Ένα ιστορικό και
εκκλησιαστικό κειμήλιο
του
Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου, φιλολόγου
|
Ο Επιτάφιος στολισμένος το έτος 2020 |
Ήταν στην Οδησσό της (τότε) Ρωσίας, μια εκκλησία, ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, και
μια μεγάλη Παρασκευή, μετά την επανάσταση του ’17, την ώρα που γινόταν η
περιφορά του Επιταφίου, φτάσαν μπολσεβίκοι στρατιώτες κι αρχίσαν να φοβερίζουν
τους Χριστιανούς και τους Έλληνες, να τους χτυπάνε και να φωνάζουν πως, άμα δε
γυρίσουν πίσω τον Επιτάφιο, θα τους σκοτώσουν όλους και θα κάψουν την εκκλησία.
Ξαφνικά, ο Επιτάφιος πέταξε μια μεγάλη φλόγα, που έφτασε ψηλά στον
ουρανό, κι όλοι τρομοκρατημένοι πέσανε κάτω στο χώμα, μαζί κι οι στρατιώτες. Η
φλόγα κράτησε κάνα δυο τρία λεπτά και οι στρατιώτες, άμα είδανε τέτοιο σημάδι
παράξενο, ξεχάσαν τις τιμωρίες και τις φοβέρες και φύγανε. Ο Επιτάφιος – δόξα
τω Θεώ – δεν έπαθε τίποτα. Ο κόσμος τον πήρε μέσα στην εκκλησία και όλοι
γονατισμένοι συνέχισαν τη θεία ακολουθία.
Εκείνη την εποχή, έτυχε να είναι στην Οδησσό ένα καΐκι ελληνικό που
ξεφόρτωνε διάφορα εφόδια από την Ελλάδα. Ένας παπάς από την Οδησσό, ο
παπα-Ζαχαρίας, που ήταν παρών στα επεισόδια με τους επαναστάτες, επειδή έμαθε
ότι οι μπολσεβίκοι θα κάψουν την εκκλησία και όλα τα ιερά της κειμήλια, μπήκε
το βράδυ μέσα στην εκκλησία και πήρε τον Επιτάφιο και τ’ άλλα χρυσοκέντητα
υφάσματα και τα ’κρυψε όλα βαθιά μες στ’ αμπάρι του καϊκιού.