"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

26/11/22

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Το αγγελάκι

 

                                                                    του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου

 

   1958. Μια ξεχωριστή χρονιά για τη μικρή μας πόλη. Ιδρύεται Γυμνάσιον Στυλίδος και χαρά μεγάλη σε μας τους αποφοίτους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου. Με εισιτήριες εξετάσεις τον Ιούλιο του ’58, να ’μαι κι εγώ μαθητής της Α’ τάξεως του Γυμνασίου Στυλίδος, το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.

   Εφηβάκι - βραχνοκοκοράκι (λόγω μεταφώνησης) και ποιος με πιάνει.

   Με το πηλήκιο της σοφής μου κουκουβάγιας, πλαισιωμένης εκατέρωθεν με τα μεταλλικά γράμματα Γ.Σ. (Γυμνάσιο Στυλίδος ή γάιδαρος σαμαρωμένος, όπως μας παίρναν κάποιοι στο ψιλό, ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι), φούσκωνα από περηφάνια και καμάρι που κι εγώ έμπαινα στον ναό της Γνώσης και επένδυα στα Γράμματα και τη θεραπευτική δύναμη της Παιδείας.

   Είχα μια προδιάθεση Νίκης... Αυστηρό το Γυμνάσιο, αυστηροί και οι καθηγητές (Νικολακοπούλου, φιλόλογος, Καρτσακλής, φιλόλογος, Κουτρούμπας, μαθηματικός, Νάκος, φυσικός), αφοσιωνόμουνα με αγάπη κι ευχαρίστηση στα μαθήματα εκείνα που πολλά είχαν να πουν στα ενδιαφέροντά μου.

   Εξηγούμαι, τα φιλολογικά. Τα διάβαζα μετά μανίας, τα ερευνούσα, τα αποστήθιζα, γιατί υφάρπαζαν το μυαλό και την ψυχούλα μου και μου υπόσχονταν κάτι καλό και σοφό για το μέλλον μου.

   Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του ’58 και οι καθηγητές μας μάς είπαν να φέρουμε όλοι στο Σχολείο από ένα τάλιρο για να αγοράσουμε δώρα, παιχνίδια και λαμπιόνια χριστουγεννιάτικα και να τα κληρώσουμε παραμονές των Χριστουγέννων σε όλα τα παιδιά. Για μας τους φτωχούς μαθητές με τα μπαλωμένα παντελόνια, τα τρύπια παπούτσια και τα λερά και σχισμένα πανωφόρια ήταν ασήκωτο ποσόν.

   Το μεροκάματο του πατέρα μου ήταν 15-20 δραχμές κι αν το είχε κι αυτό. Όμως οι γονείς μου μού το δώσανε το τάλιρο για τις χρονιάρες μέρες, αλλά και μ’ αυτές τις Γιορτές να στεριώσει το νεοσύστατο Γυμνάσιό μας.

   Παραμονές Χριστουγέννων σε μια μεγάλη αίθουσα του Σχολείου (δίπλα στο παλαιό ΚΕΠ του σημερινού Δημαρχείου) χρυσοστολίστηκε απ’ τα παιδιά ένα δεντράκι από γκι με τους κατακόκκινους ανθούς του, μια χάρτινη φάτνη, ένα πρόχειρο σπήλαιο από ξύλα της ξυλόσομπας και τα δώρα και τα παιχνίδια απλωμένα πάνω στα θρανία και τραπέζια να περιμένουν κι αυτά αγωνιωδώς πότε θα κληρωθούν.

   Δώρα πολλά, δώρα καλά κι ελκυστικά. Κι αρχίσανε οι μαθητές να τραβάνε από έναν κλήρο και αδημονούσαν να δουν τι δώρο θα τους φέρει η τύχη.

   Εμείς τ’ αγόρια θέλαμε τη δερμάτινη μπάλα, το “κάλυμμα”, όπως το λέγαμε τότε.

   Πενήντα ώς εξήντα δραχμές κόστιζε, ποσόν δυσθεώρητο και απλησίαστο για τα μαθητικά μας βαλάντια.

   Τράβηξα κι εγώ έναν κλήρο και τι μου έστειλε η τύχη μου; Όχι την μπάλα, αλλά ένα αγγελάκι χαριτωμένο, κουλουριασμένο μέσα σε έναν γούνινο κύκλο.

   Το πήρα, το κράτησα στο χέρι μου κι αισθάνθηκα δυνατός και χαρούμενος. Όμως η εφηβεία μου, η φτώχεια μου, ο αποχαιρετισμός και οι ευχές για τις διακοπές δεν με άφηναν να χαρώ. Έλεγα και ξανάλεγα: “Δεν ξέρω πλέον τι μου συμβαίνει, δεν ξέρω ποια φωτιά με διαπερνά”.

   Μ’ αυτήν την ψυχολογία και κρατώντας στο χέρι μου το τυχερό μου αγγελάκι κοντοστάθηκα κι ακούμπησα το προσωπάκι μου στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου της πόλης μας του κυρ Γιώργου Μαυροειδή. Χριστέ μου, τι χριστουγεννιάτικη βιτρίνα ήταν αυτή; Ένα λαμπροστολισμένο δέντρο με λογιών-λογιών παιγνίδια και λαμπιόνια και χρωματιστά φωτάκια, με ολοζώντανη φάτνη – σαν να ’τανε στη Βηθλεέμ – με τον μικρό Χριστό, την Παναγία και τον Ιωσήφ να χαίρονται τον Λυτρωτή του κόσμου και πλήθος αγγέλων να υμνολογούν: “Με τον Χριστό εγεννήθη η αγάπη στη γη” (Cum Jesu amor natus est in terra). Κι ολόγυρά τους βιβλία μεγάλων συγγραφέων: Παπαδιαμάντη, Λουντέμη, Καρκαβίτσα, Μυριβήλη, Βενέζη, Τερζάκη, Καραγάτση, Σαμαράκη, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Βέρν και άλλων πολλών. Μια παραμυθένια Μαυροειδής-λαντ, που άστραφτε και ακτινοβολούσε σαν τον Θεοδρόμον αστέρα των Μάγων της Ανατολής. Μια βιτρίνα εκτυφλωτικό φως που πήγαζε από το δέντρο και διαχέονταν στα βιβλία∙ κι απ’ τα βιβλία να αφρογεννιέται θεϊκότερο και να ξαναγυρνάει στο δέντρο, του Χριστού. Μια μείξη ηλεκτρικού και θεϊκού φωτός, που λησμονούσες τα γήινα και ανέβαινες στα ουράνια. Εκεί ήταν και ο Αϊ-Βασίλης που πάλευε να βάλει μπρος στο έλκηθρό του για τη μεγάλη διαδρομή του στη νέα χρονιά. Θαυμαστός κόσμος, μαγικός στην πιο καλή του ώρα. Κόσμος της αθωότητας των παιδικών μου χρόνων που θα μένει για πάντα στην καρδιά μου. Κι έλεγα και ξανάλεγα: - Αχ, να είχα κι εγώ κάτι από αυτά – τουλάχιστον ένα από αυτά – κι ένας κόμπος στον λαιμό με γέμιζε από θλίψη.

   Το μεσημέρι της προπαραμονής έφερε στο σπίτι μας ο αδελφός μου ο Τάσος ένα κλαδί από τα κυπαρίσσια του σταθμού του τρένου για να το στολίσουμε. Βάζω τα κλάματα. Όχι το κυπαρίσσι, δεν κάνει. Θα πεθάνει άνθρωπος. Συγκινείται η μάνα μας και μας δίνει δέκα δραχμές να πάρουμε ένα δεντράκι ψεύτικο από τον Μαυροειδή για να το στολίσουμε. Ένα δεντράκι ίσα με την παλάμη μου, δυο τρία παιχνιδάκια και φωτάκια και πάμε στο σπίτι μας και το στολίζουμε με τα όνειρά μας και τη φαντασία μας. Στην κορυφή του βάζω το αγγελάκι μου που η τύχη μού το χάρισε και το παρακαλώ να μας δώσει Χαρούμενα Χριστούγεννα. Φτωχό δεντράκι, μα με το αγγελάκι στην κορυφή έφθανε έως τον έβδομο ουρανό και η καρδούλα μου σπαρταρούσε από χαρά.

   Το απόγευμα της ίδιας μέρας το αρχοντόσπιτο της Στυλίδας, της κ. Σοφίας Ψύλλου, με έστειλε σε πολλά σπίτια με γλυκά για την καλή Χρονιά και τις άγιες μέρες. Συνήθως έβαζε 2 κουραμπιέδες, 2 μελομακάρονα και 2 μπακλαβάδες. Εξαιρετικά γλυκά απ’ την κ. Σοφία, τη Λωξάντρα της Στυλίδας. Τα έβλεπα, τα μύριζα και μου έπεφταν τα σάλια μου σαν το σκυλί του Παυλώφ στο γνωστό του πείραμα των εξηρτημένων αντανακλαστικών. Εμένα κάτι τρίμματα από το ταψί του μπακλαβά μου έδινε να φάω. Και η βουλιμία μου να φάω κι εγώ ένα κομμάτι μπακλαβά ολόκληρο γινόταν όσο περνούσε η ώρα αδηφαγία, απληστία και λίμασμα.

   Κατά το βραδάκι που με έστειλε στον παπά του Αγίου Αθανασίου με ένα πιάτο με εόρτια παρασκευάσματα, τον παπα-Κώστα τον Μπάλλα, δεν άντεξα άλλο. Η κοιλιά μου γουργούριζε, η μύτη μου κόντευε να σπάσει, δεν μπορούσα να κρατήσω τα σάλια μου. Πάω πίσω από το Ιερό του Αγίου Αθανασίου και αρχίζω μια αγιομαχία με τον Αϊ-Θανάση.

- Να φάω, Άγιέ μου, ένα κομμάτι μπακλαβά;

- Όχι, δεν θα φας. Είναι αμαρτία, παιδί μου.

- Θα φάω. Ου βαστάζω, Άγιέ μου, ου βαστάζω. Σου το λέω και αρχαία Ελληνικά που έχω μάθει από το Αναγνωστικό του Ζούκη.

- Είπα, δεν θα φας. Είναι κλοπή, παιδί μου, είναι αμάρτημα βαρύ. Σύνελθε και έλα εις τον εαυτόν σου.

- Μα δεν μπορώ να κρατηθώ, Άγιέ μου. Παιδί είμαι, σποράκι είμαι κι αν δεν μ’ αφήσεις, θα πέσει ο σπόρος μου. Θα λιποθυμήσω.

   Ο Άγιος άρχισε να λυγίζει …

- Να το φας, μου είπε, αφού το θέτεις σ’ αυτή τη βάση και δεν αντέχεις. Όμως θα φέρεις μια λειτουργιά στον Ναό μου και θα κολλήσεις και μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι σου και σαν μεγαλώσεις και αποκτήσεις χρηματική δύναμη να κάνεις κι εσύ μια τάψα μπακλαβά και να την μοιράσεις σ’ αυτούς που τον λιγουρεύονται, όπως τώρα κι εσύ, και άντε κι όπως είπε κι ο Χριστός “Μηκέτι αμάρτανε”.

   Με τις πολλές φωνές κάναμε συμφωνία με τον Άγιο και Πολιούχο της Στυλίδας μας. Έμεινα πιστός στους όρους και τους όρκους μου και το αμάρτημά μου το ξεπληρώνω, προσφέροντας πέρα δίκης (μέτρου), τιμώντας τη συμφωνία μέχρι του τάφου.

   Αλλά πάμε πάλι πίσω. Ξεκομπόδιασα την πετσέτα για τον παπα-Κώστα και άρπαξα εν ριπή οφθαλμού ένα κομμάτι μπακλαβά που τόσο πολύ ποθούσα. Το καταβρόχθισα σαν να ’μουν κροκόδειλος που κάνει μια χαψιά το θύμα του. - Θεέ μου, τι γλύκα, τι ηδονή ήταν αυτή η γευστική παράσταση που απλώθηκε σε όλο μου το σώμα. Μέσα μου δεν κυκλοφορούσε αίμα, αλλά γλυκό σιρόπι μπακλαβά. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο ανακαλώ στη μνήμη μου τη γλυκερή επίγευση του αμαρτήματός μου. Είναι γλυκιά η αμαρτία, έστω και με κίτρινη κάρτα από τον Άγιο Αθανάσιο. Ξανακομπόδιασα την πετσέτα με το πιάτο και τα υπόλοιπα γλυκά και σαν γάτα βρεγμένη την πήγα στον παπα-Κώστα. Με καλοδέχθηκε, με ευλόγησε και μου έδωσε ένα πολύ μικρό φιλοδώρημα. Ήταν φτωχή η εποχή και το πενηνταράκι και η δραχμή πήγαινε σύννεφο. 

   Σπανίως το δίφραγκο και μεγάλη τύχη το τάλιρο. Μόνο η κ.Ξανθή Καμπούρη, εκείνο το βράδυ, μου έδωσε ολόκληρο εικοσάρικο (εκείνο το χάρτινο) και παίρνοντάς το έτρεξα στο εμπορικό του Νίκου Δανηλάτου, εκεί που τελευταία ήταν το αλησμόνητο και φιλόξενο χρυσοχοείο των Νίκου και Φρειδερίκης Λημναίου, να πάρω κι εγώ ένα υποκαμισάκι να το φορέσω τα Χριστούγεννα και να ζεσταθεί το κρύο κορμάκι μου και να καμαρώνω κι εγώ όπως ο Γέρος, το μικρό παιδί στη “Σταχομαζώχτρα” του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το αγγελάκι της τύχης μου λειτουργούσε εξαιρετικά.

   Και την Άγια Νύχτα, λειτούργησε και πάλι εξαιρετικά. Η μάνα μου ετοίμαζε τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα κι ο πατέρας μου ανάβοντας τη φωτιά στο τζάκι άρχισε να αφηγείται μια ωραία ιστορία για τον Χριστό: Όταν γεννήθηκε ο Χριστός κι η Παναγία με τον Ιωσήφ κοίταγαν πώς να ζεστάνουν το μικρό παιδί, βλέπουν μες στη σπηλιά μια γριά γυναίκα. Κακιά στην όψη και στο σώμα, πάει και κοντοστέκεται δίπλα από τον Ιησού. Φοβάται η Μαρία μην είναι καμία μάγισσα και τους κάνει κακό. Αλλά ο μικρός Χριστός ανοίγει τα ματάκια του και χαμογελά. Τότε αυτή βγάζει απ’ το κόρφο της κάτι σαν μήλο που αστράφτει σαν το χρυσό. Το απιθώνει πάνω στο αχυρένιο στρωματάκι του μωρού και κάνει να φύγει. Ξαφνικά η μορφή της αλλάζει. Γίνεται όμορφη και καλή και λάμπει το πρόσωπό της σαν Αγία. Ποια ήταν η γυναίκα εκείνη; Τι άφησε στον μικρό Χριστό; Ήταν η Εύα και άφησε το προπατορικό μας αμάρτημα.

   Όμορφη και συναρπαστική ιστορία αγάλλιασε τις καρδιές μας. Το αγγελάκι μου μας έδινε χαρά σ’ όλη την οικογένεια και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για την εκκλησία για να ακούσουμε ότι εγεννήθη παιδίον νέον, το βρέφος της Βηθλεέμ που αποκατέστησε νέα σχέση Θεού και ανθρώπων, τη σχέση του αίματος.

   Αγιασμένοι, την ημέρα των Χριστουγέννων, όλα ήταν λαμπρά και στολισμένα και η αγάπη κυρίαρχη παντού. Αγαπημένη η οικογένεια εν ειρήνη και χαρά. Αλησμόνητες στιγμές που φύγαν και δεν ξαναγυρνάνε. Υπήρχε μεγάλη Πίστη τότε.

   Τώρα που πέρασαν τα χρόνια και ταξιδεύουμε με τα ονείρατα τα πρώτα, τον κόσμο των θαυμάτων, με το αγγελάκι μου πλησιάζω το ιστορικό, αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, το κέντρο του πολιτισμού, του φωτός και της επικοινωνίας. Κλειστό, θεοσκότεινο, έρημο και διαλυμένο. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στην τζαμαρία του και ψάχνω και αναζητώ την παλιά βιτρίνα. Πουθενά το χρυσοστολισμένο δέντρο, πουθενά τα βιβλία, οι συγγραφείς, το φως και το παιδί που μέτραγε τα άστρα. Η οικονομική κρίση, η αγάπη μας που λιγόστεψε, η αδιαφορία μας σ’ αυτόν τον θησαυρό που είχαμε, η πνευματική ξηρασία σκότωσαν το παλιό αγαπημένο μας βιβλιοπωλείο, εκεί που άλλοτε αγοράσαμε τη “Νέα Εστία”, τη “Λέξη”, το “Θέατρο” του Κρίτα και του Νίτσου, την “Επιθεώρηση Τέχνης”, την εφημερίδα μας, και γνωρίσαμε τις γραφές του Γ. Σεφέρη, του Ο. Ελύτη, του Γ. Ρίτσου. Αλίμονο το πνεύμα απεκοιμήθη και η μικρή μας πόλη, η Στυλίδα, παλαιό επίνειον της Λαμίας, με ιστορία και πολιτισμό πάει να καταποντισθεί στα ελώδη στεκάμενα νερά, πάει να καταντήσει πολίχνη.

   Αλλά δεν με παίρνει από κάτω τίποτε, δεν χάνω το μυαλό μου και την αυτοπεποίθησή μου, κρατάω το αγγελάκι μου στο χέρι μου και τοκίζω την αισιοδοξία μου ξανά και ξανά, την αισιοδοξία των παιδικών μου Χριστουγέννων. Ακουμπάω το αγγελάκι μου πάνω στην τζαμαρία και το παρακαλώ να φωτίσει την σκοτεινιά, την ερημιά του καλού μας βιβλιοπωλείου.

   Και ιδού το μυαλό μου φαντάζεται πως ξανανάβει το χρυσοστολισμένο δέντρο, πως ξαναζωντανεύουν τα βιβλία, οι συγγραφείς, ξαναδιαχέεται το θεϊκό φως και διαπορώ: “Θα ’ρθει στιγμή που θα ξαναλάμψει το φιλικό μας βιβλιοπωλείο όπως παλιά, και θα λαμπρύνει ξανά τη μικρή μας πόλη, θα ξαναδώσει το φιλί της ζωής και του πολιτισμού, θα ξαναγεμίσει από νέα παιδιά, μελλοντικούς αναγνώστες, θα ξαναγίνουμε επιτέλους πόλη που τόσο μας λείπει;” και το αγγελάκι μου, γκόλφι-σταυρό μου, το φετίχ μου με τις υπερφυσικές ιδιότητες το ακούω να απλώνει ένα μούρμουρο και να λέει: - Θα ’ρθει...

   Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας και το καραβάκι των Εορτών και του καινούργιου Χρόνου σας να πλέει σε ήρεμα και γαλήνια νερά και το τσούρμο του να ψάλλει:

 Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη / αγάπης αντηχεί φωνή

Σωτήρ του κόσμου εγεννήθη, / αγάλλονται οι ουρανοί, οι ουρανοί...


 

   Χρόνια σας Πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου