"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

26/4/16

Κοιμητηριακή γλυπτική σε αξιόλογα ταφικά μνημεία του Νεκροταφείου Ξηριώτισσας Λαμίας

Μέρος Β'



1.  Η ελληνική κοιμητηριακή  γλυπτική στο 19ο και 20ό αιώνα


α. Γενικά


Είναι γνωστό ότι παλιότερα έθαβαν τους νεκρούς μέσα στους ναούς ή στον περίβολο των εκκλησιών. Από το 1804 αυτό απαγορεύτηκε στη Δύση και από το 1834 στην Ελλάδα[1]. Η δημιουργία των κοιμητηρίων έξω από τις πόλεις έφερε την ανάγκη και την εξέλιξη της κοιμητηριακής γλυπτικής. Στον ελλαδικό χώρο δεν υπήρξε προηγούμενο ή συνέχεια, εφόσον προϋπήρχε η Τουρκοκρατία, αλλά - με πρότυπο άλλα ευρωπαϊκά νεκροταφεία - προήλθε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και ακολούθησαν οι άλλες ελληνικές πόλεις.

Από εξαιρετικό ταφικό σύνολο του Νικ. Αθανασίου
στο Κοιμητήριο Ξηριώτισσας Λαμίας

   Το Νεκροταφείο Ξηριώτισσας Λαμίας παρακολούθησε προφανώς την ανάπτυξη της πόλης και επεκτεινόταν, όσο αυτή αναπτυσσόταν. Με αρκετή καθυστέρηση, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στην Ελλάδα, γίνονταν αλλεπάλληλες επεκτάσεις στον ίδιο χώρο του Νεκροταφείου (στην Ξηριώτισσα έγιναν 5-6 επεκτάσεις στην ίδια περιοχή), ως η ευκολότερη λύση, αντί της δημιουργίας νέου πιο οργανωμένου Νεκροταφείου σε άλλο χώρο.
    Το αρχικό τμήμα του Νεκροταφείου Ξηριώτισσας, από τα χρόνια της ίδρυσής του, ήταν περί τον Ι. Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και διαμορφώθηκε κυρίως ο κεντρικός δρόμος σε ικανή ειδυλλιακή αρμονία της φύσης (με κυπαρίσσια, πεύκα), με την τέχνη μιμούμενη αντίστοιχα μεγάλα κοιμητήρια, όπως το Α’ Νεκροταφείο Αθήνας.
    Γενικότερα, το Νεκροταφείο, αναπτυσσόμενο παράλληλα με την πόλη των ζωντανών και εξυπηρετώντας τις ανάγκες της πόλης, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αντανάκλασή της. Γι’ αυτό, η μελέτη των ταφικών μνημείων συμβάλλει στην ευρύτερη θεώρηση της ιστορικής διαδρομής της κοινωνίας που το δημιούργησε, παρέχοντας σημαντικό υλικό στους ερευνητές. Το νεκροταφείο, από ιδιωτικός χώρος λατρείας των νεκρών, έχει μετατραπεί σε δημόσια πτυχή της πολιτισμικής έκφρασης του λαού, με μνημεία αντιπροσωπευτικά της οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας του τόπου.
    Η αποτύπωση αυτή - που είναι προϊόν μελέτης των γλυπτών μνημείων της Ξηριώτισσας - εμπλουτίζει την ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής. Σ’ αυτά διακρίνονται οι καλλιτεχνικές επιδόσεις των δόκιμων μαρμαρογλυπτών (Ιακώβου & Φραγκίσκου Μαλακατέ, Ιωάννη Καρπάκη, Μιχαήλ Τόμπρου, Νικολάου Περαντινού, κ.ά.) αλλά και η τεχνική αρτιότητα όσο και η διακοσμητική φαντασία ακόμα και εμπειρικών μαρμαρογλυπτών ή λιθοξόων (Α. Λίντζου, Γεωργίου Αιγινήτη, Νίκου Γεωργίου, Ιωάννη Κ. Τρέζου, κ.ά.).

18/4/16

Οι οίκοι ανοχής (τα πορνεία) της Λαμίας




Εισαγωγή


   Η πορνεία ως μεμονωμένη δραστηριότητα χάνεται στο χρόνο. Είναι μια μορφή εκμετάλλευσης του γενετήσιου ενστίκτου, μιας σαρκικής ανάγκης, που όμως κατά καιρούς υπηρέτησε τους κοινωνικά ισχυρούς, ακόμα και τις πολυθεϊστικές θρησκείες (ιερή πορνεία) σε βάρος των γυναικών. Παρά τις απαγορεύσεις, ακόμα και από το χριστιανισμό, παρέμεινε ως στοιχείο του κοινωνικού χώρου, αν και η πολλαπλή άγρια εκμετάλλευση συνόδευε πάντα τα άτομα αυτά. Στην κοινωνική διαστρωμάτωση η θέση της πόρνης θεωρούνταν υποδεέστερη (ήταν στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας) και η λέξη για μια γυναίκα αποτελούσε βρισιά.
   Στην παρούσα εργασία θα δοθούν τα υπάρχοντα στοιχεία για τη Λαμία, με όσο γίνεται σύντομο τρόπο, αποφεύγοντας προσωπικά δεδομένα των ανθρώπων του χώρου.


Οι λέξεις και η σημασία τους

   Η γυναίκα του οίκου ανοχής χαρακτηρίζεται με τον όρο «πόρνη», που σημαίνει «πουλημένη» (από το πέρνημι = πουλώ) ή «προς πώλησιν», που είναι υπαινιγμός όχι για το επάγγελμά τους αλλά για το ότι πουλήθηκαν σε κάποια αγορά, καθώς στην πλειοψηφία τους ήταν σκλάβες. Αντίθετα, για την πλειοψηφία των γυναικών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με αμοιβή, προτιμάται ο όρος εταίρα ή σύντροφος. Ο όρος απέκτησε πολύ γρήγορα υποτιμητική σημασία και αναφέρεται αποκλειστικά στην ευτελέστερη κατηγορία γυναικών. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει συνώνυμα με ιδιαίτερο πλούτο.


Α. Στα αρχαία χρόνια


   Η δημόσια πορνεία[1] στους λαούς της Εγγύς Ανατολής και ανατολικής Μεσογείου απέκτησε θρησκευτικό “ένδυμα” με τη μορφή της Ιερής[2] Πορνείας, σε ναούς της θεάς της Γονιμότητας και του Έρωτα. Από τον 3ο αι. π.Χ. συναντούμε τον όρο “ιερόδουλες[3]”, ως θεράποντες των ναών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει, το πιο επαίσχυντο έθιμο των Βαβυλωνίων. Κάθε ντόπια γυναίκα, μια φορά στη ζωή της, ήταν υποχρεωμένη να «στηθεί» στο ναό της Αφροδίτης και να συνευρεθεί μ’ έναν ξένο.
Συνεύρεση άνδρα με εταίρα (490-480 π.Χ.)
   Ειδικά για την Κόρινθο, όπως αναφέρει ο Στράβων (από το 44 π.Χ.), ότι είχε χίλιες και πλέον ιερόδουλες-εταίρες στο ιερό της Αφροδίτης (Ιερά Πορνεία). Αυτές έφερναν σημαντικό πλούτο στην πόλη (κυρίως από τους διερχόμενους ναυτικούς[4]).
   Στον ευρωπαϊκό χώρο, τα πρώτα δημόσια πορνεία πρέπει να εμφανίστηκαν στην αρχαία Αθήνα. Ο νομοθέτης και σοφός Σόλων ήταν ο πρώτος που ταξινόμησε κοινωνικά τους μεν άνδρες ανάλογα με το εισόδημά τους, ενώ τις γυναίκες με βάση τα “καθήκοντά” τους. Είναι γνωστή η διατύπωση[5] : «Τις πόρνες τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και τις συζύγους για τους γνήσιους απογόνους και τη φύλαξη του σπιτικού».
   Κύριος σκοπός του ήταν η διαφύλαξη[6] της καθαρότητας της φυλής, επιβάλλοντας άμεσα ένα μέτρο δημόσιας υγιεινής. Εφόσον τα σπίτια αυτά ήταν δημόσια, ήταν υπό κρατικό έλεγχο και διευθύνονταν από τον “πορνοβοσκό”. Εκμισθώνονταν από τη Βουλή και πλήρωναν φόρο, το “πορνικόν”, σε ειδικούς εισπράκτορες (πορνοτελώνες). Έτσι κτίστηκε ο ναός της Πάνδημης Αφροδίτης. Παράλληλα όμως, δόθηκε το δικαίωμα σε ιδιώτες να διαχειρίζονται πορνεία, πληρώνοντας το σχετικό φόρο. Εκτός της νόμιμης πορνείας εμφανίστηκε και η παράνομη με νεαρά άτομα, που άγρευαν πελάτες στα όρια της πόλης.

9/4/16

Oι άνθρωποι της Γραβιάς (την περίοδο 1914-1964)


αφιερώνεται στη μνήμη 
του Παναγιώτη Κοντογιάννη,
που μας έφυγε νωρίς



                 Προλεγόμενα


  Από το επώνυμο Μπαλωμένος και μόνο είναι φανερή η καταγωγή από τη Γραβιά. Γεννήθηκα και έζησα στη Λαμία αλλά υπάρχουν συγγενείς και διατηρώ δεσμούς με τον πατρογονικό τόπο. Από προηγούμενα χρόνια (2012) η γνωριμία μου με τον αρχιμ. Θεοδόσιο Κλήμη και η μεγάλη εκτίμηση προς τον άνθρωπο και το πολύ σημαντικό έργο που επιτέλεσε σε διάρκεια μισού αιώνα (1964-2015), με οδήγησαν στην απόφαση τούτης της γραφής.
   Υπέβαλα αίτηση στην Μητρόπολη Φωκίδος και ζήτησα την άδεια να αντλήσω υλικό από τα βιβλία του Ναού. Αυτή έγινε δεκτή κι έτσι δούλεψα σε υλικό της περιόδου 1914-1964, δηλ. διάρκειας μισού αιώνα.
   Τα στοιχεία που βρήκα είναι πολύ ενδιαφέροντα και αναδεικνύουν το δυναμικό του τόπου. Επιβεβαιώθηκε η μόνιμη σε 2-3 γενιές εγκατάσταση των κατοίκων της Γραβιάς. Ομαδοποιήθηκαν οι επαγγελματικές ασχολίες τους, που δείχνουν την αυτονομία σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
   Επιμέρους ενότητες αποτελούν η παιδική θνησιμότητα, οι θάνατοι από τη γρίπη του1918, περιστατικά βίαιων θανάτων, οι τελεσθέντες γάμοι, θάνατοι από φυματίωση, υπερήλικες και αιωνόβιοι.
  Ευχαριστώ το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Φωκίδος κ. Θεόκλητο για την άδεια πρόσβασης στα βιβλία του Ναού, αντλώντας στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν με σεβασμό στη μνήμη των ανθρώπων. Έχουν σκοπό να θυμίσουν τους προγόνους μας και να τιμηθούν από τους νεότερους.

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
                    φυσικός


 


         Σύντομη ιστορία της Γραβιάς


   Το 12ος αι. π.Χ., οι Δωριείς κατέρχονται μέσω Φθίας προς τη Δρυοπίδα και τελικά στην Πελοπόννησο. Η περιοχή μεταξύ των βουνών Οίτης και Παρνασσού (του σημερινού Νομού Φωκίδας), όπου οι Δωριείς παρέμειναν ένα χρονικό διάστημα, ήταν η αρχαία Δωρίδα[1]. Η θέση που κατείχαν ήταν σημαντική, επειδή βρισκόταν στην αρχή του περάσματος μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού που κατέληγε στην Ιτέα.
   Οι Δωριείς που έμειναν στην περιοχή[2] ίδρυσαν τέσσερις οικισμούς, το Κυτίνιον, το Βόιον[3], τον Ερινεό[4] και την Ακύφα – Πίνδο, που αποτέλεσαν τη δωρική Τετράπολη[5].
   Τον 3ο αι. π.Χ. η Δωρική Τετράπολη εντάχθηκε στην Αιτωλική Συμμαχία.
   Το 279 π.Χ. συνασπισμένες δυνάμεις από Φωκείς, Αιτωλούς, Λοκρούς, κ.ά. έκαναν επιβραδυντικό αγώνα δολιοφθοράς[6] στη στρατιά των Γαλατών του Βρέννου, που επέστρεφε από τους Δελφούς. Η θέση της Γραβιάς χρησίμευε πάντα για την άμυνα της Φωκίδας και ιδιαίτερα των Δελφών.
   Το 226 π.Χ. στο Κυτίνιο έγινε ισχυρός σεισμός, με ζημιές και θύματα στην αρχαία Δωρίδα, στη βόρεια Παρνασσίδα, τη Λοκρίδα μέχρι και τη Μελιταία Δομοκού.
   Το 325 μ.Χ., από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο και μετά, αρχίζει και με πολύ βραδύ ρυθμό γίνεται ο εκχριστιανισμός του τόπου.
   Τον 6ος αι. οι κάτοικοι της Τετράπολης αποσύρθηκαν στα ορεινότερα της περιοχής.  Από τη Δωρική Τετράπολη το 535 μ.Χ. αναφέρεται μόνο το Βόιον ως Βοε, οι δε νέοι οικισμοί αρχίζουν να αναφέρονται με νέα σλαβικά ή φραγκικά ονόματα. Έτσι η Δωρίδα γη ονομάζεται με το γενικό σλαβικό όνομα “Γραβιά[7]”.
   Τη χρονική περίοδο 886-912 μ.Χ. ιδρύθηκε και λειτούργησε η Επισκοπή Βάριανης (Ασβεστοχώρι). Η μορφή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανασίου του Μεγάλου ήταν τόσο έντονη, γι' αυτό και στην περιοχή θεμελιώθηκαν πολλές εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Αθανάσιο.
   Μετά το 1204, την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, η περιοχή της Δωρίδας μαζί με τις πόλεις και τα φρούρια Σιδηρόκαστρου, Ζητουνίου και Γαρδικίου χαρακτηρίζεται ως Βαρωνία[8] Γραβιάς. Ο Βονιφάτιος[9], βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, το 1254, ίδρυσε την φραγκική αυθεντία της Γραβιάς.
   Στα χρόνια της Καταλανικής κυριαρχίας (1319-1393), με δούκα Αθηνών και Νέων Πατρών τον Πέτρο Α’, κυριότερα φέουδα στο δουκάτο Νέων Πατρών ήταν οι νέες Πάτρες, το φρούριο Σιδηρόκαστρο και η Γραβιά της Δωρίδος.
   Το 1393 έρχονται οι Τούρκοι κατακτητές και καταλαμβάνουν ολόκληρη την περιοχή και την Άμφισσα.
 Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο Χλωμός και τα Καστέλλια έχουν δημογεροντία και μόνιμο φοροεισπράκτορα Τούρκο (ζαμπίτη) και ανήκουν στην τουρκική Γενική Διοίκηση (βιλαέτι) της Στερεάς Ελλάδας-Ηπείρου-Θεσσαλίας και στο σατζάκιο (νομό) της Χαλκίδας.
   Το 1517 χτίστηκε το Καθολικό της Μονής Παντάνασσας ή Πανάσσαρης (Κοίμησης της Θεοτόκου και Ζωοδόχου Πηγής). Είναι βυζαντινού ρυθμού με 2 τρούλους. Βρίσκεται σε απόσταση 5χλμ. ΝΑ της Γραβιάς, στην πλαγιά του βουνού.

Οδυσσέας Ανδρούτσος
   Στις 8 Μαΐου 1821 έγινε η ιστορική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς με 110 άντρες υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το στρατό του Τούρκου Ομέρ Βρυώνη. 330 νεκροί και 800 τραυματίες Τούρκοι, ενώ οι Έλληνες είχαν 6 νεκρούς.
   Το 1833 διορίζεται ο πρώτος εφημέριος στον παλιό μικρό ναό του Αγ. Αθανασίου ήταν ο Νικόλαος Κόλλιας, μέχρι το 1864.
   Το 1836 ο υπάρχων οικισμός Χάνι Γραβιάς που ανήκε στο Δήμο Λιλαίας αποσπάστηκε και προσαρτήθηκε στο Δήμο Δωριέων (με έδρα τα Καστέλλια). Το 1842 ο οικισμός Γραβιά γίνεται η έδρα του δήμου Δωριέων, ενώ ο οικισμός Χάνι Γραβιάς καταργήθηκε. Το ίδιο έτος (1836) η έδρα του Ειρηνοδικείου Δωριέων μετατέθηκε από το χωρίον Αγόργιανη στη Γραβιά (την έδρα του Δήμου).
   Το 1852 έγινε ισχυρός σεισμός με καταστροφές στην περιοχή μεταξύ Γραβιάς και Μαυρολιθαρίου. Υπήρξαν ανθρώπινα θύματα, αλλά επλήγησαν και κοπάδια με γιδοπρόβατα, από τους βράχους που έπεφταν.