"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

8/9/14

Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ' στην Ελλάδα



Το άδοξο τέλος στις Θερμοπύλες


Η
 αυγή του 2ου π.Χ. αιώνα βρήκε την Μεσόγειο διαιρεμένη ουσιαστικά σε δύο σφαίρες  επιρροής. Δυτικά αδιαφιλονίκητη κυρίαρχος έστεκε η Ρώμη, έχοντας καταβάλλει την Καρχηδόνα στον εξαντλητικό Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (219-202 π.Χ.) και νικώντας την Μακεδονία στον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.). Ανατολικά βρισκόταν το κραταιό Βασίλειο των Σελευκιδών του Αντιόχου Γ. Ο φιλόδοξος Αντίοχος έχοντας πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή σειρά εκστρατειών, κατακτώντας αχανείς εκτάσεις και δημιουργώντας μια αυτοκρατορία εφάμιλλη του Αλεξάνδρου ένιωσε έτοιμος να επεκτείνει την επικράτεια του στα ευρωπαϊκά εδάφη. Οι δυσαρεστημένοι από τους Ρωμαίους Αιτωλοί του προσέφεραν την αφορμή που αναζητούσε. Η μοίρα όρισε για τον Αντίοχο τις ιστορικές Θερμοπύλες ως το θέατρο που έκρινε την έκβαση της ευρωπαϊκής του εκστρατείας και καθόρισε για ακόμη μια φορά τις τύχες του κυρίως ελλαδικού χώρου.


        Κατάσταση ελλαδικού χώρου – Λεπτές ισορροπίες δυνάμεων

Φίλιππος Ε'
   Νικώντας τους Μακεδόνες στην τοποθεσία Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι αναδείχθηκαν αυτόματα ρυθμιστές των ελληνικών ζητημάτων. Με την μεγαλύτερη δύναμη στην Ελλάδα εκτός μάχης ο δρόμος για την σταδιακή επιβολή της ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν πλέον ορθάνοιχτος. Στην περίπτωση της Μακεδονίας οι Ρωμαίοι αποδείχθηκαν αριστοτεχνικοί στο παιχνίδι της διαπλοκής. Εκμεταλλευόμενοι τα εχθρικά συναισθήματα πολλών ελληνικών κρατών[1] κατόρθωσαν να απομονώσουν διπλωματικά τον βασιλιά Φίλιππο Ε’ και να συμμαχήσουν με την δεύτερη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της εποχής, την Αιτωλική Συμπολιτεία. Η κίνηση αυτή απεδείχθη εύστοχη καθώς στις Κυνός Κεφαλές οι φανατικοί εχθροί του Φιλίππου Αιτωλοί επέδειξαν απαράμιλλη γενναιότητα συμβάλλοντας τα μέγιστα στη νίκη των Ρωμαίων. Οι ηττημένοι Μακεδόνες υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν πολεμική αποζημίωση 1000 ταλάντων και να γίνουν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Απέσυραν επίσης τις φρουρές τους από τις πόλεις της Ν. Ελλάδος και της Μ. Ασίας που κατείχαν και περιορίστηκαν στα στενά γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας. Οι Ρωμαίοι μάλιστα έλαβαν όμηρο τον μικρότερο υιό του Φιλίππου, Δημήτριο. Ο Ρωμαίος ύπατος, νικητής των Κυνός Κεφαλών και ελληνομαθής Τίτος Κόϊντος Φλαμινίνος αφού τέλεσε θρίαμβο στην Ρώμη επέστρεψε στην Ελλάδα για να διευθετήσει την νέα τάξη πραγμάτων, προς το ρωμαϊκό συμφέρον σαφώς. Θα αποδεικνυόταν άκρως διορατικός, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη σύμπνοιας μεταξύ των Ελλήνων.
Τίτος  Κόιντος Φλαμινίνος
   Η κατάσταση άρχισε να περιπλέκεται όταν σε διάσκεψη στα Τέμπη οι Αιτωλοί προέβαλλαν αξιώσεις για ορισμένες πόλεις της Θεσσαλίας και της Φθιώτιδος[2]. Οι εν λόγω πόλεις προτού περάσουν στα χέρια του Φιλίππου διατελούσαν μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας οπότε οι Αιτωλοί θεωρούσαν δίκαιο να τους επιστραφούν. Ο Φλαμινίνος όμως απέρριψε το αίτημα προς μεγάλη έκπληξη και οργή τους. Έκτοτε οι Αιτωλοί έβλεπαν με αντιπάθεια - ακόμη και με έχθρα - τους Ρωμαίους νιώθοντας προδομένοι. Στο διάστημα που ακολούθησε η ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσισε κατάπαυση του πολέμου. Έτσι στα Ίσθμια του έτους 196 π.Χ. ο Φλαμινίνος, πανηγυρικά επευφημούμενος και αποκαλούμενος «σωτήρας», διεκήρυξε την απελευθέρωση των μέχρι πρότινος κατεχόμενων ή εξαρτημένων από τους Μακεδόνες περιοχών και πόλεων. Οι Ρωμαίοι πάντως διετήρησαν φρουρές στον Ακροκόρινθο, στην Χαλκίδα και στη Δημητριάδα - τα «κλειδιά» της Ελλάδος όπως χαρακτηρίσθηκαν - καθώς ανησυχούσαν έντονα για το ενδεχόμενο εμπλοκής του φιλοδόξου βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Γ’ στα ελληνικά πράγματα. Δεν είχαν άδικο αφού οι δυσαρεστημένοι Αιτωλοί κατηγορούσαν πλέον τους πρώην… συμμάχους τους πως αντικατέστησαν ουσιαστικά την μακεδονική κυριαρχία, καλλιεργώντας δυσαρέσκεια. Ο Φλαμινίνος για να κατευνάσει τα οξυνόμενα πνεύματα ανακοίνωσε σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο[3] την απόσυρση των ρωμαϊκών φρουρών από τις προαναφερθείσες στρατηγικής σημασίας πόλεις ενώ παράλληλα διέδιδε την εικόνα του υπερμάχου της ελληνικής ελευθερίας. Την άνοιξη του ίδιου έτους μάλιστα μετέφερε τον ρωμαϊκό στρατό και στόλο στο Βρινδήσιο (σημ. Μπρίντεζι) εκκενώνοντας την Ελλάδα. Αποδεικνύοντας πόσο εύστοχοι ήταν οι Ρωμαίοι στις προβλέψεις τους, οι Αιτωλοί αποφάσισαν να κινητοποιηθούν πραγματοποιώντας επαφές μεταξύ άλλων και με τον πανίσχυρο εκείνη την εποχή Αντίοχο.


        Βασίλειο Σελευκιδών – Πορεία σύγκρουσης με την Ρώμη

   Ο Αντίοχος Γ’ είχε δημιουργήσει μια αχανή και κραταιά αυτοκρατορία. Ήταν απόγονος του Σελεύκου Α’ Νικάτορος, αξιωματικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ιδρυτή της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Ήταν φιλόδοξος, δυναμικός, ικανός διπλωματικά και στρατιωτικά αλλά και παρορμητικός. Σε ηλικία μόλις 19 ετών ανήλθε στο θρόνο κληρονομώντας ένα αποδιοργανωμένο κράτος με αμέτρητους εχθρούς και μεγάλη ανομοιογένεια. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αντιμετώπισε μεγάλες επαναστάσεις[4] όπου ολόκληρες επαρχίες της αυτοκρατορίας αποσχίστηκαν. Ο Αντίοχος αντεπιτέθηκε επιτυχώς εξαλείφοντας τες. Εξοντώνοντας αποφασιστικά και εσωτερικούς εχθρούς όπως τον πανίσχυρο αξιωματούχο Ερμεία στράφηκε κατά της Αιγύπτου των Πτολεμαίων. Ηττήθηκε όμως στη μάχη της Ραφείας (217 π.Χ.) από τον Πτολεμαίο Δ’ και αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη. Στρέφοντας την προσοχή του στη Μικρά Ασία κατόρθωσε να ανακτήσει μεγάλο μέρος της, απωθώντας σημαντικούς αντιπάλους όπως το Βασίλειο της Περγάμου. Εκκαθαρίζοντας τις όποιες εστίες αντίστασης πήρε την απόφαση να εκστρατεύσει στην Ανατολή. Στην εντυπωσιακή αυτή εκστρατεία που διήρκεσε 7 χρόνια (212-205 π.Χ.) κέρδισε το προσωνύμιο «Μέγας». Με τη δύναμη των όπλων κατέστησε φόρου υποτελείς πολλούς και ισχυρούς αντιπάλους όπως τους Αρμενίους και τους Πάρθους ενώ έκλεισε ειρήνη με ευνοϊκούς όρους με το Ελληνοβακτριανό Βασίλειο[5] έπειτα από μια επική πολιορκία της πρωτεύουσας, των Βάκτρων. Ακολουθώντας τα βήματα του Αλεξάνδρου έφτασε μέχρι την Ινδία όπου ανανέωσε τη συνθήκη φιλίας με τον βασιλιά των Ινδών Σοφαγάσενο, λαμβάνοντας ως δώρο αριθμό πολεμικών ελεφάντων. Επιστρέφοντας διεξήγαγε μια σύντομη εκστρατεία στον Περσικό κόλπο ώσπου έφθασε η στιγμή να αναμετρηθεί ξανά με τους μεγάλους αντιπάλους του, τους Πτολεμαίους. Η νίκη του στο Πάνειο (198 π.Χ.) του χάρισε την κατοχή της Κιλικίας, Κοίλης Συρίας, Φοινίκης και Ιουδαίας. Ήταν ένα ιδεώδες επιστέγασμα μιας λαμπρής πορείας που τον καταξίωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες της εποχής.
Αντίοχος Γ' Μέγας
   Με αυτή τη σειρά εκστρατειών και θριάμβων εδραίωσε την κυριαρχία του στην Ανατολή. Σε όλα αυτά τα χρόνια πολέμων είχε αποκτήσει ένα αφοσιωμένο επιτελείο αξιωματικών και έναν εμπειροπόλεμο και οργανωμένο στρατό με πολλά επίλεκτα σώματα, όπως το φημισμένο κατάφρακτο ιππικό και τους τρομακτικούς πολεμικούς ελέφαντες. Οι φιλοδοξίες του πλέον δεν θα ικανοποιούνταν με τίποτε λιγότερο από την ανασύσταση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, υπό τα δικά του σκήπτρα σαφώς. Έτσι νιώθοντας αρκετά ισχυρός και έχοντας τα νώτα του εξασφαλισμένα αποφάσισε να στραφεί προς τη Δύση, γνωρίζοντας πως αργά ή γρήγορα θα τιθόταν αντιμέτωπος με τη Ρώμη. Αυτή έμελλε να αποδειχθεί μια μοιραία απόφαση για τον ίδιο και την αυτοκρατορία του.
   Οι πρώτες προστριβές μεταξύ Ρώμης και Αντιόχου δημιουργήθηκαν όταν ο δεύτερος θέλησε να επιβάλλει την κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις[6] των μικρασιατικών παραλίων. Πολλές πόλεις αποδέχθηκαν φρουρές του από τον φόβο επίθεσης, άλλες όμως αντιστάθηκαν και ζήτησαν τη βοήθεια της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι περιορίστηκαν προσωρινά σε φραστικές μόνο αντιδράσεις καθώς ήταν απασχολημένοι με τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο. Ο Αντίοχος συνέχισε την κατακτητική του πορεία και επέκτεινε την κυριαρχία του στα στενά του Ελλησπόντου και στη Θράκη, το 196 π.Χ. Νιώθοντας πλέον καυτή την ανάσα του οι Ρωμαίοι έστειλαν πρέσβεις στον Σελευκίδη την άνοιξη του 193 π.Χ. για να επιδιαιτητεύσουν την κατάσταση. Το ρωμαϊκό τελεσίγραφο απαιτούσε την απόσυρση του από τις ευρωπαϊκές του κτήσεις, διαφορετικά θα ακολουθούσε επέμβαση των Ρωμαίων υπέρ των εν Ασία πόλεων. Ο Αντίοχος απέρριψε την ρωμαϊκή διαμεσολάβηση με αποφασιστικότητα τονίζοντας πως εφόσον ο ίδιος δεν παρεμβαίνει στα θέματα της Ιταλίας, ομοίως δε θα δεχόταν κάτι αντίστοιχο στα θέματα της Ασίας. Άξιο αναφοράς είναι επίσης πως είχε δεχθεί στην αυλή του τον ξακουστό Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα, κάτι που αναμφίβολα θα προκάλεσε το ρωμαϊκό αίσθημα. Κάπου εδώ τον επισκέφθηκε πρεσβεία των Αιτωλών, όπως προαναφέραμε.

Επικράτειες Ρώμης και Αντιόχου (200 π.Χ.)

        Αιτωλική δραστηριοποίηση  – Ο Αντίοχος στην Ελλάδα

   Οι Αιτωλοί μετά την αποχώρηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανέμεναν πως ούτε ο Αντίοχος, ούτε ο Φίλιππος, ούτε ο τύραννος της Σπάρτης Νάβις[7] θα έμεναν αδρανείς. Διαψεύστηκαν όμως και αποφάσισαν να κινητοποιηθούν συγκαλώντας συνέλευση στη Ναύπακτο. Εκεί ο στρατηγός Θόας, επικεφαλής της επικρατούσας φιλοπόλεμης παράταξης, τους συμβούλευσε να αποστείλουν πρεσβείες στους παραπάνω ηγέτες και να τους παρακινήσουν σε δράση. Ο Φίλιππος αρνήθηκε – στην αρχή διστακτικά ίσως. Ο Νάβις έδρασε άμεσα αλλά και ατομικά επιτιθέμενος το καλοκαίρι του 193 π.Χ. στη σύμμαχο της Ρώμης Αχαϊκή Συμπολιτεία, μόνο για να ηττηθεί σε διάστημα ενός έτους. Στον Αντίοχο οι Αιτωλοί πρότειναν την αρχιστρατηγία των δυνάμεων στην Ελλάδα ενώ ισχυρίστηκαν ψευδώς πως Μακεδόνες και Σπαρτιάτες είναι έτοιμοι να βαδίσουν άμεσα στο πλευρό τους. Ο Αντίοχος διαβλέποντας την ευκαιρία που αναζητούσε απέστειλε τον αντιπρόσωπο του Μένιππο στο Παναιτωλικό συνέδριο στη Ναύπακτο, στις αρχές Μαρτίου του 192 π.Χ. . Πριν την έναρξη ο Θόας με τον Μένιππο διέδωσαν στο παρασκήνιο πως τεράστιες δυνάμεις πεζικού, ιππικού και ελεφάντων είναι καθ’ οδόν και πως ο Αντίοχος διαθέτει χρυσό αρκετό να εξαγοράσει τους ίδιους τους Ρωμαίους (Τ.Λιβ.35,32)! Με την φαντασία των Αιτωλών εξημμένη ήταν επόμενο η αντιρωμαϊκή μερίδα να επιβληθεί συντριπτικά και να αποφασιστεί η κλήση του Αντιόχου για την απελευθέρωση της Ελλάδος και την διαμεσολάβηση μεταξύ αυτών και Ρώμης. Ούτε οι παραινέσεις Αθηναίων αντιπροσώπων (σημ: παλιοί σύμμαχοι των Αιτωλών) ούτε του παρευρισκομένου Φλαμινίνου στάθηκαν ικανές να μεταστρέψουν το κλίμα, με τον τελευταίο μάλιστα να δέχεται και ειρωνικά σχόλια από τον ανώτατο άρχοντα των Αιτωλών Δαμόκριτο. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους οι Αιτωλοί προχώρησαν σε επιθετικές ενέργειες για να εκβιάσουν τα πράγματα. Κατέλαβαν λοιπόν την στρατηγική Δημητριάδα, ενώ προσέβαλλαν - ανεπιτυχώς όμως - και τη Χαλκίδα αλλά και την συμμαχική Σπάρτη[8].
 
(ΙΣΤΟΡΙΑ των ΕΛΛΗΝΩΝ, Β’ έκδοση, τόμος 4, εκδόσεις ΔΟΜΗ, σελ. 391)

   Παρ’ όλες τις θετικές εξελίξεις στην Ελλάδα υπήρχαν ακόμη κάποια ζητήματα που απασχολούσαν τον Αντίοχο. Η Σμύρνη, η Λάμψακος και η Αλεξάνδρεια Τρωάς συνέχιζαν να αντιστέκονται και θα αποτελούσαν αγκάθι στα πλευρά του αν αποφάσιζε να περάσει το Αιγαίο. Επιπρόσθετα διατηρούσε κάποιες  υποψίες για τον Αννίβα – μάλλον αδικαιολόγητες και στηριγμένες πιο πολύ στην ζηλοφθονία. Ο Αννίβας διαβεβαιώνοντας τον για το ένορκο του μίσος προς τους Ρωμαίους και δηλώνοντας την αφοσίωση του προς αυτόν, του παρέθεσε ορισμένους ενδοιασμούς[9] για αυτή την εκστρατεία. Ο Θόας όμως τον επισκέφτηκε και του ανέφερε πως όλη η Ελλάς τελεί υπό αναβρασμό και πως όλοι αδημονούν για την άφιξη του. Παράλληλα του παρουσίασε διογκωμένες σε υπερβολικό βαθμό τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις των Αιτωλών. Ο Αντίοχος πείστηκε εν τέλει να λάβει την οριστική του απόφαση για πόλεμο στο άκουσμα της κατάληψης της Δημητριάδος. Έτσι ο Σελευκίδης μονάρχης συγκέντρωσε βιαστικά τις ελλιπείς διαθέσιμες δυνάμεις του. Προσφέροντας λοιπόν θυσίες προς τιμήν της Αθηνάς στην Τροία απέπλευσε με 100 πολεμικά και 200 μεταφορικά πλοία για την Ελλάδα. Μετά από δύο στάσεις στην Ίμβρο και στη Σκιάθο αποβιβάστηκε στον Πτελεό της Φθιώτιδος με 10000 πεζούς, 500 ιππείς και 6 ελέφαντες, τον Οκτώβριο του 192 π.Χ. (Τ.Λιβ.35,42-43,Αππ.Συρ.7, Ι.Βορτσ.Δ,4,Ε’)
   Η μεγάλη φήμη του βασιλιά της Συρίας απετέλεσε τον καλύτερο προπομπό για τον ίδιο, αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι ηγέτες των Μαγνήτων της Δημητριάδος με επικεφαλής τον μαγνητάρχη Ευρύλοχο τον επισκέφθηκαν ενώ η ευρεία και πολυπληθής στήριξη που του επεφύλαξαν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Την επομένη ξαναμπήκε στα πλοία και εισήλθε στο λιμάνι της Δημητριάδος όπου και απεβίβασε τον στρατό, όχι μακριά από την πόλη. Μαθαίνοντας οι Αιτωλοί πως ο Αντίοχος βρίσκεται στη Μαγνησία συνεδρίασαν και πέρασαν ψήφισμα όπου τον καλούσαν στο εθνικό συνέδριο των Αιτωλών, στην πόλη της Λαμίας[10]. Αυτός μόλις το πληροφορήθηκε αναχώρησε άμεσα από την Δημητριάδα και κατέπλευσε στα Φάλαρα[11] του Μαλιακού Κόλπου. Αποβιβαζόμενος εκεί εισήλθε στη Λαμία όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής με ηχηρές επιδοκιμασίες και άλλες εκδηλώσεις λατρείας του πλήθους. (Τ.Λιβ.35,43)
   Φθάνοντας στο συνέδριο συνάντησε μια κάπως ψυχρή ατμόσφαιρα καθώς ο προεδρεύων Φαινέας και τα άλλα μέλη τήρησαν σιγή για να μιλήσει πρώτα ο Αντίοχος. Αυτός άρχισε τον λόγο του απολογούμενος που ήλθε με δυνάμεις κατώτερες των προσδοκιών. Υποστήριξε πάντως πως αυτό το πραγματοποίησε υπό αντίξοες συνθήκες και πίεση χρόνου. Παράλληλα δεσμεύτηκε πως σύντομα ολόκληρη η Ελλάς θα κατακλυσθεί από τα στρατεύματα του, οι ακτές της θα περικλυσθούν από τους στόλους του και πως δε θα υποχωρήσει έως ότου απαλλάξει την Ελλάδα από την ρωμαϊκή κυριαρχία και καταστήσει την Αιτωλία το πλέον εξέχον κράτος της. Το συνέδριο επικρότησε ομόφωνα την ομιλία και παρά τις διαφωνίες του διστακτικού Φαινέα με τον Θόαντα αποφασίστηκε να οριστούν ο Αντίοχος αρχιστράτηγος με απεριόριστες εξουσίες και 30 εξέχοντες Αιτωλοί ως επιτελείο συμβούλων του για όποιο θέμα επιθυμούσε. (Τ.Λιβ.35,44-45)

         Πρώτες κινήσεις - Κατάληψη Χαλκίδος

   Με τη λήξη του συνεδρίου τα μέλη του έφυγαν για τις πόλεις τους. Την επομένη ημέρα ο Αντίοχος πραγματοποίησε σύσκεψη με τους Αιτωλούς επιτετραμμένους για το που θα άρχιζαν τις επιχειρήσεις τους. Συμφωνήθηκε να κινηθούν ταχύτατα κατά της Χαλκίδος. Έτσι ο βασιλιάς με τους 10000 πεζούς του διασχίζοντας την Φωκίδα ενώθηκε στην Χαιρώνεια με μικρή δύναμη Αιτωλών. Αφού στρατοπέδευσε στην πόλη Σαλγανεύς[12] της Βοιωτίας διέσχισε με τα πλοία τον Εύριπο και όταν πλησίασε αρκετά στο λιμάνι της Χαλκίδος, οι εξέχοντες άνδρες της πόλης βγήκαν να τον προϋπαντήσουν. Οι δύο πλευρές απέστειλαν η καθεμιά μια μικρή ομάδα εκπροσώπων για διαβουλεύσεις. Οι Αιτωλοί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να πείσουν τους Χαλκιδείς να δεχθούν τον Αντίοχο ως φίλο και σύμμαχο χωρίς κατ’ ανάγκη να επηρεαστούν οι φιλικές τους σχέσεις με την Ρώμη. Υποστήριξαν πως ήρθε όχι για να κηρύξει πόλεμο αλλά για να απελευθερώσει την Ελλάδα παρέχοντας πλήρη ελευθερία χωρίς κενές υποσχέσεις όπως οι Ρωμαίοι. Ανέφεραν επίσης πως συμμαχώντας και με τους δύο εξασφάλιζαν πως αμφότεροι οι «προστάτες» θα παρέμεναν ειλικρινείς και συνεπείς απέναντι τους. Στην περίπτωση που δεν δέχονταν  τους έθεσαν το δίλημμα για το τι θα έκαναν, με τον Αντίοχο εχθρό και προ των πυλών ανίσχυροι να του αντισταθούν και με τους Ρωμαίους μακριά. Στην ευθεία αυτή απειλή απάντησε ο Μικυθίων, ένας από τους ηγέτες των Χαλκιδέων, αναρωτώμενος για το ποιους έρχονται να απελευθερώσουν. Όπως ισχυρίστηκε δε γνώριζε καμία πόλη στην Ελλάδα που να διαθέτει ρωμαϊκή φρουρά ή να καταβάλει φόρο στη Ρώμη ή να υπόκειται εκβιαστικά σε όρους μονομερούς συμφωνίας. Κατά συνέπεια οι Χαλκιδείς δεν είχαν ανάγκη κανέναν για να υπερασπισθούν την ελευθερία τους ούτε χρειάζονταν προστασία. Παρόλα αυτά δεν απέρριπταν την προτεινόμενη φιλία του Αντιόχου, ακόμη και των Αιτωλών, ζήτησαν όμως την άμεση αναχώρηση τους από το νησί σαν πρώτη απόδειξη της φιλίας τους, καθώς δεν μπορούσαν να τους δεχθούν στην πόλη τους χωρίς την έγκριση της Ρώμης. (Τ.Λιβ.35,46)
   Ο Αντίοχος, ο οποίος παρέμεινε στο πλοίο του κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, αποφάσισε προς το παρόν να επιστρέψει στη Δημητριάδα καθώς δεν διέθετε τις απαιτούμενες δυνάμεις για την εκπόρθηση της οχυρής Χαλκίδος. Μετά από σύσκεψη με τους Αιτωλούς συμβούλους του στράφηκε προς αναζήτηση περισσοτέρων συμμάχων. Θεωρούσε σημαντικό να μεταστρέψει υπέρ του το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα καθώς κυριαρχούσε η διστακτικότητα. Έτσι σε πρώτη φάση αποφάσισε να προσεγγίσει τον βασιλιά των Αθαμανών[13] Αμύνανδρο, τους Βοιωτούς αλλά και την ισχυροποιημένη Αχαϊκή Συμπολιτεία. Στην περίπτωση των Αθαμανών χρησιμοποιήθηκε μια πολιτική δολοπλοκία. Υποσχέθηκε στον Φίλιππο από τη Μεγαλόπολη, τον μεγαλύτερο αδερφό της βασίλισσας Απάμης, τον θρόνο της Μακεδονίας εάν έφερνε τον βασιλιά Αμύνανδρο με το μέρος τους. Αξίζει να σημειωθεί πως ο πατέρας του Φιλίππου και της Απάμης, κάποιος Αλέξανδρος από την Μεγαλόπολη, διέδιδε πως ήταν απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η κίνηση απεδείχθη επιτυχής και ο Αμύνανδρος δέχθηκε την συμμαχία. Δεν έμελλε όμως να έχει ανάλογη επιτυχία το - φιλόδοξο είναι η αλήθεια - εγχείρημα να αποσπάσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία από το φιλορωμαϊκό μέτωπο.
   Οι απεσταλμένοι του Αντιόχου και των Αιτωλών έγιναν δεκτοί σε συνέδριο στο Αίγιο, παρόντος και του Φλαμινίνου. Ο ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (35,48-49) αναφέρει πως προσπάθησαν να εντυπωσιάσουν αναφερόμενοι σε τεράστιες και επίλεκτες δυνάμεις πεζικού, ιππικού αλλά και ναυτικού που περνούν τον Ελλήσποντο για την απελευθέρωση της Ελλάδος, στα ανεξάντλητα αποθέματα πλούτου της Ασίας ενώ ζήτησαν από τους Αχαιούς να τηρήσουν ουδέτερη στάση στον επερχόμενο πόλεμο. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και οι Αιτωλοί με τον εκπρόσωπο τους Αρχίδαμο να στρέφεται κατά των Ρωμαίων - και ιδίως κατά του Φλαμινίνου - κατηγορώντας τους για αχαριστία. Ο Ρωμαίος αντέκρουσε τις κατηγορίες ψέγοντας την αλαζονεία τους ενώ ανέφερε πως ο Αντίοχος διέθετε ισχνές δυνάμεις και πως γονυπετής ζητούσε προμήθειες και χρήματα για το στρατό του. Κλείνοντας κάλεσε τους Αχαιούς να εμπιστευτούν την αξιοπιστία της Ρώμης παρά να αποτελέσουν «λάφυρο για τους νικητές». Ο λόγος του είχε επιτυχία και το συνέδριο έληξε με την Αχαϊκή Συμπολιτεία να κηρύσσει πόλεμο στο Βασίλειο των Σελευκιδών και την Αιτωλική Συμπολιτεία.
   Ο Αντίοχος άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η κατάσταση δε θα ήταν τόσο απλή όσο του την είχαν περιγράψει οι Αιτωλοί σύμμαχοι του. Πέραν της αρνητικής απάντησης των Αχαιών ούτε οι Βοιωτοί έδωσαν ξεκάθαρη απάντηση για την στάση που θα τηρούσαν. Σύντομα πληροφορήθηκε πως Ρωμαίοι και Αχαιοί έστελναν έκαστοι από 500 άνδρες ως ενίσχυση στην Χαλκίδα ενώ και ο βασιλιάς Ευμένης Β’ της Περγάμου απέστειλε ένα μικρό απόσπασμα. Αποφάσισε λοιπόν να δράσει άμεσα προλαβαίνοντας και - αν ήταν εφικτό - εξουδετερώνοντας τις παραπάνω δυνάμεις. Έτσι έστειλε τους στρατηγούς Μένιππο με 3000 άνδρες και Πολυξενίδα με όλο τον στόλο στη Βοιωτία για να προκαταλάβουν τα σημεία διαπεραίωσης. Ο ίδιος ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα με 6000 άνδρες και ένα μικρότερο σώμα Αιτωλών που συγκεντρώθηκε εσπευσμένα στη Λαμία. (Τ.Λιβ.35,50)

 
Χάρτης αρχαίας Βοιωτίας
 
   Η μαζική κινητοποίηση του βασιλιά της Συρίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους αντιπάλους. Η δύναμη των Αχαιών και των στρατιωτών του Ευμένους με επικεφαλής τον Ξενοκλίδη (σημ: ανώτατος ηγέτης της Χαλκίδος μαζί με τον Μικυθίωνα) πρόλαβε και πέρασε απέναντι. Οι Ρωμαίοι όμως δεν ήταν τόσο τυχεροί και βρήκαν τον Μένιππο στρατοπεδευμένο στο Ερμαίον[14]. Επιχειρώντας να βρουν άλλο σημείο διαπεραίωσης κινήθηκαν προς το Δήλιο[15] όπου και κατέλυσαν. Καθώς όμως ήταν αμέριμνοι δέχθηκαν επίθεση από τον Μένιππο. Πολλοί σκοτώθηκαν, περίπου 50 αιχμαλωτίσθηκαν ενώ ελάχιστοι διέφυγαν, μεταξύ τους και ο Μικυθίων από την Χαλκίδα που τους συνόδευε. Ύστερα από αυτή την επιτυχία ο Αντίοχος κινήθηκε προς την Αυλίδα. Από εκεί έστειλε για δεύτερη φορά πρεσβεία στους Χαλκιδείς. Οι όροι του ήταν οι ίδιοι με την πρώτη φορά μόνο που τώρα τέθηκαν σε πιο απειλητικό τόνο. Παρά τις προσπάθειες του Ξενοκλίδους και του Μικυθίωνος η πόλη άνοιξε εύκολα τις πύλες της. Οι φιλορωμαίοι διέφυγαν λίγο πριν την είσοδο του Αντιόχου στην πόλη. Οι Αχαιοί και οι στρατιώτες του Ευμένους περνώντας ξανά τον Εύριπο κατέφυγαν στον Σαλγανέα ενώ μια μικρή δύναμη Ρωμαίων οχυρώθηκε σε μια άλλη τοποθεσία. Θέλοντας να εκκαθαρίσει την περιοχή ο Αντίοχος διέταξε τον Μένιππο να επιτεθεί στους πρώτους ενώ ο ίδιος κινήθηκε κατά των δευτέρων. Επικρατώντας εύκολα και στα δύο μέτωπα έμεινε πλέον ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος όλης της Ευβοίας, σημειώνοντας μια στρατηγικά σημαντική επιτυχία. (Τ.Λιβ.35,51)


         Ρωμαϊκή αντίδραση - Ετοιμασίες πολέμου

   Πληροφορούμενοι την σφαγή στο Δήλιο οι Ρωμαίοι ανησύχησαν βαθιά αλλά συνάμα οπλίστηκαν με αποφασιστικότητα. Αν βρίσκονταν σε κατάσταση επαγρύπνησης και κινητικότητας προτού ακόμα αποβιβασθεί ο Αντίοχος στην Ελλάδα, το γεγονός αυτό επέσπευσε τα πράγματα. Η Σύγκλητος όρισε ως πρώτο μέλημα για τους δύο νεοεκλεγείς υπάτους να γίνουν θυσίες σε όλους τους ναούς για θετική έκβαση στον επερχόμενο πόλεμο. Με άψογη μεθοδικότητα άρχισαν αμέσως τις προετοιμασίες. Όρισαν διοικητές στις επαρχίες και πραγματοποίησαν ανακατανομή των δυνάμεων τους ρίχνοντας το βάρος ανατολικά ενώ επισκεύασαν και επανεξόπλισαν τον στόλο τους. Το 1/5 των αποθεμάτων καλαμποκιού από Σικελία και Σαρδηνία εστάλη σε Ελλάδα και Ρώμη αντίστοιχα. Η αποφασιστικότητα τους ήταν τέτοια που πέρασαν διάταγμα απαγορεύοντας στα μέλη της Συγκλήτου και γενικά σε αξιωματούχους να απομακρυνθούν σε απόσταση μια ημέρας από την Ρώμη (Τ.Λιβ.36,1-3). Δεν έπαιρναν καθόλου αψήφιστα τον πόλεμο με τον Αντίοχο καθώς πίστευαν πως θα αποδεικνυόταν μακροχρόνιος και εξαντλητικός τη στιγμή που απέναντι τους βρισκόταν η ισχυρότερη αυτοκρατορία της εποχής. Δεν είχαν καθόλου άδικο αφού είχαν περάσει μόνο 10 χρόνια από το τέλος του Β’ Καρχηδονιακού πολέμου, ο οποίος έφερε την Ρώμη στα πρόθυρα κατάρρευσης.
   Πέραν της εσωτερικής κινητοποίησης οι Ρωμαίοι προέβησαν και σε διπλωματικές ενέργειες. Έστειλαν απεσταλμένους στην Καρχηδόνα και στην Νουμιδία για να προμηθευτούν καλαμπόκι για τα στρατεύματα τους στην Ελλάδα. Οι Καρχηδόνιοι χορήγησαν δωρεάν 100.000 μοδίους[16] σιτάρι και 50000 κριθάρι για τις ανάγκες του στρατού. Προέτειναν ακόμα να αποπληρώσουν εφάπαξ τους υπολειπόμενους φόρους που τους αναλογούσαν ενώ προσφέρθηκαν να εξοπλίσουν έναν στόλο με δικά τους έξοδα, προτάσεις τις οποίες οι Ρωμαίοι απέρριψαν ευγενικά. Ο βασιλιάς της Νουμιδίας Μασανάσσης προσέφερε 50.000 μοδίους σιτάρι και 300.000 κριθάρι για τα στρατεύματα στην Ελλάδα και 300.000 σιτάρι και 250.000 κριθάρι για την πόλη της Ρώμης. Θα παραχωρούσε επίσης 500 ιππείς και 20 ελέφαντες ως ενίσχυση κατά του Αντιόχου. Τέλος ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας και ο Πτολεμαίος Ε’ της Αιγύπτου επισκέφθηκαν την Ρώμη με τον πρώτο να προσφέρει καλαμπόκι, χρήματα και στρατό και τον δεύτερο 1000 λίτρα χρυσού και 20000 ασημιού. Αμφότεροι προθυμοποιήθηκαν επιπρόσθετα να εισβάλλουν στην Αιτωλία με όλο τον στρατό τους. Οι Ρωμαίοι αρνούμενοι ευγενικά ευχαρίστησαν τους δύο βασιλείς. Ενημέρωσαν πάντως τον Φίλιππο πως θα του ήταν ευγνώμονες αν συνέπραττε στρατιωτικά. Όταν οι προπαρασκευές τελείωσαν ο ύπατος που εξελέγη επικεφαλής των στρατευμάτων της Ελλάδος, Μάνιος Ακίλιος Γλαβρίων εξέδωσε διάταγμα για γενική συγκέντρωση στο Βρινδήσιο στις 15 Μαΐου 191 π.Χ. Ο ίδιος ανεχώρησε από την Ρώμη πρωτύτερα, στις 3 του μηνός. (Τ.Λιβ.36.3-4,Αππ.Συρ.15)


         Ο Αντίοχος εντείνει τις διπλωματικές του προσπάθειες

   Όσο οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τις ετοιμασίες μέσα στον χειμώνα, ο Αντίοχος ευρισκόμενος στην Χαλκίδα ενέτεινε την διπλωματική του δραστηριότητα. Απέστειλε - αλλά και δέχθηκε - αρκετές πρεσβείες σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Οι Ηλείοι φοβούμενοι επίθεση από την Αχαϊκή Συμπολιτεία ζήτησαν τη βοήθεια του. Αυτός τους έστειλε 1000 άνδρες με επικεφαλής τον Ευφάνη από την Κρήτη. Το Κοινό των Ηπειρωτών προτίμησε να τηρήσει μια μέση στάση. Ήθελαν να προσεταιριστούν τον Αντίοχο αλλά και να μην δώσουν καμία αφορμή στους Ρωμαίους καθώς γεωγραφικά ήταν εγγύτερα στην Ιταλία και μοιραία θα αντιμετώπιζαν πρώτοι την οργή τους. Επεσήμαναν όμως πως σε περίπτωση που ο Αντίοχος προστάτευε την Ήπειρο με τον στρατό και τον στόλο του, αυτοί θα τον υποδέχονταν πρόθυμα στις πόλεις τους. Εάν όμως δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο τον παρακάλεσαν να μην τους εκθέσει στην ρωμαϊκή επιθετικότητα. Ο Αντίοχος δεν έδωσε σαφή απάντηση σε αυτές τις διφορούμενες προτάσεις και δεσμεύτηκε πως θα στείλει απεσταλμένους για να συζητήσουν τα μεταξύ τους θέματα. (Τ.Λιβ.36,5)
   Διευρύνοντας τον κύκλο επαφών του πήγε στην Θήβα όπου παρέστη στο συνέδριο του Κοινού των Βοιωτών. Στους βοιωτάρχες έθεσε τα ίδια ακριβώς ζητήματα που είχε θέσει και στους Αχαιούς και στους Χαλκιδείς, δηλαδή σύναψη φιλικών σχέσεων χωρίς κατ’ ανάγκη να κηρύξουν πόλεμο στην Ρώμη. Αυτοί πέρασαν ψήφισμα με το οποίο του δήλωσαν την υποστήριξη τους και την αντίθεση[17] τους στην Ρώμη. Κλείνοντας επιτυχώς και αυτό το μέτωπο επέστρεψε στην Χαλκίδα. Από εκεί μετέβη στην Δημητριάδα όπου θα διεξαγόταν σύσκεψη με τους Αιτωλούς επιτετραμμένους για τις επόμενες κινήσεις τους. Ο βασιλιάς Αμύνανδρος και ο Αννίβας ήταν επίσης παρόντες. Η συζήτηση έφερε την Θεσσαλία στο προσκήνιο. Παρόλο που η αριστοκρατία της εν λόγω περιοχής ήταν ως επί το πλείστον ρωμαιόφιλη, επικρατούσε αισιοδοξία στους συμμάχους. Οι μόνες διαφωνίες επικεντρώθηκαν στο αν θα έπρεπε να κινηθούν άμεσα ή να περιμένουν την άνοιξη και αν θα έπρεπε να στείλουν πρεσβευτές ή να πάνε με όλον τον στρατό εκβιάζοντας μια θετική απάντηση (Τ.Λιβ,36,6). Σε αυτό το σημείο ζητήθηκε η γνώμη του μεγάλου Καρχηδονίου στρατηγού Αννίβα.
   Ο έμπειρος Αννίβας, του οποίου την ομιλία διασώζει ο Τίτος Λίβιος (36,7), παρέθεσε πολύτιμες συμβουλές με εύστοχα πολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα. Πρωτίστως ισχυρίστηκε πως είναι προτιμότερο να συνάψουν συμμαχία με τον Φίλιππο Ε’ και τους Μακεδόνες παρά με άλλες περιφερειακές δυνάμεις, όπως τους Αχαιούς, τους Βοιωτούς και τώρα τους Θεσσαλούς. Παρατήρησε εύστοχα πως ο Φίλιππος διαθέτει υπολογίσιμες δυνάμεις, καθώς δεν ήταν τυχαίο που μέχρι πρόσφατα ήταν ικανός να πολεμάει τους Ρωμαίους μόνος του. Τόνισε επίσης πως όφειλαν να εκμεταλλευθούν την δυσφορία του Φιλίππου από τους επαχθείς όρους που του επέβαλαν οι Ρωμαίοι μετά την ήττα στις Κυνός Κεφαλές. Μια συμμαχία των μεγαλυτέρων μοναρχών Ασίας και Ευρώπης θα συνέθετε έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο για την Ρώμη. Όσον αφορά το στρατηγικό μέρος πίστευε ορθά πως ο πόλεμος πρέπει να μεταφερθεί πιο κοντά στην Ιταλία. Παρακίνησε τον Αντίοχο να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του, να στείλει τον στόλο να ελέγχει τα θαλάσσια περάσματα της Αδριατικής και του Τυρρηνικού πελάγους ενώ τον ίδιο τον συμβούλευσε να προχωρήσει προς την Ήπειρο με όλο τον στρατό. Από εκεί θα προστάτευε την Ελλάδα και αν ευνοούσαν οι περιστάσεις να έκανε ακόμη και απόβαση στην Ιταλία. Το συμβούλιο επευφήμησε αυτόν τον λόγο, αλλά καμία από τις συμβουλές του δεν υιοθετήθηκε εκτός του ότι ο Αντίοχος έστειλε τον στρατηγό του Πολυξενίδα για να φέρει τον υπόλοιπο στρατό και στόλο από την Ασία. (Τ.Λιβ.36,8, Αππ.Συρ.14)
   Ομολογουμένως η άτολμη πολιτική της ανεύρεσης συμμάχων συνεχίστηκε, τη στιγμή που ο χρόνος λιγόστευε δραματικά. Από την Δημητριάδα ο Αντίοχος κινήθηκε άμεσα προς τις Φερές (σημ. Βελεστίνο) ενώ οι Αιτωλοί και ο Αμύνανδρος θα ακολουθούσαν σύντομα. Από εκεί απέστειλε εκπροσώπους στο συνέδριο των Θεσσαλών στη Λάρισα. Όσο ανέμενε τους συμμάχους του όμως προέβη σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση που διέλυσε κάθε ελπίδα συμμαχίας με τον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Έστειλε τον Φίλιππο από την Μεγαλόπολη[18] με 2000 άνδρες να περισυλλέξει τα οστά των πεσόντων Μακεδόνων στις Κυνός Κεφαλές. Πιθανότατα αποσκοπούσε στο να κερδίσει την συμπάθεια των Μακεδόνων. Τα οστά, τα οποία ήταν διεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση, μαζεύτηκαν σε έναν σωρό και ετάφησαν με τη μορφή τύμβου, γεγονός όμως που δεν φαίνεται να κολάκευσε ιδιαίτερα τους Μακεδόνες. Παράλληλα ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ εξαγριώθηκε εύλογα και επέλεξε να συνταχθεί ανοιχτά πλέον με τους Ρωμαίους. (Τ.Λιβ.36,8,Αππ.Συρ.16)


         Εκστρατεία Αντιόχου στη Θεσσαλία

   Στρατοπεδευμένος έξω από τις Φερές και αναμένοντας ακόμα τους συμμάχους του ο Αντίοχος δέχθηκε πρεσβεία των Θεσσαλών. Αυτοί τον παρακάλεσαν να αποσύρει τον στρατό του έτσι ώστε η λύση να είναι διπλωματική. Ταυτόχρονα πάντως έστειλαν απόσπασμα 500 ανδρών υπό τον Ιππόλοχο ως ενίσχυση στις Φερές, το οποίο όμως βρίσκοντας όλους τους δρόμους φρουρούμενους από δυνάμεις του Αντιόχου υποχώρησε στην Σκοτούσσα. Ο Σελευκίδης μονάρχης στους Θεσσαλούς απεσταλμένους απεκρίθη ευγενικά πως δεν ήρθε στην Θεσσαλία με επιθετικούς σκοπούς αλλά για να εδραιώσει και να προασπίσει την ελευθερία της, ενώ το ίδιο ανακοίνωσε και στους Φεραίους. Αυτοί απέστειλαν τον ανώτατο άρχοντα της πόλης για διαβουλεύσεις, ο οποίος φέρεται να εξέφρασε - με θάρρος και αποφασιστικότητα ως λέγεται - τις ίδιες απόψεις που είχαν εκφράσει και οι Χαλκιδείς πρωτύτερα. Ο Αντίοχος τους συμβούλευσε να επανεξετάσουν πιο προσεκτικά την θέση τους και να μην λάβουν αποφάσεις που θα αποβούν εις βάρος τους. Πληροφορούμενοι το αποτέλεσμα τον συνομιλιών οι Φεραίοι προς στιγμήν αμφιταλαντεύτηκαν αλλά τελικά αποφάσισαν να μείνουν πιστοί στη Ρώμη και να αντισταθούν. (Τ.Λιβ.36,9)
 

Χάρτης αρχαίας Θεσσαλίας (πηγή: http://atlasthessalias.culture.gr/home.html)

   Ο Αντίοχος διέταξε άμεσα επίθεση, θέλοντας έτσι να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα σε όλη τη Θεσσαλία με την κατάληψη αυτής της πόλης. Οι αμυνόμενοι από τα τείχη προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην ολόπλευρη και σφοδρή επίθεση. Όταν όμως αρκετοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν το ηθικό τους έσπασε και μόνο οι παραινέσεις των αξιωματικών τους συγκράτησαν στις θέσεις τους. Μοιραία οι απώλειες τους αυξήθηκαν δραματικά. Αδυνατώντας πλέον να επανδρώσουν το εξωτερικό τείχος υποχώρησαν στις εσωτερικές οχυρώσεις της πόλης. Τελικά αφού η θέση τους απέβη απελπιστική και για να αποφύγουν τα χειρότερα παρεδόθησαν. Ο Αντίοχος εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα των κινήσεων έστειλε 4000 άνδρες να καταλάβουν και την Σκοτούσσα. Εκεί οι κάτοικοι έχοντας πληροφορηθεί την πτώση των Φερών παρέδωσαν την πόλη πρόθυμα. Στους παραδοθέντες ήταν και οι 500 άνδρες από την Λάρισα. Αυτούς ο Αντίοχος τους άφησε ελεύθερους ευελπιστώντας πως οι Λαρισαίοι θα το εκτιμούσαν. Είχε καταλάβει αυτές τις δύο στρατηγικές πόλεις εντός 10 ημερών από την εμφάνιση του προ των Φερών. (Τ.Λιβ.36,9-10)
   Προχωρώντας πανστρατιά εισήλασε στα ενδότερα του θεσσαλικού κάμπου. Φτάνοντας στην Κραννώνα την πήρε αμέσως με την άφιξη του. Ακολούθως εισήλθε στην δυτική θεσσαλική πεδιάδα και κατέλαβε παρομοίως τις οχυρές πόλεις Κιέριον, Μητρόπολη και όλα τα άλλα φρούρια της ευρύτερης περιοχής εκτός από τον Άτραγα και την Γυρτώνη[19]. Ο επόμενος στόχος ήταν η Λάρισα. Αποσκοπώντας στο να εκφοβίσει τους υπερασπιστές ο Αντίοχος προσέγγισε την πόλη έχοντας τους ελέφαντες στην πρώτη γραμμή ενώ ακολουθούσε ο στρατός σε παράταξη μάχης. Το τέχνασμα του είχε επιτυχία καθώς αρκετοί Λαρισαίοι άρχισαν να σκέφτονται την παράδοση. Παράλληλα με τις κινήσεις του Αντιόχου ο στρατηγός του Μένιππος επικεφαλής αιτωλικής δύναμης 3000 πεζών και 200 ιππέων προήλασε στην Περραιβία και κατέλαβε τις πόλεις Χυρετίαι και Μάλλοια ενώ εισχωρώντας βαθύτερα δήωσε τα εδάφη της Περραιβικής Τρίπολης[20]. Ο βασιλιάς Αμύνανδρος δε με τους Αθαμάνες του κατέλαβε την Πέλιννα. Μετά τις αστραπιαίες αυτές επιτυχίες αμφότεροι επέστρεψαν στο στρατόπεδο του Αντιόχου στη Λάρισα. (Τ.Λιβ.36,10)
   Στο συμβούλιο που συνεκλήθη σημειώθηκε σημαντική διάσταση απόψεων. Κάποιοι τάχθηκαν υπέρ μιας άμεσης και ολόπλευρης εφόδου καθώς η πόλη βρισκόταν σε πεδινό μέρος - κατά συνέπεια ευπρόσιτη - και προέτειναν να ξεκινήσει τάχιστα η κατασκευή πολιορκητικών μηχανών. Άλλοι παρατήρησαν πως η Λάρισα ήταν ασυγκρίτως ισχυρότερη από τις Φερές ενώ υποστήριξαν πως μες στον χειμώνα οι πολεμικές επιχειρήσεις γίνονται δυσκολότερες, πόσο μάλλον μια πολιορκία. Και ενόσω ο Αντίοχος αμφιταλαντευόταν, κατέφθασαν απεσταλμένοι από τα Φάρσαλα προσφέροντας την υποταγή της πόλης, πράγμα που τόνωσε το ηθικό του (Τ.Λιβ.36,10). Κάπου εδώ όμως συνέβη κάτι που ματαίωσε άδοξα την εκστρατεία του στη Θεσσαλία.
   Όπως προαναφέραμε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος χολώθηκε πληροφορούμενος πως ο Αντίοχος απέδωσε νεκρικές τιμές στους πεσόντες των Κυνός Κεφαλών. Διαισθανόμενος πως ο θρόνος του απειλείται καταφανώς και βλέποντας τον Σελευκίδη να βρίσκεται με στρατό στο μαλακό του υπογάστριο αποφάσισε να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Ρώμης. Διεξάγοντας συνομιλίες λοιπόν με τον διοικητή της Απολλωνίας Μάρκο Βαίβιο Τάμφιλο υποσχέθηκε στρατιωτική βοήθεια ενώ επέτρεψε επίσης την διέλευση ρωμαϊκών στρατευμάτων από μακεδονικά εδάφη. Έτσι ο Άππιος Κλαύδιος Πούλχερ εστάλη για να ενισχύσει την Λάρισα. Διασχίζοντας τη Μακεδονία με σύντονη πορεία έφτασε στην νότια είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών, στην κορυφή της ράχης που κατοπτεύει τους Γόννους, 20 μίλια από την Λάρισα. Στρατοπεδεύοντας εκεί φρόντισε να κατασκευάσει στρατόπεδο μεγαλύτερο απ’ ότι χρειαζόταν ενώ άναψε πάρα πολλές φωτιές για να παραπλανήσει τους αντιπάλους. Το τέχνασμα πέτυχε καθώς ο Αντίοχος θεώρησε πως απέναντι του βρίσκεται όλος ο ρωμαϊκός στρατός μαζί με αυτόν του Φιλίππου. Την επομένη μέρα ήρε την πολιορκία και απεσύρθη στην Δημητριάδα για να διαχειμάσει. Οι δυνάμεις Αιτωλών και Αθαμανών επέστρεψαν και αυτές καθεμιά στην επικράτεια της. (Τ.Λιβ.36,10)


         Γάμος και χρονοτριβή Αντιόχου - Αποτυχημένη εκστρατεία στην Ακαρνανία

   Από την Δημητριάδα ο Αντίοχος έφυγε για την Χαλκίδα. Εκεί ερωτεύτηκε την πανέμορφη κόρη του Κλεοπτολέμου, ενός τοπικού άρχοντα, στην οποία έδωσε το όνομα Εύβοια. Το ειδύλλιο κατέληξε σε γάμο και γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια σαν σε καιρό ειρήνης. Ο Σελευκίδης, γνωστός και δυνατός πότης, πέρασε το υπόλοιπο του χειμώνα με πλουσιοπάροχα συμπόσια και οινοποσίες, αμελώντας προσωρινά τον σκοπό για τον οποίο είχε βρεθεί στην Ελλάδα. Η πειθαρχία και η τάξη στο στράτευμα ήταν επόμενο να χαλαρώσει, ειδικότερα στις φρουρές της Βοιωτίας. Αυτό το διαπίστωσε και ο ίδιος ο βασιλιάς με τον ερχομό της άνοιξης κατευθυνόμενος προς την Χαιρώνεια, τον τόπο συνάθροισης του στρατού. Όπως και να ‘χει ο επόμενος του στόχος ήταν να προσεταιριστεί τους Ακαρνάνες. Αφού ανέθεσε στον Μένιππο και σε κάποιον Αλέξανδρο τον Ακαρνάνα να οδηγήσουν το στράτευμα στην πόλη Στράτο της Ακαρνανίας επισκέφθηκε τους Δελφούς για να προσφέρει θυσίες στον Απόλλωνα. Από εκεί πήγε στη Ναύπακτο για συνομιλίες με τους Αιτωλούς ηγέτες. Ύστερα περνώντας από την Καλυδώνα και τη Λυσιμάχεια έφθασε στην Στράτο, όπου συνάντησε τον στρατό του. (Τ.Λιβ.36,11)
   Οι απόψεις στις τάξεις των Ακαρνάνων διίσταντο. Η Κοινοπολιτεία τους είχε συνάψει συνθήκη με τη Ρώμη, ενώ το παλαιό και βαθύ μίσος μεταξύ Αιτωλών και Ακαρνάνων ήταν ισχυρός αποτρεπτικός παράγων για τα σχέδια του Αντιόχου. Ο Μνασίλοχος πάντως, ένας από τους εξέχοντες άνδρες τους, ο οποίος πιθανώς είχε δωροδοκηθεί, προσπαθούσε να τους φέρει στο αντιρωμαϊκό στρατόπεδο. Είχε επίσης κατορθώσει να προσεταιριστεί τον Κλυτό, τον ανώτατο άρχοντα. Το μεγάλο αγκάθι ήταν η πόλη της πρωτεύουσας Λευκάδος[21], η οποία ήταν δύσκολο να αποσκιρτήσει από την ρωμαϊκή επιρροή φοβούμενη τον Ρωμαϊκό στόλο, μοίρα του οποίου έπλεε ανοιχτά της Κεφαλλονιάς. Έτσι έβαλε σε εφαρμογή ένα σχέδιο. Ισχυρίστηκε πως τα λιμάνια τους έπρεπε να προστατευτούν και πως όλοι οι ικανοί να φέρουν όπλα άνδρες έπρεπε να σταλούν στις στρατηγικής σημασίας πόλεις Μεδεώνα και Θύρρειο για να αποτραπεί η κατάληψη τους από τον Αντίοχο. Αρκετοί θορυβήθηκαν και αντέδρασαν λέγοντας πως δεν ήταν αναγκαίο κάτι τέτοιο και πως 500 άνδρες θα ήταν αρκετοί γι’ αυτό το σκοπό. Ο Μνασίλοχος έστειλε τους 300 από αυτούς να ενισχύσουν τη Μεδεώνα και τους υπολοίπους 200 το Θύρρειο, δυνάμεις ανεπαρκείς και κατά συνέπεια εύκολη λεία... (Τ.Λιβ.36,11)
   Οι απεσταλμένοι του Αντιόχου έφθασαν στην Μεδεώνα όπου και έγιναν δεκτοί σε συμβούλιο. Για ακόμη μια φορά οι Ακαρνάνες διχάστηκαν. Ο ανώτατος άρχων Κλυτός προέτεινε να συμβουλευτούν το Εθνικό Συνέδριο των Ακαρνάνων, πρόταση που το συμβούλιο απεδέχθη. Ο Μνασίλοχος εκμεταλλευόμενος αυτή την αδράνεια μήνυσε κρυφά στον Αντίοχο να σπεύσει τάχιστα. Εκείνος σύντομα φάνηκε στον ορίζοντα και εντός ολίγου έφθασε προ των πυλών. Απόλυτη σύγχυση κυρίευσε τους ανυποψίαστους υπερασπιστές οι οποίοι έτρεχαν αλαφιασμένοι στις θέσεις τους καλώντας τους πάντες στα όπλα. Η κινητοποίηση υπήρξε μάταιη καθώς ο Αντίοχος εισήλθε στην πόλη συνοδευόμενος από τους Μνασίλοχο και Κλυτό. Εκφωνώντας έναν μειλίχιο λόγο ο βασιλιάς καθησύχασε τους παρευρισκομένους για τις προθέσεις του. Η καλοσύνη του επιβραβεύτηκε καθώς σύντομα αρκετές πόλεις επεδίωξαν τη φιλία του. (Τ.Λιβ.36,12)
 
Χάρτης αρχαίας Αιτωλίας και Ακαρνανίας

   Από την Μεδεώνα ο Αντίοχος κινήθηκε προς το Θύρρειο. Ο Μνασίλοχος και οι άνθρωποι του προηγήθηκαν ευελπιστώντας να πετύχουν μια ειρηνική παράδοση της πόλης. Η φρουρά όμως πληροφορούμενη τις εξελίξεις στην Μεδεώνα έκλεισε τις πύλες και είχε λάβει εγκαίρως θέσεις στα τείχη ξεκαθαρίζοντας πως δεν θα διαπραγματευόταν οποιαδήποτε άλλη συμμαχία χωρίς την ρωμαϊκή έγκριση. Στην περιπλεγμένη αυτή κατάσταση προστέθηκε η είδηση πως ο ρωμαϊκός στόλος έφτασε στην Λευκάδα, δίνοντας θάρρος στους υπερασπιστές του Θυρρείου. Η πλέον φλέγουσα εξέλιξη όμως ήταν πως ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον ύπατο Μάνιο Ακίλιο Γλαβρίωνα είχε διασχίσει την Αδριατική και ήταν ήδη στρατοπεδευμένος στη Θεσσαλία! Ο Αντίοχος έκρινε την είδηση ως έγκυρη καθώς η εποχή πλέον προσφερόταν για θαλάσσιες μετακινήσεις. Έτσι αποφάσισε να αποσυρθεί άμεσα από το Θύρρειο ενώ τοποθέτησε φρουρές στην Μεδεώνα και σε μια ή δύο ακόμα πόλεις της Ακαρνανίας. Τέλος διασχίζοντας ξανά την Αιτωλία και την Φωκίδα επέστρεψε στην Χαλκίδα. (Τ.Λιβ.36,12)


         Ο Φίλιππος Ε’ υποτάσσει τους Αθαμάνες - Οι Ρωμαίοι ξανά στην Ελλάδα

   Παράλληλα με τις κινήσεις του Αντιόχου ο Φίλιππος Ε’ και οι Ρωμαίοι ανέλαβαν επίσης επιθετικές πρωτοβουλίες. Έχοντας υπερασπιστεί επιτυχώς την Λάρισα όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, είχαν αποσύρει τις δυνάμεις τους για να διαχειμάσουν, όπως ακριβώς έπραξε και ο Αντίοχος. Με τον ερχομό της άνοιξης όμως κατήλθαν ξανά στη Θεσσαλία με ενωμένες τις δυνάμεις τους ενόσω ο Σελευκίδης βρισκόταν στην Ακαρνανία. Ο Φίλιππος πολιόρκησε την Μάλλοια της Περραιβίας ενώ ο προπραίτωρ Μάρκος Βαίβιος Τάμφιλος κινήθηκε προς το Φάκιον της Θεσσαλίας. Εκπορθώντας την πόλη με την πρώτη έφοδο ο Ρωμαίος κατέλαβε και την πόλη Φαϋττός με την ίδια ταχύτητα. Επιστρέφοντας μέσω Άτραγα κατέλαβε επίσης τις πόλεις Χυρετίαι και Ερήθιον[22]. Αφού τοποθέτησε φρουρές στις παραπάνω πόλεις επέστρεψε στον Φίλιππο, ο οποίος πολιορκούσε ακόμα την Μάλλοια. Με την άφιξη του ρωμαϊκού στρατού οι υπερασπιστές παρέδωσαν την πόλη. Έχοντας πλέον αποκαταστήσει την επιρροή τους στην Θεσσαλία, οι συνασπισμένοι Μακεδόνες και Ρωμαίοι θα κινούνταν κατά των συμμάχων του Αντιόχου, Αθαμάνων. (Τ.Λιβ.36,13)
   Υποτάσσοντας τους Αθαμάνες οι αντίπαλοι του Αντιόχου θα εξασφάλιζαν τα πλευρά τους και θα μπορούσαν απερίσπαστοι να στραφούν νότια επιδιώκοντας μια αποφασιστική μάχη. Καταλαμβάνοντας τις πόλεις Αιγίνιο, Ερεικίνιο, Γόμφοι, Σιληνή, Τρίκκη, Μελίβοια και Φαλώρεια έφθασαν στην Πέλιννα όπου είχε οχυρωθεί ο κουνιάδος του βασιλιά Αμυνάνδρου και διεκδικητής του μακεδονικού θρόνου, Φίλιππος από τη Μεγαλόπολη, με 500 πεζούς και 40 ιππείς. Προτού πραγματοποιήσουν έφοδο κάλεσαν τον Φίλιππο να παραδοθεί. Εκείνος απεκρίθη πως θα αισθανόταν σιγουριά ως αιχμάλωτος των Ρωμαίων ή των Θεσσαλών, όχι όμως και του Φιλίππου Ε’. Ύστερα από αυτή την απάντηση, και ίσως σκοπίμως, ο Φίλιππος εστάλη για να πολιορκήσει το Λιμναίο ενώ ο Μάρκος Βαίβιος παρέμεινε για να διευθύνει την πολιορκία της Πέλιννας. (Τ.Λιβ.36,13)
   Ενόσω εξελίσσονταν όλα αυτά οι φόβοι του Αντιόχου επιβεβαιώνονταν. Ο ύπατος Μάνιος Ακίλιος Γλαβρίων την άνοιξη του 191 π.Χ. είχε όντως αποβιβασθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, με 20000 πεζούς, 2000 ιππείς και 15 ελέφαντες. Κατερχόμενος στην Θεσσαλία, διέταξε τους αξιωματικούς του να οδηγήσουν το πεζικό στη Λάρισα ενώ ο ίδιος με το ιππικό πήγε στο πολιορκούμενο Λιμναίο για να συναντήσει τον Φίλιππο Ε’. Με την άφιξη του υπάτου η φρουρά της πόλης παρεδόθη. Οι δύο άνδρες με τις δυνάμεις τους πλέον κινήθηκαν προς την Πέλιννα. Οι Αθαμάνες υπερασπιστές της πόλης χάνοντας κάθε ελπίδα κατέθεσαν τα όπλα ενώ το ίδιο έπραξαν και οι στρατιώτες του Αντιόχου και ο Φίλιππος από τη Μεγαλόπολη. Ο τελευταίος μάλιστα εξερχόμενος από το φρούριο διασταυρώθηκε με τον Φίλιππο Ε’. Αυτός διέταξε τους άνδρες του να τον χαιρετίσουν βασιλικά - στα πλαίσια ειρωνείας προφανώς – ενώ τον αποκάλεσε και «αδελφό». Η τύχη που του επεφύλαξαν ήταν να σταλεί αλυσοδεμένος στη Ρώμη ενώ στη διάθεση του Φιλίππου της Μακεδονίας περιήλθαν 4000 αιχμάλωτοι από την μέχρι τώρα εκστρατεία. Από αυτούς επέδειξε μεγάλη επιείκεια στους Αθαμάνες, ευελπιστώντας πως οι συμπατριώτες τους θα το εκτιμούσαν. Σύντομα δε τους απελευθέρωσε και παράλληλα προήλασε βαθιά στη χώρα τους. Φαίνεται πως η ευμένεια και καλοσύνη που επέδειξε απέδωσε καρπούς με τους Αθαμάνες να διάκεινται πλέον φιλικά προς το πρόσωπο του. Ο βασιλιάς Αμύνανδρος απομένοντας με λίγους υποστηρικτές πήρε την γυναίκα και τα παιδιά του και κατέφυγε στην Αμβρακία εγκαταλείποντας το βασίλειο του στα χέρια του Φιλίππου. (Τ.Λιβ.36,14)
   Ο Γλαβρίων μετά την παράδοση της Πέλιννας είχε επιστρέψει στη Λάρισα. Εκεί συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο για τις μελλοντικές επιχειρήσεις ενώ διέθεσε ένα μικρό διάστημα για να ανανεώσει τα άλογα και τις προμήθειες του. Όταν όλα ήταν έτοιμα ξεκίνησε πλέον με στόχο να δώσει την αποφασιστική μάχη με τον Αντίοχο. Έχοντας ήδη δεχθεί απεσταλμένους που του παρέδωσαν τις πόλεις Κιέριον και Μητρόπολη κινήθηκε προς την Κραννώνα. Καθ’ οδόν δέχθηκε την παράδοση των Φαρσάλων, της Σκοτούσσης και των Φερών μαζί με τις φρουρές που είχε τοποθετήσει ο Αντίοχος. Οι άνδρες των φρουρών αυτών ερωτήθηκαν εάν επιθυμούσαν να αλλάξουν στρατόπεδο. Χίλιοι εξ αυτών δέχθηκαν και εστάλησαν στον Φίλιππο ενώ οι υπόλοιποι αφοπλίσθηκαν και επέστρεψαν στη Δημητριάδα. Ο ύπατος συνέχισε την καθοδική πορεία του καταλαμβάνοντας την Πρόερνα (σημ. Νέο Μοναστήρι) και τα άλλα οχυρά της περιοχής και σύντομα προσέγγισε τους Θαυμακούς (σημ. Δομοκός). Η πόλη παρέμενε πιστή στους Αιτωλούς και γι’ αυτό οι άνδρες της πήραν τα όπλα και έπιασαν τα περάσματα και τις δασώδεις πλαγιές απ’ όπου έβαλλαν κατά των Ρωμαίων. Παρόλα αυτά ο Γλαβρίων εισήλθε στην ανυπεράσπιστη πόλη. Όταν οι αμυνόμενοι το αντελήφθησαν επεχείρησαν μαζικά να επιστρέψουν σε αυτή, βρέθηκαν όμως αποκομμένοι και εξοντώθηκαν. Την επομένη ημέρα οι Ρωμαίοι έφθασαν στον Σπερχειό όπου και δήωσαν τους αγρούς των Υπαταίων. (Τ.Λιβ.36,14)


Χάρτης αρχαίας Φθιώτιδος και Ν. Θεσσαλίας (πηγή: http://atlasthessalias.culture.gr/home.html)


         Μάχη στις Θερμοπύλες - Αποφασιστική ήττα Αντιόχου

   Ο Αντίοχος από την Χαλκίδα όπου βρισκόταν ξαφνικά συνειδητοποίησε σε πόσο επικίνδυνη θέση είχε περιέλθει. Τα ερείσματα που είχε αποκτήσει στην Θεσσαλία είχαν πλέον χαθεί, οι σύμμαχοι Αθαμάνες είχαν υποκύψει και συν τοις άλλοις ο ρωμαϊκός στρατός βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Οργισμένος κατηγόρησε τους Αιτωλούς για τις κενές τους υποσχέσεις ενώ θαύμασε την σύνεση και την διορατικότητα του Αννίβα διαπιστώνοντας πως όλα έγιναν όπως τα είχε προβλέψει. Όπως και να έχει δεν υπήρχε περίπτωση να υπομείνει αμέτοχος την μοίρα του. Μήνυσε στους Αιτωλούς να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους στην Λαμία όπου και ο ίδιος έσπευσε με τους 10000 πεζούς και τους 500 ιππείς του. Για μια ακόμη φορά οι Αιτωλοί απεδείχθησαν ανάξιοι εμπιστοσύνης, αδυνατώντας να προσφέρουν επαρκείς δυνάμεις. Παραδέχθηκαν μάλιστα και την αδυναμία τους για κάτι καλύτερο (Τ.Λιβ.36,15)… Ο Αντίοχος σίγουρα θα αντελήφθη πλέον την ματαιότητα της εκστρατείας αλλά όπως κάθε μονάρχης ελληνιστικού βασιλείου της εποχής είχε ηθικό χρέος να οδηγήσει τον στρατό του στην καθοριστική μάχη. Έτσι ο φιλόδοξος, γενναίος πλην παρορμητικός και ματαιόδοξος Σελευκίδης κατευθύνθηκε προς τα Στενά των Θερμοπυλών, την ιδανικότερη κοντινή τοποθεσία για μάχη δεδομένων των συνθηκών. Εκεί θα περίμενε τους Ρωμαίους. Ήταν τέλη της άνοιξης του 191 π.Χ.
   Σε πρώτη φάση ο Αντίοχος στρατοπέδευσε στο στενότερο κομμάτι του περάσματος. Εκεί άρχισε να κατασκευάζει αμυντικά έργα και οχυρώσεις. Έστησε μια διπλή γραμμή οδοφραγμάτων και τάφρου ενώ στα πιο ευπαθή σημεία έχτισε και πέτρινες επάλξεις και τείχη. Από τους 4000 Αιτωλούς που βρίσκονταν στο στράτευμα του, τους μισούς τους έστειλε στην Ηράκλεια και τους άλλους μισούς στην Υπάτη. Σύντομα έφθασαν αναφορές πως όλος ο κάμπος καταστρεφόταν. Οι Ρωμαίοι αφού δήωσαν τη χώρα πέριξ της Υπάτης, έπραξαν το ίδιο και με την ύπαιθρο της Ηράκλειας και τέλος στρατοπέδευσαν στο στόμιο του στενού. Τα δύο αιτωλικά αποσπάσματα εγκλείσθηκαν στην Ηράκλεια. Ο Αντίοχος ανήσυχος μήπως οι Ρωμαίοι επιχειρήσουν να τον κυκλώσουν σε μια επανάληψη της ιστορίας, έστειλε μήνυμα στους Αιτωλούς να καταλάβουν και να φυλάξουν τις γύρω κορυφές και περάσματα. Αυτοί διχάστηκαν. Άλλοι τάχθηκαν υπέρ της ανταπόκρισης στο αίτημα του Αντιόχου, άλλοι όμως επιθυμούσαν να παραμείνουν οχυρωμένοι στην Ηράκλεια. Υποστήριξαν πως έτσι θα διατηρούσαν ακέραιες τις δυνάμεις τους και θα μπορούσαν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τις γύρω πόλεις σε περίπτωση νίκης των Ρωμαίων. Αντίθετα σε περίπτωση ήττας τους θα ήταν σε θέση να τους καταδιώξουν. Τελικά αποφάσισαν να αφήσουν 2000 άνδρες στην Ηράκλεια, ενώ τους άλλους 2000 τους χώρισαν σε τρεις ομάδες με αποστολή να φυλάξουν τα τρία υψώματα της Οίτης Καλλίδρομο, Ροδουντία και Τειχιούς[23]. (Τ.Λιβ.36,16)
   Ο Ρωμαίος ύπατος φαίνεται πως ήταν καλός γνώστης της ιστορίας και των ενεργειών του Εφιάλτη και έτσι επιχείρησε να εκδιώξει τους Αιτωλούς από τα γύρω υψώματα. Για να το πετύχει συγκρότησε δύο σώματα από 2000 άνδρες. Το ένα υπό τον Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα (ή Κάτωνα τον Πρεσβύτερο) θα εκκαθάριζε τις διαβάσεις του Καλλιδρόμου και το άλλο υπό τον Λεύκιο Βαλέριο Φλάκκο αυτές της Ροδουντίας και του Τειχιούντα. Τελειώνοντας τις γενικές ετοιμασίες για την έφοδο ο Γλαβρίων σύναξε τον στρατό και τους απηύθυνε λόγο. Ύστερα, και καθώς η μέρα είχε προχωρήσει, οι στρατιώτες ετοίμασαν τα όπλα τους, δείπνησαν και έπεσαν για ύπνο. Τα σώματα του Κάτωνος και του Φλάκκου ανεχώρησαν αποσκοπώντας να αιφνιδιάσουν τους Αιτωλούς μέσα στη νύχτα. (Τ.Λιβ.36,17, Αππ.Συρ.18)
   Με την ανατολή του ηλίου οι Ρωμαίοι παρατάχθηκαν για μάχη. Η διάταξη τους ορίστηκε σε πολύ στενό μέτωπο, όπως ταίριαζε στα δεδομένα της τοποθεσίας. Ο Αντίοχος βλέποντας την κινητικότητα των Ρωμαίων άρχισε επίσης να παρατάσσει τους άνδρες του. Στην πρώτη γραμμή, μπροστά από τις οχυρώσεις και καθ’ όλο το μήκος τους τοποθέτησε μέρος του ελαφρού πεζικού του. Πίσω τους στο κέντρο του σχηματισμού παρέταξε τους σαρισσοφόρους φαλαγγίτες, την κύρια δύναμη του πεζικού. Αριστερά αυτών - σύριζα στους πρόποδες του βουνού - τοποθέτησε ακοντιστές, τοξότες και σφενδονητές, οι οποίοι θα έβαλλαν άνετα από μεγαλύτερο ύψος κατά των εχθρών. Στα δεξιά των σαρισσοφόρων, προς τα ομαλότερα μέρη κοντά στην θάλασσα όπου σχηματίζονταν έλη και τέλματα τοποθέτησε τους ελέφαντες και πίσω από αυτούς το ιππικό του. Τέλος πίσω από τους ιππείς έλαβαν θέση οι εφεδρείες. (Τ.Λιβ.36,18, Αππ.Συρ,18)
   Προσεγγίζοντας οι Ρωμαίοι τις αντίπαλες θέσεις δέχθηκαν επίθεση από το ελαφρύ πεζικό της πρώτης γραμμής του Αντιόχου. Σύντομα τους απώθησαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με το τρομερό τείχος της φάλαγγας. Οι σαρισσοφόροι συγκράτησαν την προώθηση τους εύκολα σε πρώτη φάση ενώ οι εκηβόλες μονάδες του Αντιόχου έστελναν βροχή βλημάτων. Η ρωμαϊκή πίεση όμως εντάθηκε γρήγορα λόγω του μεγάλου βάθους της παράταξης τους. Σταδιακά λοιπόν η φάλαγγα υποχώρησε πίσω από την οχυρωματική γραμμή. Από εκεί και με πλεονέκτημα ύψους οι σάρισσες συνέστησαν ένα αληθινό φράγμα θανάτου για τους εχθρούς. Οι Ρωμαίοι βρέθηκαν σε δεινή θέση και ή θα υφίσταντο μεγάλες απώλειες στην προσπάθεια να διαρρήξουν την αντίπαλη παράταξη ή θα υποχωρούσαν πληγώνοντας το γόητρο τους. Κάπου εδώ όμως ένα γεγονός άλλαξε άρδην την ροή των πραγμάτων. (Τ.Λιβ.36,18, Αππ.Συρ.18)
   Αιτωλοί τρέχοντας αλαφιασμένοι εμφανίστηκαν στον λόφο πάνω από το στρατόπεδο του Αντιόχου. Παρόλο που ο Φλάκκος είχε αποκρουσθεί στον Τειχιούντα, ο Κάτων υπερκέρασε τις θέσεις των Αιτωλών στο Καλλίδρομο, αιφνιδιάζοντας τους καθώς οι περισσότεροι κοιμούνταν αμέριμνοι. Ακολούθησε ένα μικρό διάστημα αβεβαιότητας καθώς οι στρατιώτες του Αντιόχου πίστεψαν πως απλώς οι Αιτωλοί έρχονται να τους συνδράμουν. Όταν όμως σύντομα εμφανίστηκαν ρωμαϊκά λάβαρα στον λόφο πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν να υπερασπιστούν το στρατόπεδο τους. Ο Κάτων που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής πλέον εισήλθε σε αυτό ταυτόχρονα με εκείνους. Έτσι με καταρρακωμένο ηθικό και χωρίς διάθεση για αγώνα άρχισαν να φεύγουν πετώντας τα όπλα. Οι οχυρώσεις του στρατοπέδου καθυστέρησαν τους Ρωμαίους ενώ το χάος που προκάλεσαν οι τρομαγμένοι ελέφαντες και τα άλογα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο την καταδίωξη. Παρόλα αυτά αυτή συνεχίστηκε μέχρι την Σκάρφεια με τους νικητές να σκοτώνουν αρκετούς και να αιχμαλωτίζουν ακόμη περισσότερους. Ύστερα επέστρεψαν για να ασχοληθούν με τη λεηλασία του αντιπάλου στρατοπέδου. Ο Γλαβρίων ολοκληρώνοντας την νικηφόρα ημέρα εξεδίωξε τους Αιτωλούς οι οποίοι εν τη απουσία του εξήλθαν από την Ηράκλεια και επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του. (Τ.Λιβ.36,19, Αππ.Συρ.19)
   Η μάχη απεδείχθη καταστρεπτική για τον Αντίοχο. Οι απώλειες του στρατού του ανάγονται σε 10000 νεκρούς και αιχμαλώτους ενώ και όσοι ελέφαντες διέθετε χάθηκαν. Ο ίδιος διέφυγε με τους 500 ιππείς του αμέσως μόλις η ήττα φάνηκε ξεκάθαρα στον ορίζοντα. Πρώτος σταθμός της αποχώρησης του ήταν η Ελάτεια. Από εκεί, και αποφεύγοντας το ρωμαϊκό ιππικό που τον κατεδίωκε μετέβη στην Χαλκίδα όπου παρέλαβε την νεόνυμφη του Εύβοια και επιβιβαζόμενος στα πλοία του επέστρεψε στην Έφεσο. Οι ρωμαϊκές απώλειες μαρτυρούνται σε 200 άνδρες, εάν εμπιστευτούμε τις φιλορωμαϊκές πηγές. Η νίκη αυτή προκάλεσε ενθουσιασμό στην Ρώμη καθώς είχαν νικήσει έναν μεγάλο και ξακουστό αντίπαλο ενώ τελέσθηκαν επίσης μεγάλες θυσίες. Στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’ επεστράφη ο πρωτότοκος γιός του Δημήτριος που κρατούταν όμηρος, σαν επιβράβευση για την συνεισφορά του στον πόλεμο. (Τ.Λιβ.36,16, Αππ.Συρ.20)


         Επίλογος

   Η ήττα αυτή έβαλε τέλος, έστω προσωρινά, στο όραμα του Αντιόχου για προσάρτηση της Ελλάδος. Το τελειωτικό χτύπημα ήλθε στην μάχη της Μαγνησίας (Δεκέμβριος 190 π.Χ.) όπου η παρορμητικότητα του Σελευκίδη γλύτωσε τους Ρωμαίους από μια συντριβή. Αντ’ αυτού ο ίδιος είδε τον στρατό του να διαλύεται. Δύο χρόνια αργότερα υπέγραψε ταπεινωτική συνθήκη ενώ η αυτοκρατορία του ποτέ δεν ανέκτησε την πρότερη της δόξα. Οι δε Αιτωλοί πλήρωσαν ακριβά τον άκρατο τυχοδιωκτισμό τους αφού και αυτοί εξαναγκάσθηκαν τελικά σε ταπεινωτική ειρήνη, το φθινόπωρο του 189 π.Χ. Οι Ρωμαίοι παρέμειναν ρυθμιστές των ζητημάτων της Ελλάδος. Σε λιγότερο από μισό αιώνα μάλιστα την προσήρτησαν και τυπικά στην επικράτεια τους συντρίβοντας κάθε αξιόλογη ελληνική δύναμη που απέμενε. Οι εκάστοτε Έλληνες σύμμαχοι τους αργά ή γρήγορα μετεβλήθησαν σε εχθρούς και διαπίστωσαν πικρά την στυγνότητα του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού γευόμενοι οι ίδιοι το δηλητήριο που ενστάλαξαν στην εθνική ομοψυχία. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία όπου μια μη ελληνική δύναμη επέβαλε την κυριαρχία της στον ελλαδικό χώρο.
   Για μια ακόμη φορά οι Έλληνες είχαν αποτύχει να αντιληφθούν το ιστορικό βάρος των περιστάσεων και να ομονοήσουν. Προτίμησαν να παραδοθούν στα εμφύλια πάθη που ταλάνιζαν ανέκαθεν τη φυλή μας. Άνδρες ικανοί υπήρξαν και μετά τον Αλέξανδρο που ηγήθηκαν πανελληνίων προσπαθειών κατά των Ρωμαίων, όπως ο Πύρρος, ο Αντίοχος, ο Φίλιππος Ε’ και ο Περσεύς. Κανείς τους όμως δεν βρήκε το κατάλληλο πολιτικό υπόβαθρο και την απαιτούμενη στήριξη για να έχουν αντίκρισμα οι προσπάθειες του. Πιστεύουμε ακράδαντα πως ένας ενωμένος ελληνιστικός κόσμος θα ήταν σε θέση να συντρίψει εύκολα την Ρώμη και να δημιουργήσει μια νέα κοσμοκρατορία. Παρόλα αυτά η Ρώμη με την έξυπνη πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» πραγματοποίησε αυτό το κατόρθωμα και διαχειρίστηκε τις τύχες του κόσμου για αιώνες. Κλείνοντας μπορούμε κατά συνέπεια να θεωρήσουμε τις Θερμοπύλες, όπως και τις Κυνός Κεφαλές, την Μαγνησία, την Πύδνα και τη Λευκόπετρα, ως έναν ακόμη τόπο ενταφιασμού του οράματος ενός πανελληνίου θριάμβου κατά της Ρώμης.

                                                                                     Γεώργιος Αλέξανδρος Μπαλωμένος


             ΠΗΓΕΣ:
- Τίτος Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης (http://mcadams.posc.mu.edu/txt/ah/Livy/)
- Πολυβίου, Ιστορίαι, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 2006
- Αππιανού, Συριακά (http://www.livius.org/ap-ark/appian/appian_syriaca_00.html)
- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι/ Τίτος
  (http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Plutarch/Lives/Flamininus*.html)
- Ι. Βορτσέλα, ΦΘΙΩΤΙΣ, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973
- Περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»,Τεύχος 190, Άρθρο «ΑΙΤΩΛΙΚΗ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ»
- ΙΣΤΟΡΙΑ των ΕΛΛΗΝΩΝ, Β’ έκδοση, τόμος 4, εκδόσεις ΔΟΜΗ
- Αλεξ. Παραδείση: «Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος», Π. Ευσταθιάδης, 1976
- Ιστοσελίδα Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών
- http://www.wikipedia.org/



        ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Οι Μακεδόνες επέδειξαν κατά καιρούς αρκετά αυταρχική συμπεριφορά στις πόλεις της Ν. Ελλάδος που κατείχαν.
[2] Οι πόλεις αυτές ήταν η Κρεμαστή Λάρισα (σημ. φρούριο Πελασγίας), οι Φθιωτικές Θήβες, ο Εχίνος (Αχινός) και τα Φάρσαλα. (Πολ. ΙΗ’, 21)
[3] Νωρίς την άνοιξη του 194 π.Χ.
[4] Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι επαναστάσεις των αδερφών Μόλωνος και Αλεξάνδρου σε Μηδία και Περσία και του Αχαιού στη Μικρά Ασία.
[5] Μέχρι πρότινος σατραπεία των Σελευκιδών
[6] Κάποιες από τις πόλεις αυτές υπάγονταν στη δικαιοδοσία των Πτολεμαίων, άλλες βρίσκονταν στην επικράτεια του Βασιλείου της Περγάμου, πιστού συμμάχου της Ρώμης, ενώ αργότερα στο στόχαστρο του Αντιόχου προστέθηκαν πόλεις που απελευθερώθηκαν από την Μακεδονική επικυριαρχία.
[7] Ο Νάβις ήταν σύμμαχος των Μακεδόνων στον Β’ Μακεδονικό πόλεμο και γι’ αυτό είχε λάβει το Άργος ως αντάλλαγμα. Μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στις Κυνός Κεφαλές ο Φλαμινίνος νίκησε και τον Νάβι εκδιώκοντας τον από το Άργος και τις άλλες περιοχές που κατείχε, αποδίδοντας τες στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Εύλογα λοιπόν οι Αιτωλοί επεζήτησαν αργότερα την συμμαχία του.
[8] Οι Αιτωλοί έστειλαν 1000 πεζούς και 30 ιππείς στην Σπάρτη ως ενίσχυση καθώς ο πόλεμος με την Αχαϊκή Συμπολιτεία είχε λάβει αρνητική τροπή, εν έτει 192 π.Χ. Η δύναμη αυτή όμως δολοφόνησε τον Νάβι και επεχείρησε να λεηλατήσει την Σπάρτη. Τελικά σφαγιάστηκε από τους ανασυνταγμένους Σπαρτιάτες. (Τ.Λιβ. 35,35-36)
[9] Ο Αππιανός στα Συριακά αναφέρει πως ο Αννίβας συμβούλευσε τον Αντίοχο να μην εμπιστεύεται τους Αιτωλούς ούτε να υπολογίζει με σιγουριά την βοήθεια του Φιλίππου Ε’. Παρατήρησε επίσης πως τα ελληνικά εδάφη ήταν κατεστραμμένα από τους συνεχείς πολέμους, πράγμα που δε θα ευνοούσε την τροφοδοσία του στρατού του. Του ζήτησε παράλληλα στρατό για μια νέα εκστρατεία στην Ιταλία ενώ τον προέτρεψε να παρακινήσει εξέγερση κατά των Ρωμαίων στην Καρχηδόνα.
[10] Ο Ι. Βορτσέλας αναφέρει πως μετά την πολιτική διαίρεση της Θεσσαλίας από τον Φλαμινίνο η κοιλάδα του Σπερχειού και ειδικότερα η άνω (συμπεριλαμβανομένης ομολογουμένως και της Λαμίας) παρέμεινε στους Αιτωλούς. (Δ,3.Δ’)
[11] Τα αρχαία Φάλαρα βρίσκονταν κάπου μεταξύ Αυλακίου και Στυλίδος και ήταν το επίνειο της αρχαίας Λαμίας.
[12] Η πόλη Σαλγανεύς ήταν χτισμένη στους πρόποδες του βουνού Μεσσάπιο (Χτυπάς) διαθέτοντας ακρόπολη χτισμένη επί του όρους. Ήταν σημαντική στρατηγικά καθώς ήλεγχε με το λιμάνι της την βόρεια είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου ενώ ο Τίτος Λίβιος (35,50) αναφέρει πως κοντά βρισκόταν το Ερμαίον, το συνηθισμένο σημείο απόπλου από την Βοιωτία για την Εύβοια.
[13] Οι Αθαμάνες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στα εδάφη της νοτιοανατολικής Ηπείρου και δυτικής Θεσσαλίας. Την εποχή που αναφερόμαστε διένυαν περίοδο ακμής υπό τον ικανό βασιλιά Αμύνανδρο. Λίγες δεκαετίες αργότερα οι πόλεις τους θα λεηλατηθούν από τους Ρωμαίους και σύντομα θα εκλείψουν σαν πολιτική οντότητα, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους να μεταναστεύει σε γειτονικές περιοχές. (http://en.wikipedia.org/wiki/Athamanians)
[14] Δείτε υποσημείωση 12
[15] Το σημερινό Δήλεσι. Βρίσκεται 8 χλμ. από την Τανάγρα της οποίας στην αρχαιότητα ήταν το επίνειο. Διέθετε σπουδαίο ναό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον  Λίβιο (35,51) οι Ρωμαίοι κατέλυσαν εντός του ιερού χώρου και του άλσους.
[16] Ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης χωρητικότητας. 1 modius ήταν ίσος με 8.73 λίτρα.
[17] Οι Βοιωτοί διακατέχονταν από εχθρικά συναισθήματα έναντι των Ρωμαίων, καθώς ο Φλαμινίνος είχε επιτεθεί στην βοιωτική πόλη Κορώνεια αλλά και επειδή παλιότερα η φιλορωμαϊκή μερίδα είχε εξοντώσει με δόλιο τρόπο τον Βραχύλλη, τον ηγέτη της φιλομακεδονικής μερίδας. Στην συνομωσία φέρεται να εμπλέκεται και ο Φλαμινίνος. (Τ.Λιβ.36,6, Πολ.IH’,26)
[18] Ήταν αδερφός της βασίλισσας των Αθαμανών Απάμης, συζύγου του Αμυνάνδρου, όπως προαναφέραμε. Σε αυτόν έταξε ο Αντίοχος τον θρόνο της Μακεδονίας εάν έπειθε τον Αμύνανδρο να συμμαχήσει μαζί του.
[19] Περισσότερες πληροφορίες για τις εν λόγω αρχαίες θεσσαλικές πόλεις: http://atlasthessalias.culture.gr/home.html
[20] Η Περραιβική Τρίπολη ήταν περιοχή στην αρχαία Περραιβία, η οποία περικλειόταν από τις πόλεις Άζωρος, Πύθιον και Δολίχη.
[21] Το γνωστό νησί των Επτανήσων. Τότε ήταν πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων. Στα αρχαία χρόνια στενή λωρίδα ξηράς ένωνε τη Λευκάδα με τις ακαρνανικές ακτές. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν αυτό ίσχυε την εποχή που αναφερόμαστε.
[22] Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει την πόλη ως Eritium. Δεν είναι γνωστή η ακριβής τοποθεσία της. Μελετητές την τοποθετούν στο σημερινό Παλαιόκαστρο στην Συκιά Λαρίσης.
[23] Το Καλλίδρομο είναι η κορυφή που υπέρκειται των Θερμοπυλών. Ροδουντία και Τειχιούς είναι δύο κορυφές που βρίσκονται μεταξύ Ηρακλείας και Θερμοπυλών, ενώ η ράχη που σχηματίζεται ανάμεσα τους όπως επίσης και η ατραπός που αρχίζει από εκεί ονομάζεται Ανόπαια (Ι. Βορτσέλα, ΦΘΙΩΤΙΣ, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973, σελ. 17). Ο Λίβιος αναφέρει επίσης τις δύο τελευταίες κορυφές ως οχυρωμένες ενώ ο Στράβων παραδίδει την Ροδουντία ως οχυρό χωριό («…χωρίον ερυμνόν»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου