"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

15/8/20

Το Λυχνό Υπάτης, μέσα από την ιστορία του



   Το όνομα Λυχνό (με ύψιλον, αλλά γράφεται και με γιώτα) προήλθε από τη λέξη Λύχνος. Ένα θαυμάσιο όνομα τόπου, εφόσον ο λύχνος (το λυχνάρι) παρέπεμπε στο φως. Στη θέση όπου ήταν ο πρώτος οικισμός, το φως του λύχνου ήταν καθημερινά ορατό από τα γύρω μέρη.
 
Ο Ι. Ν. Αγίων Πέτρου & Παύλου Λυχνού (φωτ. Κ.Α.Μ., 21-6-2020)
   Η προφορική παράδοση κατέγραψε 4 εξηγήσεις για την προέλευση του ονόματος:
1.    Παλιότερα στη θέση το χωριού ήταν το Παλιομονάστηρο (που προηγήθηκε της μονής Αγάθωνος), στο οποίο κατά τη νύχτα άναβε πάντα κάποιος λύχνος. Αυτό φαινόταν πάντα από τα γύρω μέρη κι έτσι έμεινε η ονομασία Λύχνος.
2.    Τον πρώτο οικισμό από καλύβες είχαν φτιάξει 15 οικογένειες. Στη μέση αυτού άναβαν το βράδυ ένα λύχνο για να βλέπουν. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών, που τον έβλεπαν αναμμένο, έλεγαν : “Άναψε ο Λύχνος”.

3.    Το καλοκαίρι, που αλώνιζαν τα σιτάρια, ακόμα και τις νύχτες που είχε αέρα, άναβαν λύχνους (λυχνάρια) για να βλέπουν. Έτσι έμεινε το όνομα Λύχνος (ή Λυχνός).
4.    Από το χωριό Τσούκα ήρθαν 2 αδέρφια (Καραγιάννη) και έφτιαξαν μια καλύβα στη σημερινή θέση του χωριού. Δούλευαν στο μοναστήρι. Κάθε νύχτα άναβαν από ένα φυτίλι με χοιρινό λίπος. Το έβλεπαν οι δικοί τους από την Τσούκα κι έλεγαν “άναψαν το Λύχνο”.
   Έτσι έμεινε η ονομασία, που παρατονίστηκε κι από Λύχνος έγινε Λυχνός.
   Η ιστορία και ζωή του Λυχνού είναι συνδεδεμένη με το μοναστήρι του Αγάθωνα. Στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού τον 11ο–12ο αι. αναφέρεται από την προφορική παράδοση το “Παλαιομονάστηρο”, με εικόνα της Παναγίας, το οποίο μετά καταστράφηκε (από άγνωστη αιτία). Περί το 1400 ήρθε στην περιοχή και εγκαταστάθηκε ο μοναχός Αγάθων. Στις 6 Σεπ. 1400 βρήκε τη χαμένη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας από το Παλαιομονάστηρο. Από το 15ο αι. δημιουργήθηκε η Μονή Αγάθωνος με την κατασκευή του Καθολικού της.
   Τον ίδιο αιώνα (το 15ο) πρέπει να φυτεύτηκε και ο υπεραιωνόβιος σήμερα πλάτανος στη θέση που ονομάζεται “Βρύσες” του Λυχνού. Η ηλικία του προσδιορίστηκε στα 600 έτη.
   Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ που πέρασε την περίοδο 1805-1815 δεν αναφέρει καθόλου το χωριό Λυχνό, αλλά καταγράφει 10 σπίτια στην τοποθεσία “Αγάθεμι”, δηλ. Αγάθωνη. Είναι προφανές ότι τα 10 σπίτια εκεί κοντά, ήταν του χωριού Λυχνός. Ο Ιωάννης Βορτσέλας αναφέρει ότι το 1810 το Λυχνό είχε 75 κατοίκους.
  Είναι λοιπόν βέβαιο ότι ο οικισμός ή το χωριό Λύχνος ή Λυχνός ήταν προεπαναστατικό και συγκεκριμένα ήταν τσιφλίκι της Μονής (μαζί με το Λιάσκοβο και το Μούσδροβο). Η μονή είχε προνόμια και διέθετε πολλά κτήματα, λιβάδια και γιδοπρόβατα, όπου δούλευαν οι ακτήμονες κάτοικοι των χωριών.
  Οι κάτοικοι του Λυχνού, μέχρι το 1921 που δεν υπήρχε δρόμος πήγαιναν με τα πόδια στο μοναστήρι. Εκεί εκκλησιάζονταν, βάφτιζαν τα παιδιά τους και έθαβαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια, γυναίκες του Λυχνού πήγαιναν στο μοναστήρι και έπλεναν τα ρούχα των καλογέρων. Υπήρχε στη μονή μεγάλο καζάνι, όπου ζέσταιναν νερό για το σκοπό αυτό. Τα στρωσίδια της μονής τα πήγαιναν κάτω στο ρέμα και τα πλένανε.
   Το πέρασμα του Δράμαλη στα τέλη Ιουνίου 1822 και η καταστροφή της Μονής Αγάθωνος την οποία έκαψε, ανάγκασαν σε φυγή τους γύρω κατοίκους μεταξύ των οποίων και αυτών του Λυχνού. Το μοναστήρι ερήμωσε. Από τους 35 μοναχούς που είχε το μοναστήρι το 1821 στις 14 Νοεμβρίου 1833 επέστρεψαν μόνον 3 μοναχοί!
   Ευτυχώς το 1833, με το διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα, η Μονή Αγάθωνος δεν καταργήθηκε, παρά το ότι είχε μόνον 3 μοναχούς.
   Στο νεοελληνικό κράτος, από τις 20 Απριλίου 1835 ο οικισμός Λύχνος (όπως γραφόταν από τότε) προσαρτήθηκε στο δήμο Υπάτης (στην επαρχία Νέων Πατρών) του νομού Φωκίδος και Λοκρίδος. Στην απογραφή (το 1835) είχε 53 κατοίκους με 14 οικογένειες.
   Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που υποχρέωσε το βασιλιά Όθωνα να αποδεχτεί Σύνταγμα στην Ελλάδα, οι κάτοικοι του Λυχνού που είχαν δικαίωμα ψήφου, στις 26 Σεπτεμβρίου 1843, εξέλεξαν[1] το Γεώργιο Κατσαδούρο ως εκλογέα[2] του χωριού στην επαρχία Νέων Πατρών. Η συνέλευση έγινε στον Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού στο Λυχνό, ο δε εφημέριος λεγόταν Κωνσταντίνος.  Το 1843 το χωριό είχε 20 οικογένειες.
  Μέχρι το τέλος του 19ου αι., ο πληθυσμός του Λυχνού αυξανόταν. Έτσι το 1889 είχε 172 κατοίκους και το 1896 έφτασε τους 217 κατοίκους.
   Από τις αρχές του 20ού αι. καταγράφηκαν 5 μαθητές του Λυχνού, οι οποίοι φοίτησαν στο Ελληνικό Σχολείο Υπάτης. Πρέπει να ήταν απόφοιτοι του δημοτικού Σχολείου Υπάτης ή - πιθανά - του Λυχνού. Πρώτος Λυχνιώτης μαθητής (κατά το σχολ. έτος 1902-1903), απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου ήταν ο Νικόλαος Γεωρ. Σπαθάρας, ετών 12, γιος γεωργού.
   Από τις αρχές του 20ού αι. πρέπει να λειτούργησε το Δημοτικό Σχολείο του Λυχνού. Πάντως το 1912, που Ιδρύθηκε η Κοινότητα Λύχνου με ομώνυμη έδρα, επιβεβαιώνεται ότι “ο οικισμός είχε Σχολείο”. Το κτίριο του σχολείου κτίστηκε στην πλατεία του Λυχνού, κοντά στον πλάτανο, ήταν ισόγειο, με κεραμοσκεπή, που είχε μία σχολική αίθουσα με τζάκι και ένα δωμάτιο για το δάσκαλο. Γνωστά επώνυμα δασκάλων που υπηρέτησαν στο Δημοτικό Σχολείο Λυχνού ήταν Κεφαλάς, Μπανέτσος, Παπαδόπουλος, Παπασταμάτης, Ντριβάλας και Δελόπουλος. Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι το σχολείο είχε τότε περισσότερους από 50 μαθητές.
   Στις αρχές του 20ού αι. και συγκεκριμένα την περίοδο 1909-1914 έφυγαν από το Λυχνό και πήγαν μετανάστες στην Αμερική οι: Νικ., Βασ. και Παν. Σπαθάρας, Στυλ. Θεοδωρόπουλος, Βασ. και Δημ. Καραγιάννης, Λεων. Καραγκούνης Νικ. Καραδήμας, Ιωάν. Καρακώστας, Κων. Κασβίκης, Αθαν. και Πέτρ. Παγιούλας και Κων. Παπασταμούλης. Προορισμός των περισσότερων ήταν η Καλιφόρνια. Αναλυτική εργασία γι’ αυτούς υπάρχει και θα δοθεί προσεχώς.
   Κάποιοι μετανάστες δεν επέστρεψαν. Όσοι όμως επέστρεψαν, με τα χρήματα που έφεραν αγόρασαν χωράφια κι έφτιαξαν πετρόκτιστα δίπατα σπίτια[3], με μαστόρους από το χωριό Κολοκυθιά. Πριν, το Λυχνό είχε μόνο καλύβες.
   Το 1912-13 στρατεύτηκαν και συμμετείχαν στους Βαλκανικούς πολέμους και υπήρξαν και θύματα. Ανάλογη συμμετοχή και θύματα είχαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-22.
   Να θυμίσουμε ότι από τις 31 Αυγούστου 1912, ο οικισμός Λύχνον αποσπάστηκε από το δήμο Υπάτης. Ιδρύθηκε αυτόνομη Κοινότητα Λύχνου με ομώνυμη έδρα.
   Το 1920, ο πληθυσμός του Λυχνού ήταν 233 κάτοικοι. Από το 1921 η κοινότητα Λυχνού με δικά της έξοδα αποφάσισε να κτίσει τον πρώτο ναό στο χωριό, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Δίπλα έγινε το κοιμητήριο. Πρώτος εφημέριος ήταν ο παπα-Σπυρόπουλος, από το Καπνοχώρι. Το 1923 έγινε παπάς ο ντόπιος Κώστας Στέφος, ο οποίος διακόνησε το ναό για πολλά χρόνια.
   Στις επόμενες 10ετίες, οι ευλαβείς χριστιανοί του Λυχνού, μέσα κι έξω απ’ το χωριό, σε κατάλληλα σημεία έκτισαν 8 όμορφα εικονίσματα.
   Τη 10ετία ’20-30, στη Μονή Αγάθωνος προσήλθαν νέα άτομα να την υπηρετήσουν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μοναχός Γεράσιμος Κουκούμπας από το Λυχνό Υπάτης, που ήρθε στη μονή το 1924, σε ηλικία 65 ετών.
   Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ιατρικά το χωριό Λυχνό καλυπτόταν από τους γιατρούς της Υπάτης. Ο γιατρός Γρηγ. Μπρόφας έκανε εμβόλια κατά της ευλογιάς στους μαθητές του σχολείου. Η ζωή ήταν δύσκολη. Από το Λυχνό προς την Αμαλώτα δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος μέχρι το 1950. Όσοι ήθελαν να πάνε στη Λαμία ήταν 5 ώρες πορεία με τα πόδια. Όσοι πήγαιναν με κάποιο μεταφορικό ζώο, το άφηναν στο Χάνι του Ιωάν. Κουτσόβουλου ή στο Χάνι του Συλαίου (οδός Βενιζέλου) στη Λαμία.
   Οι κάτοικοι του Λυχνού ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Κυρίως ζούσαν από τα καπνά. Καλά χωράφια και ποτιστικά είχαν οι οικογένειες Καρακώστα, Παπασταμούλη και Καραγιάννη. Τα ξερικά καπνοχώραφα δεν έκαναν καλό καπνό. Έζησε πολύς κόσμος από τα καπνά.
   Επίσης είχαν και αμπέλια, από τα οποία έφτιαχναν κρασί. Στο ρακοκάζανο της εκκλησίας, που το έβαζαν στο πλάτανο και δούλευε για 10 μέρες, έπαιρναν και τσίπουρο. Υπήρχαν κι άλλα δύο. Οι γυναίκες από το μούστο έφτιαχναν μουστοκουρκούτι, πετιμέζι και ρετσέλια.
   Στον κάμπο καλλιεργούσαν και καλαμπόκια. Σε καλύβες φτιαγμένες από καναπίτσες, τα βράδια μαζεύονταν σε παρέες και ξεφλούδιζαν τα καλαμπόκια, τραγουδώντας.
   Επιπλέον σε μικρούς κήπους καλλιεργούσαν κηπευτικά διάφορα και όσπρια (φασόλια, ρεβίθια, φακές). Υπήρχαν διάσπαρτα οπωροφόρα δένδρα (μετά το 1950 και μηλιές). Για ζωοτροφές καλλιεργούσαν κριθάρι, βίκο, ρόβι και τριφύλλι.
   Οι κτηνοτρόφοι είχαν γιδοπρόβατα. Επίσης είχαν μεταφορικά ζώα (άλογα, μουλάρια, όνους) και βοοειδή μέχρι το 1960 που χρησιμοποιούσαν ακόμα και για άροση. Φυσικά είχαν οικόσιτα ζώα (χοίρους, πρόβατα, αίγες, κότες). Υπήρχε και μελισσοκομία σε μικρό βαθμό.
   Σημαντικό ρόλο στη ζωή του χωριού είχαν : ο γραμματέας της κοινότητας (τηρούσε τα βιβλία, λάμβανε και εξέδιδε κάθε είδους έγγραφα, πιστοποιητικά, κ.ά.), ο νεροφόρος (για το πότισμα των αγρών), ο αγροφύλακας (για τις καλλιέργειες από παράνομη βόσκηση) και ο δραγάτης (φύλακας των αμπελιών).
   Για τους άνδρες του Λυχνού, οι κοινωνικές συναναστροφές γίνονταν στα καφεμπακάλικα. Σ’ αυτά οι γυναίκες και τα παιδιά ψώνιζαν τα αναγκαία, οι δε άνδρες περνούσαν ευχάριστα τις ώρες. Παράλληλα γίνονταν και πολιτικές συγκεντρώσεις, ενημέρωση (μάθαιναν τα νέα), μέχρι και συνοικέσια. Εκεί ο ταχυδρόμος, που ερχόταν με το μουλάρι, έφερνε την αλληλογραφία. Οι καπνομεσίτες σ’ αυτά έκλειναν συμφωνίες με τους παραγωγούς.
   Παλιότερα, στην πλατεία του Λυχνού, στον πλάτανο, έρχονταν οι πλανόδιοι έμποροι και πραματευτάδες (με υφάσματα, κλωστές, βελόνες, κ.ά.), αλλά και τεχνίτες  (φανοποιοί, καρεκλάδες, καλαντζήδες, καποράφτες, μπαλωματήδες, κ.ά.). Η πληρωμή γινόταν σε είδος (εφόσον τα χρήματα ήταν δυσεύρετα).
   Στα μέσα Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο γινόταν το παζάρι της Υπάτης, που διαρκούσε 7 μέρες. Στο εμποροπάζαρο έρχονταν από τα γύρω χωριά και πουλούσαν τα πλεονάσματα της αγροτικής παραγωγής τους (όσπρια, καρύδια, αμύγδαλα, τριφυλλόσπορο, κ.ά.). Επίσης αγόραζαν και τα αναγκαία πράγματα (για το σπίτι, αλλά και κάποια εργαλεία). Ήταν πολύ σημαντικό εμπόριο για την οικονομία της περιοχής.
   Επιπλέον, γινόταν και το 3ήμερο ζωοπάζαρο, όπου πουλούσαν ή αγόραζαν ζώα, αλλά έκαναν και ανταλλαγές ζώων.
   Οι ανάγκες άλεσης για σιτάρι ή καλαμπόκι καλύπτονταν από υδρόμυλους, όπως του Παν. Παγιούλα στο Λυχνό, του Τσακνιά (στη Συκά), του Λάιου ή του Κόγια (στον Άγιο Σώστη),  του Ρούσκα ή του Τσεκούρα στην Υπάτη. Υπήρχε και ο βακούφικος υδρόμυλος στη θέση “Λιασκοβόρεμα” του Λυχνού. Ήταν ιδιοκτησία της Ι. Μονής Αγάθωνος. Λειτούργησε μέχρι την αρχή της Κατοχής και καταστράφηκε από μεγάλη κατεβασιά νερού. Τελευταίος μυλωνάς ήταν ο Βασ. Σκάνδαλος.
   Στον πόλεμο του ’40 επιστρατεύτηκαν και άνδρες του Λυχνού. Μετά ήρθε η Κατοχή. Όταν οι Ιταλοί κατακτητές έρχονταν στο χωριό, οι Λυχνιώτες έφευγαν από πριν σε τόπο προς την Καστανιά. Κάποιοι ντόπιοι παρέμεναν στο χωριό. Ευτυχώς οι Ιταλοί δεν πείραξαν τον κόσμο.
   Αυτή την περίοδο, οι νέοι του Λυχνού ανέβασαν αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις με θέματα από την ελληνική επανάσταση, αλλά και κωμωδίες που βελτίωναν το ηθικό των συμπατριωτών τους.
   Στις 15 Αυγούστου 1944 ομάδα Γερμανών μπήκε στο Λυχνό και ακολούθησε η καταστροφή του χωριού, με πυρπόληση του σχολείου και 8 σπιτιών. Ευτυχώς οι κάτοικοι μαζί με τα ζώα τους είχαν φύγει σε περιοχή[4] επάνω από το χωριό Καστανιά. Εκεί έμειναν κάποιες μέρες. Μετά επέστρεψαν. Τότε, για σχολική αίθουσα χρησιμοποίησαν τον Ι.Ν. του Αγ. Γεωργίου. Νέα μεταστέγαση του σχολείου έγινε αναγκαστικά στο μπακάλικο του χωριού.
   Από τον Οκτώβριο του 1944 η Ελλάδα ήταν ελεύθερη από τους Γερμανούς, αλλά κατεστραμμένη. Όμως ακολούθησε η περίοδος 1946-49 του Εμφυλίου και οι οικογένειες του Λυχνού μετακινήθηκαν υποχρεωτικά στην Υπάτη.
   Το Δημοτικό Σχολείο Λυχνού από το σχολικό έτος 1949-50 λειτούργησε συνεχώς μέχρι το σχολ. έτος 1984-85, δηλ. για 35 χρόνια. Με έξοδα της Κοινότητας Λυχνού έγινε και καινούργιο σχολικό κτίριο, που υπάρχει μέχρι σήμερα, αλλά κλειστό. Οι μαθητές/μαθήτριες του σχολείου έδιναν ζωντάνια στο χωριό, με τον κυριακάτικο εκκλησιασμό τους, με τις σχολικές γιορτές σε επετείους και τις εκδρομές στη φύση, τα παιχνίδια και τις φωνές στα διαλλείματα ήταν η χαρά όλων.
  Από τη δεκαετία του ’50, με την αμερικανική βοήθεια, έφεραν και ραδιόφωνο στο χωριό. Ο πρόεδρος φρόντιζε να παίζει δημοτικά τραγούδια κι άκουγε όλο το χωριό.
   Στα τέλη της 10ετίας του ’50, νέοι του Λυχνού ανέβασαν το θεατρικό “Η Γκόλφω”. Τους γυναικείους ρόλους αναγκαστικά έπαιξαν αγόρια, με αποτέλεσμα το έργο να γίνει κωμικό, με πολύ γέλιο, σε μερικές αναπάντεχες σκηνές.
   Το 1959 έγινε η ανέγερση του Ι. Ν. των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Λυχνό. Αργότερα, το 1994, μετά από δωρεά του Κωνσταντίνου Αλ. Αδάμου κατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν οι καμπάνες στο καμπαναριό του ναού.
   Στις αρχές της 10ετίας του ’60, η πάντα δραστήρια νεολαία του Λυχνού, αντί για το έργο “Κάρμεν” που ήταν δύσκολο, προτίμησε να ανεβάσει τον “Αγαπητικό της βοσκοπούλας” και  την κωμωδία “Ο Αγκόπ γιατρός”.
   Από το 1961 έγινε ανοικοδόμηση της Μονής Αγάθωνος (με νέα κελιά, ξενώνα, κ.ά.), όπου βοήθησαν και οι κάτοικοι από τα χωριά Λυχνό, Συκά, Ροδωνιά, κ.ά. όπως και μαθητές του Γυμνασίου Υπάτης.
   Το 1965, ο ΟΤΕ έβαλε τηλέφωνο[5] (με τη μανιβέλα) στο Λυχνό, στο μαγαζί του Θύμιου Καρακώστα. Για να ειδοποιεί τους κατοίκους, πλήρωναν το Γιώργο Παγιούλα ως κλητήρα.
   Ιατρικά, το Λυχνό καλυπτόταν από γιατρούς κυρίως της Υπάτης, με το σύστημα της “κοντότας” (δηλ. γινόταν πληρωμή του γιατρού σε είδος). Την περίοδο 1955-64 το Λυχνό καλυπτόταν από το γιατρό Σπύρο Κατσάνο, στο γειτονικό χωριό Συκά. Το 1968 ήρθε στο Λυχνό και εγκαταστάθηκε ο γιατρός Δημήτριος Κ. Στρογγύλης. Δεν έμεινε όμως πολύ.
   Τον Απρίλιο 1974, στην Κηφισιά της Αθήνας 23 άτομα του Λυχνού οργάνωσαν συνάντηση και αποφάσισαν τη δημιουργία του πολιτιστικού Σωματείου. Επικράτησε και δόθηκε το όνομα “ο Πλάτανος”, το υπεραιωνόβιο φυσικό μνημείο του Λυχνού, ως σήμα κατατεθέν του Συλλόγου. Τα επόμενα 5 χρόνια ο Σύλλογος οργάνωσε σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων.     
   Έτσι, μετά το Πάσχα του 1979, νεολαίοι αλλά και μεγαλύτεροι του Λυχνού ανέβασαν δύο θεατρικά έργα στο χωριό. Ήταν : “Η τσάντα και το τσαντάκι”, του Δημ. Ψαθά και “Ο Θύμιος απ’ το χωριό”. Στους βασικούς ρόλους οι Γ. Στέφος και Μιλτ. Καραγιάννης ήταν εξαιρετικοί και ο κόσμος γέλασε με την καρδιά του.
   Το καλοκαίρι του 1979, με καλύτερα σκηνικά ανέβασαν την κωμωδία “Ζητείται ψεύτης” του Δημ. Ψαθά. Παρέστησαν οι βουλευτές του νομού και 500-600 θεατές. Επανάληψη του ίδιου έργου έγινε το 1983, αλλά με άλλους ερασιτέχνες ηθοποιούς.
   Το 1983 εκδόθηκε σε βιβλίο, η σημαντική λαογραφική εργασία “Τοπωνύμια του χωριού Λυχνό Υπάτης”, από το δάσκαλο Θανάση Ν. Καραγιάννη. Την επιμέλεια είχε ο λογοτέχνης Λευτέρης Κορέλης.
   Το Δ.Σ. του Εξωραϊστικού Συλλόγου Λυχνιωτών εξέδωσε 3μηνη, 12σέλιδη εφημερίδα ποικίλης ύλης, με τίτλο “ΛΥΧΝΟ”. Ήταν μια πολύ ευρηματική και αξιόλογη προσπάθεια. 
   Από τις 4 Δεκεμβρίου 1997, (με το σχέδιο “Καποδίστριας”) η κοινότητα Λύχνου καταργήθηκε και ο οικισμός Λυχνού προσαρτήθηκε στο δήμο Υπάτης. Το 2001 το χωριό κατέγραψε 290 κατοίκους.
   Από τις 7 Ιουνίου 2010 (με το σχέδιο “Καλλικράτης”) ο οικισμός αποσπάστηκε από το δήμο Υπάτης, ο οποίος καταργήθηκε και πλέον προσαρτήθηκε στο δήμο Λαμιέων. Στην απογραφή του 2011 είχε 142 κατοίκους.
   Μετά από μακρά περίοδο αδράνειας του Συλλόγου Λυχνιωτών, ομάδα δραστήριων νέων του χωριού, το 2012 αποφάσισε την ίδρυση του “Συλλόγου Νεολαίας Λυχνού”, που κάθε καλοκαίρι οργανώνει ενδιαφέρουσες ψυχαγωγικές δράσεις.
   Το 2012 κυκλοφόρησε η μνημειακή εργασία με τίτλο “Το Λυχνό νομού Φθιώτιδας”, της φιλολόγου κας Λίτσας Γ. Καρακώστα. Σε 524 σελίδες κατέγραψε ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία της ιδιαίτερης πατρίδας της, που έτσι δεν θα χαθούν στα χρόνια που έρχονται.
   Τελευταία και πρόσφατη (του 2020) είναι η έκδοση του βιβλίου “Η ζωή μου όλη”, της Ελένης Σκάνδαλου. Είναι βιογραφικό και αυτόγραφο, που μεταφέρει απλά και άμεσα την ιστορία του Λυχνού, μέσα από την προσωπική ζωή της.

       Κυρίες και κύριοι

   Η αστικοποίηση της Ελλάδας από τα μεταπολεμικά χρόνια, ερήμωσε τα χωριά μας.  Από το βιβλίο της κας Λίτσας Γ. Καρακώστα, φιλολόγου, αντλώ την πικρή διαπίστωση μιας γερόντισσας από το Λυχνό, που τα τελευταία χρόνια είπε:

Έκλεισε το σχολειό, έκλεισε το μπακάλικο, πέθανε ο παπα-Μιχάλης, … το χωριό μούτεψε”!

   Η αγάπη όμως για τον πατρογονικό τόπο, από τις νεότερες γενιές παραμένει ισχυρή κι αυτό αποδεικνύεται από την επαναδραστηριοποίηση του πολιτιστικού Συλλόγου των Απανταχού Λυχνιωτών “ο Πλάτανος”. Το νέο Δ.Σ. του Συλλόγου εισηγήθηκε και πέτυχε την παραχώρηση στο Σύλλογο του κτιρίου του πρώην Δημοτικού Σχολείου, με απόφαση[6] του Δημ. Συμβουλίου Λαμίας, για πολιτιστικούς σκοπούς.
   Οργάνωσε εκδήλωση στις 8 Αυγούστου 2020, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό (που δυστυχώς ακυρώθηκε λόγω κακοκαιρίας και πανδημίας κοροναϊού), ξαναζωντανεύοντας και τιμώντας τους Λυχνιώτες γονείς και παππούδες. Έτσι το φως του πολιτισμού θα επιστρέψει ως νέος Λύχνος του όμορφου αυτού χωριού, που θα φέρει εδώ πιο συχνά τους συμπατριώτες, μαζί με φίλους, επισκέπτες και θαυμαστές.
   Η προσπάθεια αυτή, αλλά και άλλες πολιτιστικές και πρακτικές ιδέες που θα ακολουθήσουν, ελπίζουμε να βρουν μιμητές για τα υπόλοιπα όμορφα μέρη του τόπου μας.

Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
                                                                                          φυσικός


   ---------------------------


Βιβλιογραφία-Αναφορές-Ιστοσελίδες

1.    Λίτσας Γ. Καρακώστα, φιλολόγου : “Το Λυχνό, νομού Φθιώτιδας”, 2012, Λαμία.
2.    Πρακτικό αριθ. 1846668/26-9-1843  Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων του Λυχνού, για εκλογή αντιπροσώπου του χωριού στην επαρχία Νέων Πατρών. Ελήφθη από την ιστοσελίδα https://www.lavanitsa.gr
3.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Από το Λυχνό Φθιώτιδας, μετανάστες στην Αμερική (1909-1914)”, ανέκδοτη εργασία, από τις 9-6-2020 αναρτημένη στο μπλογκ www.amfictyon.blogspot.gr
4.    Ελένης Σκάνδαλου : “Η ζωή μου όλη”, εκδ. Παπαηλιού, 2020, Αθήνα.
5.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Ιερά Μονή Αγάθωνος”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, σελ. 8-9, σε συνέχειες στα φύλλα 27 Ιουλίου – 3 Αυγούστου 2016, Λαμία.
6.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Από τα χάνια στα ξενοδοχεία της προπολεμικής Λαμίας”, ανέκδοτη εργασία, από τις 11-12-2015, αναρτημένη στο μπλογκ www.amfictyon.blogspot.gr
7.    Πουκεβίλ : “Ταξίδι στην Ελλάδα”, Στερεά Ελλάδα-Αττική-Κόρινθος, σελ. 81, εκδ. Αφών Τολίδη, 1995, Αθήνα.
8.    Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Γιατροί της Φθιώτιδας (1860-1960)”. Ανέκδοτη εργασία από το Δεκέμβριο του 2009.
9.    Θανάση Ν. Καραγιάννη : “Τοπωνύμια του χωριού Λυχνό Υπάτης”, 1983, Αθήνα.
10.  Θεόδωρου Καραγιάννη : “Το Λυχνό χθες, σήμερα, αύριο ” (σημειώματα).


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Πρακτικό αριθ. 1846668/26-9-1843  Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων του Λυχνού, για εκλογή αντιπροσώπου του χωριού στην επαρχία Νέων Πατρών.
[2] Θυμίζουμε ότι οι εκλογές για εθνοσυνέλευση που προκηρύχθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου, έγιναν τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1843, με το νόμο της 4-3-1829.
[3] όπως του Πέτρου Παγιούλα, που πήγε στην Αμερική το 1914 και ξαναγύρισε.
[4] Ελένη Σκάνδαλου : “Η ζωή μου όλη”, σελ. 39-41, εκδ. Παπαηλιού, 2020, Αθήνα.
[5] Ήταν τα γνωστά “καβουρντιστήρια”, δηλ. είχαν μία μανιβέλα για να καλέσεις αριθμό.
[6] Στις 24 Ιουνίου 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου