"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

5/1/19

Η τράπεζα Αθηνών (1893-1953) - Υποκατάστημα Λαμίας



Πρόλογος


   Για τα Πιστωτικά Ιδρύματα και ιδιαίτερα στην ελληνική περιφέρεια δεν έχουν γραφεί πολλά πράγματα (εκτός λίγων εξαιρέσεων). Μία από τις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες ήταν η τράπεζα Αθηνών. Στήριξε τις εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων εντός και εκτός Ελλάδος για 60 χρόνια.
   Τα περιορισμένα στοιχεία του τόπου μας, δεν επιτρέπουν την επιθυμητή απόδοση της ιστορίας αυτής, που θα δοθεί με - όσο γίνεται - περιεκτικό και σύντομο τρόπο.


Ίδρυση και ανάπτυξη


   Η Τράπεζα Αθηνών ιδρύθηκε το 1893, με έδρα - προφανώς - την Αθήνα. Προϋπήρχε το τραπεζιτικό γραφείο Ι. Καλλέργη, που μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία. 
   Στους ιδρυτές αναφέρονται οι : Αδ. Τριανταφυλλίδης, Αλ. Λαμπρινούδης, Αντ. Καλλέργης, Επ. Εμπειρίκος και Μιλ. Ιορδανόπουλος. Σημαντικά στελέχη της τράπεζας ήταν οι Ιωάν. Πεσμαζόγλου και Ιωάν. Κ. Λιάσκος. Θυμίζουμε ότι ο Ιωάννης (Τζων) Ηλιάσκος ήταν από την Κωνσταντινούπολη και τραπεζίτης.
   Οι εργασίες της τράπεζας άρχισαν ουσιαστικά το 1894, με στόχο τη χρηματοδότηση του εμπορίου και της βιομηχανίας στην Ελλάδα και εξωτερικό (όπου οι Έλληνες είχαν σημαντική οικονομική δραστηριότητα, όπως στην Τουρκία και την Αίγυπτο).
Από διαφήμιση (1902)
  Το 1897 έγινε συγχώνευση με την Τράπεζα Πεσμαζόγλου[1], με νέο πρόεδρο και διοικητή τον Ιωάννη Γ. Πεσμαζόγλου (1857-1906), που παρέμεινε μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του, το 1906. Παράλληλα η τράπεζα ίδρυσε υποκαταστήματα σε Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Χαρτούμ και λίγο αργότερα στο Μάντσεστερ (1902).
  Το 1914 εισήλθε στην τράπεζα ο Κωνσταντίνος Ι. Ηλιάσκος, γιος και εγγονός τραπεζιτών. Στα επόμενα χρόνια, ανελίχθηκε σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας και μετά το θάνατο του πατέρα του (το 1946) τον διαδέχτηκε στην προεδρία και τη Γενική Διεύθυνση της Τράπεζας.
   Το 1921 η Τράπεζα Αθηνών ίδρυσε γραφείο ανταποκριτή στη Νέα Υόρκη. Το 1926 αυτό εξελίχθηκε στην εταιρεία “The Bank of Athens Trust Company”.
   Από το 1922 η Τράπεζα ίδρυσε υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα και επέκτεινε - αυτά που ήδη υπήρχαν - στο εξωτερικό. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) η Τουρκία έκανε κατάσχεση στο Κατάστημα της Κωνσταντινούπολης (με άγνωστη την τύχη των άλλων καταστημάτων, σε Γαλατά, Πέραν και Αδριανούπολη).
   Με διαφήμιση[2] (1929) στον τοπικό τύπο (εφ. “Η ΕΠΑΡΧΙΑ”, Λαμίας), η τράπεζα Αθηνών αναφέρει ότι διέθετε 96 υποκαταστήματα στην Ελλάδα και άλλα 9 στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα είχε αναπτύξει πυκνότατο δίκτυο ανταποκριτών. Στο τέλος του 1928 η Τράπεζα Αθηνών διέθετε καταθέσεις 2,5 δις δραχμές. Το 1930 ίδρυσε υποκαταστήματα σε Δυρράχιο και Κορυτσά Αλβανίας για τους εκεί ομογενείς.


Υποκατάστημα Λαμίας

   Το κατάστημα της τράπεζας Αθηνών στη Λαμία, από την ίδρυσή του μέχρι που έκλεισε, βρισκόταν[3] στην οδό Ρήγα Φεραίου, απέναντι από το τότε Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδος (ΣΚΕ), που σήμερα είναι η Στρατιωτική Λέσχη.
Από διαφήμιση (εφ. Η  ΕΠΑΡΧΙΑ, 17-8-1929)
   Το 1931, με διαφήμιση στο τοπικό τύπο (εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ), η τράπεζα Αθηνών ανέφερε ότι διαθέτει 106 υποκαταστήματα στην Ελλάδα και άλλα 6 στο εξωτερικό. Στη Φθιωτιδοφωκίδα είχε υποκαταστήματα σε Λαμία, Άμφισσα, Αταλάντη, Δαδί και Δομοκό. Στη Θεσσαλία έχει σε Βόλο, Λάρισα, Τρίκαλα, Αλμυρό, Τύρναβο και Ελασσώνα. Η ίδια διαφήμιση υπήρχε και το έτος 1933.
   Τη διετία 1937-39, διευθυντής[4] του Καταστήματος Λαμίας της τράπεζας Αθηνών ήταν ο Δημήτριος Στεφανίδης. Το 1939, σε εκδήλωση για την επέτειο της μάχης στο Χάνι της Γραβιάς, την τράπεζα Αθηνών εκπροσώπησε[5] της ο κ. Στυλιανάκης. Το ίδιο έτος (1939) ο διευθυντής της τράπεζας Δημ. Στεφανίδης, στον έρανο υπέρ των μαθητικών συσσιτίων Λαμίας, προσέφερε[6] ποσό 100 δρχ.
   Το 1946, διευθυντής[7] του ενταύθα Υποκαταστήματος ήταν ο Γεώργιος Παν. Σχίζας.
  

  

Μεταπολεμικά χρόνια – Συγχώνευση της τράπεζας


   Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η γερμανική τράπεζα Dresdner Bank αξίωσε να έχει την επίβλεψη της Τράπεζας Αθηνών.
   Από το 1946, Γενικός διευθυντής της τράπεζας Αθηνών ανέλαβε ο Κωστής Ι. Ηλιάσκος. Η Τράπεζα Αθηνών και η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ) ήταν τότε οι δύο μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες. Πρόεδρος της ΕΤΕ ήταν (από το 1951) ο Σταύρος Κωστόπουλος.
   Τον Ιανουάριο του 1953, από τον τότε υπουργό Συντονισμού Σπύρο Μαρκεζίνη, στην κυβέρνηση “Ελληνικού Συναγερμού”, με πρωθυπουργό τον Αλέξ. Παπάγο, αποφασίστηκε αιφνιδιαστικά η συγχώνευση των δύο αυτών μεγάλων τραπεζών. Γράφηκαν δύο απόψεις, ότι η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος απορρόφησε την Τράπεζα Αθηνών, αλλά και το αντίθετο.
   Η απόφαση όριζε να κλείσουν όλα τα καταστήματα της τράπεζας Αθηνών. Η νέα ονομασία ήταν Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Αθηνών Α.Ε. (Ε.Τ.Ε.Α.). Πρώτος διοικητής της ανέλαβε ο  Κωνσταντίνος Ι. Ηλιάσκος.




Επίλογος


   Με τη συγχώνευση δημιουργήθηκε ένα ισχυρότερο πιστωτικό σχήμα, που ήταν και ανάγκη της μεταπολεμικής περιόδου. Για την ιστορία, η παλιά ονομασία, ως Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) επανήλθε το 1956.


Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
               φυσικός


 ------------------

Βιβλιογραφία-Αναφορές-Ιστοσελίδες

1.    εφ. “Η ΕΠΑΡΧΙΑ”, ετών 1929, 1931, 1939, 1946, Λαμία.
2.    Βαγγέλη Χαρίτου : “Τράπεζα Αθηνών”, 25 Μαρτίου 2014, στην ιστοσελίδα https://www.aplotaria.gr/chios-athens-bank
3.    Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου : “Δρόμοι, Καταστήματα και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία.
4.    Βιβλίο «Έρνστ Τσίλλερ (1837-1923), Η τέχνη του κλασικού», της Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη, Εκδ. οίκος Μέλισσα, 2006, Αθήνα.
5.    Βικιπαίδεια


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
[2] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ, 168, σ. 2, 17-8-1929, Λαμία.
[3] Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου : “Δρόμοι, Καταστήματα και ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία.
[4] Από τη στήλη ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ, στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φύλλα 1215 και 1386.
[5] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 14-5-1939, Λαμία.
[6] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ, 1397, σ.2, 4-12-1939, Λαμία.
[7] Από συμβόλαιο αριθ. 5537/22 Σεπ. 1946.

4 σχόλια:

  1. Κατατοπιστικότατο άρθρο! Ευχαριστούμε! Μια ερώτηση ιστορικής επίσης φύσεως: τι μπορεί να έγιναν οι καταθέσεις στην τράπεζα Αθηνών, των ανθρώπων που τους έπιασε ο πόλεμος και έχασε πάσα αξία η δραχμή? Αποζημιώθηκαν μεταπολεμικά?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κανείς δεν αποζημιώθηκε. Η απώλεια της αξίας του νομίσματος δεν οφειλόταν στις τράπεζες που είναι αποθετήρια χρήματος, αλλά και εμπόριο χρήματος.

      Διαγραφή
  2. Ευχαριστώ για την απάντηση. Συνεπώς δεν έχει νόημα να αναζητήσει κανείς αποζημίωση (ή το δίκιο του) κατόπιν εορτής από το κράτος ή αλλού για πιθανές οικογένειες που καταστράφηκαν λόγω υποτίμησης των καταθέσεων στις τράπεζες γενικότερα εκείνη την περίοδο. Θα με ενδιέφερε η γνώμη σας πάνω σε αυτό, και ξανά ευχαριστώ για το κατατοπιστικότατο άρθρο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τη νομισματική αξία σε μια χώρα δεν την καθορίζουν οι Τράπεζες. Η Κατοχή κατέστρεψε την ελληνική οικονομία, με μείωση των καταθέσεων (από μαζικές αναλήψεις), από έλλειψη πρώτων υλών και επομένως αύξηση του τιμαρίθμου και του κόστους ζωής. Οι νομισματικές αξίες εκμηδενίστηκαν σε πραγματική αξία.
    Ως παράδειγμα : 1 οκά ψωμί από 10 δρχ. (Απρίλιο 1941) έφτασε τις 38.000 δρχ. (Ιανουάριο 1944) και τα 153.000.000 δρχ. το Σεπτέμβριο 1944.
    Μόνον όσοι πρόλαβαν και μετέτρεψαν τα χρήματα σε αγγλικές λίρες έσωσαν την αξία των χρημάτων τους.
    Η τιμή του χρυσού καθόρισε την αξία της δραχμής. Κατά το τέλος της Κατοχής, ενώ η δραχμή δεν είχε σχεδόν κανένα αντίκρισμα. Ο πληθωρισμός έφτασε στα ύψη και κάθε μέρα τυπώνονταν νέα νομίσματα. Ολόκληρες μονοκατοικίες ανταλλάσσονταν με τρεις τενεκέδες λάδι από μαυραγορίτες, με καλύτερους πελάτες τους Γερμανούς.
    Μετά το 1944 η δραχμή υποτιμήθηκε άλλες 7 φορές και το 1953 άλλη μία (50%) από το Σπ. Μαρκεζίνη. Πάντως, πέραν αυτών, στα μεταπολεμικά χρόνια έγινε εκκαθάριση των πρακτικά εκμηδενισμένων καταθέσεων με νομοθετική ρύθμιση. Οι τράπεζες δεν έχουν πλέον καμία υποχρέωση.
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Άγγελου Αγγελόπουλου: «Οικονομικά» ( εκδόσεις Παπαζήση) και Τράπεζα της Ελλάδας : «Τα πρώτα 50 χρόνια της ΤτΕ 1928 – 1978».

    ΑπάντησηΔιαγραφή