"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

18/8/15

Οι προπολεμικοί ράπτες της Λαμίας


Οι καλλιτέχνες της ενδυμασίας



1. Σύντομη ιστορία της ενδυμασίας

 Από την Παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος κάλυπτε το σώμα του (δέρματα ζώων, φύλλα δένδρων ή γούνες). Η εφεύρεση του αργαλειού στη Νεολιθική εποχή δημιούργησε την υφαντική. Ένα κοντό ύφασμα για άνδρες κι ένα απλό μακρύ ρούχο οι γυναίκες φορούσαν στην αρχαία Αίγυπτο[1].
 Η αρχαία ελληνική ενδυμασία αποτελούνταν από ορθογώνια υφάσματα που φορούσαν και τα δύο φύλα. Τα τύλιγαν με διάφορους τρόπους γύρω από το σώμα σχηματίζοντας πτυχώσεις. Τα κυριότερα ήταν ο χιτώνας, που φορούσαν κατάσαρκα και ραβόταν στους ώμους, και το ιμάτιο, που χρησίμευε ως πανωφόρι. Ρούχα απλά και λειτουργικά.
 Τα ρούχα των Ρωμαίων ήταν παρόμοια με τα ελληνικά. Η βυζαντινή ενδυμασία συνδύασε την ελληνορωμαϊκή παράδοση με επιδράσεις της ανατολής και της χριστιανικής θρησκείας. Γενικά χαρακτηριζόταν από επισημότητα και μεγαλοπρέπεια.
 Στα μεσαιωνικά χρόνια οι γυναίκες φορούσαν δύο μακριά φορέματα (το ένα πάνω στο άλλο), ενώ οι άνδρες φορούσαν κοντό πουκάμισο και παντελόνι. Από τότε καθιερώθηκαν τα διαφορετικά ρούχα σε άνδρες και γυναίκες.
 Στην Αναγέννηση (15ο-16ο αι.) η ενδυμασία αποκτά όγκο και γίνεται πολυτελής. Στο 17ο αιώνα τα ρούχα έχουν πολλές δαντέλες και φιόγκους, με περούκες στο κεφάλι για άνδρες και γυναίκες.
 Στο 18ο αιώνα η ενδυμασία χαρακτηρίζεται από κομψότητα, χάρη και απαλά χρώματα. Κατά το 19ο αιώνα οι άντρες υιοθέτησαν το - αγγλικής προέλευσης - κοστούμι, που - με μικρές αλλαγές  -παρέμεινε μέχρι σήμερα η κύρια αντρική ενδυμασία.
 Στον 20ό αιώνα σημειώθηκε μεγάλη αλλαγή στην ενδυμασία, με νέα υλικά, μαζική παραγωγή αλλά και νέο τρόπο ζωής (κοινωνικές αλλαγές). Οι γυναίκες δανείζονται στην ανδρική ενδυμασία (φορούν παντελόνια). Γενικά το ντύσιμο γίνεται πιο απλό, άνετο και χαρούμενο.


2. Η ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία

 Είναι οι φορεσιές των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά παρέμειναν και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, μέχρι που επικράτησαν οι ενδυμασίες δυτικού τύπου.
Ο βασιλιάς Όθων
με φουστανέλα
 Οι παραδοσιακές αυτές φορεσιές προήλθαν από τη βυζαντινή ενδυμασία, με επιδράσεις από άλλους λαούς. Βασικό στοιχείο είναι το πουκάμισο (κοντό ή μακρύ με μανίκια) που φοριέται  κατάσαρκα.
 Οι άνδρες φορούσαν κοντό πουκάμισο (πουκαμίσα), με πλεχτές κάλτσες ή με παντελόνι (μπουραζάνι). Στα νησιά και παράλια φορούσαν τη βράκα (ένα φουσκωτό παντελόνι). Οι πολεμιστές φορούσαν τη φουστανέλα, μια πολύπτυχη μακριά φούστα. Στην επανάσταση του 1821 το ρούχο αυτό διαδόθηκε πολύ και αργότερα αποτέλεσε την ανδρική εθνική ενδυμασία.
 Οι γυναίκες πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν ένα μακρύ φόρεμα με μανίκια (το καβάδι ή το σιγκούνι). Στα παράλια και στα νησιά φορούσαν φουστάνι (προήλθε από δυτικά φορέματα).
 Οι ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτισμικής κληρονομιάς μας (με ιστορική, κοινωνική και αισθητική αξία).


3.  Οι ράπτες – Κατάταξη αυτών

 Είναι οι τεχνίτες (ενίοτε και καλλιτέχνες) που μετατρέπουν το ύφασμα σε ένδυμα. Για την περίοδο που αναφερόμαστε υπήρχαν 4 είδη ραπτών :
(α) οι ελληνοράπτες, που έφτιαχναν τα παραδοσιακά ελληνικά ρούχα (συνήθως ανδρικά),
(β) οι φραγκοράπτες, που έφτιαχναν ενδύματα δυτικού τύπου (κουστούμια),
(γ) οι καποτάδες ή καποράφτες, που έφτιαχναν τις κάπες (κυρίως των βοσκών) και
(δ) οι εμβαλωματείς (που επιδιόρθωναν τα φθαρμένα ή σχισμένα ρούχα).
 Ο ελληνοράπτης έραβε την πολύπλοκη και δύσκολη φορεσιά, την οποία συνέθεταν η φουστανέλα, τα τσιπούνια, η σκούφια, τα ζουνάρια κλπ.
 Οι φραγκοράπτες έραβαν ρούχα δυτικού τύπου (φράγκικα), δηλ. σακάκια, παντελόνια ή κουστούμια. Θυμίζουμε ότι στα χρόνια εκείνα τα ανδρικά ρούχα (κουστούμια) δεν ήταν έτοιμα όπως σήμερα με νούμερα. Τότε ο πελάτης πήγαινε το ύφασμα στο ράφτη του, που του έπαιρνε μέτρα (στο σώμα του) και μετά έκοβε και έραβε το ύφασμα. Χρειάζονταν 1-2 επισκέψεις στο ράφτη για δοκιμή (πρόβα) του νέου ενδύματος.



4.  Υλικά και εργαλεία ραπτικής

Παλιά ποδοκίνητη ραπτομηχανή
 Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, αλλά και μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου (στον 20ό αι.) όλα τα ενδύματα γίνονταν με βελόνα και κλωστή. Η ραπτομηχανή εφευρέθηκε από ράπτη[2], αλλά στην Ελλάδα ήρθε στις δεκαετίες του Μεσοπολέμου και φυσικά έγινε το βασικό και απαραίτητο εργαλείο του επαγγελματία στο χώρο του ενδύματος. Τότε ήταν χειροκίνητη ή καλύτερα ποδοκίνητη. Μεταπολεμικά έγινε ηλεκτρική. Ειδικοί μηχανισμοί, που προστίθενται στις ραπτομηχανές, επιτρέπουν διάφορες ειδικές εργασίες, όπως ραφή κουμπότρυπων, κεντήματα, κ.ά.
Εργαλεία ράπτη
 Στο χώρο του ραφείου κυριαρχεί ο μεγάλος πάγκος, όπου το ένδυμα θα σχεδιαστεί, μετρηθεί και κοπεί στα αναγκαία τμήματα. Εκτός από τα υφάσματα, τα απαραίτητα εργαλεία του ράπτη είναι : ψαλίδια, ξηλωτήρι, μεζούρα μαλακή, μικρό χαρακάκι, χάρακας (μεγάλος, τρίγωνο, κόμπρα), κιμωλία ραπτικής (σαπουνάκι), ριζόχαρτο, καρμπόν, δακτυλήθρα, καρφίτσες, βελόνες ραψίματος, πελότα (μαξιλαράκι για καρφίτσες), κλωστές διάφορες, παραμάνες, κουμπιά, κόπιτσες, σούστες, κ.ά.
 Πολύ σημαντικό είναι φυσικά το σίδερο (παλιά ήταν με κάρβουνα), επάνω σε σιδερώστρα (που είναι προαιρετική). Για τη ραπτομηχανή χρειάζονται βελόνες και μασούρια με κλωστή.


5.  Υφάσματα - Είδη τους

 Ανάλογα με την προέλευση της πρώτης ύλης, τα παλιότερα χρόνια, τα υφάσματα είχαν :  (α) ζωική προέλευση και (β) φυτική προέλευση. Συγκεκριμένα, στα εμπορικά καταστήματα της εποχής εκείνης υπήρχαν και διέθεταν:
- Κασμίρια, που ήταν τα καλύτερα ποιοτικά υφάσματα[3] για κουστούμια. Άριστα κασμίρια ήταν όσα προέρχονταν από εργοστάσια της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιταλίας.
- Από τα νεαρά πρόβατα προερχόταν το μαλλί (η ξένη ονομασία του είναι Λάμπσγουλ), από το οποίο φτιάχνονταν τα εσώρουχα (έχει μαλακές και ελαστικές ίνες και είναι κατάλληλο για να φορεθεί κατάσαρκα).
- Εισαγόμενο μαλλί, από πρόβατα μερινός της Αυστραλίας ή Νέας Ζηλανδίας, με πολύ μαλακό τρίχωμα, που οι γυναίκες το έπλεκαν για πολύ καλά πουλόβερ.
 Από τις φυτικές ίνες, γνωστά είναι :
- Το λινάρι, πού είναι παλιότερο και πολύ γνωστό υλικό, από το οποίο γίνονται τα λινά ρούχα.
- Το βαμβάκι, από το οποίο γίνονται τα βαμβακερά ρούχα.
 Άλλα είδη υφασμάτων που όμως δεν χρησιμοποιούσε η μέγιστη πλειοψηφία των ανθρώπων στα χρόνια που αναφερόμαστε είναι : το μετάξι, το ανκορά (από τρίχωμα λαγού) και το μοχέρ (από τρίχωμα της ομώνυμης κατσίκας).
 Μεταπολεμικά νέα είδη υφασμάτων είναι τα συνθετικά, προϊόντα της χημικής βιομηχανίας (ακρυλικά, βισκόζη-ρεγιόν, λύκρα, νάυλον, νεοπρέν, μικροφάιμπερ, πολυέστερ και πολυουρεθάνη). 
Διαφήμιση στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ
(1920)
 Από το μαλλί των αιγοπροβάτων, εφόσον οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν κτηνοτρόφοι, γινόταν το μάλλινο ύφασμα. Είναι γνωστή η αυτάρκεια των οικογενειών στα προπολεμικά χρόνια, εφόσον από την κουρά των αιγοπροβάτων, έπαιρναν το μαλλί. Αυτό το πουλούσαν στις τοπικές βιοτεχνίες, ή στα παζάρια. Μεγαλύτερη αξία και καλύτερη ποιότητα είχαν τα μακριά και μαλακά μαλλιά. Ρόλο έπαιζε ακόμα και το χρώμα των μαλλιών. Τα μαύρα μαλλιά από τα λάγια (μαύρα) πρόβατα ήταν φθηνότερα σε σύγκριση με τα άσπρα. Αυτά, τα μαύρα, πήγαιναν για κάπες των τσοπάνηδων ή για βελέντζες του σπιτιού.
 Ένα μέρος του λευκού μαλλιού οι γυναίκες το έπλεναν καλά, το στέγνωναν σε σκιερό μέρος, μετά το λανάριζαν[4] και γινόταν πάρα πολύ μαλακό με ίσιες τις τρίχες. Μ’ αυτό το μαλλί γίνονταν τώρα οι τλούπες που τις έδεναν στη ρόκα για να τις γνέσουν και να γίνει το μάλλινο νήμα.
 Το μάλλινο νήμα έμπαινε στον αργαλειό του σπιτιού και γινόταν μάλλινο ύφασμα, που μετά μπορούσε να βαφτεί. Μετά οι πλανόδιοι ράφτες (και καποράφτες) που περνούσαν  κάθε φθινόπωρο από τα χωριά, έφτιαχναν τις πατατούκες και τα παντελόνια, τις κάπες και τα μπουραζάνια.


6. Βιοτεχνίες[5] ένδυσης στη Λαμία

 Η πόλη αυτή διέθετε μεταποιητικές μονάδες που επεξεργάζονταν το μαλλί και το βαμβάκι και το μετέτρεπαν σε αντίστοιχο νήμα (λαναροκλωστήρια ή απλά κλωστήρια), ενώ άλλες μετέτρεπαν το νήμα σε αντίστοιχο ύφασμα. Τέλος υπήρχε και μία καλτσοποιία. Με σύντομο τρόπο αναφέρουμε τις βιοτεχνίες αυτές (της δεκαετίας του ’30), μερικές συνέχισαν και μεταπολεμικά :
@ κατεργασία μαλλιού : Λαναροκλωστήρια  Λοΐζου - Ρήγα - Μπουρτζάλα.
@ παραγωγή βαμβακερού νήματος : Κλωστήριο-Υφαντουργείο Αφων Μαχαιρά.
@ παραγωγή υφασμάτων :  υφαντήριο Σπυροπούλου, Υφαντουργείο  Αφων Μαχαιρά.
@ καλτσοποιίες : Μποβιάτσου, Κων/νου Τσέλιου.
 Στο 19ο αι. υπήρχε στη Στυλίδα το μεγάλο Κλωστήριο “Η Φθιώτις” του Κ. Π. Αγαθοκλή & Σια, που ήταν μέρος ενός βιομηχανικού συγκροτήματος (αλευρόμυλοι, αρτοποιεία, μανεστροποιείο, σιδηρουργείο, κ.ά.)


7.  Ράπτες Λαμίας [6]

α. Στο 1875 [7]
Ελληνοράπτες
1. Κωνσταντίνος Βασιλείου, στην πλατεία Ελευθερίας.
2. Κωνσταντίνος Λάππας, στην οδό Ρήγα Φεραίου
3. Σταύρος Παναγιώτου, στην οδό Ρήγα Φεραίου.

Ευρωπαϊκών ενδυμάτων ράπτες
1. Σταύρος Αγγελίδης, στην πλατεία Ελευθερίας.
2. Πάνος Λαμπαδάριος, στην οδό Διάκου.
3. Εμμανουήλ Λιανοδάκης, στην πλατεία Ελευθερίας.
4. Γεώργιος Πέρρος, στην πλατεία Ελευθερίας.

β. Στη δεκαετία του ’30

  1. Θεοδωρόπουλος (εμποροράπτης, στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  2. Κων. Ζαφείρης (εμποροράπτης, στη γωνία Καλύβα-Μπακογιάννη και Ροζάκη-Αγγελή)
  3. Παπανάγνου (εμποροράπτης, στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη)
  4. Κάλλος (εμποροράπτης, στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη)
  5. Αφοί Στάικου (στην οδό Τζαβέλλα)
  6. Δημ. Τσιτριμπίνης (στην οδό Διάκου 4)
  7. Ηρακλής Αβραμόπουλος (στην οδό Διάκου)
  8. Παπαδάκης  (στην οδό Διάκου)
  9. Ιωάννης Τριανταφύλλου[8] (στην οδό Διάκου 11)
  10. Γρηγόριος Μακρόπουλος[9] (φραγκοράπτης, στην οδό Καραϊσκάκη, τμήμα μεταξύ οδού Ροζάκη-Αγγελή και πλατείας Λαού).)
  11. Ευάγγελος Μπερτσιμάς (στην πλατεία Λαού, κάτω από το Ξενοδοχείο “Η Βοστώνη”)
  12. Αφοί Δημακού (στην οδό Γκουαλέν[10])


8. Εμπορικά καταστήματα Λαμίας (με υφάσματα)

α. Στο 1875

  1. Ευστ. Βλαχάνης, στη συνοικία Αγ. Νικολάου, οδός Ανώνυμη.
  2. Αδελφοί Γραμματίκα, στην οδό Διάκου
  3. Παναγ. Δολόγλου, ομοίως, οδός Ανώνυμη.
  4. Κωνστ. Δούκας, ομοίως.
  5. Χαρ. Κανελλόπουλος, στην οδό Ρήγα Φεραίου.
  6. Αδελφοί Κοκκινόπουλοι, ομοίως, οδός Ανώνυμη.
  7. Ν. Κονιαβίτης & Αργ. Παπαγιαννόπουλος, στην πλατεία Ερμού[11].
  8. Λεων. Καρακαντάς, ομοίως, οδός Ανώνυμη.
  9. Γεώργ. Θ. Λάμπρου, πλατεία Ελευθερίας.
  10. Αδελφοί Μαλλιόπουλοι, ομοίως, οδός Ανώνυμη.
  11. Δημ. Νούτσος, οδός Ρήγα Φεραίου.
  12. Ζαχαρίας Νούτσος, ομοίως.
  13. Πλιάτσικας & Σακκόπουλος, ομοίως.
  14. Πεζάς & Θεοδωρίδης, ομοίως.
  15. Φλασκάκης & Μπαζούρης, ομοίως, οδός Ανώνυμη.
  16. Ευστ. Χατσάκος, πλατεία Ελευθερίας.


β. Στη δεκαετία του ’30

 Τα περισσότερα βρίσκονταν στην κεντρική οδό Ρήγα Φεραίου. Πουλούσαν υφάσματα σε τόπια, από τα οποία έκοβαν όσο ύφασμα (σε πήχεις[12]) ήθελε ο πελάτης. Αυτό μετά το πήγαιναν στο ράπτη της επιλογής τους, για να φτιάξει το ρούχο που ήθελαν (σακάκι, παντελόνι, γιλέκο, κλπ.). Φυσικά αυτά τα ίδια τα εμπορικά καταστήματα είχαν ράπτες που αναλάμβαναν να φτιάξουν τα ρούχα του πελάτη.
  1. Ζορμπαλάς-Καλτιμπάνης (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  2. Σιόπουλος-Παπασιόπουλος (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  3. Βασίλειος Γιαννούκος (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  4. Νικόλαος Χονδρόπουλος (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  5. Αφοί Θεοδώρου (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  6. “Το Μικράκι”, Λουκάς Κατσίκης (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  7. Γιωτόπουλος (στην οδό Ρήγα Φεραίου).
  8. Αφοί Κουτσολέλου (στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη)
  9. Γρηγόριος Μακρόπουλος[13].  Έφτιαχνε σκούφιες. Κατάστημα με ενοίκιο (οδός Καραϊσκάκη).
  10. Διαμαντής[14]-Τσώμος-Λαπαντζής (στην πλατεία Πάρκου και γωνία οδού Κολοκοτρώνη).
  11. Κωνστ. Ι. Αναστασίου.

 
Ραφείο του ΕΛΑΣ

 

9. Ράπτες και ράπτριες (μοδίστρες)


 Από τα βιβλία των παλαιότερων Ιερών Ναών της Λαμίας, αναζητήθηκαν και εντοπίστηκαν  39  άτομα, από τα οποία 6 είναι γυναίκες. Για τα ανδρικά ενδύματα έχουμε τους ελληνοράπτες και τους φραγκοράπτες (που κατέληξε απλά ράπτες). Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να τους ξεχωρίσουμε από τα βιβλία όπου σχεδόν όλοι γράφτηκαν ως ράπτες. Επίσης έχουμε και τους καποτάδες. Οι γυναίκες ράπτριες ή μοδίστρες ήταν μόνο για τα γυναικεία ρούχα.
 Από τα 39 άτομα που καταγράφηκαν τα 29 κατάγονται από τη Λαμία. Από τον υπόλοιπο νομό Φθιώτιδας προέρχονται 6 άτομα (Γαρδίκι, Γιαννιτσού, Δίβρη, Κωσταλέξι και Ράχες). Εκτός του νομού Φθιώτιδας ήταν 1 από τη Χαλκίδα, άλλος 1 από την Αθήνα κι 1 από την Αλεξανδρούπολη. Τέλος ένας έχει προσφυγική καταγωγή.
 Περίφημοι ελληνοράπτες στη Λαμία, την περίοδο αυτή, ήταν οι Κ. Νούσιας και Κ. Αμπλιανίτης. Επιπλέον, με ειδικότητα σε σκούφιες, κ.ά. τμήματα της παραδοσιακής ενδυμασίας ήταν ο Γρηγόριος Μακρόπουλος.
 Ακολουθεί πίνακας με περισσότερα στοιχεία :

Ράπτες Λαμίας
α/α

Ονοματεπώνυμο

έτη
ηλικία
καταγωγή
1.      
Τασούλης  Νικόλαος (Π)
1843-1918
75
Λαμία
2.      
Γκλαβόπουλος  Θεόδ. (Π)
1851-1923
72
Λαμία
3.      
Σιταρακάς Δημήτριος Ι. (Π)
1851-1926
75
Λαμία
4.      
Μουσάς (;)Γεώργ. (Π)
1856-1919
63
Λαμία
5.      
Πανταζής Αλέξιος (Ε)
1857-1933
76
Κωσταλέξι
6.      
Κοντορρήγας Νικόλαος Κ. (Ε)
1858-1941
83
Λαμία
7.      
Νούσιας[15] Κωνσταντίνος (Π)
1859-1914
55
Λαμία
8.      
Μπαρτσιώκας Ιωάννης Κ. (Ν)
1862-1942
80
Λαμία
9.      
Χαράλαμπος Μπάμπης (Π)
1863-1913
50
Λαμία
10.    
Μουσάτος Απόστ. (Ν)
1862-1932
70
Λαμία
11.    
Αμπατζής Γεώργ. (Θ)
1863-1933
70
Δεδεαγάτς[16]
12.    
Χριστάκης Αλεξ. (Ε)
1863-1938
75
Λαμία
13.    
Αμπλιανίτης[17] Κωνσταν. (Ε)
1865-1950
85
Δίβρη
14.    
Γιαννόπουλος Δημ. (Δ)
1867-1914
47
Λαμία
15.    
Αναστασίου Απόστολος (Π)
1874-1942
68
Χαλκίς
16.    
Μάζης Βασίλειος Σπ. (Δ)
1874-1943
69
Λαμία
17.    
Μπότσης Βασίλειος (Δ)
1875-1947
72
Λαμία
18.    
Γιαννιτσιώτης Κώστας Α. (Ε)
1876-1941
65
Γιαννιτσού
19.    
Καλκάνης Ζήσης (Ε)
1877-1927
50
Λαμία
20.    
Στάϊκος Δημήτριος (Π)
1882-1950
68
Λαμία
21.    
Σακελλάρης Δημήτριος Αριστ. (Ε)
1885-1948
63
Λαμία
22.    
Αποστόλου  Χρήστος (Π)
1886-1926
40
Λαμία
23.    
Αναγνώστου Κομνάς (Π)
1887-1932
45
Κωσταλέξη
24.    
Τσιλοφύτης Ιωάννης Σπυρ. (Ε)
1891-1934
43
Ράχες
25.    
Δρούγας Σπύρος (Π)
1894-1949
55
Λαμία
26.    
Ζαφειρόπουλος  Αθανάσιος Ν. (Π)
1896-1921
25
Λαμία
27.    
Πέλλης Γεώργ. (Θ)
1905-1930
25
Αθήναι
28.    
Χουσιανίτης Νικόλαος Φ. (Π)
1909-1937
28
Γαρδίκιον
29.    
Γιαννιτσιώτης Απόστολος (Ε)
1909-1971
62
Λαμία
30.    
Κοτσίλης Ιωάννης (Δ)
1910-1962
52
Λαμία
31.    
Σαφής Γεώργιος (Ε)
1911-1968
57
Λαμία
32.    
Τσιτριμπίνης Δημήτριος Πέτρ. (Ε)
1912-1946
34
Μ. Ασία
33.    
Γρεβενίτης Θωμάς (Π)
1920-1945
25
Λαμία

Σημείωση : Ο τόπος κατοικίας τους σημαίνεται με τα γράμματα : Θ = ενορία Αγ. Θεοδώρων, Ν =  ενορία Αγ. Νικολάου, Π = ενορία Παναγίας Δέσποινας, Ε = ενορία Ευαγγελίστριας και Δ = ενορία Αγ. Δημητρίου.


Ράπτριες – Μοδίστρες Λαμίας
α/α

Ονοματεπώνυμο

έτη
ηλικία
καταγωγή
1.     
Γεωργίου Ασπασία (Ν)
1843-1913
70
Λαμία
2.     
Ξεπλάτη Αγγελική (Ν)
1892-1917
25
Λαμία
3.     
Μίγγα Τασία (Ν)
1913-1944
31
Λαμία
4.     
Αποστολοπούλου Αλεξάνδρα (Π)
1894-1916
22
Λαμία
5.     
Αθανασίου Αγλαΐα Αν. (Ε)
1906-1928
22
Λαμία
6.     
Παπαγεωργίου Ασπασία (Δ)
1927-1957
30
Λαμία



10. Καποτάδες ή καποράφτες

 Ο καποτάς ή καποράφτης[18], με πρώτη ύλη το ύφασμα από τραγόμαλλο, έφτιαχνε τη μεγάλη κάπα[19], που έφτανε λίγο πιο πάνω απ’ τον αστράγαλο κι’ ήταν φαρδιά και πλατιά, και το κοντοκάπι, που ήταν στενή και κοντή κάπα κι έφτανε γύρω στο γόνατο. Έραβαν ακόμα, από το δίμιτο ύφασμα του αργαλειού και την «πατατούκα», δηλ. ένα φαρδύτερο και μακρύτερο ανδρικό σακάκι, αλλά και την “μπουραζάνα” ή πανοβράκι, το άσπρο ή μαύρο επιβλητικό παντελόνι. Επίσης, έκοβαν, έραβαν και κεντούσαν με ποικιλία από χάρτσια τα σεγκούνια των γυναικών. Ο καποράφτης συνήθως ήταν πλανόδιος (χωρίς μόνιμο χώρο). Γύριζε τα χωριά ή τα τσελιγκάτα, δούλευε και τη νύχτα για να τελειώσει γρήγορα και συνήθως πληρωνόταν σε είδος (με τυρί ή βούτυρο, ή ζωντανό).
 Στη Λαμία καταγράφηκαν δύο καποτάδες, που δηλώθηκαν ως Λαμιώτες στην καταγωγή. Περισσότερα στοιχεία δίνονται στο επόμενο πίνακα :



10. Εμβαλωματείς

 Ήταν οι ράφτες των χαμηλών εισοδημάτων (της φτώχειας). Όταν η αγορά νέων ρούχων ήταν οικονομικά δύσκολη έως αδύνατη, τότε τα ανδρικά παντελόνια και σακάκια που τρίβονταν ή σχίζονταν από την πολυκαιρία, την πολυετή χρήση (ιδίως τα εργατικά ρούχα), αλλά και το σκώρο στα «καλά τους ρούχα» (δηλ. στα επίσημα που φόραγαν σε γάμους, βαφτίσια, στο πανηγύρι, στη βραδινή έξοδο και στην εκκλησία) τότε έπρεπε να επισκευαστούν. Τα πήγαιναν στους εμβαλωματείς (ή μπαλωματήδες). Αυτοί έβαζαν σε τρύπες ή σε σχισίματα ένα κομμάτι ύφασμα ίδιου χρώματος και το έραβαν, ή μαντάριζαν το φθαρμένο σημείο του ρούχου με κλωστή ίδιου χρώματος για να μη φαίνεται. Η όλη εργασία κόστιζε πολύ λίγο.
 Από τα μεταπολεμικά χρόνια (δεκαετία του ’50), που το επίπεδο ζωής ανέβηκε και τα οικονομικά των οικογενειών βελτιώθηκαν, το επάγγελμα φθίνει. Η μαζική βιομηχανική παραγωγή, κυρίως με τα έτοιμα (πρετ-α-πορτέ) και φτηνά ρούχα γέμισε την αγορά με οικονομικά προσιτά ρούχα. Έτσι πέταγαν το παλιότερο ρούχο όταν άρχισε να φθείρεται και αγόραζαν άλλο. Τότε χάθηκε[20] το επάγγελμα.
 Καταγράφηκαν συνολικά 7 εμβαλωματείς. Είναι όλοι Λαμιώτες την καταγωγή, άνδρες και στη μέγιστη πλειοψηφία τους παντρεμένοι. Περισσότερα στοιχεία γι’ αυτούς δίνονται στον αμέσως επόμενο πίνακα :

Εμβαλωματείς
α/α
Ονοματεπώνυμο
έτη
ηλικία
καταγωγή
1.     
Κ. Μπαΐζάνος (Ν)
1836-1916
80
Λαμία
2.     
Γελούμενος Ευστάθ. (Ε)
1837-1927
90
Λαμία
3.     
Ζαγκανάς Ευστάθιος (Π)
1854-1924
70
Λαμία
4.     
Λαπαντζής Αθαν. (Π)
1864-1924
60
Λαμία
5.     
Αγγελόπουλος Δημήτριος (Ε)
1864-1929
65
Λαμία
6.     
Παπαζήσης Σταύρος (Π)
1867-1942
75
Λαμία
7.     
Ανδρούλας Ανδρέας Ευαγγ. (Ε)
1896-1948
52
Λαμία



11.  Συλλογική Οργάνωση των ραπτών

 Όπως και άλλες επαγγελματικές τάξεις στην περιοχή μας, από τις αρχές του 20ού αι. ιδρύθηκε η Συντεχνία Ελληνορραπτών Λαμίας. Στον Ι. Ν. της Παναγίας Δέσποινας Λαμίας υπάρχει η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, που είναι δωρεά της από το 1903.  
 Το 1929 ίδρυσαν Σύλλογο Εμπορορραπτών, με την αριθ. 680/12-10-1929 απόφαση του Πρωτοδικείου Λαμίας. Τροποποίηση του Καταστατικού έγινε με την αριθ. 210/28-3-1934 απόφαση του ίδιου Πρωτοδικείου.
 Στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής Ταράτσας, υπάρχει η εικόνα των Αγίων Αποστόλων, που είναι δωρεά του Συνδέσμου Ραπτών και Εμπορορραπτών Λαμίας, χωρίς χρονολογία αγιογράφησης. Κάθε χρόνο, στις 30 Ιουνίου γιορτή των Αγίων Αποστόλων, εκεί έκανε ο Σύνδεσμος Ραπτών- Εμπορορραπτών τη γιορτή του.
 Από το 1948, ο Σύλλογος Εμπορορραπτών έγινε μέλος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Φθιώτιδας.

 

Γιορτή του Συνδέσμου Ραπτών-Εμπορορραπτών στις 30-6-1937
στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής Ταράτσας


12. Προπολεμικά στεγνοκαθαριστήρια

 Η Λαμία διέθετε και 2 στεγνοκαθαριστήρια και σιδερωτήρια με ατμό, για τα ρούχα των κατοίκων της. Ταυτόχρονα έκαναν και βαφές ρούχων. Ο Αθανάσιος Μανδηλάρης (1898 – 1957) ήταν πρωτοπόρος, αλλά πέθανε νωρίς. Τη λειτουργία του ατμοκαθαριστήριου “Ο κρίνος” συνέχισε η γυναίκα του Ελένη, πάντα στη γωνία των οδών Πατρόκλου και Δροσοπούλου. Άλλο ένα στεγνοκαθαριστήριο ήταν των Αφών Κοκκίνη στην οδό Ρήγα Φεραίου.

---

 Σε μορφή μικρού βιογραφικού δίνονται περισσότερα στοιχεία για τους: Ηρακ. Αβραμόπουλο, Κωνστ. Αμπλιανίτη, Κωνστ. Ρούση, Ευθ. Κωστακόπουλου, Ιωάν. Τσιλοφύτη και Δημ. Τσιτριμπίνη.



Ηρακλής[21] Ε. Αβραμόπουλος (1886-1964) : Γεννήθηκε στη Λαμία. Έμαθε την τέχνη του ελληνοράπτη και μετά του φραγκοράπτη. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου είχε δικό του ραφείο στην οδό Διάκου. Ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση (μέλος εκκλησιαστικού Συμβουλίου Μητροπόλεως, μέλος Δ.Σ. του Συλλόγου Τεχνοεργατών Λαμίας, μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας). Ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Ραπτών-Εμπορορραπτών και Πρόεδρός του για χρόνια. Πέθανε στην Αθήνα.



Κωνστ. Αμπλιανίτης
Κωνσταντίνος Αμπλιανίτης (1865[22]-1950) : Γεννήθηκε στη Δίβρη. Οι γονείς του ονομάζονταν Δημήτριος και Ευθυμία. Έμαθε την τέχνη του ελληνοράπτη, δηλ. ράπτη παραδοσιακών ελληνικών ρούχων, κυρίως ανδρικών (φουστανέλες, γιλέκα, σκούφιες) κι έγινε διάσημος στη Ρούμελη για την ποιότητα της δουλειάς του. Έντυσε πλούσιους γαμπρούς, αλλά και τους τσολιάδες της ανακτορικής φρουράς. Δεν θέλησε να γίνει φραγκοράπτης, παραμένοντας πιστός στην παράδοση. Ήταν παντρεμένος με τη Βάγια Ιωάν. Πανδρούλα (1877-1971) και απέκτησε εννέα παιδιά (4 αγόρια και 5 κόρες). Πέθανε το 1950, σε ηλικία 85 ετών.




προτομή Κων. Ρούση
Κωνσταντίνος Ρούσης (1853-1911) : Γεννήθηκε το 1853. Πιθανός τόπος καταγωγής του το Μαρτίνο. Ο πατέρας του λεγόταν Δημήτριος. Πήγε στην Αθήνα, όπου έμαθε άριστα την τέχνη του φραγκορράπτη, δηλ. έγινε ράπτης ευρωπαϊκών ρούχων. Στον εκλογικό Κατάλογο του Δήμου Λαμίας του 1879, αναφέρεται σαν «ενεστώσα διαμονή του η Αθήνα». Πρέπει να κέρδιζε αρκετά χρήματα. Τα τελευταία χρόνια είχε εγκατασταθεί στη Λαμία και εργαζόταν σε ενοικιασμένο χώρο στην πλατεία Ελευθερίας (γωνία με οδό Υψηλάντου 1).  Δεν είναι γνωστή η οικογένειά του.
 Πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1911, σε πρώιμη ηλικία 58 ετών.




Εμποροραφείο Ιωάννη Σπυρ. Τσιλοφύτη
(φωτ. 1935)
Ιωάννης Σπυρ. Τσιλοφύτης (1891-1934): Γεννήθηκε στις Ράχες Φθιώτιδας. Έμαθε την τέχνη του ράπτη. Στη Λαμία άνοιξε Εμποροραφείο στη γωνία των οδών Βύρωνος και Κολοκυθά[23]. Ήταν ένα μεγάλο μαγαζί (βλ. φωτογραφία), με πλούσια συλλογή υφασμάτων και καλή πελατεία. Ο Ιωάν. Τσιλοφύτης παντρεύτηκε, αλλά μετά από σοβαρό πρόβλημα υγείας, πέθανε στην Αθήνα στις 10-5-1934, σε νέα ηλικία 43 ετών.



Ευθ. Κωστακόπουλος
Ευθύμιος Κωστακόπουλος:  Γεννήθηκε το 1909 στη Λαμία. Από το 1920 (που έχασε τον πατέρα του) πήγε σε ραφείο και έμαθε την τέχνη. Το 1937 άνοιξε δικό του ραφείο, που διατήρησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Ήταν άριστος στην ανδρική ραπτική. Τον διαδέχθηκε η πρώτη κόρη του. Από το γάμο του απέκτησε 2 κόρες κι ένα γιο. Λόγω των φρονημάτων του υπέστη πολλές διώξεις.
 Στα μεταπολεμικά χρόνια είχε έντονη συνδικαλιστική δράση, εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Λαμίας και είχε ολιγοήμερη θητεία ως “δημαρχών” της Λαμίας.




Εμποροραφείο Δημ. Τσιτριμπίνη (φωτ. 1939)
Δημήτριος Τσιτριμπίνης (1912-1946): Ήρθε πρόσφυγας (παιδί 10-11 ετών) μετά το 1922 απ’ τη Μικρά Ασία και μετά έμαθε εδώ την τέχνη του ράπτη. Το ραφείο του ήταν στην οδό Διάκου 2 (απέναντι απ’ τον πλάτανο). Δραστήριο μέλος (τοπικό στέλεχος) του ΚΚΕ, βοήθησε στον αντιστασιακό αγώνα της Κατοχής. Παντρεύτηκε μέσα στην Κατοχή. Έγινε στόχος των Χιτών ( μέλη της Οργάνωσης Χ [24]) και στις 31-7-1946, όταν είχε ήδη αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, τον σκότωσαν με οπλοπολυβόλο, σε ηλικία 34 ετών. Η έγκυος γυναίκα του Μαρία (1910-1985) γέννησε κόρη. Τη βάφτισαν στις 5-8-1946 και της έδωσαν το όνομα Μήτσα[25].

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
              φυσικός

------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ –ΑΝΑΦΟΡΕΣ

  1.  Βιβλία Ι. Ναών Λαμίας (Αγ. Θεοδώρων, Αγ. Νικολάου, Παναγίας Δέσποινας, Ευαγγελίστριας και Αγ. Δημητρίου)
  2.  Από την ιστοσελίδα :  http://ebooks.edu.gr/
  3.  Από την ιστοσελίδα :  http://gardikiomilaion.wordpress.com
  4.  Από την ιστοσελίδα :  http://www.triaalfa.gr/
  5.  Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου : «Δρόμοι, Καταστήματα και Ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40), περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία
  6.  Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Βιοτεχνία – Βιομηχανία της Λαμίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ σε συνέχειες, από 21 έως 25 Σεπ. 2004, σ. 9, Λαμία.
  7.  εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, 1964, Λαμία.
  8.  Νικ. Δαβανέλλου "ΛΑΜΙΑ, το χρονικό μιας πόλης", Αθήνα, 1994.
  9.  Βικιπαίδεια.


 -------------------------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ”, σε 2 συνέχειες, στα φ. 20640 και 20641, στις 27 & 28 Ιουνίου 2014, Λαμία.
--------------------------------------------------------------


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Το αρχαιότερο σωζόμενο σε καλή κατάσταση είναι το ένδυμα του Tarkhan.  Είναι λινό, βρέθηκε στην Αίγυπτο και υπολογίζεται ότι φτιάχτηκε περίπου το 2800 π.Χ.
[2] H πρώτη ανακάλυψη έγινε από το ράπτη Τιμοννιέ το 1830 και βελτιώθηκε το 1846 από τον Αμερικανό Ηλία Χόουε.
[3] Γινόταν από τρίχωμα της κατσίκας του Κασμίρ (ανήκει στην Ινδία, βόρεια της χώρας, στα Ιμαλάια). Το ύφασμα ήταν μαλακό, ζεστό, πολυτελές.
[4] δηλ. το ξάσιμο του μαλλιού, μια επεξεργασία, που ξεμπέρδευε τις ίνες του μαλλιού, για να μετατραπεί μετά σε νήμα.
[5] Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Βιοτεχνία – Βιομηχανία της Λαμίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου”, εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ σε συνέχειες, την περίοδο 21- 25 Σεπ. 2004, σ. 9, Λαμία.
[6] Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου : «Δρόμοι, Καταστήματα και Ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40), περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία.
[7] Χρήστου Β. Χειμώνα “Σελίδες για τη Λαμία (του 1875)”, περ. Φθιωτικά Χρονικά 1987, σ. 82-83, Λαμία.
[8] Καταγόταν από τη Γραβιά. Εθεωρείτο ο καλύτερος ράφτης της Λαμίας. Έραβε την αριστοκρατία. Πέθανε πρόωρα μετά από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος.
[9] έφτιαχνε σκούφιες.
[10] Το 1953, με δήμαρχο Λαμίας το Σπύρο Πετρόπουλο, την μετονόμασαν σε οδό Βενιζέλου.
[11] Είναι η σημερινή πλατεία Λαού.
[12] Ο κοινός πήχυς, ή “εμπορικός πήχυς” ήταν η μονάδα που χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1959 για τη μέτρηση ιδίως υφασμάτων. Είχε μήκος 0,648 μέτρα και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια. Η λέξη γράφεται τώρα “πήχης”.
[13] Ο πατέρας των Μακροπουλαίων, που είχαν σπίτι  στην Πλατεία Διάκου. Τη γυναίκα του έλεγαν Ελένη.
[14] Το κατάστημα ήταν ιδιοκτησίας Διαμαντή, ενώ οι Τσώμος και Λαπαντζής ήταν συνέταιροι. Στη θέση του κτιρίου αυτού βρίσκεται σήμερα το Κατάστημα της τράπεζας Eurobank, στην πλατεία Πάρκου.
[15] ελληνοράπτης
[16] Αλεξανδρούπολη
[17] ελληνορράπτης
[18] Για τα χωριά μας, η καποραπτική ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, μια βιοτεχνία των χωριών μας, με άφθονη την πρώτη ύλη (τραγόμαλλο) κάλυπτε τις ενδυματολογικές ανάγκες του ποιμενικού κόσμου, στις ορεινές αλλά και πεδινές περιοχές.
[19] Η «κάπα» ήταν φορεσιά και ασπίδα προφύλαξης του σώματος από κρύο, χιόνι, βροχή ή χαλάζι, όχι μόνο του βοσκού αλλά του κάθε ξωχίτη, του κάθε χωρικού. Τη φορούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες τσελιγκοπούλες και αγρότισσες, μη εξαιρούμενων του παπά και του δάσκαλου.
[20] Από τη 10ετία του ’90, με τον ερχομό των οικονομικών μεταναστών  και περισσότερο μετά το 2000, με τη νομισματική αλλαγή στην Ελλάδα, από δραχμές σε ευρώ, την αύξηση της ανεργίας, την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, κ.ά. έχουμε επιστροφή του επαγγέλματος του εμβαλωματή. Κυρίως γυναίκες αναλαμβάνουν αυτή τη δουλειά στη Λαμία, που απαριθμεί  αρκετά μικρά μαγαζιά, με σημαντική απασχόληση. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται με τσαγκάρηδες, που επισκευάζουν τα παπούτσια, αντί για αγορά καινούργιων.
[21] εφ. “Εθνικός Αγών”, Φεβρ. 1964, Λαμία.
[22] Στα Μητρώα του Δήμου Λαμίας έχει γραφεί το 1869 ως έτος γέννησης.
[23] Η οδός Κολοκυθά είναι ένα μικρό ανηφορικό δρομάκι (σήμερα είναι πεζόδρομος, μεταξύ των οδών Ρήγα Φεραίου-Βύρωνος και Διάκου.
[24] Οργάνωση του Γεωργίου Γρίβα, αντισυνταγματάρχη, από το 1943. Διαπνεόταν από μεγαλοϊδεατικό εθνικισμό, ήταν δε φιλοβασιλική και αντικομμουνιστική. Την περίοδο 1943-44 κορυφώνεται η αντιπαλότητα με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ  Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας έγιναν πολλές ακρότητες με πρωταγωνιστές Χίτες.
[25] Από το Βιβλίο Γεννήσεων-Βαπτίσεων του Ι. Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λαμίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου