"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

7/3/23

Τα περίπτερα – Αναφορά στη Λαμία

                                                                                                 Νίκος Δαβανέλλος, δάσκαλος

                                                                                          Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος, φυσικός

 

   Είναι ένα ελληνικό δημιούργημα, μια ευέλικτη εμπορική μορφή, που έγινε θεσμός και σημείο αναφοράς κάθε τόπου. Ήταν η αναγκαία λύση, που έδωσε επαγγελματική διέξοδο στο μεγάλο αριθμό από αναπήρους και άλλα θύματα των πολέμων από το 1912-13 και μετά.

   Η ιδέα προήλθε από νομοθεσία του 1909-10, που επέτρεπε να δοθεί άδεια για δημοτικό περίπτερο (από το δήμο Αθηναίων), σε ενοικιαστή, για να πουλάει χαρτόσημα του κράτους με κάποια προμήθεια. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Επιτροπή περίθαλψης των θυμάτων των πολέμων (Νόμος 252/1914, άρθρο 1) παραχωρούσε σε τραυματίες ανίκανους για εργασία, ένα περίπτερο. Το 1915 ακολούθησε Διάταγμα που όριζε την κατασκευή των περιπτέρων.

   Τα πρώτα περίπτερα είχαν διαστάσεις 1,50 Χ 1,70 και ύψος μέχρι 2,60 μ. Ήταν μια ξύλινη κατασκευή με τετράγωνη κάτοψη συνήθως, αλλά υπήρξαν και ορθογώνια σχήματα, σε αγοραία σημεία των οικισμών (πόλεων, κωμοπόλεων ή χωριών), δηλ. σε πλατείες ή σε κεντρικούς δρόμους, κοντά σε σταθμούς συγκοινωνιών. Είχαν το μονοπώλιο προϊόντων καπνού και συναφών ειδών.

Περίπτερο στην πλατεία Διάκου
   Το πρώτο περίπτερο της Λαμίας, με άδεια, άνοιξε το 1920 στην πλατεία Σιταγοράς (Πάρκου) από τον Ιωάννη Κ. Χαραυγή.

   Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή,  η αποκλειστική χρήση των περιπτέρων παραχωρήθηκε από το υπουργείο Περιθάλψεως στην “Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921”.  Ακολούθησαν Διατάγματα στα έτη 1923 (για προστασία των θυμάτων πολέμων), 1924 (για καθορισμό της θέσης κάθε περιπτέρου), 1925 (για εγκατάσταση περιπτέρων κοντά σε Σανατόρια ή Νοσοκομεία, για λιανική πώληση καπνού), 1927 (για Επιτροπή που αδειοδοτούσε τους αναπήρους πολέμου ή τις οικογένειες θυμάτων πολέμου, για να ασκήσουν το επάγγελμα του καπνοπώλη).

   Ο αριθμός αδειών περιπτέρων σε κάθε πόλη ή χωριό ήταν καθορισμένος και λειτουργούσαν μονοπωλιακά για τα προϊόντα καπνού. Η απόκτηση της άδειας, στις μετεμφυλιακές δεκαετίες απαιτούσε πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης.

  Το 1929, άλλο Διάταγμα όριζε ότι από την εκμετάλλευση περιπτέρων συγκεντρώνονταν χρήματα στο “Ταμείο θυμάτων πολέμου”, με σκοπό την προικοδότηση απόρων αδελφών ή θυγατέρων των αναπήρων πολέμου ή πεσόντων, αλλά επιπλέον και για την επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων. Παράλληλα το Ταμείο χορηγούσε βοήθημα μέχρι 7.000 δρχ. για αγορά ειδών καπνοπωλείου ή άλλων ειδών για πώληση. Όμως, το περίπτερο είχε παραχωρηθεί προσωρινά στον ανάπηρο, με απαγόρευση να το πουλήσει, μεταβιβάσει, υποθηκεύσει ή υπομισθώσει.

   Στα μεταπολεμικά χρόνια εκτός από εμπόριο ειδών καπνού, τα περίπτερα εξελίχθηκαν με ποικίλο εμπόριο, διαθέτοντας ψιλικά, εφημερίδες, περιοδικά, ζαχαρωτά. Με την προσθήκη ψυγείων εκτός του περιπτέρου πουλούσαν παγωτά, αναψυκτικά και ποτά. Η ανάπτυξη σε αριθμό των περιπτέρων, αλλά και σε αγοραστικό αποτέλεσμα, έφερε το τέλος των προπολεμικών καπνοπωλείων.

   Βέβαια το επάγγελμα ήταν σκληρό, επειδή δεν υπήρχε ωράριο και μερικά περίπτερα παρέμεναν ανοιχτά και τη νύχτα. Μειονεκτήματα του επαγγέλματος ήταν η απουσία χώρου υγιεινής, ο περιορισμένος ζωτικός χώρος και η διαχείριση μεγάλου αριθμού προϊόντων (έφταναν τα 3.000 διαφορετικά είδη). Στα πλεονεκτήματα των περιπτέρων ήταν η γρήγορη διάθεση των προϊόντων και η πιο προσωπική σχέση που δημιουργείται με τους πελάτες-αγοραστές.

   Σε καθημερινή βάση γινόταν παράδοση των προϊόντων από προμηθευτές στα περίπτερα. Οι προμηθευτές κάθε περιπτέρου ήταν πολλοί. Το επάγγελμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανθυγιεινό, λόγω του μεγάλου ωραρίου, της καθιστικής εργασίας, μέσα στο θόρυβο και τη ρύπανση της πόλης, αλλά και επικίνδυνο από τους κακοποιούς, ειδικά τις νυχτερινές ώρες.

   Από τη δεκαετία του ’60 είχαν και τηλέφωνα, ενώ οι κατοικίες τα απέκτησαν αργότερα.

  Το 2010, με τον “Καλλικρατικό” νόμο 3852, η Λαμία είχε συνολικά 70 περίπου περίπτερα. Η πόλη είχε 30 ενεργά και 15 κλειστά. Στις κοινότητες υπήρχαν 6 ενεργά και 3 κλειστά. Η κατανομή στις πλατείες της Λαμίας ήταν : Διάκου (1), Λαού (2) και Πάρκου (5).

   Με το Ν. 3919/2011 για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων (η ισχύς του άρχισε από την 1η Ιουλίου 2012), που αφορούσε και τα καπνοπωλεία, άρχισε η παρακμή των περιπτέρων. Το 2013 υπήρχαν στην Ελλάδα 10.000 περίπτερα, εκ των οποίων 3.500 είναι στην Αττική.

   Η συμβολή των περιπτέρων στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη. Για χρονικό διάστημα πλέον του αιώνα, βοήθησαν για να επιζήσουν οι οικογένειες αναπήρων και θυμάτων των πολέμων από το 1912 έως και του 1940-41 και να προικοδοτηθούν άτομα των οικογενειών αυτών.

  

Βιβλιογραφία

1.    Νίκου Ταξ. Δαβανέλλου, δάσκαλου-ερευνητή : “Τα περίπτερα της Λαμίας (1920-2017)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2017, σελ. 135-144, Λαμία, 2017.

2.    Ευαγγέλου Καρπέτα[1] : “Περίπτερα”, συνέντευξη στο περιοδικό “Επιμελητήριο” του ΕΒΕ Φθιώτιδας, τεύχος 6, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2000, Λαμία.



[1] Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Περιπτεριούχων νομού Φθιώτιδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου