"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

24/3/21

Ο εθνομάρτυρας Θανάσης Διάκος (Β' Μέρος)

Από την Αλαμάνα στο ηρωικό πάνθεο

 

Συνέχεια από το Α’ μέρος

3. Η προετοιμασία και αρχή της επανάστασης στη Λειβαδιά

    Με συστατικές επιστολές και δύο παλικάρια ο Βασίλης Μπούσγος (1796-1860) έφυγε στις 24 Μαρτίου 1821. Την άλλη μέρα, στο Χρισσό, έδωσε γράμμα στον καπετάνιο Πανουργιά, που ενθουσιάστηκε με την είδηση. Διέταξε το Γιάννη Μπούρα να πάει μαζί του. Πήγαν με φελούκα στο Γαλαξίδι, όπου ο Μπούσγος έδωσε στους άρχοντες γράμματα του Διάκου. Όμως του είπαν ότι : -  Στο Μοριά άρχισε το ντουφέκι από μέρες κι εσείς στη Λειβαδιά κοιμάστε. Από τη Βοστίτσα (το Αίγιο) έρχονται καΐκια και φέρνουν οικογένειες Τούρκων. Εσείς πού πάτε; Θα σας πιάσουν οι Τούρκοι.

   Ο Μπούσγος έκρινε ανώφελο το ταξίδι και με βάρκα γύρισε πίσω προς την Ιτέα. Για να αποφύγει πλοιάρια με Τούρκους απ’ το Αίγιο, προτίμησε το λιμάνι της Δεσφίνας και ανέβηκε στο Χρισσό για τον Πανουργιά. Πήγε ο Γκούρας και στον βρήκε στη Μονή Προφήτη Ηλία. Από ένα προεστό του Χρισσού ζήτησε και πήρε 3 άλογα για να γυρίσει στην Αράχωβα και να μπει νύχτα στη Λειβαδιά.

   Έτσι έγινε και σε δυο ώρες ο Μπούσγος με τα άλλα δυο παλικάρια έφτασαν στην Αράχωβα, όπου ενημέρωσε για τα ευχάριστα νέα τον Ιωάν. Αλεξανδρή, ζητώντας να ετοιμάσει τους ντόπιους για ξεσηκωμό. Άλλαξε άλογα και έφυγε για Λειβαδιά. Πλησίαζαν μεσάνυχτα όταν σταμάτησαν στο Κάτω Χάνι του Ζεμενού για να πιουν λίγο κρασί.

   Από τον χανιτζή κι έναν αγωγιάτη ο Βασίλης Μπούσγος έμαθε για έναν τάταρη ταχυδρόμο (μαζί μ’ έναν αρβανίτη) που πήγε τρεις φορές από τα Σάλωνα στη Λειβαδιά. Αποφασίζει και μαζί με τους άλλους τους σκοτώνουν. Έβγαλαν έξω  τους νεκρούς και αφού πήραν τα όπλα τους και τα γράμματα, έφυγαν γρήγορα για τη Λειβαδιά, όπου έφτασαν το πρωί.

   Ενημέρωσε αμέσως το Διάκο για τα γενόμενα. Μεταξύ άλλων είπε : - Με την ευχή της Πατρίδας έκαμα σεφτέ και το μάτωσα απόψε στο χάνι του Ζεμενού. Να και τα γράμματα που είχαν μαζί τους.

Εμπορικός δρόμος στη Λειβαδιά την Τουρκοκρατία (γκραβούρα)

 

   Με αυτές τις επιστολές, ο βοεβόδας της Λειβαδιάς ειδοποιούσε τους Τούρκους στα Σάλωνα για την επανάσταση στο Μοριά, ώστε να λάβουν μέτρα. Ο Διάκος έπρεπε να ενημερώσει τους προεστούς, όμως ήδη ο βοεβόδας τους είχε καλέσει στο κονάκι[1] του. Ήταν φανερό ότι είχε μάθει για το φόνο στο Ζεμενό.

   Ο Διάκος τους συμβούλεψε να δηλώσουν άγνοια και μαζί τους έστειλε το Μπούσγο με 20 παλικάρια. Αν χρειαζόταν επέμβαση ο Διάκος θα ήταν έτοιμος.

   Ο βοεβόδας τους υποδέχτηκε κι αμέσως αναφέρθηκε στο φόνο, ο οποίος προδόθηκε από έναν Τούρκο (που τυχαία βρέθηκε στο χάνι). Ζήτησε εξηγήσεις από τους προεστούς. Όλοι διέψευσαν την κατηγορία και μάλιστα έδωσαν άλλοθι στο Μπούσγο λέγοντας ότι “δεν έλειψε από εδώ”. Ζήτησαν να έρθει ο Διάκος για το ζήτημα αυτό.

   Έφτασε σε λίγο ο Διάκος με τριάντα παλικάρια. Χαιρέτισε με χαμόγελο όλους και με σεβασμό το βοεβόδα, που τον κάλεσε κοντά του. Στο λόγο του Βοεβόδα ότι “δικοί σου σκοτώνουν βασιλικούς ανθρώπους”, ο Διάκος ψύχραιμος απάντησε “ποιος από τους ανθρώπους μου έκανε κάτι τέτοιο, να τον τιμωρήσω”. Όταν ο βοεβόδας κατονόμασε το Μπούσγο, ο Διάκος απάντησε ότι “είναι ψεύτης όποιος το είπε, ο δε Μπούσγος είναι πρωτοπαλίκαρό μου και χτες κοιμήθηκε στο κονάκι μου”. Τον κάλεσε μέσα και τον έδειξε σε όλους για να βεβαιώσουν ότι είναι αυτός.

   Ο ευκολόπιστος βοεβόδας πείστηκε για την αθωότητα του Μπούσγου και η σύναξη έληξε. Μετά ο Διάκος ξαναγύρισε στο βοεβόδα και του είπε:

- Για να είναι ο τόπος ασφαλής θα χρειαστώ ασκέρι (οπλισμένους άντρες). Βλέπει εκείνος ο αντάρτης ο Λυσσαίος (εννοούσε Οδυσσέας), ο ψυχογιός του Αλή, που έφυγε από δω και με φλουριά εκείνου, μίσθωσε δέκα χιλιάδες κλέφτες απ’ το Μοριά και τη Ρούμελη. Μαζεύει στρατό στη Βοστίτσα (Αίγιο) για να έρθει εδώ. Τότε αλλοίμονό μας. Μπορεί να μίσθωσε ανθρώπους που σκοτώσανε τους Τούρκους στο Ζεμενό κι όχι ο Μπούσγος.

  Ο έξυπνος Διάκος έφερε το φόβο στο βοεβόδα, με το όνομα Οδυσσέας Ανδρούτσος. Τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Είπε στο Διάκο :

- Δεν μπορείς να μαζέψεις ασκέρι από το βιλαέτι για τον αντιμετωπίσεις;

- Μπορώ να βρω πεντέξι χιλιάδες οπλισμένους Έλληνες εκλεκτούς, αλλά χωρίς μπουγιουρντί ποιος θα με ακολουθήσει;

-  Εγώ σου δίνω μπουγιουρντί για να στρατολογήσεις, είπε ο βοεβόδας.

  Αμέσως ετοίμασε και υπέγραψε το χαρτί. Με το τέχνασμα αυτό, ο Θανάσης Διάκος απέδειξε και πολιτική ικανότητα. Εξασφάλισε τα όπλα για τον αγώνα των Ελλήνων.

  Μετά κάλεσε τους προεστούς Λειβαδιάς, Θήβας, Λοκρίδας και τους επισκόπους Αθηνών και Ταλαντίου στο σπίτι του, όπου συμφώνησαν για το ξεκίνημα της επανάστασης.

   Στις 26 Μαρτίου 1821 συνάντησε τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα στη Μονή Οσίου Λουκά. Την επομένη λειτούργησε ο ίδιος ο ιεράρχης, με το καθολικό της Μονής γεμάτο από καλογέρους και τα παλικάρια του Διάκου. Στο τέλος ασπάστηκαν το χέρι του Ησαΐα που “στο ένα χέρι κρατούσε τη σημαία της επανάστασης και με το άλλο ευλογούσε ψάλλοντας το Σώσον κύριε τον λαόν σου”. Το περιστατικό αυτό είναι τελείως αληθινό κι όχι αποτέλεσμα προφορικής παράδοσης, όπως της Αγίας Λαύρας.

   Πριν φύγει ο Διάκος από τη Μονή για τη Λειβαδιά, ανέθεσε σε ομάδα καλογέρων να συλλάβουν τους Τούρκους στο Δίστομο. Έτσι κι έγινε. Ογδόντα καλόγεροι, με τη συνδρομή αρκετών από το χωριό Στείρι, πήγαν στο Δίστομο και συνέλαβαν τον αδερφό του βοεβόδα της Λειβαδιάς και όλους τους Τούρκους. Οι περισσότεροι κρατήθηκαν αιχμάλωτοι στο μοναστήρι.

Κάστρο της Λειβαδιάς και πηγές Έρκυνας

(χαρακτικό H. Belle, 1881)
  Τότε οι Τούρκοι στη Λειβαδιά έμαθαν για την επανάσταση στο Μοριά και στα Σάλωνα. Ο βοεβόδας κατάλαβε το λάθος του. Μαζί με άλλους Τούρκους κλείστηκε στο κάστρο της πόλης, με ομήρους τους άρχοντες Νάκο και Λογοθέτη. Έβαλε αρβανίτες να φυλάνε το σαράι του. Πολλοί Τούρκοι έμειναν στα κονάκια τους ταμπουρωμένοι. Όλοι περίμεναν την επίθεση των Ελλήνων.

   Ο Διάκος δεν βιάστηκε. Ξεσήκωσε τη Δαύλεια και μετά τη Χαιρώνεια (στις 28 Μάρτη). Έστειλε επιστολή στην Αράχωβα για ξεσηκωμό[2], με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Το ίδιο και στην περιοχή Αταλάντης. Η συγκέντρωση των δυνάμεων έγινε στη Μονή Λυκούρεσι, 3 Km στα ΝΑ της Χαιρώνειας, απ’ όπου ξεκίνησαν και στις 29 Μαρτίου ξημέρωσαν στη Λειβαδιά.

  Το σχέδιο του Διάκου ήταν η ολόπλευρη επίθεση με σκοπό την παράδοση των Τούρκων. Κινδύνευαν όμως οι αιχμάλωτοι άρχοντες Νάκος και Λογοθέτης. Όμως ήταν μεγάλο λάθος τους να ζητήσουν από τους ιεράρχες[3] Νεόφυτο και Διονύσιο[4], τη μεσολάβησή τους στο Διάκο, για να ελευθερώσει τον αδελφό του βοεβόδα και να αναβάλει το κίνημα. Μπροστά όμως στον ενθουσιασμό των επαναστατών, αυτοί είπαν στο Διάκο “Εμπρός, ο Θεός μετά σού και ουδείς κατά σού”!

   Ο Διάκος πρότεινε στο βοεβόδα, να ελευθερώσει τους άρχοντες, να παραδώσουν τα άρματά τους και θα φύγουν με ασφάλεια για την Ασία. Το μόνο που δέχτηκε ήταν η ανταλλαγή των αρχόντων με τον αδερφό του, που έγινε.

  Όλη πλέον η Λειβαδιά είχε ξεσηκωθεί. Με τη σημαία του Αγίου Γεωργίου και μερικά παλικάρια ως εμπροσθοφυλακή, ακολουθούσε ο Διάκος με το κυρίως σώμα των επαναστατών. Από αρματολός της Λειβαδιάς, ο Θανάσης Διάκος έγινε η ψυχή της επανάστασης στην ανατολική Ρούμελη.



4.   Ο Διάκος αρχηγός και ελευθερωτής της Λειβαδιάς

    Νύχτα στη Λειβαδιά και από τα σαράγια των αγάδων αρχίζουν οι συμπλοκές. Η βιασύνη μερικών φέρνει τραυματισμούς (όπως π.χ του Μπούσγου). Η αντίσταση κάμπτεται, ενίοτε και με φωτιά σε κάποια σαράγια. Κατά την επίθεση στο σαράι του βοεβόδα, χτυπήθηκε ο Διάκος στο πόδι. Οι αρβανίτες τελικά παραδόθηκαν, με εγγύηση τη ζωή τους. Μία φιλονικία όμως οδήγησε σε αιματοκύλισμα.

  Επόμενος στόχος ήταν οι πολιορκημένοι στο κάστρο και στον Πύργο της Ώρας. Οι πυροβολισμοί ήταν διαρκείς και η επίθεση έγινε από το απόκρημνο μέρος του κάστρου, χωρίς  όμως επιτυχία. Πέρασε άπραγη και η μέρα στις 30 Μαρτίου 1821. Ο άρχοντας Ιωάν. Λογοθέτης μεσολάβησε στους αρβανίτες (φύλαγαν το πρώτο τείχος), οι οποίοι δέχτηκαν να παραδοθούν, και να φύγουν ασφαλείς με τα όπλα τους. Ο βοεβόδας με τους άλλους Τούρκους στο εσωτερικό τείχος, τελικά παραδόθηκαν τα ξημερώματα της 31ης Μαρτίου. Τα όπλα τους τα πήραν οι Έλληνες κι εξοπλίστηκαν, οι δε Οθωμανοί έμειναν ελεύθεροι στην πόλη.

   Οι κλεισμένοι στον πύργο της Ώρας, μετά την παράδοση των άλλων, δεν είχαν άλλη επιλογή και παραδόθηκαν.

   Ξημέρωσε η 1η Απριλίου, με τη Λειβαδιά ελεύθερη και να κυματίζει η σημαία με τον Άγιο Γεώργιο στον πύργο της Ώρας. Κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική πλατεία, όπου ο Θανάσης Διάκος τους μίλησε κι έκλεισε το λόγο του με το δίστιχο του Ρήγα :

Ο σταυρός που όρκισε το Διάκο,

στον Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής

Λειβαδιάς

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή

   Ακολούθησε η ευχαριστήρια δέηση στον Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, όπου χοροστάτησαν οι τρεις ιεράρχες (Ησαΐας, Νεόφυτος, Διονύσιος) και ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου (με τον Άγιο Γεώργιο σε λευκό φόντο και την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Επίσης ανακήρυξαν τη διοίκηση της Ανατολικής Ελλάδας με τους τρεις Κόνσολους (Ν. Νάκο, Ι. Λογοθέτη, Ι. Φίλωνα), που ταυτόχρονα ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης. Αυτοί διόρισαν το Θανάση Διάκο ως “κολονέλο” (στρατιωτικό διοικητή). Ήταν ο άξιος αρχηγός.

   Ακολούθησαν τα χωριά του κάμπου αλλά και τα ορεινά (Αράχωβα, Δίστομο, Δαύλεια, κ.ά.), όπου οι Τούρκοι τα παρέδωσαν στους Έλληνες κι άλλοι - από φόβο - έφυγαν (στο Ζητούνι, Χαλκίδα, κ.α.). Στη Θήβα, που διέθετε ισχυρή αντίσταση (από 800 ένοπλους), στο άκουσμα του ερχομού του Διάκου, οι Τούρκοι έφυγαν στην Εύβοια. Έτσι, από τις 3 Απριλίου 1821 όλη η Βοιωτία ήταν ελεύθερη. Έπρεπε όμως η ελευθερία να διατηρηθεί.

   Στις 7 Απριλίου ο Θανάσης Διάκος έφυγε από τη Λειβαδιά και την επομένη έφτασε στη Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), όπου ο Ιωάν. Δυοβουνιώτης[5] ήδη πολιορκούσε το μεγάλο κάστρο της. Ήρθε κι ο Κομνάς Τράκας (1786-1840) με 200 ακόμα. Η φυσική καλή οχύρωση του κάστρου δεν επέτρεπε την κατάκτησή του. Όμως  η έλλειψη τροφών και νερού, θα ανάγκαζε τους κλεισμένους Τούρκους να παραδοθούν. Όπως και έγινε τελικά.

   Την περίοδο αυτή, οι επαναστάτες Έλληνες κατέστρεψαν το μεγάλο μοναστήρι (τεκέ) των Μπεκτάσηδων και τους έσφαξαν όλους (και τον ηγούμενο). Την ευθύνη επιρρίπτουν στο Διάκο, ενώ υπάρχει και η άλλη άποψη ότι προήλθε από διαταγή των Ιωάννη και Γεωργίου (γιου) Δυοβουνιώτη. Πάντως ήταν ιστορικό λάθος και έγκλημα για μια σημαντική Μονή, που βοηθούσε τους διερχόμενους ανεξαρτήτως θρησκείας και είχε υποσχεθεί να δίνει τρόφιμα στους Έλληνες πολεμιστές, εάν έμενε απείραχτη.

Η Μπουδουνίτσα με το κάστρο της

(χαρακτικό Γερμανού περιηγητή, 1887)


 

5.    Αγωνιστικές προσπάθειες για Λαμία και Υπάτη

  Στις 10 Απριλίου 1821 οι οπλαρχηγοί Θανάσης Διάκος, Ιωάννης Δυοβουνιώτης και Κομνάς Τράκας ήρθαν κοντά στην Αλαμάνα, με σκοπό να χτυπήσουν το Ζητούνι (τη Λαμία) ή το Πατρατζίκι (Υπάτη). Για αναγνώριση των τουρκικών δυνάμεων, ο Κομνάς Τράκας με μικρή δύναμη, πήγε από δυτικά (περιοχή Καλύβια), αλλά έγινε αντιληπτός και κινδύνευσε από το τουρκικό ιππικό. Ήταν φανερό ότι το Ζητούνι είχε σημαντικές δυνάμεις και γι’ αυτό αποφάσισαν να χτυπήσουν το Πατρατζίκι (Υπάτη), που επίσης ήταν σε ισχυρή θέση.

   Τότε ήταν (στις 11 Απριλίου) που ο Διάκος έστειλε στους άρχοντες της Λειβαδιάς ιδιόχειρη επιστολή για βοήθεια. Η αναφορά της στο μπαρούτι από το χωριό Μαυρίλο είναι μοναδική :

 

… μας υποσχέθησαν εις του Μαυρήλου να μας προφθάσουν 80 οκάδες μπαρούτι και σήμερις εστείλαμε τα άσπρα δια να μας την φέρουν. Δια τούτο από αυτού την ίδια ώρα οπού λάβετε το γράμμα μου να φορτώσετε δύο φορτώματα βόλια … Ημείς ξεκινήσαμε δια Πατρατζίκι και με τη δύναμη του Θεού αύριο Τρίτη το βαρούμε …

 

   Πράγματι ανταποκρίθηκαν στα ζητούμενα. Οι ελληνικές δυνάμεις στις 14 Απριλίου συγκεντρώθηκαν στις Κομποτάδες, όπου έγινε πολεμικό συμβούλιο (κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια). Είχε έρθει και ο γερο-Πανουργιάς με 500 άτομα από τα Σάλωνα. Συνολικά ήταν 2.000 ένοπλοι Έλληνες. Κάλεσαν και τον αρματολό Μήτσο Κοντογιάννη, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Άλλες δύο προσπάθειες για να πεισθεί απέβησαν άκαρπες. Έτσι, αποφάσισαν να χτυπήσουν την Υπάτη, χωρίς αυτόν.

   Έμαθαν όμως ότι έρχονται τουρκικές δυνάμεις από τη Θεσσαλία. Απόσπασμα 250 ανδρών με τον Κομνά Τράκα πήγε στη θέση Δερβέν-Φούρκα (το χωριό τώρα λέγεται Καλαμάκι). Στις 16 Απριλίου χτύπησε αιφνιδιαστικά την εμπροσθοφυλακή της τουρκικής δύναμης του Κιοσέ Μεχμέτ (1780-1832). Σκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι και 17 Έλληνες. Οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον Τελεχά μπέη, κλείστηκαν στο ναό του χωριού (Άγ. Νικόλαος), μέχρι το απόγευμα. Τότε η ομάδα Τράκα αποχώρησε στις Κομποτάδες, επειδή έφτανε το κύριο σώμα των Τούρκων.

   Στις 18 Απριλίου 1821 ο Θανάσης Διάκος και οι άλλοι οπλαρχηγοί με 2000 πολεμιστές κινήθηκαν προς το Πατρατζίκι (Υπάτη). Τα πρωτοπαλίκαρα του Κοντογιάννη και ο ανεψιός του Σπύρος Κοντογιάννης συμφώνησαν να πάρουν μέρος, οπότε κι ο γερο-Κοντογιάννης αναγκάστηκε να πάει μέρος τελικά. Οι Τούρκοι κι Αρβανίτες της Υπάτης, περίπου 800 οπλισμένοι οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και σε δρόμους για άμυνα. Ο Κοντογιάννης, με ορμητήριο τη Μονή Αγάθωνα, χτύπησε από τα δυτικά.

   Οι άλλοι, με επικεφαλής το Θανάση Διάκο από τα ανατολικά, ανέτρεψαν τους οχυρωμένους στο Μπογομίλ (ή Βογόμυλοι, που τώρα λέγεται Αργυροχώρι) και μετά από 4ωρη αντίσταση, δέχτηκαν να παραδοθούν[6]. Η νύχτα όμως ανέβαλε την εφαρμογή της παράδοσης και στα μεσάνυχτα φάνηκαν στον κάμπο (το Λειανοκλάδι) οι φωτιές των Τούρκων που μόλις ήρθαν. Η καθυστέρηση του Κοντογιάννη[7] για 8 μέρες, έδωσε το χρόνο να φτάσει η τουρκική δύναμη. Ο αγώνας πήγε χαμένος. Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις έφυγαν πίσω στις Κομποτάδες.

 

Η συνέχεια στο Γ’ μέρος

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κοντά στις πηγές της Έρκυνας (στη σημερινή Κρύα).

[2] Έστειλε στα Σάλωνα 200 άτομα απ’ την Αράχωβα για να βοηθήσουν τον Πανουργιά που είχε πολιορκήσει τους Τούρκους.

[3] Νεόφυτος Μεταξάς (1762-1861), επίσκοπος Ταλαντίου, μετά επίσκοπος Θερμοπυλών και από το  1833 μητροπολίτης Αθηνών. Μαζί με τον Αντώνη Κοντοσόπουλο, απεσταλμένο ξάδελφο του Αθανασίου Διάκου, ηγήθηκε της εξέγερσης της Αταλάντης, η οποία μέσα σε μια μέρα ελευθερώθηκε, στις 31 Μαρτίου 1821.

[4] Ο Διονύσιος Β’  ήταν επίσκοπος Αθηνών, την περίοδο 1820-1823. Φιλικός, με ενεργή συμμετοχή στον αγώνα του ’21. Πέθανε το 1823 από λοιμό.

[5] Είχε 300 ντόπιους ένοπλους και 200 απ’ την Αράχωβα.

[6] δηλ. να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν στο Ζητούνι.

[7] Τις επόμενες μέρες αποσύρθηκε στη Μονή Αγάθωνα, ως μακρινός παρατηρητής του ηρωικού αγώνα της Αλαμάνας. Είχε μετανιώσει που πήρε μέρος στην επίθεση κατά της Υπάτης.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου