"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

31/10/18

Στη μνήμη του πατέρα μου



  Ομιλία στις 27 Οκτωβρίου 2018 της Αιμιλίας-Αλεξάνδρας Κ. Κρητικού, μετά το ετήσιο μνημόσυνο του πρώην δημάρχου Μακρακώμης Κώστα Κρητικού, στην τιμητική εκδήλωση του Δήμου Μακρακώμης, για μετονομασία μιας οδού.
---

  Θα ήθελα να ευχαριστήσω ειλικρινά τη δημοτική αρχή για την τιμή που επιφυλάξατε στον πατέρα μου να χαρίσετε το όνομά του στον δρόμο που περπατούσε κάθε μέρα για να φτάσει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, στην πλατεία της Μακρακώμης. Σε αυτή την πλατεία για την οποία σκέφτομαι ότι δεν συμβολίζει μόνο το κέντρο της ζωής αυτού του τόπου, αλλά με έναν τρόπο που θα ήθελα να περιγράψω, το κέντρο αναφοράς της ζωής του πατέρα μου. Και να πώς.
    Οι διαδρομές του κατέληγαν σε αυτή ακριβώς την πλατεία. Στην πλατεία όπου ως μικρό αγόρι συναντούσε τον πατέρα του και τον παππού του. Στην πλατεία που ως έφηβος και νέος άνδρας συναντούσε τους φίλους του και τους γηραιότερους, οι οποίοι θα αποτελούσαν το υλικό για τις εκατοντάδες ιστορίες που έμελλε να μας διηγηθεί. Στην ίδια πλατεία, με το Κοινοτικό Κατάστημα και αργότερα το Δημαρχείο, στα οποία μπαινόβγαινε, σταθερά αποφασισμένος να συνδέσει τη ζωή του με το μέλλον αυτού του τόπου.
Αιμιλία-Αλεξάνδρα Κ. Κρητικού
   Είναι αυτή ακριβώς η πλατεία με το καφενείο του Καρβούνη και την κυρά Μαρία στην οποία έτρεχα για να μου δώσει φιστίκια, ενώ αυτός πηγαινοερχόταν ανάμεσα σε εκείνα τα στρογγυλά, μεταλλικά τραπεζάκια, μιλώντας με όλους. Η πλατεία του Σπύρου Παπαϊωάννου, ο οποίος μού είχε χαρίσει το καλαθάκι για να λέω τα κάλαντα το Πάσχα. Στην πλατεία που γυρνούσα μετά την εκκλησία όπου καθόμουν δίπλα του στο παγκάρι με τον Παπαλέξη. Με ορμητήριο την πλατεία τα καλοκαίρια γυρνάγαμε σε όλα τα πανηγύρια, σε κάθε εκδήλωση, στους Μακρησιώτικους Αύγουστους μιας άλλης πλατείας, σε κάθε ταβέρνα – από την Τσούκα και τη Μάκρη μέχρι το Ροβολιάρι και το Μαυρίλο. Κι εγώ, με ένα κουβερτάκι που είχα πάντοτε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου να αποκοιμιέμαι κατάκοπη. Από την ίδια πλατεία περνούσαμε πηγαίνοντας στη Βίτωλη ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, στη Ρεντίνα του Ταρζάν τον Δεκαπενταύγουστο και στα γύρω χωριά μετά την πρωινή λειτουργία των Χριστουγέννων.

   Σε καθένα από αυτά τα στιγμιότυπα κυρίαρχοι ήταν πάντοτε οι άνθρωποι: οι γηραιότεροι, εναπομείναντες φίλοι του πατέρα του και της μάνας του, οι οποίοι τον βοηθούσαν να ανασυνθέσει το παρελθόν του και την ιστορία του τόπου. Οι συνομήλικοί του, φίλοι παιδικοί και μεταγενέστεροι, με τους οποίους μοιραζόταν το παρόν και φανταζόταν το μέλλον. Για όλους αυτούς μπορούσε να αφηγηθεί με ακρίβεια το γενεαλογικό τους δέντρο, αλλά και ανέκδοτα από τη ζωή τους. Είχε πάντα να πει μια ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, ιστορίες, τις οποίες επαναλάμβανε ξανά και ξανά, σε σημείο που γινόταν κουραστικός. Μνημόνευε σε καθημερινή βάση ανθρώπους που είχαν χαθεί και κρατούσε ζωντανή τη μνήμη τους. Άνθρωποι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ ήταν μόνιμη συντροφιά μας στο οικογενειακό τραπέζι. Όπως κάποιος μιλάει για τα κατορθώματά του ή για τα επιτεύγματα των παιδιών του, ο πατέρας μου μιλούσε για την ιστορία του τόπου και τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν και ζουν εδώ.

  Η ζωή του ήταν τόσο αξεδιάλυτα πλεγμένη με τη ζωή της Μακρακώμης και της ευρύτερης περιοχής που η συμμετοχή στα δημόσια πράγματα έμοιαζε μονόδρομος. Από τότε που με θυμάμαι, ο πατέρας μου ασχολούνταν με τα κοινά. Πάντα υπήρχε ένα συμβούλιο, κάποια εκδήλωση. Θυμάμαι ανθρώπους να τηλεφωνούν ή ακόμα και να έρχονται στο σπίτι για να συζητήσουν τα προβλήματα ή τις ανησυχίες τους για τον τόπο. Μια κατάσταση που όχι μόνο δεν άλλαξε με την εκλογή του ως δημάρχου, αλλά διατηρήθηκε απαράλλαχτη. Ξέρω από τις λίγες φορές που τον επισκέφτηκα στο γραφείο του ότι η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή. Ξέρω ότι τα τηλεφωνήματα στο σπίτι δεν σταμάτησαν. Ξέρω ότι πρόσφερε αμέριστη και έμπρακτη στήριξη σε κάθε σύλλογο, σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των πολιτών αυτού

του τόπου. Ξέρω ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του δήμου. Ξέρω ότι θεωρούσε ύψιστη τιμή το ότι οι συμπολίτες του τον εξέλεξαν δήμαρχο αυτού του τόπου. Και ξέρω ότι ανέλαβε την ευθύνη και την έφερε εις πέρας με ήθος, ακεραιότητα και τιμιότητα. Υπήρξε το επιστέγασμα και το αποκορύφωμα της μακρόχρονης δημόσιας παρουσίας του, η οποία και συνεχίστηκε μέχρι τέλους.

   Ο Κώστας Κρητικός δεν επιθύμησε να απομακρυνθεί από τον τόπο του. Δεν εγκατέλειψε, ουσιαστικά, ποτέ την πλατεία της Μακρακώμης, τον ομφαλό της κοινότητας. Αγάπησε και αυτή και τους ανθρώπους της, έζησε ως ενεργό κομμάτι της καθημερινής ζωής του τόπου, διαφύλαξε με το απαράμιλλο μνημονικό του την ιστορία της περιοχής και υπηρέτησε τη Μακρακώμη από διάφορες θέσεις και με διάφορους τρόπους. Και σήμερα, με την ονοματοθεσία αυτού του δρόμου, τον τιμάτε για άλλη μια φορά, με μια μόνιμη υπόμνηση του ήθους με το οποίο έζησε τη ζωή του στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας. Μια υπόμνηση όχι του αδόκητου χαμού του, αλλά του τι σημαίνει να είναι κανείς καταρχάς πολίτης και κατόπιν δημόσιο πρόσωπο.

Αιμιλία - Αλεξάνδρα Κρητικού

2 σχόλια:

  1. Για σένα άγνωστε/γνωστέ μου άνθρωπε εύχομαι το κάθε τι καλό στο δρόμο σου. Ένα ευχαριστώ για την ιστορία που αφήνεις.
    Ένας συνέλληνας μέσα στο ΜΕΤΡΟ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εγκάρδια ευχαριστώ. Ο καθένας μας ας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τον τόπο του και τους άξιους ανθρώπους του. Αλλάζοντας λίγο τη ρήση του Τζων Κέννεντυ, θα ’λεγα “να μην λέτε τι έκανε η Ελλάδα για σένα, αλλά εσύ τι έκανες για την Ελλάδα”. Να είστε καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή