"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

16/6/14

Η Γαλατική Εισβολή στη Στερεά Ελλάδα (279-278 π.Χ.)



Θνήσκων Γαλάτης (Μουσείο Καπιπωλίου, Ρώμη)


Η
 αυγή της εποχής των Επιγόνων[1] (280-30 π.Χ.) επεφύλαξε ένα τρομακτικό γεγονός που συνετάραξε την Ελλάδα. Μια πολυπληθής ορδή βαρβάρων Γαλατών πραγματοποίησε μεγάλης κλίμακας επιδρομή με σκοπό την λαφυραγώγηση, αλλά και τη μόνιμη εγκατάσταση μακροπρόθεσμα. Ήταν μια προφανής απειλή για τον ελληνισμό, που είχε να ξαναδεί κάτι παρόμοιο από την εισβολή των Περσών του Ξέρξη, το 480 π.Χ. Η ιστορική συγκυρία μάλιστα ήταν ακόμη πιο δύσκολη, καθώς οι Έλληνες ακολουθούσαν πλέον καθοδική πορεία, εντελώς αντίθετη από την άνθιση αξιών της Κλασσικής εποχής. Παρόλα αυτά βρήκαν το σθένος και τη γενναιότητα να αντιπαρατεθούν στους άγριους Γαλάτες στην κατεξοχήν θέση άμυνας των Ελλήνων, τις Θερμοπύλες.


Γενικότερη κατάσταση – Πρώτες επαφές Ελλήνων και Γαλατών

   Ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα η βόρεια Βαλκανική είχε εποικισθεί από τους Κελτούς (ή Κέλτες), όπως οι Έλληνες ονόμαζαν γενικότερα αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν πολυπληθέστατο έθνος, για την ακρίβεια μια πανσπερμία φύλων, που σύντομα αναγκάστηκαν να αναζητήσουν και πάλι νέα εδάφη εγκατάστασης. Ως λαός ήταν ιδιαίτερα πολεμοχαρής. Μια πρώτη επαφή μαζί τους είχε πραγματοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω διπλωματίας. Οι Κελτοί φοβούμενοι τη δύναμή του συμφώνησαν για ειρηνική γειτνίαση, ακόμη και για στρατιωτική σύμπραξη εάν χρειαζόταν, όσο αυτός θα έλειπε στην Ασία. Αρχικά λοιπόν επέδραμαν κατά Ιλλυρικών και Θρακικών φυλών (Παυσ. Χ.19.5) χωρίς να διακινδυνεύουν ακόμα μια μεγάλη σύγκρουση με τους πιο αξιόμαχους Έλληνες. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου όμως και οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις που ταλάνισαν την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια διέλυσαν αυτή την «λυκοφιλία» και όξυναν τη διάθεση των Κελτών για επιδρομές κατά ελληνικών εδαφών.
Γαλάτης αρχηγός

  Συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάμεις πεζικού και ιππικού, οι Κελτοί χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η πρώτη με αρχηγό τον Κερέθριο θα επέδραμε κατά των Τριβαλλών Θρακών (στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας), η δεύτερη με αρχηγούς τους Βρέννο και Ακιχώριο είχε στόχο την Παιονία (σημερινά Σκόπια) και η Τρίτη υπό τον Βόλγιο θα επιτιθόταν στους Ιλλυριούς και τους Μακεδόνες. (Παυσ. Χ.19.7 Ιουστ. ΚΔ)
   Η κυρίως Ελλάς εκείνη την περίοδο ήταν αποδυναμωμένη σημαντικά. Οι συνεχείς συγκρούσεις των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν προξενήσει μεγάλες υλικές καταστροφές και είχαν στερήσει πολλούς αξιόμαχους άνδρες από την άμυνα της πατρίδας αυτή την δύσκολη στιγμή. Οι μεγάλοι ηγέτες έλειπαν, ενώ όσοι υπήρχαν ήταν απόντες για διαφόρους λόγους (ο Πύρρος της Ηπείρου βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ιταλία και ο Αντίγονος Γονατάς προσπαθούσε να ανακτήσει το μακεδονικό θρόνο). Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός θα αναλάμβανε να ανακόψει πρώτος τη γαλατική επέκταση.


Σύγκρουση με το Μακεδονικό Βασίλειο


    Προσεγγίζοντας ο Βόλγιος τη Μακεδονία από τα δυτικά, είχε ήδη σκορπίσει τον τρόμο. Ο Πτολεμαίος απορρίπτοντας υπεροπτικά και αλαζονικά την πρόταση των Δαρδανών για βοήθεια και την απαίτηση των Γαλατών πληρωμής φόρου για αποφυγή επίθεσης, προετοίμασε το στρατό του. Παρά τις προτροπές των στρατηγών του, βάδισε άμεσα κατά των εισβολέων με ελλιπείς δυνάμεις. Στην άγρια μάχη που ακολούθησε[2] ο Πτολεμαίος όρμησε κατά των Γαλατών, δέχθηκε όμως πολλά τραύματα, ενώ ο ελέφαντας στον οποίο επέβαινε σωριάστηκε στο έδαφος παρασύροντας και τον ίδιο στην πτώση. Οι Γαλάτες τον συνέλαβαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και περιέφεραν το κεφάλι του καρφωμένο σε δόρυ. Ο μακεδονικός στρατός στη θέα αυτή διαλύθηκε και όσοι απέφυγαν τον θάνατο αιχμαλωτίστηκαν. (Ιουστ. ΚΔ)
   Το απόλυτο χάος επικράτησε στη Μακεδονία, καθώς οι επιδρομείς ξεχύθηκαν ανενόχλητοι για λεηλασία της υπαίθρου. Μόνον οι τειχισμένες πόλεις γλύτωσαν, καθώς οι βάρβαροι δεν διέθεταν πολιορκητικές γνώσεις και μέσα. Στο θρόνο ανήλθε ο Μελέαγρος, αδελφός του Πτολεμαίου, ο οποίος μετά από δύο μήνες καθαιρέθηκε, είτε λόγω ανικανότητας, είτε λόγω της συγγένειάς του με τον ολέθριο Πτολεμαίο. Η βασιλεία ανατέθηκε στον Αντίπατρο, όμως ούτε αυτός κατόρθωσε να ανατρέψει την κατάσταση. Εν τέλει ένας ευγενής ονόματι Σωσθένης συσπείρωσε τους Μακεδόνες, συγκέντρωσε δυνάμεις και άρχισε αγώνα κατά των εισβολέων. Η αποφασιστικότητά του έκαμψε τους Γαλάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως έχοντας συγκεντρώσει αρκετά λάφυρα, αποχώρησαν. (Ιουστ. ΚΔ, Βορτσ. Δ.Β.7, Παυσ. Χ.19.7)
   Η πλούσια λεία που απεκόμισε ο Βόλγιος δεν άφησε ασυγκίνητο τον άλλον αρχηγό, το Βρέννο. Αυτός λοιπόν κατάφερε να προσεταιρισθεί τον Ακιχώριο και άλλους Γαλάτες αρχηγούς, ισχυριζόμενος πως τα πλούτη της Ελλάδος είναι αμύθητα και ότι οι Έλληνες είναι εξασθενημένοι και ευάλωτοι. Έτσι συγκέντρωσε μια τεράστια ορδή, την οποία οι αρχαίοι συγγραφείς ανάγουν σε 200 και άνω χιλιάδες[3], χωρίς τον άμαχο πληθυσμό που ακολουθούσε.
   Τα βαρβαρικά στίφη ξεκίνησαν νωρίς την άνοιξη του 278 π.Χ. Ένα τμήμα 20.000 ανδρών υπό τους Λεοννόριο και Λουτάριο αποσπάστηκε και κατευθύνθηκε προς την χώρα των Δαρδανών, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν για τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης προέβαλλε και πάλι αντίσταση και φαίνεται πως εν τέλει ανάγκασε τους Γαλάτες να αναζητήσουν νέα εδάφη. Ο Βρέννος τότε αποφάσισε να κινηθεί προς τους Δελφούς, έχοντας ακούσει πολλά για τα πλούτη τους. Έτσι οι τρομεροί Κέλτες κατήλθαν στη Θεσσαλία χωρίς μεγάλες απώλειες. (Βορτσ. Δ.Β.7)


Συγκέντρωση Ελληνικού στρατού – Άφιξη Γαλατών

   Στο άκουσμα αυτής της είδησης οι καρδιές των Ελλήνων γέμισαν φόβο αλλά και αποφασιστικότητα. Γνώριζαν ήδη για τα δεινά που υπέστησαν οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Παίονες και τόσοι άλλοι από τους άγριους επιδρομείς. Επιπλέον έφθαναν νέες ειδήσεις για φρικαλεότητες σε βάρος των Θεσσαλών. Μπροστά στον κίνδυνο του αφανισμού παραμέρισαν προσωρινά τις διαφορές τους και συνασπίστηκαν. Ο Παυσανίας (Χ.19.12) περιγράφει χαρακτηριστικά πως “υπήρχε λοιπόν κοινή η διάθεση, και στις πόλεις και σε κάθε άνδρα ξεχωριστά, ή να νικήσουν ή να χαθούν”.
Αρχαία ακτογραμμή Μαλιακού Κόλπου
   Ως ιδανικότερη τοποθεσία για αντιμετώπιση της πολυάριθμης Κελτικής ορδής κρίθηκε το στενό των Θερμοπυλών. Από τον καιρό των Μηδικών, η εν λόγω στενωπός είχε διευρυνθεί από τις προσχώσεις του Σπερχειού, παρόλα αυτά είχε ακόμα μικρό πλάτος[4] και προσφερόταν για αμυντικό αγώνα. Οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το σημείο. Οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με βοιωτάρχες τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσανδρο, οι Φωκείς 3.000 πεζούς και 500 ιππείς υπό τους Κριτόβουλο και Αντίοχο, οι Λοκροί, αντίκρυ του νησιού Αταλάντη, 700 άνδρες υπό τον Μειδία, οι δε Μεγαρείς 400 οπλίτες με αρχηγό τον Ιππόνικο. Το δυναμικότερο παρόν δήλωσαν οι Αιτωλοί με περισσότερους από 7.000 οπλίτες, 790 ψιλούς και αδιευκρίνιστο αριθμό ιππέων με στρατηγούς τους Πολύαρχο, Πολύφρονα και Λακράτη. Οι Αθηναίοι, στους οποίους ανετέθη η αρχηγία λόγω ιστορικής δόξας και γοήτρου, διέθεσαν 1.000 πεζούς, 500 ιππείς και όλες τις αξιόμαχες τριήρεις τους, με στρατηγό τον Κάλλιπο, υιό του Μοιροκλέους. Τέλος ο Αντίγονος Γονατάς[5] συνέδραμε με σώμα 500 μισθοφόρων υπό τον Αριστόδημο, ενώ ο Σελευκίδης βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Α’ απέστειλε επίσης 500 άνδρες έχοντας επικεφαλής τον Τελέσαρχο (Παυσ. Χ.20.3-5). Οι Πελοποννήσιοι σκεπτόμενοι κοντόφθαλμα έμειναν αμέτοχοι και οχυρώθηκαν πίσω από τα τείχη του Ισθμού, επαναπαυόμενοι στο γεγονός πως οι Γαλάτες δεν διέθεταν ναυτικό.
   Πληροφορούμενοι οι Έλληνες πως οι Γαλάτες είχαν φτάσει στη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα, έστειλαν όλο το ιππικό τους και απόσπασμα 1000 ελαφρά οπλισμένων να τους εμποδίσουν να διαβούν τον Σπερχειό. Η δύναμη αυτή κατέστρεψε τις γέφυρες του ποταμού και στρατοπέδευσε κοντά στις όχθες του. Ο Βρέννος όμως, αν και βάρβαρος, ήταν και εμπειροπόλεμος και ευρηματικός στρατηγικά. Έτσι φθάνοντας στο Σπερχειό κατέφυγε στο εξής τέχνασμα για να απαλλαγεί από την ελληνική δύναμη απέναντι. Συγκρότησε απόσπασμα από 10.000 άνδρες, τους πιο ψηλούς στο στράτευμα του, άπαντες με κολυμβητικές ικανότητες. Τη δύναμη αυτή την έστειλε να διασχίσει τον ποταμό κοντά στις εκβολές του, εκεί που απλώνεται περισσότερο σχηματίζοντας ελώδεις εκτάσεις, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες. Οι Γαλάτες πέρασαν αθόρυβα από εκείνο το σημείο, χρησιμοποιώντας τις μεγάλες γαλατικές ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι πιο ψηλοί διέσχισαν τα λιμνάζοντα ύδατα περπατώντας. Η ελληνική δύναμη μόλις αντελήφθη αυτή την κίνηση αποχώρησε και ενώθηκε πάλι με τον υπόλοιπο στρατό στις Θερμοπύλες. (Παυσ. Χ,20,6-8)


Συγκρούσεις στις Θερμοπύλες

   Ο Βρέννος ανεμπόδιστος πλέον υποχρέωσε τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής να ξαναφτιάξουν τις γέφυρες. Αυτοί υπάκουσαν χωρίς χρονοτριβή καθώς φοβούνταν και ήθελαν επιπλέον να απαλλαγούν από τους αιμοδιψείς βαρβάρους, που λυμαίνονταν τη γη τους. Περνώντας το Σπερχειό οι Κέλτες κινήθηκαν προς την Ηράκλεια[6] καίγοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας όσους έβρισκαν στους αγρούς. Δεν επεχείρησαν όμως να επιτεθούν κατά της πόλης, η οποία διέθετε ισχυρό τείχος και αποφασισμένη φρουρά ντόπιων και Αιτωλών[7]. Από αυτομόλους πληροφορήθηκαν πως το κυρίως στράτευμα των Ελλήνων βρισκόταν στις Θερμοπύλες. Ο Βρέννος λοιπόν στρατηγικά σκεπτόμενος άφησε την Ηράκλεια και κινήθηκε για την εκπόρθηση των στενών. (Παυσ. Χ.20.9, Βορτσ. Δ.Β.7)
Κέλτες ιππείς
   Την επομένη μέρα μόλις ο ήλιος ανέτειλε, ο Γαλάτης αρχηγός σίγουρος για τον εαυτό του[8], διέταξε επίθεση. Οι άγριοι Κέλτες εφόρμησαν με μανία και περίσσιο θάρρος, χωρίς να διατηρούν καμία συνοχή στην παράταξή τους. Ως πολεμιστές ήταν τρομεροί, οι περισσότεροι ήταν υψηλόσωμοι, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει πως δεν έχαναν την ορμή και το παράλογο μένος τους ούτε όταν δέχονταν πολλά και άσχημα τραύματα από ξίφη και τσεκούρια. Εάν δε πλήττονταν από βέλη ή ακόντια, τα τραβούσαν έξω από τις χαίνουσες πληγές τους και τα έριχναν κατά των Ελλήνων ή τα κρατούσαν χρησιμοποιώντας τα, όσο ακόμα τους έμενε ζωή. Ήταν ελαφρά θωρακισμένοι σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι περισσότεροι μάχονταν γυμνοί ενώ οι ασπίδες τους, αν και μεγαλύτερες, δεν ήταν τόσο ανθεκτικές όσο οι ελληνικές. Οι Έλληνες περίμεναν σιωπηλοί και παρατεταγμένοι με τάξη, την οποία και διατήρησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης. Πίσω από τη γραμμή φάλαγγας των οπλιτών βρίσκονταν ακοντιστές, σφενδονητές και τοξότες που έβαλλαν συνεχώς κατά των εχθρών. Το ιππικό και των δύο πλευρών δεν έλαβε μέρος στη μάχη όχι μόνο λόγω της στενότητος του χώρου, αλλά και επειδή το έδαφος είναι βραχώδες ενώ τα ρυάκια και οι χείμαρροι το κάνουν ολισθηρό σε πολλά σημεία. Μέσα σε όλα αυτά τα τακτικά μειονεκτήματα των Γαλατών προστέθηκε και το ότι οι Αθηναίοι προσέγγισαν με τα πλοία το σημείο της σύγκρουσης, πλέοντας σε λασπώδη νερά, πράγμα άκρως τολμηρό και επικίνδυνο. Από εκεί έπλητταν τους εχθρούς με τοξεύματα και με όποια άλλα εκηβόλα μέσα διέθεταν.
  Η κατάσταση είχε αποβεί αρκετά δυσμενής για τους Γαλάτες, καθώς στριμωγμένοι σε στενό χώρο δε μπορούσαν να πολεμήσουν αποτελεσματικά, ενώ είχαν υποστεί τριπλάσιες και τετραπλάσιες απώλειες απ’ όσες είχαν προκαλέσει. Οι αρχηγοί τους έδωσαν το σύνθημα της υποχώρησης. Η διαταγή εξετελέσθη μέσα σε πλήρη σύγχυση και αταξία, με πολλούς να ποδοπατούνται και άλλους να χάνονται στους λασπώδεις βάλτους, αυξάνοντας σημαντικά τις απώλειες. (Παυσ. Χ,21,1-4)
   Τη μεγαλύτερη γενναιότητα από τους Έλληνες εκείνη την ημέρα επέδειξαν οι Αθηναίοι. Ιδιαιτέρως διεκρίθη ο νεαρός Αθηναίος Κυδίας, ο οποίος πρώτη φορά λάμβανε μέρος σε μάχη, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία του καθώς σκοτώθηκε. Μετά το πέρας της μάχης οι Έλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και σκύλευσαν τα πτώματα των εχθρών. Οι Γαλάτες αντίθετα δεν έστειλαν ούτε καν κήρυκα να ζητήσουν άδεια για ταφή των νεκρών τους, αδιαφορώντας για το αν κείτονται άταφοι ή αν γίνουν τροφή για πτωματοφάγα ζώα. Ο Παυσανίας θεωρεί πως οι Γαλάτες με αυτόν τον τρόπο θέλουν να εκφοβίσουν τους εχθρούς τους και πως δεν νιώθουν οίκτο για τους νεκρούς. Οι ελληνικές απώλειες της μάχης μαρτυρούνται σε 40 άνδρες, ενώ οι γαλατικές δεν διαπιστώθηκαν με ακρίβεια καθώς αρκετοί χάθηκαν στο βούρκο. (Παυσ. Χ.21.4-6)
   Επτά ημέρες αργότερα μια γαλατική δύναμη επεχείρησε να ανεβεί στην Οίτη από μια στενή ατραπό που υπήρχε στην γύρω περιοχή. Σκοπός ήταν να υπερκεράσουν τις θέσεις των Ελλήνων αλλά και να λεηλατήσουν το ιερό της Αθηνάς, που βρισκόταν στο βουνό πάνω από την Ηράκλεια, και το οποίο ήταν πλούσιο σε αναθήματα. Η φύλαξη του περάσματος είχε ανατεθεί στους Φωκείς και στους στρατιώτες του Τελεσάρχου. Στη σύγκρουση που ακολούθησε οι Γαλάτες αναχαιτίσθηκαν, με κόστος όμως τη ζωή του Τελεσάρχου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «άνδρας με μεγαλύτερη προθυμία από οποιονδήποτε άλλον για την άμυνα των Ελλήνων».


     Αντιπερισπασμός των Γαλατών - Καταστροφή του Καλλίου

   Ενώ οι υπόλοιποι Κέλτες αρχηγοί παρακολουθούσαν έκπληκτοι την κατάσταση να έχει φθάσει σε αδιέξοδο, ο Βρέννος σκεπτόταν πως θα μπορούσε να αποσπάσει τους Αιτωλούς από την ελληνική παράταξη. Γνώριζε πως από τους Έλληνες ήταν οι πλέον αξιόμαχοι και η αποχώρησή τους θα αποδυνάμωνε σημαντικά την υπεράσπιση των Θερμοπυλών. Συγκρότησε λοιπόν μια δύναμη 40.000 πεζών και 800 περίπου ιππέων με αρχηγούς τους Ορεστόριο και Κόμβουτι, αναθέτοντάς τους να εισβάλλουν στην Αιτωλία (Παυσ. Χ.22.2). Το απόσπασμα αυτό ξαναπέρασε το Σπερχειό κατευθυνόμενο βόρεια για να μην αντιληφθούν οι Έλληνες των Θερμοπυλών την πραγματική του κατεύθυνση. Προχωρώντας ως την Υπάτη, στράφηκαν νότια και με ολιγοήμερη πορεία έφθασαν στο Κάλλιο[9].

Η Αιτωλία καθισμένη σε γαλατικές
Ασπίδες (νόμισμα των Αιτωλών)
   Το αρχαίο Κάλλιον (ή Καλλίπολις) ήταν μια σημαντική Αιτωλική πόλη. Ήταν χτισμένο δίπλα από το νεότερο χωριό Βελούχοβο[10], σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά του Λιδωρικίου. Υπήρξε κέντρο της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων και από τον 4ο π.Χ. αιώνα απετέλεσε μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Είχε σημαντική στρατηγική σημασία, καθώς βρισκόταν στη δίοδο της κοιλάδας του άνω Δάφνου και στο πέρασμα του «Στενού», το μοναδικό απευθείας δρόμο από την κοιλάδα του Σπερχειού στο εσωτερικό της Αιτωλίας. Σήμερα τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου σκεπάζουν τον χώρο, όπου ήταν κτισμένη η αρχαία πόλη. Εξαίρεση αποτελεί η τοποθεσία της αρχαίας ακρόπολης που βρίσκεται στην ίδια θέση με το λεγόμενο «κάστρο του Βελούχοβου», ακριβώς πάνω στο λόφο δίπλα στο πέρασμα του «Στενού».
   Οι μανιασμένοι Γαλάτες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Κάλλιο και διέπραξαν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο Παυσανίας περιγράφει παραστατικά: «…έσφαξαν κάθε αρσενικό άνθρωπο, και τους γέροντες και τα νήπια που θήλαζαν ακόμα, ενώ όσα από τα νήπια είχαν γίνει με το γάλα παχύτερα οι Γαλάτες τα σκότωναν, έπιναν το αίμα τους και έτρωγαν από το κρέας τους. Οι γυναίκες … έσπευδαν να αυτοκτονήσουν μόλις κυριεύθηκε η πόλη. Όσες τις βρήκαν ζωντανές τις έφεραν σε κάθε είδους εξευτελισμό χρησιμοποιώντας ασυνήθη βία. Όσες γυναίκες έβρισκαν τα ξίφη των Γαλατών αυτοκτονούσαν με αυτά, τις άλλες δεν αργούσε να τις βρει το μοιραίο από την ασιτία και την αϋπνία, γιατί οι ασελγείς βάρβαροι ασχημονούσαν διαρκώς, ο ένας μετά τον άλλον, συνευρίσκονταν και με τις γυναίκες που ξεψυχούσαν αλλά και με κείνες που ήταν ήδη νεκρές». (Χ.22.3-4)
   Δεν αποκλείεται τα περιστατικά κανιβαλισμού να είναι απόρροια της δύσκολης επισιτιστικά κατάστασης στην οποία είχαν επέλθει οι εισβολείς. Ο Ι. Βορτσέλας παραθέτει ότι «η πέριξ (των Θερμοπυλών) χώρα είχε ερημωθεί επιτηδείων…», ενώ η αποτρόπαια συμπεριφορά τους δείχνει και μια τακτική σκοπιμότητα, αφού το κυρίως ζητούμενο του Βρέννου επετεύχθη. Οι Αιτωλοί που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες, πληροφορούμενοι το γεγονός από αγγελιαφόρους, ανεχώρησαν αμέσως διψασμένοι για εκδίκηση και αποφασισμένοι να σώσουν τις άλλες πόλεις τους. Πίσω στην Αιτωλία στρατεύθηκαν όσοι άνδρες βρίσκονταν σε μάχιμη ηλικία, ενώ και οι γέροι πήραν τα όπλα καθώς ο πυρετός της προετοιμασίας και η κρισιμότητα της κατάστασης τους είχε συνεπάρει. Ακόμη και οι γυναίκες λάμβαναν μέρος στην προετοιμασία αφού η επιθυμία τους για εκδίκηση ήταν μεγαλύτερη και από των ανδρών. (Παυσ. Χ.22.5-6)


Επιστροφή Αιτωλών – Εκδίκηση στα «Κοκκάλια»

   Το απόσπασμα του Ορεστορίου και του Κομβούτιδος λεηλάτησε τα σπίτια του Καλλίου, και παραδίδοντας την πόλη στις φλόγες πήρε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Δύναμη Αχαιών οπλιτών από την Πάτρα[11] πρόλαβε τους Γαλάτες κατά την αποχώρησή τους και έσπευσε να συγκρουστεί μαζί τους. Υπέστη όμως αρκετές απώλειες λόγω της μαχητικότητας των Κελτών και λόγω του σημαντικού αριθμητικού μειονεκτήματος τους, ελλείψει και του κυρίως στρατού των Αιτωλών. Αυτοί πάντως, απ’ ότι φαίνεται, δεν χρονοτρίβησαν και επιστρέφοντας τάχιστα κατέλαβαν τάχιστα κάποια στρατηγικά περάσματα. (Παυσ. Χ.22.6, Βορτσ. Δ.Β.7)
Μνημείο στα Κοκκάλια
   Οι εξοργισμένοι Αιτωλοί άρχισαν αμέσως να παρενοχλούν με ασταμάτητες επιθέσεις τους επιδρομείς. Ακροβολίστηκαν σε δύσβατα σημεία κατά μήκος της διαδρομής που ακολουθούσαν οι εισβολείς. Από εκεί έριχναν ακόντια, βέλη και πέτρες με μεγάλη ευστοχία λόγω του πλήθους και της ελλιπούς θωρακίσεως των εχθρών. Όταν οι Γαλάτες τους κατεδίωκαν τρέπονταν σε φυγή, και επέστρεφαν μόλις η καταδίωξη σταματούσε. Η κελτική δύναμη φαίνεται πως αναγκάστηκε να κάνει μεγάλη παράκαμψη προκειμένου να βρει μια ασφαλέστερη δίοδο προς την κοιλάδα του Σπερχειού. Προχωρώντας έφτασε στην τοποθεσία που είναι γνωστή σήμερα ως «Κοκκάλια». Το σημείο αυτό βρίσκεται στο ζυγό που ενώνει το βουνό Οξυά με το Βελούχι, βορειοανατολικά του χωριού Κρίκελλο. Σύμφωνα με την παράδοση πολλοί Γαλάτες βρήκαν τον θάνατο[12] εκεί ώστε λίγα χρόνια αργότερα η γη ήταν πάλλευκη από τα οστά τους. Λέγεται πως μέχρι και στις μέρες μας οι γεωργικές εργασίες αποκαλύπτουν οστά, περικεφαλαίες και όπλα. Στο σημείο υπάρχει μνημείο της μάχης με επιγραφή. Τα «Κοκκάλια» ήταν η άτυπη εκδίκηση για την καταστροφή του Καλλίου, ενώ από την αρχικό σώμα των 40000 ανδρών λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες. (Παυσ. Χ.22.7)



Ο Εφιάλτης ξαναζεί - Αποχώρηση των Ελλήνων, πορεία Γαλατών προς Δελφούς

   Παρόλα αυτά το κυρίως κελτικό στράτευμα παρέμενε προ των Θερμοπυλών. Τη διέξοδο από την τελματωμένη κατάσταση στον Βρέννο έδειξαν οι … Ηρακλειώτες και οι Αινιάνες. Ανέλαβαν να τον οδηγήσουν στα νώτα των Ελλήνων ακολουθώντας την Ανόπαια ατραπό, όπως ακριβώς έπραξε ο Εφιάλτης στα Μηδικά. Πιθανώς έπραξαν έτσι όχι από ανθελληνική διάθεση, αλλά για να απαλλαγούν από τους βαρβάρους που ερήμωναν την γη τους. Ο Βρέννος περιχαρής άφησε στη θέση του τον Ακιχώριο με την ρητή διαταγή να επιτεθεί όταν θα έχουν κυκλώσει τους Έλληνες. Συγκρότησε επίσης σώμα 40.000 ανδρών, επιλεγμένων από τον ίδιο, με τους οποίους θα ανέβαινε την Ανόπαια. Εκείνη την ημέρα στην Οίτη επικρατούσε πυκνή ομίχλη η οποία έκρυψε ακόμη και τον ήλιο, περιορίζοντας σημαντικά την ορατότητα των Φωκέων που φρουρούσαν την ατραπό. Αυτοί δεν αντελήφθησαν τους Γαλάτες παρά μόνον όταν εκείνοι είχαν πλησιάσει αρκετά. Στην επίθεση των βαρβάρων που ακολούθησε οι Φωκείς αμύνθηκαν με γενναιότητα, τελικά όμως αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν. Φρόντισαν όμως να ενημερώσουν τους Έλληνες των Θερμοπυλών για την εξέλιξη αυτή, προτού τους κυκλώσει το απόσπασμα του Βρέννου. Τότε οι Αθηναίοι με τις τριήρεις τους έσπευσαν να περισυλλέξουν τους Έλληνες προτού εγκλωβιστούν. Έτσι το ελληνικό στράτευμα διαλύθηκε και ο καθένας έφυγε προς υπεράσπιση της πατρίδος του. (Παυσ. Χ.22.8-12)
   Εκπορθώντας με αυτόν τον τρόπο τα Στενά ο Βρέννος ξεκίνησε αμέσως προς τους Δελφούς, χωρίς καν να περιμένει τον Ακιχώριο. Ο δεύτερος έχοντας αφήσει ένα τμήμα του στρατού να φρουρεί το στρατόπεδο στην Ηράκλεια, ξεκίνησε να προλάβει τον Βρέννο. Στο άκουσμα της κελτικής προέλασης οι Δελφιείς τρομοκρατήθηκαν και κατέφυγαν στο μαντείο. Προς υπεράσπιση των Δελφών έσπευσαν Φωκείς από όλες τις πόλεις, 400 Λοκροί οπλίτες από την Άμφισσα, ενώ από τους Αιτωλούς αρχικά προσήλθαν λίγοι, αργότερα όμως κατέφθασε δύναμη 1200 ανδρών υπό τον Φιλόμηλο. Οι κύριες και καλύτερες δυνάμεις των Αιτωλών διεξήγαγαν αγώνα δολιοφθοράς, προβαίνοντας σε συχνές επιθέσεις κατά της οπισθοφυλακής και των σκευοφόρων του Ακιχωρίου (Παυσ. Χ.22.13). Αυτός κατά συνέπεια υποχρεώθηκε να προχωρεί με πολύ αργό ρυθμό, γεγονός που είχε καθοριστικές συνέπειες στη συνέχεια.
   Φτάνοντας ο Βρέννος με την δύναμή του στους Δελφούς, προέτεινε σε αξιωματικούς και στρατιώτες να στρατοπεδεύσουν λίγες μέρες στον κάμπο, καθώς η πορεία ήταν κοπιώδης. Οι αρχηγοί Έμανος και Θεσσαλώρος εκφράστηκαν υπέρ της άμεσης επίθεσης, για να μη δοθεί χρόνος στους Έλληνες να οργανωθούν. Οι στρατιώτες όμως είχαν διαχυθεί στο ύπαιθρο και λεηλατούσαν τα εγκαταλελειμμένα χωριά και χωράφια, βρίσκοντας πολλές τροφές. Καταστρατηγώντας κάθε έννοια πειθαρχίας περιφέρονταν μεθυσμένοι και αρνούμενοι να υπακούσουν στις διαταγές των ανωτέρων. Η εξέλιξη αυτή έδωσε πολύτιμο χρόνο στους Έλληνες, ώστε να οργανωθούν καλύτερα και συγκεντρώσουν περισσότερες δυνάμεις. (Ιουστ. ΚΔ’)



Ήττα των Γαλατών στους Δελφούς – Καταστροφική υποχώρηση

   Την επομένη ο Βρέννος μίλησε στους στρατιώτες[13] του προτού σημάνει επίθεση. Τους έδειξε τα χρυσά αγάλματα και τα μεγαλόπρεπα κτήρια των Δελφών και τους προέτρεψε να σπεύσουν να τα αποκτήσουν, εξάπτοντας φανερά τη ληστρική τους διάθεση. Οι βάρβαροι λοιπόν, επηρεασμένοι ακόμα από την μέθη της προηγούμενης ημέρας, επιτέθηκαν μαζικά και ασύντακτα αλλά και με τρομερή ορμή. Οι Έλληνες αντέταξαν ψυχωμένη άμυνα αποκρούοντάς τους και σκοτώνοντας όσους επεχείρησαν να αναρριχηθούν στην κορυφή του όρους, υφιστάμενοι όμως και οι ίδιοι αρκετές απώλειες (Ιουστ. ΚΔ). Οι αρχαίες πηγές παραθέτουν έντονο και το μυθολογικό στοιχείο καθώς - ως λέγεται - υπήρξε και «θεϊκή παρέμβαση» με σεισμούς, αστραπές και κεραυνούς, ενώ υπάρχουν και αναφορές για εμφάνιση υπερφυσικών υπάρξεων, όπως των ηρώων Υπερόχου, Λαοδόκου, Πύρρου και Φυλάκου. Από τους αρκετούς Φωκείς που έπεσαν διεκρίθη ιδιαίτερα ο Αλεξίμαχος. (Παυσ. Χ.23.1-3)
   Με την έλευση της νύχτας επικράτησε δριμύ ψύχος στην περιοχή. Σημειώθηκαν χιονοστρόβιλοι και χαλαζόπτωση εν μέσω θέρους, ενώ πελώριοι βράχοι αποσπώνταν από τον Παρνασσό και κυλώντας καταπλάκωναν πολλούς εχθρούς μαζί. Με την ανατολή του ηλίου οι Έλληνες πραγματοποίησαν επίθεση, εξαιρουμένων των Φωκέων, οι οποίοι γνωρίζοντας άριστα την περιοχή ακολούθησαν κάποια απόκρημνα περάσματα και βρέθηκαν στα νώτα των Κελτών, πλήττοντάς τους άφοβα με βέλη και ακόντια. Αρχικά αυτοί αντιστάθηκαν με γενναιότητα, ειδικά η σωματοφυλακή του Βρέννου, που απαρτιζόταν από άνδρες ψηλούς και σωματώδεις. Βαλλόμενοι όμως πανταχόθεν βρέθηκαν σύντομα σε δεινή θέση. Κάποια στιγμή ο Βρέννος τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε λιπόθυμος εκτός μάχης, γεγονός που έσπασε το ηθικό των Γαλατών. Έτσι άρχισαν να αποχωρούν από την περιοχή σκοτώνοντας τους τραυματίες τους και γενικά όσους ήταν ανήμποροι να ακολουθήσουν, στρατοπεδεύοντας κάθε φορά εκεί που τους έβρισκε η δύση του ηλίου. (Παυσ. Χ.23.4-6)
   Το σκοτάδι που έπεσε επεφύλαξε τον τρόμο και τον όλεθρο στους κυνηγημένους πλέον εισβολείς. Κάποιοι στρατιώτες  κατελήφθησαν από παράνοια και πανικοβλημένοι ισχυρίζονταν πως άκουγαν ποδοβολητό ιππικού και έφοδο εχθρών. Η σύγχυση μεταδόθηκε τάχιστα σε όλο το γαλατικό στρατόπεδο. Οι άνδρες μέσα σε χάος πήραν τα όπλα και άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους στο σκοτάδι. Ανήμποροι να αναγνωρίσουν τους διπλανούς τους, ούτε από τα όπλα, ούτε από τη λαλιά πίστευαν όντως πως οι Έλληνες επιτέθηκαν. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που φυλούσαν τα ζώα τους στα γύρω χωράφια ανέφεραν το γεγονός στους Έλληνες. Έτσι οι Φωκείς οπλισμένοι με θάρρος διενεργούσαν τολμηρότερες επιθέσεις στο εξής. Φρουρούσαν επιπλέον τους οικισμούς τους και προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση όποτε οι Γαλάτες επιχειρούσαν επιδρομές  προς εύρεση τροφών και άλλων αναγκαίων. Σύντομα σημειώθηκε έλλειψη τροφίμων στο εχθρικό στράτευμα. Οι συνολικές απώλειές τους κατά την εκστρατεία στη Φωκίδα ανάγονται σε 6000 από τις μάχες, 10.000 από την νυχτερινή σύγχυση και επίσης 10.000 από την πείνα και το κρύο. (Παυσ. Χ.23.7-10)
   Πληροφορούμενοι από απεσταλμένους τους οι Αθηναίοι τις εξελίξεις και τα δεινά που ενέσκηψαν στους εισβολείς, έστειλαν στρατό για να συνδράμουν στην καταδίωξή τους. Διασχίζοντας τη Βοιωτία ενώθηκαν και με βοιωτικές δυνάμεις. Ακολουθώντας τους υποχωρούντες Γαλάτες έστηναν ενέδρες στα στενά περάσματα και επιτίθονταν στην οπισθοφυλακή τους, σκοτώνοντας τους αργοπορούντες. Ο έτερος Γαλάτης αρχηγός Ακιχώριος κατόρθωσε να ενώσει τη δύναμή του με αυτή του Βρέννου σε μια προσπάθεια να καλύψει την υποχώρησή του. Δεχόμενοι ασταμάτητα επιθέσεις από τους Αιτωλούς πλέον και έχοντας υποστεί τρομερές απώλειες έφθασαν στο στρατόπεδο της Ηράκλειας. Ο Βρέννος τραυματισμένος σοβαρά και φοβούμενος την οργή και την ντροπή των ομοφύλων του για τις συμφορές που τους παρέσυρε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του αφού πρώτα μέθυσε με άκρατο οίνο. (Παυσ. Χ.23.12, Διοδ.22.9)


Επίλογος

   Κλείνοντας την αφήγηση αυτής της δραματικής ιστορίας να αναφέρουμε ότι οι Γαλάτες επεχείρησαν να διαβούν τον Σπερχειό κατά την αποχώρησή τους. Αντίκρισαν όμως συνασπισμένους Μαλιείς και Θεσσαλούς, οι οποίοι διψώντας για εκδίκηση τους επέφεραν άλλο ένα βαρύ πλήγμα (Παυσ. Χ.23.14). Οι περισσότερες αρχαίες πηγές μαρτυρούν πως κανείς εχθρός δεν επέζησε, πράγμα όμως μάλλον αναληθές. Σημασία έχει πως οι Έλληνες πραγματοποίησαν έναν αληθινό άθλο εφάμιλλο των Μηδικών, και μάλιστα υπό σαφέστατα αντιξοότερες συνθήκες. Θα τολμήσουμε να πούμε πως η νικηφόρα έκβαση του πολέμου αυτού είναι μια ακόμη απόδειξη πως οι Έλληνες μεγαλουργούν στις δυσκολίες.
   Όσο για τους Γαλάτες άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην Φθιωτική μας γη με τα ίδια τους τα οστά στην ομώνυμη τοποθεσία. Ο αέρας του Τυμφρηστού μεταφέρει ακόμη αποσπάσματα των τρομακτικών κραυγών τους, αληθινή νέμεση για τους σφαγιασμένους του Καλλίου.

Γεώργιος Κ. Μπαλωμένος


ΠΗΓΕΣ
Παυσανίου: «Ελλάδος Περιήγησις», Εκδοτική Αθηνών, 1981

Ι.Βορτσέλα: «ΦΘΙΩΤΙΣ», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973

Ιουστίνου: «Βιβλίον Ιστορικόν Καλούμενον», Ανέμη: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελ. Σπουδών

Αλεξ. Παραδείση: «Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος», Π. Ευσταθιάδης, 1976

Περ. «Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία», Τεύχος 11, 2006, άρθρο «Γαλάτες στην Ελλάδα»

Διοδώρου Σικελιώτη: «Ιστορική Βιβλιοθήκη», πηγή από Διαδίκτυο.



http://www.culture.gr/ (Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού)



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μετά την μάχη στο Κουροπέδιο (281 π.Χ.) όπου για τελευταία φορά συγκρούστηκαν πρώην στρατηγοί του Αλεξάνδρου (Διάδοχοι) αρχίζει η εποχή των Επιγόνων (δηλ. των απογόνων των Διαδόχων).
[2] Νωρίς την άνοιξη του 279 π.Χ. (Παυσ. “Βοιωτικά-Φωκικά”, Εκδοτική Αθηνών, 1981, σελ. 369, υποσημ. 4 )
[3] Ο Παυσανίας αναφέρει 152000 πεζούς και 22400 ιππείς (ο συνολικός αριθμός των ιππέων ήταν τριπλάσιος συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών) ενώ ο Ιουστίνος 150000 πεζούς και 15000 ιππείς.
[4] Η αρχαία ακτογραμμή υπολογίζεται στο ύψος περίπου της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας.
[5] Ο Αντίγονος ήλθε σε σύγκρουση με τον Σωσθένη, ηττήθηκε όμως και τελικά ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του Σωσθένους, δύο χρόνια αργότερα. (http://el.wikipedia.org/ Λήμμα: Σωσθένης της Μακεδονίας, http://en.wikipedia.org/wiki/Sosthenes_of_Macedon )
[6] Η αρχαία Ηράκλεια βρισκόταν νοτίως της Λαμίας, στα πρώτα υψώματα της Οίτης. Κάποια τμήματα των τειχών της φαίνονται ακολουθώντας την παλαιά εθνική οδό προς Μπράλο.
[7] Η Ηράκλεια είχε ενταχθεί τον προηγούμενο χρόνο στην Αιτωλική Συμπολιτεία. (Παυσ. Χ.20.9)
[8] Προκαλεί εντύπωση στον Παυσανία ότι ο Βρέννος δεν συμβουλεύτηκε κάποιον μάντη ή έστω κάποιον οιωνοσκόπο. (Χ.21.1)
[9] Παυσανίου: Ελλάδος Περιήγησις, “Βοιωτικά-Φωκικά”, Εκδοτική Αθηνών 1981, σελ. 376, σημ. 4
[10] Το 1915 μετονομάσθηκε ξανά σε Κάλλιο, όνομα που διατηρεί έως σήμερα.
[11] Η μόνη αχαϊκή πόλη που συνέδραμε τους Αιτωλούς.
[12] Οι πηγές είναι ασαφείς ως προς το είδος της σύγκρουσης ( μάχη, ενέδρα, περικύκλωση κλπ.).
[13] Ο Ιουστίνος παραδίδει πως ο Βρέννος στους Δελφούς διέθετε 65000 άνδρες ενώ οι Έλληνες 4000.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου