"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

29/6/24

“Ο Μπράλος στην Κατοχή και τον Εμφύλιο”, οι θηρευτές, τα θύματα και οι μαυραγορίτες (του Νίκου Κ. Τσίτσα)

 Βιβλιοκριτική

Κωνσταντίνου Αθ Μπαλωμένου, φυσικού

 

    Είναι ένα βιβλίο βιωματικό και όνειρο της ζωής του, που ξεχειλίζει από πικρά συναισθήματα, μιας σκληρής ιστορικής περιόδου, η οποία συνέπεσε με τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, έχοντας διακαή την επιθυμία να αποδοθεί η αλήθεια, για πρόσωπα και γεγονότα στην περιοχή του Μπράλου, με όσο το δυνατό περισσότερες αποδείξεις.

   Από τα Προλεγόμενα του βιβλίου στην αρχή, γράφτηκε η αφορμή που τον οδήγησε στην παρούσα εργασία του. Προήλθε από μια κάρτα επισκεπτηρίου με το όνομα Αριστοτέλης Κοπελιάς, του έτους 1938, συγγενή του συγγραφέα, την οποία βρήκε σε παλιά χαρτιά. Ήταν δικηγόρος, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή και εστάλη σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ.

   Στη συνέχεια των Προλεγόμενων του βιβλίου, ο συγγραφέας κάνει ένα φαντασιακό διάλογο με την Ιστορία, η οποία του ζήτησε να ερευνήσει, να μάθει και να γράψει για τους αδικοχαμένους Μπραλιώτες κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, για τους οποίους λίγα πράγματα ήταν γνωστά μέχρι τώρα. Παράλληλα του επισήμανε κινδύνους, αν αποκαθηλώσει - με στοιχεία βέβαια - κάποια πιο γνωστά ονόματα του τόπου. Ως απάντηση, ο συγγραφέας - με προφανή την απογοήτευσή του από τη στάση ατόμων του Μπράλου στη δωρεά της συλλογής του - δήλωσε ότι θα υλοποιήσει το δικαίωμα της αδέσμευτης έκφρασης, στηριγμένης πάντα σε ντοκουμέντα και με βάση την αλήθεια.

   Ο σκοπός αυτής της γραφής είναι προφανής. Είναι η ανάδειξη της προσωπικής τραγικής ιστορίας άμαχων ανθρώπων του Μπράλου, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους  στις σκληρές περιόδους της Κατοχής και του Εμφυλίου. Συγκεκριμένα, κατά την χρονική περίοδο 1941-1949 στο Μπράλο χάθηκαν 18 άτομα (7 στρατευμένοι και 11 άμαχοι). Επιπλέον, ο συγγραφέας θέλησε να επεκταθεί αναζητώντας περισσότερα στοιχεία που συνδέονταν με το θάνατο των ανθρώπων αυτών στο Μπράλο.

   Το υπάρχον ιστορικό υλικό, ειδικά για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν δυστυχώς ελάχιστο και είχε προέλθει από 3 άτομα (Ηλίας Παπανικολάου, Γεωργ. Π. Τσίτσας και Πάνος Φούντας). Η συμβολή του συγγραφέα Νίκου Τσίτσα στην ιστορία του Μπράλου είναι τα τρία γνωστά βιβλία του: (1) Σιδηροδρομικό Πέρασμα, (2) Σκόρπια αποσταλάγματα του νου και της μνημοσύνης και (3) Κούρνοβο-η απομυθοποίηση ενός σαμποτάζ.

   Η Κατοχή στο Μπράλο άρχισε από τις 24 Απριλίου 1941, που τον πάτησαν οι Γερμανοί, μετά από 3ήμερη σθεναρή άμυνα των Αυστραλών στη διάβαση προς Μπράλο (όρος Καλλίδρομο) και των Νεοζηλανδών στις Θερμοπύλες. Προηγήθηκαν αεροπορικοί βομβαρδισμοί στο σιδηροδρομικό Σταθμό Μπράλου και στη μεγάλη Γαλαρία. Οι κάτοικοι αναζήτησαν τη σωτηρία στο βουνό, σε γειτονικά χωριά ή στη γαλαρία. Η περιοχή δόθηκε στην ιταλική κατοχική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία, με ένα τάγμα Ιταλών στρατιωτικών και έδρα το χωριό Σκαμνός. Η παρουσία των Ιταλών στον Μπράλο δεν ήταν ιδιαίτερα καταπιεστική.

   Η οικογενειακή τραγωδία για το συγγραφέα την περίοδο της Κατοχής ήταν η σύλληψη του πατέρα του συγγραφέα Κώστα Γ. Τσίτσα, από τους Ιταλούς, μετά από προδοσία για οπλοκατοχή, η παραπομπή του στο ιταλικό Στρατοδικείο Αθηνών και η καταδίκη του. Το χειρότερο όμως που ακολούθησε ήταν ο θάνατός του με άλλους 49 Έλληνες ομήρους και Ιταλούς άοπλους στρατιώτες αδειούχους στη σήραγγα του Κούρνοβου.

   Το Σεπτέμβριο 1943, το ρόλο των Ιταλών στο Μπράλο ανέλαβαν οι Γερμανοί, με την εγκατάσταση μεγάλης στρατιωτικής μονάδας, σε 6 φυλάκια στους γύρω λόφους, στη σιδηροδρομική σήραγγα και κυρίως στο σιδηροδρομικό Σταθμό. Οι αμυντικές υποδομές και η παρουσία στρατευμάτων σε όλη την περίοδο της Κατοχής (αλλά και ελληνικού στρατού  κατά τον Εμφύλιο) είχαν ως αποτέλεσμα να μην γίνουν μάχες ή πολεμικά επεισόδια στα όρια του Μπράλου. Η εκτίμηση του συγγραφέα είναι ότι στο Μπράλο, κατά την Κατοχή, δεν υπήρξαν δοσίλογοι, ούτε και συνεργάτες με τον κατακτητή.

   Οι κοινοτικοί άρχοντες του Μπράλου στην πλειοψηφία τους ήταν συντηρητικοί, στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Προφανώς και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν επίσης συντηρητικοί και πολλοί ήταν βασιλόφρονες. Σε ορισμένα άτομα  ο συγγραφέας κάνει τιμητική αναφορά (όπως ο Θεμιστ. Κοπελιάς και ο Δημ. Τετεδάκης), η παρέμβαση των οποίων έσωσε πολλά άτομα του Μπράλου. Η μικροκοινωνία του χωριού δεν διχάστηκε ποτέ, οι δε κάτοικοι απέφευγαν να εκφράσουν τα πολιτικά τους φρονήματα.  Ονομαστική τιμητική αναφορά ο συγγραφέας έκανε επίσης και για τον Τάκη Δημόπουλο, ο οποίος στήριξε τους συμπατριώτες του κατά τη μεταγενέστερη περίοδο 1964-65.

   Στην Ελλάδα, την ταραγμένη περίοδο που αναφέρεται το βιβλίο, η λεγόμενη δεξιά εξουσία εκφράστηκε με στρατιωτικά τμήματα (Μ.Α.Υ., Μικτά Αποσπάσματα Δίωξης, Εθνοφυλακή και Τ.Ε.Α.), αλλά και με παραστρατιωτικά  (Χίτες, συμμορίες Βουρλάκη, Σούρλα, κ.ά.). Ο μηχανισμός καταστολής στηρίχθηκε στη φακελλοποίηση, και στα Έκτακτα Στρατοδικεία. Από τους αριστερούς ζητούσαν τη δήλωση μετανοίας. Ο έλεγχος του κοινωνικού φρονήματος ήταν επιβαλλόμενος. Οι κομματάρχες. οι πολιτευτές και οι βουλευτές όριζαν ποιοι μπορούσαν να διοριστούν στο δημόσιο, να σπουδάσουν, κλπ. Έτσι, άξια άτομα δεν μπόρεσαν να γίνουν δάσκαλοι, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι. Ο συγγραφέας αναφέρει μερικά περιστατικά αδικημένων ατόμων, που παρ’ όλα αυτά παρέμειναν υποδείγματα εξαιρετικών ανθρώπων. Στο Μπράλο τα Τ.Ε.Α. λειτούργησαν χωρίς διώξεις σε βάρος συμπατριωτών, με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις.

   Στην Κατοχή, η αριστερή αντίδραση από το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στη βία των τρομοκρατικών κατοχικών οργανώσεων εκδηλώθηκε με τη γνωστή Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα) ή αλλιώς Πολιτοφυλακή. με αντίστοιχα ακραίες συμπεριφορές.

    Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στον Εμφύλιο ανάγκασαν τους κατοίκους των ορεινών χωριών να μετακινηθούν στα πεδινά. Έτσι στον «ασφαλή» - όπως χαρακτηρίστηκε - Μπράλο ήρθαν “ανταρτόπληκτοι” από χωριά της ορεινής Παρνασσίδας, φιλοξενούμενοι σε συγγενικά σπίτια. Ο συγγραφέας κάνει από μνήμης καταγραφή των ανταρτόπληκτων οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στο Μπράλο. Πάντως, η συμβίωση των ξενοχωριτών με τους ντόπιους δεν δημιούργησε προβλήματα.

   Το 1947 έγινε “αλλαγή βάρδιας” - θα λέγαμε - με την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων και της επιρροής από την Ελλάδα και την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν (με το σχέδιο Μάρσαλ). Στο Μπράλο (και στα γύρω χωριά), η αμερικανική εταιρεία A.M.A.G. έφερε δουλειά και καλά μεροκάματα. Στο τέλος του Εμφυλίου όσοι εργάστηκαν βελτίωσαν τα οικονομικά τους, έγιναν μηχανικοί αυτοκινήτων, έμαθαν οδηγοί και μετά έγιναν αυτοκινητιστές. Αρκετά εργαλεία έμειναν. Σε μερικούς αγρότες δόθηκαν αμερικανικά μουλάρια της U.N.R.R.A., αλλά ήταν ψηλά ζώα κι έτρωγαν περισσότερο χόρτο από τα δικά μας. Δεν είχαν καλή τύχη.

   Το τέλος Αυγούστου 1949 έληξε στο Γράμμο ο ελληνικός Εμφύλιος, αφήνοντας ανοικτές πληγές στη χώρα. Η αναφορά και μόνο σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια φέρνει την πίκρα. Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου ο συγγραφέας γεννημένος το 1938 ήταν παιδί και από το 1943 που έχασε τον πατέρα του στο Κούρνοβο, βίωσε τη μεγάλη δοκιμασία της Ελλάδας στα πιο τρυφερά χρόνια.

   Στο βιβλίο ακολουθεί, σε έκταση 150 σελίδων, η παρουσίαση σημαντικού υλικού για 21 περιστατικά της περιόδου αυτής, με θύματα ανθρώπους κυρίως από το Μπράλο, αλλά και για λιγότερα άτομα από άλλα μέρη, που έλαβαν χώρα στο Μπράλο. Η αναζήτηση στοιχείων δεν ήταν εύκολη, από έλλειψη καταγραφών και αρχειακού υλικού, παρά την επίμονη προσπάθεια που έγινε από τον συγγραφέα. Αναζήτησε το αρχείο του Δημοτικού Σχολείου του Κάτω Μπράλου (τα μαθητολόγια). Το υλικό αυτό ήταν σε χώρο του Πνευματικού Κέντρου Μπράλου, αλλά κατά τις εργασίες ανακαίνισης φαίνεται ότι κατέληξε στα σκουπίδια. Την ίδια τύχη μάλλον είχε αργότερα και το αρχείο του άλλου Σχολείου. Πολύ κρίμα. Ευτυχώς βοήθησαν οι μαρτυρίες από συγγενικά πρόσωπα των θυμάτων, αλλά και η άριστη μνήμη του συγγραφέα.

   Η παρουσίαση αυτών των στοιχείων ήταν για το συγγραφέα ένα προσωπικό χρέος που ένοιωθε ότι όφειλε σε όλη τη ζωή του και η παρούσα έκδοση συναισθηματικά τον αποφόρτισε, εφόσον από παιδί, με το θάνατο του πατέρα του ζητούσε τη λύτρωση, για να μάθει ποια πρόσωπα και για ποιους λόγους άφησαν την οικογένειά του ορφανή, αλλά κι άλλες οικογένειες του Μπράλου που στερήθηκαν αγαπημένα πρόσωπα, σε αμφιλεγόμενες ενίοτε συνθήκες.

   Θεώρησα αναγκαία την τιμητική αναφορά των ονομάτων αυτών των προσώπων, με ελάχιστα συνοδευτικά στοιχεία, που παρουσιάζονται με αλφαβητική σειρά και είναι :

(1) Δημήτριος Αριστ. Ανδρεόπουλος, από το Μπράλο. Τον εκτέλεσαν το 1948 στον Επτάλοφο Παρνασσίδας.

(2) Λουκάς Γ. Αστρακάς από το Σκαμνό. Τον σκότωσε μια συμμορία το 1942.

(3) Γεωργία Β. Γκόλφη. Σκοτώθηκε το 1948 από σφαίρα στρατιώτη.

(4) Στέργιος Ι. Ιωάννου, δάσκαλος. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θηβών και εκτελέστηκε στη Χαλκίδα το 1947.

(5) Κων/νος Ηλ. Καρμίρης, κτηνοτρόφος. Τον σκότωσε στρατιώτης το 1949 “κατά λάθος”.

(6) Γεώργιος Ι. Κασσιός. Σκοτώθηκε το 1947 από στρατιώτη.

(7) Ευθύμιος Βασ. Καψής από τη Γλούνιστα. Τον σκότωσαν ΜΑΥδες το 1947 θεωρώντας ότι ήταν ο συνονόματος αριστερός αγωνιστής “Ανάποδος”.

(8) Αριστοτέλης Γ. Κοπελιάς, δικηγόρος. Συνελήφθη από Γερμανούς το 1942 και εστάλη στη Γερμανία, χωρίς να επιστρέψει.

(9) Ηλίας Γ. Κοπελιάς, πέθανε στα Γιάννενα το 1941, όπου μεταφέρθηκε τραυματισμένος.

(10) Χαράλαμπος Γ. Λάμπρου, εργάτης ΣΕΚ. Φονεύθηκε σε σαμποτάζ που έγινε στις 24-6-1944 σε αμαξοστοιχία στο Σ.Σ. Αλαλκομενές Βοιωτίας.

(11) Ηλίας Μπέλλος, αγροφύλακας (γεν. στην Τοπόλια). Σκοτώθηκε από Γερμανούς το 1943.

(12) Ευθύμιος Π. Παναγής-Ταξιάρχου, σιδηρουργός (πρώην ελασίτης, που έκανε αποκήρυξη). Το 1945 τον σκότωσαν μέλη της Εθνοφυλακής.

(13) Ιωάννης Γ. Παπακυριαζής. Ομάδα ΕΛΑΣ, το 1943 τον εκτέλεσε στη Μενδενίτσα. 

 (14) Γεώργιος Π. Σκούρας, χωροφύλακας. Συνελήφθη από τους Γερμανούς σε μπλόκο στη Λαμία. Εκτελέστηκε το 1944, με άλλα 99 άτομα στο Καρακόλιθο Βοιωτίας.

(15) Μαρίκα χήρα Π. Ταγκαλάκη. Συνελήφθη από Γερμανούς για όπλο που βρέθηκε στον αχυρώνα της στον Κάτω Μπράλο και εκτελέστηκε.

(16) Γεώργιος Ευστ. Ταγκαλάκης, υποσμηναγός. Σκοτώθηκε το 1947 από πτώση αεροπλάνου στο Καϊμακτσαλάν.

(17) Θεόδωρος Ι. Τσίτσας, λοχαγός πυροβολικού. Με σύζυγο Ιταλίδα και συμμετοχή στον ΕΛΑΣ, αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Υπέστη πολυετείς διώξεις. Αποκαταστάθηκε το 1982.

(18) Κώστας Γ. Τσίτσας, σαντουριέρης. Ο πατέρας του συγγραφέα. Χάθηκε στη σήραγγα του Κούρνοβου στις 2 Ιουνίου 1943 μαζί με άλλους 49 Έλληνες, από την κακή οργάνωση ενός σαμποτάζ, από ομάδα του ΕΛΑΣ. Η οικογενειακή τραγωδία συμπληρώθηκε μετά 9 χρόνια, όταν πέθανε από φυματίωση και η μητέρα του συγγραφέα.

(19) Καλλιόπη Π. Χολέβα. Σκότωσε το 1943 ένα μεθυσμένο Γερμανό, που πήγε να βιάσει τις κόρες της. Ευτυχώς την έσωσε από εκτέλεση ο ντόπιος γερμανομαθής Γεώργ. Κουτσούκος, διερμηνέας και τηλεφωνητής στο Σ.Σ. Μπράλου, πείθοντας το Γερμανό διοικητή.

(20) Γεώργιος Ν. Χολέβας, συνταξ. χωροφύλακας. Οδηγήθηκε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας τον Απρ. 1948 με την κατηγορία του πληροφοριοδότη των ανταρτών. Εκτελέστηκε στην Ξηριώτισσα Λαμίας.

(21) Τελευταία αναφέρονται 6 άτομα (ένας λοχίας και 5 στρατιώτες των ΛΟΚ) που σκοτώθηκαν σε ενέδρα των ανταρτών το 1947 και τάφηκαν στον νεκροταφείο του Μπράλου.

   Το βιβλίο κλείνει με ευχαριστίες του συγγραφέα σε άτομα του Μπράλου που βοήθησαν με σημαντικές μαρτυρίες για ανθρώπους και γεγονότα, αλλά και σε ιστορικούς συλλέκτες που συνέβαλαν με αποδεικτικό υλικό. Χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένη βιβλιογραφία, όπως και επιπλέον αρχειακές πηγές, οι οποίες στήριξαν την τεκμηρίωση του παρόντος βιβλίου.

   Το βιβλίο διαβάζεται άνετα, έχει μιαν αυτόματη και ευνόητη γραφή. Η παρουσίαση κάθε ενότητας αρχίζει από τη γενική κατάσταση στην Ελλάδα κατά την αναφερόμενη περίοδο 1941-49 και εξειδικεύεται στην πολιτικο-κοινωνική κατάσταση στο Μπράλο. Τα επώνυμα προσδιορίζονται συγκεκριμένα από τα παρωνύμια (τα παρατσούκλια) με τα οποία αναγνωρίζονται αμέσως και η καταγραφή τους έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τους απογόνους αυτών στο Μπράλο.  Συνοδεύεται από  ικανοποιητικό φωτογραφικό υλικό. Το εξώφυλλο είναι έργο του εικαστικού Στέφαν. Λουμάκη.

    Το βιβλίο έχει διαστάσεις 17Χ24, με 240 σελίδες και εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο “συλλογές”.

   Κλείνοντας, θέλω να ευχηθώ στο συγγραφέα, τον αειθαλή αγαπητό Νίκο Κ. Τσίτσα καλή υγεία, αμείωτο το ενδιαφέρον του για τον πατρογονικό τόπο τον Μπράλο και με διάθεση προσφοράς στην τοπική μας ιστορία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου