"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

4/3/15

Kαλλιέργεια και ανάπτυξη της μουσικής στην προπολεμική Λαμία


Πολιτιστικές αναδρομές



Προλεγόμενα

   Την ιστορία του ανθρώπου συνόδευσαν εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια η μουσική και το τραγούδι (όπως και ο χορός). Αποτέλεσαν μία εξαιρετική μορφή έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά έχουν και σημαντική πολιτιστική αξία. Από παλιά το τραγούδι βγήκε αβίαστα από γυναίκες και άνδρες στην ώρα της δουλειάς ή της ξεκούρασης, συμβάλλοντας στη σωματική και κυρίως την ψυχική υγεία.
   Από τα αρχαιοελληνικά χρόνια συνέβαλλαν στο θέατρο ο λόγος, η μουσική και ο χορός, που διαχωρίστηκαν στα ελληνιστικά χρόνια. Η βυζαντινή μουσική[1] ήταν δημιούργημα των βυζαντινών χρόνων και υπηρέτησε την εκκλησία, μέχρι σήμερα.
   Παράλληλα με την βυζαντινή μουσική αναπτύχθηκε το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, που διαδόθηκε με προφορικό τρόπο. Αρχή του δημοτικού τραγουδιού ήταν το ακριτικό τραγούδι (9ο-11ο αι.) και στη συνέχεια έχουμε το κλέφτικο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που κορυφώθηκε στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Το δημοτικό τραγούδι χωρίζεται σε στεριανό και σε νησιώτικο.
   Στην αλλαγή του αιώνα (αρχές του 20ού αι.) σε αστικά κέντρα με λιμάνια διαμορφώθηκε η αστική λαϊκή μουσική, που ονομάστηκε ρεμπέτικο. Από τη σμυρνέικη σχολή ακολούθησε η πειραιώτικη. Μετεξέλιξη είναι το λαϊκό τραγούδι στα μεταπολεμικά χρόνια (1950-60). Ακολούθησε το έντεχνο τραγούδι.
   Η δυτική μουσική ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα μέσω Ιταλίας με την επτανησιακή σχολή. Στη μουσική με δυτικοευρωπαϊκό ύφος, που λέγεται και νεοελληνική έντεχνη μουσική (κοσμική μουσική), μετά από διαμάχη προέκυψαν δύο σχολές : η ελληνική εθνική μουσική σχολή (ιδρυτής ο Μανώλης Καλομοίρης) και η σύγχρονη ελληνική μουσική από Έλληνες συνθέτες με διεθνή αναγνώριση (Σκαλκώτσας, Χρήστου, Ξενάκης).
   Στην παρούσα εργασία θα εστιαστεί η μουσική καλλιέργεια στη Λαμία μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με όσο γίνεται συνοπτικό τρόπο.



1.  Προπολεμική Λαμία και δυτική μουσική

   Στην ελεύθερη από τους Τούρκους Ελλάδα, το 1830 η δυτική μουσική ήταν σχεδόν άγνωστη στους Έλληνες της ηπειρωτική χώρας. Η πρώτη διδασκαλία μουσικής έγινε από τον Αθανάσιο Αβραμιάδη στο νεοϊδρυθέν (από τον Ιωάννη Καποδίστρια) ορφανοτροφείο της Αίγινας. Οι Βαυαροί, που ακολούθησαν, προτίμησαν να εισάγουν πλανόδιους θιάσους όπερας για την ψυχαγωγία των ξένων που διέμεναν στην πρωτεύουσα, προκαλώντας συχνά την αντίθεση των Αθηναίων. Το κράτος μιμούμενο τους Επτανήσιους, αλλά παραμελώντας τη μουσική παιδεία, ξόδευε αφειδώς για τους ιταλικούς οπερατικούς θιάσους μέχρι το 1868. Η λειτουργία των σχολών βυζαντινής μουσικής (1837) και στρατιωτικής μουσικής (1843-55) ήταν βραχύβια.
Χορός στην ελεύθερη από Τούρκους Λαμία
 (από έργο του βαυαρού Kollnberger, 1836)
   Μετά το 1870 η δυτική μουσική κερδίζει έδαφος στην Αθήνα, με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871, όσο και πολλές ιδιωτικές πρωτοβουλίες μέχρι το 1900. Στα πρότυπα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας ιδρύθηκαν η Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών (1885-1900) και ο Όμιλος Φιλόμουσων (1893-1900). Αντίστοιχα, το 1896, ιδρύθηκε στη Λαμία ο “Μουσικός Σύλλογος Λαμίας”. Στους σκοπούς του Συλλόγου ήταν η διδασκαλία (εφόσον δεν υπήρχε Ωδείο) πνευστών και εγχόρδων οργάνων για φιλαρμονική ορχήστρα, που θα έδινε συναυλίες σε δημόσιους χώρους, κ.ά.
   Από το 1873 ήρθε στην Αθήνα η οπερέτα από ξένο θίασο. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα εμφανίστηκε το κωμειδύλλιο και άνθισε το ελληνικό Μελόδραμα. Εκτιμάται ότι περίπου 1.000 οπερέτες Ελλήνων συνθετών εκτελέστηκαν μεταξύ 1900 και 1940.
   Στην Αθήνα η εμφάνιση του Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962) με τη γνωστή αντίθεσή του στους επτανήσιους συνθέτες καθιέρωσε (στη συνέχεια) την υποδιαίρεση της ελληνικής κλασσικής μουσικής σε τρεις σχολές : (i) την Επτανησιακή, (ii) την Εθνική[2] (με εκπρόσωπο τον Καλομοίρη και άλλους)  και (iii) του μοντερνισμού (μετά το Νίκο Σκαλκώτα).
   Στην υπόλοιπη Ελλάδα, φτάνουν με κάποια χρονική καθυστέρηση οι μουσικές επιδράσεις της πρωτεύουσας. Στη Λαμία εμφανίζονται κάποια καφέ-σαντάν ή περνούν πλανόδιοι μουσικοί. Ενδεικτικά, οι ξένοι περιηγητές γράφουν σχετικά :

“… Η γενική άποψη της Λαμίας είναι χαριτωμένη, δίνει την αίσθηση της καλής διάθεσης, της άνεσης, μιας χαρούμενης εύκολης ζωής και μεγάλης πίστης για το μέλλον. Στα καφενεία ο κόσμος συζητάει ζωηρά για τα τελευταία πολιτικά γεγονότα πίνοντας με μικρές γουλιές ολόδροσο νερό, ζωντανεμένο με λίγες σταγόνες χιώτικης ρακής. Το βράδυ η πλατεία Ελευθερίας είναι το σκέκι των περιπλανώμενων και των αργόσχολων. … … Κατά τις εννέα οι σάλπιγγες της φρουράς παίζουν στους δρόμους το γαλλικό σιωπητήριο… Τρεις πλανόδιοι μουσικοί τραγουδούσαν με τη συνοδεία μιας βαρβαρικής βιόλας, μελαγχολικά τραγούδια της Μικράς Ασίας, μοναδική ανάμνηση στη μικρή αυτή ευρωπαϊκή πόλη της τούρκικης Ανατολής, που όλο ξεθωριάζει και απομακρύνεται …”.
[Γκαστόν Ντεσάν (1861-1931). Πέρασε από τη Λαμία το 1888].

“… Περί Λαμίας έν γνώριζον, ότι είναι - ότι ήτο τουλάχιστον - η πόλις των πυρετών. Και τίποτε άλλο. Την πρωτοείδα νύκτα. Ευτυχώς η πλατεία της, μεγάλη ως του Συντάγματος, με τα κατάφωτα καφενεία της, των οποίων έν ωδικόν … Η Λαμία έχει δύο πλατείας, μίαν λαϊκήν την κάτω και την άνω αστικήν, όπου δικηγόροι, βουλευταί, έμποροι. Η λαϊκή της Λαμίας πλατεία γεμάτη καφενεία με σφαιριστήρια, οινοπωλεία, μ’ εστιατόρια. Εκεί η Βοημή με το παράτονόν της άσμα και το εκκωφαντικόν της τρίχορδον δεν τολμά να προβάλλη. Αλλ’ ενθρονίζεται η γλυκεία, η μελαμψή, η μαυρομάτα, η γεμάτη αίσθημα με πόνον και ντέρτι Ανατολίτισσα, με τον αμανέν της τον μελωδικόν …
[Βλάσης Γαβριηλίδης (1848-1920). Πέρασε από τη Λαμία το 1892]

“… Οι Λαμιείς διακρίνονται δια το φιλελεύθερον των φρονημάτων. Τον Τρικούπην εξετίμων προσηκόντως. … Η Λαμία έχει καφενεία ευπρόσωπα, ως και δύο καφέ-σαντάν, ένθα οι νεαροί χωρικοί των πέριξ και οι χωροφύλακες εντρυφώσι εις το άσμα αποτροπαίου ωριμότητος αοιδών …
[Ανδρέας Καρκαβίτσας (1866-1922). Πέρασε από τη Λαμία το 1896]

“… Αγόρια και κορίτσια φέρνανε βόλτες στην απάνω πλατεία αλλάζοντας κρυφές ματιές κι ακούγοντας τη Φιλαρμονική του Δήμου, που έπαιζε στην εξέδρατης ωραίες οπερέττες του έρωτα και του γλεντιού …”
[Μπάμπης Κλάρας (1910-1986). Από το βιβλίο του «Ο αδερφός μου ο Άρης»]

“… Στη μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου «Ακταίον» γίνονταν συνήθως οι λαμιώτικοι χοροί και τα «Μπαλ ντ’  ανφάν». Εκεί πότε-πότε και συναυλίες με περιοδεύοντες καλλιτέχνες του πιάνου και του βιολιού. …”
[Μπάμπης Κλάρας (1910-1986). Από το βιβλίο του «Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ού αι.»]

“… παρακολουθώντας την κίνηση της όμορφης πλατείας Ελευθερίας … θαυμάζω ζωηρούς πρόσχαρους ανθρώπους, με κασέ τέλειων πρωτευουσιάνων να απολαμβάνουν τους ήχους της μις Τσάρλεστον από τη μπαντούλα … με το δραστήριο και  γνωστό σε κάθε γνώριμο της τέχνης μας κ. Μαθαρίκο που τη διευθύνει και του τζέντελμαν κ. Κρίτσα που πρωτοστατεί σε κάθε καλλιτεχνική κίνηση του τόπου …”
[Από την εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 10 Οκτ. 1928, Λαμία]

“… Η Λαμία διαθέτει εκτός από τους τρεις υπαίθριους κινηματογράφους και τον Καραγκιόζη της και εξοχικά κέντρα με μουσική και νούμερα, και δύο ακόμη Μπαρ-Ντάνσιγκ με ξένες και δικές μας αρτίστες, όπου συχνάζουν πολιτισμένοι θαμώνες. … Υπάρχουν και διανυκτερεύοντα κέντρα για «να σουπάρετε» …”
[Από την εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1936, Λαμία]

   Το 1909 ήρθε στη Λαμία και εγκαταστάθηκε η δασκάλα πιάνου και ξένων γλωσσών Μαρία Μπερτόγια, που αποτέλεσε την πρωτοπορία για τη διάδοση της δυτικής μουσικής στον τόπο μας. Είχε κάνει στην Ελβετία ολοκληρωμένες σπουδές στη μουσική (πιάνο). Παράλληλα, υπήρχε και η Χορωδία Λαμίας, με μαέστρο το Γιάγκο Καρατζά. Εκλεκτά επώνυμα  άτομα της Λαμιακής κοινωνίας τη στελέχωναν, όπως Βουλγαράκης, Κατράνης, Σαράτσης, Καραφέρης, κ.ά.
Η Χορωδία Λαμίας (1915). Καθιστός
είναι ο μαέστρος Γιάγκος Καρατζάς.
   Οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι από το 1912 και μετά ανέτρεψαν τα ωραία σχέδια του Μουσικού Συλλόγου Λαμίας. Είχαν παραγγείλει μουσικά όργανα σε Βοημία και Ιταλία, που τελικά ματαιώθηκαν, λόγω των πολέμων. Η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ερχομός των προσφύγων έκλεισαν τη δύσκολη αυτή χρονική περίοδο. Πάντως μόνο η “πάνω πλατεία”, όπως όριζαν τότε την οικονομικά ανώτερη τάξη της Λαμίας, είχε μουσικά ενδιαφέροντα και έστελνε τα παιδιά (κυρίως τα κορίτσια) να μάθουν πιάνο (στη Μαρία Μπερτόγια). Στα αρχοντικά των πλούσιων μεγαλοκτηματιών όπως του Κωνσταντίνου Τσάλλη και του Ηρακλή Τσάλλη, κάποιων δικηγόρων (Αλέξ. Πλατή), κ.ά., όπως επίσης στα σαλόνια των καλών ξενοδοχείων τόσο της Λαμίας (Πανελλήνιον, Ακταίον) όσο και της λουτρόπολης Υπάτης (στο Μεσοπόλεμο) υπήρχαν πιάνα και οργανώνονταν μουσικές βραδιές[3] (soirées). Είναι προφανής η συνύπαρξη κάποιων κλασσικών κομματιών με έντεχνες συνθέσεις της εποχής, που άρεσαν στις κοσμικές συντροφιές.
   Δύο σημαντικά άτομα γεννήθηκαν την περίοδο αυτή. Είναι ο Κωνσταντίνος Τρωγαδής (γεν. το 1909) και ο Ντίνος Εγκολφόπουλος (γεν. το 1918). Θα αναφερθεί στη συνέχεια η εξέλιξή τους σε μουσικούς πρωταγωνιστές, τόσο σε ελληνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα.
   Η άφιξη, το 1924, από την Αμερική των αδελφών Νίκου και Φάκη Γκόλφη, με κλασσικές μουσικές σπουδές στο βιολί και στο πιάνο αντιστοίχως, έδωσαν νέα πνοή στα μουσικά πράγματα της Λαμίας. Τον επόμενο χρόνο έγινε ο γάμος του Νίκου Γκόλφη με την Ίνες, κόρη της Μαρίας Μπερτόγια.
  Η συγκατοίκηση των οικογενειών Μπερτόγια και Γκόλφη σε μεγάλο σπίτι, οδήγησε στη δημιουργία ενός Ιδιωτικού Ωδείου (του πρώτου στη Λαμία) για διάφορα κλασσικά μουσικά όργανα (πιάνο, βιολί, κιθάρα, κ.ά.). Έτσι άρχισε στον τόπο μας η καλλιέργεια της κλασσικής (πρώτα) μουσικής και μετά της έντεχνης, εφόσον στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δόθηκαν πολλές συναυλίες από ντόπιους και μετακλητούς περιώνυμους καλλιτέχνες.
   Υπήρξε συνεργασία με το Μουσικό Σύλλογο της Λαμίας που, κυρίως στον ετήσιο αποκριάτικο χορό του, που ήταν θεσμός για την “αστική” τάξη (την ελίτ) της πόλης. Παράλληλα με τον ετήσιο αποκριάτικο χορό του εξέδιδε τη 2σέλιδη ή 4σέλιδη σατυρική εφημερίδα “Σπαρματσέτο”. Οι ετήσιοι χοροί του Μουσικού Συλλόγου Λαμίας (την περίοδο 1924-1940) δόθηκαν στο “Πανελλήνιον” (στην πλατεία Ελευθερίας) και στο ξενοδοχείο “Ακταίον” (κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαμίας). Για την κοσμική Λαμία (την ελίτ ή την “απάνω πλατεία”, όπως την έλεγαν) του Μεσοπολέμου ο χορός αυτός ήταν το σημαντικότερο γεγονός.
   Βέβαια η επαγγελματική οργάνωση και στελέχωση του άτυπου Ιδιωτικού Ωδείου Μπερτόγια-Γκόλφη πλεονεκτούσε αριθμητικά και ποιοτικά στις καλλιτεχνικές και κοινωνικές δραστηριότητες.    Συμμετείχε δωρεάν σε εκδηλώσεις, περί το 1925, της “Παλαμιακής Ένωσης των Φιλομούσων”. Το ίδιο έτος, η “Πανλαμιακή Ένωσις Φιλομούσων” σε επιστολή της προς τη Μαρία Μπερτόγια τη χαρακτηρίζει ως ευεργέτιδα της πόλης για τη λεπτότητα, την ευγένεια, τη δωρεάν συμμετοχή σε 2 συναυλίες και τις ηθικές βάσεις που παρέχει, παράλληλα με τη διδασκαλία της Γαλλικής και της Μουσικής.
Ορχήστρα μαθητών/τριών του Ωδείου Μπερτόγια – Γκόλφη
 (εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 25-5-1935, Λαμία)
   Στο “Πανελλήνιον” της πλατείας Ελευθερίας, στις 23 Μαΐου 1935, το Ωδείο Μπερτόγια-Γκόλφη έδωσε συναυλία[4] από μαθητές/τριες που φοιτούσαν στα τμήματα πιάνου και βιολιού. Σ’ αυτή πλέον των πενήντα εκτελεστών πιάνου και βιολιού, στη σκηνή της αίθουσας του “Πανελληνίου” (στην πλατεία Ελευθερίας της Λαμίας) για δύο περίπου ώρες ενθουσίασαν το κοινό. Έπαιξαν διάφορα και δύσκολα μουσικά κομμάτια, ακόμα και σόλο εκτελέσεις, εντυπωσιάζοντας με το επίπεδο κατάρτισης.

Το κτίριο του Κων. Συνοδινού και πρώτη
στέγη του Δημοτικού Ωδείου Λαμίας
   Την ορχήστρα στελέχωσαν: Βούλα Δημητρίου, Ναυσικά και Κ. Βαλατσός, Ερ. Γκόλφης, Αλκυόνη Μητροπούλου, Αλέκος Παλαμιώτης, Μαρία Γαλέου, Σάσα Αστερίου, Ρίζος Ριζόπουλος, Γεώργιος Μίρκος, Δημ. Παπαντωνίου, Ελένη Γαλέου, Ελένη Κοντογεώργου, Νίκη Λυμπέρη, Λίνα Μιχαλοπούλου, Ν. Καρυαμπάς, Δήμητρα Γαλέου, Βάσω και Μαίρη Μαχαιρά, Ρίκα Τσουτσουλοπούλου, Γεώργ. Μόσχος, Γεώργιος Γαλέος, Μαίρη Σιταρακά, Κατίνα Γαλέου, Ολυμπία Καρυαμπά, Έλλη Λυμπέρη, Άγγ. Τρεπεκλής, Σάσα Μητροπούλου, Αλίκη Στεφοπούλου, Τερψιθέα Καρυαμπά και Νίτσα Μίρκου.

  Τα 1936, μαθητές της Σχολής Παπαρούπα, παρουσίασαν[5] στο Θέατρο “Πανελλήνιον” της πλατείας Ελευθερίας Λαμίας, οπερέτα με τίτλο «Ο βασιλιάς του Ζαγα-Ζικ», που το 1935 δόθηκε στο θέατρο Κοτοπούλη της Αθήνας από το ελληνογαλλικό Λύκειο Νούσια.
   Τον Ιούνιο του 1936 ιδρύθηκε[6] στην Αταλάντη Μουσικός Σύλλογος, για ανάπτυξη και προαγωγή της μουσικής. Σε ενοικιασμένο οίκημα οργανώθηκε η παράδοση μαθημάτων πιάνου, βιολιού, κ. ά. από έμπειρο δάσκαλο. 
εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1294, 17-9-1938
   Το 1938 ιδρύθηκε στην Αθήνα  η Ορχήστρα Ραδιοφωνίας και την επόμενη χρονιά ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή, που έως τότε συστεγαζόταν στο Εθνικό Θέατρο. Τα πρώτα χρόνια το ρεπερτόριό της περιλάμβανε κυρίως οπερέτες.
   Το ίδιο έτος (1938) η μπάντα της Ε.Ο.Ν.[7] Λαμίας, με μουσικά όργανα πνευστά και τύμπανα, πήγε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό, με μαέστρο τον Ιωάννη Σαράτση.
    Επιπλέον το 1938 ιδρύθηκε το Δημοτικό Ωδείο Λαμίας (ως Παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών) από τη Μαρία Μπερτόγια και το Νίκο Γκόλφη, σε συνεργασία με το Δήμο Λαμίας. Χρησιμοποιήθηκε το κτίριο του Κωνσταντίνου Συνοδινού στην πλατεία Διάκου. Στις τελευταίες πριν τον πόλεμο ετήσιες εξετάσεις[8] των μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Λαμίας, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1940, παρουσία του Μανώλη Καλομοίρη και της επιτροπής, με πολύν κόσμο στο θέατρο “Πανελλήνιον” της πόλης μας, αναδείχθηκε το υψηλό επίπεδο κατάρτισης και προβλήθηκαν τα  ταλέντα. Μερικά ονόματα θα αναφερθούν :
στο πιάνο : η Ν. Στεφοπούλου (στη Σονάτα Mozart), η  Σ. Αστερίου, Ελ. Πολυμεροπούλου (σε έργα Schubert), Ελ. Δουδουμοπούλου, Α. Ποντικοπούλου, Στεφανίδου, Δροσοπούλου, κ.ά.
στο βιολί : ο Ερ. Γκόλφης, ο Παπαϊωάννου, ο Αλεξάνδρου (εξαίρετα ταλέντα).
τάξη Μονωδίας : ο Ντ. Εγκολφόπουλος, ο Λαναράς, η Παπαδοπούλου (τραγούδησαν με πολύ τέχνη και αίσθημα), η Βαλιμύτου (σε έργα Schubert), η Θ. Χριστίδου, η Μωρίκη και ο Τσιλιμάγκος..
στις κιθάρες : δίδες Μιχαλοπούλου και Μωρίκη.

   Με τον πόλεμο του ’40 και την Κατοχή που ακολούθησε έπαψε η δράση του “Μουσικού Συλλόγου Λαμίας”. Έκλεισε και το Ωδείο. Οι αδελφοί Γκόλφη δημιούργησαν ορχήστρα (με την προσθήκη[9] πνευστών και κρουστών), που έπαιζε[10] σε διάφορα κέντρα.
   Στην Κατοχή ο Ιταλός διοικητής στη Λαμία (φιλόμουσος όπως όλοι οι Ιταλοί) ζήτησε να δώσουν μια συναυλία. Δεν υπήρχε όμως κατάλληλη αίθουσα και γι’  αυτό, σε οικόπεδο της πλατείας Ελευθερίας (ιδιοκτησίας Αθ. Γραμματίκα) έφτιαξαν[11] μία αίθουσα για 600 άτομα, που ονομάστηκε “Μιαμί”. Σ’ αυτή δόθηκαν πολλές θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές και συναυλίες.

Από παρτιτούρα μουσικού έργου
του Λαμιώτη Αθ. Ζαχαροπούλου.
   Οι αδελφοί Γκόλφη το χρησιμοποίησαν ως νυχτερινό μουσικό κέντρο, για διασκέδαση. Το πρώτο μετακατοχικό Πάσχα, του 1945, σ’ αυτό έπαιξε η ορχήστρα τους για χορό και ψυχαγωγία των Λαμιωτών.
   Το θερινό κοσμικό κέντρο “ΜΙΑΜΙ” προσέφερε ποιοτική μουσική, δυνατότητα χορού παράλληλα με φαγητό και ποτά. Έγινε σημείο αναφοράς για τη διασκέδαση στη Λαμία. Λειτούργησε και στα επόμενα χρόνια.
   Τη δεκαετία[12] του ’30, είχαν δημιουργηθεί ομάδες φιλόμουσων της καντάδας (κυρίως της αθηναϊκής) από καλλίφωνα άτομα, που συνοδεύονταν από μουσικά όργανα (κυρίως κιθάρες και σπανιότερα από πνευστό όργανο). Αυτοί σύχναζαν σε στέκια, όπως το “καφενείο των μουσικών” στην πλατεία Λαού, το σαλόνι του ξενοδοχείου “Ακταίον” και ταβερνάκια όπως η “Άνοιξις” (στη γωνία των οδών Υψηλάντου και Μακροπούλου), του Ηρακλή Τσαούση (στην οδό Διάκου), κ.ά. Πολύ γνωστό ήταν το δίδυμο Κων. Ορφανόπουλου - Στέφ. Χριστίδη, με κιθάρα και τραγούδι. Συμμετείχε ενίοτε και ο (μετά μεγάλος) βαρύτονος Ντίνος Εγκολφόπουλος.

-----------------------------------

   Εκτός από τη Μαρία Μπερτόγια, η Λαμία γέννησε και δύο σπουδαία μουσικά ονόματα με σημαντική αναγνώριση. Αυτοί ήταν ο Κωνσταντίνος Τρωγαδής και ο Ντίνος Εγκολφόπουλος. Γεννήθηκαν και καλλιέργησαν το ταλέντο τους στα προπολεμικά χρόνια, αλλά το ανέδειξαν μεταπολεμικά. Οφείλουμε όμως μια μικρή παρουσίαση.

Μαρία Μπερτόγια (1874-1957) : Γεννήθηκε στην Τεργέστη από οικογένεια ευγενών (ο πατέρας της ήταν κόμης). Την αγάπη της για τα γράμματα και τη μουσική καλλιέργησε πρώτα σε σχολή καλογραιών στην Ελβετία, όπου σπούδασε 3 γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) εκτός από την ιταλική και μητρική της γλώσσα. Επιπλέον έκανε ολοκληρωμένες σπουδές στη μουσική (πιάνο).

Μαρία Μπερτόγια
(γαμήλια φωτογραφία)
   Στην Ερμούπολη της Σύρου παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Ιωάν. Πολυκανδριώτη. Απέκτησαν 2 παιδιά (Ίνες και Χάρης). Σε ηλικία 35 ετών, πήρε διαζύγιο και με τα παιδιά της επέλεξε (δεν είναι γνωστοί οι λόγοι) τη Λαμία για εγκατάσταση το έτος 1909. Εκμεταλλεύτηκε τις γνώσεις της και έκανε μαθήματα γαλλικής γλώσσας αλλά και πιάνου στα παιδιά της τοπικής “ελίτ”. Επιπλέον διοργάνωνε και συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
   Η κόρη της Ίνες παντρεύτηκε το Νίκο Γκόλφη, που ήρθε το 1924 από την Αμερική και είχε κάνει κλασσικές σπουδές στο βιολί. Επιπλέον ίδρυσαν το πρώτο Ωδείο της Λαμίας, για πολλά μουσικά όργανα, δημιουργώντας το φυτώριο για την καλλιέργεια και ανάπτυξη της μουσικής στην περιοχή. Η Μαρία Μπερτόγια δίδασκε θεωρία της μουσικής, ενώ οι άλλοι τα μουσικά όργανα. Συνεργάστηκαν με το “Μουσικό Σύλλογο Λαμίας” παρέχοντας υποστήριξη σε εκδηλώσεις.
    Επιπλέον εγκαινιάστηκε στη Λαμία η ξενόγλωσση παιδεία, με τα ιδιωτικά μαθήματα της Μαρίας Μπερτόγια. Στην “ελίτ” της Λαμίας διέθετε κύρος, απέκτησε σεβασμό και κατέκτησε όλους, ώστε να της αποδίδουν την ευγενή προσφώνηση “Μαντάμ” (κυρία) Μπερτόγια. Επίσης δίδασκε γαλλικά και ιταλικά, ενώ μαζί με το Νίκο Γκόλφη δίδασκε και αγγλικά.
   Το 1938 ιδρύθηκε το Δημοτικό Ωδείο Λαμίας (ως Παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών) από τη Μαρία Μπερτόγια και το Νίκο Γκόλφη σε συνεργασία με το Δήμο Λαμίας, με υψηλό επίπεδο διδασκαλίας. Στις εξετάσεις την επιτροπή στελέχωναν μεγάλα ονόματα του χώρου (όπως ο Μανώλης Καλομοίρης).

Η Μαρία Μπερτόγια
σε μεγάλη ηλικία
   Την περίοδο της Κατοχής, η Μαρία Μπερτόγια, ως διερμηνέας της ιταλικής γλώσσας, μισθοδοτούμενη από το Δήμο Λαμίας, βοήθησε Έλληνες κρατούμενους των Ιταλών, για απελευθέρωση από τις φυλακές. Έτσι έσωσε αρκετούς. Κατηγορήθηκε όμως γι’ αυτό και το 1943 τη συνέλαβαν οι Ιταλοί για κατασκοπεία και τη φυλάκισαν ένα μήνα. Μετά από τη συγνώμη του Ιταλού διοικητή των στρατευμάτων Κατοχής αφέθηκε ελεύθερη.
   Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά το θάνατο της κόρης της Ίνες (το 1950), έφυγε στην Αθήνα κοντά στο γιό της Χάρη. Η Μαρία Μπερτόγια πέθανε στις 26 Ιανουαρίου 1957, σε ηλικία 83 ετών.
   Η Λαμία και η ευρύτερη περιοχή της οφείλει τη μουσική παιδεία όσο και την ξενόγλωσση παιδεία της στη σπάνια αυτή γυναίκα, που “τύχη αγαθή για τον τόπο” την έφερε στη Λαμία. Ο Δήμος Λαμίας έπρεπε να αναγνωρίσει την προσφορά της και να την τιμήσει μεταθανάτια. Η εργασία του κ. Νίκου Δαβανέλλου ήταν μια σημαντική συμβολή στην ανάδειξη της άξιας αυτής γυναίκας για την πρωτοπορία στο εκπαιδευτικό έργο της (στις ξένες γλώσσες και στην κλασσική μουσική), αλλά για πολλοστή φορά ο Δήμος Λαμίας απουσίασε. Καιρός είναι να επανορθώσει, μέσω του Δημοτικού Ωδείου Λαμίας, που εκείνη ξεκίνησε, με σειρά εκδηλώσεων ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστός ο δημιουργικός σπόρος τέχνης και παιδείας που έφερε.


Κων. Τρωγαδής
Κωνσταντίνος Π. Τρωγαδής (1909-1980) : Γεννήθηκε στη Λαμία. Σπούδασε φωνητική μουσική και έγινε μέλος της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ως τενόρος ακολούθησε σόλο καριέρα με μεγάλη επιτυχία.
   Λόγω της εξαιρετικής του φωνής έγινε διάσημος ως πρωταγωνιστής στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε όπερες (όπως στην Τόσκα, στην Κάρμεν, στην Αΐντα, στην Τραβιάτα, κ.ά.) αλλά και οπερέτες (όπως π.χ. στο Βαφτιστικό). Εμφανίστηκε και στη Λαμία μαζί με το Ντίνο Εγκολφόπουλο τη δεκαετία του ’50. Πέθανε το 1980, σε ηλικία 71 ετών.



Ντίνος Εγκολφόπουλος (1918-1999) : Γεννήθηκε στη Λαμία από μουσική οικογένεια. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας, το οποίο αργότερα τον τίμησε με το χρυσό βραβείο. Η καριέρα του άρχισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ξεκίνημα της λαμπρής καριέρας του το έκανε το 1948 στη Λυρική Σκηνή με τα "Κατά Ιωάννη Πάθη" του Μπαχ. Σπουδαίος βαρύτονος. Στο εξωτερικό ονομαζόταν Costantino Ego[13]. Το 1952, μετά από εξετάσεις προσλήφθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, όπου έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία 34 χρόνων συμμετέχοντας στην “Ενάτη” του Μπετόβεν.
Ντίνος Εγκολφόπουλος
(1948)

  Το 1955 έλαβε μέρος στην πρώτη παράσταση (εγκαίνια) του Φεστιβάλ Αθηνών, με τον “Ιδομενέα” του Μότσαρτ, στο Ηρώδειο. Το 1959 τραγούδησε στο πλευρό της Μαρίας Κάλλας στις ΗΠΑ, στο έργο “Πειρατής” του Μπελίνι. Συνεργάστηκε με πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες. Για πολλά χρόνια τραγούδησε στη Σκάλα του Μιλάνου και σε πολλά λυρικά θέατρα στην Ευρώπη και Αμερική, υπό τη διεύθυνση των Κλέμενς Κράους, Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, Αντονίνο Βότο, κ. ά.
   Απεβίωσε στο Μιλάνο[14], στις 22 Φεβρουαρίου 1999 από καρκίνο, σε ηλικία 81 ετών.





2.  Οι μουσικοί της δημοτικής και λαϊκής μας παράδοσης

         Από τα αρχαία χρόνια στην Ελλάδα το πλέον λαϊκό μουσικό όργανο ήταν πνευστό (ο αυλός) γι’ αυτό και οι μουσικοί ονομάζονταν αυλητές (ή αυλητρίδες). Παραλλαγές του μέχρι πολλούς αιώνες μετά ήταν η φλογέρα, η τσαμπούνα, η πίπιζα (ή ζουρνάς ή καραμούζα), η τζαμάρα, η γκάιντα, κ.ά.
   Στα χωριά της ορεινής ζώνης και ιδιαίτερα στην Ευρυτανία, για τα πανηγύρια και τις σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν γνωστή η απλή μουσική κομπανία, που ονομαζόταν Ζυγιά, δηλ. ένα ζευγάρι αποτελούμενο από ζουρνά και νταούλι. Διαδόθηκε αρκετά από γύφτους του Καρπενησίου. Κάλυπτε τις περιοχές Αγράφων, Κράβαρα, Λιδωρίκι και περιφέρεια της Λαμίας. Ήταν κατάλληλη για υπαίθριους χώρους.
   Από το τέλος του 18ου αι. αποτελεί ευρωπαϊκή[15] εφεύρεση το κλαρίνο (εξέλιξη του ελληνικού αυλού), το οποίο το έτος 1730 πήρε τη γνωστή σημερινή του μορφή. Στις ορχήστρες όμως άργησε να γίνει αποδεκτό.

   Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό πότε και πώς ήρθε το κλαρίνο, ώστε να συνδεθεί τόσο πολύ με τη δημοτική μας μουσική. Υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές : Σύμφωνα με μια εκδοχή η διάδοσή του οφείλεται στους μουσικούς που υπηρέτησαν σε στρατιωτικές ορχήστρες (μπάντες) του οθωμανικού, αλλά και του ελληνικού στρατού (από Βαυαρούς). Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, η διάδοσή του στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο οφείλεται στους περιοδεύοντες τσιγγάνους μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη περί τα μέσα του 19ου αιώνα.
   Από την Ήπειρο[16] (περιβάλλον του Αλή Πασά) λίγο πριν το 1800, το κλαρίνο πέρασε στη Θεσσαλία, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Θράκη. Στην Αθήνα[17], το κλαρίνο ήτανε όχι μόνο άγνωστο και ασύνηθες, αλλά η χρήση του μέχρι το 1925 ήταν απαγορευμένη.
   Έτσι οι Ηπειρώτες ήταν οι πρώτοι Έλληνες οργανοπαίχτες στο κλαρίνο, στο οποίο και διέπρεψαν. Μερικά γνωστά (ίσως) επώνυμα, που συνέχισαν και σε επόμενες γενιές είναι : Χαλκιάς, Μπατζής, Ντάλλας, Καψάλης, Μέτσιος, κ.ά.
   Στις ηχογραφήσεις για δίσκους φωνογράφου (ή γραμμόφωνου) την περίοδο 1915-1925 πρώτα στην Αμερική[18] έπαιξαν κλαρίνο οι : Νικ. Σουλεϊμάνης, Νικ. Ρέλλιας, Περ. Χαλκιάς, κ.ά.
   Την περίοδο 1925-1950 γραμμοφώνησαν σε δίσκους στην Ελλάδα οι : Αναστάσιος Χαλκιάς (1914-1992), Νίκος Καρακώστας, Απόστολος Σταμέλος, Κώστας Γιαούζος, Νίκος Ρέλλιας[19] (1892-1969), Γιώργος Ανεστόπουλος, Χαράλαμπος Μαργέλης (1895-1954), Βάιος Μαλλιάρας, Παναγιώτης Κοκοντίνης (1918-2000), Βασίλης Σαλέας (1929-1972), Γιάννης Βασιλόπουλος (1939-2011), κ.ά.
   Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και το κλαρίνο σε κλίμακα Σι. Οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου, ώστε σήμερα να έχουν καταλήξει σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο.
   Από τη Λαμία, γεωγραφικό κέντρο της Ρούμελης αλλά και εμπορικό της κέντρο, πέρασαν σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα από μουσικούς και τραγουδιστές της δημοτικής μας μουσικής. Στις αρχές του 20ύ αι. ήρθε από τα Τρίκαλα ο Νίκος Καρακώστας. Έμαθε την τέχνη του τσαρουχοποιού και την άσκησε για κάποια χρόνια στη Λαμία. Όπου όμως κι αν πήγαινε, ό,τι και αν έκανε, είχε το κλαρίνο από κοντά. Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Ήξερε να παίζει από το 1907. Στη Λαμία έπαιζε στο καφενείο “των Μουσικών” στην πλατεία Λαού.
   Τo 1927 πέρασε από τη Λαμία, υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία του, ο μεγάλος τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών (και σπουδαίος ψάλτης) Γιώργος Μεϊντανάς (1909-1999). Έψαλε πολλές φορές στον Ι. Ν. των Αγίων Θεοδώρων και του άρεσε να τραγουδά τα αγαπημένα του δημοτικά τραγούδια, κυρίως τα κλέφτικα.
   Τη δεκαετία 1930-40 πέρασαν από τη Λαμία όλα τα μεγάλα ονόματα του δημοτικού τραγουδιού, δεξιοτέχνες του κλαρίνου - εκτός του Νικ. Καρακώστα - όπως ο Κώστας Γιαούζος, ο Βάιος Μαλλιάρας, ο Θεόδωρος Αγαπητός, Γιώργος Ανεστόπουλος, κ.ά. Στο βιολί ο Σπύρος Πλατανιάς από τη Μακρακώμη, από οικογένεια μουσικών. Στο λαούτο πιο γνωστός ήταν ο Απόστολος Κλαπαδώρας.
   Το 1934 ο Νικόλαος Καρακώστας έφυγε και πήγε στην Αθήνα. Έπαιζε στο κέντρο “Ο Έλατος” (πλατεία Λαυρίου) και σε πολλά τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκους γραμμοφώνου. Το ίδιο έτος ήρθε στη Λαμία ο καλλιτέχνης Δήμος Χολέβας[20], τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών. Καταγόταν από το Μαυρολιθάρι.
   Το 1933 στο καφενείο ΗΒΗ των Αφών Βούλγαρη στην πλατεία Ελευθερίας λειτούργησε ραδιόφωνο[21] (το εγκατέστησε ο Αθαν. Γιαννούκος) και κάθε μέρα έπαιζε μουσική.
   Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Λαμίας 80 οικογένειες αστικών κυρίως προσφύγων, που προήλθαν από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης και 30 οικογένειες αγροτών προσφύγων από διάφορα μέρη της Μ. Ασίας. Δημιούργησαν τους οικισμούς της Νέας Μαγνησίας και Μεγάλης Βρύσης αντίστοιχα. Η αποκατάσταση αυτών από το κράτος καθυστέρησε πολύ και ολοκληρώθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Σε κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, πανηγύρια, κλπ.) έφεραν τα δικά τους μουσικά ακούσματα με βάση το βιολί και σαντούρι και τα λαϊκά τραγούδια. Δεν μου είναι γνωστό[22] κάποιο άτομο, που να ασχολήθηκε επαγγελματικά με το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι και να διέπρεψε στα μεταπολεμικά χρόνια.
   Από τη Φθιώτιδα προήλθαν ή πέρασαν σημαντικά ονόματα που διέπρεψαν στο κλαρίνο, όπως ο Κώστας Γιαούζος, Γιώργος Ανεστόπουλος, Θεόδωρος Αγαπητός, Νικόλαος Καρακώστας, Βάιος Μαλλιάρας και άλλοι. Επίσης πέρασαν οι σπουδαίοι τραγουδιστές Γιώργος Παπασιδέρης και Γιώργος Μεϊντανάς (και πολλοί άλλοι). Επιλεκτικά για μερικούς απ’ αυτούς θα δοθούν σύντομα βιογραφικά για την παρουσίασή τους :


Κώστας Γιαούζος (1896-1957) : Γεννήθηκε στο Μαρτίνο το 1896. Ασχολήθηκε από μικρός με το κλαρίνο και σχετικά νωρίς κατάφερε να κάνει “μεγάλο όνομα’’. Σε αυτό λένε ότι βοήθησε και ο κουμπάρος του, ο Αργύρης Πασπάλας από το Μάζι που του είχε διδάξει τα “τσακίσματα’’ στο κλαρίνο.
Κώστας Γιαούζος
   Ο Κώστας Γιαούζος, ήταν από τους λίγους που έπαιζε τις εισαγωγές όλων των κλέφτικων τραγουδιών και από αυτόν τις έμαθαν οι νεότεροι καθώς και ο γιος του Γιώργος Γιαούζος, που κι αυτός έπαιζε πολύ καλό κλαρίνο. Όταν έπαιζε το «Νάσαν τα νιάτα δυο φορές» τα «τσακίσματα» και τα δάχτυλα του Γιαούζου ήταν μοναδικά, έπαιζε με τα «δάχτυλα στον αέρα» λέγανε.
   Ο Γιαούζος συνεργάστηκε δισκογραφικά με το Γιώργο Παπασιδέρη και με το Νίκο Καρακώστα σχημάτισαν το καλύτερο δίδυμο κλαρίνων που πέρασε από το ιστορικό κέντρο «Έλατος[23]».
  Οι ωραιότερες εκτελέσεις του ήταν στα τραγούδια: «Νάσαν τα νιάτα δυο φορές» (μάλιστα στο τραγούδι αυτό φωνάζει ο Παπασιδέρης «Γεια σου Γιαούζο μου, γεια σου Κώστα αθάνατε!»), «Καινούργια λόγια μου ’ρθανε» και «Παπάκι πάει στην ποταμιά» που ερμηνεύει ο Γιώργος Παπασιδέρης.
  Θεωρείται ως ο καλύτερος οργανοπαίχτης του κλαρίνου στην ιστορία της Ελληνικής Μουσικής Παράδοσης. Πέθανε το 1957.



Γ. Ανεστόπουλος
(1948)
Γιώργος Ανεστόπουλος (1904-;) : Ονομαστός λαϊκός οργανοπαίχτης του κλαρίνου από την Αρκίτσα Φθιώτιδος. Γεννήθηκε το 1904. Το 1919 πρωτάρχισε κλαρίνο (λα μπεμόλ) και το έπαιζε με τις τρύπες (χωρίς να χρησιμοποιεί τα κλειδιά) γιατί προηγουμένως έπαιζε φλογέρα!... Κατόπιν ένας γύφτος ονόματι Κολοκύθας του έδειξε στις Λειβανάτες το όργανο με κλειδιά. Εργάστηκε στην Αθήνα σε όλα τα γνωστά "στέκια" της δημοτικής μουσικής και συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους του είδους. Η περίοδος της ακμής του ήταν η 20ετία 1950-1970.





Θεόδωρος Αγαπητός
Θεόδωρος Αγαπητός (1910-1994) :  Γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία Φωκίδας Ο πατέρας του ήταν μουσικός και έτσι κι αυτός ασχολήθηκε με το κλαρίνο πολύ μικρός.  Στα 16 χρόνια πήγε στην Αθήνα και ανέπτυξε το ταλέντο του δίπλα σε μεγάλους μουσικούς. Το 1935 εργάστηκε στον «‘Ελατο» με τον Νίκο Καρακώστα.
   Αργότερα ηχογράφησε κάποια τραγούδια στην Αμερική. Έχει γραμμοφωνήσει τραγούδια με τη Ρόζα Εσκενάζι, το Γιώργο Παπασιδέρη, το Μήτσο Αραπάκη, το Σέμση, τον Ογδοντάκη, κ.ά. Μεταπολεμικά εγκαταστάθηκε στην Ιτέα όπου έκανε οικογένεια, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με το κλαρίνο στα πανηγύρια της περιοχής, μέχρι το 1980 που αποσύρθηκε.
   Πέθανε το 1994 στην Ιτέα. Στην κηδεία του, τον επικήδειο έψαλε ο στενός του φίλος και συνεργάτης - μεγάλος ψάλτης - Γιώργος Μεϊντανάς.



Νικ. Καρακώστας
(1948)
Νικόλαος Καρακώστας (1881-1954) :  Γεννήθηκε στην Κρανιά Καλαμπάκας ή στον Κλεινοβό, στην περιοχή Ασπροποτάμου του νομού Τρικάλων, το 1881 ή 1885. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί στα πανηγύρια. Στην αρχή είχε μια φλογέρα. Έμαθε την τέχνη του τσαρουχοποιού και την άσκησε για κάποια χρόνια στη Λαμία. Όπου όμως κι αν πήγαινε, ό,τι και αν έκανε, είχε το κλαρίνο από κοντά. Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Ήξερε να παίζει από το 1907. Στη Λαμία έπαιζε στο καφενείο "των Μουσικών " στην πλατεία Λαού.
   Από το 1934 έπαιζε στην Αθήνα (κέντρο “Ο Έλατος”) και σημείωσε μεγάλες επιτυχίες, παρότι τότε το κλαρίνο δεν είχε πάρει ακόμα ως δημοτικό όργανο την κορυφαία μετέπειτα θέση του. Έχει επίσης παίξει σε πολλούς δίσκους της Γεωργίας Μηττάκη, της Ρίτας Αμπατζή, του Γιώργου Παπασιδέρη, του Ρούκουνα, κ.ά.
   Δίδαξε σε πολλούς το κλαρίνο. Πέθανε το 1955, σε ηλικία 73 ετών, παίζοντας στο κέντρο “Έλατος” στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου της Αθήνας.




Βάιος Μαλλιάρας
(τέλη 10ετίας ’40)
Βάιος Μαλλιάρας (1907-1988):  Γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας.   Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει στον Πυργετό. Πήγαινε κοντά σ αυτούς και παρακολουθούσε τα «πατήματά» τους. Στα πρώτα του βήματα συνεργάστηκε με οργανοπαίκτες της περιοχής.
   Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια “Τ' Αρβανιτοβλάχικο” και την “Ιτιά”, κάνοντας την αρχή μιας λαμπρής πορείας που συνεχίστηκε για 45 περίπου χρόνια. Ηχογράφησε σε δίσκους γκαραγκούνικα, βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά και ρουμελιώτικα τραγούδια εκτελεσμένα όμως με το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τρεις χιλιάδες δίσκοι περίπου, αριθμός εκπληκτικός!
   Συνεργάστηκε με πολύ γνωστά ονόματα μουσικών απ' όλη την Ελλάδα. Έκανε ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την Αυστραλία.
   Πέθανε την πρωτοχρονιά του 1988.



Γιώργος Παπασιδέρης (1902-1977) : Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα (14-9-1902). Έκανε πολλές δουλειές (αγρότης, ναύτης, καραγωγέας). Μεσολάβησε ο ντόπιος επαγγελματίας  λαουτιέρης Σιδέρης Αδριανός και το 1928 ηχογράφησε στην «Columbia» το πρώτο του τραγούδι (έναν αμανέ). Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1929 (δεν υπήρχε τότε εργοστάσιο παραγωγής δίσκων στην Ελλάδα). Από τότε μέχρι το 1972 τραγούδησε πλήθος τραγουδιών σε δίσκους. Οι ερμηνείες του στα δημοτικά τραγούδια είναι ανεπανάληπτες.
Γιώργος Παπασιδέρης
   Στη διάρκεια της καριέρας του, πήγε σε κάθε γωνιά της Κεντρικής Ελλάδας από Ήπειρο, Θεσσαλία, Ρούμελη, Εύβοια, Αττική, Πελοπόννησο και σε αρκετά νησιά. Το 1972 πήγε στο Σικάγο της Αμερικής για ένα μήνα.

   Το Νοέμβριο του 1940 ο Γιώργος Παπασιδέρης, συνέβαλε κι αυτός στην εμψύχωση του Ελληνικού στρατού, που πολεμούσε στην Αλβανία γράφοντας τραγούδια, όσο και στη διάρκεια της Κατοχής. Για τα τραγούδια αυτά τον κατάτρεχαν οι Ιταλοί. Αργότερα, το 1947, τα ηχογράφησε σε δίσκους. Κάποια στιγμή συναντήθηκε με τη Σοφία Βέμπο και συζήτησαν για τη φυγή τους στην Αίγυπτο.  Η Βέμπο έφυγε, ο Παπασιδέρης έμεινε. Οι Ιταλοί τον είχαν στο μάτι και ένα βράδυ τον ξυλοκόπησαν άγρια. Αυτή την περίοδο τραγουδούσε στο κέντρο «΄Ελατος» στην Ομόνοια.
   Κατά τη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με άριστους σολίστες, στο κλαρίνο, στο βιολί, λαούτο, ούτι, σαντούρι, λύρα και κανονάκι. Επίσης συνεργάστηκε με σπουδαίους τραγουδιστές.
   Μέχρι τα τελευταία του τραγουδούσε με την αναλλοίωτη εξαίσια φωνή του, σε πανηγύρια. Γύρισε όλη την Ελλάδα. Πέθανε στη Σαλαμίνα το 1977, από ανακοπή σε ηλικία 75 ετών.



Ο Γ. Μεϊντανάς στις ΗΠΑ
Γιώργος Μεϊντανάς (1909-1999) : Από το Θούριο Βοιωτίας. Με κλίση στη μουσική από μικρή ηλικία, έμαθε βυζαντινή μουσική από 15 χρονών. Από το 1931 τραγούδησε σε πανηγύρι παράλληλα με την ψαλτική.  Συνεργάστηκε με μεγάλους μουσικούς. Το 1934 ηχογράφησε[24] 2 δίσκους. Το 1959 πήγε στην Αμερική με τους  Γ. Ανεστόπουλο και Βασ. Σαλέα. Το 1970 επέστρεψε στον Ορχομενό. Συνεργάστηκε με μεγάλους μουσικούς όπως ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, ο Γιώργος Κόρος, η Τασία Βέρρα και πάρα πολλοί άλλοι νεότερης γενιάς. Τραγούδησε σε πανηγύρια σε γάμους, σε διάφορα κέντρα, και για ένα μεγάλο διάστημα στον “ΕΛΑΤΟ” στην πλατεία Λαυρίου.
   Ο Γιώργος Μεϊντανάς πέθανε στις 22 Μαΐου του 1999 στο σπίτι του στον Ορχομενό.





3.  Χορευτική μουσική στο Μεσοπόλεμο

   Ο χορός είναι ένα είδος τέχνης, που συνδέεται με την ανθρώπινη κίνηση. Χρησιμοποιείται ως μορφή έκφρασης και παρουσιάζεται ως κοινωνική, πνευματική ή ρυθμική απόδοση του σώματος. Η χορογραφία είναι η τέχνη της παραγωγής των χορών.
   Βέβαια ο χορός ήταν και παραμένει ένα σημαντικό μέρος τελετών, τελετουργικών, εορτασμών και ψυχαγωγίας από τη γέννηση των πρώτων ανθρώπινων πολιτισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο.
   Για τη Λαμία της περιόδου που αναφερόμαστε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κλασικό χορό (μπαλέτο). Ούτε βέβαια για χορούς λάτιν, εφόσον αυτοί προήλθαν από την αμερικανική ήπειρο και ωκεάνια νησιά και αναπτύχθηκαν μετά το 1940.
   Ο άνθρωπος που δίδαξε χορό στη Λαμία ήταν ο Αθανάσιος Τσακνιάς. Οι χοροί ήταν δημοτικοί και ευρωπαϊκοί. Στους ευρωπαϊκούς κυριαρχούσαν κατά την προπολεμική περίοδο : Το βαλς (παραλλαγή παραδοσιακού χορού της Αυστρίας, από το 19ο αι.), η πόλκα (που είχε βήματα από το βαλς), το ταγκό (χορός της Αργεντινής από τις αρχές του 20ού αι.), το φοξ (από το όνομα του δημιουργού του ηθοποιού και χορευτή Arthur Fox) με παραλλαγές το φοξ-τροτ (από το 1914, που είναι παρόμοιο με το βαλς και στη δεκαετία του ’30 απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα) και το φοξ-σλόου (από το 1920 που είναι απαλός χορός), το τσάρλεστον (από το ομώνυμο λιμάνι της Νότιας Καρολίνας, σε μελωδία του J. Johnson από το 1923) και το κουΐκ-στεπ (από τη δεκαετία του ’20, που συνδυάζει στοιχεία από το φοξ-τροτ και το τσάρλεστον).
   Ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό ενός ανθρώπου που έμαθε χορό στους Λαμιώτες (δεν ήταν μουσικός αλλά χοροδιδάσκαλος) :

Αθανάσιος Σπυρ. Τσακνιάς (1900-1948) : Χαρισματικός άνθρωπος. Γεννημένος στη Λαμία με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, πήγε στο Παρίσι, όπου διδάχτηκε ορθοφωνία, σύγχρονο χορό και σαβουάρ βιβρ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε μουσικοχορευτικό Κέντρο, που κάλυπτε τις απαιτήσεις της υψηλής κοινωνίας της. Η προσωπικότητά του, οι σημαντικές γνωριμίες του με σπουδαία μουσικά ονόματα της εποχής (Αττίκ, κ.ά.) και οι ικανότητές του τον ανέδειξαν σε χοροδιδάσκαλο του τότε παλατιού.
   Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 εγκαταστάθηκε στη Λαμία, ιδρύοντας την περίφημη «Μπουάτ Τσακνιά[25]» στην οδό Βύρωνος 4. Στο χώρο αυτό, τις ώρες της ημέρας[26] λειτουργούσε χοροδιδασκαλείο, γίνονταν επιδείξεις και αγώνες χορού, ενώ τη νύχτα λειτουργούσε ως κοσμικό κέντρο. Ορισμένες ημέρες, συνήθως τις Κυριακές (τις ονόμαζε «ζουρ φιξ») ήταν κλεισμένες για διασκέδαση από μια κατηγορία (επαγγελματική ομάδα) πολιτών, όπως π.χ. μια μέρα οι γιατροί, μια άλλη οι δικηγόροι, κλπ. Εκεί, συμπολίτες μας, έμαθαν να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς, αλλά κυρίως τους τότε μοντέρνους ευρωπαϊκούς χορούς (ταγκό, βαλς, φοξ, φοξ τροτ, φοξ σλόου, τσάρλεστον, κ. ά.).
   Ο Αθαν. Τσακνιάς δεν παντρεύτηκε. Πέθανε το 1948, στην πρώιμη ηλικία των 48 ετών.


4.  Μουσικοί - Οργανοπαίχτες που έζησαν στη Λαμία

   Στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής Ταράτσας Λαμίας υπάρχει μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που είναι δωρεά των Μουσικών Λαμίας. Αναγράφονται τα ονόματα :
Αρχιμουσικός : Αθανάσιος Ζαχαρόπουλος.
Μουσικοί : Πέτρος Αθανασίου, Αγάθων Καρανάσιος, Στυλιανός Κοκκάλης, Σταύρος Μπουκουβάλας, Γιώργος Σάμιος. Αθανάσιος Κλαπαπαμασιώτης, Αριστείδης Παπαδημητρίου, Χρήστος Καλογιάννης, Νέστωρ Δαϊτσιώτης. Δημήτριος Ανδρέου, Ιωάννης Δημήπουλος, Απόστολος Κορδάτος, Ιωάννης Κουκουβίνος, Ιωάννης Καλογερόπουλος, Ευάγγελος Μίχος, Σταύρος Γαλιρόπουλος, Νικόλαος Καρανάσιος.
   Από τα Βιβλία των παλαιότερων Ιερών Ναών της Λαμίας, μετά από έρευνα, προέκυψαν 11 ονόματα από τα οποία τα 5 δηλώθηκαν ως μουσικοί και τα υπόλοιπα 6 ως οργανοπαίχτες.
   Από τους μουσικούς οι Αγάθων Καρανάσιος, Ιωάννης και Στυλιανός Κοκκάλης κατάγονταν από τη Χαλκίδα. Για τους άλλους 2 δηλώθηκε η Λαμία ως τόπος καταγωγής. Ήταν τραγουδιστές και μέλη ορχηστρών ή φωνητικών συνόλων. Ήταν όλοι έγγαμοι, εκτός του Ιωάν. Κοκκάλη. Ο Αγάθων Καρανάσιος, ήταν πρώην χωροφύλακας από τη Χαλκίδα. Έγινε και μουσικός και αποτέλεσε ένα από τα βασικά στελέχη του Μουσικού Συλλόγου Λαμίας.
   Περισσότερα στοιχεία γι’  αυτούς δίνονται στον επόμενο πίνακα :

   Οι περισσότεροι οργανοπαίχτες δεν προέρχονταν από τη Λαμία. Ήρθαν από άλλα μέρη, έζησαν και τελεύτησαν εδώ. Για τους περισσότερους δεν είναι γνωστή η οικογενειακή τους κατάσταση.
   Περισσότερα στοιχεία γι’  αυτούς δίνονται στον επόμενο πίνακα :

Σημείωση  :     Οι ενορίες των Ι. Ν. όπου διέμεναν είναι σημειωμένες στο τέλος του ονόματός τους. Έτσι έχουμε Θ = Άγιοι Θεόδωροι, Ν = Άγιος Νικόλαος, Π = Παναγία Δέσποινα, Ε = Ευαγγελίστρια και Δ = Άγιος Δημήτριος.


5.  Ιεροψάλτες

   Είναι ένα ιδιαίτερο λειτούργημα, που απαιτεί ήθος, ευσυνειδησία, ευαισθησία και συνέπεια. Οι ιεροψάλτες πρέπει να διαθέτουν το φυσικό ταλέντο της φωνής, αλλά και την καλλιέργεια με την καλή γνώση της βυζαντινής μουσικής. Επιπλέον χρειάζεται γνώση των τυπικών διατάξεων στις διάφορες Ακολουθίες. Πρέπει να έχουν ανάλογη μόρφωση ώστε να αντιλαμβάνονται το νόημα των Ύμνων που ψάλλουν, τους βοηθούν να αποδίδουν τα κείμενα “κατ’ έννοιαν”, ώστε να γίνονται κατανοητοί από το εκκλησίασμα. Συνοπτικά είναι τρία τα στοιχεία του καλού ιεροψάλτη : η αγάπη στα θεία, η καλλιφωνία και η γνώση της βυζαντινής μουσικής.
   Οι ιεροψάλτες έχουν ως προστάτη τους τον Όσιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη, που η μνήμη του τιμάται την 1η Οκτωβρίου.
   Οι καλοί ψάλτες ήταν και εξαιρετικοί τραγουδιστές των δημοτικών μας τραγουδιών. Έχει προαναφερθεί το παράδειγμα του Γιώργου Μεϊντανά. Από τα Βιβλία των Ι. Ναών της Λαμίας, εντοπίστηκαν δύο ιεροψάλτες. Περισσότερα στοιχεία δίνονται αμέσως :





Επίλογος

    Η μεγάλη έκταση του θέματος στις περιορισμένες δυνατότητες ενός ημερησίου φύλλου, επέβαλε αναγκαστικά να αποδοθούν συνοπτικά όλες οι διαστάσεις του, χωρίς όμως να γίνει “έκθεση ιδεών”. Τα διαθέσιμα στοιχεία ήταν μερικώς επαρκή και σ’ αυτό είναι αξιέπαινες οι κατά καιρούς εργασίες του κ. Νίκου Δαβανέλλου.
   Η παρούσα προσπάθεια απέβλεπε στη συγκέντρωση και στη συνολική απόδοση των κατά καιρούς πολιτιστικών προσπαθειών από πρωτοπόρα άτομα, σε δύσκολους καιρούς και σε μια περιοχή όπου δεν εισάγονται  εύκολα νέες αντιλήψεις. Όλα τα επιμέρους τμήματα της εργασίας αυτής (Βυζαντινή μουσική, λαϊκή μουσική, κ.ά. στη Λαμία ή στη Φθιώτιδα) μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για πληρέστερες αυτοτελείς άλλες εργασίες, από πλέον ειδικούς.
   Κλείνοντας, η εργασία αυτή αποβλέπει στο θυμικό όσων έζησαν αυτή τη Λαμία, που άλλαξε και τμήμα της χάθηκε μαζί με την εποχή της και τους ανθρώπους της. Είναι όμως αναγκαία συμβολή για τη γνώση των νεότερων, στους οποίους και χαρίζεται.

Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
                φυσικός

------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Βιβλία Ιερών Ναών της Λαμίας
  2. http://www.xronos.gr/detail.php
  3. Νίκος Τ. Δαβανέλλος : “Λαμία, τα πρόσωπα (1760-1930)”, έκδοση ιδίου, 2003, Λαμία.
  4. http://www.aspromavro.net
  5. http://www.benaki.gr/
  6. http://www2.rizospastis.gr
  7. Νίκος Τ. Δαβανέλλος : “Η ‘Μαντάμ’ Μπερτόγια (1874-1957)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1998, σ. 70-74, Λαμία.
  8. Θανάσης Ν. Καραγιάννης : “Ο Μουσικός Σύλλογος Λαμίας (1896-1940)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1980, σελ. 103-106, Λαμία.
  9. Γεώργιος Π. Σταυρόπουλος : “Όψεις γυναικείας παρουσίας στη Λαμία (1835-1922) – Γυναικεία επαγγέλματα”, Πρακτικά 1ου  Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, σ. 245, Λαμία, 2002.
  10. www.facebook.com
  11. zaliosparadosi.blogspot.com
  12. el.wikipedia.org/wiki
  13. http://www.melwdos.com/history
  14. http://www.martino.gr
  15. http://douridasliterature.com/tadimotika1.html
  16. http://klarinogr.blogspot.gr/p/blog
  17. Γιώργου Παπαδάκη: «Λαϊκοί πραχτικοί οργανοπαίχτες», εκδ. Επικαιρότητα,Αθήνα 1983, σελ. 225.
  18. http://www.musicportal.gr/greek_modern_music
  19. http://www.evrytan.gr
  20. http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/
  21. http://www1.rizospastis.gr/ 24-2-1999
  22. John Ardoin : “The Callas Legacy”, 4η έκδοση 1995, σελ. 147.
  23. Μαρία Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου : “Αγαπητοί μου συμπολίτες - Λαμιώτικα”, 2003, Λαμία.
  24. Νικ. Δαβανέλλου – Γεωργ. Σταυροπούλου : “Λαμία, Με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940)”, εκδ. ΟΙΩΝΟΣ, 2005, Λαμία.

---------------------------------
Δημοσιεύτηκε σε 5 συνέχειες στην εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ”, στα φύλλα 20706-20710, την περίοδο από 30 Σεπτ. 2014 μέχρι 4/5 Οκτ. 2014, στη σελ. 6.


[1] Γνώρισε την ακμή της την περίοδο από τον Ιωάννη Δαμασκηνό μέχρι τον Ιωάννη Κουκουζέλη.
[2] Στον εθνικό χαρακτήρα που εισηγήθηκε ο Καλομοίρης βασίστηκε επιλεκτικά σε ένα σύνολο από τεχνοτροπίες  (όπως ο νεοκλασικισμός, ο ύστερος ρομαντισμός και ο ιμπρεσιονισμός) αλλά ενσωμάτωσε και στοιχεία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.
[3] Ο Τριαντάφυλλος Σαμαράς (1874-1946), Διευθυντής του Καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λαμία, με τη δραστήρια σύζυγό του Ελένη, οργάνωσαν πολλά τέτοια βραδινά, με παράλληλες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες στην κατοικία τους (στο σημερινό μέγαρο της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος, στον α’  όροφο), που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η Ελένη Σαμαρά ήταν επίσης πρόεδρος του Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων Λαμίας (την περίοδο 1938-39). Στις μουσικές βραδιές συμμετείχε - μετά από πρόκληση - όλη η τότε ελίτ της πόλης.
[4] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 948, σ.1, 25-5-1935, Λαμία
[5] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 25 Μαρτίου 1936, Λαμία.
[6] Το Δ.Σ. του Μουσικού Συλλόγου συγκρότησαν οι : Κ. Βέλλιος, φαρμακοποιός (πρόεδρος), Β. Ματθαίου, ξυλέμπορος (αντιπρόεδρος), Κ. Καρατζάς, σταθμάρχης ΣΕΚ, Ι. Πολύζος, υπάλληλος, Θ. Κόκκινος, καθηγητής, Ν. Αθανασίου, έμπορος και Χρ. Ξενιάς, δικηγόρος. [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1096, σ. 4, 20-6-1936, Λαμία]
[7] Εθνική Οργάνωση Νεολαίας : Κυβερνητική οργάνωση νέων που ιδρύθηκε το 1936 από το καθεστώς Μεταξά. Διαλύθηκε τον Απρίλιο του 1941. Σκοποί ήταν η ανάπτυξη εθνικού φρονήματος, πίστη στη θρησκεία, κοινωνική αλληλεγγύη, κ.ά. Απέβλεπε στη στήριξη του καθεστώτος.
[8] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1451, σ. 4, 8-9-1940, Λαμία.
[9] Κλαρίνο-σαξόφωνο έπαιζε ο Δημ. Ντουζένης και τύμπανα-κρουστά ο Βασ. Ροζής.
[10] Επίσης και σε καμπαρέ στην οδό Καραϊσκάκη, κοντά την πλατεία Λαού.
[11] Από Ιταλούς στρατιώτες και με υλικά που εξασφάλισε ο Ιταλός διοικητής. Το ΜΙΑΜΙ βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα είναι ο κινηματογράφος “Γαλαξίας” και η διπλανή πολυκατοικία (ανατολικά).
[12] Το 1939 η Ομοσπονδία Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Λαμίας οργάνωσε συναυλία (για οικ. ενίσχυση), με τη Μαρία Μπερτόγια (πιάνο), τους Ε. Λάγιο, Τάκη Γιαννούκο, Π. Καρπούζα (βιολί), τις δίδες Θεοδοσοπούλου, Κολονιώτου και τους κ.κ. Δημουλά, Χρηστάκη (τραγούδι). Συμμετείχαν και άλλοι, όλοι ευγενώς προσφερθέντες. [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1319, 15-1-1939, Λαμία]          
[13] John Ardoin : “The Callas Legacy”, 4η έκδοση 1995, σελ. 147. Το Ego είναι τμήμα από το επώνυμο Εγκολφόπουλος.
[14] Η τότε πολιτιστική αρχή του Δήμου Λαμίας (στο 1998) ακύρωσε τιμητική εκδήλωση στο μεγάλο βαρύτονο, για λόγους που δεν την τιμούν, η οποία θα γινόταν με τη συμμετοχή της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παρουσία του Ντίνου Εγκολφόπουλου, μετά από την ευγενή μεσολάβηση-πρόσκληση του κ. Νίκου Δαβανέλλου. Ο Ντίνος Εγκολφόπουλος έφυγε από τη Λαμία (ήταν η τελευταία φορά) πικραμένος.
[15] Ως εφευρέτης του κλαρίνου φέρεται ο Γερμανός Ιωάννης Χριστόφορος Ντέννερ από τη Νυρεμβέργη. Είναι εξέλιξη του γαλλικού πνευστού οργάνου chalumeau (που σημαίνει κάλαμος), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά από κλειδιά.  Συμπληρώθηκε από τους Στάντλερ, Μύλλερ και το Γάλλο Κλοζέ (1730) και κατέληξε στο σημερινό ωραίο όργανο.
[16] Οι άριστες και μεγάλες εμπορικές συναλλαγές που είχε ο Αλή Πασάς με την Ευρώπη  (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία) εδραιώνουν την  άποψη ότι η Ήπειρος ήταν  πρωτοπόρος στην εισαγωγή του κλαρίνου.
[17] Σύμφωνα με τις αξιόλογες έρευνες επί του κλαρίνου της συγγραφέως Δέσποινας Μαζαράκη.
[18] Η ανακάλυψη του γραμμοφώνου ή φωνογράφου έγινε από τον  Αμερικανό Thomas Edisson το 1877.
[19] Από το Χελμό που έπαιζε φλογέρα, το 1907 πήγε στην Αμερική, όπου έμαθε να παίζει κλαρίνο. Σπούδασε στο κονσερβατόριο της Νέας Υόρκης για 4 χρόνια, με Ούγγρο δάσκαλο. Γύρισε στην Ελλάδα το 1925. Έπαιξε πολλά τραγούδια. Έκανε και δικές του συνθέσεις. Το μουσικό σήμα του ΕΙΡ από το 1936 (με κουδούνια και φλάουτο) είναι δικό του έργο.
[20] Διαφήμιζε τα τραγούδια του σε δίσκους 78 στροφ.  “Το δράμα της Λαμίας” και  “Τέσσερα χρόνια σ’ αγαπώ Στυλιδιώτισσα”.
[21] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 660, σ. 4, 18-5-1933, Λαμία.
[22] Δέχομαι ευχαρίστως όποια σχετική πληροφορία θα εμπλούτιζε αυτό το θέμα.
[23] Κοσμικό κέντρο με δημοτική και παραδοσιακή μουσική στην Αθήνα. Βρίσκεται στην πλατεία Λαυρίου (οδός Γ’ Σεπτεμβρίου 16) και λειτουργεί από το 1918 (δηλ. για 96 χρόνια). Από το πάλκο του πέρασαν όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες του είδους : Ν. Καρακώστας, Β. Σούκας, Κ. Γιαούζος, Γ. Μεϊντανάς, Γ. Μηττάκη, Ρ. Εσκενάζυ, κ.ά.
[24] Ήταν τα τραγούδια “Σωτήρχαινας” και “Μακεδονόπουλα” στις 78 στρ. στην δισκογραφική εταιρία Columbia (έπαιξε κλαρίνο ο Γιώργος Μιχαλόπουλος). Ήταν τα μοναδικά του (δεν τραγούδησε σε άλλο δίσκο).
[25] Την περίοδο 1935-40, ο Αθαν. Τσακνιάς ήταν ο μόνος που αγόραζε γαλλικές σαμπάνιες από το μεγάλο Κατάστημα Εδώδιμων και Αποικιακών Ειδών των Αδελφών Κονταξή στην οδό Ρήγα Φεραίου (από τη μνήμη του πατέρα μου Αθαν. Μπαλωμένου που εργαζόταν τότε στο Κατάστημα Εδώδιμων-Αποικιακών των Αφων Κονταξή).
[26] Από διαφήμιση στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1125, σ. 4, Τετάρτη 23-9-1936, Λαμία : «Το ΜΠΟΥΑΤ  επαναρχίζει τας εργασίας του. Μαθήματα όλων των χορών. Εκάστην Τρίτην :  Ζούρ φιξ. Εκάστην Κυριακήν : Παιδικός χορός. Προσκλήσεις ιδιαίτεραι δεν θα σταλούν».


2 σχόλια:

  1. Καταπληκτική δουλειά η όλη εργασία και τα στοιχεία, Για τον Νίκο Καρακώστα μόνο θα πω, Γεννήθηκε στη Κρανιά Ασπροποτάμου.
    Σε ηλικία 5 χρονών Οι οικογένεια κατέβηκε στην Καλαμπάκα για να πάει σχολείο ο μεγαλύτερος αδελφός του. 11 χρονών ήρθαν στο Δομοκό όπου ο αδελφός του και ο ίδιος μάθαιναν την τέχνη του Τσαρουχά από τον Πατέρα τους Κώστα Καρακώστα. Για τις ανάγκες των παιδιών του να πάνε στο σχολείο κατέβηκε στην Λαμία. στην Αθήνα κατέβηκε το 1925. Να είσαι καλά για όλη σου την εργασία. Σαν Υστερόγραφο: Ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη Κώστας Τσιτσάνης ήταν και αυτός Τσαρουχάς. Δυο Κωστάδες τσαρουχάδες γέννησαν είναι αλήθεια μεγάλους όγκους στο Δημοτικό και Λαϊκό τραγούδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για τα φιλόφρονα λόγια. Πράγματι από την Κεντρική Ελλάδα (Στερεά και Θεσσαλία) κατάγονταν πολύ μεγάλα ονόματα, όπως ο Κώστας Γιαούζος και ο Νικόλαος Καρακώστας στο Δημοτικό Τραγούδι και οι Τσιτσάνης και Καλδάρας στο λαϊκό τραγούδι. Μετά το Συριανό πρωτοπόρο Μάρκο Βαμβακάρη, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο κορυφαίος στο είδος του, κι ας τον λέγανε στον Πειραιά “βλάχο”.

      Διαγραφή