ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου, φιλολόγου-λογοτέχνη
Στα παλιά τα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ήταν στα δικά μας χώματα, σ’ ένα χωριό, ένα αντρόγυνο. Φτωχό το νοικοκυριό τους και βαριά και αβάσταχτη η ζωή τους. Μ’ ένα χωραφάκι σχεδόν μπαΐρι, που πότε-πότε κάρπιζε, ένα γαϊδουράκι, μια κατσίκα με τα κατσικάκια της κι κάμποσα ορνίθια στο κοτέτσι τους, παλεύαν να τα βγάλουν πέρα στη ζωή.
Η γυναίκα του νοικοκύρη ήταν πολύ βασανισμένη και φαρμακωμένη. Κρυφό μαράζι είχε και μυστικό σαράκι κατέτρωγε τα σωθικά της. Δεν είχε αποκτήσει παιδί. Και νύχτα-μέρα δυνάμωνε τις προσευχές της στον Χριστό να της χαρίσει ένα παιδί. Συχνά-πυκνά πήγαινε πρόσφορα στην Εκκλησία, άναβε κεράκια και λαμπάδες, οδοιπορούσε στου χωριού το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας κι άναβε τα καντηλάκια της, σάρωνε τον άγιο χώρο της, πότιζε τα δένδρα της, φρόντιζε τα λουλούδια της και δίπλωνε τα παρακάλια της να της δώσει ο Χριστός ένα παιδί που τόσο λαχταρούσε.
Κι ο Χριστός που τα βλέπει και τ’ ακούει όλα, είδε τη δυνατή πίστη και την καθαρή καρδιά της γυναίκας, την ελέησε και η γυναίκα κίνησε έγκυος. Σε λίγους μήνες, κοντά στα Χριστούγεννα, θα κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Εκείνα τα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ο Χριστός κατέβαινε στη γη, στα χωριά, μίλαγε με τους ανθρώπους που ήταν καθαροί, πιστοί και καλόψυχοι.
Κάθε χρόνο, Παραμονή Χριστουγέννων, την Άγια Νύχτα, ο Χριστός πήγαινε μουσαφίρης σε κάποιο σπίτι των χωριών.