = σχεδόν τίποτε, καθόλου.
καντιπουτένιους = άχρηστος άνθρωπος, τιποτένιος, παλιάνθρωπος.
καντίπουτις = τίποτε απολύτως.
καουτσούκια = λαστιχένια παπούτσια.
καπάκι (προέλευση τουρκική) = σκέπασμα κατσαρόλας, ό,τι ταιριάζει απόλυτα με άλλο.
καπστράνα = χοντρό περιλαίμιο αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών …
καραμάνα = πρόβατο με άσπρο πρόσωπο και μαύρες γραμμές γύρω στα μάτια.
καραματιάζου = σημαδεύω, στοχεύω, πετυχαίνω στόχο.
καραουλάου (προέλευση τουρκική) = παρακολουθώ, κατασκοπεύω.
κάργα (προέλευση βενετική) = πάρα πολύ δυνατά.
κάργας (ο) = παλικαράς.
καργάρου = δένω σφιχτά.
καργαρώνου = δένω σφιχτά, αλλά και τρώγω πάρα πολύ.
καρδάρ =  μεταλλικός ή και ξύλινος κουβάς για το γάλα.
καρδάρα = μεγάλο ξύλινο δοχείο ζωσμένο με λαμαρινένια στεφάνια.
καρέλα = φούσκωμα του δέρματος από έγκαυμα και γεμάτο υγρό.
καρκαλέτς (ο) και καρκαλιάς και καρκαλέτσους (προέλ. αλβανική)  = ο κοκκύτης.
καρκάντζουλα = καβάλα στους ώμους κάποιου.
καρκαριέμι = γελάω δυνατά.
καρλαφτιάζου = «κατεβάζω» τα αφτιά.
καρλάφτς = άνθρωπος με μεγάλα αυτιά.
καρμίρς (προέλευση αρμενική) = μίζερος άνθρωπος, κακομοίρης.
κάρνα (τα) = κάρβουνα.
καρόφλα (τα) = φύλλα καρυδιάς.
καρτέρ = περίμενε.
καρυά = καρυδιά.
κασκαΐ = κούρεμα με την «ψιλή».   
κασκαρίκα = πάθημα, νίλα.
κατ = κάτω, σημαίνει και: προς π.χ. κατ τ’ν άκρ = προς την άκρη.
καταή = χάμω, κάτω στο έδαφος.
κατακεφαλιά =καρπαζιά.
κατακέφαλους = δυνατό χτύπημα με το χέρι στο κεφάλι κάποιου.
καταλαϊάζου = ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω.
κατανέμ = κατά διαβόλου (για κάτι το εντελώς άχρηστο ή μισητό).
καταούλια, λέγεται και καταούλα = κάτω στο έδαφος.
καταπιόνας = λαιμός.
καταπγιά = γουλιά.
καταπώς = όπως, με όποιον τρόπο.
κατάραχα = η πιο ψηλή κορυφή βουνού.
κατασάουρα = κάτω στο έδαφος.
κατάσαρκα = μέσα απ’ όλα τα ρούχα.
κατατόπ (το) = τόπος, μέρος, περιοχή.
κατατόπια (τα) = κατευθύνσεις.
καταχιριάζου = χαστουκίζω, δέρνω κάποιον.
καταχνιά = ομίχλη, αντάρα.
καταψιά = μπουκιά.
κατιβασιά = το νερό χειμάρρου ύστερα από δυνατή βροχόπτωση.
κατικνιά = πυκνή ομίχλη.
κατραπακιά = δυνατό χτύπημα.
κάτσι κιαπέ = περίμενε και έπειτα …
κατσιαγάνης = δύστροπος άνθρωπος.
κατσιάζου (προέλευση λατινική) = μαραζώνω.
κατσιαμάκι = είδος φαγητού με γάλα και μπομπότα.
κατσιαουνιά = τα πολλά και μικρά παιδιά σε μια οικογένεια.
κατσιασμένο (προέλευση λατινική) = μαραζωμένο.
κατσιάφλουρους = κάτασπρος.
κατσιόμπλου = κακής ποιότητας μήλο.
κατσιούλα = μάλλινο σκουφί που κάλυπτε και τα αυτιά.
κατσιουλιέρς (προέλευση ρουμανική) = το πουλί κορυδαλλός.
κατσιουμύτα = ψωροπερήφανη γυναίκα.
κατσλάφτιασι = στεναχωρήθηκε κι έσκυψε ντροπιασμένος, θύμωσε.
κατώι = υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη.
καφουκούτ = κουτί για τον καφέ.
κάψα = πολύ ζέστη.
καψάλα = έκταση γης που κάηκε.
καψηρός = δύστυχος, κακόμοιρος.
καψόπιδου =παιδί αδύναμο, καχεκτικό, δυστυχισμένο.
καψουγέρουντας = πολύπαθος, πολυβασανισμένος γέρος.
καψώνου = ζεσταίνομαι πάρα πολύ.
κβαρ = κουβάρι.
κβέντα = συζήτηση, αλλά και προξενιό.
κβιντουλόι = μεγάλης διάρκειας και έντονη συζήτηση.
κειτάς (προέλευση αρχαιοελληνική) = ξάπλωσε, πέσε κάτω και ησύχασε.
κειτάσκει = κάθισε κάτω στον τόπο του ή ξάπλωσε.
κθαρ = κριθάρι.
κθαράκι = σπυράκι που εμφανιζόταν στην κόχη του ματιού από μόλυνση.
κιαπέ = και ύστερα, αλλά και διαφορετικά.
κιαρατάς = κακότροπος χαρακτήρας, παλιάνθρωπος, πολύ αυστηρός.
κιαρατόπλου = πονηρό παιδί, παλιόπαιδο.
κιαρατούλας = κατεργάρης, πονηρούλης.
κιδρουμπούπλα = οι σφαιρικοί καρποί του κέδρου.
κιλιπούρ = ευκαιρία, τυχερό.
κίνσα = ξεκίνησα να πάω κάπου.
κιντάου = κεντάω, αλλά και πειράζω, ερεθίζω, παρακινώ σε κάτι.
κιντέρ (προέλευση τουρκική) = στεναχώρια, καημός, θλίψη.
κιντρώνου = μπολιάζω δέντρο.
κινώνου = βάζω το φαγητό στα πιάτα, σερβίρω.
κιο = αφού, ναι αλλά όμως…
κιούνι = πήλινη σωλήνα.
κιουτεύου = δειλιάζω.
κιουτής = δειλός.
κιράνη (η) = ο χώρος του σπιτιού μεταξύ ταβανιού και στέγης.
κιρουμύτς = είδος κότσιφα.
κλαδιυτήρ = γεωργικό εργαλείο για το κλάδεμα των δέντρων.
κλάθκα = κουτσάθηκα.
κλαίνουμι = γίνομαι κουλός.
κλάντζουρας = ο τελευταίος μιας μεγάλης σειράς, ο ανάξιος.
κλάπα = μεταλλικό εξάρτημα για το στήριγμα και περιστροφή πόρτας ή παραθύρου.
κλαπατάρια = τα μεγαλύτερα φτερά των αρπακτικών πουλιών.
κλαπάτσα (προέλευση βλάχικη) = ασθένεια των γιδοπροβάτων.
κλάρα = κλαδί δέντρου, κλωνάρι.
κλαρί = κλαδιά δέντρων που έδιναν για τροφή σε ζώα.
κλαρίζου = κόβω τα κλαδιά δέντρου, αλλά και δέρνω, βασανίζω.
κλαρίτς = είδος φιδιού, δενδρογαλιά.
κλαρουπόντκου = είδος ποντικού που ανεβαίνει στα δέντρα.
κλαρώνου = σκαρφαλώνω.
κλαψουμάρου = άνδρας ή γυναίκα που συνεχώς κλαψουρίζει παραπονούμενος.
κλειδουνιά = κλειδαριά.
κλειδουπίνακου = είδος ξύλινου πιάτου που έκλεινε με κάλυμμα υδατοστεγώς.
κληματσίδα = κληματόβεργα.
κλιδέρις = τα γράμματα, οι γραμματικές γνώσεις.
κλιτσνάρα = το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
κλιτσνάρια = πόδια.
κλος = κουτσός, παράλυτος.
κλούκι = αδυναμία κίνησης, παραλυσία. 
κλουνά = κλωστή.
κλουνάρ και κλουνάρα = μεγάλο κλαδί δέντρου.
κλουπακάου = χτυπώντας αναταράζω υγρό μέσα σε δοχείο. 
κλουρ = κουλούρι.
κλούρα = κουλούρα, αλλά και μηδέν στη βαθμολογία.
κλουτσουπατάου = ποδοπατώ.
κλουτσουσκούφ = αδύναμος χαρακτήρας, παίγνιο του ενός και του άλλου.
κλουτσουτύρ = προϊόν που βγαίνει από ξυνόγαλο.
κλουφ = θήκη.
κμανταρίζουμι = ετοιμάζομαι, ντύνομαι.
κμάσι (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = χοιροστάσιο.
κναβ = κουνάβι. 
κνεις = κουνήσου.
κνούπ = κουνούπι.
κόγκσα = σκόπιμη αντίρρηση, κολπάκι, νάζι.
κόθρους = γωνία ψωμιού ή πίτας.
κόκουτους = κόκορας.
κόνιδις (προέλευση αρχαιοελληνική) = μικρές ψείρες.
κόπανους (προέλ. αρχαιοελληνική) = χοντρό ξύλο που χτυπάνε ρούχα που πλένουν.
κόπτσα  (προέλευση τουρκική) = εξάρτημα ραπτικής, είδος κουμπιού.
κόρα (προέλευση σλαβική) = το σκληρό μέρος του ψωμιού που υπάρχει στις άκρες του.
κόρφους (ο) = το στήθος.
κότσιαλα = κοτσάνια.
κουϊουρούκι = το δέσιμο του μαντιλιού στο κεφάλι γυναίκας, αλλά και μορφή τρέλας.  
κουκιάζου = παραφυλάω, βάζω στόχο.
κουκλώθκει = σκεπάστηκε, αλλά και παντρεύτηκε (όταν αναφέρεται σε άνδρα).
κουκλώνουμι = σκεπάζομαι.
κουκόσια = καρύδι.
κουκουλόι = καρποί δέντρων (καρύδια, κάστανα) που μαζεύονται σε δεύτερο χέρι.
κουκουμπέλις (οι) = μανιτάρια.
κουκουρεύουμι = υπερηφανεύουμαι.
κουκουφρίγκι = το πρώτο γάλα των γιδοπροβάτων μετά των τοκετό.
κουλιάνσα = αδυναμία, αρρώστια.
κουλιανσιάρκου = πολύ αδύνατο παιδί.
κουλόκρα = τα κοντά μαλλιά απ’ την κοιλιά και το πίσω μέρος των ζώων.
κουλουκαθσιά (η) = χορευτική φιγούρα σε θέση ημικαθίσματος.
κουλουκούρσμα = «χαμηλό» κούρεμα.
κουλουκρίζου = κόβω τις άκρες των μαλλιών.
κουλουμπότα = απουσία.
κουλουσκούτς = κακοντυμένος, σβαρνιάρης.
κουλουσούσα = το πουλί σουσουράδα.
κουλουφούσια = παράρριζα φυτών.
κουλουφουτιά (η) = πυγολαμπίδα.
κουλτσίδα = είδος θεραπευτικού βοτάνου, αλλά και ενοχλητικός άνθρωπος.
κουμάρις = η αίσθηση της εξάντλησης.
κουμπόδιμα = φυλαγμένο χρηματικό ποσό για ώρα ανάγκης.
κουμπουθιάζου = δένω σε κόμπο, αλλά και πλέκω φανταστικές ιστορίες.
κουμπουθιάζουμι = μηδενίζω τα έξοδά μου.
κουμπουρέλια = οι καρποί του πλάτανου.
κουνάκι (το) = πρόχειρη κατασκευή καλύβας για ετήσια, συνήθως, κατοίκηση.
κουνεύου = φιλοξενούμαι κάπου για να περάσω το βράδυ.
κουνούστιου = η σχέση, η συναλλαγή, (δε θέλω μ’ εσένα κουνούστιο).
κουντά = ύστερα, κατόπιν.
κουντανάσα = γρήγορη, αγχώδης αναπνοή. 
κουνταριμένου = το παλιόπαιδο, το ατίθασο παιδί που κάνει ζημιές.
κουντεύου = φτάνω, πλησιάζω.
κουντζιάμ (προέλευση τουρκική) = πολύ μεγάλος.
κουντίτιρα = αργότερα.
κουντουζώνου = πλησιάζω, έρχομαι κοντά.
κουντουσβόιρας = μικρόσωμος.
κουντουστέκουμι = σταματώ για λίγο το βάδισμα.
κουντράου = χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα (αν αναφέρεται σε ζώα με κέρατα).
κουντριώντι= χτυπιούνται με τα κέρατά τους, σπρώχνονται.
κουπαδιάρς = οδηγός κοπαδιού, τσοπάνης.
κουπανέλους = ξύλινο στενόμακρο δοχείο που χτυπούσαν το γάλα για το βούτυρο.
κουράκιασα = δίψασα πάρα πολύ.
κουρακουζώης = αυτός που ζει πολλά χρόνια.
κουρδουκύλα (η) = κύλισμα στο έδαφος.
κουρδουκυλιόμι =  κάνω τούμπες, στριφογυρνάω.
κουρδουμένους = καμαρωτός.
κουρδουμπούλιασι = σβόλιασε.
κουρδώνουμι = καμαρώνω πολύ για κάτι.
κουρήτα = κορμός μεγάλου δέντρου που έγινε μακρόστενη σκάφη.
κουριλού = είδος κουβέρτας που γίνεται με κουρέλια.
κουριντζέλι = κουρέλι.
κουριντζέλου = ζητιάνα, γυναίκα ντυμένη με κουρέλια.
κουρίτα (προέλευση σλαβική) = ξύλινη σκάφη, αλλά και ποτίστρα ζώων.
κουρίτς = κορίτσι.
κουρίτς γραμμένου = όμορφη κοπέλα. 
κουρκούτ = χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι.
κουρκουτό = χυλός που έγινε από γάλα και αλεύρι απαραίτητος στη γαλατόπιτα.
κουρκουτσέλι = κοκοράκι.
κουρκουτσιόβουλους (ο) = γενική ακαταστασία.
κούρνια (η) = σκαλωσιά όπου ανέβαιναν και κοιμούνταν οι κότες. 
κουρνιάζου = σκαρφαλώνω κάπου για να ησυχάσω.
κουρνιαχτός = σκόνη.
κουρόμπλου = κορόμηλο.
κουρτσέλι = ξύλινη λεκάνη για να τρώνε τα γουρούνια σ’ αυτήν.
κουρτσόπλου = νεαρό κορίτσι.
κούσαλου, λέγεται και γεροκούσαλου = υπέργηρος. 
κουσιά = μεγάλο δρεπάνι με κοντάρι περίπου 1,5 μ.
κουσμάρ (το)= φρέσκο τυρί χτυπημένο στο τηγάνι.
κουτ κουτ = κάλεσμα σκύλου.
κουτάου (προέλευση αρχαιοελληνική) = τολμάω.
κούτελου = μέτωπο.
κουτέτς (το) = ορνιθώνας.
κουτιά (τα) = οι κότες.
κουτιρίτσα = μικρόσωμη σαύρα.
κουτουπούλι (το) = κοτόπουλο.
κούτρα (προέλευση λατινική) = το μέτωπο.
κουτράδα = ανοησία.
κουτρίδ = άγουρο φρούτο.
κουτρίδις = άγουρα σταφύλια.
κουτρού (προέλευση τουρκική) = τυχαία.
κουτρουβάλα = κυλώντας σε κατηφόρα. 
κουτρουβαλιάσκα = κύλησα, έπεσα κάτω. 
κουτσιάφτς = αυτός που έχει κομμένο το αυτί του.
κούτσιλου = μικρό
κουτσιουβέλι και κουτσύβιλου = μικρό παιδί.
κουτσιουμπέλι = κούτσουρο, αλλά και άνθρωπος αγράμματος, αμόρφωτος.
κουτσκαρέλι = μικρό παιδάκι.
κούτσκου = μικρό.
κουτσλιά = ακαθαρσία πουλιού.
κουτσμανταλεύου = κάνω μικροδουλιές, μικροεπισκευές.
κουτσμαντάλια = εύκολες μικροδουλειές.
κουτσουκέρα = κατσίκα με σπασμένο το ένα κέρατο.
κουτσουλίκα και κουτσουλίκου = παιδικό παιχνίδι με πηδήματα στο ένα πόδι.
κουτσουνόρλικου = χωρίς ουρά.
κουτσουπαλεύου = αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες.
κουτσουπδάου = αναπηδώ στο ίδιο σημείο.
κουτσουπουρεύου = «τα φέρνω βόλτα» δύσκολα, ζω με αρκετές δυσκολίες.
κούτσουρου = μεγάλο κομμάτι χοντρού ξύλου, αλλά και το κορμί του ανθρώπου.
κουτσώνου = πεθαίνω.
κουχιέβου = παραφυλλάω με κακό σκοπό.
κουψαντέρα = ζωύφιο του νερού.
κουψίδ = κομμάτι ψητού κρέατος.
κουψουμισιάστκα = με πόνεσε η μέση μου (συνήθως από μεγάλο βάρος).
κουψουχρουνιά = πώληση προϊόντος σε εξευτελιστική τιμή.
κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 
κόψιμου = κοπή, αλλά και έντονος κοιλιακός πόνος.
κράκουρα = οι άκρες των ψηλών βουνών.
κρένου = μιλάω, αλλά και φωνάζοντας καλώ κάποιον από μακριά.
κριάς (το) = κρέας.
κριβατίνα, αλλά και κρεβατίνα (προέλευση αρχαιοελληνική) = κληματαριά.
κριμανταλάς = ψηλός, λεπτός και ασουλούπωτος άνθρωπος.
κριμαντζέλα = πιάσιμο με τα χέρια από ένα κλαδί κάνοντας κούνια.
κρινί (το) = κυψέλη από κούφιο κορμό δέντρου.
κριτσιανάου = μασάω ηχηρά. 
κριτσιανίθρα = ο χόνδρος που βρίσκεται στο κρέας.
κριτσιλιάγκους = λαιμός.
κρούει ου ήλιους = ανατέλλει κάπου ο ήλιος.
κρούνης και κρούνα = βαρυόμοιρος.
κρούου, αλλά και κρου = αγγίζω.
κρυότ = ψύχρα.
κταβ (κουτάβι, προέλευση σλαβική) = μικρό σκυλί.
κτι = κουτί.
κτσή = κουτσή.
κτσιάφτς = αυτός που έχει κομμένο αφτί ή και μέρος αυτού κομμένο.
κτσιούμπ (το) = ξύλο χωρίς κλαδιά, αλλά και αμόρφωτος άνθρωπος.
κτσο = κουτσό, αλλά και παιδικό παιχνίδι.
κυπρί (το) = κουδούνι, μπρούντζινο κουδούνι για γίδια με μακρόστενο σχήμα.
κύπρος (ο) = μεγάλο χάλκινο κουδούνι.
κυριαρίνα = είδος πουλιού, η τσίχλα.
κυτάρ = ο πλακούντας που περιβάλλει τα έμβρυα.
κφάλα (η) = κοίλωμα δέντρου, αλλά και τρύπα δοντιού.
κφο = α. κουφό και β. το ποντίκι τυφλοπόντικας.
κφόβραση (η) =ζέστη με συννεφιά, συννεφόκαμμα.
κφόγουρνου = (μεταφ.) άνθρωπος που κάνει πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει. 

Λ

λάβουμα (προέλευση αρχαιοελληνική)  = τραύμα.
λαγαρίζου = ξεκαθαρίζω, μου μένει ως υπόλοιπο.
λαγαρός = καθαρός.
λαγάρσι = ξεκαθάρισε, απόμεινε ως περίσσευμα.
λαγγεύου = σκιρτάω, λαχταράω.
λαγκιόλι (το) = η δίπλα του φουστανιού ή της φουστανέλας.
λαγκιόλου = γυναίκα ιδιότροπη, με πολλές παραξενιές.
λαγούσα = είδος γκλίτσας που πιάνουν τα γιδοπρόβατα.
λαϊάζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = ηρεμώ, ησυχάζω, κρύβομαι.
λαΐνα (προέλευση αρχαιοελληνική) = είδος πιθαριού.
λαΐνι (το) = σταμνάκι, (συνήθως έβαζαν βούτυρο μέσα σε αυτό).
λάιου (προέλευση αλβανική) = ολόμαυρο.
λάϊους (ο) = μαύρος, αλλά και ο δύστυχος.
λάκα = ίσιωμα, αλλά και ως προστακτική : τρέχα να φύγεις.
λακάου, (αόρ. λάκσα) = φεύγω, δραπετεύω. 
λακριδί = χαζοκουβέντιασμα, ανόητες φλυαρίες.
λανάρ = είδος χτένας για να καθαρίζουν το μαλλί πριν το γνέσιμο.
λαντζουκόβουμι = ανυπομονώ, αγωνιώ, ανησυχώ.
λάου λάου = αργά αργά και κρυφά.
λαούτα = ησυχία.
λαουτιάζου = κρύβομαι και ησυχάζω.
λαπάς = χιονόνερο.
λαπασάρου = ηρεμώ και κυρίως για πόνο.
λαπασάρσι (ο πόνος) = περιορίστηκε, μαλάκωσε (ο πόνος).
λατσούδα = κλαδί από έλατο.
λαφιάζουμι = αναστατώνομαι για κάτι.
λαχ λαχ = βιαστικά.
λαχαίνου = τυχαία συναντώ, πετυχαίνω.
λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
λαχτάρσα = τρόμαξα.
λειψουκούλουρου = λιποβαρές κουλούρι, αυτό που δεν έπαθε ζύμωση.
λέρα = βρώμα, αλλά και παλιοχαρακτήρας.
λέσιου = ψοφίμι.
λθάρ = πέτρα.
λιαμέτ = τεμπελιά, απραξία.
λιανόπιδα = μικρά παιδιά.
λιανός = λεπτός.
λιάνουμα = το χρήμα
λιανώματα = κέρματα μικρής αξίας.
λιάρους (προέλευση αλβανική) = παρδαλός.
λιάτιρου = αδύνατο και μικροκαμωμένο παιδί.
λιβέτ = μεγάλο καζάνι.
λιζγάρ = σκαλιστήρι.
λιλέκι = πελαργός, αλλά και πολύ ψηλός και αδύνατος άνθρωπος.
λιλούδ (προέλευση αλβανική) = άνθος, λουλούδι.
λιμαριά = το περιλαίμιο ζώων.
λιμπίζουμι = λαχταρώ, επιθυμώ πολύ.
λιόκια = τα ανδρικά μόρια.
λιουβόρ (το) = ο λίβας.
λισβιρίσια = σχέσεις, συναλλαγές.
λιχάρ (προέλευση αρχαιοελληνική) = ψηλός και λεβεντόκορμος άνδρας. 
λκουσκισμένους = ταλαίπωρος.
λκουφάουμα = υβριστικά το ζημιάρικο ζώο π.χ. η κατσίκα που προκάλεσε ζημιά.
λόβα = βρωμιά, μαγαρισιά (υλική ή ηθική).
λόγγους (προέλευση σλαβική) = πυκνό δάσος.
λόιδου (το) = τούφα μαλλιών.
λόντζα = σκέπαστρο (συνήθως τσίγκινο) πρόχειρης κατασκευής.
λουβιάζου = βρωμίζω, μαγαρίζω (υλικά ή ηθικά). 
λουβιασμένους = βρώμικος, αλλά και λεπρός.
λουγγά = στενή παραποτάμια λωρίδα χωραφιού.
λουθνάρ = μεγάλο σπυρί που προκαλείται από μόλυνση.
λουιαζμένους = παραπλανημένος με συκοφαντίες.
λουιάζου = βάζω λόγια (συκοφαντίες) για να βλάψω κάποιον.
λουιάζουμι = με παρασύρουν με συκοφαντίες εναντίον κάποιου.
λούμπα (προέλευση αλβανική) = παγίδα, μικρός λάκκος με νερό και λάσπη.
λούρα = βέργα με την οποία ο δάσκαλος τιμωρούσε τους μαθητές.
λούρους = μακρύ ξύλο για το τίναγμα των καρπών δέντρου.
λούτους = νωθρός, αλλά και χαζούλης.
λούτσα (προέλευση σλαβική) = μούσκεμα.
λτσιδ = μουσκεμένο με βρομόνερα.
λτσίζουμι = κυλιέμαι μέσα σε λάσπες ή βρομόνερα. 
λύκους ξυδάτους = αυστηρός και πολύ σκληρός άνθρωπος.
λυκουφάουμα = απειλητική λέξη για ατίθασο ζώο ή για ζώο που προκάλεσε ζημιά.
λφάζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = σωπαίνω, ησυχάζω.
λώιδου (το) = μπούκλα μαλλιών.

Ελληνική αγροικία με υποστατικό (Dodwell, 1801-1806)


Μ

μ’ βουλεί = ευκαιρώ, έχω τη δυνατότητα.
μαγαρίζου (προέλευση αρχαιοελληνική) = βρωμίζω , βεβηλώνω.
μαγαρσιά = βρωμιά υλική ή ηθική.
μάγγανα = φασαρίες, καυγάδες.
μαγκίπα = είδος κρεμμυδιού.
μαγκούφκου = έρημο.
μαγκούφς = άνθρωπος που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια, δυστυχισμένος.
μαγκφαριά = αναποδιά, κακοτυχία, εμπόδιο.
μάειδε … μάειδε, αλλά και : μούειδε = ούτε … ούτε.
μαζώνου = μαζεύω.
μαθέ(ς) = λοιπόν.
μακάρ = είθε, μακάρι.
μάκι (λέγεται και μπάκι) = μήπως
μαλαγανιά = πονηριά, κατεργαριά.
μαμαλίγκα = είδος πίτας με αλεύρι από καλαμπόκι και χόρτα.
μανάρια = οικόσιτα ζώα (αρνιά ή κατσικάκια).
μαναστήρ (το) = μοναστήρι.
μαναφούκια (προέλευση αραβική) = σπιουνιές, συκοφαντίες.
μαναχά = μόνον.
μαναχός = μόνος.
μαναχουτρουβιάρς = μοναχικός τύπος, αυτός που θέλει να είναι μόνος του.
μαναχούτσκο = μοναχούλι.
μανιά = γιαγιά.
μάνταλους (ο) = εσωτερικό ξύλο στην αυλόπορτα για να ασφαλίζουν την πόρτα.
μαντανία = μάλλινη κουβέρτα.
μαντουλουίδια = μαγικά τεχνάσματα, καθώς και τα χρησιμοποιούμενα μέσα.
μαξούλι (το) (προέλευση αραβική) = η καλή σοδιά, παραγωγή.
μαράζια (προέλευση αραβική) = στεναχώριες.
μαραφέτ (προέλευση τουρκική) = μικρό εργαλείο.
μαργώνου (προέλευση αρχαιοελληνική) = κρυώνω.
μαρή (λέγεται και μουρή) = προσφώνηση αντί του ονόματος γυναίκας.
μαρκάλους (προέλευση αλβανική) = γενετήσιο ζευγάρωμα ζώων.
μαρμάγκα = μεγαλόσωμο μυρμήγκι.
μαρούδα = πλεκτή σακούλα κεντητή που είχαν τα παιδιά για το σχολείο.
μαρτίνια = τα οικόσιτα αρνάκια.
Μαρτς = Μάρτιος.
μασιά (προέλευση περσική) = λαβίδα για να πιάνουν τα κάρβουνα.
μασκαρ(ι)λίκι = ντροπιαστική πράξη που έγινε σε βάρος κάποιου.
μασλάτ = η κουβέντα.
μάστα = μάζεψέ τα.
μαστάρια = μαστοί.
μαστραπάς (προέλευση αραβική) = μικρή μεταλλική ή πήλινη κανάτα.
ματ = πηγή από την οποία αναβλύζει με δύναμη μεγάλη ποσότητα νερού.
μάτα = ξανά (π.χ. ματαπάω = ξαναπάω).
ματαϊνώνου, ματάϊνουσα = μετανιώνω.
ματασιλαχαίνου= ξαναζώ, ξαναβλέπω, ξανασυναντώ.
ματαχαλεύου = ξαναζητώ.
ματσιαλάου = μασάω.
ματσκιά = χτύπημα με ραβδί.
ματσκώνου = χτυπάω με ραβδί.
ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί, αλλά και ξυλοδαρμός (έπεσε πολύ ματσούκι).
μαυρούδα = είδος μαύρου σταφυλιού.
μαυρουτσούκαλου = παιδί πολύ μελαχρινό και άσχημο.
μαχαλάς (προέλευση τουρκική) = συνοικία, γειτονιά.
μαχμούσι = φίμωτρο που έβαζαν στο στόμα ζώου για να μην τρώει ό,τι μετέφερε.
μετ μουαμέτ = οπωσδήποτε, ντε και καλά.
μέτρους (ο) = αρίθμηση.
μηδά = μήπως, σάμπως.
μι κοφτ = με απασχολεί κάτι, αλλά και με πονάει η κοιλιά.
μιδούλι = νωτιαίος μυελός. 
μι κοφτ = με πονά η κοιλιά, αλλά και με ενδιαφέρει πολύ.
μιλίστρα = είδος εδάφους.
μίνια = μία.
μιράδ = μερίδιο.
μιρακλώθκα = ήρθα στο κέφι.
μιριάζου = παραμερίζω, κάνω τόπο να περάσει κάποιος.
μιριές (οι) = οι δυο πλευρές που φόρτωναν ένα ζώο, αλλά και τόποι.
μιρμιγκουφαγάκι (το) = μικρό πουλάκι που ψάχνει στους κορμούς δέντρων.
μιρώνου = εξημερώνω, ημερεύω, κατασιγάζω.
μιρουδούλι = η αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας.
μιρουφάι = το φαγητό μιας ημέρας.
μισάντρα = η εσωτερική πόρτα.
μνυαλό = μυαλό.
μοίρλα = συνεχές κλαψούρισμα που προκαλεί ενόχληση.
μόκου = τσιμουδιά.
μόλεμα = μόλυνση.
μόλτσα = σκόρος, αλλά και ενοχλιτικός άνθρωπος.
μόμκαν(ι) = μου απέμειναν.
μόνε = μόνο, μονάχα.
μουβόρους = αιμοχαρής.
μούγκα = απόλυτη σιωπή.
μούιδι = μήτε.
μούκλου = λοίπος απ’ το λαιμό χοίρου.
μουλαΐμκους = βολικός, πράος, ήρεμος.
μουλεύου = μολύνω.
μουλόϊμα = διήγηση.
μουλουγάου = εξιστορώ.
μουλουχτός = ύπουλος, δόλιος.
μούμπτζας = χαμένος άνθρωπος, άχρηστος.
μουνάντιρους (ο) = αχόρταγος.
μουνουκουπανιά = μια κι έξω, με μια και μόνο προσπάθεια.
μουνουχάου = ευνουχίζω αρσενικό ζώο.
μουνούχι (το) = ευνουχισμένο ζώο.
μουντζούφλης = κατσούφης.
μουραπάδες = παραμύθια, ανέκδοτες ιστορίες.
μουριέλα = βαριεστιμάρα.
μούρκους = βρώμικος, λερωμένος (ιδιαίτερα στο πρόσωπο).
μουρντζόβλαχους = άξεστος άνθρωπος, αγροίκος.
μούρντζουφλους = σκυθρωπός. 
μουρουγκλός = άτομο με πρόβλημα στην ομιλία.
μουσκφό = ύπουλο, άτομο που υποκρίνεται, ψευτοκακόμοιρο.
μουστηρής (προέλευση αραβική) = αγοραστής, πελάτης.
μούτιλη (προέλευση λατινική) = βρώμικη λάσπη.
μουτλάκ (προέλευση τουρκική) = ντε και καλά, με το ζόρι, οπωσδήποτε.
μούτους (προέλευση λατινική) = βουβός, μουγκός, αλλά και φόβητρο για παιδιά.
μόχαλου (το) = πέτρα που την πιάνει η χούφτα του χεριού.
μπαζίνα = φαγητό με αλεύρι καλαμποκιού και τραχανά.
μπαΐλντσα και μπαΐλσα = εξαντλήθηκα. 
μπαϊλσιά = λιποθυμία που προέρχεται κυρίως από πείνα.
μπάκα (προέλευση αλβανική) = κοιλιά, στομάχι.
μπάκακας και μπακακάκι = βάτραχος.
μπακανιάρκου = ασθενικό παιδί, παιδί με πρησμένη κοιλιά.
μπακανιάρς = κιτρινιάρης, ασθενικός.
μπάκι = μήπως.
μπακίρ = χάλκινο σκεύος.
μπακλαΐ = μπακλαβάς.
μπακράτς = μικρό μεταλλικό δοχείο με χερούλι.
μπαμπακιέλα = μαντίλα.
μπαμπέσης (προέλευση αλβανική) = ύπουλος, δόλιος.
μπασιά = αυλόπορτα.
μπατή = αυλόπορτα.
μπάτσες = α. χτυπήματα στο πρόσωπο, β. κλαδιά δέντρων για τροφή ζώων.
μπατσουκουλιά = χτύπημα με την παλάμη του χεριού στα οπίσθια κάποιου.
μπερτάχι = δάρσιμο, το γερό ξύλο που δίνεται σε κάποιον. 
μπεσαλής = έμπιστος, άνθρωπος που κρατά το λόγο του.
Μπζιλ (το) = Μουζήλο (χωριό της Ευρυτανίας).
μπιδικλώθκα = μπερδεύτηκα κάπου.
μπίζια = μπιζέλια.
μπιζιρίζου και μπιζιράου = κουράζομαι, μπουχτίζω.
μπικιόνι = τσίγκινο κύπελλο.
μπιρκέτια (προέλευση αραβική) = πλούτη, προκοπές. 
μπιρμπίλα (προέλευση τουρκική) = λεπτή δαντέλα.
μπιρμπιλόνια = είδος ζυμαρικών.
μπιρμπιλουμάτς = αυτός που έχει ζωηρά, παιχνιδιάρικα μάτια.
μπισίκι = κούνια μωρού.
μπιτίζου (προέλευση τουρκική) = τελειώνω.
μπίτσα = τελείωσα.
μπίχνου = καρφώνω, αλλά και εξαντλούμαι.
μπιχτιά = απότομη κατηφόρα.
μπιχτουκέφαλα = πέσιμο με το κεφάλι προς τα κάτω.
μπλαμούτσα = φαρδιά παλάμη.
μπλάνα = μεγάλος βώλος χώματος στο όργωμα.
μπλαρ = μουλάρι.
μπλαρκό = μουλάρι.
μπλάστς = πλάστης, όργανο για να φτιάξουν φύλα για την πίτα.
μπλατσιανάου = κυλιέμαι στα νερά.
μπλιά = μηλιά.
μπλιόρ = αρνί ή κατσίκι δύο ετών.
μπλουγούρ = φαγητό από αλεσμένο ή στουμπισμένο σιτάρι.
μπλούκι (προέλευση τουρκική) = κοπάδι.
μπόβουλας = σαλιγκάρι με κέλυφος. 
μπόλι = εμβόλιο.
μπόλια = μαντίλα.
μπόλικου (προέλευση τουρκική) = αρκετό.
μπόρα (προέλευση βενετσιάνικη) = ξαφνική καταιγίδα.
μπόρεση (η) = δυνατότητα.
μπόσκους (προέλευση τουρκική) = καλόβολος, χαλαρός.
μπότ = πήλινο δοχείο κρασιού.
μπούζι = πολύ κρύο.
μπούκα (η) = μάγουλο.
μπούκις = φουσκωτά μάγουλα.
μπουλέτου = σημείωμα.
μπούλτσια = το ακανθώδες περίβλημα που έχουν τα κάστανα.
μπουμπάρ = είδος λουκάνικου που περιέχει και συκώτι και πνευμόνι γουρουνιού.
μπουμπνάει = μπουμπουνίζει, αστράφτει και βροντά.
μπουμπόιρας = είδος ζωυφίου.
μπουμπότα (προέλευση αλβανική) = ψωμί καμωμένο από αλεύρι καλαμποκιού.
μπούμτζας = βλάκας.
μπουραχίλι = εξάνθημα του δέρματος που παρουσιάζεται στα χείλη.
μπουρδουκλώνου = ανακατεύω καταστάσεις για να αποφύγω κάτι.
μπούρμπιλη = ό,τι απομένει από μια μεγάλη πυρκαγιά (στάχτ κι μπούρμιλη).
μπουρμπουτλημένους = κουκουλωμένος καλά.
μπουρμπουτλήχκα = κουκουλώθηκα.
μπουρμπουτλίου = τυλίγω με πολλά ρούχα ή σκεπάσματα.
Μπουρσιώτσα = Προυσιώτισσα.
μπούσια (επίρρημα) = μούσκεμα.
μπουσλάου = περπατάω στα τέσσερα.
μπουχαρί (το) = η καμινάδα, καπνοδόχος.
μπουχός (προέλευση σλαβική) = σκόνη , καπνός, αυτός που γίνεται άφαντος.
μπουχτίζου = αηδιάζω, βαριέμαι, χορταίνω.
μπούχτσα (προέλευση τουρκική)  = βαριέστησα.
μπόχα = ανυπόφορη βρωμιά.
μπραζούκια = μικρά πουλάκια που δεν μπορούν να πετάξουν ακόμη.
μπράσκα (η) = είδος μεγαλόσωμου βατράχου.
μπραστ, λέγεται και φρουστ = γρήγορη φυγή.
μπρίζου = μουγκρίζω δυνατά.
μπριστούρις = εντόσθια ζώων, αλλά και άχαρα πάχη ανθρώπων γύρω από την κοιλιά.
μπρου πούλ πούλ = κάλεσμα κότας.
μπρούμτα (προέλευση μεσαιωνική ελληνική) = πρηνηδόν.
μπρουμτάου και μπρουμτίζου = πέφτω μπρούμυτα.
μπρουσνός (ο) = αυτός που είναι εμπρός.
μπρουστάρς (ο) = πρωτοπόρος.
μπρόχει = με βολεύει, με εξυπηρετεί, μου δίνεται η ευκαιρία.
μπσιακό = συντροφικό.
μπσίτσα (η) = πολύ μικρό έντομο.
μπσότριβου = μισοφθαρμένο ρούχο.
μπσουβέζκου (πρ. αραβική) = το μη ξεκάθαρο αλλά αποτελεί μια ενδιάμεση λύση.
μσαφιραίοι = επισκέπτες.
μσιακό = αυτό που έχουμε από μισό.
μσκαρ (το) = μοσχαράκι.
Μσουσπουρίτς = Νοέμβριος.
Μσουσπουρίτσα (η) = η εορτή των εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου).
μτσούνα =  μούρη.
μύθους = γεγονός που φέρνει ντροπή, διαπόμπευση, γελοιοποίηση.
μυρμηγγιάζου = μουδιάζω.

Ν

να σπου, αλλά και να σπω = να σου πω.
να, κουτ- κουτ = κάλεσμα σκύλου. 
νειρεύουμι = ονειρεύομαι.
νησκός = πεινασμένος.
νιά = μια, αλλά και νεαρή κοπέλα.
νια ψχούλα = λίγο, ελάχιστη ποσότητα από κάτι.
νιάνιαρου = μικρό παιδί.
νίβουμι = πλένω το πρόσωπό μου.
νικρουσκούτ = σάβανο.
νίλα = μεγάλη ζημιά.
νιόγαμπρα (τα) = οι νεόνυμφοι.
νιρόμπλους = νερόμυλος.
νιρουτός = αυτός που δεν είναι πηχτός.
νιρουφαές = αποσαθρώσεις του εδάφους που οφείλονται σε δυνατή βροχόπτωση.
νιρουφίδα (η) = φίδι που ζει στο νερό.
Νκουλουβάρβαρα = Δεκέμβριος.
νόμ’= δώσε μου.
νουγάου = καταλαβαίνω, είμαι έξυπνος.
νουγάτους (ο) = μυαλωμένος. 
νουμάτ = άτομα.
νουματαίοι = σημαντικά πρόσωπα
νουντάς (ο) = σάλα υποδοχής.
νουρά = ουρά.
νουτίζου = υγραίνω.
νσάφ = επί τέλους, αμάν πια.
ντάβανους (ο) = έντομο πολύ ενοχλητικό στα μεγάλα κυρίως ζώα.
νταβαντούρια = φασαρίες, δυνατοί θόρυβοι.
νταβάς = πλατύ και αβαθές σκεύος, μεγάλο χάλκινο ταψί.
νταβραντισμένους = δυναμωμένος.
νταϊαντάου = στηρίζω, υπομένω.
νταϊαντώ = υπομένω, κάνω κουράγιο.
νταϊλίκι (το) = αξιοσύνη, παλικαριά.
νταμαχιάρς = αυτός που τα θέλει όλα δικά του, αχόρταγος.
ντάνα = στοίβαξη με τάξη ομοειδών αντικειμένων.  
νταραβέρια = σχέσεις, συναλλαγές. 
ντβαρ = τοίχος, αλλά και άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε.
ντέρτια = στεναχώριες, καημοί.
ντζαμάρα (προέλευση αλβανική) = μουσικό όργανο.
ντζέρτζιλου = ευχάριστη αναστάτωση, φασαρία.
ντζιανός = σβέρκος, (π.χ. του ’στριψε του ντζιανό = τον στραγγάλισε).
ντζιζ = παιδικό παιχνίδι.
ντζιόρας (ο) = ανόητος, «αγύριστο» κεφάλι.
ντζιρντζιλές = φασαρία, ταραχή, αναστάτωση.
ντιπ (προέλευση τουρκική) = εντελώς, καθόλου.
ντιπ κατά ντιπ = καθόλου.
ντιρέκι (το) = πανύψηλος άνθρωπος.
ντιριέμι (και ντιριώμι) = ντρέπομαι.
ντιρλίκι = φαγητό.
ντιρλικώνω = τρώω με βουλιμία.
ντιρουκόβου = δέρνω αλύπητα.
ντλαπ = ντουλάπι.
ντόμπρους = άδολος, ειλικρινής, ανοιχτόκαρδος.
ντουγρού = ίσια, κατευθείαν.
ντουρός = ίχνος, πατημασιά.
ντούχνα = πυκνός καπνός που εμποδίζει την όραση.
ντουχνιάζου = γεμίζω από πυκνό καπνό ή ομίχλη.
ντράβαλα = φασαρίες.
ντραλίζουμι = ζαλίζομαι.
ντριτ = την Τρίτη.
ντρουβάς (προέλευση περσική) = είδος σάκου, ταγάρι.
ντρόχαλα = τόπος γεμάτος πέτρες.
ντρόχαλα = χοντρές πέτρες που κυλάνε.
νυχτέρ = δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
νφαδιά = νύφη.
νφόπλου = χαϊδευτικά απ’ τους συγγενείς η νύφη.
νώμους = ώμος. 

Χορός Ελλήνων χωρικών


Ξ

ξάγναντου (το) = ξέφωτο.
ξάϊ =η αμοιβή σε είδος για τα αλεστικά.
ξαίνου = ετοιμάζω μαλλί για γνέσιμο.
ξακριάζου = ακροβατώ, πάω άκρη άκρη.
ξαμώνου (προέλευση μεσαιωνική) = στρέφομαι απειλητικά εναντίον κάποιου.
ξανάστρουφ (η) = το χαστούκι.
ξαντίνιμα (το) = η απόδοση, η ανταμοιβή.
ξαπουδός = ο διάβολος.
ξαπουλιόμι = τρέχω γρήγορα πίσω από κάποιον ή κάτι για να προφτάσω.
ξαστόϊσα = αποξεχάστηκα.
ξέρακας = ξερό δέντρο.
ξέφτιρας ή ξιάφτιρας = το γεράκι.
ξέχουρα = χωριστά.
ξιαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.
ξιαρίζου = καθαρίζω με το φτυάρι έναν τόπο.
ξιαστουχάου = αποτυγχάνω, αλλά και ξεχνάω.
ξιθάλι = μακρύ σίδερο για να ανακατεύουν τα κάρβουνα στη φωτιά.
ξιθαλιάς = ψηλός, εύσωμος άνθρωπος.
ξιθλίκουτους = ξεκούμπωτος.
ξικαμπάου = φαίνομαι ξαφνικά κάπου μακριά.
ξικάμψα = έφυγα, αναχώρησα, φάνηκα μακριά στον ορίζοντα.
ξικαπίστρουτους = χωρίς χαλινάρι και μεταφορ. : χωρίς ηθικές αρχές.
ξίκικου (προέλευση τουρκική) = λιποβαρές λόγω πειραγμένης ζυγαριάς. 
ξικουπή = μισθωτή συμφωνία.
ξικιουσούλεμα = εξόντωση, εξαφάνιση.
ξικιουσουλεύου = ξεπαστρεύω, εξαφανίζω, εξοντώνω.
ξικιουσούλεψα = εξόντωσα, εξαφάνισα.
ξικιφαλιάζου = χαστουκίζω πολύ δυνατά.
ξικουκλώνου = ξεσκεπάζω.
ξικουλώθκα = κουράστηκα πολύ.
ξικουλώνου = ξεριζώνω.
ξικούτς (ο) = γέρος που ξεχνάει.
ξικρίνου = ξεχωρίζω, διακρίνω.
ξιλαγάρσι = ξεκαθάρισε, περίσσεψε.
ξιματιάζου = αφαιρώ τη βασκανία με κατάλληλες λέξεις.
ξιμπιτίζου (προέλευση τουρκική) = αποτελειώνω.
ξιμπλέτσουτους = μισόγυμνος.
ξιμπουρδάλι (το) = αδιάντροπος, χυδαίος άνθρωπος.
ξιμπουρδάλιασι = εξαχρειώθηκε, αποθρασύνθηκε.
ξιμπουρδάλιασμα (το) = εξαχρειωμένο άτομο, θρασύς και χυδαίος άνθρωπος.
ξιμ(ου)τόχ’ = επίτηδες, σκόπιμα.
ξιμυστηρεύουμι = εκμυστηρεύομαι.
ξιντζιανιάζου = σταγγαλίζω.
ξιπαϊάζου = κρυώνω πάρα πολύ.
ξιπαστρεύου = σκοτώνω, εξαφανίζω.
ξιπατώνουμι = = κουράζομαι πολύ.
ξιπιταρούδ’ = πουλί που πετάει για πρώτη φορά.
ξιπίτηδις = επίτηδες, σκόπιμα.
ξιπιτούτου = επίτηδες.
ξιπιτσιάζου = αφαιρώ την επιδερμίδα ή τμήμα αυτής.
ξιπρουβέλνου = ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι.
ξιραΐλα = η κατάσταση που φέρνει η μεγάλης διάρκειας ανομβρία. 
ξιραμένου (το) = το φίδι.
ξιρκά = χωράφια που δεν ποτίζονται.
ξιρό ψουμί = φαγητό που αποτελείται μόνο από ψωμί και τίποτε άλλο.
ξιρουντάουλου = μουσική με μοναδικό όργανο μόνο ένα νταούλι.
ξιρουσταλιάζου = περιμένω μάταια και ανώφελα μέσα στο κρύο.
ξισάρκουτους και ξεσάρκουτους = γυμνός.
ξισαρκώνου = γυμνώνω.
ξισάρσει = έγινε κατολίσθηση του εδάφους.
ξισβέρκουμα = δυνατά χτυπήματα στο σβέρκο.
ξισκαλίζου = εκμαιεύω, ψάχνω επίμονα.
ξισκάου = ανακουφίζομαι από κάτι που μου προκαλούσε άγχος.
ξισκλάου = σχίζω.
ξισκληάρς = βρωμιάρης με σχισμένα ρούχα. 
ξισλόιαστους = άνθρωπος χωρίς έγνοιες, χωρίς άγχος.
ξισνιρίζουμι = παρασύρομαι ώστε να ανταγωνίζομαι με κάποιον.
ξισουεύου = απαρνιέμαι το σόι μου και αλλάζω χαρακτήρα.
ξιστουράου = διηγούμαι, εξιστορώ.
ξιστριμματίζου = καθαρίζω χωράφι από πέτρες.
ξιστρίφκα = εξαντλήθηκα.
ξιτλάου = ξετυλίγω.
ξιτσιαουλιάζουμι = μου φεύγει το σαγόνι απ’ το πολύ χασμουρητό.
ξιτσιουλιάζουμι = ξεσκεπάζομαι.
ξιφλάου = γυρίζω τις σελίδες βιβλίου.
ξιφλούδια = η διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.
ξιφλουδίσια = η ομαδική διαδικασία ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.
ξιφτέρια (τα) = τα εξαπτέρυγα.
ξλάστρα = άγονο χωράφι.
ξλουφάι = εργαλείο με το οποίο λείαιναν ξύλα.
ξόμπλι  (το) = στολίδι.
ξόμπλιου (προέλευση λατινική) = στολίδι, κέντημα.
ξόπιτσα = επιδερμικά.
ξου ξου = κραυγή για το διώξιμο πουλερικών.
ξουδιάζου = ξοδεύω.
ξουδκό = δαιμονικό.
ξουμπλιάζου = στολίζω.
ξουμπλιάστρα = κεντήστρα.
ξπουδένουμι = βγάζω τα παπούτσια μου.
ξυθαλιάς = άνθρωπος με μακριά πόδια.
ξυθάλι (το) = μεταλλικό ή ξύλινο όργανο για το ανακάτεμα της φωτιάς.
ξυόμι = ξύνομαι.
ξφούκης = αυτός που έχει πολλά «αέρια» και δεν μπορεί να τα ελέγξει. 

Ο

όθι = όπου (π.χ. όθι κι αν πας = όπου κι αν πας).
όι! (λέγεται και ούι!) = επιφώνημα φόβου, αλλά και όχι.
όμπγιου (το) = πύον.
όξου = έξω.
όργους (ο) = το όργωμα.
ουβουρός (προέλευση σλαβική) = περιφραγμένη αυλή έξω από την κουζίνα.
ούι! = επιφώνημα θαυμασμού, ή και φόβου.
ουιδίζου = μοιάζω.
ουκάρκου = αυτό που έχει βάρος μιας οκάς.
ούκου = όχι.
ουλνούς = όλους.
ούλοι = όλοι.
ουλόρθους = εντελώς όρθιος.
ουλόστρατα = όλο στον ίδιο δρόμο.
ουλότιλα = ολοκληρωτικά. 
ουλουένα = πάντα.
ουλούθι = παντού.
ουλουσούμπιτους (προέλευση ιταλική) = σύσσωμος.
ουλουτρόϋρα = ολόγυρα.
ουργή = κατάρα.
ουργισμένου = καταραμένο.
ουργιά = μήκος ίσο με το άνοιγμα των χεριών.
ουρλιέτι = ουρλιάζει.
ουρμηνεύου = συμβουλεύω.
ουρμήνια = συμβουλή.
ουστ = παρακίνηση σε γαϊδούρι να προχωρήσει.
ουχτρός = εχθρός.
όχτους (προέλευση αρχαία ελληνική) = πλαγιά, μικρός γκρεμός.   

Π

πααίνου = πηγαίνω.
παγαδιά ή παγάδα = ηρεμία, άπνοια, ησυχία.
παγαδιάζου = ησυχάζω, ηρεμώ και περιορίζεται ο πόνος.
παγανά (τα) = καλικάντζαροι.
παγάνα( αλλά και παγανιά) = ομαδική καταδίωξη λύκων, ληστών …
παγγύρ = πανυγύρι.
παγούρ (προέλευση μεσαιωνική) = μικρό κλειστό δοχείο νερού.
πάει καλιά τ’ = έφυγε.
παθής (ο) = αυτός που έπαθε κάτι, που δοκιμάστηκε, που βασανίστηκε.
παίδιψ(ι) (η) = η κούραση, κόποση, ο αγώνας στη ζωή.
παίνιις (οι) = παινέματα και ψωροπερηφάνιες.
παλαμίζου = βάζω την παλάμη μου κάπου (π.χ. στο Ευαγγέλιο για να ορκιστώ).
παλάμσι = έβαλε την παλάμη του, ορκίστηκε.
πάλε = ξανά.
παλεύου = πειράζω.
παλιουπράτνα (η) = γέρικη προβατίνα.
παλιούρ (το) = αγκαθωτό φυτό.
πάλιουρας = θάμνος αγκαθωτός.
παλιούρια = αγκαθωτοί θάμνοι για περιφράξεις.
παλιουρούτια = παλιόρουχα.
παλούκι = πάσσαλος, αλλά και άγριος ξυλοδαρμός.
Παναούλα μ’! = επίκληση της Παναγίας.
πανιάζου = γίνομαι κατακίτρινος, χάνω κάθε ίχνος ζωντάνιας.
πανουσάμαρα = επιπρόσθετο φορτίο σε ζώο πίσω από το σαμάρι.
πανουτίμ (το) = το πάνω απ’ την κανονική τιμή σε μια συναλλαγή.
παντανόστμου (το) = πολύ νόστιμο.
παντέχου και απαντέχου (προέλ. αρχαιοελληνική) = περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω.
παντουχή (η) = προσδοκία, ελπίδα.
παντρουλουιόντι = προξενεύονται, αλλά και συμφώνησαν για τη σύναψη γάμου.
παντχαίνου = υπολογίζω, αλλά και συναντώ ανέλπιστα.
παπάρα = ψωμί βουτηγμένο σε νερό ή γάλα με τυρί και λάδι.
παπαρώνου = μουλιάζω.
πάπτσας = είδος μαύρου εντόμου με δαγκάνες.
παραγώνι = τζάκι.
παραδέ = προπαντός.
παραδίνου = βρίζω.
παραθύρα = μικρό άνοιγμα στον τοίχο δίπλα στο τζάκι, ντουλαπάκι.
παράκιρα = άκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο.
παραλόησι = τρελάθηκε.
παραμάσκαλα = κάτω απ’ τη μασχάλη.
παρανταριά = όλα με τη σειρά χωρίς καμιά εξαίρεση, σβάρνα.
παραπανούλια = λίγο πιο πάνω.
παραπιρούλια = λίγο πιο πέρα.
παραπούλια = παράρριζα, κωλοφούσια φυτών.
παρασάνταλους = ανάπηρος, πολύ άσχημος.
παραστιά = το μπροστινό κάτω μέρος του τζακιού.
παραταριά = στη σειρά και δίπλα δίπλα.
παρέθου = πιο κοντά. (έλα παρέθου = έλα πιο κοντά).
παρέκει = πιο πέρα.
παρμάρα = εξάντληση, αδυναμία να κινηθούν χέρια και πόδια.
παρτσακλό (και πατσιακλό) = παιδί με αναπηρία στα πόδια.
παρτσακλός = στραβοπόδης.
πασπάλη = λεπτό στρώμα χιονιού, ζάχαρης …
πασπαλίζου = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
πάστρα (προέλευση μεσαιωνική με ινδοευρωπαϊκή ρίζα) = καθαριότητα.
παστρεύου = καθαρίζω, αδειάζω τον τόπο.
παστρικιά = γυναίκα επιλήψιμης διαγωγής.
παστρικός = καθαρός, (αλλά και, ειρωνικά, ανήθικος άνθρωπος).
πατάκα = πατάτα.
παταλαλάου = λέω τρελά πράγματα και φέρομαι σαν τρελός.
πατάλικους (ο) = άγαρμπος, δυσκίνητος.
παταριά = σβάρνα.
πατατούκα (προέλευση βενετική) = βαρύ μάλλινο πανωφόρι.
πάτιρου (προέλ. αρχαιοελληνική) = μεγάλο ξύλινο καδρόνι για τη σκεπή οικοδομών.
πατκώνου = γεμίζω μέχρι επάνω ένα χώρο, τρώω πάρα πολύ, μέχρι «σκασμού».
πατλιά = επίπεδη επιφάνεια χωραφιού που διαδέχεται κάποια ή κάποιες άλλες.
πατούρα = μούσκεμα.
πατουσιά = μεγάλη επιφάνεια (πεζούλα) χωραφιού.
πατσιαβλιάσκι = τσαλακώθηκε.
πατσιακλό = άτομο με στραβά πόδια.
πατσιαουριάζου = (χλευαστικά) τρώω του σκασμού.
πατσνιάζου, λέγεται και πατσκώνου = συνθλίβω.
πατώκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω, απ’ την κορυφή ως τα νύχια.
πάφλας (πληθ. παφίλια)  = τενεκές, κομμάτι τσίγκου.
παχάκι (το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.
παχτίτς = είδος χιονιού.
πδάμι = πηδάμε.
πέλες = ακατέργαστα σανίδια.
πελικούδια = σκλήθρες από ξύλο που πελεκήθηκε με τσεκούρι.
πέτακας = προεξοχή βράχου με χάος από κάτω.
πέταυρο (προέλ. αρχαιοελληνική) = είδος ίσιου σανιδιού.
πέτρα (τα) = χυλοπίτες.
Πέφτη = Πέμπτη.
πήρι τα πλάϊα = τρελάθηκε. 
πητιδιεύουμι = τα καταφέρνω σε κάτι.
πθαμή (προέλευση αρχαία ελληνική) = το μέγεθος του ανοίγματος της παλάμης.
πθινά = πουθενά.
πιδί = αγόρι, (το κορίτσι αποκαλείται : το θηλκό).
πιδικλιά = τρικλοποδιά.
πιδικλώνουμι = μπερδεύομαι κάπου και πέφτω.
πιδούκλι = εμπόδιο μπροστά στα πόδια.
πιζεύου = κατεβαίνω από το άλογο ή από κάποιο όχημα.
πιντόβουλα (τα) = παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πέντε πετραδάκια.
πιπίδα = αρρώστια που φέρνει στις κότες η μεγάλη δίψα.
πιπίδιασα = δίψασα πολύ.
πιρόνι (το) = μεγάλο καρφί.
πιρουνιάζου = διατρυπώ, αλλά και περονιάζει το κρύο = είναι πολύ τσουχτερό.
πισκέσι (το) = δώρο, χάρισμα, προσφορά.
πιταρούδια και ξιπιταρούδια = μικρά στην ηλικία πουλάκια.
πιτρουβουλάου = πετροβολώ.
πιτσιά = δέρματα.
πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, δίνω πολλές μαχαιριές.
πιτσώνου = πετυχαίνω το στόχο μου, αλλά βάζω και δερμάτινες σόλες σε παπούτσια.
πκάμσου (το) = υποκάμισο.
πλάθου = ζυμώνω και κάνω φύλλα τη ζύμη.
πλαϊάζου = κοιμούμαι.
πλακίδα = μικρή στην ηλικία κότα.
πλακουλθιά = πλακουτσωτή πέτρα.
πλάλα (η) = τρέξιμο, τρεχάλα.
πλάλα = τρέξε.
πλαλάου = τρέχω γρήγορα.
πλανταγμένους = καταστεναχωρεμένος.
πλαστήρ ( και μπλάστς) = ξύλινο ραβδί με το οποίο άνοιγαν φύλλο για πίτα.
πλατέα = πλατεία.
πλατσκουκέφαλους = άνθρωπος με πλατύ και σαν συμπιεσμένο κεφάλι.
πλατσκουμύτς = άτομο με πλατιά μύτη.
πλατσκώνου (και πλιατσικώνου) = βάζω την παλάμη μου (σε όρκο), συνθλίβω.
πλειότιρου και πλεισότιρου = περισσότερο.
πλέτι = που λέτε.
πλι (το) = πουλί.
πλιατσκουλόι = κλοπές και λεηλασίες.
πλιμόνια = πνευμόνια.
πλιξιάνα = μια αρμάθα από σκόρδα ή κρεμμύδια.
πλουγούρ, αλλά και μπλουγούρ = χοντροαλεσμένο σιτάρι.
πλόχειρου = φούχτα, όσο πιάνει η μισόκλειστη παλάμη του χεριού.
πλύμα = μούσκεμα, αλλά και χυλός από πίτουρα για τροφή γουρουνιών.
πλύσ’ = πλύσου.
πνάου = πεινάω.
πόλκα = γυναικείο ένδυμα, ζακέτα.
πόντζι = βρασμένο τσίπουρο.
πόσιας = σύζυγος.
πόστα = έντονη παρατήρηση, κατηγορία.
πουγκώνου = προκαλώ ασφυξία φράζοντας τη μύτη κάποιου.
πουδάρ = πόδι.
πουδαρίνης = άνδρας ψηλός, με μεγάλα πόδια.
πουδαρκό = η πρώτη επίσκεψη κάπου.
πούθι; = από πού;
πουκάρ (προέλευση αρχαιοελληνική) = τουλούπα μαλλιού.
πουλ πουλ πουλ = κάλεσμα πουλερικών.
πούμουμα = βούλωμα, αλλά και πνίξιμο.
πουμώνου = πνίγω φράζοντας τη μύτη.
πουνίδια (τα) = πονάκια σε διάφορα μέρη του σώματος.
πούντα = σοβαρό κρυολόγημα.
πούντους = πού είναι;
πουρεύου και πουρεύουμι = περνάω, έχω τα απαραίτητα.
πουρνό = πρωί.
πούσι (προέλευση τουρκική) = καταχνιά, ομίχλη, θολούρα.
πούταν; = πού ήταν;
πουτσαράς = λεβέντης.
πουτσαρίνα = γυναίκα άξια, εργατική, προκομένη.
πουτσαρίνης, πουτσαρίνα = λεβέντης, λεβέντισσα.
πουτσνάρ = στόμιο ασκιού ή και άλλου δοχείου.
πρ πούλι πούλι = κάλεσμα στις κότες.
πράμα (το) = το γυναικείο γεννητικό όργανο.
πράματα = ζώα, πρόβατα ή οτιδήποτε άλλο.
πρατίνα = προβατίνα.
πρατσαλίζου και προυτσιαλάου (προέλευση αλβανική) = ερωτοτροπώ.
πρέκνες (οι) = φακίδες.
πριάκουνου (το) = είδος ακονιστηριού.
πριόβουλους = σκληρή κοκκινωπή πέτρα που χτυπώντας την άναβαν το τσιμπούκι.
πριτς = έκφραση κοροϊδευτικής άρνησης.
πριτσουβόλιμα (το) = ο ήχος που κάνου τα φρέσκα κλαδιά που καίγονται.
πρόγκους = διώξιμο.
πρότα = πρόβατα.
προυγκάου (προέλευση σλαβική) = διώχνω με τρόπο αγενή, ξαφνιάζω, σκορπίζω.
προυζμόπτα = πίτα που γίνεται χωρίς φύλλα.
προυζύμια (τα) = έθιμο που προηγείται του γάμου (περίοδος του αρραβώνα).
προυκάνου = προλαβαίνω.
προυμάδα = ζεσταμένη στα κάρβουνα φέτα ψωμιού, φρυγανιά.
προυσάλιυρου = το αλεύρι που θα χρησιμοποιηθεί για το προζύμι.
προυσδιάβκει = προσπέρασε.
προυσήλια = τόπος που ολημερίς τον βλέπει ο ήλιος.
προυσθηλιάζου = τοποθετώ το μικρό ζώο στο μαστό της μάνας του.
προυσίφιρα = κοιτάζοντάς σε μου φάνηκες πως μοιάζεις με κάποιον γνωστό.
προυσνάου = προσκυνώ.
προυσπέφτου = πέφτω ικετευτικά στα πόδια κάποιου, θερμοπαρακαλώ.
προυσφάι = ό,τι τρώγεται με ψωμί, πρόχειρο φαγητό.
προυτσαλίστκα = καψαλίστηκα στη φωτιά.
προυτσάλους = το φρούμισμα με τη μύτη και το στόμα κριαριού ή τράγου.
προυχαλίζου = καταβρέχω με νερό που κρατάω στο στόμα.
πρυόβουλους = στουρναρόπετρα που όταν χτυπιόταν με άλλη έβγαζε σπίθα.
πρώνουμι = ζεσταίνομαι στη φωτιά.
πστρουγουνιάζουμι = εγκαθίσταμαι κάπου, έστω κι αν δεν με θέλουν.
πστρώνου = διπλώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι κι απ’ τις δυο πλευρές.
πστρώνουμι = κάθομαι, εγκαθίσταμαι κάπου είτε με θέλουν είτε όχι.
πτσαράς (ο) άξιος, λεβέντης.
πτσαρίνα (η) = δυναμική και άξια γυναίκα.
πυρουστιά = τρίποδη σιδερένια κατασκευή στη φωτιά όπου έβαζαν την κατσαρόλα.


Σαρακατσάνος με τα “καλά” του.


Ρ

ραγουλουγάου = διαλέγω τις κόκκινες ρόγες των σταφυλιών.
ρακαριό = ο τόπος που βγάζουν τα τσίπουρα.
ρακουγιάλι (το) = ποτηράκι για ρακί.
ρακουκάζανου = η συσκευή με την οποία βγάζουν το τσίπουρο.
ρεβ’ (προέλ. αρχαιοελληνική) = είναι βαριά άρρωστος.
ρέκασμα = δυνατή και διαπεραστική κραυγή, μεγαλόφωνο σκούξιμο.
ρέκους (προέλευση σλαβική) = δυνατό κλάμα, σκούξιμο.
ρεμπισκές = ανεπρόκοπος, τεμπέλης, άχρηστος.
ρέπι (το) = ερείπιο, χάλασμα.
ρέπιτου = ερείπιο, άχρηστος, αλλά και χαμένος άνθρωπος.
ρέτσια = το κουκουνάρι του έλατου, αλλά και το κοτσάνι του καλαμποκιού.
ρζαφτ (το) = ακριβώς κάτω από το αφτί.
ριβά = λοξά προς τα αριστερά, στραβά.
ριβώνου = στρίβω. αλλάζω δρόμο, λοξεύω.
ριγάλου = το δώρο, η ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση.
ριέμι (το) = το υποχείριο, το υποδουλωμένο.
ρικάζου (προέλευση σλαβική) = φωνάζω δυνατά.
ρικουβιλάζου = επιδίδομαι σε σπαρακτικές κραυγές.
ρικουμανάου = κλαίω πολύ δυνατά.
ρίμα = μικρό σπυράκι στην άκρη του ματιού.
ριμόνι (το) = μεγάλο κόσκινο για το σιτάρι, φασόλια, για κατασκευή τραχανά. …
ριμπιτσέλα = επιδερμίδα.
ριντές (προέλ. περσική) = δοχείο με νερό και ειδικό στραγγιστήρι το «μπουτσινάρι».
ριντές (προέλ. περσική) = τρίφτης που χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τραχανά.
ριπιτίγκους = διάρροια.
ριτσναριά (η) = ξύλο τυλιγμένο με πανί βουτηγμένο σε ρετσίνι για φωτισμό.
ρμάχκι = ρήμαξε.
ρόκα (η)= εργαλείο για γνέσιμο, αλλά και ο καρπός τουκαλαμποκιού.
ρουβουλάου (προέλ. ιταλική) = ορμάω, κατεβαίνω την πλαγιά.
ρουβόχιουνου = σφιχτές νιφάδες χιονιού.
ρούγα = γειτονιά.
ρουγγάλι = μεγάλο αγκάθι.
ρουγγαλιάσκα = μου καρφώθηκε μεγάλη ακίδα.
ρουδάμ (το) = είδος ευωδιαστού χαμόκλαδου.
ρουϊάζου = μισθώνω.
ρουιάζουμι = αναλαμβάνω μια γεωργοκτηνοτροφική εργασία με αμοιβή.
ρουιάρκα = χρήματα που καταβάλλονται για γεωργοκτηνοτροφική εργασία. 
ρουμάνι (προέλ. τουρκική) = πυκνότατη βλάστηση από θάμνους και δέντρα.
ρουπώνου = τρώγω του σκασμού.
ρούσα = αυτή που έχει ξανθοκόκκινο χρώμα.
ρουχνάου = ροχαλίζω την ώρα που κοιμάμαι.  

Σ

σα δω κρενς ; = σε εμάς φωνάζεις ;
σα δω σα κει = προς τα δω προς τα κει.
σάγκιπ = μήπως (π.χ. σάγκιπ ξέρου; = μήπως ξέρω;).
σαδέ = ειδάλλως.
σαϊάζου = σκεπάζω με μια κουβέρτα ένα ζώο, όταν κάνει πολύ κρύο.
σαϊτούρα = είδος του φιδιού οχιά.
σακαής (ο) = άρρωστος.
σακάτ = εκεί κάτω.
σακατλίκι (το) = σωματική αναπηρία.
σακάτς = ανάπηρος.
σακείθε = προς τα κει.
σακουτρύπ (το) = αγκάθι που μοιάζει με στάχυ και «χώνεται» παντού.
σαλαγάου (προέλ. αρχαιοελληνική) = εξαναγκάζω με φωνές τα ζώα να προχωρούν.
σαλάημα = ο εξαναγκασμός με φωνές και χτυπήματα των ζώα να προχωρούν.
σάματ = μήπως.
σάμπους = μήπως.
σαούρα = σιωπή.
σαουριάζου = ησυχάζω.
σαπάν = προς τα κει επάνω.
σαπέρα = πέρα, μακριά.
σαπίμ (το) = το σάπιο.
σαπίτς = είδος φιδιού (οχιάς).
σαπουκοιλιάς = παλιάνθρωπος.
σάρα = κακοτράχαλη πλαγιά με συχνές κατολισθήσεις και πέτρες που κυλάνε. 
σαρκουφάνιλου = το φανελάκι που φοριέται εσωτερικά.
σαρμανίτσα = κούνια που έβαζαν και κοίμιζαν τα μωρά.
σάρουμα = σκούπα, αλλά και σκούπισμα.
σαρώνου = σκουπίζω.
σατέρ = είδος ζυγαριάς.
σατίλι = είδος κουβά που έβγαζαν νερό απ’ το πηγάδι.
σαφρακιασμένου = αδύναμο, κακόμοιρο.
σάψαλου (προέλ. τουρκική) = γέρος, καταπονημένος.
σβόιρας = ασύχαστος, δραστήριος, ανήσυχος.
σβουνιά = ακαθαρσία αγελάδας.
σγαρλίζου = σκαλίζω το χώμα  επιφανειακά όπως οι κότες. 
σέα (τα) =  τα πράγματα, οι αποσκευές.
σέκους = νεκρός.
σέμπρους (ο) = συνέταιρος, μεσιακάρης.
σέπουμι = σαπίζω.
σι = φωνή για να σταματήσει μουλάρι ή γαϊδούρι.
σια (πρόθεση) = προς, εις (π.χ. σιαδώ, σιακεί …).
σιαδώ = προς το μέρος μας.
σιαμαντάς (προέλ. αραβική) = φασαρία.
σιαμπρουστά = μελλοντικά, προσεχώς.
σιαμτέλου (η) = νωθρή και ανόητη γυναίκα.
σιαπέρας = άνθρωπος ανέμελος, αδιάφορος.
σιαπού; = προς ποια κατεύθυνση;
σιάτανους (προέλ. εβραϊκή) = ο Σατανάς.
σιβντάς (προέλ. αραβική) = μεγάλος καημός, μεγάλος έρωτας.
σιγκούνα (προέλευση αλβανική) = γυναικείο ένδυμα.
σιγκούνι (και σιγκούνα προέλευση αλβανική) = μάλλινο ρούχο, μακριά ζακέτα.
σιδιρουστιά = τρίποδη σιδερένια κατασκευή που τοποθετείται στη φωτιά.
σικλέτια (προέλ. αραβική) = στεναχώριες.
σιλουιόμι = σκέφτομαι.
σιμπόκλα = σάπιο ξύλο (κούτσουρο).
σιντούκι (προέλ. αραβική) = μπαούλο. 
σιουγκράου = σπρώχνω ελαφρά, ενθαρρύνω, συμβουλεύω.
σιούτλους = αφελής, χαζούλης.
σιούτους (προέλευση αλβανική) = ζώο χωρίς κέρατα, αλλά και χαζούλης.
σιργιάνι = περίπατος, βόλτα.
σίρε = πήγαινε.
σιριανάου (προέλ. αραβική) = τριγυρνάω άσκοπα. 
σιρκό = αρσενικό.
σιρσένι (το) = είδος μεγαλόσωμου εντόμου.
σιχλιάρα = βρωμιάρα.
σκαλτσούνια = καλτσάκια.
σκαλώνου = ανεβαίνω, σκαρφαλώνω.
σκαμνιά (η)= μουριά.
σκανιάζου = στεναχωριέμαι.
σκάνιου (το) = στενοχώρια.
σκάου = πλαντάζω.
σκαπέτσι = έφυγε, δραπέτευσε.
σκαπιτάου = δραπετεύω, φεύγω.
σκαρίσκανι = έφυγαν.
σκαρνάου = αναχωρώ, βγάζω τα ζώα για βοσκή.
σκάρους = το βγάλσιμο του κοπαδιού για βοσκή.
σκαρπιάς = ο σκορπιός.
σκασίλα μ’ = δεν με νοιάζει καθόλου.
σκατουλουίδ (το) = ασήμαντο πράγμα, άχρηστο και επιβλαβές.
σκατόψχους = καταραμένος (αναφέρεται σε νεκρό).
σκαφίδ (το) = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
σκιάζουμι = φοβούμαι.
σκιάζουρας = σκιάχτρο που έβαζαν στα χωράφια.
σκιαζούρς = δειλός.
σκιρβιλές = χαμένος, άχρηστος.
σκλαβάκια = παιδικό παιχνίδι.
σκλήθρα = πελεκούδι, τα κομμάτια του ξύλου που βγαίνουν όταν πελεκάμε. 
σκλι = σκυλί.
σκουβρουντάου = χτυπάω κάτι δυνατά κάτω.
σκούζου (προέλ. αρχαιοελληνική) = κλαίω, φωνάζω δυνατά.
σκουλκαντέρα = μακρύς γαιοσκώληκας.
Σκουλόγους = Αύγουστος.
σκουμαΐδις = αποξηραμένα σύκα.
σκουντάου = σπρώχνω.
σκούπρα = σκουπίδια.
σκουρδουκαήλαμ = δεν με νοιάζει καθόλου. 
σκουρπαλεύρου (η) = σπάταλη.
σκουτιδιάζει = σκοτεινιάζει, γίνεται νύχτα.
σκουτίζουμι = στεναχωρούμαι.
σκουτούρα = έγνοια, στεναχώρια. 
σκουφαγάκι = μικρό πουλάκι που έχει αδυναμία στα σύκα.
σκριμδάου = χοροπηδώ.
σκρούμπους = αυτό που μένει όταν καίμε μάλλινο ύφασμα.
σκτιά (προέλ. μεσαιωνική ελληνική) = τα ρούχα.
σλουή (η) = περισυλλογή, προβληματισμός, έγνοια, στεναχώρια.
σλουιόμι = συλλογίζομαι.
σμα = κοντά, πλησίον.
σμπάου = ανακατεύω τη φωτιά να φουντώσει, ενθαρρύνω μια κατάσταση.
σμώνου = πλησιάζω.
σνάκι = παιδικό παιχνίδι.
σναρίζουμι = ετοιμάζομαι.
σοϊλής = αυτός που κατάγεται από σπουδαίο σόι.
σόμπουλου = μικρή πέτρα.
σούδα = ρέμα, χαντάκι.
σουκακάς = άνθρωπος ανέμελος που τριγυρνά εδώ κι εκεί στους δρόμους.
σουκάκι = δρομάκι.
σουκακού = γυναίκα που τριγυρνά στους δρόμους.
σούμπρου = το εσωτερικό του καρπού του καρυδιού, καρυδόψιχα.
σούπα = σου είπα.
σουπάκι (το) = το ξύλο που δίνεται σε κάποιον.
σουράου = σφυρίζω.
σουργούνι = διώξιμο. 
σουριάσκα = έπεσα.
σούρουπου (προέλ. αρχαιοελλ.) = η ώρα που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι.
σουρούπουμα = το βραδάκι.
σουρουπώνει = βραδιάζει.
σουρουτιάζου = μαζεύω σε σωρό διάφορα πράγματα.
σουρτούκου (η) (προέλ. τουρκική) = γυναίκα που τεμπελιάζοντας τριγυρνά. 
σούσουρου (προέλ. βενετική) = φασαρία, κουτσομπολιό.
σουφγάδα = είδος φαγητού που μοιάζει με το στιφάδο.
σουφλιμάς = κρέας στη σούβλα ψημένο στα κάρβουνα.
σουφράς (προέλ. αραβική) = στρογγυλό και χαμηλό ξύλινο τραπέζι ύψους περίπου 30 cm.
σουφρώνου = κλέβω, αλλά και κάνω πτυχές.
σπιρδούκλι (το) = είδος φυτού.
σπουλάκι = υποχρέωση, αλλά και μακάρι.
σπούρνη (η) = στάχτη ανακατεμένη με μικρά αναμμένα κάρβουνα, χόβολη.
σπρί (το) = σπυρί.
σταλάματα = ζημιές στη σκεπή απ’ όπου εισβάλλει το νερό της βροχής.
σταλίκι = ίσιο ξερό ξύλο, αλλά και ορθοστασία.
σταλκώνουμι = στέκομαι όρθιος, σημαίνει και περιμένω κάτι με αγωνία.
στάλους = η μεσημεριάτικη ξεκούραση των ζώων στον ίσκιο.
στανιάζου = δυναμώνω.
στανιό = βία, εξαναγκασμός.
σταφλουπατάου = χοροπηδάω, αλλά και εκδηλώνω έντονη ανησυχία για κάτι.
στέκα = στάσου.
στέρνα (προέλευση λατινική) = δεξαμενή νερού.
στέρφα (η) = αυτή που δεν γεννά.
στέρφου = στείρο.
στεφανωτή (η) = η νόμιμη σύζυγος.
στίβα (η) = σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο.
στιρημένους = ο καημένος, ο δύστυχος.
στιρφεύου = παύω να παράγω γάλα, στερεύω.
στιφάνι = στενό κι επικίνδυνο πέρασμα σε ψηλό γκρεμό.
στλιάρ = η χειρολαβή εργαλείου, αλλά και ο αγράμματος, άξεστος άνθρωπος.
στμπάου = χτυπάω.
στοιβανιά = στοίβα, με τάξη τοποθετημένο πλήθος αντικειμένων π.χ. καυσόξυλων.
στούμπους = κάθε τι το σκληρό και σφιχτό (π.χ. το τυρί ήταν στούμπος).
στουρίσματα = ιστορίες, διηγήσεις.
στουρνάρ = σκληρή πέτρα που χτυπώντας την βγάζει σπίθες, αγράμματος.
στραβουγέρασι = είχε άσχημα γηρατειά, γέρασε απ’ τα πολλά βάσανα.
στραβουντζιανιάζου = στραβολαιμιάζω.
στρέει = στέργει, πραγματοποιείται, βγαίνει αληθινό (για όνειρο).
στρέουμι = αποδέχομαι, συμφωνώ.
στρέχα (η) = το γείσωμα της σκεπής.
στριντζώνουμι = ζορίζομαι πολύ για κάτι.
στρουπίνα = μακρύς κορμός δέντρου χρήσιμος και στις στέγες σπιτιών.
συβάζου = αρραβωνιάζω και αρραβωνιάζομαι.
συγγούνι = είδος επενδυτή. 
συγκιριάζου = συναρμολογώ, πλάθω φανταστικές ιστορίες.
συγκσιέτι = αναδεύεται, στριφογυρίζει ανήσυχα.
συδαυλίζου = ενισχύω τη φωτιά, αλλά και παρακινώ σε κάτι.
σύμμασι = μάζεψε. 
συμπόκλα = σάπιος κορμός δέντρου.
συναπάντμα (το) = συνάντηση.
συνιαρίζουμι = ετοιμάζομαι.
συνιρίζουμι = παρακινούμαι, προσπαθώ να μοιάσω με κάποιον.
συνταρμώνου = συναρμολογώ, επιδιορθώνω, καταφέρνω.
συνταρχάου = φροντίζω, παρακινώ σε κάτι.
σύντας = όταν, μόλις.
σύνταχα = αμέσως, αλλά και πολύ πρωί, λίγο πριν το ξημέρωμα.
συντχαίνου = συναντάω.
σύξλους = άναυδος.
σύρι = πήγαινε.
συσταζούμινους = συνεσταλμένος, μαζεμένος, σεμνός.
συφηρεύου = νοικοκυρεύω, τακτοποιώ.
σύφηρου (το) = το εργαλείο.
συφουριασμένου = δυστυχισμένο.
σφάλαγγας (πληθ. σφαλαγγούδια) = αράχνη.
σφαχτς = δυνατός πόνος στην πλάτη.
σφιντζουρλάου = πετάω με δύναμη, εκσφενδονίζω. 
σφιξ = τρέξε γρήγορα.
σφληρόμπλου = είδος μήλου, φιρίκι.  
σφουγγάου = σκουπίζω.
σφουγγάρ = σπόγγος.
σφουντύλι = το τμήμα του αδραχτιού που μαζεύεται το νήμα.
σφούρλα = στροφή γύρω από τον εαυτό, γυροβολιά.
σχαμένη = βρώμικη, αλλά και γυναίκα με κακό χαρακτήρα.
σχαρίκια = ευχάριστη είδηση.
σχαριάτς = προπομπός σε ένα συμπεθερικό που έρχεται από άλλο χωριό.
σχασιά = αηδία.
σχασιέτ  = ντροπιαστική κατάσταση, ρεζιλίκι.
σώνει = αρκεί, φτάνει.
σώνου = σώζω, τελειώνω, συμπληρώνω, προφταίνω κάποιον που απομακρύνεται.


Έφιππος Έλληνας πολεμιστής (Peytier)


Τ

τα καλουλόισαν = συμφιλιώθηκαν, αλλά και ερωτεύτηκαν.
τα κόρδουσι = πέθανε.
τα κώτσουσι = πέθανε.
τα πουλιώρα = πριν από λίγο.
τα τσούζι = πίνει πολύ, είναι «γερό» ποτήρι.
τα χρειάστκα = φοβήθηκα πολύ.
ταβλαμπάς = ξύλινο δοχείο όπου χτυπούσαν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.
ταβλιάσκι = ξάπλωσε, αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι.
ταγάρ (το) = σάκος.
τάδις (ο) = αντί να πούμε το όνομα κάποιου.
τάζου = υπόσχομαι.
ταμπλάς (προέλευση τουρκική) = αποπληξία.
ταμτέλα (η) = δαντέλα.
τανιέμι = σφίγγομαι.
τανίζουμι = τεντώνομαι, αλλά και ζωρίζομαι.
τάνισμα = τέντωμα, αλλά και ζώρισμα.
ταπίστουμα = ανάποδα.
ταπουτώρα = πριν λίγη ώρα.
ταργαζίκι = ασκί για τυρί.
τάργανα = τα μουσικά όργανα.
ταρναρίζου = χορεύω ένα μικρό παιδί στα γόνατά μου.
τάτσουξι = τα ήπιε, μέθυσε.
ταχιά = την άλλη μέρα πρωί, αύριο.
ταψήλου = ψηλά, προς τα πάνω, στον ουρανό.
τγανίτις = λουκουμάδες.
τέζα = νεκρός.
τελεύου = τελειώνω.
τελεύουμι = κουράζομαι, εξαντλούμαι.
τένιασα = αδυνάτισα πολύ.
τέντα = ξάπλα, αλλά και τεμπελιά.
τέντζιρς = κουζινικό σκεύος, είδος χάλκινης κατσαρόλας.
τεσσεράγγωνο = τετράγωνο.
τζαμάρα = είδος φλογέρας.
τζιριμές (προέλ. αραβική) = κακοπληρωτής, αλλά και παλιοχαρακτήρας. 
τζώρας = ξεροκέφαλος.
τήρα (προέλ. αρχαιοελληνική)  = κοίταξε, αλλά και πρόσεξε.
τι λοϊάς; = τι είδος; 
τι ν’ κιο ; = τι είναι εκείνο ;
τίγκα (προέλ. ιταλική) = γεμάτο.
τιλειώματα = οριστική συμφωνία για τη σύναψη γάμου.
τιλεύου = φέρω εις πέρας, τελειώνω.
τιλεύουμι = εξαντλούμαι.
τιμπιλχανάς = μεγάλος τεμπέλης.
τινιάζου = αδυνατίζω, γίνομαι «πετσί και κόκαλο», εξαντλούμαι.
τιντζιρέδια = κατσαρολικά.
τίπουτις = τίποτε.
τιτγιώνου = κάνω κάτι.
Τιτράδ = Τετάρτη.
τιφαρίκι (προέλ. αραβική) = ακριβό πράγμα, τυχερό.
τλουμ (προέλ. τουρκική)  = τουλούμι, ασκός από δέρμα αρνιού για τυρί, βούτυρο 
τλούπα= μαλλί ζώου τόσο όσο υπάρχει σε μια ρόκα. 
τλώνου (την) = τρώω χορταστικά.
τομ = καίτι (σύνδεσμος) π.χ. τομ τ’ κρενς τι κέρδισες;
του κφο = ο τυφλοπόντικας.
τουλουμιάζω = βάζω σε τουλούμι τυρί, αλλά και δέρνω κάποιον αλύπητα.
τουλουμουτύρ = τυρί που φυλασσόταν σε τουλούμι.
τούμπανου = α. το τύμπανο και β. ο πολύ πρησμένος.
τουρλακίδας και τουρλακίδα = άτομο επιπόλαιο και ανυπόληπτο.
τουρλούκι = το τέντωμα.
τουρλώθκι = τεντώθηκε.
τουρνόκουλα = ανάποδα.
τουρνουκουλιάστκι = έπεσε άγαρμπα.
τραγόμαλλου = κατσικίσιο μαλλί.
τραγότσιουλου = είδος σκεπάσματος καμωμένο από μαλλί τράγου.
τρα = τράγος.   
τρακάδα = καυσόξυλα τοποθετημένα έτσι που μοιάζουν με τοίχο.
τράμπα = ανταλλαγή προϊόντων.
τραότσιουλου = είδος σκεπάσματος που έγινε από μαλί τράγου.
τράου = κοιτάζω.
τραπέτς = πάρα πολύ αλμυρό ή πολύ ξινό. 
τράτου = χρονικό περιθώριο που δίνεται για την τέλεση μιας εργασίας.
τραχλιά =  περιλαίμιο, αλλά και είδος ποδιάς.
τριμουζαγαρίζου = κρυώνω πάρα πολύ.
τριμουκουκουρίζου = τρέμω απ’ το πολύ κρύο.
τριμόψχα (η) = το ψίχουλο του ψωμιού.
τριότα = παιδικό παιχνίδι.
τριπλάρκα = τρίδυμα.
τριτσουβόλμα = ο ήχος που κάνουν τα ξύλα που καίγονται.
τριχιά = μάλλινο μακρύ σχοινί για το δέσιμο φορτωμάτων.
τριψιάνα = μικρά κομμάτια ψωμιού τριμμένα μέσα σε γάλα.
τριώτις = παιδικό παιχνίδι.
τρόγαλου = αυτό που απομένει απ’ το γάλα αφού αφαιρεθεί το βούτυρο.
τρουκάνι (το) = μεγάλο τετράγωνο κουδούνι για τα ζώα.
τρόχαλα = χαλίκια και μικρές πέτρες που κατρακυλούν στις πλαγιές των βουνών.
τρόχαλους = θορυβώδης κατρακύλα χαλικιών από ψηλά.
Τρυητής = Σεπτέμβριος.
τρυπουφράχτς (ο) = μικρόσωμο πουλάκι που κρύβεται στους φράχτες.
τς = όχι.
τσ εξ = στις έξι.
τσαγγάδα = γίδα που απέβαλε ή που δεν έμεινε έγκυος.
τσαγκάδια = μικρά ζώα που δεν θηλάζει η μάνα τους αλλά άλλο ζώο.
τσαγκουρνάου = γρατσουνάω, ενοχλώ.
τσαΐρια (προέλ. τουρκική) = λιβάδια, βοσκοτόπια.   
τσακίς = βιάσου, κάνε γρήγορα.
τσάκνου = λεπτό ξύλο, αλλά και πολύ λεπτά χέρια ή πόδια.
τσάκου = πιάσε.
τσακώνου = συλλαμβάνω βίαια, εκεί που δεν το περίμεναν.
τσαλαπατάου = ποδοπατώ.
τσαλίμ = φιγούρα στο χορό, αλλά και τεχνάσματα συχνά για εξαπάτηση.
τσαλλνούς = τους άλλους.
τσαμπάς (ο) = μαλλιά του κεφαλιού, ανδρικοί βόστρυχοι.
τσαμπιρδώνα = ζωηρή και αμφιβόλου ηθικής κοπέλα. 
τσαμπνάου = μιλάω άσκοπα, χωρίς να με προσέχουν.
τσαμπούνα = είδος πρωτόγονης σφυρίχτρας, αλλά και μεγάλη ροή αίματος.
τσάμπρου (το) = τσαμπί σταφυλιού.
τσανάκα = μεγάλο πήλινο πιάτο, γαβάθα.
τσανάκι = μικρό πιάτο.
τσανακουγλύφτς = κόλακας, αυτός που δουλικά ακολουθεί κάποιον.
τσαντήλα (προέλευση σλαβική) = πάνινος σάκος που στράγγιζαν το τυρί.
τσαπ τσαπ = κραυγή για να προχωρήσουν οι κατσίκες.
τσάπουρνου = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς.
τσαπουστύλιαρου = η ξύλινη χειρολαβή του τσαπιού.
τσάρκους (προέλ. λατινική) = χώρος για αρνιά ή κατσίκια.
τσαρμακουλιόμι = κρεμιέμαι από κάπου κρατιέμαι γερά πάνω σε ζώο.
τσαρχουβέλουνου = χοντρό βελόνι που έραβαν τα τσαρούχια.
τσβούρα = δυνατό και τσουχτερό κρύο.
τσγαρίθρις = κομμάτια χοιρινού κρέατος που τα έψηναν στο τηγάνι.
τσεμπεσείρια = κουζινικά σκεύη.
τσιάγκαλου (το) = πόμολο πόρτας.
τσιάκα = παγίδα, είδος παγίδας για πουλιά και μικρά ζώα.
τσιακατούρα (η) = συσκευή θορύβου για την απομάκρυνση επιβλαβών πουλιών.
τσιακλατάου = χτυπάω δυνατά υγρό μέσα σε κάποιο δοχείο.
τσιακμάκι (προέλ. τουρκική) = αναπτήρας που άναβε με πριόβολο και ίσκα.
τσιακμακώνου και τσιακμακάου = χτυπάω.
τσιαλαφούτ = προϊόν γάλακτος, μοιάζει με αλμυρό γιαούρτι.
τσιάλια (προέλ. τουρκική) = χαμόκλαδα, ξερά χορταράκια.
τσιαμπάς = σβέρκος.
τσιαούλι (το) = σαγόνι.
τσιαρές = τρόπος (π.χ. να ‘ τανε τσιαρές να  τα καταφέρω …).
τσιατ πατ = κάπως έτσι κάπως αλλιώς.
τσιατάλια = μακριά και ανοικονόμητα πόδια. 
τσιατή (η) = η σκεπή του σπιτιού.
τσιατμάς = είδος τοιχοποιίας, (ξύλινος σκελετός γεμισμένος με λάσπη …).
τσιάφ = η πάχνη.
τσιάχαλα = μικρά αντικείμενα όπως χαλίκια, ξυλάκια, σκουπιδάκια.
τσίβου τσίβου = κάλεσμα κατσίκας.
τσιλίκα  (προέλ. τουρκική) = παιδικό παιχνίδι.
τσιλίκι = όργανο (κομάτι ξύλου) παιδικού παιχνιδιού
τσιλιμάκια = κολπάκια.
τσιλιμπίθρας = μικροκαμωμένος. 
τσιλίπουρδου = μικροκαμωμένος και πονηρούλης.
τσιμπέρ = κεφαλομάντηλο.
τσίμπλα = λιπώδης έκκριση στην άκρη του ματιού.
τσινάου = κλωτσάω, αντιδρώ.
τσιόλια (προέλ. περσική) = σκεπάσματα.
τσιουγκράου = τσουγκρίζω.
τσιουγκρί = κορυφή βράχου, απόκρημνος βράχος.
τσιουκανάου = χτυπάω κάτι,  ευνουχίζω αρσενικό ζώο (κριάρι ή τράγο).
τσιουκάνημα = χτύπημα, αλλά και ευνουχισμός.
τσιουκάνια = κουδούνια γιδοπροβάτων.
τσιουκάρ = μεγάλη πέτρα, βράχος απόκρημνος.
τσιουκλατάου (ή τσιακλατάου) = αναταράσσω δυνατά υγρό σε μπουκάλι ή σε κλειστό δοχείο.
τσιουκλητάρα = το πουλί δρυοκολάπτης.
τσιουλιάζου = σκεπάζω με κουβέρτες.
τσιούπα (προέλευση αλβανική) = κορίτσι. 
τσιούρλια = ακατάστατα μακριά μαλλιά.
τσιουρουτεύου = αδυνατίζω, ψευτίζω.
τσιουρούτκου = εύθραυστο, ψεύτικο.
τσιουρούτκους = αδύνατος, ευαίσθητος.
τσιουτσιούλια = μικροπράγματα που μας ανήκουν.
τσιουτσφέκα = ασήμαντο όπλο.
τσιόφλιου = κέλυφος αβγού. 
τσιρβέλου (προέλ. λατινική) = μυαλό.
τσίρλα = ανθρώπινες ακαθαρσίες σε πολύ υγρή μορφή.
τσιρλουκουπιό = διάρροια, τόπος αποχωρητηρίου.
τσιρνιάζου = μουδιάζω.
τσιρουπούλι = μικρόσωμο πουλάκι.
τσίτουσα = έφαγα πολύ, χόρτασα.
τσίτσα(προέλευση σλαβική) = ξύλινο δοχείο για κρασί.
τσιτσέλα (η) = μεγάλος διασκελισμός.
τσιτσιλάου = σκαλίζω επιφανειακά.
τσιτσιλώνου = ανοίγω καθιστός τα πόδια μου.
τσιώνι (το) = σπουργίτι.
τσκάλα (η) = μεγάλο τσουκάλι.
τσκάλι (προέλ. ιταλική) = τσουκάλι, μαγειρικό σκεύος.
τσλάφτιασι = κατέβασε τα αυτιά του , συμμαζεύτηκε, ησύχασε.
τσότρα (προέλ. τουρκική) = ξύλινη κανάτα για κρασί ή νερό.
τσούπα = τους είπα.
τσουράπια (προέλ. αραβική) = χοντρές μάλλινες κάλτσες.
τσουράπου = γυναίκα κομψευόμενη, ενώ δεν της αξίζει. 
τσουρούφλι = φούντα μαλλιού στο κεφάλι.
τσουρουφλίζου = καψαλίζω.
τσούτσουρους = σφριγηλός.
τσουτσούρουσι = ζωήρεψε, ανέκαμψε από ασθένεια, δυνάμωσε.
τσούχνου = πίνω οινοπνευματώδες ποτό, αλλά και βάζω φωτιά.
τωραϊά(ς) = μόλις πριν από λίγο.

Ελληνικό Πάσχα κοντά στη Θήβα.



Υ

ύψουμα (το) = το πιάτο με το σιτάρι που πηγαίνουν στην εκκλησία σε γιορτές. 

Φ

φάγνα (η) = τροφή ζώων.
φακιόλι (προέλ. λατινική) = είδος μαντίλας.
φαρμάκι (το) = δηλητήριο, αλλά και το φαγητό που έγινε σε συνθήκες κούρασης. 
φαρμακλήστκα = στεναχωρήθηκα πολύ, αλλά και καταντροπιάστηκα.
φαρμακώθκα = στεναχωρήθηκα πολύ, καταντροπιάστηκα.
φαρμπαλάς (προέλ. γαλλική) = φασαρία, χαβαλές.
φασκιά= λουρίδα δέρματος.
φασλιά = φασολιά.
φασούλι = φασόλι.
φαταούλας = συμφεροντολόγος.
φεγγαριάζιτι = δαιμονίζεται, κυριεύεται από υπερφυσικές, σατανικές, δυνάμεις.
φελί = κομμάτι πίτας.
φευγάτους = αυτός που έχει φύγει, αλλά και ο τρελάρας.
φευγούλα = απροσδόκητη φυγή κάποιου ή φυγή στα κρυφά.
φιγκαριάζιτι = «αρπάζεται» χωρίς φανερό λόγο, έχει παραισθήσεις.
φιγκίτς = μικρό παραθυράκι.
φιδιάζουμι = με τσιμπάει φίδι.
φιδιάσκι = τσιμπήθηκε από φίδι (συνήθως αναφέρεται σε ζώα).
φιδουφαώθκα = βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση, καταντροπιάστηκα.
φιλάου, λέγεται και φελάου = ωφελώ, αξίζω.
φιλεύου = δωρίζω, δίνω φιλοδώρημα.
φιλί (το) = φίλημα, αλλά και κομμάτι πίτας.
φιρί φιρί = αργά αργά κι επίμονα για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
φιρός = αραιός.
φίσκα (προέλ. αρχαιοελληνική)  = υπερβολικά γεμάτο.
φίτσιους = αυτός που εμφανίζεται αναπάντεχα.
φκάρ = θήκη (μαχαιριού), η μεμβράνη που περιβάλλει τα τρυφερά φασολάκια.
φκιασίδ = χρώματα καλλωπισμού των γυναικών.
φλάμπουρας = είδος σημαίας, λαβάρου, χρήσιμο σε πολέμους, αλλά και σε γάμους.
φλάου = φυλάσσω, προστατεύω, αλλά και τηρώ π.χ. τις νηστείες. 
φλέσιουρα = κάτι πολύ ελαφρύ, μικρά σκουπιδάκια από ξύλα .
φλέτρας = πεταλούδα.
φλεύου = προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω.
Φλιβάρς = Φεβρουάριος.
φλιτράου = πετάω στον αέρα.
φλουέρας = κουτός, ανόητος.
φλουκάτ (η) = χονδρή μάλλινη κουβέρτα.
φλώρους (προέλ. αρχαιοελληνική) = άσπρος.
φόλους = το αυγό που άφηναν στη φωλιά της κότας.
φούκι φούκι (το) = είδος μικρού πουλιού της ορεινής Ρούμελης.
φούμσα = τα μαύρισα, τα έκανα θάλασσα.
φουντάν = από τότε που, όταν.
φουνταριάζου = βάζω δυνατή φωτιά.
φουξλιά = το φυτό κουφοξυλάνθη.
φούρκα (προέλ. λατινική) = διχαλωτός πάσσαλος, θυμός.
φουρκάλα = διχαλωτό ξύλο.
φουρκίζουμι = θυμώνω, εξοργίζομαι.
φουρλίγκα = εντυπωσιακή χορευτική φιγούρα.
φουρτουτήρα = διχαλωτό στη μια του άκρη ξύλο χρήσιμο στο φόρτωμα ζώων.
φουρφουλιάζου = γεμίζω από μικρά ζωύφια (φουρφούλιαξαν οι ψείρες).
φούσκα (προέλ. αρχαιοελληνική) = μπαλόνι, η ουροδόχος κύστη.
φούσκους = γερό χαστούκι.
φουστίνα = το μετά την αποβουτύρωση του γάλακτος κατασκευαζόμενο τυρί.
φουτίκια = τα βαπτιστικά ρούχα.
φσιακώνου = χτυπάω κάποιον.
φταδ (το) = πολύ μικρόσωμο άτομο.
φτάου = φτύνω.
φτινός = λεπτός.
φτλιές = τσιγκλίσματα, σπιουνιές.
φτσέλα = στρόγγυλο ξύλινο δοχείο για μεταφορά νερού.
φυραίνου = αδυνατίζω.
φύσημα = διώξιμο (το ’δουκαν φύσημα).
φώλους = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες.

Χ

χαβάνι (το) = μικρό μπρούτζινο γουδί.
χαζιρεύου (προέλ. τουρκική) = ετοιμάζω, τελειώνω μια εργασία.
χαζουπριμέτς = χαζός, κουτός.
χαϊάτ’ = είδος στέγαστρου.
χαϊβάνι (προέλ. αραβική) = ζώο, κουτός άνθρωπος.
χαϊμαλί (το) = φυλακτό.
χαΐρ = προκοπή, αλλά και ευεργεσία.   
χαλάλι (πρ. αραβική) = η ευχαρίστηση για την απόκτηση αγαθού που άξιζε τη δαπάνη. 
χαλάου = καταστρέφω, αλλά και σκοτώνω.
χαλές (προέλ. αραβική) = τουαλέτα.
χαλεύου (προέλ. αρχαιοελληνική - δωρική) = ζητάω.
χαλιάς = κατηφορικός τόπος με πολλές πέτρες και χαλίκια που συνεχώς κυλάνε.
χαλκώματα = μεταλλικά κουζινικά σκεύη.
χαμουκέρασου = άγρια φράουλα.
χαμουκούκι = ψωμί που δεν ψήνεται σε ταψί ή φόρμα αλλά απευθείας στη στάχτη.
χαμπαριάζου = λογαριάζω, υπολογίζω, λαμβάνω υπ’ όψη.
χαμπέρ (προέλευση τουρκική)  = είδηση.
χαμπλά = χαμηλά.
χαντάκι (προέλ. περσική) = τάφρος διοχέτευσης νερού.
χαντακουμένους = δυστυχισμένος.
χαντακώθκα = καταντρωπιάστηκα.
χαράμ = άδικα.
χαράματα (προέλ. αρχαιοελληνική) = μόλις αρχίζει να ξημερώνει.
χαραμίζου (προέλ. αραβική) = ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι άσκοπα, ανώφελα.
χαραμουφάης = τεμπέλης, ανεπρόκοπος.
χαραπεύουμι = ευχαριστιέμαι.
χαρέλια = μικροχαρές, αλλά και φοβέρες.
χαρώνια = μακριά κλαρωτά φασόλια.
χάσκου = ανοίγω το στόμα μου.
χασμίσιου = μικρό και ασήμαντο.
χασουμιράου = χρονοτριβώ, καθυστερώ.
χαυδουσκιλουμένους = ξαπλωμένος ή καθιστός  με ανοιχτά τα πόδια.
χαφταλεύρς = ανόητος, επιπόλαιος.
χάφτου = καταπίνω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε.
χάχας = ανόητος που χαζογελάει.
χαψιά = μπουκιά.
χειρόβουλου = δέσμη από σιτηρά, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα.
χειρόμπλους = μύλος που άλεθαν τον καφέ ή τα ρεβίθια που συμπλήρωναν τον καφέ.
χειρότια = γάντια που δεν χώριζαν τα δάκτυλα εκτός απ’ τον αντίχειρα.
χειρουμάντλου (το) = μαντήλι για τη μύτη.
χερ = χέρι.
χερ χερ = γρήγορα.
χιλώνι = εξωτερικό ογκίδιο στο κεφάλι.
χιμάου = επιτίθεμαι.
Χινόπουρου = φθινόπωρο.
χιράμ = χοντρό μάλλινο σκέπασμα με κρόσσια  που γίνεται στον αργαλειό.
χιριά (η) = όσο πιάνει η παλάμη και τα δάκτυλα ενός χεριού.
χλαλουή (η) = μεγάλη φασαρία, μεγάλος θόρυβος.
χλαπακώνου = τρώω βιαστικά και με μεγάλες μπουκιές.
χλαπάτσα = ασθένεια των ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων. 
χλιαρ (το) (προέλ. ελληνιστική)  = κουτάλι, (συνήθως ξύλινο).
χλιαριά = κουταλιά.
χλίβουμι = προσπαθώ να καταφέρω κάτι με πολύ αγώνα.
χλιμάρις = βάσανα, σκοτούρες.
χλιμμένους = δυστυχισμένος, συφοριασμένος.
χλιμπουνιάρς = κιτρινιάρης, αρρωστιάρης.
χνερ (προέλευση τουρκική) = πάθημα, εξαπάτηση.
χόβουλη (η) = ζεστή στάχτη.
χούι (προέλευση τουρκική) = συνήθεια, ιδιοτροπία.
χουϊάζου (προέλευση σλαβική)  = φωνάζω δυνατά.
χουϊαχτό (προέλευση σλαβική) = δυνατή, διαπεραστική φωνή.
χουλουϊόμι = βογκώντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε.
χουλουπαθιόμι = στενάζοντας παραπονιέμαι για κακό που με βρήκε. 
χουλουσκάου = στεναχωριέμαι. 
χούμα = χώμα.
χουρατεύου = αστειεύομαι.
χουρατό = το αστείο.
χούφτα = η ποσότητα που χωράει στην ανοιχτή παλάμη.
χούφταλου (το) = υπέργηρος.
χουχλάζει = βράζει.
χουχλίζου = ζεσταίνω με την αναπνοή μου τα χέρια μου.
χουχουβάια = κουκουβάγια.
χουχτάου = φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.
χόχλους = βράση.
χρόνιασις = άργησες πάρα πολύ.
χρουνιάρα μέρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές.
χρουνιάρκου = αυτό που ηλικιακά είναι ενός έτους.
χρουστάσι = πλατεία.
χρυσή (η) = ίκτερος.
Χστου (του) = τα Χριστούγεννα.
χτικιό (το) = φυματίωση.
χτράου (απ’ το φτουράω, προέλευση λατινική) = διατηρούμαι για πολύ.

Ψ

ψαλίδα (η) = ερπετό με ψαλιδωτή ουρά.
ψαρί = γκριζωπό.
ψένου = ψήνω.
ψηλιάζουμι = υποψιάζομαι.
ψήστς (ο) = σούβλα με ενσωματωμένο κυλινδρικό δοχείο για το ψήσιμο καφέ.
ψίδια (τα) = κομμάτια δέρματος για την επισκευή παπουτσιών.
ψίκι (το) = γαμήλια πομπή.
ψιλουλόϊ = μικροπράγματα.
ψισνός = χθεσινοβραδινός.
ψίχα = πολύ μικρή ποσότητα, λίγο.
ψλουμύτς = ακατάδεχτος.
ψμάδ = ψημάδι, αυτό που γεννήθηκε αργά.
ψουμόλσα = μεγάλη πείνα. 
ψουμουσάκλου = η κοιλιά.
ψουμουτύρ = ψωμί και τυρί, αλλά και το συχνά επαναλαμβανόμενο.
ψουμώνου = παχαίνω, αλλά και ωριμάζω.
ψόφους = θάνατος, αλλά και πολύ κρύο (π,χ. σήμερα κάνει ψόφου).
ψχάλα (η) = σιγανή βροχή.
ψχούδ = το ψωμάκι των μνημοσύνων.
ψχουπιάνουμι = τρώω για να σταθώ στα πόδια μου.
ψχουπλάκουμα = μεγάλη στενοχώρια.
ψχουπλακώθκα = στεναχωρήθηκα πολύ.

ΤΕΛΟΣ

1 σχόλιο:

  1. Γεια σας
    Προσφέρω τα χρήματα του δανείου 2.000 € έως 2.000.000 € άτομα για τα έργα τους. Πάρτε επαφή για περισσότερες πληροφορίες.

    e-mail: stephannefillon@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή