"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

12/9/14

Αγωγιάτες - αμαξάδες - καραγωγείς της Λαμίας (Η ζωική δύναμη στις μεταφορές, στο πρώτο μισό του 20ού αι.)


Επαγγέλματα που χάθηκαν




“Από της 27ης Δεκεμβρίου 1877 ήρξατο η κατασκευή της από Λαμίας μέχρι Δερβέν Φούρκα αγούσης οδού · πλέον των 200 εργατών ασχολούνται εις την εργασίαν ταύτην, ήν ιδία δαπάνη ανέλαβεν ο κ. Δημ. Σούτσος υιός του ομωνύμου μεράρχου της Στερεάς …”
                                                       [εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, φ. 734, 1-1-1878, Λαμία]

   Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η Φθιώτιδα δεν διέθετε δρόμους, που ήταν απαραίτητοι και κατάλληλοι για ασφαλείς όσο και γρήγορες συγκοινωνίες και μεταφορές. Υπήρχαν στενοί χωμάτινοι δρόμοι, που από τη χρήση αλλά και τα καιρικά φαινόμενα γίνονταν δύσβατοι για τροχοφόρο όχημα (όπως το κάρο). Επίσης δεν υπήρχαν γέφυρες σε μερικούς ποταμούς και κυρίως σε χείμαρρους[1]. Οι πετρόκτιστες γέφυρες (όπως π.χ. της Αλαμάνας) ήταν στενές σε πλάτος και επέτρεπαν τη διέλευση μόνο πεζών ανθρώπων και ζώων. Φυσικά, το αυτοκίνητο[2] (με κινητήρα) ήταν άγνωστο τότε (δεν είχε εφευρεθεί ακόμα).
   Η κινητήρια δύναμη σε όλα τα χρόνια του ανθρώπου προερχόταν από τη μυϊκή του δύναμη και περισσότερο από αυτή των ζώων. Από τα εξημερωμένα ζώα προτιμήθηκαν όσα διέθεταν μεγαλύτερη σωματική δύναμη και αντοχή σε φορτία (όνοι, άλογα, μουλάρια, αγελάδες, βουβάλια, κ.ά.). Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό στην επιλογή αυτή ήταν και η ταχύτητα που ανέπτυσσαν (όπως τα άλογα). Τα μεγαλόσωμα ζώα (π.χ. αγελάδες) διέθεταν μεγάλη ελκτική δύναμη αλλά ήταν βραδυκίνητα. Αντίθετα τα άλογα ανέπτυσσαν ταχύτητα, αλλά είχαν μικρότερη αντοχή σε φορτία. Η διασταύρωση όνου και αλόγου έδωσε το μουλάρι, που δέχεται μεγαλύτερο φορτίο και προτιμήθηκε στα ευρωπαϊκά καραβάνια, όπως και σε μεμονωμένες μεταφορικές δραστηριότητες.

Αγωγιάτης με φορτωμένα τα ζώα στο πέρασμα γεφυριού (φωτ. Boissonas)
   Η επινόηση[3] και χρήση του τροχού για μεταφορά ανθρώπων και φορτίων, οδήγησε σχεδόν ταυτόχρονα στη δημιουργία του πολεμικού άρματος[4], της άμαξας και του μεταγενέστερου κάρου. Στους αιώνες που ακολούθησαν έγιναν διάφορα είδη άμαξας, όπως η καρότσα, η σούστα, ο αραμπάς, το χειραμάξι, το κάρο, κ.ά.
   Έτσι, η χρήση της ζωικής δύναμης εξασφάλισε τη μεταφορική οικιακή αυτονομία, αλλά έγινε και το μέσο εξυπηρέτησης των άλλων (για δημόσια χρήση). Τα ελεύθερα επαγγέλματα που προέκυψαν τότε ήταν τρία : αγωγιάτες, αμαξάδες και καραγωγείς.
   Οι αγωγιάτες διέθεταν ένα ή περισσότερα ζώα (άλογα ή συχνότερα μουλάρια) και αναλάμβαναν με πληρωμή τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων. Διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, επισκέπτες σε απομακρυσμένα μέρη ή κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Επίσης μετέφεραν εμπορεύματα σε σακιά (όπως δημητριακά, όσπρια, άλευρα, οικοδομικά υλικά, κ.ά.), υγρά μέσα σε κλειστά δοχεία ή σε ασκιά (όπως λάδι, κρασί, γάλα, κ.ά.). Μερικοί αγωγιάτες τοποθετούσαν δύο κασόνια δεμένα στα πλευρά του ζώου για πιο εύκολη φόρτωση.
   Οι αγωγιάτες[5] συνήθως ήταν ακτήμονες αγρότες και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Φρόντιζαν και εκπαίδευαν τα ζώα από μικρά για να μην κλωτσάνε, να μη δαγκώνουν, να δέχονται τα φορτία και κυρίως να ακολουθούν τον αγωγιάτη. Πρόσεχαν το πετάλωμα για να μην γλιστρούν και πέσουν. Η αμοιβή τους ήταν τότε σχετικά καλή, αλλά η δουλειά τους ήταν δύσκολη και πολύ κουραστική (εφόσον αναλάμβαναν και τη φόρτωση-εκφόρτωση των ζώων).
   Μέχρι τα μεταπολεμικά[6] χρόνια το επάγγελμα του αγωγιάτη είχε πέραση. Η δημιουργία καλού οδικού δικτύου και η σταδιακή επικράτηση των μικρών ή μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων έφερε τη δύση του επαγγέλματος (εκτός των δασικών εργασιών όπου διατηρείται ακόμη).
   Στη Λαμία, τη χρονική περίοδο που μιλάμε, καταγράφηκαν μόνο[7] 2 αγωγιάτες (οι πολλοί ήταν στα χωριά της ορεινής κυρίως περιοχής του νομού και στη διάρκεια του 19ου αι.). Αυτοί ήταν οι: Διόδωρος Κουτσουρόπουλος (1838-1918) και Χρήστος Ν. Χριστακόπουλος (1888-1913).

Αμαξάς με τετράτροχη άμαξα
   Από το 19ο αι. άρχισε η οργάνωση των ομότεχνων στη Λαμία σε Συντεχνίες, Συνδέσμους Αλληλοβοήθειας, σε Ενώσεις ή Αδελφότητες. Στον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων Λαμίας υπάρχουν δύο εικόνες που αγιογραφήθηκαν με δαπάνη[8] της Συντεχνίας Αγωγιατών Λαμίας. Πρόκειται για μία εικόνα του Αγίου Γεωργίου (του έτους 1868) και άλλη μία του Αγίου Δημητρίου (από τις 18-2-1870). Είναι έργα του αγιογράφου Ιωάννη Δ. Ζωγράφου εκ Γρεβενών.
    Οι αμαξάδες (ή αμαξηλάτες) είχαν άμαξα, που την έσερναν 1 ή 2 άλογα. Ήταν οι ταξιτζήδες της εποχής εκείνης. Η άμαξα που διέθεταν μπορεί να ήταν δίτροχη ή τετράτροχη. Η δίτροχη ή σούστα ήταν για επισήμους, για ρομαντικές βόλτες  ή ήταν ιδιωτικές που ανήκαν σε πλούσιους. Οι τετράτροχες άμαξες[9] ήταν στις πιάτσες των πόλεων, σε σιδηρ. σταθμούς ή σε λιμάνια, απ’ όπου μετέφεραν τους πελάτες (με τα πράγματά τους) στον τελικό προορισμό τους. Ο αμαξάς, με μόνιμη τραγιάσκα (για τον ήλιο), οδηγούσε καθισμένος στο “μπαλκόνι” της άμαξάς του κρατώντας το καμουτσίκι στο χέρι. Στη διαδρομή χτυπούσε ένα κουδουνάκι για να προσέξουν οι πεζοί.
Από διαφήμιση στον τύπο της Λαμίας 
(1874)

   Έτσι το 1874, η άμαξα πραγματοποιεί το δρομολόγιο Λαμίας-Στυλίδας με εισιτήριο βέβαια (σχετική διαφήμιση παρατίθεται). 
   O Σύνδεσμος Αμαξοκαραγωγέων Λαμίας ιδρύθηκε με την αριθ. 197/1917 απόφαση του Πρωτοδικείου Λαμίας. Υπήρχε Καταστατικό, με κανόνες τους οποίους τηρούσαν όλοι και αποσκοπούσαν :
Στην επαγγελματική κατοχύρωση του κλάδου τους, έναντι άλλων άσχετων με το επάγγελμά τους.
Στην αλληλοβοήθεια, όταν κάποιο μέλος τους τη χρειαζόταν (επαγγελματικά ή κοινωνικά).
Στη διοργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων για σύσφιξη των σχέσεων των μελών τους.
   Η θρησκευτικότητα εκδηλωνόταν με τον ορισμό του προστάτη[10] Αγίου (ή Αγίας), κάθε χρονιά στην ημέρα γιορτής, ήταν αργία για τον κλάδο τους και γινόταν οικογενειακός εκκλησιασμός, με αρτοκλασία. Ακολουθούσε γλέντι.
   Η Συντεχνία είχε το δικό της Λάβαρο, που ήταν η ελληνική σημαία του στρατού ξηράς, στο μέσον της οποίας απεικονιζόταν ο προστάτης άγιος της Συντεχνίας και από πάνω ήταν γραμμένος ο τίτλος της οργάνωσης (με χρυσά γράμματα). Στις δύο εθνικές μας γιορτές, συνήθιζαν να προηγούνται της παρέλασης, τα Σωματεία της Λαμίας με το λάβαρό τους. Στον εκκλησιασμό, η σημαία-λάβαρο της Συντεχνίας (μαζί με όλες τις άλλες σημαίες) έμπαιναν στο σολέα της Μητρόπολης. Το 1949, στη Λαμία δεν άφησαν τα λάβαρα να μπουν και γι’ αυτό αποχώρησαν[11] όλοι από τη δοξολογία. Έκτοτε έπαψε η συμμετοχή με λάβαρα στις παρελάσεις και στον εκκλησιασμό, μέχρι σήμερα.
   Στη Λαμία πιάτσες για αμαξάδες ήταν στο σιδηροδρομικό σταθμό (οδός Κωνσταντινουπόλεως), αλλά υπήρχαν και στις πλατείες (Λαού, Πάρκου). Περιφερειακά υπήρχαν σε θέρετρα, όπως στα Λουτρά Υπάτης, στην Αγία Μαρίνα, στη Στυλίδα, κ.α.
   Στη Λαμία καταγράφηκαν 7 αμαξηλάτες. Ήταν οι : Αριστοτέλης Τσιότρας (1856-1916), Κωνστ. Τσαούλης (1876-1916), Σπύρ. Σαλικάσος (1874-1919), Ευάγγελος Στάμου (1866-1914), Χρήστος Γεωργίου (1886-1916), Αθανάσιος Φλώρος (1877-1920) και Αθανάσιος Ι. Λεβαδίτης (1867-1937).
Ο Αμπλιανίτης καραγωγέας Γεώργιος Στεφανής
   Οι καραγωγείς (ή καροτσέρηδες) είχαν κάρα. Αυτά διακρίνονταν σε δίτροχα (ή απλώς κάρα) και σε τετράτροχα (ή αμάξια ή μακριά). Με τα δίτροχα μετέφεραν κυρίως υλικά οικοδομών, όπως ασβέστη σε βαρέλια, άμμο ή χαλίκι[12] χύμα, δημητριακά, ζωοτροφές ή άλευρα σε σακιά, αλλά και ο,τιδήποτε άλλο που χώραγε. Ο καραγωγέας έκανε τη φόρτωση και εκφόρτωση. Για τα οικοδομικά χύμα υλικά υπήρχε δυνατότητα ανατροπής.
   Αντίθετα τα τετράτροχα μετέφεραν ογκώδη αντικείμενα, αλλά και μακριά υλικά όπως ξυλεία οικοδομών και μπετονοσίδερα, ακόμα και βαρύτερα υλικά. Σε σακιά μετέφεραν π.χ. άλευρα από τους μύλους για διανομή σε φούρνους. Επίσης σε σακιά μετέφεραν αλάτι από τις αλυκές της Γιατζούς. Μέσω της σημερινής οδού Καβάφη (που παλιά λεγόταν Αλατόστρατα) περνούσαν[13] φορτωμένα αλάτι για τη Δυτική Φθιώτιδα, φτάνοντας μέχρι και το Καρπενήσι.

Ένα τετράτροχο ή μακρύ κάρο. Υπήρχε όμως και μακρύτερο.
   Τα κάρα περίμεναν το αγώι, αραγμένα στη δεξιά γωνία[14] της οδού Ροζάκη Αγγελή και Αγίου Νικολάου, όπου ήταν η πιάτσα[15] τους. Τη δεκαετία 1930-40 η βόρεια πλευρά της οδού Ροζάκη Αγγελή, μεταξύ των οδών Αγίου Νικολάου και Αμαλίας ήταν άχτιστο οικόπεδο[16], όπου άφηναν τα άλογα για ξεκούραση. Στις ανηφόρες της Λαμίας τα ζώα δυσκολεύονταν[17] πολύ.  Προτιμούσαν δρόμους μικρότερης κλίσης, όπως η οδός Εκκλησιών, ο περιφερειακός του Κάστρου, ή η οδός Μακροπούλου και ο δρόμος δίπλα στο μυλαύλακο για τον Άγιο Λουκά, αποφεύγοντας τις απότομες ανηφόρες και κατηφόρες.
   Υπήρχε τότε (τη δεκαετία του ’30) και ένα κάρο ναυλωμένο από τον εμπορευματικό σταθμό Λαμίας του ΣΕΚ[18].  Με τραίνο, έφερναν μόνο βιτριόλι και ακουαφόρτε σε μεγάλες γυάλινες δαμιζάνες. Σε ένα βαγόνι ήταν μόνο μία τέτοια δαμιζάνα. Το βιτριόλι το έπαιρναν τότε οι καλαντζήδες (για γανώματα) και το ακουαφόρτε για τις λεκάνες στις τουαλέτες.
Από την εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1933.
   Στα μεταπολεμικά χρόνια, με αρκετά τότε κάρα να κυκλοφορούν στους δρόμους, μπορούσαν να συμβούν ατυχήματα. Καταγράφουμε ένα περιστατικό[19] του 1933, στο οποίο κάρο παρέσυρε μαθητή και τον τραυμάτισε.
   Η συνοικία των Αγίων Θεοδώρων είχε τους περισσότερους καραγωγείς. Σαν άνθρωποι της πιάτσας, αρκετοί καραγωγείς είχαν χαρακτηριστικό ντύσιμο, που προερχόταν από τα «κουτσαβάκια». Το ντύσιμό τους ήταν ριγέ «τζογιέ» παντελόνι στενό κάτω με κοφτές τσέπες, άσπρο πουκάμισο, γιλέκο και παπούτσια κλειστά μυτερά. Στο κεφάλι είχαν τραγιάσκα με κουμπί ή καπέλο («καβουράκι») και στη μέση ζωνάρι. Ήταν λιγόλογοι, μπεσαλήδες, καλοί άνθρωποι. Στις αδυναμίες τους εκτός απ’ το τσιγάρο, ήταν το κρασί. Σχεδόν όλοι ήταν γεροί πότες και όταν έκλεινε η χασαποταβέρνα ή το κέντρο δυσκολεύονταν ή αδυνατούσαν να γυρίσουν σπίτι τους. Ευτυχώς που το άλογο ήξερε το δρόμο και μερικές φορές ξεκινούσε μόνο του και τους έφερνε πίσω.


Μέλη του Σωματείου Καραγωγέων Λαμίας έτοιμα με το λάβαρό τους να μεταβούν

στην εκκλησία για την ετήσια γιορτή τους, το 1954.
(από την έκδοση “60 χρόνια Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Φθ/δας”, 1993)
 
   Καταγράφηκαν 34 καραγωγείς της Λαμίας, οι οποίοι διέμεναν : 23 στη συνοικία Αγίων Θεοδώρων, 3 στην ενορία Αγίου Νικολάου, 6 στην ενορία Παναγίας Δέσποινας  και 2 στην ενορία Αγίου Δημητρίου. Αυτοί ήταν (κατά ενορία του τόπου κατοικίας των) :
Από την ενορία Αγίων Θεοδώρων : Δημ.  Αλμπάνης  (1855-1935), Ηλίας Χρ. Σπανός (1859-1934), Δημ. Σαλικόπουλος (1862-1942), Ηλίας Τσώνος (1864-1934), Βασίλ. Κ. Πολύζος  (1865-1933), Πέτρος Δημητρόπουλος (1865-1937), Χαρ. Μαρτίνος (1867-1942), Γεώργ. Κ. Νικολόπουλος ή Μπόρας (1871-1943), Θεόδωρος Γιαννακόπουλος Μώρας (1874-1934), Αναστ. Θ. Σαλίκος (1876-1942), Αθαν.  Γεωργίου (Λαλάκης) (1878-1928), Γεώργιος Αλειφακιώτης (1879-1917), Γεώργ. Τεύτης ή Κοπανάς (1884-1938), Ιωάν. Μπαλακατούνης (1885-1935), Γεώργ.  Ν. Στεργιανός (1892-1942), Νικόλ. Αλμπάνης (1894-1939), Δημήτριος Μπαρμπέρης (1897-1916), Κωνστ. Δ. Γκαραβέλος (1897-1930), Νικόλ. Κ. Πολιτοστάθης (1900-1949), Γεώργιος Γκαραβέλας (1902-1964), Σπ.  Γ.  Νικολόπουλος (1904-1942), Στυλιανός Λιγνός[20] (1915-1961), Κωνσταν. Δ. Μανωλόπουλος (;-1930). Επιπλέον ήταν οι Αφοί Κωνσταντίνος & Ηλίας Κουτσοχιώνης, Βάγιος Φλώρος, Γεώργιος Ζησόπουλος (ή Μποκόρος), Γεώργιος Μάγειρας[21], Αθαν.Λύτρας, Ευθύμιος Τσίγκας και Ζήσιμος.
Από την ενορία Αγίου Νικολάου : Γεώργιος Ανάγνου ή Γουλής (1875-1915), Δημήτριος Βασιλείου (1885-1916), Φώτης Αλίτσας (1854-1919) και Κων/ντίνος Αυλακιώτης (1879-1939).
Από την ενορία Παναγίας Δέσποινας :  Κωνστ. Γ. Γιώτης (1860-1918), Λουκάς Μπούμπουλος (1855-1920), Αθαν. Κοτρολύκος (1872-1922), Νικόλαος Τσιουλιάδης (1890-1929), Νικόλαος Μίχος (1885-1940), Σπυρίδων Μήλιος (1897-1942) και Ιωάννης Δρόσος.
Από την ενορία Αγίου Δημητρίου : Βασίλειος Θυμάκος (;)(1872-1942), Δ. Νικολόπουλος (1901-1960) και Αντώνιος Λιόντος[22].
Από το Παγκράτι : Κωνσταντίνος Σόλιας, με δίτροχο κάρο και ημίονο της Ούντρα, Δημήτριος Δρόσος, με τετράτροχο κάρο και άλογο και Σπύρος Πέπερας, με τετράτροχο κάρο και άλογο.
Από τη Νέα Μαγνησία : Ιωάννης Καπαμάς (πρόσφυγας), με δίτροχο και ημίονο, Γεώργιος Μαρινέλης (πρόσφυγας),  με δίτροχο και άλογο, Κωνσταντίνος Ντόκας με τετράτροχο και δυνατό άλογο (ουγγαρέζικο), Δημήτριος Σαρηβασίλης, με τετράτροχο και άλογο και Κυριάκος Χατζηπασχάλης.
Από τη Μεγάλη Βρύση : Γεώργιος Καπούλας, με τετράτροχο και ημίονο και Λάμπρος Αρναούτογλου[23].
Από τη Νέα Άμπλιανη : Βασίλειος Χατζηγεωργίου (πρόσφυγας), με δίτροχο κάρο, Αθανάσιος Ζαγορίσιος, με τετράτροχο κάρο, Γεώργιος Στεφανής με δίτροχο και τετράτροχο κάρο και Γεώργιος Σκούρας, με δίτροχο κάρο.
   Η κατασκευή κάθε κάρου ήταν μια εξειδικευμένη ξυλουργική εργασία, που γινόταν από τεχνίτες, τους καροποιούς. Στη Λαμία, την περίοδο που αναφερόμαστε, υπήρχαν τα επόμενα καροποιεία από τους :  Σεραφείμ Ιωσήφ[24] (1905-1991), Ευάγ. Ηλ. Τζαμτζή (1872-1942), τον αδερφό[25] του Λουκά Ηλ. Τζαμτζή (1888-1960), Χρ. Μαρινάκη (1891-1919), Ρίζο Χαντζάκη (1884-1934) και Κων/νο Μπιλάλη[26] (1884-1965). Στην οδό Θερμοπυλών ήταν επίσης το καροποιείο του Ιωάννη Ανδρούτσου (1897-1980). Το “Σωματείο Καροποιών Λαμίας” ιδρύθηκε το 1945 με πρώτο πρόεδρο, τον Ιωάν. Ανδρούτσο.
Γαϊδουράκι με σαμάρι
   Για τα ζώα ήταν απαραίτητα μια σειρά από εξαρτήματα όπως το σαμάρι, λαιμαριές, χάμουρα, κ.ά. Οι τεχνίτες γι’ αυτά λέγονταν σαγματοποιοί. Το σαμάρι (ή σάγμα) ήταν ξύλινο και προσαρμοζόταν στη ράχη του γαϊδουριού ή μουλαριού, ώστε να μπορεί να φορτωθεί το ζώο. Στη Λαμία υπήρχαν οι: Ευάγ. Αθανασίου (1841-1916), Αριστ. Καραγιαννόπουλος (1866-1918), Κανζάλης Δημήτριος (;-1933) και Μπρόφας Νικόλαος (1892-1952). Επίσης ο Ηλίας Θεοδοσίου ήταν πρώτα σαγματοποιός[27] και μετά έγινε έμπορος ξυλείας (στην οδό Λεωνίδου).
   Τέτοια υλικά όπως σαμάρια, χάμουρα, κ.ά. είδη διέθετε ο Σωτήριος Κρανιώτης (στην οδό Καραγιαννοπούλου 4) και τεχνίτες για επισκευή τους υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα προπολεμικά χάνια της Λαμίας.
   Για το πετάλωμα των ζώων υπήρχαν οι πεταλωτές (ή αλμπάνηδες). Συνήθως έφτιαχναν μόνοι τους τα πέταλα των ζώων (με σφυρηλάτηση από σίδηρο) και μετά τα κάρφωναν στις οπλές τους (καλίγωμα). Ήταν απαραίτητα για να μην γλιστράει και πέσει το ζώο, και να μην φθείρονται γρήγορα οι οπλές του. Στη Λαμία υπήρχαν οι παρακάτω πεταλωτές : Ευάγγελος Θωμάς (1868-1923), Βασίλειος Μπρόφας (;-1924), Ελευθέριος Τραχήλης (1869-1924), Αγγελής Πουγκακιώτης (1851-1916), Ν. Κακιτσόπουλος (1863-1918), Σωτήριος Γάκης (1890-1948),  Γρηγόριος Β. Κουλούρης (1880-1935) και Γεώργιος Τσακαντάρας (1894-1929). Επίσης πεταλωτές είχαν όλα τα χάνια της Λαμίας, όπου άφηναν τα ζώα τους, όσοι έρχονταν από άλλα μέρη.

πετάλωμα ζώου
   Με την εμφάνιση του φορτηγού αυτοκινήτου, στις 10ετίες 1920-30 κυρίως και με τη δημιουργία των Εταιριών Μεταφορών με φορτηγά στη Λαμία, τα παραδοσιακά επαγγέλματα όλων αυτών άρχισαν να φθίνουν. Το 1926, με Νόμο της εποχής εκείνης, μπορούσαν οι καραγωγείς να αποκτήσουν αυτοκίνητο Δ. Χ. Κάποιοι - λίγοι - που είχαν χρήματα, αγόρασαν ταξί ή φορτηγά. Οι περισσότεροι καραγωγείς αναγκαστικά συνέχισαν ένα επάγγελμα που χανόταν. Κάποιοι τα παράτησαν κι έγιναν μετανάστες ή άλλαξαν επάγγελμα. Πολύ λίγοι διατήρησαν τα κάρα μέχρι τη 10ετία του ΄60. Όσοι δεν πήραν σύνταξη, αντάλλαξαν τα κάρα με μια άδεια για τρίκυκλο Δ. Χ. (δημοσίας χρήσεως), τη 10ετία του ’50.
   Οι Καραγωγείς της Λαμίας, όπως προαναφέρθηκε, ήταν από χρόνια οργανωμένοι σε Σωματείο. Ήταν όμως αγράμματοι άνθρωποι και δεν νοιάζονταν να ασφαλιστούν (με ένσημα του ΙΚΑ) ή να μάθουν να οδηγούν αυτοκίνητο (αποκτώντας τη σχετική επαγγελματική άδεια). Έτσι όταν τους έδιναν άδειες για τρίκυκλα ή για φορτηγά, δεν τις πήραν από φόβο προς τα αυτοκίνητα. Έτσι ο επάγγελμα ξεπεράστηκε και το αυτοκίνητο κυριάρχησε. Μέχρι τη δεκαετία ’70 αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και να αλλάξουν επάγγελμα ή να γίνουν συνταξιούχοι, χωρίς όμως τα απαραίτητα ένσημα. 

Το τελευταίο τρίκυκλο στη Λαμία
(φωτ. Κων. Μπαλωμένου, 14-6-2007)
   Το τελευταίο τρίκυκλο της Λαμίας διατήρησε και κυκλοφορούσε μέχρι τα τελευταία χρόνια ως ιδιοκτήτης και οδηγός του ο Καραγιάννης[28]. Ο πατέρας του λεγόταν Παναγιώτης, ήταν καραγωγέας κι κατοικούσαν στο Σλα-Μαχαλά. Πιάτσα του ήταν τα τελευταία χρόνια η γωνία των οδών Λεωσθένους-Δεδούση και Πατρόκλου, αναζητώντας το αγώι, όταν βρισκόταν.
   Σήμερα, τα χαμένα στο χρόνο αυτά παραδοσιακά επαγγέλματα επιστρέφουν σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος (με τις άμαξες) ή (με αγωγιάτες) εκεί όπου το αυτοκίνητο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί (όπως π.χ. στα ορεινά χωριά του Πηλίου για μεταφορά αγαθών και δομικών υλικών, σε νησιά όπως στην Ύδρα ή σε άλλα μέρη). Επίσης χρησιμοποιούνται στην υλοτομία και δασοκομία, για έλξη των κομμένων κορμών δένδρων. Τα ζώα (άλογα, όνοι και ημίονοι) διατηρούνται σε ιππικούς ομίλους, από ρομαντικούς και φιλόζωους, που συνδυάζουν τη ζωοφιλία με το σπορ. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
                φυσικός


                   ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1.      Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου : “Δρόμοι, Καταστήματα και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (δεκαετία 1930-40), περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001”, σελ 61-108, Λαμία.
2.      Εκκλησιαστικά Βιβλία Ιερών Ναών Λαμίας (Αγίων Θεοδώρων, Αγίου Νικολάου, Παναγίας Δέσποινας, Ευαγγελιστρίας, Αγίου Δημητρίου).
3.      Βιβλίο “60 χρόνια λειτουργίας της Ομοσπονδίας μας (1927-1987)”, έκδοση της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Φθιώτιδας, 1993, Λαμία.
4.      εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, 1876, 1878.
5.      Κωνστ. Αθ. Μπαλωμένου - Γεωργ. Ευαγ. Στεφανή : “Η Νέα Άμπλιανη Λαμίας” (υπό έκδοση)
6.      Υλικό μνήμης Γεωργίου Ευαγ. Στεφανή, πρώην καραγωγέα.
7.      wikipedia
8.      Διαδίκτυο.



--------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφ. “Λαμιακός Τύπος”, στα φ. 20322 & 20323, σελ. 6, σε 2 συνέχειες, στις 15 & 16 Μαρτίου 2013.

        ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η μελέτη κατασκευής της γέφυρας στο χείμαρρο Ξεργιά, στην αμαξιτή οδό Λαμίας-Στυλίδος, άρχισε από το λοχαγό του μηχανικού Βρατσάνο, το Φεβρουάριο του 1876 (εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, φ. 655, 7-2-1876, Λαμία).
[2] Αυτοκίνητα με μηχανές εσωτερικής καύσεως παράχθηκαν για πρώτη φορά στη Γερμανία από τους Μπεντς  (Κarl Benz) 1885-86 και Νταίμλερ (Gotlieb Daimler) 1886-89. Το πρώτο μαζικό αυτοκίνητο κατασκευάστηκε το 1908 από τον αμερικανό Χένρι Φόρντ.
[3] Έγινε το 4.500 π.Χ. περίπου (την 5η χιλιετία π.Χ.).
[4] Από τους λαούς της Μεσοποταμίας (Σουμέριοι και Χετταίοι). Οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τον ακτινωτό τροχό με τη μεταλλική στεφάνη) που τελειοποίησαν οι Ασσύριοι. Αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα.
[5] αλλιώς τους έλεγαν και "κιρατζήδες".
[6] Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (με την έλλειψη αγαθών και υγρών καυσίμων), κάποιοι αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη, για να ζήσουν.
[7] Πιθανότατα υπάρχουν κι άλλοι που διαφεύγουν της προσπάθειας αυτής. Ο εμπλουτισμός της εργασίας αυτής από όσους διαθέτουν κι άλλα ονόματα είναι καλοδεχούμενος.
[8] βλ. βιβλίο “60 χρόνια λειτουργίας της Ομοσπονδίας μας (1927-1987)”, σελ. 8-10, έκδοση της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Φθιώτιδας, 1993, Λαμία.
[9] Στην εφ. “ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ”, 1874, διαβάζουμε την αγγελία : “Εισιτήρια δια την Άμαξαν του Κυρίου Δ. Κολλοβάτου δίδονται εν Λαμία εις το Παντοπωλείον Σάββα Χαντσηβασιλείου, εν Στυλίδι δε εις το Παντοπωλείον Ηλία Σπυροπούλου. Οι βουλόμενοι προσελθέτωσαν.”
[10] για κάθε Συντεχνία ήταν και διαφορετικός.
[11] Πρόεδρος της Ομοσπονδίας τότε ήταν ο Νικ. Κουτσοδόντης, που πήρε την απόφαση αποχώρησης.
[12] Όχι περισσότερο από 0,8 του κυβικού μέτρου, για να μπορεί το ζώο να το τραβήξει.
[13] Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι και το 19ο αι. μεταφέρονταν το αλάτι με τα «γκαμήλια» (καμήλες), από την Αλατόστρατα.
[14] Στο Μεσοπόλεμο, αλλά και λίγο μετά το οικόπεδο ήταν άχτιστο (ιδιοκτησίας Παν. Κίτσιου) και άραζαν εκεί τα κάρα.
[15] Πριν χτιστεί η Δημοτική Αγορά το 1936, στο οικόπεδο αυτό άραζαν εκεί τα κάρα, ή τα ζώα όσων έρχονταν στη Λαμία από τα γύρω χωριά.
[16] Στο βάθος ήταν το Καροποιείο των Αδελφών Ανδρούτσου και  ανατολικότερα ένα ασβεστάδικο.
[17] Στην Κατοχή, ένα μακρύ κάρο φορτωμένο με άμμο, ημέρα  που έβρεχε, ανέβαινε στην οδό Υψηλάντου  και ο καροτσέρης χτυπούσε το άλογο. Τον είδε ένας Γερμανός, κατέβηκε κάτω, τον έζεψε στο κάρο και τον χτυπούσε να το τραβήξει. (Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου “Δρόμοι, Καταστήματα και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία)
[18] Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ), δηλ. είναι ο σημερινός Ο.Σ.Ε.
[19] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 606, σελ. 4, 7-1-1933, Λαμία.
[20] Οι αδερφοί Λιγνού ήταν τρεις (Μιλτιάδης, Ρίζος και Στέλιος). Είχαν 2 δίτροχα κάρα με άλογα.
[21] Το 1946-47 βρήκε στα νταμάρια (στο χώρο εκτελέσεων) να του φωνάζει, τραυματισμένος αλλά ζωντανός, ο Παύλος Διαμαντής, από το Κόμμα. Τον είχαν πυροβολήσει (το εκτελεστικό απόσπασμα) και μετά του έριξαν τη χαριστική βολή, αλλά δεν είχε σκοτωθεί. Τον πήρε και τον έσωσε.
[22] Μεταπολεμικά έγινε οδηγός φορτηγού Σεβρολέτ.
[23] Ο Λάμπρος Αρναούτογλου, γιος πρόσφυγα, τη δεκαετία του ’60 έβγαλε άδεια για τρίκυκλο κι έκανε μεταφορές. Πιάτσα είχαν τότε το δρόμο μπροστά στην Κλινική Τσακατίκα (γωνία Λεωσθένους Δεδούση και Πατρόκλου). Γύρω στο 1990 πήρε ένα φορτηγό (αντί για το τρίκυκλο), που το έδωσε στο γιο του.
[24] Στην οδό Έσλιν (μεταξύ των οδών Σατωβριάνδου και Δροσοπούλου) διέθετε πλήρες βιομηχανικό συγκρότημα που περιλάμβανε καροποιείο, σιδηρουργείο, χυτήριο και μηχανουργείο. Το διεύθυναν οι αδερφοί Δημήτριος και Σεραφείμ Ν. Ιωσήφ.
[25] Οι Αφοί Ηλ. Τζαμτζή είχαν το καροποιείο τους στη δυτική γωνία των οδών Λεωσθένους-Δεδούση και Καποδιστρίου.
[26] Στη σημερινή οδό Λεωνίδου.
[27] Δούλευε στο Χάνι του Σιλέου (τη δεκαετία 1930-40) στην πλατεία Πάρκου (οδός Βενιζέλου 1).
[28] Το παρατσούκλι του ήταν “ατσές”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου