"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

9/12/14

Η Ιερά Μονή Αντινίτσης “Το Γενέσιον της Θεοτόκου” (Μέρος Α')



Ιστορική διαδρομή – Από την ακμή, στην καταστροφή και στην αναδημιουργία της, μέχρι σήμερα.



                                                                               Μέρος Α’




Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας Αντίνιτσας

Προλεγόμενα


     Ήταν το 2006, όταν συλλέγοντας υλικό για το Σανατόριο Αντίνιτσας και τυχαία – όπως πάντα συμβαίνει  - ήρθα σε στενότερη επαφή με τη Μονή Αντίνιτσας. Οι δύο αυτοί γειτονικοί χώροι προσφοράς ακολούθησαν παράλληλους βίους, ο ένας στην αρρώστια (τη φυματίωση) και ο άλλος στην Παναγία μας, τη μητέρα του Θεανθρώπου και είχαν δυστυχώς κοινό τέλος, με την ταυτόχρονη καταστροφή τους στις 13 Ιουλίου 1944, από τους Γερμανούς κατακτητές. Η ολοκλήρωση και έκδοση της εργασίας για το “Ορεινό Αντιφυματικό Αναρρωτήριο Αντίνιτσας” το έτος 2007, μου έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρώσω υλικό για τη Μονή Αντίνιτσας. Σημαντικό επίσης ρόλο έπαιξε και η άριστη φιλική σχέση μου με το ζεύγος καλλιτεχνών Ένζας και Θεοδώρου Μώρη, χαρισματικών αγιογράφων και πολυτάλαντων ψηφιδωτοποιών, που είχαν ήδη κοσμήσει με έργα τους, από τα πρώτα χρόνια της 10ετίας του ’90, τους χώρους της Μονής και συνεχίζουν μέχρι σήμερα.
   Όμως οι γραπτές πηγές από τις οποίες θα αντλούσα ασφαλείς πληροφορίες, ήταν δυστυχώς περιορισμένες. Από την ίδια τη Μονή, λόγω της καταστροφής της, δεν είχε μείνει τίποτα.. Στο αρχείο της Ι.Μ. Φθιώτιδας δεν διατηρείτο αρχείο (με έγγραφα και αλληλογραφία), ούτε σχετικά βιβλία (όπως το Μοναχολόγιο[1], κ.ά.). Αποτάθηκα στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ευτυχώς, ο τοπικός τύπος της εποχής μου έδωσε αρκετό υλικό, που συμπληρώθηκε από στοιχεία σε παλιά συμβόλαια. Όμως παρέμεναν κάποιες ενδιάμεσες περίοδοι με κενά στοιχείων, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολύπαθου 20ού αι. Η δυσκολία αποτυπώθηκε από τον πρότερο ερευνητή κ. Θεόκτιστο Αθ. Λαϊνά[2], που αναφέρει : “ … έναν κατάλογο των ηγουμένων και μοναχών της Μονής Αντινίτσας, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, δεν μπορέσαμε να καταρτίσουμε.”
   Η γνωριμία μου με τον ηγούμενο αρχιμ. Αγαθόνικο Αναγνωστόπουλο, έναν εξαίρετο άνθρωπο με αγνή παιδική ψυχή, ακάματη εργατικότητα και πλήρη αφοσίωση στην Παναγία μας, υπήρξε καταλυτική. Ζώντας από κοντά την προσπάθειά του να αναδημιουργήσει από τις στάχτες της την κατεστραμμένη Μονή, θεώρησα χρέος μου – παρά τα περιορισμένα ή σχετικά ελλιπή στοιχεία – να αποδώσω στον καλύτερο επιτρεπτό βαθμό τη μακρόχρονη ιστορία της, την καταστροφή της, αλλά κυρίως την αναβίωσή της.
   Το τεράστιο έργο του ηγουμένου, από το 1988 μέχρι σήμερα, διείδε από την αρχή ο μακαριστός μητροπολίτης Φθιώτιδος Δαμασκηνός, λέγοντας : “ … τόσα χρόνια μετά την καταστροφή, τόσοι που πέρασαν δεν έβαλαν μια πέτρα επάνω στην άλλη. Εσύ θα φτιάξεις και το Καθολικό.” Η έλευση του σημερινού μητροπολίτη κ. Νικολάου με γνωστή τη στήριξή του προς το χώρο του μοναχισμού, αλλά και την ευγενή φιλοδοξία του για αναβίωση των κλειστών μονών της Φθιώτιδας και για συντήρηση όσων χρήζουν, ήταν επόμενο να υποστηρίξει ένθερμα το θεάρεστο έργο του άξιου ηγουμένου. Με πολλαπλές επισκέψεις στη Μονή, με την πρωτοστασία του σε ιερές λειτουργίες και με ένθερμους λόγους δείχνει την πλήρη ευαρέσκειά του για τη μεγάλη προσπάθεια αναγέννησης της Μονής Αντίνιτσας.
   Η γραφή τούτη προσπάθησε με όσο γίνεται λιτό τρόπο να αποδώσει ταυτόχρονα και το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό κλίμα στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων (19ου και 20ού) με τη μεθόρια θέση της (μέχρι το 1881), τις αλύτρωτες περιοχές της Ελλάδας, τη φτώχεια, τους πολέμους και τους πρόσφυγες, που επηρεάζουν και τον κόσμο του μοναχισμού, εφόσον κι αυτός προέρχεται και εκτός μονής συναναστρέφεται με το λαό. Στην παρουσίαση αυτή δεν έγινε επιλεκτική παρουσίαση των “καλών” στοιχείων ή απόκρυψη των “αρνητικών”. Όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν έχουν καλή τεκμηρίωση. Μακάρι να ανευρεθούν (αν υπάρχουν) κι άλλα στοιχεία, που θα εμπλουτίσουν κάποια χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του 20ού αι.
   Σε Παράρτημα, δίνεται σειρά εγγράφων από την περίοδο του βασιλιά Όθωνα, αλληλογραφία του τότε ηγουμένου με τον επίσκοπο και το αρμόδιο υπουργείο σχετική με τη διάλυση της Μονής. Επίσης περιλαμβάνονται και δύο καταγραφές περιουσιακών στοιχείων της Μονής. Η προσπάθεια εμπλουτίζεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
   Η παρούσα εργασία ήταν έτοιμη πριν το τέλος του 2011. Μετά από επιθυμία του ηγουμένου της Μονής, τέθηκε στην κρίση του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Φθιώτιδας κ. Νικολάου και έτυχε της έγκρισής του. Διάφοροι λόγοι, ανεξάρτητοι της θελήσεώς μας, δεν επέτρεψαν να οδηγηθεί στο τυπογραφείο. Στο μεταξύ ασθένησε ο καλός ηγούμενος και η Παναγία τον πήρε μαζί της. Έτσι δεν πρόλαβε να δει τούτη τη γραφή, ως ανθρώπινη ικανοποίηση για το τεράστιο έργο που επιτέλεσε. Είναι το μόνο που έρχεται συνεχώς στη σκέψη μου ως έλλειμμα, για τον τόσο αφοσιωμένο στην Παναγία και πλέον αείμνηστο μακαριστό γέροντα Αγαθόνικο Αναγνωστόπουλο.
   Ευχαριστώ τον εκπαιδευτικό, ερευνητή και συγγραφέα κ. Γεώργιο Σταυρόπουλο για την υδατογραφία της μονής Αντίνιτσας (έργο του βαυαρού Köllenberger).
   Τιμώντας ευσεβώς την Παναγία Αντίνιτσα, ελπίζω να ανταποκρίθηκα ικανοποιητικά στην ιστορική αναφορά της Ιερής Μονής της.

                                                           Κ. Α. Μ.

-----------------------------------
Σημείωση : Το μεγάλο μέγεθος της εργασίας με υποχρεώνει να την παρουσιάσω τμηματικά. Με χρονολογική συνέπεια, αρχίζουμε από τα παλιότερα χρόνια μέχρι και το 19ο αι. Θα ακολουθήσουν ο 20ός αι. και μετά τα πλέον πρόσφατα χρόνια. Στο τέλος, θα δοθούν σε Παράρτημα τα ιστορικά ντοκουμέντα και – αν ο χώρος το επιτρέψει – θα κλείσουμε με φωτογραφικό Λεύκωμα.



Πανοραμική φωτογραφία της Ι. Μονής Αντίνιτσας (2010)
  

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Από την ίδρυση μέχρι και το 19ο  αιώνα

1.      Η ίδρυση της Μονής – Ονομασία και τοποθεσία   
2.      Η Μονή στην Τουρκοκρατία και στα χρόνια της επανάστασης      
3.      Η Μονή ελεύθερη στα σύνορα του κράτους           
4.      Η Ελληνική Εκκλησία κηρύσσεται Αυτοκέφαλος   
5.      Η κατάργηση της Μονής – Αγώνας για  διατήρησή της     
6.      Επίσκεψη στη Μονή του Βαυαρού περιηγητή Λουδοβίκου Ρος (1834)      
7.      Ο ιερομόναχος και ηγούμενος Θεοφάνης Κωνσταντίνου (1769-1847)      
8.      Η σύντομη περίοδος του ηγουμένου Μακαρίου Βαρλαάμ 
9.      Επεισόδιο στο πανηγύρι του 1852.           
10.  Ο ιερομόναχος και ηγούμενος Γρηγόριος Οικονόμου ( ; - 1860) 
11.  Τα «Θεσσαλικά» και η Μονή Αντίνιτσας (1854-1878)       
12.  Επίσκεψη στη Μονή του Γάλλου περιηγητή G. Deschamps          
13.  Ο δραστήριος και ανακαινιστής ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου (1860-1896) 
14.  Το ατυχές 1897 και η Μονή Αντίνιτσας.    

Β. Η Μονή στον 20ό αιώνα

1.      Πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (1900-1920)     
2.      Η Μονή στο Μεσοπόλεμο (1920-40)        
3.      Συνύπαρξη Μονής και Αντιφυματικού Αναρρωτηρίου Αντίνιτσας (1927-1945)      
4.      Η Μονή στα χρόνια της Κατοχής (1941-44) - Καταστροφή της Μονής    
5.      Ο ηγούμενος Αμβρόσιος Γεωργακός        
6.      Πρώτες προσπάθειες αναδημιουργίας της μονής (μετά το 1945)   
7.      Επίσημη ανασύσταση της Μονής – Ερανική Επιτροπή – Έναρξη έργων (1968-88)          
8.      Η Μονή Αντίνιτσας και τα μετόχια της      
9.      Οδικά προσκυνητάρια       
10.  Ο ηγούμενος αρχιμ. Αγαθόνικος Αναγνωστόπουλος         

Γ. Η Μονή στον 21ο αιώνα

1.      Η αναδημιουργία της Μονής Αντίνιτσας (από το 1988 και μετά) – Το έργο ζωής του ηγουμένου της        
2.      Το μέλλον της Μονής        
3.      Εκοιμήθη ο ηγούμενος της Ι.Μ. Αντίνιτσας           
4.      Στη μνήμη ενός καλού φίλου (επιστολή)    
5.      Μνημόσυνο για τον μακαριστό ηγούμενο της Μονής         

Παράρτημα


1.      Αλληλογραφία για διατήρηση της Μονής (1834-1840)
2.      Η Μονή Αντινίτσης (Εργασία Αναστ. Κ. Ορλάνδου, 1930)
3.      Συμβόλαια (απογραφή περιουσιακών στοιχείων)
4.      Οικονομική – κοινωνική συμβολή της Μονής στο έργο της Μητρόπολης Φθ/δας
5.      Ο μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αγαθόνικος Παπασταματίου.

Φωτογραφικό Λεύκωμα


 ----------------


Α. απο την ιδρυση μεχρι και το 19ο αιωνα




 
 

          Η ίδρυση της Μονής - Θέση και ονομασία της



O ακριβής χρόνος κτίσεως της Μονής Αντίνιτσας, καθώς και το όνομα του κτήτορος είναι άγνωστο[3]. Το 1930, ο Αναστ. Ορλάνδος σημειώνει : « … Του εσωτερικού δ’ όντος εξ ολοκλήρου ασβεστοχρίστου, δεν σώζεται ουδ’ η κτιτορική αυτής επιγραφή.  ». Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάν. Γ. Βορτσέλα,
«πιθανώς εκτίσθη λήγοντος του Μεσαίωνος».
     Η λεπτομερής μελέτη των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του παλαιού Καθολικού της Μονής και της όλης ναοδομίας του από τον καθηγητή Αναστ. Κ. Ορλάνδο[4], το 1930 με συγκριτικά στοιχεία[5] από μονές του Αγίου Όρους, αλλά και της ευρύτερης βαλκανικής χερσονήσου καταλήγει:
  « … δεν δυνάμεθα να αναγάγωμεν το καθολικόν της Αντινίτσης εις χρόνους προγενεστέρους τής αλώσεως. Η μάλλον πιθανή χρονολογία κατασκευής του εξετασθέντος ναού είναι το δεύτερον ήμισυ τού 15ου αιώνος, περίοδος εκ της οποίας πολύ ολίγα μνημεία τής αρχιτεκτονικής μας διεσώθησαν.»
    Συμπερασματικά, μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κτίσεως του Καθολικού στις δεκαετίες μετά την άλωση[6] της Κωνσταντινουπόλεως (1460-1500). Η επιλογή του χώρου αυτού, η πρώτη εγκατάσταση και τα απαραίτητα κτίσματα (κελιά, αρχικός ναός, αποθήκες, βοηθητικοί χώροι, περιτείχιση, κ.ά.) οδηγούν αναγκαστικά πιο πίσω στο χρόνο, πιθανά στις αρχές του 15ου αιώνα (ίσως και νωρίτερα), χωρίς τη δυνατότητα ακριβούς προσδιορισμού.
     Για τους ιδρυτές της μονής και τον τρόπο που ιδρύθηκε, η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και τα πολλά χρόνια της τουρκοκρατίας που διήλθαν, μας οδηγούν στη μαρτυρία της προφορικής παράδοσης. Η μία θρυλούμενη εκδοχή ιστορεί :
«… όταν ξεκίνησαν οι σφαγές[7] στην πόλη του Αϊδινίου , δύο Αϊδινιώτες πιθανόν κληρικοί (χωρίς να αποκλειστεί όμως να ήταν λαϊκοί), έφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο στην κεντρική Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Αϊδινίου. Έχοντας μαζί τους την ιερή εικόνα της Αϊδινιώτισσας Παναγίας οι δύο Αϊδινιώτες περπάτησαν και νύχτωσαν κοντά στην σημερινή θέση. Αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί και το πρωί να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Όταν ήρθε το φως της ημέρας κι ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν, διαπίστωσαν ότι η εικόνα της Παναγίας ήταν τόσο βαριά που ήταν αδύνατο να τη σηκώσουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Το θαυματουργό αυτό γεγονός και με θεία φώτιση, το ερμήνευσαν ως επιθυμία της Παναγίας να παραμείνει στον τόπο αυτό για πάντα. Έτσι στην όμορφη πλαγιά της Όθρυος αποφάσισαν και έκτισαν το σπιτικό της Παναγίας της Αϊδινιώτισσας, που έμεινε στην ιστορία ως Μοναστήρι της Αντίνιτσας.
      Η προφορική αυτή παράδοση έχει συνδέσει τον τρόπο ίδρυσης με την ονομασία της Μονής. Θεωρεί ότι η λέξη Αντίνιτσα είναι παράγωγη λέξη (με σημαντική παραφθορά) και προήλθε από το όνομα της πόλης Αϊδίνιο[8] της Μικράς Ασίας.
     Υπάρχει όμως και δεύτερη εκδοχή για το όνομα Αντίνιτσα, η οποία στηρίζεται σε προγενέστερη τοπική ονομασία στην ίδια θέση. Υπήρχε εκεί μια παλαιά κώμη η Αντίνα (ή Αντίνη) από την οποία προήλθε η λέξη Αντίνιτσα. Πιο συγκεκριμένα γι’ αυτό, ο Ιωάν. Βορτσέλας[9] γράφει ότι :
« … Το δ’ επώνυμον της Μονής κατά την γνώμην του επισκεψαμένου τας Μονάς της Ελλάδος και συλλέξαντος ιστορικάς τινας περί αυτών ειδήσεις κ. Ευστρ. Δράκου Μοσχονησίου εξεπήγασεν εκ τινος παρακειμένης αυτόθι επί μεγάλου προβούνου παλαιάς κώμης Αντίνης ή Αντίνου καλουμένης, ης τα ερείπια σώζονται.»
     Ο Θεόκτ. Αθ. Λαϊνάς αποδέχεται την πρώτη άποψη, αποδίδει δε την ίδρυση της Αντίνας στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.). Η αντιστοίχιση της πόλης Αντινοούπολης στην Αίγυπτο (που ιδρύθηκε απ’ τον Αδριανό στη μνήμη φίλου του ονόματι Αντίνοου), με την πιθανότητα ίδρυσης της κώμης Αντίνας στην Όθρη δεν τεκμηριώνεται.
       Με τη δεύτερη εκδοχή συμφωνεί και ο Α. Κ. Ορλάνδος, στην ναοδομική μελέτη του το έτος 1930, όπου γράφει :
  … πενιχρά μονή …… επιλεγομένη δε της Αντινίτσης, από ομωνύμου τινός γειτονικής, εκλιπούσης ήδη, κώμης πιθανώτατα λαβούσα την επίκλησιν. … 
    Η δεύτερη εκδοχή είναι επικρατέστερη. Έτσι το όνομα Αντίνιτσα δεν προήλθε από το Αϊδίνιο, αλλά από την ονομασία της θέσης (που συνήθως μεταφέρεται με την προφορική παράδοση) της παλαιάς κωμόπολης Αντίνας. Στους αρχαίους χρόνους, στη θέση αυτή, υπήρχε ιερό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος.
     Η θέση της μονής επιλέχτηκε ως το καταλληλότερο ορεινό σημείο στην πολύβουνο και κατάφυτη Όρθρυ σε υψόμετρο 900 μ., με νότιο προσανατολισμό, προστασία από βόρειους ανέμους, μεγάλη ηλιοφάνεια, νερά και θαυμάσια θέα προς την κοιλάδα του Σπερχειού και το Μαλιακό Κόλπο. Ο Αναστ. Κ. Ορλάνδος (το 1930) έγραψε σχετικά « … ιδρυμένη επί νοτίως βλεπούσης αποτόμου και υλομανούς κλιτύος  ».
     Ο ιστορικός Ιωάν. Βορτσέλας γράφει[10] «μετά τεσσάρων ωρών πορείαν από της Λαμίας, εντός παρά τα παλαιά σύνορα λαμπράς τοποθεσίας, κείται η φιλόξενος της Αντινίτσης Μονή».
     Η αρχική επιλογή της θέσης αυτής συνδέεται και με τη μικρή απόσταση 4-5 χιλιόμ. από το στενό Δερβέν Φούρκα[11], που ήταν η πύλη επικοινωνίας της Θεσσαλίας με τη Φθιώτιδα. Απ’ αυτό τον αυχένα[12] της Όθρυος (σε υψόμετρο 780 μ.) πέρασαν οι στρατοί όλων των εισβολέων[13], γίνονταν οι μεταφορές και το εμπόριο και ήταν το πέρασμα για άμαξες, για ζώα φορτωμένα και πεζούς ή έφιππους ανθρώπους.
     Η πολύβουνος Όρθρη, με ψηλότερη κορυφή το Γερακοβούνι (1.726 μ.) είναι κατάφυτη από βελανιδιές, δρεις, κεφαλληνιακή ελάτη κυρίως και λοιπή μεσογειακή αυτοφυή βλάστηση. Στο υπερκείμενο της Αντίνιτσας όρος (1.146 μ.), που είναι πιθανότατα το Ναρθάκιον[14] όρος των αρχαίων, υπάρχουν στρώματα ασβεστόλιθου που φτάνουν μέχρι τη Μονή, όπου βρίσκονται πολλά απολιθώματα με ιππουρίτες[15].
     Ο αρχαιολόγος και τοπογράφος Υβ Μπεκινιόν (Yves Bequignion), που πέρασε τη δεκαετία 1930-40, έγραψε για τη θέση της μονής :
…Το μοναστήρι που βλέπει κανείς τώρα εκεί, κτίστηκε κοντά σε μια πηγή, πάνω σε θέση αρχαία  ο M. Daux  και ο M. de la Coste φρονούν, όχι χωρίς αληθοφάνεια, ότι υπήρξε εκεί αρχικά ένα ιερόν, που στη συνέχεια προστατεύτηκε με μια σκοπιά. Αυτό το ιερό ήταν, όπως εκείνο της Ανθήλης, πάνω σ’ ένα πέρασμα : διέθετε μέτρα ασφάλειας παρμένα από τη Λαμία.
      Από τη Λαμία, παλιότερα, η διαδρομή γινόταν με τα πόδια και η πορεία διαρκούσε 4 ώρες. Γενικότερα από τη Λαμία προς τη θεσσαλική πεδιάδα (και αντίστροφα) υπήρχαν τρία περάσματα : της Αντίνιτσας, της Δίβρης και του Λιμογαρδίου. Για το πέρασμα μέσω Αντίνιτσας γράφει ο Υβ Μπεκινιόν[16] :

“ … Είναι ο δρόμος ο πλέον δύσκολος. Ξανανεβαίνοντας κάποιος τα άγρια στενά της χαράδρας του Ξηριά, καταλήγει στα βορειοανατολικά της Αντίνιτσας, όπου, από τις γρήγορες πλαγιές συναντούσε το δρόμο του Δερβέν Φούρκα, αλλά ο ΜΜ. Daux και ο de la Coste εκτιμούν πως “το μοναστήρι στ’ αλήθεια δεν έχει δυνατές επικοινωνίες παρά με τη Λαμία μόνο”. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να πάει κάποιος από την Αντίνιτσα στην Αβαρίτσα (Μελιταία)· οφείλω να παρατηρήσω πως δεν είναι ένας δρόμος που ακολουθείται ομαλά στον παρόντα χρόνο· η Μελιταία είναι κυρίως σε επικοινωνία με το Δομοκό και η Αντίνιτσα με τη Λαμία. Το πέρασμα είναι λοιπόν μικρής σημασίας.”

      Μετά την κατασκευή[17] του δρόμου Λαμίας-Δερβέν Φούρκα (όπου ήταν τότε τα σύνορα) το έτος 1878, χρειάστηκαν 57 χρόνια, για να ανοίξει ο αρχικά χωμάτινος δρόμος από τον αυχένα Δερβέν Φούρκα προς τη Μονή Αντίνιτσας, το έτος 1935, για τις ανάγκες του τότε Ορεινού Αντιφυματικού Αναρρωτηρίου[18] Αντίνιτσας. Τη δεκαετία 1990-2000, με προσπάθειες του νυν ηγουμένου αρχιμ. Αγαθόνικου Αναγνωστόπουλου, ο  δρόμος αυτός βελτιώθηκε και ασφαλτοστρώθηκε. Με το αυτοκίνητο πλέον η διαδρομή Λαμίας-Δερβέν Φούρκα είναι 16 χιλιόμ. και μετά άλλα 6  χιλιόμ. μέχρι τη Μονή Αντίνιτσας, δηλ. συνολικά 22 χιλιόμετρα.


                                                                          -----------


2.  Η Μονή στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης


    H  μονή διατηρήθηκε για 450 και πλέον χρόνια, χάρη στη φροντίδα των ηγουμένων και των μοναχών της, σε σκληρά χρόνια, με τους Τούρκους διοικητές να μπορούν όποτε ήθελαν να αποκεφαλίσουν τους μοναχούς, τους δε Έλληνες να ζητούν βοήθεια από τη μονή σε τρόφιμα, προστασία, ασφάλεια, ελάχιστα κολλυβογράμματα και οι κλεφταρματωλοί να εξασφαλίζουν όπλα και κρησφύγετο. Στο δύσκολο και διπλό αυτό ρόλο, με επίγνωση του κινδύνου που διέτρεχαν, ανταποκρίθηκαν οι μοναχοί, έχοντας όμως ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της μονής, ως κάστρου της ορθοδοξίας και του ελληνισμού, με τελικό σκοπό την αποτίναξη της σκλαβιάς.
Το οικόσημο της Γενουατικής Οικογένειας Giustiniani
  Οι κατά καιρούς ηγούμενοι της μονής εφαρμόζοντας διπλωματία καλών σχέσεων με όλους, όπως με τους Τούρκους άρχοντες ή αναζητώντας προστασία μέσω του εκκλησιαστικού χώρου  (Επισκοπών Θαυμακού[19], Φθιώτιδος), διατήρησαν τον ιερό αυτό χώρο. Από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της μονής, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε καλή σχέση με κάποια μέλη της γενουατικής οικογένειας των Ιουστινιάνι. Αυτό αποδεικνύεται από  το οικόσημο των Giustiniani[20], που ήταν εντοιχισμένο επάνω από τον κρουνό μιας κρήνης στον περίβολο της μονής. Θυμίζουμε ότι η οικογένεια των Giustiniani, διοικούσε το νησί της Χίου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1346-1566). Η μελέτη του από τον Αναστ. Κ. Ορλάνδο έδειξε ότι :
       « ….  το οικόσημο της Αντίνιτσας παρουσιάζει τη μορφή[21], που έλαβε μετά το 1413».
      Φαίνεται ότι το οικόσημο μεταφέρθηκε στη μονή και εντοιχίστηκε, από άγνωστο φιλόκαλο ηγούμενο, από άλλο μέρος[22] της Ελλάδος που διοικούσαν κάποιοι συγγενείς της οικογένειας Ιουστινιάνη. Τούτο έγινε την περίοδο της τουρκοκρατίας (τον 16ο αι. ή λίγο μετά).
       Το τέλος του 18ου και η είσοδος του 19ου αιώνα είναι η περίοδος που εκδηλώνονται η Γαλλική Επανάσταση (το 1789), που έφερε τον ξεσηκωμό στην Ισπανία, στην Ιταλία και Ελλάδα, στην οποία το  βάρος της προετοιμασίας της επανάστασης ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία (από το 1814). Οι ιερείς και οι ηγούμενοι, από τον εκκλησιαστικό χώρο ήταν συνήθως μυημένοι για προετοιμασία του αγώνα.
       Aδιάψευστη διαπίστωση της έρευνας είναι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στην οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί και Μοναχοί. Σε όλα τα επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις (που είναι περισσότερες από 70) σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας πρωτοστάτησαν κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί. Το ράσο έγινε ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους εκτός των άλλων δείχνει και η περίπτωση των Νεομαρτύρων.
      Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια «προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού». Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας («κρυφά» σχολεία), καταφυγής και προστασίας των ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του. Ήσαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το ’21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν[23].
    Τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα του ’21 ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης:

«Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού ’τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (= λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’ αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ’περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα» .
     Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρό αγώνα της ανεξαρτησίας. Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ’ όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθινά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του ’21 , φωτεινοί Ηγέτες και φλογεροί Επαναστάτες.
     Η ορεινή θέση της Μονής Αντίνιτσας, στη διάρκεια των πολλών χρόνων της Τουρκοκρατίας, ενισχύθηκε αμυντικά με περιμετρικό τείχος, που ψηλότερα κατέληγε σε πολεμίστρες[24]. Σε υψόμετρο 900 μ. ήταν ιδανικό παρατηρητήριο (βίγλα) για τους στρατούς που έρχονταν από βόρεια προς τη Ρούμελη. Ήταν σε μικρή απόσταση (4,5 χιλιόμ.) από το πέρασμα Δερβέν Φούρκα, που χρησιμοποιούσαν οι τουρκικές δυνάμεις ερχόμενες από  τη Θεσσαλία στη Στερεά Ελλάδα. 

Απόσπασμα της Χάρτας του Ρήγα Φεραίου (1797), όπου καταγράφεται
η Αντίνιτζα, αμέσως επάνω από το Ζητούνι  (δηλ. τη Λαμία)
 Η θέση της Μονής βοήθησε στον αγώνα του 1821. Για τους Έλληνες αγωνιστές, σ’ αυτό το τμήμα της Όθρυος, ήταν κρησφύγετο  προσφέροντας τροφή, καταφύγιο και οπλισμό, αλλά και ορμητήριο των κλεφταρματωλών.  Λειτούργησε χώρος απόκρυψης για τις συνεδριάσεις των οπλαρχηγών (που φέρει το όνομα “κρυφό σχολειό”) στο υπόγειο, κάτω απ’ το παλιό Καθολικό της μονής,
      Οι μοναχοί της Αντίνιτσας έλαβαν μέρος στην επανάσταση του ’21. Στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, ηγούμενος της Μονής ήταν ο Ιερομόναχος Αγαθόνικος Καλλίνικος (1821-1834). Στο δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) ο οπλαρχηγός Καρατάσος[25], με διακόσιους άνδρες του είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντίνιτσας και αγωνίζονταν ενάντια στις τούρκικες δυνάμεις. Αυτές είχαν έρθει από τη Θεσσαλία και βιάζονταν να περάσουν στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα για να καταστείλουν το κίνημα των Ελλήνων. Τότε οι γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος με τους συντρόφους τους επιτέθηκαν[26], διέσπασαν τους Τούρκους  και τους ελευθέρωσαν.
       Γενικά η Μονή της Αντίνιτσας πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες[27] στον αγώνα του ’21. Η θέση της ήταν η πιο ενδεδειγμένη για τα κρησφύγετα των αρματωμένων της περιοχής και τη διασφάλιση του αμάχου πληθυσμού. Επισημαίνεται ότι η τουρκική αυτή κατοχή διήρκεσε 460 ολόκληρα χρόνια (1420-1881) και τα όρια της Μονής Αντίνιτσας ήταν και τα επίσημα όρια με το Οθωμανικό Κράτος, η δε περιοχή Δομοκού προσαρτήθηκε στη Μητέρα Ελλάδα το 1881, με τη γνωστή συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως. Την προπαρασκευή των κατοίκων της ακόμα τότε υπόδουλης περιοχής  (επαρχίας) Δομοκού για επανάσταση κι ελευθερία από τους Τούρκους είχαν τότε  αναλάβει διάφοροι κλεφταρματωλοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί[28] των μοναστηριών (Αντίνιτσας, Ξενιάς, Ομβριακής, κ.ά. ) και ανυπότακτοι από την περιοχή Αγράφων.




3.  Η Μονή ελεύθερη στα σύνορα του κράτους


    Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, την τελευταία ελληνοτουρκική μάχη της Πέτρας (11-9-1829), τα επιμέρους Πρωτόκολλα που υπεγράφησαν και κυρίως τις προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια για ένταξη των τότε επαρχιών Ζητουνίου (Λαμίας), Πατρατζικίου (Υπάτης) και Καλλιδρόμης (Καρπενησίου) στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έγινε οροθεσία των συνόρων. Η 5-μελής οροθετική Επιτροπή[29] κατά τη διάρκεια του έτους 1832, διέτρεξε τη γραμμή των συνόρων και μετά από πολλές συνεδριάσεις καθόρισε την τελική γραμμή[30]. Για το τμήμα της Όθρυος όπου βρίσκεται και η Μονή Αντίνιτσας αποφασίστηκε[31] :
… Επί δε της Όθρυος, επειδή εμοιράσθη κατά το πρωτόκολλον εις τα δύο έθνη κατά τα νερά, ήγουν κατά την κλίσιν του τόπου και τον δρόμον των νερών, έμεινεν εις την Τουρκίαν χωρίον οίον Γιανιτζού, Γούρα, κλπ. των οποίων αι περισσότεραι ιδιοκτησίαι είναι επί της ελληνικής γης και τανάπαλιν. Το χωρίον Φούρκα, κείμενον εις τον μεταξύ Ζητουνίου και Λαρίσσης στενόν δρόμον επί της Όθρυος, έμεινεν εις την Ελλάδα. Εις αυτό ετέθη έν από τα οροθετικά σημεία, και απέχει περίπου δύο ώρας από το Ζητούνι.. ” [18-9-1832]
      Η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε 31 σταθμούς (οι 20 ήταν στην επαρχία Φθιώτιδας)[32] για τη φύλαξη της Οροθετικής γραμμής[33]. Ένας Στρατώνας[34] λειτούργησε εντός της Μονής Αντινίτσης.
      Στις 28 Μαρτίου 1833, Μεγάλη Τρίτη, έφυγαν οι Τούρκοι απ’ τη Λαμία. Από το έτος 1446, η Λαμία ελευθερώθηκε μετά από δουλεία 387 χρόνων.
      Οι επιδρομές από ένοπλα τουρκικά τμήματα, η ληστεία από ομάδες που είχαν λημέρια στο οθωμανικό μέρος επέβαλαν την αποκατάσταση της τάξης. Στη Λαμία υπήρχε δύναμη στρατού από 350 Βαυαρούς στρατιώτες. Για πρώτη φορά εισέρχεται στρατός από 200 στρατιώτες και καταλαμβάνεται από την ελληνική πλευρά η Μονή Αντινίτσης στις 3 Μαΐου 1833, από Βαυαρούς στρατιώτες με επικεφαλής  το συνταγματάρχη Ντ’  Άλμπερτ. Συγκεκριμένα εγράφη[35] τότε :
… Αλλ’ επειδή ο Κύριος Συνταγματάρχης Δ’ Άλμπερτ, καθ’ άς έλαβε πληροφορίας περί της κατά του Τούρκου Ταϊφίλη εκστρατείας, και περί του ότι οχυροποιεί τον Δομοκόν δια ν’ αντικρούση την προσβολήν των Πασάδων, εξήλθε σήμερον μετά διακοσίων στρατιωτών, καταλιπών εκατόν πεντήκοντα δι’ εξασφάλισιν της πόλεως Ζητουνίου και κατέλαβε τας θέσεις των Δερβενίων Φούρκας και Καριάς και την θέσιν του Μοναστηρίου Αντινίτζης, απεχούσας απ’ αλλήλων μίαν και ημισείαν περίπου ώραν, ώστε αν, όπερ πιθανότερον, καταπολεμηθέντος του Ταϊφίλ, διασκεδασθώσιν οι περί αυτόν και ζητήσωσιι να εισχωρήσωσιν εις τα σύνορα, να ήνε εις θέσιν του να ενεργήση τα δέοντα.     
                                                                                      Εν Ζητουνίω την 3 Μαΐου 1833.
  Το όνειρο του γέροντα ηγουμένου Αγαθόνικου Καλλίνικου, να δει τη Μονή ελεύθερη επιτέλους πραγματοποιήθηκε. Από το 1821 στο τιμόνι της Μονής, έζησε όλα τα χρόνια της επανάστασης. Από το φθινόπωρο του 1833, ήρθαν τα δεινά για την εκκλησία και ειδικότερα για τα Μοναστήρια της Ελλάδας. 
   Με το Βασιλικό Διάταγμα 23.7/4.8/1833 διακηρύχθηκε μονομερώς η ανεξαρτησία της Ελληνικής Εκκλησίας ως «Αυτοκέφαλος Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος». Ακολούθησαν μεγάλες αντιδράσεις. Μετά από μια εβδομάδα, ακολουθεί άλλο Β. Δ. στις 25-9-1833/7-10-1833 στο όνομα του βασιλιά Όθωνα, αλλά υπογράφουν οι τρεις αντιβασιλείς «περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών», με το οποίο διαλύονται τα έρημα μοναστήρια και όσα έχουν μέχρι 6 μοναχούς, που υποχρεώνονται να μετατεθούν σε άλλα μοναστήρια. Τελικά (εκτός της μονής Αγάθωνος, που διατηρήθηκε) όλα τα άλλα μοναστήρια[36] του νομού Φθιώτιδας καταργήθηκαν.
    Η κατάργηση της Μονής Αντίνιτσας για τα γηρατειά του Ηγουμένου της ήταν χειρότερη από το φυσικό θάνατο. Η αγανάκτηση και η πικρία του εκφράζονται κατά την επίσκεψη του Βασιλιά Όθωνα στις 17-7-1834 στα παραμεθόρια φυλάκια της Ελλάδας (μεταξύ αυτών και στη Μονή Αντίνιτσας). Ο σεβάσμιος γέροντας Αγαθόνικος Καλλίνικος προσφωνεί στη Μονή το βασιλιά Όθωνα, λέγοντας :



Κραταιότατε Βασιλεύ!

Ευχαριστών τον Ύψιστον Θεόν, όστις με ηξίωσε να απολαύσω εις την Μονήν εις την οποίαν εφησυχάζω, τον Σ(εβαστόν) Μονάρχην και Βασιλέα μου. 

Κραταιότατε Βασιλεύ!

Ιδέ το γέρας μου! Ιδέ το ιερόν τούτο Μοναστήριον, και συγκατάνευσον εις το να μην ενοχληθώ, διότι ενοχλούμαι, και το Μοναστήριον υπόκειται εις την κατάργησιν κατά το περί μοναστηρίων εκδοθέν Σ(εβαστόν) Β(ασιλικόν) Διάταγμα.

Ευδόκησον Βασιλεύ!

Εις τούτο εγώ δε  ο ελάχιστος και ταπεινός ικέτης θέλω δέομαι δια βίου υπέρ συντηρήσεως της Α(υτού) Μ(εγαλειότητος).

Μένω μ’ όλον το δουλικόν βαθύτατον σέβας.

Ο κατά πάντα ταπεινότατος δούλος

Ο της Αντινίτζης Ηγούμενος




     Από το 1819 εξελέγη ο Νικηφόρος, ως επίσκοπος Ζητουνίου, μετά την παραίτηση του προκατόχου του Θεοφάνη. Ο Νικηφόρος απεβίωσε το 1828. Από τότε μέχρι το έτος 1834 η Επισκοπή Ζητουνίου παρέμεινε χηρεύουσα, μετά δε από διάταγμα του βασιλικού επιτρόπου Ρίζου Ιακωβάκη, ανέλαβε ως τοποτηρητής ο ιερομόναχος πρωτοσύγκελλος Γρηγόριος[37]. Από τις 14-1-1834 (με  διάταγμα της 21-11-1833) τοποθετήθηκε ως νέος Επίσκοπος Φθιώτιδος[38] ο Ιάκωβος Παπαγεωργίου[39] (ο οποίος την περίοδο 1827-1833 ήταν Επίσκοπος Ευρίπου).
     Στη διάρκεια του 1834, ο ηγούμενος Αγαθόνικος Καλλίνικος «έφυγε» από τη ζωή πικραμένος για τη διάλυση της Μονής.
      Το ίδιο έτος (1834) πέρασε από τη Μονή ο Γερμανός περιηγητής Köllenberger (Κέλενμπέργκερ). Απεικόνισε τη Μονή σε μια θαυμάσια υδατογραφία (ακουαρέλλα).    

 
Η  Μονή  Αντίνιτσας το 1834 (ακουαρέλα του Kölenberger)




4.  Η Ελληνική Εκκλησία κηρύσσεται Αυτοκέφαλος


   Την «ανεξαρτησία» της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εισηγήθηκε στον Βαυαρό Μάουρερ Ειδική Επιτροπή, που αποτελείτο από τους : (α) Σπυρίδωνα Τρικούπη (1788-1873), ο οποίος υπηρέτησε τον Καποδίστρια, την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα. (β) Βυζάντιο Σκαρλάτο, λόγιο και προσηλωμένο στον αντιβασιλέα με περισσή αφοσίωση. (γ) Κωνσταντίνο Σχινά, φαναριώτη που ήρθε στο τέλος του Αγώνα κι έγινε «όργανο» του Μάουρερ. (δ) Πανούτσο Νοταρά, πρόκριτο, που εύκολα συμφωνούσε με κάθε «κατάσταση». (ε) Θεόκλητο Φαρμακίδη, Αρχιμανδρίτη, που συνέταξε τα κείμενα των αποφάσεων και τον Οργανισμό της νέας Εκκλησίας. Έλεγε μάλιστα ότι  η ίδρυση αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας ήταν «δική του έμπνευση», ενώ η προέλευση πιθανότατα ήταν του Μάουρερ. Με σπουδές στη Γερμανία απέκτησε δυτική εκκλησιαστική αντίληψη. Πάντως ήταν η ψυχή της προσπάθειας αυτής. (στ) Επίσκοπο Αρδαμερίου Ιγνάτιο και (ζ) Επίσκοπο Ελαίας Παΐσιο.
       Η δημιουργία του Αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας προήλθε ή αντλήθηκε από το ρωσικό πρότυπο ή από αντίστοιχα δυτικά. Το μοντέλο[40] αυτό ταύτιζε τον ηγεμόνα με τον αρχηγό της Εκκλησίας. Ήταν ιδέα του Θεόκλητου Φαρμακίδη ή του Μάουρερ. Πάντως στο κείμενο της Διακήρυξης δεν αναφέρεται πουθενά το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
       Ο καθηγητής ιστορίας Βασ. Σφυρόερας γράφει σχετικά :

« … Η άποψις περί ανεξαρτήτου Εκκλησίας εύρεν υποστηρικτάς μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, μεταξύ δε τούτων ήσαν ο κληρικός και συγγραφεύς Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860) και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Ο Μάουρερ εξεμεταλλεύθη τούτο, κατήρτισε δε επταμελή επιτροπήν διά να εξακριβώση την «πραγματικήν κατάστασιν» της Εκκλησίας της Ελλάδος και να εισηγηθή τον τρόπον, δι’ ου θα ερρυθμίζετο το ζήτημα. Η Επιτροπή, εν συνεννοήσει μετά του Μάουρερ, ο οποίος και κατηύθυνε τάς εργασίας της, απεφάσισε την ίδρυσιν «Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος», την απόφασιν δε ταύτην επεκύρωσαν τυπικώς οι Ιεράρχαι, συγκληθέντες εις Ναύπλιον και την 25 Ιουλίου 1833 εδημοσιεύθη το περί της Συνόδου διάταγμα, το οποίον απετέλεσε τον πρώτον οργανικόν και καταστατικόν νόμον της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά το διάταγμα τούτο, το οποίον είναι σχεδόν κατά λέξιν αντιγραφή αναλόγου βαβαρικού νόμου του1818 …»[41]

   Μετά από κρατική εντολή, το 1833, έγινε συνέλευση των αρχιερέων της ελευθερωμένης Ελλάδας στο Ναύπλιο, όπου συμφώνησαν και υπέγραψαν πρωτόκολλο για ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το υπέγραψε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ευρίπου[42] (Ευβοίας) Ιάκωβος Παπαγεωργίου, ο οποίος την περίοδο 1834-1852 έγινε Αρχιεπίσκοπος (δηλ. μητροπολίτης) Φθιώτιδος.
    Η «Διακήρυξη περί της Ελληνικής Εκκλησίας» δημοσιεύτηκε στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου[43] 1833. Με την απόσχιση και της Βουλγαρικής Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε «κεφαλή της ορθόδοξης εκκλησίας μας», αλλά χωρίς μέλη! Το εξωφρενικό της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι η νεοδημιουργηθείσα Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία « … ως προς την Διοίκησιν είχε αρχηγόν τον Βασιλέα της Ελλάδος …», που ήταν φανατικός καθολικός (ο Όθων) και τους τρεις αντιβασιλείς που ήταν προτεστάντες !!


---------


5.  Η κατάργηση της Μονής – Αγώνας για διατήρησή της

Ό
πως προαναφέρθηκε, οι Βαυαροί Αντιβασιλείς, στο όνομα του ανήλικου[44] βασιλιά Όθωνα και σε συνεργασία με Έλληνες ομοϊδεάτες ή υποτελείς τους, εξέδωσαν το Βασιλικό Διάταγμα[45] «Περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών» στις 25-9-1833/7-10-1833. Προηγήθηκε η σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου με το έγγραφό της[46] με αριθμ. 13/19-8-1933, προς τη Βασιλική Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών της Επικρατείας, με το οποίο είχε συμφωνήσει να υπαχθούν τα μοναστήρια στην άμεση κυριαρχία της Κυβερνήσεως. Ακολούθησε (στις 19-12-1833) Εγκύκλιος[47] του Υπουργείου Εκκλησιαστικών προς την Ιερά Σύνοδο για εφαρμογή του διατάγματος.
      Με βάση το Β. Διάταγμα και τις εγκυκλίους : 116 έρημα μοναστήρια και 119 μοναστήρια με λιγότερους από 6 μοναχούς καταργήθηκαν και διαλύθηκαν, η δε περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο, ενώ άλλα 226 μοναστήρια «υποβάλλονται εις φόρον[48]». Οι ελάχιστοι μοναχοί των διαλυόμενων μονών υποχρεώθηκαν να μετατεθούν σε άλλες. Τελικά στη Φθιώτιδα[49] (εκτός της μονής Αγάθωνος) όλα τα άλλα μοναστήρια του νομού καταργήθηκαν.
     Οι Βαυαροί αδιαφόρησαν για την εθνική προσφορά[50] των μονών, οι οποίες ήταν καταφύγιο των κυνηγημένων ραγιάδων στην Τουρκοκρατία, κρησφύγετο κλεφτών και αρματωλών, ένα  είδος σχολείου, αλλά κυρίως παρέμειναν οι στύλοι της ορθοδοξίας. Οι Βαυαροί είδαν ένα σημαντικό έσοδο[51], δημεύοντας την περιουσία τους (ακίνητη και κινητή, με ιερά και άγια σκεύη) για να καλύψουν κρατικές δαπάνες. Αντί να αναδιοργανώσουν τις υπάρχουσες μονές έκλεισαν τις περισσότερες. Έμειναν σε λειτουργία 85 μοναστήρια (82 αντρικά και 3 γυναικεία). Τα χρήματα των μονών δεν κατέληξαν σε εκκλησιαστικές ή σε εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά έγιναν μισθοί των Βαυαρών στρατιωτικών και κάλυψαν τα μεγάλα έξοδα της Αντιβασιλείας.
      Ακολούθησαν μεγάλες αντιδράσεις, που όμως δεν έφεραν αποτέλεσμα. Τόσο ο (μέσος και κατώτερος) κλήρος, ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες, όσο και ο απλός λαός, μίσησαν τους Βαυαρούς για την ιεροσυλία αυτή. Πιο εκφραστικός είναι ο λόγος του στρατηγού Μακρυγιάννη, όπως τον έγραψε ο ίδιος στα Απομνημονεύματά[52] του.

  «…Διάλυσαν τα μοναστήρια . συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γιερά εις το παζάρι.  και τα ζωντανά δια δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι. πήρε κι ο Κλεομένης μ’ άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τά ’φερε εδώ. Κι έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν ’πίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια[53]. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες[54] μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι. και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες. και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών».

  Ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ιάκωβος Παπαγεωργίου με το 397/9-6-1834 έγγραφό του προς την Ι. Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος αναφέρει τη μέγιστη δυσαρέσκεια από την κατάργηση όλων των μονών και ειδικά της Μονής Αντίνιτσας, η οποία βρίσκεται στην οροθετική γραμμή με το Οθωμανικό Κράτος, με κίνδυνο απώλειας της περιουσίας της και καταστροφής των κτισμάτων της. Προτείνει τη διατήρηση των Ι. Μονών Αγάθωνης και Αντίνιτσας, που δέχονται να πληρώσουν τον επιβαλλόμενο φόρο[55].
Η υπογραφή του Μητροπολίτη Ιακώβου
   Με το Βασιλικό Διάταγμα 25105, στις 18 Μαΐου 1834 εγκρίθηκε η διατήρηση της Ι. Μονής Αγάθωνης, της μοναδικής που παρέμεινε στην επαρχία και στο νομό Φθιώτιδας.
  Από το 1835 αναλαμβάνει Ηγούμενος της Μονής ο ιερομόναχος Θεοφάνης Κωνσταντίνου[56] (1769-1847), που καταγόταν από τη Γούρα. Ήταν τότε 66 ετών και διέθετε σημαντική πείρα των εκκλησιαστικών πραγμάτων έχοντας υπηρετήσει διάφορους αρχιερείς στην Κωνσταντινούπολη. Αντιλήφθηκε αμέσως τον οικονομικό χαρακτήρα της ενέργειας των Βαυαρών για κατάργηση τόσων μονών. Στην αναφορά του λοιπόν, με ημερομηνία 20-6-1835, προς τον Βασιλικό Έπαρχο Φθιώτιδας Δημήτριο Χατζίσκο, καταγράφει περιουσιακά στοιχεία τόσο προσωπικά όσο και της Μονής, που βρίσκονται στο οθωμανικό έδαφος και κινδυνεύουν να χαθούν ως έσοδα του ελληνικού κράτους.

« διά τής παρούσης μου εκθέτω ύπ’ όψιν τού Β(ασιλικού) τούτου Επαρχείου τά εξής : ό υποφαινόμενος είς τό οθωμανικόν κράτος έχω τάς εξής ιδιοκτησίας.

Είς Κεραμοχώρι γήν είς τόπον ημιεπίπεδον ζευγαρίων δύο, ώς έγγιστα στρέμματα

270

Είς Σκόριζαν έτερον ζευγάριον είς τόπον ημιεπίπεδον, στρέμματα

120

Είς Παλαμάς ώς ωσαύτως στρέμματα

120

Είς Σερβάνι εκτός ορίων έν.

630

   Έκ τών οποίων είς διάφορα μέρη αυτών εξουσιάζει τό ιερόν Μοναστήριον τής Αντινίτζης ώς έγγιστα στρέμματα 100, έχει πρός δέ 10 στρέμματα αμπελώνος καί έν οικόπεδον είς Παλαμά τά οποία όντα είς γήν έφορον κατ’ έτος σπειρόμενον τό ήμισυ αυτών είναι χωρητικότητος πόρου κιλών Κων/λεως διακοσίων, άν τό ιερόν Μοναστήριον τής Αντινίτζης ήθελε διαλυθή, τότε αναντιρρήτως ή Οθωμανική εξουσία θέλει δημεύσει τά περί ού ό λόγος κτήματα διά προτροπής τών εκτός τών Οθωμανών, ώς μή υπάρχοντος πλέον τού ιερού τούτου Μοναστηρίου, … ».

      Στην αγωνία του να μη διαλυθεί το Μοναστήρι της Αντίνιτσας, δέχεται να αποτελέσει μετόχι της Μονής Αγάθωνος, προσφέροντας το ποσό των 500 δραχμών για το ελληνικό σχολείο. Στην ίδια αναφορά γράφει :
« … ότι είς τό περί ού ό λόγος τούτο Μοναστήριον καταδαπάνησα όλον τόν βίον μου, ό,τι καί άν έχη τό διαλυθέν Μοναστήριον είναι πλεονεκτήματα εδικά μου, τά οποία απέκτησα έκ τών πραγματικών χρημάτων, τά οποία υπηρετών κατά καιρούς είς διαφόρους αρχιερείς έν Κωνσταντινουπόλει έφερα είς αυτό.
       Η μόνη έφεσις τής ψυχής μου, ή ώς Μετόχιον τής Αγάθωνης, είναι τό νά μή διαλυθή. Διότι δέν επιθυμώ είς τά έσχατα τής γηραιάς ηλικίας μου νά ίδω τά είς τά Οθωμανικήν επικράτειαν αποκτηθέντα κτήματα μου δημευθώσι παρά τών Οθωμανών καί νά αποξενωθώ αυτών. … »
     Με την ίδια ημερομηνία (20-6-1835), ο ηγούμενος Θεοφάνης, απέστειλε έγγραφο προς το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο, όπου πάλι αναφέρει περιουσιακά στοιχεία προσωπικά και της Μονής :
« … είς τά εκτός μέρη τών μεθορίων έχω ηγορασμένας διαφόρους ιδιοκτησίας συνισταμένας είς γαίας περίπου τών πεντακοσίων στρεμμάτων, γαίας ευφόρους καί αφρωτάτας, είς δημητριακούς καρπούς καί σίσωμον, καί ότι τό ιερόν Μοναστήριον τής Αντινίτζης είς τά μέρη αυτά τών ιδιοκτησιών μου τούτων έχει έξ αφιερωμάτων καί αυτό περίπου τών εκατόν στρεμμάτων γαίας είς μέρη επίπεδα καί ποτιστικά, εκτός τούτων έχει δέκα στρέμματα αμπελώνα καί έν οικόπεδον είς τήν Κώμην Παλαμά. … »  
     Καταλήγει στην πρόταση διατήρησης της Μονής Αντίνιτσας ως μετόχιον της Μονής Αγάθωνος, για διαφύλαξη της περιουσίας, από την οποία θα έχει τους αναγκαίους πόρους και θα αποδίδει ποσό 500 δραχμών στο εδώ ελληνικό σχολείο.
    Με νέο έγγραφο[57] αριθμ. 1345/27-6-1835 προς τον Έπαρχο Φθιώτιδος, ο Μητροπολίτης Ιάκωβος επαναλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του ηγουμένου και της μονής εκτός συνόρων :

« … ο ηγούμενος του ιερού μοναστηρίου της Αντινίτσης κ. Θεοφάνης εις τα εκτός της επικρατείας μεθόρια μέρη είχε γην ιδιόκτητόν του περίπου των 500 στρεμμάτων, ήτις καλλιεργείται παρ’ αυτού δια κολίγων. Το ιερόν μοναστήριον της Αντινίτσης έχει και αυτό εις τα αυτά μέρη περίπου των 100 στρεμμάτων, 10 στρέμματα αμπελώνα και έν οικόπεδον. …»

   Στο ίδιο έγγραφο ο μητροπολίτης επαναλαμβάνει ότι, αν διαλυθεί το μοναστήρι παντελώς τα κτήματα θα χαθούν, με αρνητικές επιπτώσεις στους χριστιανούς. Αντίθετα, διατηρούμενο το μοναστήρι, θα προστατεύει και θα καρπεύεται την περιουσία του, αποδίδοντας στο εδώ ελληνικό σχολείο «ετήσια προίκα» 500 δραχμών. Καταλήγει γράφοντας ότι:

«συμφέρει η διατήρησις αυτή ως μετόχιον του της μονής Αγάθωνης ιερού μοναστηρίου».

    Ο ηγούμενος Θεοφάνης παραμένει στους χώρους της μονής Αντίνιτσας. Ο μητροπολίτης ζητά (29-6-1835) από τον Θεοφάνη να μεταβεί μαζί με τους μοναχούς στη μονή Αγάθωνης για εκλογή νέου ηγουμένου της και ταυτόχρονα να εγκατασταθούν[58] εκεί :

« … προς άπαντας τους πατέρας των διαλυθέντων Μοναστηρίων Φθιώτιδος, προς εγκαταβίωσίν των εις την Ι. Μ. Αγάθωνης ».

    Έγγραφο (στις 8-10-1835) του μητροπολίτη Φθιώτιδος προς τον Έπαρχο Φθιώτιδος αναφέρει τη δυστροπία των μοναχών από διαλυθείσες Μονές της Φθιώτιδας, να μονάσουν στη διατηρηθείσα μονή της Αγάθωνης. Στις 3-12-1835 γίνεται έγγραφη παρατήρηση προς τον ηγούμενο της Μονής Αγάθωνης, διότι «οι υπ’ αυτόν μοναχοί στερούνται των αναγκαίων».
    Σε έγγραφο[59] του Γρηγορίου Ιωάννου, ηγουμένου της Ι. Μ. Αγάθωνης, στις 29-5-1836, έχει γραφεί για τον ιερομόναχο Θεοφάνη Κωνσταντίνου η παρατήρηση «Ούτος κάθεται εις το Μετόχειον Αντίνιτζαν εξηρτημένον υπό την Μονήν της Αγάθωνης, καλλιεργών τα κτήματα».
     Από το 1836 στο μοναστήρι της Αντίνιτσας λειτούργησε λοιμοκαθαρτήριο (όπως γράφει στο Ημερολόγιον, ο Ν. Κασομούλης, σελ. 146). Στο γειτονικό χωριό Δερβέν Φούρκα[60] (Καλαμάκι) υπήρχε επίσης λοιμοκαθαρτήριο, που μεταφέρθηκε στην Ταράτσα Λαμίας.
     Στα πλαίσια των θρησκευτικών υποχρεώσεων της Μονής, κατόπιν εντολής του Μητροπολίτη Ιακώβου, έγιναν λιτανείες με την εικόνα της Παναγίας Αντίνιτσας και αγιασμός στο χωριό Μεξιάτες την 1-7-1834, λόγω ασθένειας[61] των ζώων και στην κώμη Λιανοκλάδι[62], στις 2-6-1835 … επιπεσούσα αίφνης ασθένεια εις τους βόας απέθανον πολλοί εξ αυτών, και εισέτι θνήσκουσιν ...”,  λόγω θανάτων σε βόδια.
      Το έτος 1840 στη Μονή Αντίνιτσας υπηρετούσαν : 1 ιερεύς, 2 μοναχοί, 1 αφιερωμένος (δόκιμος καλόγερος), 2 υπηρέτες, 3 ποιμένες[63], 1 αγελοφύλαξ, 2 καλογραίαι και ο ηγούμενος (Θεοφάνης) ήτοι σύνολον 13 άτομα.
      Η νέα απογραφή των κτημάτων του Μοναστηρίου Αντινίτζης το έτος 1840 απέδωσε : 8 στρέμματα αμπέλους νεοφύτους εις Μπεκί, 5 στρέμματα χωράφια και τινα άλλα άγνωστα, 16 στρέμματα χωράφια εις Μακρολείβαδο, 72 στρέμματα μείναντα πέραν της Γραμμής[64], 13 στρέμματα χωράφια εις το τουρκικόν μέρος της Δερβέν Φούρκας.
      Στις 6-6-1845,  ο Όθων και η Αμαλία επεσκέφθησαν[65] την Μονήν Αντίνιτσας. Ο ηγούμενος Θεοφάνης τους υποδέχθηκε φιλόξενα, αλλά - όπως έκανε και ο Αγαθόνικος Καλλίνικος, προηγούμενος της ίδιας Μονής - εξέφρασε το παράπονο και την πικρία του για την απόφαση κατάργησης, παρακαλώντας το βασιλιά για διατήρηση της Μονής.
      Τη νύχτα 12 προς 13 Νοεμβρίου 1847 απεβίωσε ο ηγούμενος Θεοφάνης, σε ηλικία 78 ετών. Μετά από εντολή του μητροπολίτη Ιακώβου έγινε καταγραφή της κινητής περιουσίας της Μονής και του αποβιώσαντος. Με το έγγραφό[66] του 10290/400/20-11-1847 προς την Ι. Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος, ο μητροπολίτης Ιάκωβος  θυμίζει την γνωμοδότησή του (από 26-6-1835) ότι :
 « ήτο αναγκαίον και ωφέλιμον να διατηρηθή η Μονή της Αντινίτζης. »
    Ακολούθως περιγράφει τη γενναία και ανεξάρτητη στάση του πρώην ηγουμένου Θεοφάνη :
«η Μονή περί ης ο λόγος, υπήρχεν έκτοτε πραγματικώς ανεξάρτητος, και ο αποβιώσας ιερομόναχος Θεοφάνης διεχειρίζετο την περιουσίαν αυτής, όλως ασχέτως από την διεύθυνσιν της Αγάθωνης, της οποίας ονόματι μόνον ελέγετο Μετόχιον εκείνης. »
   Διατυπώνοντας την τελική του πρόταση ο μητροπολίτης Ιάκωβος προτείνει ανεξάρτητη Μονή Αντίνιτσας, από τη Μονή Αγάθωνης. Συγκεκριμένα :
 «   είναι λίαν αναγκαίον και ωφέλιμον να μένη, ως ήτο, ανεξάρτητος, υπό μόνον το όνομα, Μετόχιον της Αγάθωνης, γνωμοδοτώ και ήδη να εγκρίνη η Ιερά Σύνοδος, του να διορισθή εις Ιερομόναχος προς παραλαβήν και ανεξάρτητον από την διεύθυνσιν της Αγάθωνης διαχείρισιν της περιουσίας της Μονής Αντινίτζης, και του αποβιώσαντος ιερομονάχου Θεοφάνους, ως ανηκούσης και ταύτης εις την αυτήν Μονήν κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας, υπό τους όρους τους οποίους, ως ερρέθη, διέταξεν η Γραμματεία των εκκλησιαστικών κατά το 1835, και ο αποθανών Θεοφάνης παρεδέχθη εγγράφως. Ας με συγχωρηθή δε να παρατηρήσω, ότι δεν είμαι της ιδέας να παραδοθή η περιουσία της Αντινίτζης εις την διαχείρισιν της Μονής Αγάθωνης, διότι, α) τα εκτός του Κράτους κτήματά της, θα σφετερισθώσιν οι έξω χριστιανοί, άμα μάθωσιν, ότι η Μονή του Σεβασμού και υπολήψεώς των έπαυσε, να είναι ανεξάρτητος, β), ο Ιερός Ναός, καθώς και τα δωμάτια και τάλλα της Μονής θέλουν κρημνησθή, μη επιτηρούμεθα εκ του σύνεγγυς και ανεξαρτήτως και γ) η υποσχεθείσα προσφορά κατ’ έτος των δρ. 500 εις το σχολείον Λαμίας θέλει παύσει, αφού εκλείψη και η ανεξάρτητος της Μονής διαχείρισις. … »

----------


       6.  Επίσκεψη του Βαυαρού περιηγητή Λουδοβίκου Ρος (1834)


 « … Στις 17 Σεπτεμβρίου 1834, στις 7 το πρωί, φύγαμε παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά. Μετά από τρίωρη ανάβαση  φτάσαμε στο μοναστήρι της Αντίνιτσας, που ανήκει ακόμα στην ελληνική περιοχή και κάναμε μια μικρή στάση. Ανατολικά, πάνω από το μοναστήρι, προς τον κόλπο του Βόλου, υψώνεται η πιο ψηλή κορυφή της Όθρυος. Όλη η οροσειρά έχει απαλές γραμμές, αποτελούμενη από αλλεπάλληλους λόφους, είναι σκεπασμένη από θάμνους και μικρά δένδρα, ανάμεσα στα οποία σπάνια εμφανίζεται γυμνός βράχος. Γι’ αυτό έχει σχηματιστεί ένας πλήθος πηγών και ρυακιών και από τις δύο πλευρές στους πρόποδές της, υπάρχουν πλατάνια και άλλα δένδρα, με μικρά και κρυμμένα μονοπάτια, από όπου μπορείς να περάσεις χωρίς να γίνεις αντιληπτός. Κατά μήκος της κορυφογραμμής υπάρχουν τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είναι αδύνατο να τα φυλάξεις, αν σκεφτείς ότι η Θεσσαλία είναι στην κυριαρχία των Τούρκων.
    Όταν στη Θεσσαλία τα μέλη μιας συμμορίας θελήσουν να κάνουν μια ληστεία σε ελληνικό έδαφος, τότε μπορούν με τον παραπάνω τρόπο και ιδιαίτερα τις νυκτερινές ώρες, να περνάνε αθέατοι την Όθρη, να διασχίζουν τη δίωρη διαδρομή της φαρδιάς πεδιάδας και το Σπερχειό και τότε να βρίσκονται πάλι στη σίγουρη προστασία των βράχων και των δασών της Οίτης, στην καρδιά της Ελλάδας. …
      Από το μοναστήρι ήταν μόνο λίγα μέτρα η κορυφή, που μας εξασφάλισε μια ωραία θέα προς τη Θεσσαλία. Το μάτι έφτανε εδώ, πάνω από την τεράστια πεδιάδα, που απλώνεται στο μέσον αυτής της ευλογημένης χώρας, αριστερά ως την ψηλή οροσειρά της Πίνδου, δεξιά ως το Πήλιο και την Όσσα και βόρεια ως τον πατέρα Όλυμπο …
     Η επιστροφή από τα ύψη της Όθρυος έως τη Λαμία παρέχει μια πολύ όμορφη θέα προς το νότο, πάνω στη μακρινή πεδιάδα, που διαρρέεται από ένα ποτάμι με πολλούς μαιάνδρους ….»

                                                                                                ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



[1] Τήρηση και ενημέρωση των σχετικών βιβλίων γίνεται από το 1992 και κυρίως με την έλευση του νέου μητροπολίτη κ. Νικολάου.
[2] Θεοκτίστου Αθ. Λαϊνά : “Το Μοναστήρι της Αντινίτσας”, σελ. 43, Αθήνα, 1977.
[3] “ … Περί της ιστορίας της μονής ταύτης ουδείς που αναφέρει τι, όσον εγώ γνωρίζω, ουδέ σχετικόν τι έγγραφον κατόρθωσα ν’ ανεύρω. ”, γράφει το 1930, ο καθηγητής Αναστ. Ορλάνδος.
[4] Αναστ. Κ. Ορλάνδου «Η επί της Όθρυος Μονή της Αντινίτσης», Εν Αθήναις, «Εστία», 1930.
[5] Το Καθολικό της μονής Αντίνιτσας “ … ωμοίαζε πολύ με την μονήν Αγάθωνος [όπως αναφέρει ο Λαζαρίδης Π. Αδ., στα ΧΡΟΝΙΚΑ, σελ. 230, 19 (1964)], ήτο όμως ασυγκρίτως χαριέστερον τούτου, όπως φαίνεται εκ των φωτογραφιών, τας οποίας ο Ακαδημαϊκός Αν. Ορλάνδος εδημοσίευσεν εις την εν υποστάσει λαμπράν μελέτην του …” Τριαντάφυλλου Παπαναγιώτου «Ιστορία και Μνημεία της Φθιώτιδος», 1971, έκδοσις Δήμου Λαμιέων.
[6] Στο βιβλίο του «Τουριστική ΦΘΙΩΤΙΣ, οδηγός ταξιδιώτη», σελ. 22, Αθήνα 1957, ο Σεραφείμ Τσιτσάς εκτιμά  ότι «… το μοναστήρι χτίστηκε το 1447, από δύο μοναχούς, που ήρθαν απ’ το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας μαζί με την εικόνα της Θεοτόκου, αποφεύγοντας τουρκικούς διωγμούς … ». Τον ίδιο χρόνο ίδρυσης αναφέρει  ο Δημ. Θ. Κόκκορης  στο «Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια» Προσκυνηματικός Οδηγός, Αθήνα 2002. Η έλλειψη τεκμηρίωσης της παραπάνω χρονολογίας, αλλά κυρίως η μελέτη του Αναστ. Κ. Ορλάνδου αποδεικνύει ότι  η αναφερόμενη χρονολογία δεν είναι σωστή. Προφανώς ταυτίζουν τη χρονολογία ίδρυσης της Μονής με την κατασκευή του εξαίρετου Καθολικού της Μονής. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε την περίπτωση να υπήρχε άλλο παλαιότερο καθολικό από τότε που ιδρύθηκε η Μονή και στα χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης να κατασκευάστηκε το καλύτερο Καθολικό (ηλικίας 450 και πλέον ετών).
[7] Αναζητώντας τη χρονική περίοδο που έγιναν οι «σφαγές στην πόλη του Αϊδινίου» που θρυλούνται εδώ, ίσως πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ο Ταμερλάνος διέλυσε τους Τούρκους στη Μικρά Ασία κι έσπειρε το φόβο στην περιοχή αυτή (1402-1403). Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος διάρκειας πλέον των 10 ετών, μεταξύ των τουρκικών φυλών (εμιράτων) κατά τον οποίο δεν αποκλείεται να διώχθηκαν ή να υπέστησαν σφαγές οι ετερόδοξοι (οι χριστιανοί), μέχρι την επικράτηση του Μωάμεθ του Α΄. [Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη]
[8] Αϊδίνιο (τουρκ. Aydın [Αϊντίν]) : Σε αρχαιοελληνικές πηγές το όνομα της πόλης εμφανίζεται ως Ανθέα και Ευανθία. Κατά την περίοδο των Σελευκιδών μετονομάστηκε σε Αντιόχεια, ενώ επίσης αναφέρεται και ως Σελεύκεια επί του Μαιάνδρου και Ερυνίνα. Κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους ήταν γνωστή ως Τράλλεις. Αργότερα μετονομάστηκε σε Γκιουζελχισάρ (Güzelhisar). Το σημερινό όνομα το οφείλει η πόλη στο ανατολικό τουρκικό Μπεϊλίκι του Αϊντίνογλου, που ήταν κυβερνήτης της περιοχής κατά το 14ο αιώνα. Το 2000 είχε 143.268 κατοίκους. Απ’ το Αϊδίνιο καταγόταν η ελληνίδα φωτογράφος Νέλλυ (1899-1998) και η ελληνίδα συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου (1909-2004).
[9] Ιωάννου Γ. Βορτσέλα «Φθιώτις, η προς νότον της Όθρυος», σελ. 459-460, Αθήναι, 1907 (φωτοτυπική έκδοσις Χαρ. Θ. Μηχιώτη, εκδ. Κασταλία, Αθήνα).
[10] ό. π., βλέπε ανωτέρω.
[11] Η λέξη Φούρκα είναι λατινική (furca) και σημαίνει δίκρανο, στον δε πληθυντικό σημαίνει στενά (ή πύλες). Ο Γάλλος περιηγητής Paul Lucas (Παύλος Λουκάς) που πέρασε το 1706 από κει ονομάζει τα στενά αυτά mont dIonit Derven, δηλ. δρόμο του όρους Ιωνίτ (τόμ. Α΄, σελ. 218). [Βλέπε Ιωάν. Βορτσέλα, «Φθιώτις, η προς νότον της Όθρυος», σελ. 11-12, εκδ. Κασταλία, Αθήνα, 1973].
[12] Είναι το όριο των επαρχιών Φθιώτιδας και Δομοκού. Είναι ο υδροκρίτης των κοιλάδων του Σπερχειού και του θεσσαλικού Ενιπέα για την κατεύθυνση των νερών. Είναι ένα από τα σημεία της Οροθετικής Γραμμή, που απετέλεσαν τα σύνορα του πρώτου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους (από το 1832 μέχρι το 1881).
[13] Η προστασία της Λαμίας από βόρεια και βορειοανατολικά στηριζόταν από παλιά στην αμυντική γραμμή Αντίνιτσας - Δίβρης - Λιμογαρδίου. [Yves BequignonLa vallée de Spercheios”, 1937, Paris].
[14] Δελτίο Ελλ. Αλληλογραφίας της εν Αθήναις Γαλλικής Σχολής, έτος VI, 1882, σελ. 356 και εξής.
[15] Οι ιππουρίτες ήταν ζώα οστρακόδερμα, δίθυρα, που έζησαν κατά την κρητιδική λεγόμενη περίοδο και ως εκ τούτου χρησιμεύουν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της περιόδου, κατά την οποία έγιναν πολλά όρη της Ανατολικής Ελλάδας.
[16] Yves Bequignon, «La vallée du Spercheios, La région du Spercheios», p. 35, 1937, Paris.
[17] «Από την 27ης τρέχοντος ήρξατο η κατασκευή του από Λαμίας μέχρι Δερβέν Φούρκας αγούσης οδούž πλέον των 200 εργατών ασχολούνται εις την εργασίαν ταύτην, ήν ιδία δαπάνη ανέλαβεν ο κ. Δημ Σούτσος, υιός του ομωνύμου Μεράρχου της Στερεάς. Ο από Λαμίας μέχρι των συνόρων τηλέγραφος επεραιώθη ήδη και εντός ολίγου χρόνου παραδίδοται εις κοινήν χρήσιν.» [Από την εφ. “ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ”, φ. 734, 1-1-1878, Λαμία]
[18] Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου “Ορεινόν Αντιφυματικόν Αναρρωτήριον Αντινίτσης”, σελ. 29, Λαμία, Ιούνιος 2007.
[19] Από το 10ο αιώνα αναφέρεται ότι υπήρχε η Επισκοπή Θαυμακού, με έδρα το Δομοκό, που υπαγόταν στη Μητρόπολη της Λάρισας (επισκοπές του θεσσαλικού χώρου). Τον Ιανουάριο του 1920 καταργήθηκε και η ζώνη της μοιράστηκε στη Μητρόπολη Φθιώτιδας και στη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος & Φεναριοφερσάλων. [βλ. Βασιλ. Σπανού «Υπομνήματα εκλογής για επισκόπους του Θαυμακού», σελ. 219-233, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 2007].
[20] Για τους Giustiniani, άρθρο τού K. Hopf  στην Εγκυκλοπαίδεια των Ersch καί Gruber σελ. 341 σε Ελληνική μετάφραση της Χρυσαλλίδος τόμος II,  Αθήναι 1864, σελ. 527.
[21] διότι φέρει τον αυτοκρατορικό αετό (μετά από παραχώρηση του αυτοκράτορα Σιγιμούνδου, που έγινε μετά το έτος 1413).
[22] Εκτός της Σάμου και της Φώκαιας, ίσως να κατείχαν κάποια περιοχή γειτονική στη μονή Αντίνιτσας.
[23] Βλ. πρεσβ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Κοσμήτορος Θεολογικής Σχολής Παν. Αθηνών. :  «Συνύπαρξη» ή «Αντίσταση»; Το δίλημμα του δούλου Γένους. [http://www.resaltomag.gr/144.mag].  Επίσης : βλ. πρεσβ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Κοσμήτορος Θεολογικής Σχολής Παν. Αθηνών.: «Ράσο στην Επανάσταση του ΄21», “Ρεσάλτο” - τεύχος 6.
[24] «… Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών, υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδείς μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων».  [Από μαρτυρίες / βιβλ. Θεόκτ. Α. Λαϊνά, «Το μοναστήρι της Αντινίτσας», 1977, Αθήνα]
[25] Βλ.  Π. Καρολίδου «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» τόμ. ΙΙ, σ. 18, Αθήναι και  Σπ. Τρικούπη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» σ. 230, Αθήναι.
[26] Το έτος 1946 οι πλησιέστεροι κάτοικοι των χωριών καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό Καθολικό, βρήκαν ξίφη αγωνιστών του’ 21.
[27] Βλ. Θ.  Καρατζά «Ιστορία επαρχίας Δομοκού, από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», σ. 122, Αθήναι, 1962  και Ιωάν. Βορτσέλα «Φθιώτις», σ. 11, κλπ.
[28] Χρήστου Δελημπούρα : «Οι υπέρ ελευθερίας αγώνες της Επαρχίας Δομοκού», σελ. 275, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 2007.
[29] Αποτελέστηκε από : το συνταγματάρχη Baker (Αγγλίας), το συνταγματάρχη Scallon (Ρωσίας), τον αντισυνταγματάρχη Barthelemy (Γάλλο), τον Hussein Bey (Τούρκο) και το στρατηγό Γιαννάκη Στάικο (Έλληνα).
[30] Το κριτήριο ήταν η κλίση του εδάφους και ο δρόμος των νερών προς την ελληνική πλευρά και προς την οθωμανική.
[31] Γεωργ. Κ. Θ. Λέλη «Πρακτικά οροθετικής γραμμής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους», σ. 318, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, 2007, Λαμία.
[32] Άλλοι γειτονικοί στρατώνες ήταν του χωριού Φούρκας, Δερβέν Φούρκας, Δερβέν Καρυά, Κούρνοβο, κ.ά.
[33] Βλ. Δημ. Αλεξ. Μηνογιάννη : «Η παλιά Οροθετική Γραμμή Ελλάδος-Τουρκίας», περ. «Φθιωτικά Χρονικά» 1987, σελ. 91-97, Λαμία.
[34] Ιδρύθηκε σώμα Οροφυλακής, για τη φύλαξη της Γραμμής. Διαλύθηκε με την 5463/10-3-1855 διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών. Στη θέση τους ίδρυσαν σώματα δημοτοχωροφυλάκων που βοηθούσαν τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής για πάταξη της ληστείας και επιβολή δημόσιας ασφάλειας.
[35] έγγραφο 384 του Βασιλικού Επιτρόπου Μ. Κερκυρόπουλου [Βλ. Γεωργ. Κ. Λέλη «Πρακτικά οροθετικής γραμμής (1832) του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους», στα Πρακτικά του 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 2007].
[36] Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τόμος Ελλάς, σ. 171, γράφει «Κατά το 1833 ευρέθησαν εν όλω 563 μοναστήρια και μετόχια εν Ελλάδι, ήτοι 545 ανδρών και 18 γυναικών, μετά 3.000 μοναχών και 277 μοναζουσών. Τα ετήσια εισοδήματα των μοναστηρίων ανήρχοντο εις 600.000 χρυσών δραχμών». Ο Χ. Πατρινέλης στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτική Αθηνών, τόμος 10ος, σ. 143) αναφέρει ότι η κτηματική περιουσία των μοναστηριών “το 1833 κάλυπτε το ένα τρίτο τουλάχιστον των γαιών του ελληνικού κράτους”.
[37] Καταγόταν από το χωριό Ζαχλωρού του Δήμου Κερπενής Κυλλήνης. Ο Γρηγόριος (1767-1837) ήταν συμπατριώτης του αποβιώσαντος επισκόπου Νικηφόρου. [βλ. Δημ. Νάτσιου “Η διοργάνωση της Επισκοπής Ζητουνίου (Λαμίας) τα έτη 1834-1835”, σ. 25-26, περ. Φθιωτικά Χρονικά 2011, Λαμία].
[38] Ι. Βορτσέλα, “ΦΘΙΩΤΙΣ, η προς νότον της Όθρυος”, σ. 456, εκδ. Κασταλία, Αθήνα 1973.
[39] Λέσβιος την καταγωγή και μετά τις σπουδές του, χειροτονήθηκε διάκονος, μετά πρεσβύτερος και τελικά επίσκοπος Χαριουπόλεως (1821-1827). Διακόνησε την επισκοπή Ευρίπου (1827-1833) και τον Ιανουάριο 1834 ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος (όπως τότε τιτλοφορείτο) Φθιώτιδος. [Σχετικά βλ. Εισαγωγή στο βιβλίο “Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Φθιώτιδος (1834 και 1835)” του Θ. Σιμοπούλου, 1975, Αθήναι].
[40] Γεωργίου Ρούσσου :  Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 2, σελ. 227-240
[41] Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Εντεταλμένου Υφηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών : «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» (Πανεπιστημιακές παραδόσεις), η περίοδος του Όθωνος (1832-1862).
[42] την περίοδο 1827-1833.
[43] Η πρώτη χρονολογία είναι με το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, ενώ η δεύτερη είναι με το νέο (Γρηγοριανό). Η διαφορά τους στον 19ο αιώνα ήταν 12 μέρες.
[44] Ενηλικιώθηκε στις 20 Μαΐου 1835. Στις 18 Σεπτεμβρίου ήταν η ημέρα της ονομαστικής γιορτής του. [Λουδοβ. .Ρος, 1834]
[45] Σπύρου Κοκκίνη «Τα μοναστήρια της Ελλάδος», σελ. 232-233, Αθήνα 1976.
[46] ό. π., σελ. 223-227.
[47] ό. π., σελ. 233-234.
[48] Στη μονή Αγάθωνος επιβλήθηκε ετήσιος φόρος 2.200 δραχμών [βλ. Σπύρου Κοκκίνη «Τα μοναστήρια της Ελλάδος», σελ. 231, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1976, Αθήνα]
[49] Στη Λοκρίδα διατηρήθηκαν οι μονές Μαλεσίνας (13 μοναχοί)  και Δαδιού (10 μοναχοί). Από τα 28 συνολικά μοναστήρια του νομού Φθιώτιδας, διατηρήθηκαν 3 (με τη μονή Αγάθωνης), έγιναν μετόχια (δηλ. υποταγμένα μοναστήρια) άλλων μονών 4 (αυτά ήταν του Αγ. Γεωργίου Πελασγίας, της Αγίας Λαύρας Πελασγίας, του Αγίου Τάφου Σούρπης και το Γενέσιον της Θεοτόκου Αντίνιτσας Λαμίας)  και διαλύθηκαν 21 (Παλαιοπαναγιάς Λαμίας, Αγ. Ιωάννου Προοδρόμου Μεξιατών, Αγ. Βλασίου Στυλίδας, Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βαβρινής, Αγ. Αθανασίου Μαυρίλου, Προφ. Ηλιού Γαρδικίου Υπάτης, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Βιλιόβου Ομιλαίων, Γεννήσεως της Θεοτόκου Δαμάστας, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αλεποσπίτων, Ταξιαρχών Κομποτάδων, Ταξιαρχών Ομιλαίων, Παναγίας της Δελφινιώτισσας, Αγ. Αναργύρων Αταλάντης, Προφήτου Ηλιού Κακάρας Αταλάντης, Αγ. Κωνσταντίνου Δαφνησίων, Προφήτου Ηλιού Γλούνιστας, Αγ. Χαραλάμπους Δαδιού, Αγ. Τριάδος Λάρυμνας, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Καρυάς ή Αγιάς Θρονίου, Αγ. Γεωργίου Μώλου, Αγ. Μαρίνης Τιθορέας).
[50] Γεωργίου Ρούσσου : Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 2, σελ. 227-240.
[51] Στα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας του Όθωνα, τα έσοδα του κράτους προήλθαν από : (α) τη βαρύτατη φορολογία, δηλ. τη δεκάτη (το 1/10) στην (ακαθάριστη) γεωργική παραγωγή, τα διαγωνικά τέλη (δηλ. ο φόρος μεταφοράς προϊόντων), το δασμό σε εισαγόμενα είδη (10 %) και στα εξαγόμενα (60 %) και το φόρο αιγοπροβάτων (για τους κτηνοτρόφους). (β) από το Μονοπώλιο του άλατος (με κλείσιμο των αλυκών). (γ) τη μίσθωση υπέρ του κράτους των κοινόχρηστων λιβαδιών. (δ) τη δήμευση της περιουσίας των Μονών. Να  σημειωθεί ότι η είσπραξη των φόρων γινόταν μέσω ιδιωτών. [Γεωργίου Ρούσσου : Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 2, σελ. 227-240)
[52] απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη,  Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ, Βιβλίο 3ο ,1833-1843, κεφ. 2ο.
[53] καθαρές ιδιωτικές ιδιοκτησίες.
[54] πυριτιδαποθήκες
[55] Θεόφιλου Ν. Σιμοπούλου : «Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Φθιώτιδος (1834 και 1835)», σελ. 47-49, Αθήναι, 1975.
[56] (α) Θεοκτ. Αθ. Λαϊνά : “Το Μοναστήρι της Αντινίτσας”, σελ. 41, Αθήνα 1977  και  (β) Θ. Α. Λαϊνά : “Τα Φθιωτικά μοναστήρια μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους”, σελ. 33, έκδ. του περιοδ. «Φθιωτικά Χρονικά» 1984, Λαμία.
[57] Θεόφιλου Ν. Σιμοπούλου : «Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Φθιώτιδος (1834 και 1835), σελ. 75-76, Αθήναι 1975.
[58] ό. π. σελ. 76-77.
[59] Θ. Α. Λαϊνά : «Τα Φθιωτικά Μοναστήρια μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους», σελ. 33, εκδόσεις του περιοδικού “ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ”, 1984, Λαμία.
[60] Επίσης στο Δερβέν Φούρκα το 1851 υπήρχε και Υγειονομικός Σταθμός.
[61] Θεόφιλου Ν. Σιμόπουλου : «Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Φθιώτιδος (1834 και 1835)», σελ. 50, Αθήναι, 1975.
[62] ό. π. σελ. 66.
[63] Ο Αθανάσιος Σκαρμούτσος ήταν ένας βλαχοποιμήν κάτοικος της Μονής. [Συμβόλαιο 2797/1841, του συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Οικονομίδη, στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας].
[64] της παλιάς Οροθετικής Γραμμής (σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας), όπως ορίσθηκε από τη συνθήκη του Λονδίνου (6-7-1827) και Κωνσταντινούπολης (27-6-1832/9-7-1832), ειδικά για τα όρια της Ελλάδας.
[65] Γεωργ. Πλατή : «Λαμία», σελ. 138, έκδοσις Δήμου Λαμιέων, 1973.
[66] Θεοκτίστου Αθαν. Λαϊνά «Το Μοναστήρι της Αντινίτσας», σελ. 73-76, Αθήνα, 1977.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου