"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

12/4/21

Ο εθνομάρτυρας Θανάσης Διάκος (γ΄ μέρος)

Από την Αλαμάνα στο ηρωικό πάνθεο

 

συνέχεια  από το β’ μέρος

 

6.  Η εκστρατεία Ομέρ Βρυώνη – Κιοσέ Μεχμέτ - Οι αποφάσεις των οπλαρχηγών

    Η έναρξη της ελληνικής επανάστασης σε Μοριά και Ανατολική Στερεά την αρχή της άνοιξης του 1821 ευνοήθηκε από τη δέσμευση μεγάλων τουρκικών δυνάμεων εναντίον του Αλή πασά (1788-1822). Από τον Ιούλιο 1820 έδρασαν στην Ήπειρο με επικεφαλής τον Ισμαήλ Πασόμπεη και περιόρισαν τον Αλή στο κάστρο του στα Γιάννενα. Τον Ιανουάριο 1821 ανέλαβε ο έμπειρος Χουρσίτ πασάς, που από το Νοέμβριο 1820 ήταν διοικητής του Μοριά.

 

  Οι εξελίξεις στην Ανατολική Στερεά και κυρίως η πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου είχε τους θησαυρούς του και το χαρέμι του, κι αδυνατώντας να επέμβει ο ίδιος, τον ανάγκασαν (από τις 9 Απριλίου) να στείλει στρατό[1] με 8000 πεζούς και 800 ιππείς με τους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη. Σκοπός τους ήταν το πέρασμα στο Μοριά, του μεν Κιοσέ Μεχμέτ από τον Ισθμό και του Ομέρ Βρυώνη μέσω Ιτέας στο Αίγιο, για ενίσχυση στην Τριπολιτσά. Η έκταση της επανάστασης στην ανατολική Στερεά πιθανά δεν ήταν τόσο γνωστή στον Χουρσίτ.

   Ο Κιοσέ Μεχμέτ ήταν ανώτερος, αλλά άπειρος. Αντίθετα ο Ομέρ Βρυώνης (πασάς του Βερατίου) ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε τόσο τα εδάφη όσο και τους Έλληνες οπλαρχηγούς (μερικούς τους ήξερε από την αυλή του Αλή πασά). Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά μπέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσάπαρης.

   Στις 19 Απριλίου, από μικρή ελληνική ομάδα έγινε μια νυκτερινή καταδρομική επιχείρηση στο στρατόπεδο των Τούρκων για να  εκτιμήσουν την αριθμητική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος. Παρά τις αντίθετες εντολές, οι Έλληνες συνέλαβαν 2 Τούρκους και πήραν 4 άλογα.

   Την επομένη (20 Απριλίου) στις Κομποτάδες (κάτω απ’ τα πλατάνια) έγινε συμβούλιο (η 2η σύσκεψη) των 3 οπλαρχηγών. Παράλληλα, αποφασίστηκε να μετακινηθούν οι άμαχοι και γυναικόπαιδα στα ορεινά για προστασία και η εκτέλεση των 2.000 Τούρκων αιχμαλώτων. Την υλοποίηση αυτής ανέλαβε ο Γιάν. Γκούρας στα Σάλωνα. Στη Λειβαδιά, έδεσαν 600 περίπου άτομα και τα έριξαν από το ψηλότερο σημείο του φρουρίου. Πολύ σκληρό μέτρο, αλλά τότε κρίθηκε ως αναγκαίο[2].

   Για αντίσταση στους Τούρκους έπρεπε να κλείσουν με κάθε τρόπο τα περάσματα και δρόμους προς τη Βοιωτία, Φωκίδα και Δωρίδα. Ο Ιωάν.  Δυοβουνιώτης είπε να αμυνθούν όλοι μαζί στο Γοργοπόταμο-Αλεπόσπιτα, με διαφυγή προς την ορεινή Οίτη, επειδή έχουμε λίγους κι απειροπόλεμους απέναντι σε τακτικό στρατό. Αντίθετα ο Θανάσης Διάκος πρότεινε να διαιρεθούν κυρίως στα περάσματα του ποταμού Σπερχειού, που ήταν το λιθόκτιστο γεφύρι της  Αλαμάνας ανατολικά, το γεφύρι της Σανίδας προς το Φραντζή στα δυτικά και στην ενδιάμεση απόσταση αυτών. Έτσι κι έγινε.

   Ο Δυοβουνιώτης ανέλαβε τη δυτική ζώνη (γεφύρι Σανίδας, Φραντζόμυλο, Αλεπόσπιτα) με 400 άτομα, ο Πανουργιάς[3] το κέντρο (χωριό Μουσταφάμπεη, καρβουναριά και Χαλκωμάτα) με 600 άτομα κι ο Διάκος το ανατολικό μέρος, όπου ήταν και το γεφύρι της Αλαμάνας, με 500 άτομα. Μερικοί κλείστηκαν και στο Χάνι της Αλαμάνας που ήταν δίπλα.

   Το πέρασμα της Αλαμάνας ήταν το σημαντικότερο, αλλά και το πιο αδύνατο και δυσκολότερο για φύλαξη. Ο Διάκος και τα παλικάρια του φύλαγαν και τα ριζώματα του Καλλιδρόμου, το λόφο των Πουριών, μέχρι τις θερμές πηγές Ψωρονέρια. Από το λόφο αυτό ο Διάκος έβλεπε τις εχθρικές κινήσεις.

   Η βιβλιογραφία διέσωσε λίγα ονόματα των παλικαριών του Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας, όπως : Νικ. Κύρκος, Ιωάν. Αυγερινός (απ’ το Δαδί), Ιωάν. Παπαχατζής (απ’ τη Δαμάστα), Δημ. Τσαμαλής (από το Δίστομο), Δημ. Τριανταφύλλου (από τη Λειβαδιά), Κώσ. Μασαβέτας (αδερφός του Θανάση Διάκου) και Ρουμάνης (ψυχογιός του Κ. Μασαβέτα).

Η γέφυρα της Αλαμάνας και δίπλα το Χάνι της Αλαμάνας (λιθογραφία το E. Rey (1834)



7.   Ο αμυντικός αγώνας των οπλαρχηγών στο Σπερχειό ποταμό

    Η μεγάλη μέρα άρχισε με του Έλληνες στις θέσεις τους ταμπουρωμένους, όσο καλύτερα γινόταν. Ήταν 22 Απριλίου[4], με συνεχή βροχή που λάσπωνε το χώμα. Στην οθωμανική δύναμη προστέθηκαν κι άλλοι 1.000 Τούρκοι της Λαμίας, με τη συμβολή του Χαλήλ μπέη.

  Το ένα τμήμα από 4.000 άτομα του τουρκικού στρατού και 800 ιππείς με τον Ομέρ Βρυώνη, από τα δυτικά, πέρασε το Λειανοκλάδι και τον πλημμυρισμένο Σπερχειό και επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη. Συνάντησε πολύ μικρή αντίσταση. Το σώμα του Δυοβουνιώτη, που είχε 5 νεκρούς, σύντομα αποχώρησε προς το ορεινό της Οίτης (στα Δυο Βουνά).

  Ακολούθησε αμέσως επίθεση των τουρκαρβανιτών στο χωριό Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια), όπου ο Κομνάς Τράκας και ο παπα-Αντρέας Μώρης με 200 παλικάρια αμύνονταν γενναία οχυρωμένοι στα σπίτια, στο μύλο και στο ναό. Ο Ομέρ Βρυώνης τριχοτόμησε τη δύναμή του, το ένα τμήμα χτύπησε το χωριό Μουσταφάμπεη, το άλλο τη Χαλκωμάτα, όπου ήταν ο Πανουργιάς και βοηθώντας με το τρίτο τμήμα τη δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ (που κόλλησε στη λάσπη).

Πανουργιάς (1767-1834)
   Η μικρή δύναμη του Πανουργιά αντιστάθηκε, αλλά η επίθεση ήταν σφοδρή και την ανάγκασε σε υποχώρηση στην πλαγιά του Καλλιδρόμου, έχοντας πάντα πίσω τους τουρκαρβανίτες. Η ηρωική αντίσταση του σώματος Πανουργιά κάμφθηκε γρήγορα και όταν ο ίδιος τραυματίστηκε[5] και μεταφέρθηκε στην Ι. Μ. Δαμάστας[6], η άμυνα κατέρρευσε.

   Ο δεσπότης Σαλώνων Ησαΐας, ήταν μέσα στο στράτευμα του Πανουργιά πάντα ευλογώντας και ενθαρρύνοντας όλους. Ήταν ασυνήθιστος στο κακοτράχαλο έδαφος και δυσκολευόταν στην κίνηση προς το ορεινό του Καλλιδρόμου. Ο αδελφός του παπα-Γιάννης, όπως και ο ανεψιός του είχαν πριν λίγο σκοτωθεί. Ένα παλικάρι τον πήρε στο ώμο για να τον γλιτώσει κι έτρεχε στον ανήφορο. Σύντομα όμως κουράστηκε, ο δε Ησαΐας του έλεγε:

- Άφησέ με τέκνον μου, σώσε τον εαυτό σου ως χρησιμότερον.

Ησαΐας Σαλώνων (1780-1821)
  Άλλος συμπολεμιστής που τον είδε, προσπάθησε να τον ανεβάσει στο άλογό του, μα δεν πρόλαβε. Οι αρβανίτες τον σκότωσαν. Τα τελευταία του λόγια ήταν:

- Παναγία μου, σώσον τουλάχιστον την Πατρίδα.

  Οι οθωμανικές δυνάμεις στράφηκαν πλέον προς τα ανατολικά, όπου ήταν ο Θανάσης Διάκος. Ουσιαστικά η μάχη είχε κριθεί. Στη Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια), οι κλεισμένοι στα σπίτια Έλληνες πολεμιστές αντάλλασαν πυροβολισμούς με μικρή δύναμη από αρβανίτες.


8.   Ο Διάκος στην Αλαμάνα - Ο αγώνας μέχρις εσχάτων

   Η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ από ανατολικά και βόρεια είχε πλησιάσει, μέσα στο βαλτώδες έδαφος. Απ’ τα δυτικά των Πουριών έστειλε ο Ομέρ Βρυώνης ένα τμήμα για πλευροκόπημα. Ήταν φανερή η επικίνδυνη θέση του Θανάση Διάκου. Η επίθεση είναι σφοδρή και τα εχθρικά βόλια σφύριζαν γύρω του. Δεν τον πέτυχε κανένα! Πίστευαν όλοι ότι είχε τίμιο ξύλο.

   Ο Διάκος ενθάρρυνε τους άλλους με δυνατή φωνή : - Βαστάτε αδέρφια, σήμερα ας χύσουμε το αίμα μας για την Πατρίδα και την αγάπη του Χριστού.

   Όμως οι εχθροί είναι πολλοί. Βλέπει να πέφτουν νεκροί ή χτυπημένοι κάποιοι σύντροφοί του κι άλλοι να δειλιάζουν και οπισθοχωρούν. Κι όμως παραμένει και συνεχίζει. Λιποτάκτησαν και μερικοί, που ήταν μέσα στο Χάνι της Αλαμάνας. Με εντολή του Διάκου οι Καλύβας και Μπακογιάννης πήγαν στο Χάνι, όπου είχαν μείνει μόνο δύο άτομα. Κλείστηκαν μέσα και πυροβολούσαν από εκεί, για να μην περάσουν οι Τούρκοι τη γέφυρα.

   Οι Τουρκαρβανίτες προσπαθούσαν να ανέβουν στο λόφο των Πουριών, κάτι αρκετά δύσκολο. Από τη δύναμη του Διάκου έμειναν οι μισοί ίσως και λιγότεροι,  οι δε άλλοι έφυγαν προς τον Καλλίδρομο. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση, κάποιοι σύντροφοί του εκτιμώντας το άσκοπο του αγώνα, του προτείνουν να φύγουν. Έχουν γραφεί ότι του πήγαν το άλογό του Αστέρω, για να ανεβεί και να φύγει. Θυμήθηκε όμως τους Καλύβα και Μπακογιάννη και είπε :

- Όχι, αδέρφια. Πού να αφήσουμε τον Μπακογιάννη και τον Καλύβα. Αυτοί χάνονται τη στιγμή αυτή. Εδώ θα αποθάνωμε κι ημείς μαζί μ’ αυτούς για την Πατρίδα.

   Η παράδοση αναφέρει ότι ο Διάκος τότε πέταξε το όπλο[7] του. Ίσως από βλάβη ή δεν ήταν χρήσιμο, επειδή η μάχη γινόταν από κοντά με το σπαθί.

   Εγράφη από κάποιον και το επανέλαβαν οι επόμενοι, ότι ο Βασίλης Μπούσγος, τον παρακαλούσε να σώσει τη ζωή του. Δεν αληθεύει, επειδή το πρωτοπαλίκαρο του Διάκου ήταν τότε στη Λειβαδιά και δεν πολέμησε στην Αλαμάνα.

   Η απόφασή του Διάκου ήταν να πέσει πολεμώντας. Το έθεσε ως χρέος, όπως έγινε και στις Θερμοπύλες. Οι αγώνες θέλουν θυσίες και τίποτα δεν είναι άσκοπο. Ο Θανάσης Διάκος ήταν ο εκφραστής της επαναστατικής συνείδησης των Ελλήνων και όφειλε να είναι παράδειγμα αυτοθυσίας.

Το όπλο του Διάκου
   Απέμεινε με άλλους σαρανταοκτώ από τους οποίους μερικοί αποτραβήχτηκαν σε βραχώδες σημείο, που έμεινε με το όνομα[8] “του Διάκου τα λιθάρια”. Απέμειναν τελικά δέκα Έλληνες που συνέχιζαν τον άνισο αγώνα. Οι αρβανίτες ήθελαν να τον πιάσουν ζωντανό για το μπαξίσι του Ομέρ Βρυώνη. Σκοτώθηκε κι ο αδερφός του Διάκου Κώστας Μασαβέτας, που πολεμούσε δίπλα του. Όσα γράφτηκαν ότι ο Διάκος έβαλε το νεκρό σώμα του αδελφού του Κώστα για προφύλαξη από τα εχθρικά βόλια, δεν πρέπουν στην κλέφτικη παράδοση και στο σεβασμό του νεκρού και αδελφού. Πιθανά ήταν κοντά του για να του πάρει το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι εχθροί (ήταν παράδοση των αρματολών).

   Ο κλοιός στένευε και ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Στον ηγούμενο της Ι. Μ. Δαμάστας Νεόφυτο, που πολεμούσε δίπλα του, ο Διάκος ζήτησε να φύγει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Το ίδιο έγινε και με το γερο-Διαμάντη. Ήταν ο σοφός Νέστορας του Διάκου και των παλικαριών του και ταυτόχρονα ο οιωνοσκόπος τους. Πιέστηκε να φύγει απ’ τη μάχη, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, αλλά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον αρχηγό του. Έπεσε με το σπαθί στο χέρι πολεμώντας με πλήθος εχθρών.

   Είχαν πλέον περικυκλωθεί και η μάχη με τους Αρβανίτες γινόταν σώμα με σώμα. Με την πάλα και το γιαταγάνι ο Διάκος σωριάζει αρκετούς. Τότε ένα βόλι του σπάζει το δεξί χέρι. Συνεχίζει με το αριστερό και τα θύματα είναι πολλά[9]. Οι εχθροί χρησιμοποίησαν κι άλλους τρόπους ψυχολογικού επηρεασμού του, όπως λέγοντάς του:

- Προσκύνα Διάκε τον πασά, να σώσης τη ζωή σου.

- Όσο είν’ ο Διάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει, ήταν η απάντηση.

   Επίσης, για πτώση του ηθικού του, λέγεται ότι πέταξαν στο ταμπούρι του Διάκου το κομμένο κεφάλι του δεσπότη Ησαΐα. Αναποτελεσματικές προσπάθειες. Όμως είχε μείνει πλέον μόνος, φωνάζοντας  προς τους δικούς του :

- Σκοτώστε με για να μην πέσω στων σκυλιών τα χέρια.

  Δεν υπήρχε κανείς όμως. Ο Διάκος ήταν κατάκοπος, παλεύοντας με το αριστερό χέρι και να πονάει το σπασμένο δεξί χέρι. Τότε, ένα βόλι χτύπησε την υψωμένη πάλα του, κοντά στη λαβή και την έσπασε. Από την εξάντληση έπεσε λιπόθυμος, με τη λαβή στο χέρι.

  Όταν συνήλθε, τον κρατούσαν γερά πέντε αρβανίτες.

 συνεχίζεται

     ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο στρατός αποτελείτο από 4.000 Αλβανούς από το στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά καθώς και 4.000 επιστρατευμένους Κονιάρους της Θεσσαλίας και άτακτους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Οι Κόνιαροι  (ή Γιουρούκοι) ήταν τουρκικής καταγωγής νομαδικός λαός, από το Ικόνιο, που είχαν μεταφερθεί στη Μακεδονία από το 15ο αι. και μετά.

[2] Υπήρχε φόβος αυτομόλησης αυτών στον οθωμανικό στρατό και κίνδυνος κατασκοπείας.

[3] Μαζί του ήταν ο Κομνάς Τράκας κι ο παπα-Αντρέας Μώρης (από την Κουκουβίστα).

[4] Οι Σπ. Τρικούπης, Γ. Κρέμος και Κ. Παπαρρηγόπουλος ως ημερομηνία της μάχης γράφουν  τις 22 Απριλίου, ενώ ο Ιωάν. Φιλήμων (1798-1874) γράφει στις 23 Απριλίου. Παραμένει ακόμα το ερώτημα.

[5] Ο Πανουργιάς σώθηκε με δυσκολία, όπως και ο Ιωάννης Μαμούρης (1797-1867), που ήταν κοντά.

[6] Η Ι. Μ. Δαμάστας, μετά τη μάχη της Αλαμάνας πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, επειδή συμμετείχε σ’ αυτήν και είχε καταστεί κέντρο των κλεφταρματολών της Φθιώτιδας.

[7] Έχει διασωθεί. Το καριοφίλι αυτό φυλάχθηκε σε μοναστήρι (το λέγανε “παπαδιά”) και κατέληξε στον ιστορικό Τάκη Λάππα.

[8] Αργότερα σ’ αυτό το ιστορικό μέρος των Πουριών, στήθηκαν κάποιες βλάχικες καλύβες, που έμειναν με το όνομα “Κονάκια του Σπαθούλα”.

[9] Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας και βιογράφος του Γεωργίου Καραϊσκάκη, έγραψε ότι οι Τούρκοι κι Αρβανίτες είχαν εντολή να πιάσουν ζωντανό το Διάκο γι’ αυτό και θυσιάστηκαν πολλοί. Θα χάνονταν δε περισσότεροι αν ένας Γκέκας δεν έριχνε την καπότα του (την κάπα) επάνω στο Διάκο και μπλέχτηκε με το σπαθί του. Τότε όρμησαν και τον έπιασαν από τα χέρια.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου