Χριστουγεννιάτικη ιστορία
του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου
Στα παλιά τα χρόνια, στα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ήταν στα δικά μας χώματα, σ’ ένα χωριό, ένας περιβολάρης, γέρος και είχε έναν γιο, δυνατό κι όμορφο παλικάρι.
Πατέρας και γιος δουλεύαν σκληρά στο μεγάλο περιβόλι τους, για να ’χουν πάντοτε ένα πιάτο φαΐ πάνω στο τραπέζι. Σκάβαν βαθιά το χώμα και σπέρνανε όσπρια, σιτάρι και καλαμπόκι, φυτεύαν ζαρζαβατικά και λαχανικά, πολλά εποχικά οπωρικά, κλαδεύαν τις ελιές τους και τ’ αμπέλι τους, και δεν αφήναν να περάσει μέρα που να μη δοξάζουν το Χριστό για τα τρία βασικά αγαθά, που τους χάριζε κάθε χρονιά, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον.
Μα εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνας οργισμένος. Ανοίξαν διάπλατα οι μαυρισμένοι ουρανοί και κατακλυσμός Κυρίου με δρολάπια και χοντρά χαλάζια “έπνιξε ” το περιβόλι, το ’κανε ποτάμι και βαθιά λίμνη. Κι ύστερα, σε λιγάκι σαν ήρθε κι εκείνος ο καταραμένος καυτός αέρας, ο γαρμπής, ο λίβας, που έβραζε τον τόπο, τα σάρωσε όλα, τα κατάκαψε όλα, και τα σπαρτά και τις ελιές και το αμπέλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο, το περιβόλι έγινε έρημη γη, ανεμοσκόρπι και πήγε κατά διαόλου με τα αποκαΐδια και τις στάχτες του.
Ο γερο-περιβολάρης έπεσε του θανατά. Αρρώστησε βαριά, που οι τόσοι κόποι του πήγαν χαμένοι. Καλύτερα να πέθαινα, έλεγε, παρά να δω με τα μάτια μου αυτήν την καταστροφή!
