"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

8/8/22

Ο Ι Γ Ε Ρ Ο Ι

του Δημήτρη Καραθεοδώρου, φιλολόγου

 

       Απ’ τις δυο κορφές της Λιάκουρας τη χαμηλότερη τη λένε Γεροντόβραχο. Εκεί ανέβαζαν οι γιοί τους πατεράδες τους όταν παραγερνούσαν, τούς έβαναν σε ένα καλάθι και τους εγκρέμιζαν απ’ την κορφή στη θάλασσα. Μια φορά ένας γέρος κει που τον έβανε ο γιος του στο καλάθι τού λέει : «φύλαξέ το το καλάθι, γιέ μου, γιατί θα χρειαστεί και στα παιδιά σου, όταν γεράσεις». Αυτά τα λόγια τον έφεραν το γιό του σε συναίσθηση, και δεν εγκρέμισε τον πατέρα του. Από τότε παράτησαν αυτή τη συνήθεια όλοι.(1)

      Κι’ όμως δεν παρατήσαμε τη συνήθεια αυτή όλοι;

 

Φτωχοί αλλαγμένοι στο χωριό οι γέροι με τα τσιμπούκια και τη ρετσίνα πάντα μονότονα ζουν και περιμένουν τον απόηχο τής άλλης ζωής.

 Οι ρυτίδες έχουν βαθύνει το μέτωπό τους, τα όνειρά τους, σβήνανε στα βλέφαρα. Χλωμοί, ξεχαρβαλωμένοι σαν τις παλιόπορτες πίνουν σωριασμένοι στη μικρή ταβέρνα.(2)

 

      Δε θέλω γέρους στου καφενείου τού βοερού το μέσα μέρος, δε θέλω γέρους πού το κρασί τούς έμεινε στερνή παρηγοριά, δε θέλω γέρους εξαντλημένους και κυρτούς, σακατεμένους:

 

Με στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα

κάθονται των γερόντων οι ψυχές.

Τι θλιβερές πού είναι οι πτωχές,

οι σαστισμένες κι’ αντιφατικές

ψυχές, πού κάθονται – κωμικοτραγικές -

μεσ’ στα παλιά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα. (3)

 

Πίνοντας κρασί (Αμπελάκια, 1973, φωτ. Τάκ. Τλούπα
      Δε θέλω γέρους στα παγκάκια τού Μετσόβου με τίς τουρίστριες ανάμεσά τους, να ακούνε τώρα το «Δέλβινο καί Τσαμουριά πού τόσο υπέροχα τονίζει στο ηλεκτρικό κλαρίνο ο Μίστερ Πέτρος, διακεκριμένος κλαριντζής από τη Νέα Υόρκη, στην κεντρική πλατεία τού χωριού τους»(4). Δε θέλω γέρους καρτ-ποστάλ και γέρους MADE IN GREECE στα μικρομάγαζα τού κέρδους. Δε θέλω γέρους μοναχούς, ερημωμένους, στα κυπαρίσσια από καιρό ταμένους:

 


Μείναμε δύο! Ποιος παρακάτου ξέρει

για μάς τί λέει τής Μοίρας το βιβλίο!

Ποιος πρώτος θέ να πάει στ’ ανήλια μέρη,

ποιος μόνος του θα μείνη από τους δύο. (5)

 

     Δε θέλω γέρους πεταμένους στα γηροκομεία, δε θέλω γέρους να θυροδέρνουν για ψωμί, δε θέλω γέρους εμπόδιά μου και φραγμοί μου, και πάνω πιο πολύ δε θέλω γέρους, πού πολεμάνε να «γεράσουν» τα παιδιά, τούς νέους!

     Θέλω τούς γέρους να κυβερνούν τα πάθη τους μ’ απόλυτη κυριαρχία, σοφότερους και πιο καλούς όσο οι δυνάμεις τους θα λιγοστεύουν και δίχως αρρώστιες να γνωρίσουν μια παρακμή αβρή: (6)

Εβδομήντα χρόνια

δίχως γερατιά :

Στα μαλλιά του χρόνια,

στην καρδιά φωτιά. (7)

      Θέλω τούς γέρους να μελετούν τό μερτικό πο’χουν κι αυτοί στα νιάτα, θέλω τούς γέρους στο χορό, με πίπιζες, κλαρίνα, στο τσάμικο, στο κλέφτικο, με τη ζωή οδηγήτρα:

 

       Πώς σού φάνηκε, παππού, ή ζωή αυτή στα εκατό αυτά  χρόνια ;

       Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό.

       Και διψάς ακόμα, παππού;

       Ανάθεμά τον πού ξεδίψασε. (8)

 

     Θέλω τούς γέρους πού κάθε εχθρό με λύσσα πελεκάνε, θέλω τούς γέρους πού δεν προσκυνούν κάθε λογής δυνάστη, θέλω τούς γέρους πού δεν έγειραν σε ξένο ζυγό την πλάτη:

 

Κι ο γέροντας μ’ απίδρομο σαν παλικάρι τρέχει

κι αρπάζει τή σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια..

Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια

και το σταφνίζει στο καυκί. Ανοίγει το λιθάρι

και, θυμωμένο, ένα σκυλί πληγώνει στο ποδάρι

κι έν' άλλο χτυπάει στο κούτελο και το ξαπλώνει χάμου. (9)

 

      Θέλω τούς γέρους π’ αψηφούν, το μαύρο καβαλάρη, θέλω τούς γέρους που μου λέν’  «καλώς να ’ρθεί, σαν έρθει κι η στερνή μου ώρα» : 

 

Κι οι τέσσιρ’ π’ θα μας πάν’ - αλί

στουν άλλουν ύπνου - ώρα καλή –

κι οι τέσσερ’ π’ θα μας πάν’ ουλνούς

και τ’ς παραλήδες κι τ’ς αλλνούς

φέρανι τ’ν κάσσα τ’ μακριά

κι ήρθαν κι τ’ς είπαν : -Άιτι, γριά…

- Παιδιά μ ; να ρ’ θού μιτά χαράς.

- ταϊρνά, - ταϊρνά,

σβούρα τ’ αδράχτ’ στριφογυρνά –

Βουλήθη να μι πάρ’ ου Θιός;

Δόξα σοι Κύριι των Δυνά –

Πιδιά μ’, να’  ρθού να πάου καλλιά μ’…

Σταθήτι αά τιλειώσου τ’ δλειά μ’. (10)

 

      Θέλω τούς γέρους πλάι μου, παντοτινά κοντά μου, να ’χω τροφή απ’ την πείρα τους, να ’χω κι απ’ τη σοφία, να ζήσουνε χρόνια πολλά μ’ απίκραντο το τέλος. Κι απ’ όλα το περισσότερο θέλω τούς γέρους - νέους.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1)    Ν. Πολίτη : Παραδόσεις, έκδ. Εργάνη, Αθήναι 1965, σελ. 33-34.

2)    Π.  Φαλάρα : Μητρώα ζωής, σελ. 4.

3)    Κ. Καβάφη : Ποιήματα, Ίκαρος, τόμος Α΄ , σελ. 100.

4)    Α. Εμπειρίκου : Ύαινα ανίερος - Περιοδικό «ΗΡΙΔΑΝΟΣ» 4, σελ. 30.

5)    Γ. Μαρκορά : Δύο. Ποιητική ανθολογία Παπύρου, σελ. 275.

6)    Α. ΚΟΡΕ : στίχοι. Ε. Παπανούτσου : Πρακτική Φιλοσοφία, σελ. 178.

7)    Γ. Δροσίνη : Δίχως γερατιά.  Ανθολογία Περάνθη, σελ. 176, β΄ τόμου.

8)    Νικ.  Καζαντζάκη : Μια συνομιλία. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1959, σελ. 42.

9)    Α. Βαλαωρίτη : Φωτεινός, Ερμής, σελ. 70.

10)  Ζ. Παπαντωνίου : Η Γριά η βαβά μ’. Ανθολογία Παπύρου, σελ. 339.

 

2 σχόλια:

  1. Υπέροχα τα κείμενα του κ. Δημήτρη Καραθεοδώρου κι ένα μεγάλο εύγε στον κ. Κώστα Μπαλωμένου που μας κάνει κοινωνούς της γραφής του Δημήτρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή