"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

20/12/20

Τα Γύφτικα Λαμίας ή Σλα μαχαλάς

Η ιδιαίτερη συνοικία της πόλης

 

Πρόλογος

 

Ο Σλα μαχαλάς στη δεξιά πλαγιά του λόφου (1910)
  Είναι η πλέον χαρακτηριστική συνοικία της Λαμίας. Το όνομα που της δόθηκε από τους γηγενείς είχε προφανώς ρατσιστικό χαρακτήρα, εφόσον τόνιζε τη διαφορετικότητα του χρώματος των ανθρώπων αυτής. Ήταν πιο μελαμψοί, ή λίγο μαυρούληδες. Δεν έχουν καμία σχέση με τους τσιγγάνους που μετακινούνται συνεχώς. Είναι από αιώνες μόνιμα εγκατεστημένοι στη νότιο-ανατολική πλευρά του λόφου του Κάστρου και έζησαν αρμονικά με τους άλλους Λαμιώτες.

   Στην παρούσα εργασία, έχει συγκεντρωθεί το υπάρχον και περιορισμένο υλικό, ώστε να αποδοθεί σε ενιαία μορφή. Η προσπάθεια αυτή όπως σε άλλες εργασίες του γράφοντος θα παρουσιαστεί με όσο γίνεται συνοπτικό και περιεκτικό τρόπο.

 

 

1.    Πιθανή προέλευσηΧρόνος εγκατάστασης

 

   Οι άνθρωποι που από αιώνες κατοίκησαν στην ανατολική πλευρά της Λαμίας, στην πλαγιά του λόφου, κάτω απ’ το Κάστρο είχαν το διαφορετικό γνώρισμα του χρώματος. Ήταν περισσότερο μελαχρινοί ή μελαμψοί σε σχέση με τους άλλους κατοίκους. Η λέξη που τους αποδόθηκε από παλιά ήταν “Γύφτοι”. Είναι άγνωστο πότε και από πού ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη Λαμία. Όμως αυτοί οι Γύφτοι της Λαμίας δεν έχουν καμία σχέση με τους περιπλανώμενους Τουρκόγυφτους που στήνουν τα τσαντίρια τους έξω από τις πόλεις.

  Αυτοί οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να μας δώσουν κάποια πληροφορία που να προέρχεται από την προφορική τους παράδοση. Ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή φυλή και οι ρίζες τους βρίσκονται κάπου στις Ινδίες. Δεν είναι γνωστή η διαδρομή που ακολούθησαν μέχρι να βρεθούν στη Λαμία.

   Γράφτηκε (Κων. Φλώρος) ότι οι Γύφτοι πρωτοεμφανίστηκαν στη Λαμία κατά τους χρόνους των σταυροφοριών και ότι προήλθαν από τη Μεθώνη, στην οποία η φυλή τους έφτασε κατά την ίδια εποχή, προερχομένη από την Αίγυπτο. Επίσης έχει γραφεί (Δημ. Γαρδίκης) ότι προήλθαν από την Αίγυπτο, από όπου και η ονομασία (με σύνθλιψη της λέξης) Αιγύπτιοι - Γύπτιοι - Γύφτοι. Δεν υπάρχει επιβεβαίωση.

   Ο Κων. Μπίρης στο έργο του “Ρωμιοί γύφτοι”, σελ. 15, υποστηρίζει ότι οι γύφτοι της Λαμίας είναι Αιγύπτιοι χριστιανοί, καταδιωχθέντες από τους Άραβες κατά τα μέσα του 9ου αι. και ιδίως κατά τα τέλη του 10ου αι., μερικοί από τους οποίους ήρθαν στη Λαμία και ότι απ’ αυτούς η πόλη ονομάστηκε Ζητούνι. Η άποψη αυτή δεν είναι ορθή, επειδή από καμία πηγή δεν βεβαιώνεται ότι οι γύφτοι προήλθαν από την Αίγυπτο, η δε μετονομασία της πόλης από Λαμία σε Ζητούνι έγινε το 869, για άγνωστους προς το παρόν λόγους

  Η συνοικία τους έφερε από παλιότερα το όνομα Σλα μαχαλάς. Έγινε προσπάθεια να εξηγηθεί η προέλευση και σημασία της λέξης. Σύμφωνα με το Γεώρ. Πλατή, “Σλα μαχαλάς” σημαίνει συνοικία του Κάστρου, η δε λέξη “Σλα” είναι ελληνική παραφθορά της τουρκικής λέξεως Κουλάς[1], που σημαίνει πύργο ή φρούριο, οι δε Λαμιώτες για ευκολία προφοράς την άλλαξαν σε Σουλάς ή Σλας. Άλλη άποψη (Δημ. Γαρδίκης) θεωρεί ότι η λέξη “Σλα” είναι παραφθαρμένη από την Αγγλική[2] λέξη “Σλαμ”, που σημαίνει τους άστεγους, τρωγλοδύτες. Είναι προφανές ότι αυτή η άποψη είναι τελείως λανθασμένη.

 

 

2.    Αναφορές των περιηγητών στο 19ο αι. – Πιθανή εξήγηση

 

   Ο περιηγητής[3] Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ, πέρασε από το Ζητούνι (όπως λεγόταν τότε η Λαμία) το 1801. Έχει ενδιαφέρον η αναφορά του. Έγραψε ότι :

“… Οι κάτοικοι είναι Τούρκοι και Έλληνες. Δεν θα μπορούσαμε να μην προσέξουμε την πολύ μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στις Αλβανίδες γυναίκες του Ζητουνίου με εκείνη των γυναικών της Ινδίας, τις οποίες είχαμε δει με το στρατό μας στην Αίγυπτο. Μοιάζουν με την Ινδοευρωπαϊκή φυλή, που ονομάζονται Γύφτοι στην Αγγλία …”.

   Ο Ιταλός περιηγητής Σιμόνε Πομάρντι, πέρασε το 1805 και έγραψε :

“… Το Ζητούνι κατοικείται από 3.000 κατοίκους, από τους οποίους μόνο το 1/10 είναι Τούρκοι και πολλοί Αλβανοί”.

   Ο Πρόξενος της Γαλλίας στον Αλή Πασά, που περιηγήθηκε την Ελλάδα έγραψε ότι κατά την γενομένη τουρκική απογραφή το έτος 1910, η Λαμία κατοικείτο από 1.060 οικογένειες τουρκικές, 700 οικογένειες ελληνικές και 50 οικογένειες Βοημών, συνολικά 1.810 οικογένειες, ήτοι 9.000 περίπου κατοίκους.

   Ο περιηγητής Αργύρης Φιλιππίδης πέρασε το 1815 και έγραψε :

“… Το Ζητούνι είναι μια πολιτεία ωραιοτάτη … κατοικείται από Χριστιανούς και Οθωμανούς”. “Είναι εις δύο λόφους στολισμένους από σπίτια … ο ένας λόφος ως δύσιν είναι σπίτια των Οθωμανών, ο άλλος κατά ανατολάς είναι όλο σπίτια Χριστιανών …”

   Ο περιηγητής   Χάμπο Λόλινγκ πέρασε το 1876 και έγραψε :

 « … οι Χριστιανοί κατοικούσαν στο λόφο του Κάστρου και οι κυρίαρχοι Τούρκοι στην κάτω πόλη και στην άκρη του δυτικού λόφου …», “στο βόρειο κομμάτι της πόλης, όπου ακόμα τώρα απλώνονται οι κήποι, κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Εδώ ζούσαν οι Νέγροι, έτσι πιστεύει κανείς, επειδή αυτό το μέρος της πόλης ονομαζόταν ακόμα και σήμερα Αραπομαχαλάς, δηλαδή συνοικία των Νέγρων.”

  Από τις παραπάνω πληροφορίες έχουμε τη βεβαιότητα των 50 Βοημών οικογενειών, την ύπαρξη κάποιων οικογενειών Αλβανών και τη συνοικία αραπομαχαλάς. Επιπλέον να αναφέρουμε ότι (Σπύρ. Λάμπρου) από έρευνες αποδείχτηκε ότι οι ανέστιοι ατσίγγανοι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή των γλωσσών ολομέλεια και κατάγονται από τις Ινδίες. Η μετοίκησή τους στην Ευρώπη έγινε κατά το 13ο αι. και εισήλθαν πρώτα στη Βεσσαραβία και στη Βλαχία.

   Από εκεί (Γ. Πλατής) φαίνεται ότι εισήλθαν και στην Ελλάδα μαζί με Αλβανούς εποίκους, κατά τα μέσα του 14ου αι. Τέτοιους συνοικισμούς ατσίγγανων βρίσκουμε στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, στην Εύβοια, στη Στερεά Ελλάδα και στην Κέρκυρα[4], όπου μάλιστα αποτέλεσαν τιμάριο υπαγόμενοι σε Βενετό βαρώνο.

   Ο Γ. Πλατής διακινδυνεύει τη γνώμη ότι αυτοί ήρθαν από την Ήπειρο μαζί με Αλβανούς έποικους, αν κρίνει κανείς όσα αναφέρει ο περιηγητής Κλαρκ. Ο περιηγητής αυτός ονομάζει Αλβανίδες, γυναίκες που κυκλοφορούσαν στην πόλη, για τις οποίες έγραψε ότι μοιάζουν με τη φυλή των τσιγγάνων, δηλαδή ήταν μελαμψές, ενώ οι Αλβανοί είναι λευκή φυλή. Ίσως ο περιηγητής τις ονόμασε Αλβανίδες, επειδή πληροφορήθηκε ότι οι γυναίκες αυτές είχαν έρθει από την Αλβανία (την Ήπειρο). Εξάλλου είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι Αλβανοί ήρθαν στη Λαμία, εφόσον στη Φθιώτιδα από το 15ο αι. υπήρχαν φατρίες[5] αλβανικές.

   Αυτές οι προαναφερθείσες 50 οικογένειες Βοημών[6] (γύφτων) έγιναν με την πάροδο του χρόνου πολλές οικογένειες, οι οποίες αποτέλεσαν ιδιαίτερη συνοικία στο ανατολικό τμήμα της Λαμίας, που ονομάστηκε Γύφτικα, ή Σλα μαχαλάς ή αραπομαχαλάς. Οι ονομασίες αυτές μεταγενέστερα δεν ανταποκρίνονταν πλέον στα πράγματα, εφόσον στη συνοικία αυτή εγκαταστάθηκαν και διαμένουν κι άλλες οικογένειες, που δεν ανήκουν στη φυλή αυτή.

 

 

3.    Κοινωνικά στοιχεία της Συνοικίας στα προπολεμικά χρόνια


 

   Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Λαμία έζησε στην αφάνεια και τη φτώχεια. Το εμπόριο ήταν στα χέρια των Τούρκων, όπως και η γεωργική  παραγωγή. Οι Έλληνες κατοικούσαν στη νότια πλευρά του λόφου του Φρουρίου, ενώ οι Τούρκοι έμεναν μέσα στο φρούριο και στην ανατολική πλευρά του δυτικού λόφου, για να επιβλέπουν τους Έλληνες.

Σχέδιο της συνοικίας Σλα (από Πολυοδηγό Β. Μάργαρη)
    Οι μονίμως εγκατεστημένοι στη Λαμία Έλληνες γύφτοι, διέμεναν κάτω από το φρούριο και προς το νοτιοανατολικό μέρος του λόφου, αποτελώντας ιδιαίτερη συνοικία, τα Γύφτικα ή Σλα μαχαλάς ή αραπομαχαλάς. Στη Λαμία, όπου οι κάτοικοι έπαιρναν νερό από πηγάδια και είχαν ελάχιστες κοινόχρηστες βρύσες, αυτοί είχαν πηγαίο νερό από τη βρύση του Σλα.

   Τα σπίτια τους ήταν πολύ μικρά, χαμοκέλες, αλλά κάλυπταν τις ανάγκες της ζωής τους, έστω και δύσκολα. Έκαναν πολλά παιδιά κι όλα κοιμόντουσαν σε μια μικρή κάμαρα. Το ντύσιμο ήταν συνήθως αποφόρια των άλλων και μπαλωμένα. Τα παιδιά παλιότερα περπατούσαν ξυπόλυτα. Νερό στο σπίτι δεν υπήρχε και το έφερναν από τη βρύση, κοντά στο μικρό Ναό του Αγ. Γεωργίου.

   Έκτισαν και δική τους εκκλησία, τον Άγιο Γεώργιο, που τον θεωρούν προστάτη τους, αν και στη συνοικία τους υπήρχε ο Ι. Ν. των Αγίων Θεοδώρων, στον οποίο και εκκλησιάζονται. Ο Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου είναι μικρός ναός (παρεκκλήσι) και υπάγεται στον ενοριακό Ι. Ν. των Αγ. Θεοδώρων.

  Από προσωπική μελέτη[7] του υλικού των Βιβλίων του Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων, κατά την περίοδο 1912-1950, αντλήθηκαν τα παρακάτω συμπεράσματα :

  (α) Από 737 συνολικά άτομα της συνοικίας-ενορίας, τα 465 ήταν γηγενείς κάτοικοι (63 %). Οι υπόλοιποι μετοίκησαν εδώ από άλλα μέρη ή ήταν πρόσφυγες.

   (β) Έκαναν πολλά παιδιά, αλλά η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη. Τα μισά παιδιά πέθαιναν πριν γίνουν ενός έτους.

   (γ) Από την πανδημία της ισπανικής γρίπης του 1918, πέθαναν 250 άτομα περίπου στη συνοικία.

   (δ) Την περίοδο της Κατοχής και συγκεκριμένα τα έτη 1942 και 1943 πέθαναν πολλοί (κυρίως ηλικιωμένοι και μωρά) από κρύο και από διατροφικό έλλειμμα (πείνα).

   (ε) Παρά τη φτώχεια και τα περιορισμένα οικονομικά των ανθρώπων, βρέθηκαν 10 άτομα (κυρίως γυναίκες) που έφτασαν και πέρασαν τα 100 χρόνια ζωής. Αναφέρουμε π.χ. την Παναγιώτα Μπακούμη (1878–1979), που γεννήθηκε στη Λαμία  κι έζησε 101 χρόνια.

   (στ) Την περίοδο 1914-20 καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός νόθων παιδιών στη συνοικία-ενορία. Ήταν 18 παιδιά. Πιθανή εξήγηση αυτού είναι η απουσία των ανδρών λόγω στράτευσης.

   (ζ) Από τη φυματίωση πέθαναν 71 άτομα (ποσοστό 10 % περίπου της συνοικίας).

   Από την παιδική ηλικία, το μελαμψό τους χρώμα, τούς έκανε να νιώθουν διαφορετικοί και μειονεκτικοί απέναντι στους άλλους ντόπιους. Νόμιζαν, ότι με το σαπούνι θα φύγει το χρώμα. Μέχρι το 1940 παντρεύονταν άτομα από τη Συνοικία (ενδογαμία) και γι’ αυτό παρέμεναν πιο μαύροι (μελαμψοί) στο χρώμα. Μετά, έπαιρναν γυναίκες από χωριά και τα παιδιά τους κι εγγόνια τους έχουν πιο ανοιχτό χρώμα.

   Οι γυναίκες του Σλα ήταν πολύ καθαρές, άριστες νοικοκυρές. Τα σπίτια τους, τα πεζούλια, οι γλάστρες με λουλούδια ήταν όλα ασβεστωμένα κι όμορφα. Τα κορίτσια της συνοικίας τα προστάτευαν και γινόταν φασαρία αν κάποιος τα πείραζε και τον έδιωχναν. Μερικές γυναίκες ήξεραν ξεμάτιασμα, διάβαζαν το φλιτζάνι, έριχναν τα χαρτιά, γιάτρευαν από αρρώστιες σε παιδιά και σε ζώα. Μερικές γυναίκες του Σλα δούλεψαν κάποιο διάστημα στα δημοτικά ουρητήρια. Εκεί έπαιρναν φιλοδώρημα από τους επισκέπτες.

   Τα μικρά παιδιά ξεκινούσαν το δημοτικό σχολείο. Έπρεπε όμως να βοηθήσουν την οικογένεια και αφού έμεναν στην ίδια τάξη, τελικά παρατούσαν το σχολείο. Έτσι έκαναν παράλληλα πολλές δουλειές. Γυάλιζαν παπούτσια, πουλούσαν φιστίκια, πήγαιναν με γραμμόφωνο σε πανηγύρια, στη γύρα με λατέρνα και ντέφι, μερικοί έπαιζαν καραμούζα με τη γκαμήλα και πάντα όταν μεγάλωναν ήταν αχθοφόροι (χαμάληδες), ή εργάτες στα νταμάρια, ή όπου έβρισκαν δουλειά. Είχαν μαζί τους τριχιά για να δένουν τα μεταφερόμενα πράγματα στην πλάτη τους και τα άλλα τα κρατούσαν στα χέρια. Κανείς τους δεν είχε καροτσάκι για τη μεταφορά (ο Καραμέλας[8] μόνο απέκτησε από τη δεκαετία του ’60).

Η μεγάλη οικογένεια Γουλόπουλου

(φωτογραφία από το βιβλίο “Αγαπητοί μου συμπολίτες”

 

   Κάποιο βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής, η οικογένεια μπορούσε να πάει σε ταβέρνα να φάει, να πιει και να διασκεδάσει. Οι άνδρες τα Σαββατοκύριακα ήταν συνήθως μεθυσμένοι.

   Οι περισσότερες ταβέρνες του Σλα στεγάζονταν σε υπόγεια και κατέβαιναν με σκαλιά. Στη μέση ήταν η ψησταριά με κάρβουνα, όπου έψηναν κρασομεζέδες (μπακαλιάρο, ρέγγες, κ.ά.). Δύσκολα έβλεπε κανείς γύρω του απ’ τον καπνό και τα τσιγάρα (συνήθως ήταν χειροποίητα, στριφτά). Σε ξύλινα δοκάρια στηρίζονταν βαρέλια με κρασί (έγραφε επάνω τι είδους κρασί ήταν).

   Επιπλέον στα βαρέλια έγραφαν επάνω :“Με την ώρα” (δηλ. πλήρωνες ένα ποσό για να πιείς όσο κρασί ήθελες ή μπορούσες στη διάρκεια μιας ώρας), ή “Με το μπότσι”, (δηλ. σερβίρονταν ποσότητα 1 οκά και 100 δράμια, που τη έλεγαν μπότσι[9]), αλλά ήταν φτηνότερο αν έπιναν το κρασί με την οκά. Οι φτωχότεροι δεν έπαιρναν μεζέ, αλλά έπιναν μόνο κρασί. Όσοι έπαιρναν μεζέ έπιναν ένα κατοστάρι (100 δράμια ή καρτούτσο), αλλά το έπιναν αργά. Γύρω στα μεσάνυχτα ήταν όλοι μεθυσμένοι. Ο ταβερνιάρης τους έδιωχνε για να κλείσει. Κάποιοι έβρισκαν το δρόμο για το σπίτι, ενώ άλλοι στο δρόμο όπου έπεφταν, εκεί κοιμόντουσαν.

   Οι ταβέρνες μετά τον Ι.Ν. των Αγίων Θεοδώρων ήταν: στην οδό Εκκλησιών του  Μπελεμέμη, και του Παπαρρηγόπουλου, στη γωνία των οδών Εκκλησιών και Λεβαδίτου ήταν του Βασίλη Χαρίλα και πιο κάτω ήταν η μπακαλοταβέρνα του Τάκη Χαρίλα. Τελευταία κατεβαίνοντας ήταν η ταβέρνα του Μυλωνά.

Μερικά παρατσούκλια
   Ήταν κανόνας από παλιά, στις πολυπληθείς οικογένειες των χωριών, να αναγνωρίζουν κάποιον όχι από το ονοματεπώνυμό του, αλλά με το παρωνύμιο (παρατσούκλι). Το ίδιο γινόταν και στο Σλα. Ήταν άνθρωποι ήταν απλοί και διακριτοί χαρακτήρες, μερικοί ήταν γραφικοί τύποι, αλλά σχεδόν όλοι έπιναν πολύ. Κανείς τους  δεν έκανε κακό. Από τα προπολεμικά χρόνια, αλλά και μετά  οι παλιότεροι θυμούνται κάποια παρατσούκλια (ενδεικτικά, παρατίθενται μερικά).

    Για τις δημοτικές εκλογές της Λαμίας, ο Σλας ήταν το εκλογικό κριτήριο. Ο μεγάλος αριθμός ψήφων ήταν ο σκοπός των υποψηφίων. Γι’ αυτό φρόντιζαν προεκλογικά, στους οπαδούς κάθε υποψηφίου δημάρχου, σε μια ταβέρνα στα Στενά της Λαμίας, να σερβίρεται[10] δωρεάν φαΐ (μακαρόνια, πατάτες, φασόλια, ρεβίθια) και κρασί, όσο ήθελαν. Τους υπόσχονταν ότι θα δουλέψουν στο δήμο, στην καθαριότητα ή σε δημοτικά έργα. Στις επισκέψεις που έκαναν οι υποψήφιοι στις γειτονιές του Σλα, μετά την ομιλία, έριχναν πολλά κέρματα βροχή και … ποιος να τα πάρει πρώτος. Σίγουρα ήταν αθώοι, καλοί και αγαθοί άνθρωποι, που οι υποψήφιοι δήμαρχοι Λαμίας εκμεταλλεύονταν την ανάγκη για λίγα χρήματα, για φαΐ και πιοτό, εξαγοράζοντας την ψήφο τους.

  Στην Κατοχή κάποιοι από τη συνοικία βγήκαν στο βουνό. Στα χρόνια του Εμφυλίου, νέα άτομα του Σλα τα αγγάρευε ο στρατός ή η Χωροφυλακή για να μεταφέρουν με ζώα διάφορα υλικά.

Ο μικρός Ι. Ν. του Αγ. Γεωργίου στα Γύφτικα
   Οι κάτοικοι του Σλα ήταν πάντα πολύ ευσεβείς άνθρωποι και συμμετείχαν στις τελετουργίες, ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές. Οι γυναίκες τηρούσαν τις νηστείες και τη μεγάλη Εβδομάδα βοηθούσαν στην προετοιμασία του Επιταφίου, στον Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων.

    Αποβραδίς της Μ. Πέμπτης έφερναν πολλά άνθη και ξενυχτούσαν συμμετέχοντας - μετά τη Σταύρωση - με μοιρολόγια και δάκρυα  στο θάνατο του ανθρώπου Ιησού. Οι άντρες επίσης αν και κακοντυμένοι, αξύριστοι και μερικοί μεθυσμένοι, παρευρίσκονταν μέχρι το επόμενο πρωί. Την επομένη, κατά την περιφορά του Επιταφίου ήθελαν ο δικός τους να περάσει πρώτος από την κεντρική πλατεία Ελευθερίας της Λαμίας, πριν από τον Επιτάφιο του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου. Επίσης θεωρούσαν ότι ο δικός τους ήταν πιο όμορφα στολισμένος. Το σύνθημα και η χαρά των απλοϊκών ανθρώπων της συνοικίας ήταν : “Απάν’ Άη Θόδωρος, κάτ’ Αη Νικόλας”.

   Το “μεγαλείο” των ανθρώπων του Σλα ήταν να πάει ένα Σάββατο όλη η οικογένεια στην ταβέρνα, να φάει, να πιεί και να διασκεδάσει. Τα τελευταία χρήματα δίνονταν στο ταξί που τους έφερνε στο σπίτι, αδιαφορώντας για το αύριο.

 

 

4.    Επαγγέλματα των κατοίκων της συνοικίας Σλα

 

   Μέχρι τα προπολεμικά χρόνια, οι γύφτοι της Λαμίας δεν είχαν αναπτύξει πνευματικά ενδιαφέροντα και παρέμεναν πολύ χαμηλά στην κοινωνική βαθμίδα. Αναλάμβαναν εργασίες βαριές, ανθυγιεινές (όπως αχθοφόροι, λούστροι, κ.ά.). Κανείς δεν κατόρθωσε να ασκήσει – πέραν του εργάτη – κάποιο άλλο επάγγελμα από τα συνήθη. Ακόμα και το συνηθισμένο στους γύφτους επάγγελμα του σιδηρουργού, δεν το άσκησε κανείς στη Λαμία. Ελάχιστοι ήταν σωφέρ, ή επιδιόρθωναν την ψάθα σε καρέκλες. Δεν έγιναν γεωργοί, ούτε κτηνοτρόφοι. Φυσικά δεν ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Παρά το ότι ήταν εγκατεστημένοι από πολλά χρόνια στη Λαμία και στη συνοικία όπου έμεναν υπήρχε δημοτικό σχολείο, ελάχιστοι πήραν απολυτήριο. Σχεδόν κανείς δεν πήγε στο γυμνάσιο.

      Με μοναδικό βιοποριστικό μέσο τα χέρια τους, ως εργάτες, αλλά και με δουλειές του ποδαριού, οι άνθρωποι του Σλα ήταν δουλευταράδες, τίμιοι, συνεπείς, φιλότιμοι και πολύ κοινωνικοί. Δεν ήθελαν να μάθουν κάποια τέχνη (σιδεράδες, ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, κ.ά), ήθελαν να νοιώθουν ελεύθεροι και απέφευγαν τους κλειστούς εργασιακούς χώρους. Προτιμούσαν δουλειές του ανοιχτού χώρου (οδοκαθαριστές, αποκομιδές, στιλβωτές, αχθοφόροι, κ.ά.), χωρίς να νοιώθουν μειωμένοι από τα υποβαθμισμένα επαγγέλματα. Μερικοί παλιότερα είχαν έρθει στην ανάγκη να ζητιανέψουν, αλλά δεν ντρέπονταν να το πουν.

   Τα Γύφτικα ήταν η πολυπληθέστερη συνοικία της Λαμίας και η πλέον συμπαγής ως κοινωνικό σύνολο. Οι κάτοικοι του Σλα ήταν άνθρωποι μικρών εισοδημάτων, κυρίως εργάτες χωρίς κτήματα ή κτηνοτροφία. Τη 10ετία του ’30  τις φορτώσεις και εκφορτώσεις σε φορτηγά αυτοκίνητα και στα βαγόνια του τραίνου, αναλάμβανε το Σωματείο Φορτοεκφορτωτών[11] Λαμίας, που περιλάμβανε κυρίως εργάτες από τα Γύφτικα.

  Οι μεταφορές προπολεμικά γίνονταν κυρίως με κάρα. Οι περισσότεροι καροτσέρηδες (καραγωγείς), με 23 άτομα, προέρχονταν από τη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων. Επίσης από το Σλα μαχαλά προέρχονταν και 13 πλανόδιοι επαγγελματίες, που κάλυπταν τις τρέχουσες ανάγκες της πόλης, όπως γαλατάδες, στιλβωτές (λούστροι), μανάβηδες, κουλουροπώληδες, αχθοφόροι, κ.ά.

   Οι περισσότεροι από μικροί ξεκινούσαν σαν λούστροι με κασελάκι και μετά μεγαλώνοντας γίνονταν αχθοφόροι. Αρκετοί σύχναζαν στο Σταθμό[12] του τραίνου ή στα πρακτορεία, που παλιά ήταν στην πλατεία Πάρκου, για να μεταφέρουν αποσκευές. Κάποιοι στις απόκριες έβγαιναν με τη γκαμήλα για να οικονομήσουν κάποια χρήματα. Αν είχαν και γραμμόφωνο πήγαιναν σε πανηγύρια. Υπήρχαν λίγοι[13] που είχαν λατέρνα και γύριζαν στη Λαμία για να ζήσουν. Τους κυνηγούσαν οι χωροφύλακες. Όταν του έπιαναν τους χτυπούσαν. Ακόμα και τον παλιατζή έκαναν κάποιοι. Κανείς τους δεν ήταν ασφαλισμένος. Σύνταξη δεν πήρε σχεδόν κανένας. Σχεδόν όλοι απέκτησαν οικογένειες κι έκαναν καλά παιδιά.

  Ένα από τα χαρακτηριστικά άτομα του Σλα ήταν και ο Χρήστος Γουλόπουλος. Δούλευε στο δήμο Λαμίας κι έκανε αποκομιδή σκουπιδιών, από τις γειτονιές όπου δεν μπορούσε να πάει το κάρο.  Με ένα μουλάρι, που είχε στα πλευρά του δεμένα δύο μεγάλα κοφίνια (γαλίκια) από καναπίτσα, που όταν γέμιζαν μπορούσαν να αδειάσουν από κάτω  (από τον πάτο τους).

Ο Χρήστος Γουλόπουλος
   Όπως όλοι έπινε κι αυτός. Ήταν πολύ καλός αυτοσχέδιος στιχοπλόκος. Δικό του είναι ένα ποίημα (που το έλεγε σαν κάλαντα) :

 

Καληνεμέρα άρχοντες, τρανοί τε και μεγάλοι,

Με υγεία να διέλθετε το νέο έτος πάλι

Εγώ ’μια ο υπάλληλος τρανός της Δημαρχίας

Είναι οδοκαθαριστής, εισπράκτωρ της Σοδίας [δυσωδίας]

Εγώ ’μαι ο Σωτήρ κι ο φόβος της χολέρας

Εγώ σας φέρνω την υγειά τας ευτυχάς ημέρας.


 

   Με την ευκαιρία, να δώσουμε και μερικούς σύντομους διαλόγους από περιστατικά ανθρώπων του Σλα, που έχουν μείνει ως ανέκδοτα :

 

1.    Ο Δημ. Γουλόπουλος (Τάκης) που ήταν ο πλέον μελαχρινός (μαύρος) από τα αδέρφια του, ρωτούσε τη μάνα του :

- Γιατί ρε μάνα είμαι τόσο μαύρος ;

- Νύχτα πιδάκι μ’ με τον πατέρα σ’ σε πιάσαμε, δεν βλέπαμε μέσ’ στα σκοτάδια!

 

2.    Η Κωνσταντία Μπακούμη (ή Μπακούμαινα) δούλευσε στα δημοτικά ουρητήρια. Μια φορά κατέβηκε ο δήμαρχος για την ανάγκη του. Βγαίνοντας, έβγαλε να δώσει φιλοδώρημα. Τότε η Μπακούμαινα του είπε :

- Όχι κυρ δήμαρχε, τι λες, δε μπορούμε κι μείς να σε κεράσουμε ένα χέσιμο;

 

3.     Ένας μηχανικός στο όνομα Κωνσταντίνος (Ντίνος) τη μέρα της γιορτής του, κέρασε τους εργάτες οικοδόμους. Ο Κουρελιάς από το Σλα, που ήξερε το όνομα Ντίνος, τον ρώτησε :

- Σήμερα γιουρτάειζ κυρ Ντίνου ; Δε γιουρτάειζ τσ’  Παναΐας τσ’ Ντίνου ;

 

4.    Από τα Πρακτικά του Εκτάκτου Στρατοδικείου Λαμίας (3 Απριλίου 1948) έχουμε την παραπομπή νεαρού Λαμιώτη, ότι τραγουδούσε αντάρτικα τραγούδια. Τότε έγινε ο εξής διάλογος με τον πρόεδρο του Εκτάκτου Στρατοδικείου Λαμίας συνταγματάρχη Γεώργ. Γιαννόπουλο ή “Κινίνο” :

- Κύριε πρόεδρε ήμουν μεθυσμένος και τραγουδούσα.

- Ποιο τραγούδι;  ρώτησε ο “Κινίνος”

- Την εργατιά.

- 10 χρόνια φυλακή, αποφάσισε αμέσως ο “Κινίνος”.

- Μα κ. πρόεδρε 10 χρόνια φυλακή για ένα τραγουδάκι, δεν είναι πολλά;

- Γιατί δεν τραγουδούσες κάποιο άλλο τραγούδι ; ρώτησε ο “Κινίνος”.

- Έλα ντε ! Η μαγκούφα η εργατιά μού ’ρθε εκείνη τη στιγμή.

 

   Η τοπική διάλεκτος που μιλούσαν οι άνθρωποι του Σλα ήταν χαρακτηριστική. Όπως και το ρουμελιώτικο ιδίωμα παρέλειπε τα φωνήεντα στις λέξεις, κάτι ανάλογο γινόταν κι εδώ. Από τους πολλούς διαλόγους που θυμούνται οι παλιοί Λαμιώτες, αναφέρουμε :

1.    Ρωτάει το παιδί, τη μάνα :

- Μάνα, γκαμήλα είνι ; Και η απάντηση :

- Άι βλαμένου, πατάφιους εινι δε βλεπ’ς τα φουτάκια ;

2.  Παίζανε κάτι παιδιά του Σλα. Ενοχλήθηκε ένας στο καφενείο όπου έπαιζε τάβλι και τα μάλωσε.  Από τα παιδιά πήγε την απάντηση :

- Άι ρε τζιγκιρι τζικιρι τα ζάρια όλου του μισμέρ, θα κοιμ’θούμε κανιά φουρά.

3.  Στην Κατοχή, πέρασαν από τη συνοικία οι Γερμανοί οπλισμένοι, σε μοτοσυκλέτα με το καλάθι δίπλα. Είδαν έναν “σοκολατί” στο δρόμο και τον ρώτησαν :

- Έ, του Άφρικα ; Και η απάντηση :

- Α ρε Σλα, τι Άφρικα λες.

 

 

5.    Η εξέλιξη της συνοικίας στα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα

 

   Από τη δεκαετία του ’30 και κυρίως από τα μεταπολεμικά χρόνια οι άνθρωποι του Σλα ήρθαν σε επιμιξία με τον γηγενή πληθυσμό της περιοχής και οι απόγονοι αυτών πήγαν στο σχολείο και μορφώθηκαν. Έμαθαν τεχνικά επαγγέλματα και κάποιοι έγιναν υπάλληλοι.

   Μεγάλη συμβολή της συνοικίας Σλα στην παράδοση της Λαμίας είναι η ετήσια διοργάνωση και τελικά η καθιέρωση ως θεσμού της Γκαμήλας (όπως την έλεγαν και τη λέμε ακόμα στη Λαμία), την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

   Οι άνθρωποι του Σλα έφτιαχναν τη γκαμήλα στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων. Από εκεί ξεκινούσαν και εκεί τελείωναν. Οι ετοιμασίες άρχιζαν κάποιους μήνες νωρίτερα. Την εβδομάδα της Τυρινής την έφτιαχναν. Την κατασκευή της γκαμήλας έκαναν οι : Δημ. Τσόφλιος (ή Μεζές), Δημ. Γιαννακόπουλος (ή Νιάου), Χρ. Γιαννακόπουλος (ή Κοτσιλιάς), Αθανασίου (ή Κολοστούπης), δύο Αφοί Μαγγοπούλου, Κων. Γκάλιος και Τσούσης. Το χορό αναλάμβανε ο Κώστας Διαμαντής και το ντέφι ο Γιώργος Διαμαντής.

  Η γκαμήλα περνούσε από τα χασάπικα και άνοιγε το στόμα, για να πάρουν το κρέας που ήταν κρεμασμένο στα τσιγκέλια!  Η γκαμήλα έκανε πηδήματα μπρος-πίσω και στα πλάγια, άλλοτε λύγιζε τα μπροστινά πόδια κι ακουμπούσε το κεφάλι στο έδαφος, ενώ πίσω έμενε όρθια. Μετά σηκωνόταν με το κεφάλι ψηλά και γύριζε δεξιά-αριστερά. Οι κινήσεις άρεσαν και ήταν διαρκείς.

   Ο κόσμος έβγαινε στο δρόμο και τους έδινε χρήματα, πετώντας τα κι από τα μπαλκόνια ή τα παράθυρα, άλλοι έδιναν γλυκά, ακόμα κερνούσαν και κρασί. Ο μπροστινός της γκαμήλας, μέσα από το ανοιχτό στόμα της, έπαιρνε το ποτήρι με κρασί που τον κερνούσαν και το έπινε. Όταν κουράζονταν οι δύο της γκαμήλας, τους άλλαζαν με άλλους.

   Στη διαδρομή περνούσε από την πλατεία Ελευθερίας, πήγαινε στην πλατεία Διάκου, μετά ανέβαινε στην οδό Αχιλλέως και Μακροπούλου μέχρι τα Πηγαδούλια. Στη συνέχεια επέστρεφε. Λίγες μεταπολεμικές φορές έφτασε μέχρι τη Νέα Άμπλιανη.

   Το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας, μετά τον ολοήμερο γύρο στην πόλη και το ξέφρενο γλέντι με φαγοπότι άφθονο στη συνοικία τους, έσφαζαν με το γιαταγάνι τη Γκαμήλα, έκαιγαν τις γιρλάντες και τις σερπαντίνες.

   Μετά το 2000 αναφέρθηκε ο όρος ανάπλαση της ιστορικής συνοικίας Γύφτικα και μάλιστα βραβεύτηκε για τη σχετική μελέτη. Κάποιες πολύ περιορισμένες παρεμβάσεις έγιναν. Κάποια μικρά σπίτια κατεδαφίστηκαν και τα οικόπεδα ενώθηκαν από εργολάβους για να γίνουν πολυώροφες οικοδομές. Το χρώμα και ο γραφικός χαρακτήρας της παλιάς συνοικίας έχει μάλλον ξεθωριάσει, με άγνωστο ή δυσοίωνο το μέλλον.

 

Επίλογος

 

   Με τους άλλους κατοίκους της πόλης, οι γύφτοι (όπως τους έλεγαν από παλιά) της Λαμίας συζούν αρμονικά από αιώνες. Κατοικούσαν ανέκαθεν στο ανατολικό τμήμα της πόλης (που έμεινε με το λαϊκό όνομα Γύφτικα) και φημίζονται για την εργατικότητά τους και τα καλοκάγαθα αισθήματά τους. Ήταν χαρακτηριστικοί γλεντζέδες, υπηρετούσαν την πατρίδα, ήταν ευλαβείς χριστιανοί, συμμετείχαν στα κοινωνικά δρώμενα και εκτός αυτών φρόντιζαν κάθε χρόνο να μας ψυχαγωγούν με τη γκαμήλα και το γαϊτανάκι.

   Σήμερα έχουν σχεδόν αφομοιωθεί με τους άλλους κατοίκους και έχουν πλέον ξεθωριάσει οι ρίζες και το χρώμα τους. Υπάρχουν ακόμα κάποια τμήματα, με μικρά σπίτια σε στενά σοκάκια, που αποδίδουν την εικόνα της παλιάς Λαμίας και της ιδιαίτερης συνοικίας αυτής. Κρίμα που δεν διατηρήθηκε, ως ιστορική και πολιτιστική εικόνα της πόλης και χάνεται στην τσιμεντοποίηση του χρόνου.

  Είναι ευθύνη της δημοτικών αρχόντων επίσης, που η Γκαμήλα της Λαμίας ως ετήσιος θεσμός ατόνησε εδώ και κάποια χρόνια και χωρίς την αναγκαία πανελλήνια προβολή δεν απέφερε τουριστική ωφέλεια στον τόπο. Μακάρι να γίνει.

 

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος

                 φυσικός

 

----------------------------

 

Βιβλιογραφία – Αναφορές – Ιστοσελίδες

 

1.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Συνοικία και ενορία των Αγίων Θεοδώρων Λαμίας (στο πρώτο μισό του 20ού αι.)”, περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2006, σ. 143-184, Λαμία.

2.    Μαρίας Τζιβελέκη – Πολυμεροπούλου : “Αγαπητοί μου συμπολίτες … - Λαμιώτικα”, 2003, Λαμία.

3.    Γεωργίου Αλεξ. Πλατή : “Λαμία, ιστορική και κοινωνική έρευνα”, έκδ. δήμου Λαμιέων, 1973, Αθήναι

4.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Εξώγαμα και έκθετα παιδιά στη Λαμία”, εφ. “Λαμιακός Τύπος” σελ. 8-9, στις 2-11-2013, Λαμία.

5.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Λοιμώδη νοσήματα στη Λαμία”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, φ. 20869-20871 (3 συνέχειες), σελ. 6, 27-29 Μαΐου 2015, Λαμία.

6.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Άνθρωποι και χώροι εστίασης στην προπολεμική Λαμία”, από τις 21 Μαρτίου 2017, είναι αναρτημένη στο www.amfictyon.blogspot.gr

7.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Στιλβωτές υποδημάτων (λούστροι) στην προπολεμική Λαμία”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, φ. 20509, 13 Δεκεμβρίου 2013.

8.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Από τα κάρα στα απορριμματοφόρα (ιστορία σκουπιδιών στη Λαμία)”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, φ. 20839, σ. 10-11, Μ. Σάββατο-Κυριακή Πάσχα 11/12 Απριλίου 2015.

9.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Λαμία ελεύθερη από τους Τούρκους”, στην εφ. ΗΜΕΡΑ, φ. 870, σελ. 8, στις 9-4-2013, Λαμία.

10.  Γιώργου Πάλλη : “Από τη Λαμία στο Ζητούνι”, 2020, εκδ. Gutenberg.

11.  Ιωάννου Γ. Βορτσέλα : “Φθιώτις”, 1973, εκδ. Κασταλία.

12.  Βασιλικής Λάζου : “Η επιβολή του κράτους, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949”, σελ. 406, εκδ. Ταξιδευτής, 2016, Αθήνα.

13.  Ιστοσελίδα http://slamachalas.blogspot.com/

14.  Νίκου Ταξ. Δαβανέλλου : “ΛΑΜΙΑ, το χρονικό μιας πόλης”, 1994, Αθήνα

15.  Βασίλη Α. Μάργαρη : “Φθιώτιδα-Λαμία”, Πολυοδηγός, 2010, Λαμία.

16.  Μαρτυρία από την Αγγελική Τριανταφύλλου, αρχιτέκτονα.

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 



[1] Υπάρχει και η λέξη Κούλια που σημαίνει πύργο, προέρχεται από την ίδια τουρκική λέξη Κουλάς. Είναι γνωστή κοντά και στα βόρεια της Λαμίας, επί της Όθρυος, υπάρχει η γνωστή τοποθεσία Παλιοκούλια, διότι θα υπήρχε εκεί φράγκικος ή τουρκικός πύργος κατοπτεύσεως.

[2] Η αγγλική λέξη Slum  σημαίνει φτωχογειτονιά.

[3] Νικόλαος Δαβανέλος – Γεώργιος Σταυρόπουλος : “Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940)”, Εκδόσεις ΟΙΩΝΟΣ, 2005, Λαμία.

[4] Σπυρ. Λάμπρου : “Κερκυραϊκά ανέκδοτα – Περί του εν Κερκύρα τιμαρίου των ατσιγγάνων”.

[5] W. Miller, “Η Ελλάς επί Φραγκοκρατίας”, σελ. 475-476.

[6] Από τα γαλλικά είναι Bohéme = Βοημία και Bohémien = Βοημός, δηλ. τσιγγάνος (γύφτος). Η Βοημία βρίσκεται στην Τσεχία.

[7] Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Συνοικία και ενορία των Αγίων Θεοδώρων Λαμίας (στο πρώτο μισό του 20ού αι.)”, περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2006, σ. 143-184, Λαμία.

[8] Στάθης Καραγκούνης.

[9] 1 μπότσι ήταν ίσο με 1 οκά και ¼ της οκάς.

[10] Όμως στους φίλους και τα στελέχη του δημάρχου σέρβιραν κρέας για φαΐ!

[11] Γνωστοί φορτοεκφορτωτές τη δεκαετία του ’30 ήταν : ο Ευάγγελος Διαμαντής, ο Πάνος Καραγιάννης, ο Αθανάσιος Μολόχας, ο Καραμουσκέτας, ο Ξεπλένης, κ.ά. Οι περισσότεροι έμεναν στο Σλα Μαχαλά. [Βλέπε «Δρόμοι, Καταστήματος και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας 1930-40», του Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου, περιοδ. «Φθιωτικά Χρονικά» 2001, Λαμία]

[12] Ακόμα και στο Σταθμό Λιανοκλαδίου πήγαιναν με κασελάκια την περίοδο της Κατοχής, που περνούσαν τραίνα με Γερμανούς.

[13] όπως ο Ζάλης (Χρήστος Κουτσόπουλος) μαζί με τον αδερφό του Βασίλη.

8 σχόλια:

  1. Μεστό, ζεστό κείμενο, εναργέστατη περιγραφή μιας από τις παλαιότερες, μάλλον την παλαιότερη, συνοικία της Λαμίας, με τους ζεστούς, λαϊκούς ανθρώπους της και το ιδιαίτερο χρώμα, τόσο των κατοίκων, όσο και των οδών και σπιτιών της.
    Ταξίδεψα νοερά και ήταν μια ωραία αναδρομή στα παιδικά μου χρόνια, με την γκαμήλα και το γαϊτανάκι, καθώς και τα τραγούδια και τους πυροβολισμούς όταν οι κάτοικοι έρχονταν στο τσακίρ κέφι - και έρχονταν συχνά...
    Τους διαλόγους, με την ιδιαίτερη ντοπιολαλιά, μου μετέφερε ο συντοπίτης μας Θωμάς Χόνδρος, με την κατάλληλη προφορά και εγώ τους κατέγραψα.
    Σε συγχαίρω, ωραίο εορταστικό αφιέρωμα στην πιο γλεντζέδικη γειτονιά μας.
    Αγγελική Τριανταφύλλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ Αγγελική. Νομίζω ότι υπάρχουν πολλά ακόμη στοιχεία, κυρίως λαογραφικά, που θα αναδείξουν την ιδιαιτερότητα, για να μην πω τη σπανιότητα της Λαμιώτικης συνοικίας. Για τη βοήθειά σου, σε αναζήτηση στοιχείων παραμένω υπόχρεος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι Σαρακατσάνοι Γουλοπουλαίοι παππούδες μας εγκαταστάθηκαν στη Λαμία γύρω στο 1830 (άρα πιθανό λόγω διαμάχης με τούρκους των κάμπων όπου ξεχείμαζαν*), προερχόμενοι από τα βουνά τής Σαμαρίνας, όπου ξεκαλοκαίριαζαν, ενώ, βέβαια, δεν ήταν Βλάχοι-βλαχόφωνοι τής Σαμαρίνας.
    Ο πατέρας μου είχε φωτογραφία γύρω στο 1930, όπου καθόταν στα γόνατα του Σαρακατσάνικα ντυμένου με τη φουστανέλα παππού του.
    Μπορεί μερικοί να παντρεύτηκαν με γύφτισες. Δεν είχα ποτέ ακούσει κάτι τέτοιο, ούτε κάτι εναντίον των γύφτων ή των Μικρασιατών.
    *Απόδειξη είναι ότι το επώνυμο Γουλόπουλος υπάρχει στη Δ. Μακεδονία και τη Θεσσαλία:
    **https://apps.vrisko.gr/apo-pou-krataei-i-skoufia-sou/Γουλόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γεια σας!Θαυμάζω το ανεκτίμητο έργο σας!Είμαι Λαμιώτης , γνωστή κάποτε η οικογένεια μου στη πόλη (ο πατέρας μου υπήρξε ποδοσφαιρικό ίνδαλμα της Παλλαμιακής),αλλά δεν διαμένω στη Λαμία.Στη φωτογραφία γράφεται..η μεγάλη οικογένεια του Χρίστου Γουλόπουλου..όμως στη φωτογραφία διακρίνω δύο θείες μου , τη γιαγιά μου ( όχι μελαψοί) και κάποιες γνωστές φυσιογνωμίες...Τον Χρίστο Γουλόπουλο τον θυμάμαι πολύ καλά όταν έρχονταν στη γειτονία μου (Πατρόκλου - πρώτα σκαλιά Πλάτωνος - πριν την κατασκευή των σκαλιών) και έκανε αποκομιδές με το μαύρο μουλάρι που φαίνεται στη φωτό.Η φωτό με τον τίτλο η μεγάλη οικογένεια του Χρίστου Γουλόπουλο , πρέπει να είναι τραβηγμένη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ εντοπίζω και το χώρο που τραβήχτηκε.Σε πολλά σημεία των αναρτήσεων σας αναφέρονται οι προγονοί μου και αισθάνομαι μεγάλη υπερηφάνεια.όλα μου φαίνονται σαν χθεσινές ημέρες.Το έργο σας είναι ανεκτίμητο και μόνο μια θεία και χειμαρρώδης αγάπη για την πόλη μας, θα επέφερε αυτά τα άριστα αποτελέσματα.Μοναδικό το έργο σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πατριωτάκι καλημέρα. Δεν μου έγραψες όμως το όνομά σου και θα ήθελα να το ξέρω. Ειδικά που ο πατέρας σου ήταν σημαντικός παίκτης της Παλλαμιακής. Είναι φανερό αγαπητέ μου ότι αξίζει η Λαμία και η Φθιώτιδα να αναδειχτεί, μέσα από τους ανθρώπους της. Εξάλλου εδώ ζήσαμε και έχουμε μνήμες αλλά και συναίσθημα.
      Για τα καλά σου λόγια σ’ ευχαριστώ. Να είσαι καλά, όπου βρίσκεσαι και να τιμάς τον πατρογονικό τόπο σου, όπως κατάλαβα στη γραφή σου.

      Διαγραφή
  5. Γεια σας! Πατέρας μου ήταν ο Γρηγόριος Τσαμαντάνης, ο οποίος διατηρούσε κρεοπωλείο στην πόλη της Λαμίας.Εκτενής αναφορά σχετικά με τη ποδοσφαιρική συμβολή του, στην ομάδα της Παλλαμιακής,γίνεται στο βιβλίο του αειμνήστου Αλέκου Καΐλα, "33 Χρόνια από την ίδρυση της Παλλαμιακής. Εγώ είμαι ο μικρότερος γιος του , Νικόλαος Τσαμαντάνης, απόστρατος αξιωματικός και ζω στη πόλη του Βόλου.
    Στη συνοικία του Σλά Μαχαλά,όπου διέμεναν πολυαγαπημένα συγγενικά μου πρόσωπα (θείες,θείος ,γιαγιά και ξαδέλφια), έχω πολλούς φίλους και φίλες , οι οποίοι με τιμούν με τη φιλία τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ευχαριστώ για το μήνυμά σου αγαπητέ Γρηγόρη.
    Έτσι είναι, όπως τα αναφέρεις. Ειδικά στα προπολεμικά χρόνια, οι ομάδες “Παλλαμιακή” και “Ολυμπιακός Λαμίας”, κυρίως έδεναν και φανάτιζαν (με την καλή έννοια) του φιλάθλους τους, οι δε παίκτες τους ήταν πασίγνωστοι στην πόλη. Ωραία χρόνια. Άλλο χαρακτηριστικό της Λαμίας, η Δημοτική της Αγορά με όλα (σχεδόν) τα κρεοπωλεία της πόλης. Το σόι σας πρέπει να είναι μεγάλο. Σκέφτομαι και τα λατομεία στην περιοχή Μεγάλης Βρύσης. Αλήθεια έχετε φτιάξει οικογενειακό γενεαλογικό δένδρο; Για μια πολύ πιθανή έκδοση σχετικά με τους επαγγελματίες της Λαμίας (μεταξύ αυτών και οι κρεοπώλες) θα ήθελα μια φωτογραφία του πατέρα σας, αν είναι δυνατόν.
    Ευχαριστώ για τη γραφή σας. Εύχομαι εξαιρετική υγεία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Το λατομείο στη μεγάλη Βρύση ήταν του παππού μου Γιώργου Τσαμαντανη που μετέπειτα έφτιαξε το ξενοδοχείο δέλτα στη Λαμία και κοντά στην Στυλίδα το tsamantanis hotel

    ΑπάντησηΔιαγραφή