"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

15/6/14

Αθανάσιος Γ. Παπακυριτσόπουλος (1869-1894)


Όταν ο έρωτας, η πολιτική και η κοινωνία γεννούσε ληστές

Μάχη με ληστές (σχέδιο Sahib, σκίτσο Belle 1874)


Πρόλογος


 Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ολιγόχρονη ιστορία ενός νέου ανθρώπου από καλή και ευκατάστατη οικογένεια, που αδικήθηκε πολύ. Από τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά του και τη νεανική επιπόλαιη αντίδρασή του ήρθε η δίωξη και εξοντωτική φυλάκισή του, κυρίως από τους ισχυρούς τότε κομματάρχες του τόπου. Κινδύνεψε να εξοντωθεί μέσα στη φυλακή από μπράβους. Έμαθε για το θάνατο του πατέρα του στη φυλακή, όπου αναίτια βρέθηκε. Δραπέτευσε ενεργώντας από φυσική άμυνα, αλλά χαρακτηρίστηκε φυγόποινος και μετά ληστής.

  Έχοντας σημαντική πατρική περιουσία δε λήστεψε κανένα. Η κοινωνική αδικία που αισθανόταν ζητούσε ικανοποίηση. Η εκδίκηση με την προσωπική τιμωρία δύο ανθρώπων που του έκαναν κακό, ήταν το μοναδικό ζητούμενο γι’  αυτόν. Απ’ το κράτος χαρακτηρίστηκε ληστής, αλλά για τους ανθρώπους του τόπου τούτου ήταν άκακο παλικάρι.
  Έκανε δύο προσπάθειες για τη λύτρωσή του. Συνέλαβε έναν από τους εχθρούς του για εκδίκηση, αλλά τελικά τον άφησε ελεύθερο, δεσμευμένος από τον ανθρωπισμό και τις αρχές του.  Η άλλη προσπάθεια για επιστροφή στη νόμιμη κοινωνική ζωή, μέσω της παροχής αμνηστίας, έφερε το θάνατο τόσο στον ίδιο, αλλά και στους δικαστές Ροζάκη και Αγγελή, από τα αποσπάσματα της χωροφυλακής.
  Το υλικό αυτό προήλθε από την εφημερίδα "Η ΕΠΑΡΧΙΑ"[1] , του 1935. Το κείμενο έχει διαφοροποιηθεί σε όσο γινόταν περιορισμένο βαθμό και εμπλουτιστεί με επιπλέον στοιχεία, όπου αυτό ήταν εφικτό. Η προσθήκη στοιχείων από το βιβλίο του Όμηρου Αθηναίου «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα, εμπλούτισε κάποια σημεία αυτής της προσπάθειας. Από τη θέση αυτή εκφράζω ευχαριστίες στο φίλο Γεώργιο Δημητρίου, δημοσιογράφο-ερευνητή, για τη βοήθειά του. Επίσης είναι σημαντική η συμβολή των γερόντων-κατοίκων του χωριού Αμούρι, που κατέθεσαν τις μνήμες τους, σε σημαντικές λεπτομέρειες των γεγονότων. Η μεσολάβηση του καλού φίλου κ. Νικ. Ταγκούλη, για φωτογράφηση των σπιτιών των πρωταγωνιστών της ιστορίας με βοήθησε πολύ. Σε όλους οφείλω θερμές ευχαριστίες.
 Η αξία της ιστορίας αυτής είναι πολλαπλή, εφόσον :
1. Ο χώρος που εκτυλίχθηκε είναι η ακριτική μέχρι το 1881 Φθιώτιδα, μια περιοχή της Στερεάς Ελλάδας που το φαινόμενο της ληστείας πήρε μεγίστη έκταση.
2. Παράλληλα με την προσωπική ιστορία του Θανάση Παπακυριτσόπουλου, αναδεικνύονται οι κοινωνικές – πολιτικές και οικονομικές συνθήκες των τελευταίων 10ετιών του 19ου αιώνα.
3. Φαίνεται η έκταση του φαινομένου της ληστείας και κάποιες από τις αιτίες που οδηγούσαν τους ανθρώπους στην παρανομία, στο βουνό, στο χαρακτηρισμό και στη ζωή του ληστή.
4. Τα γεγονότα οδηγούν σε εύκολα συμπεράσματα για την πραγματική αλήθεια, σχετικά με το θάνατο των δύο δικαστών Ροζάκη και Αγγελή.
5. Επιτρέπουν την - κατά το δυνατό - αποκατάσταση της οικογένειας Παπακυριτσόπουλου και τον αποχαρακτηρισμό του Θανάση Παπακυριτσόπουλου ως ληστή, εφόσον κατατρυχόταν άδικα από τους τότε ισχυρούς του τόπου του (πλούσιους και κομματάρχες).


Εισαγωγή


 Το όνομα Παπακυριτσόπουλος (ή Παπακυριτζόπουλος) έχει μακρά διάρκεια στο Αμούρι. Μετά το 1837, ο παππούς του πρωταγωνιστή της ιστορίας αυτής, επίσης Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος (1809-;), μαζί με τους Γεώργιο και Νικόλαο Μερεντίτη, Δημήτριο και Τριαντάφυλλο Χριστίδη, κ.ά., αγόρασαν μεγάλα κτήματα[2] από Τούρκους οι οποίοι κατείχαν το μισό τσιφλίκι που περιλάμβανε το Αμούρι. 
  Όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα εκλογικού καταλόγου του 1879, οι περισσότεροι κάτοικοι του Αμουρίου είναι γηγενείς, αφού μερικές οικογένειες έχουν ιστορία[3] τριών αιώνων όπως Παπακυριτσόπουλος, Ταγκούλης, Αλαμπάνος, κλπ.



  Ο Αθανάσιος ήταν γιος του Γεωργίου Παπακυριτσόπουλου (1832-1889), δικηγόρου[4] για μια 10ετία στη Λαμία. Ήταν και συμβολαιογράφος με έδρα την Υπάτη. Ο Γεώργιος Παπακυριτσόπουλος ήταν επίσης από τους μεγαλύτερους κτηματίες, κατέχοντας πλέον των 3.000 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης. Είχε διατελέσει κατ’ επανάληψιν δήμαρχος του τέως Δήμου Παραχελωιτών[5] με έδρα το Λιανοκλάδι (έτσι ονομαζόταν τότε ο σημερινός Δήμος Λιανοκλαδίου).
  Η προέλευση του επωνύμου της οικογένειας είναι εκκλησιαστική, δηλ. υπήρξε παπάς στην οικογένεια. Πράγματι, το 1836 ο τότε επίσκοπος Ζητουνίου Ιάκωβος Παπαγεωργίου όρισε για την ενορία[6] του χωρίου Αμουρίου, τον πρεσβύτερο Δημήτριο παπα-Κυριτζόπουλο.

Το πατρικό σπίτι του Αθαν. Παπακυριτσόπουλου όπως είναι σήμερα. Αρχικά ήταν διώροφο. Εγκαταλειμμένο για χρόνια, το έτος 1974 έπεσε το  μπαλκόνι του και το μετέτρεψαν σε ισόγειο. Πουλήθηκε και κατοικείται. (φωτ. Κ.Α.Μ., στις 23-9-2008)


1. Η ιστορία -  Τα χρόνια της εφηβείας


 Ο Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος γεννήθηκε το 1869 στο Αμούρι. Σε ηλικία 16 ετών τελείωσε τις γυμνασιακές[7] σπουδές και το Γυμνάσιο της Λαμίας και γράφτηκε στην προπαρασκευαστική σχολή υπαξιωματικών Κέρκυρας.
 Στην Κέρκυρα και μέσα στο αλυτρωτικό κλίμα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μετά από συζητήσεις με άλλους δέκα συμφοιτητές του στη σχολή, σχημάτισαν ομάδα με το φιλόδοξο σκοπό να περάσουν απέναντι στην Ήπειρο, για επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Ελλάδα. Η προσπάθεια αυτή οργανώθηκε και βρέθηκε ο κατάλληλος οπλισμός για 10-20 άνδρες. Οι δραστηριότητες όμως απεκαλύφθησαν και όλοι επανήλθαν στις υποχρεώσεις της σχολής. Τιμωρήθηκαν μόνο πειθαρχικώς[8].
 Μετά από διετή φοίτηση εξήλθε με το βαθμό του λοχία του πυροβολικού και τοποθετήθηκε στο Σύνταγμα των Αθηνών, το έτος 1887.
 Την περίοδο εκείνη είχε οργανωθεί μια συνομωσία από το Κόμμα του Δεληγιάννη, κατά της ζωής του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, που είχε ως απώτερο σκοπό την εκθρόνιση του βασιλιά. Η δυσαρέσκεια των υπαξιωματικών προπαρασκευαζόταν με την υπογραφή ενός σχετικού πρωτοκόλλου (δηλ. εγγράφου διαμαρτυρίας). Ο Αθαν. Παπακυριτσόπουλος έλαβε γνώση αυτού του πρωτοκόλλου, όταν κάποιοι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον μυήσουν. Αρνήθηκε, έβρισε τους κινηματίες, αλλά και ειδοποίησε τις αρχές για το σχεδιαζόμενο κίνημα, που προμήνυε μεγάλη συμφορά για την Ελλάδα, καθώς θα οδηγούσε σε αλληλοσπαραγμό και αναρχία. Το κίνημα κατεστάλη στη γένεσή του. Ο Αθαν. Παπακυριτσόπουλος με τη στάση του αυτή έσωσε πιθανά τη ζωή του Χαρ. Τρικούπη και γλίτωσε τη χώρα από πολλά δεινά (εθνικό διχασμό).
  Ήταν όμως νέος και αγάπησε, όπως στα 18 τους χρόνια αγαπούσαν τα παλικάρια της εποχής εκείνης. Στο Αμούρι, πριν ακόμα φύγει για τη σχολή της Κέρκυρας, ερωτεύτηκε την Ελένη, μοναχοκόρη του Αναγνώστη Τραγουδάρα[9], πολιτευόμενου τότε και ισχυρού κομματάρχη, με αρκετή κτηματική  περιουσία στο Αμούρι. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν στάθηκε η αιτία να χαρακτηριστεί αργότερα ληστής, να καταδικαστεί άδικα, να γίνει φυγόποινος στα βουνά και να αποζητά την αμνηστία, για κακό που δεν έκανε, επιδιώκοντας να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία.
 Ο Αθανάσιος έφυγε από το Αμούρι με θλίψη, που κορυφώθηκε όταν έμαθε ότι η νέα των ονείρων του, που πήρε το νου και λογισμό του, θα παντρευόταν άλλον και μάλιστα με το γιο της αντίπαλης πολιτικά οικογένειας.


2.  Η απερίσκεπτη απαγωγή – Η φυλάκιση


 Τον έρωτα του Παπακυριτσόπουλου φαίνεται ότι γνώριζε όλη η οικογένεια του Τραγουδάρα και ίσως δεν ήταν μονομερής ο έρωτάς του. Η Ελένη, αλλά και η μητέρα της ήθελαν το Θανάση για γαμπρό τους. Ίσως δε ο Τραγουδάρας να είχε κάτι υποσχεθεί στον Παπακυριτσόπουλο ή αφήσει να εννοηθεί, βλέποντας με χαρά τον έρωτα των δύο νέων. Φαίνεται τέλος ότι στον καφενέ του Αμουρίου χτυπώντας του την πλάτη ο Τραγουδάρας του είπε κάποτε:
- Τέτοια νιάτα χαρά στην που θα τα χαρεί … Τέτοια παλικάρια, χαρά στους πεθερούς. Τέτοιοι νέοι, χαρά στα κορίτσια. Είσαι μικρός όμως ακόμα.
 Ήταν τότε μόλις 16 χρονών παιδί και φυσικά δεν είχε καιρό για γάμο. Αν ο Τραγουδάρας δεν ήξερε και δεν είχε ευνοήσει τον έρωτα των δύο νέων και, προπαντός, αν δεν είχε δώσει κάποια υπόσχεση, πώς τότε δικαιολογούνται οι φόβοι του; Επίσης για ποιο λόγο έπαιρνε προφυλακτικά μέτρα και γιατί εκλιπαρούσε την οικογένεια του νέου να τον καθησυχάσουν; Εξάλλου γιατί του υποσχέθηκε ότι θα τον έκανε γαμπρό του;
 Ο Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος γύρισε θλιμμένος στο χωριό, ενώ σκεφτόταν «Παντρεύουν την αγάπη μου». Τι ήρθε να κάνει; Κανείς δεν ήξερε Υποπτεύονταν όμως όλοι το μεγάλο του έρωτα, το μεγάλο του πόνο και εκτιμούσαν πολύ το χαρακτήρα του και τη λεβεντιά του.
 Μια μέρα που είδε την Ελένη να βγαίνει περίπατο, της ζήτησε να πάνε βόλτα με το άλογο. Την ανέβασε στο άλογό του και πήγανε προς το βουνό (την Οίτη) επάνω απ’ τον Άη Γιάννη. Στο δρόμο και από τα χωριά τους είδαν πολλοί χωρικοί, που είχαν καταλάβει το δεσμό τους και όλοι του φώναζαν:
- Καλορίζικα Θανάση. Άει καλά στέφανα. Να ζήσετε.


Η οικία Τραγουδάρα, που μετά έγινε οικία Σπύρου Τράκα στο Αμούρι
(φωτ. Κ.Α.Μ., στις 23-9-2008)
   Ο απαγωγέας όμως δεν ήταν ένας χυδαίος άνθρωπος. Ήταν ιππότης κι έτσι μετά  επέστρεψαν και την άφησε στο χωριό, εφαρμόζοντας πιστά όσα του είχε πει η μάνα του, που πρέπει να ήξερε για την κίνησή του αυτή : «το κορίτσι δεν θα το πειράξεις και θα την αφήσεις πάλι ελεύθερη».. Η προφορική παράδοση και η υπάρχουσα ισχυρή μνήμη αναφέρει ότι οι δύο «συμπεθέρες» η μητέρα Τραγουδάρα και η μητέρα Παπακυριτσόπουλου ήθελαν αυτό το γάμο, χωρίς να ρωτήσουν τους άντρες τους. Είναι όμως φανερό ότι ο πατέρας Τραγουδάρας είχε συμφωνήσει με το Σπύρο Τράκα για το γάμο του με την Ελένη.
 Εναντίον του Θανάση υπεβλήθη μήνυση για βίαιη απαγωγή. Να θυμίσουμε ότι οι πολιτευτές και βουλευτές στα χρόνια εκείνα ήταν πανίσχυροι. Τους αστυνομικούς, τις διοικητικές αρχές, ακόμα και τους δικαστές[10] τους διόριζαν και απέλυαν αυθημερόν.
 Για να στερήσουν τα μέσα της υπεράσπισης του απαγωγέα Παπακυριτσόπουλου, οι αρχές φυλάκισαν και τον πατέρα Παπακυριτσόπουλο, ως οφειλέτη του Δημοσίου!
 Η δίκη έγινε και ο απαγωγέας καταδικάστηκε στην ανώτερη ποινή : σε φυλάκιση πέντε ετών! Γιος και πατέρας στις φυλακές. Ο γιος για την απαγωγή στις ποινικές φυλακές  και ο πατέρας στις πολιτικές φυλακές[11], που ήταν στην οικία του Θ. Λεβαδίτου[12]. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας πέθανε.


3.  Η απόδραση – Θάνατος του πατέρα του


  Ο Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος έφερε βαριά την καταδίκη του. Δεν είχε κάνει τόσο κακό για να του στοιχίσει πέντε χρόνια φυλακή
  Η εξήγηση για τους αναγνώστες είναι απλή. Στα χρόνια εκείνα όλα τα δημόσια λειτουργήματα ήταν όργανα του κρατούντος πολιτικού κόμματος. Οι έφοροι, οι ταμίες, οι καθηγητές, οι δάσκαλοι, οι αστυνόμοι, οι νομάρχες, κλπ., ήταν όλοι  υπηρέτες του κόμματος εξουσίας. Οι δικαστές επίσης, δεν είχαν την νομοθετημένη αυτοτέλεια, που ευτυχώς απέκτησαν τα επόμενα χρόνια. Τότε, διορίζονταν και απολύονταν, όπως ο τελευταίος χωροφύλακας ή ο τελευταίος κλητήρας του κράτους, εφόσον δεν υπήρχε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.


Το κτίριο των φυλακών Λαμίας (ιδιοκτησίας Κ. Γραμμάτου).
Βρισκόταν στη ΝΑ γωνία  των οδών Καποδιστρίου και Παπακυριαζή.


 Είναι γνωστό δε ότι όσο μια λογική τιμωρία επανορθώνει την αδικία και συνετίζει, τόσο μια άδικη και αυστηρή τιμωρία οδηγεί εκτός εαυτού τον τιμωρούμενο, αυξάνει την  οργή του και καλλιεργεί το μίσος εναντίον της κοινωνίας και ιδίως εναντίον του αντιπάλου του.
 Έτσι, από τη μέρα που μπήκε στη φυλακή ο Παπακυριτσόπουλος δεν είχε άλλη σκέψη από την απόδραση και την τιμωρία των άδικων διωκτών του. Η απόφασή του αυτή ενισχύθηκε από διάφορα γεγονότα που έγιναν μέσα στη φυλακή, όπου οι συγκρατούμενοι – φίλοι του αντίπαλου κόμματος τον υποδέχτηκαν με εχθρικές διαθέσεις.
 Κρατούνταν τότε στις φυλακές[13] οι Περεβός, Περιστεράκης, κ.ά. μπράβοι του κόμματος, οι οποίοι είτε από δική τους  πρωτοβουλία, είτε μετά από υπόδειξη όσων δίωκαν τον Παπακυριτσόπουλο, επιχείρησαν να τον ξεκάνουν μέσα στη φυλακή. Μάλιστα μια μέρα έγινε αληθινή μάχη με μαχαίρια και κουμπούρια.  
 Έτσι αποφάσισε να δραπετεύσει, πράγμα καθόλου δύσκολο για έναν αποφασισμένο κρατούμενο, ειδικά τα χρόνια εκείνα, με άθλια κτίρια και ελλιπή φύλαξη. Μια νύχτα λοιπόν ο Παπακυριτσόπουλος δραπέτευσε, ο δε φρουρός που τον αντελήφθη, αφοπλίστηκε και αιχμαλωτίστηκε εύκολα (μετά βέβαια απολύθηκε από τη θέση του). Σε λίγες ώρες ήταν ελεύθερος και ασφαλής στο βουνό.
 Οι συγγενείς του, όταν πληροφορήθηκαν τη δραπέτευσή του, πήγαν και τον συνάντησαν. Του μίλησαν, τον παρακάλεσαν, τον απείλησαν, του υπέδειξαν τους κινδύνους που διέτρεχε όλη η οικογένειά του. Τελικά τον έπεισαν να διαφύγει στο εξωτερικό. Δεν ήταν όμως γραφτό να γίνει. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ώσπου να δραπετεύσει στο εξωτερικό, του αναγγέλθηκε ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του στη φυλακή.
 Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν πολλά και αναπάντητα. Πώς και τι έγινε; Γιατί πέθανε; Ήταν τυχαίος ο θάνατός του; Προήλθε από συγκοπή της καρδιάς του; Ο Παπακυριτσόπουλος όμως δεν ήταν καρδιακός. Μήπως δηλητηριάστηκε από αντιπάλους του γιου του; Αυτό κοινολογήθηκε. Όλοι τότε έτσι πίστευαν, ο δε γιος Παπακυριτσόπουλος όταν θυμήθηκε πόσο κι ο ίδιος κινδύνευσε στη φυλακή, το πίστεψε απόλυτα. Ήταν βέβαιος ότι ο πατέρας του έπεσε θύμα των εχθρών του.
 Τότε λοιπόν είπε «δε φεύγω για την Αμερική». Θα μείνω να εκδικηθώ. Κι έμεινε.


4.  Ο ασύλληπτος και άκακος ληστής


 Ελεύθερος πλέον δεν πήρε τα βουνά να γίνει ληστής, όπως έκαναν οι άλλοι. Δεν φιλοδόξησε να γίνει βασιλιάς των ορέων. Δεν πέρασε απ’ το νου του τέτοια ιδέα. Δραπέτευσε από τις φυλακές γιατί αισθανόταν ότι καταδικάσθηκε άδικα. Αν καταδικαζόταν σε τρεις ή πέντε μήνες φυλάκιση, όπως καταδικάζονταν τα επόμενα χρόνια ή και σήμερα οι απαγωγείς, θα εξέτιε την ποινή του ήσυχα και θα επέστρεφε ως καλός πολίτης και στρατιώτης. Ήταν γενναίος, έξυπνος με ευγενή και πατριωτικά αισθήματα, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σ’ έναν ήρωα του πολέμου του 1897, με προαγωγές σε ανώτερους βαθμούς, όπως άλλοι συνάδελφοί του από τη σχολή. Έτσι ούτε η ληστοκρατία θα ενισχυόταν με καλά παλικάρια, ούτε δικαστές (όπως οι Ροζάκης και Αγγελής) θα έβρισκαν τραγικό θάνατο μεταξύ ληστών, από τις σφαίρες του επίσημου κράτους.


Ο Παπακυριτσόπουλος σε νεαρή ηλικία,
όταν ήταν απόφοιτος του Γυμνασίου.
  Ο Παπακυριτσόπουλος λοιπόν δεν πήρε τα βουνά. Κρυβόταν σε φιλικά σπίτια μέσα στη Λαμία και στα χωριά. Όπου πανηγύρι εκεί κι ο Παπακυριτσόπουλος. Πρώτος στο γλέντι, πρώτος στο χορό, στις αυλές των σχολείων, στα προαύλια των εκκλησιών, καταμεσής στις πλατείες έσερνε πρώτος το χορό, άφοβος κι απτόητος. Δεν είχε τίποτα στο παθητικό του. Η συνείδησή του δεν επιβαρυνόταν από καμία κακή πράξη. Γι’  αυτό πολλές φορές  και τα αποσπάσματα «του έκαναν πλάτες».
 Οι γονείς του (δηλ. η μητέρα του) του έστελναν άφθονα χρήματα, για να μην αναγκαστεί να διαπράξει καμιά ληστεία, για να συντηρείται, αλλά αυτός βοηθούσε φτωχούς ανθρώπους[14]. Έτσι έγινε αγαπητός σ’ ολόκληρη την περιφέρεια. Δεν τον πρόδωσε ποτέ κανείς. Στα χωριά τον υποδέχονταν, όπως στην Τουρκοκρατία οι ραγιάδες υποδέχονταν τους Κλέφτες.
 Δεν τον έβλεπαν σαν ληστή. Τον έβλεπαν σαν ένα μυθικό ήρωα. Μπαίνοντας σ’  ένα χωριό δεν τον φοβόταν κανένας, εκτός των δύο οικογενειών Τράκα[15] και Τραγουδάρα. Αντίθετα όλοι τον αγαπούσαν και προθυμοποιούνταν ποιος θα τον φιλοξενήσει πρώτος στο σπίτι του. Ακόμα και τα αποσπάσματα, όπως προαναφέρθηκε, δεν τον καταδίωκαν. Πολλοί συνάδελφοί του υπαξιωματικοί της σχολής αρνήθηκαν να τεθούν επικεφαλής αποσπάσματος για την εξόντωσή του.
 Έτσι ο Παπακυριτσόπουλος έγινε ο ασύλληπτος ήρωας , με τον οποίο ο τύπος των Αθηνών ασχολείτο καθημερινά, εφόσον η ληστογραφία ήταν η απαραίτητη είδηση. Στον τύπο της εποχής εκείνης, τα επιστημονικά άρθρα, οι μελέτες, η φιλολογία και οι καλές τέχνες είχαν ελάχιστη θέση στις στήλες των εφημερίδων. Το κοινό διψούσε για ληστρικά αναγνώσματα και ήταν τα μόνα χειρόγραφα που έβριθαν στα γραφεία των εφημερίδων, τα μόνα που πληρώνονταν και που ζητούσε το αναγνωστικό κοινό της κατά τα άλλα ρομαντικής εποχής της Ελλάδας.
 Τα έργα και οι ημέρες των ληστών αποτελούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ειδησεολογία των εφημερίδων. Το ίδιο συνέβαινε στα άρθρα και στα χρονογραφήματα. Έτσι ο Παπακυριτσόπουλος έδωσε άφθονη τροφή στις εφημερίδες, οι οποίες στο πρόσωπό του ασκούσαν την αντιπολίτευσή τους. Είχε γίνει ο άνθρωπος[16] της ημέρας.
 Η κυβέρνηση πιεζόμενη και από την αντιπολίτευση, η οποία έφερε το ζήτημα στη Βουλή με επανειλημμένες επερωτήσεις, κάλεσε εθελοντές για τη δίωξη του Παπακυριτσόπουλου. Κατατάχτηκαν 2.000 εύζωνοι, οι οποίοι πλημμύρισαν τα βουνά και βασάνιζαν κυριολεκτικά τους χωρικούς, τους οποίους έδερναν και μετέφεραν κατά εκατοντάδες στα κρατητήρια και στις φυλακές ως ληστοτρόφους.


5.  Η βοήθεια Παπακυριτσόπουλου στον Τσουλή


 Ο Παπακυριτσόπουλος έβλεπε ότι ήταν αδύνατο να παραμείνει περισσότερο στην περιφέρεια. Η ανάγκη και η πίεση των συγγενών, τους οποίους οδηγούσαν σε εκτόπιση, τον ανάγκασε να αποφασίσει οριστικά τον εκπατρισμό του. Την εποχή εκείνη είχε γίνει η ληστεία της Πέτρας[17] από το λήσταρχο Τσουλή και κατά τη συμπλοκή στη Γούρα, τραυματίστηκε ο Τσουλής.
 Φοβισμένος και χωρίς συντρόφους ο τραυματισμένος Τσουλής ζήτησε την προστασία του Παπακυριτσόπουλου.
- Αδελφέ, του παράγγειλε, είμαι λαβωμένος βαριά. Θέλω να με βοηθήσεις όσο να γίνω καλά. Θα σου χρωστώ τη ζωή μου.
 Ο Παπακυριτσόπουλος, οδηγούμενος από φιλάνθρωπα  αισθήματα μόνον, αποφάσισε όχι μόνο να κάνει συντροφιά στο ληστή, αλλά και να τον βοηθήσει. Πήγε λοιπόν και τον βρήκε, με απόφαση να μείνει μαζί του, έως ότου γιατρευτεί ο Τσουλής. Μετά, με την πρώτη ευκαιρία ήθελε να φύγει για την Αμερική.
 Όταν έγινε καλά ο Τσουλής, η πρώτη του σκέψη ήταν να κρατήσει κοντά του τον Παπακυριτσόπουλο. Εκείνος όμως του είχε πει :
- Σα γίνεις καλά, σε αφήνω καπετάνιο.
- Γιατί βγήκες στο κλαρί Θανάση, τον ρώτησε.
- Μα δε βγήκα. Μ’  έβγαλαν.
- Ναι, αλλά να κάτσεις, βρε Θανάση, να εκδικηθείς. Εκδικήθηκες;
- Όχι.
- Αμ’  τότε τι κάνεις; Θα καθίσεις μαζί μου. Θα κάνουμε συντροφιά   να εκδικηθείς πρώτα κι ύστερα να πας στο καλό.
 Ο Παπακυριτσόπουλος με το μίσος να ξεχειλίζει μέσα του, έμεινε συντροφιά με τον Τσουλή, πριν φύγει για την Αμερική.


6.  Το αταίριαστο δίδυμο


 Χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά ο ίδιος και χωρίς να το περιμένει, ο Παπακυριτσόπουλος έγινε ληστής και μάλιστα συντροφιά με το πλέον ανθρωπόμορφο τέρας της εποχής, τον αιμοχαρή και παραδομάχο ληστή, τον Τσουλή.
 Ο Ιωάννης Τσουλής καταγόταν από τη Νεράιδα[18] Στυλίδας. Ήταν ένας απαίδευτος και άξεστος τσοπάνος, ανυπότακτος, κατσικοκλέφτης, βιαστής και εκβιαστής. Από μικρή ηλικία είχε δοσοληψίες με τη δικαιοσύνη, έδειξε κακοποιό δραστηριότητα με αρκετές καταδίκες, ώστε να εξελιχθεί σε ληστή. Ήταν ακριβώς το στοιχείο του. Τελείως αντίθετος χαρακτήρας από αυτόν του Παπακυριτσόπουλου. Όσο ευγενής, ιπποτικός, αφιλοχρήματος και ανθρωπιστής ήταν ο Παπακυριτσόπουλος, τόσο βάρβαρος, σκληρός, φιλοχρήματος και απάνθρωπος ήταν ο Τσουλής. Μ’  όλα ταύτα συντρόφεψαν.
 Μια ακατανόητη και ακατάληπτη δύναμη φαίνεται πως στη ζωή μας παίζει το μεγαλύτερο ρόλο. Είναι ο ρόλος της μοίρας ίσως.
 Οι Τσουλής και Παπακυριτσόπουλος διαφωνούσαν συνεχώς, καθημερινά και σε όλες σχεδόν τις πράξεις τους. Ο μόνος λόγος που ο Παπακυριτσόπουλος συντρόφευε  τον Τσουλή ήταν να εκδικηθεί τιμωρώντας τους εχθρούς του.
 Ο Τσουλής ζήτησε τη συντροφιά του Παπακυριτσόπουλου για να τον βοηθήσει στο ληστρικό πλουτισμό του. Σίγουρα ήθελε να βοηθήσει τον Παπακυριτσόπουλο στην εκδίκησή του. Όχι όμως όπως αντιλαμβανόταν και όπως την ήθελε εκείνος, δηλ. με ένα εξευτελισμό, μια ταπείνωση, μια καταστροφή ή με ένα φόνο, με το χαμό των δύο εχθρών οικογενειών. Αντίθετα, με τη λήστευσή τους. Ο Παπακυριτσόπουλος έλεγε :
- Να τους βάλω φωτιά, να τους ξεκληρίσω όλους.
 Ο Τσουλής έλεγε :
- Να τους αιχμαλωτίσω, να τους πάρω όλη την περιουσία.
 Μεταξύ των δύο ληστών δεν υπήρχε τίποτα το κοινό, γι’ αυτό και πολλές φορές διαφώνησαν μεταξύ τους σε σημείο παρά λίγο να αλληλοσφαχτούν, αν οι άλλοι σύντροφοί τους δεν προλάβαιναν να τους χωρίσουν.
 Έτσι η συμμορία ήταν αδρανής. Οι επιχειρήσεις της ήταν μικροί εκβιασμοί που προέρχονταν απ’ τον Τσουλή και κατά κανόνα γίνονταν με άγνοια του Παπακυριτσόπουλου. Η ένωση όμως των δύο ληστών έκανε τις αρχές να λάβουν πλέον σύντονα μέτρα για τη δίωξη και την εξόντωσή τους.


7.  Εκτόπιση συγγενών - Απειλές εκδίκησης

 Στην περιοχή, εκτός της τακτικής αστυνομικής δύναμης, κατατάχτηκαν και εκατό εύζωνοι εθελοντές. Επιπλέον σε περιπολίες και έρευνες εξέρχονταν επίσης και αποσπάσματα του τάγματος που έδρευε στη Λαμία.
 Όλοι οι ύποπτοι ως ληστοτρόφοι φυλακίζονταν και δέρνονταν ανελέητα. Το ξύλο που αποτελούσε για την αστυνομία τη λυδία λίθο για να λυθούν δύσκολα προβλήματα, την περίοδο που αναφερόμαστε ήταν στην ακμή του. Ο πρώτος τυχών χωροφύλακας, που είχε ή δεν είχε υπόνοιες, μπορούσε να δείρει όποιον ήθελε μέχρι αίματος.

  Οι φυλακές της Λαμίας πλημμύρισαν από ληστοτρόφους και τα κρατητήρια στέναζαν από άτυχους κρατούμενους, ενώ τα αδέλφια και γενικά η οικογένειά του εξορίστηκε στη νήσο Πάρο.
 Αυτό το γεγονός εξόργισε ιδιαίτερα τον Παπακυριτσόπουλο, που απέδωσε όλες αυτές τις έκνομες ενέργειες στις οικογένειες Τραγουδάρα και Τράκα, ώστε μια μέρα τοιχοκόλλησε στο Αμούρι τη διπλανή προκήρυξη :
 Η τολμηρή και θρασεία αυτή πράξη ήταν επόμενο να προκαλέσει αυστηρότερα μέτρα και αγριότερη καταδίωξη των υπόπτων. Οι αγριότητες των αποσπασμάτων ξεπέρασαν κάθε ανθρώπινο όριο. Τα αποσπάσματα ξεπάστρεψαν όλα τα κοτέτσια των χωρικών, τους οποίους έγδυναν και έδερναν με βούρδουλα. Συνέβη δε και μια πρωτάκουστη θηριωδία. Ένας αποσπασματάρχης πήρε μια γάτα και την έβαλε μέσα στο ρούχο μιας γυναίκας, την οποία καταξέσχισε. Αυτές οι θηριωδίες των αρχών ανάγκασαν τον Παπακυριτσόπουλο να κάνει μια παράτολμη πράξη[19].
 Πληροφορήθηκε ο Παπακυριτσόπουλος ότι ένα απόσπασμα, κάτω από τις διαταγές του ταγματάρχη (ή λοχαγού) Νικολαΐδη, έκαμε κατάλυμα στις Κομποτάδες. Είχε μαζί του έναν λόχο περίπου. Οι στρατιώτες διασκορπίστηκαν στις οικίες και στις αυλές των κατοίκων, όπου έψηναν αρνιά.
 Τη νύχτα μπήκε ο Παπακυριτσόπουλος   μόνος του, στην οικία, όπου διέμενε ο ταγματάρχης Νικολαΐδης και αυτοσυστήθηκε :
- Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος, κύριε ταγματάρχα.
Ο Νικολαΐδης έμεινε εμβρόντητος.
- Πιάσε με λοιπόν .....
- ........
- Κι όταν δεν τολμάς να με πιάσεις εσύ, θέλεις να με πιάσουν οι χωρικοί και τους βασανίζεις;
- Εκτελώ καθήκον κι εγώ, τόλμησε να  τραυλίσει ο Νικολαΐδης, παίρνοντας θάρρος.
- Τέλος πάντων. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Θα με πιάσεις ή θα με κεράσεις;
 Τότε ο Νικολαΐδης του προσέφερε στο χέρι μεζέ και κρασί και κάνανε τόκα (τσουγκρίσανε) χωρίς ευχές.
- Τώρα, λέει ο Παπακυριτσόπουλος, δώσε μου κι ένα καρβέλι ψωμί.
 Προθυμοποιήθηκε ο νοικοκύρης, αλλά τον εμπόδισε ο Παπακυριτσόπουλος.
- Όχι, λέει, να μου το δώσει μόνος του ο κ. Ταγματάρχης και μάλιστα να μου το βάλει στον ντορβά.
Ο Νικολαΐδης σηκώθηκε και υπηρέτησε το ληστή.
- Ε, λοιπόν, λέει ο Παπακυριτσόπουλος στο Νικολαΐδη, έτσι παίρνω ψωμί και από τους χωρικούς. Όπως μου έδωσες εσύ, μου δίνουν κι εκείνοι. Αν φταίνε, φταις κι εσύ. Κι αυτό να ξέρεις, του λέει ο Παπακυριτσόπουλος.
 Τους καληνύχτισε κι έστριψε να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω του, χωρίς καμία προφύλαξη. Το γεγονός αυτό συνέβη λίγο πριν την αιχμαλωσία του Τράκα.


     

8.  Η αιχμαλωσία[20] του Σπύρου Τράκα – Η απελευθέρωσή του


Σπύρος Τράκας
 Την επομένη του επεισοδίου αυτού τα αποσπάσματα πυκνώθηκαν. Σε κάθε χωριό κατέλυε κάθε βράδυ ένα απόσπασμα. Ο τύπος εμαίνετο και η κυβέρνηση εκλήθη να παραιτηθεί κατ’ επανάληψιν. Στο μεταξύ η συμμορία τράβηξε για τη Θεσσαλία.
 Για λίγες μέρες έκανε εκεί την εμφάνισή της κάπως προκλητικά για να ξεγελάσει τα αποσπάσματα και μετά από απαίτηση του Παπακυριτσόπουλου γύρισε πάλι στη Φθιώτιδα. Στη Θεσσαλία οι ληστές έδωσαν συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους. Οι τελευταίοι κατόρθωναν και τους έβρισκαν, ενώ η αστυνομία ποτέ.
 Για όσους το γεγονός φαίνεται δύσκολο, υπενθυμίζεται το γεγονός του 1934, όπου συντάκτης αθηναϊκής εφημερίδας συναντήθηκε με το λήσταρχο Καραθανάση στο κρησφύγετό του στον Παρνασσό, ενώ τα καταδιωκτικά αποσπάσματα τον αναζητούσαν στη Χαλκίδα! Έτσι τη συμμορία Τσουλή-Παπακυριτσόπουλου την είδαν στα κρησφύγετά τους πολλοί δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο Πώπ, συντάκτης τότε εφημερίδας, μετέπειτα διευθυντής των «Αθηνών», πολιτευόμενος αργότερα βουλευτής, κλπ. Ο Πώπ στις εντυπώσεις του γράφει για την αγριότητα του Τσουλή και τον ανθρωπισμό του Παπακυριτσόπουλου, αποδίδει ζωηρότατα την αντίθεση των χαρακτήρων των δύο ληστών και προσθέτει ότι ένα βραδάκι ο Παπακυριτσόπουλος τραγούδησε ερωτικά τραγούδια κάτω από έναν πλάτανο, συνοδεύοντάς τα με την κιθάρα του. Οι ληστές αρνήθηκαν να δώσουν φωτογραφίες τους. Ο Τσουλής είπε στον Πωπ απότομα :
- Ούτε έχω, ούτε σου δίνω, ούτε σου επιτρέπω να με φωτογραφίσεις.
 Ο Παπακυριτσόπουλος του λέει :
- Δικές μου βρίσκεις στη Λαμία. Πωλούνται τρεις μια πεντάρα.
 Ο Τσουλής που γνώριζε το χαρακτήρα του Παπακυριτσόπουλου, δεν ήθελε να επιστρέψουν στη Φθιώτιδα. Ο Παπακυριτσόπουλος επέμενε να έλθει να εκδικηθεί γρήγορα και άγρια, γιατί πληροφορήθηκε ότι επεκτάθηκε η εκτόπιση των συγγενών του, η δίωξη των χωρικών και φίλων του. Αναγκαστικά λοιπόν έγινε ο προστάτης τους.
 Το Μάιο του 1893, η συμμορία Τσουλή-Παπακυριτσόπουλου με τους συντρόφους τους Καρακώστα, Βαλλά και κάποιον άλλον, περιφέρονταν στα χωριά του κάμπου της Φθιώτιδας. Ο Παπακυριτσόπουλος φορούσε μια στρατιωτική στολή. Το ίδιο και ο Καρακώστας.
 Έτσι μια μέρα[21] εμφανίστηκαν έξω από το Αμούρι, μπροστά στο Σπύρο Τράκα, ο οποίος με τέσσερις σωματοφύλακες πήγαινε στη Λαμία. Μπροστά στον Τράκα εμφανίστηκαν πρώτα οι Αθ. Παπακυριτσόπουλος και Νικ. Καρακώστας.
 Ο Τράκας και οι συνοδοί[22] του δεν έφεραν καμία αντίσταση, γιατί είδαν ότι ήταν μάταιο. Αμέσως εμφανίστηκαν και οι άλλοι ληστές και διέταξαν τους αιχμαλώτους να προχωρήσουν. Στη διαδρομή έγινε και μία συμπλοκή με απόσπασμα, στην περιοχή μεταξύ Στύρφακας και Τσοπανλάτας. Όταν έφτασαν στη Νεραϊδόρραχη, τότε οι ληστές άφησαν ελεύθερους τους δύο σωματοφύλακες[23] του Τράκα. Την επόμενη μέρα άφησαν[24] και τους άλλους δύο, κρατώντας μόνο τον Τράκα.
 Όταν οι Παπακυριτσόπουλος και Τσουλής έμειναν μόνοι κοιτάχτηκαν κατάματα, προαισθανόμενοι την ριζική διαφωνία τους.
- Πόσα λοιπόν θα ζητήσουμε, ρώτησε ο Τσουλής τον Παπακυριτσόπουλο.
- Τι; Λεπτά;
- Ναι, λύτρα.
- Δεν σκέπτομαι για λεπτά. Σκέπτομαι πώς να τον τιμωρήσω. Πώς να τον εκδικηθώ, γιατί έγινε αιτία να βγω στο κλαρί και να ξεσπιτώσω τους δικούς μου.
- Ε, να τους πάρουμε πεντακόσιες χιλιάδες, ένα εκατομμύριο, λέει ο Τσουλής.
- Πάλι τα λεπτά στο νου σου.
- Τι άλλο; Πώς να τον εκδικηθείς;
- Εγώ δεν βγήκα στο κλαρί για λεπτά, Τσουλή.
- Δεν είσαι μοναχός σου Θανάση. Είμαστε κι εμείς εδώ, του λέει ο Τσουλής, δείχνοντας τους συντρόφους που ήταν πιο πέρα.
- Ο αιχμάλωτος είναι δικός μου, τονίζει ο Παπακυριτσόπουλος.
- Α και γι’  αυτό θέλεις τα λύτρα ολομόναχος;
- Πάλι τα λύτρα στη μέση;
- Μα τι θέλεις λοιπόν; Γιατί πήραμε αιχμάλωτο τον Τράκα; Γιατί, αν δεν πάρουμε λύτρα; Τι να τον κάνουμε;
- Να του πιω το αίμα. Έτσι μου φαίνεται. Δεν τα θέλω τα λεπτά του.
- Ε καλά, να του πάρουμε τα λύτρα και μετά τον σκοτώνουμε.
- Αυτό δεν είναι τίμιο.
- Είναι και παραείναι, φωνάζει ο Τσουλής. Και παιδιακίσια νάζια δεν θα μου κάνεις εσύ.
 Ο Παπακυριτσόπουλος σηκώθηκε αγριεμένος. Ο Τσουλής φοβισμένος τράβηξε αμέσως το γιαταγάνι. Ο Παπακυριτσόπουλος τον μιμήθηκε και θα χτυπούσε ο ένας τον άλλο, αν δεν επενέβαιναν οι σύντροφοι να τους χωρίσουν. Τότε έγινε ένα είδος ψηφοφορίας στη συμμορία και αποφάσισαν να ζητήσουν λύτρα από το αιχμάλωτο. Ποσό 100.000 δραχμών σε χρυσό.
 Το ποσό δεν ήταν εύκολο να βρεθεί. Ακολούθησαν επίπονες και επικίνδυνες διαπραγματεύσεις. Οι ληστές δέχτηκαν 23.000 δραχμές, αφού ο Παπακυριτσόπουλος και το παλικάρι του ο Καρακώστας παραιτήθηκαν από το μερίδιό τους.
 Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο Παπακυριτσόπουλος δεν εκδικήθηκε. Θα ήθελε να σκοτώσει τον αιχμάλωτο. Μια και του πήραν λύτρα, δεν επιτρεπόταν. Ήταν αντίθετο στη ληστρική εθιμοτυπία και τον απλό ανθρωπισμό.
 Ο Τσουλής και οι σύντροφοί του, αφού έλαβαν τις 23.000 δραχ. είπαν στον Παπακυριτσόπουλο.
- Να τώρα πάρτον κι εσύ και κάντον ό,τι θέλεις.
 Ο Παπακυριτσόπουλος παρέλαβε τον Τράκα και από τη Νεραϊδόρραχη τον έφερε συνοδεία ως τα Πηγαδούλια, χωρίς να πει λέξη.
- Λοιπόν Σπύρο, του λέει ο Παπακυριτσόπουλος, είσαι ελεύθερος. Δεν ξεχνώ όπως κι εσύ δεν ξεχνάς πως μου έκανες μεγάλο κακό. Είσαι η αιτία που βγήκα στο κλαρί χωρίς κανένα λόγο. Εβύθισες μια ολόκληρη οικογένεια στο πένθος. Μολαταύτα σου χαρίζω τη ζωή.
 Ο Τράκας του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του. Του υποσχέθηκε να φροντίσει για την επάνοδο της οικογένειας του Παπακυριτσόπουλου από την εξορία και γι΄ αυτόν να του δοθεί αμνηστία.
 Ο Παπακυριτσόπουλος χωρίς να τον ευχαριστήσει, τον αποχαιρέτησε κι έτσι χωριστήκανε.


9.  Ανηλεής καταδίωξη ληστών -  Μετάθεση Ροζάκη και Αγγελή στη Λαμία


 Από την ημέρα της απελευθέρωσης του Σπ. Τράκα, η συμμορία Τσουλή – Παπακυριστόπουλου διαλύθηκε. Αυτούς τους δύο συναρχηγούς τους χώριζε άβυσσος διαφοράς αντιλήψεων. Έτσι ο Παπακυριτσόπουλος έμεινε μόνος με τον Καρακώστα[25]. Οι δυο τους περιέρχονταν τα χωριά, χωρίς όμως να θίξουν κανένα κι ακολουθούσε άγρια η καταδίωξη των αποσπασμάτων. Αυτός υπήρξε ο ληστρικός βίος του Παπακυριτσόπουλου, για τον οποίο γράφτηκαν τόσα μυθεύματα. Στο παθητικό του ο Παπακυριτσόπουλος έχει την αιχμαλωσία του Τράκα και των δύο δικαστών. Η πρώτη έγινε, όπως προαναφέρθηκε, για λόγους εκδίκησης, η δεύτερη για άμυνα, εκβιασμό και αυτοσυντήρηση.
 Η δίωξή του μετά την απελευθέρωση του Τράκα δεν σταμάτησε. Έγινε αγριότερη. Στις φυλακές και στα κρατητήρια δεν υπήρχε πλέον χώρος για φυλάκιση των ύποπτων. Στις 16-6-1893 δημοσιεύτηκε το διάταγμα επικήρυξης των Παπακυριτσόπουλου και Τσουλή. Στις 17-6-1893 η Λυγερή, η μάνα του Παπακυριτσόπουλου και ο αδελφός του Θωμάς εκτοπίστηκαν στη Σύρο.
 Ο Τράκας που είχε υποσχεθεί ορισμένα πράγματα χωρίς ο Παπακυριτσόπουλος να τα ζητήσει, τα λησμόνησε. Από φόβο ή θέλοντας να εκδικηθεί συνετέλεσε στην άγρια καταδίωξη όλων όσων υποπτευόταν ως εχθρούς του ή ως φίλους του Παπακυριτσόπουλου. Έτσι εκνεύρισε τον Παπακυριτσόπουλο, εξωθώντας τον σε νέες απειλές.
 Εξέδωσε και δεύτερη ανακοίνωση, που μοιάζει με την πρώτη, αλλά το περιεχόμενό της έχει ομοιότητα με μικρό κυβερνητικό πρόγραμμα. Διατάσει τη στάση (παύση) πληρωμών. Κάθε αγρότης που οφείλει χρήματα, δικαιούται να μην πληρώσει τους δανειστές του. Με την προκήρυξη αυτή ο Παπακυριτσόπουλος αποσκοπούσε να πλήξει πάλι τους Τράκα και Τραγουδάρα, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν οι μεγαλύτεροι δανειστές των γεωργών. Μ’  άλλα λόγια ο Παπακυριτσόπουλος κήρυξε το αγροτικό δικαιοστάσιο σαράντα χρόνια πριν το σκεφτεί και το αποφασίσει το κράτος.
  Στις 27-8-1893 εκδίδεται νέα επικήρυξη για τους δύο ληστές. Η μη σύλληψη του Παπακυριτσόπουλου ήταν φυσικό να ενοχλεί την κυβέρνηση, η οποία μετέθεσε από την Άμφισσα, μετά από αναγνωρισμένες επιτυχίες, τους δικαστές Λεωνίδα Ροζάκη και Γεώργιο Αγγελή στη Λαμία. Οι ευσυνείδητοι αυτοί υπάλληλοι, που αργότερα έπεσαν θύματα του καθήκοντος, προηγουμένως είχαν πέσει θύματα του υπερβολικού καθήκοντος. Εκτελούσαν χρέη εισαγγελέα και ανακριτή, αλλά ταυτόχρονα αστυνόμου και χωροφύλακα. Οι ίδιοι έδερναν τους χωρικούς, ξερίζωναν τα νύχια των χεριών τους  και έδερναν κάθε ύποπτο με το βούρδουλα. Αυτό τότε ήταν υπέρβαση του καθήκοντός τους, υπερέβαλλαν όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι χωρικοί να θεωρούν εχθρούς τα όργανα του κράτους και σωτήρες τους ληστές. Εναντίον όλων των κρατικών οργάνων οι χωρικοί ζήτησαν την προστασία των ληστών.
- Απαυδήσαμε πια! Μας σάπισαν στο ξύλο, έλεγαν οι χωρικοί στον Παπακυριτσόπουλο. Δεν μπορούμε άλλο. Ή παραδοθείτε, ή φύγετε απ’ την περιφέρεια. Σας αγαπούμε, δεν μας κάνατε κακό, αλλά για σας, μας κάνουν οι άλλοι.
 Τότε ο Παπακυριτσόπουλος σκέφθηκε να κάνει στους δικαστές, ότι έκανε και στον ταγματάρχη Νικολαΐδη πριν ένα χρόνο, όπως προαναφέρθηκε. Κι έτσι αποφάσισε να αιχμαλωτίσει τους δύο δικαστές για να τους πτοήσει ίσως ακόμα και να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να ζητήσει αμνηστία, εφόσον ο τρόπος αυτός δεν ήταν άγνωστος στα ληστρικά χρονικά.
 Ο αδελφός του συντρόφου του Καρακώστας μαζί με τους δικούς του συντρόφους είχε συλλάβει Άγγλους περιηγητές και ζήτησαν τότε αμνηστία. Το επεισόδιο εκείνο το συζήτησε η συντροφιά του Παπακυριτσόπουλου και ίσως όλοι μαζί να σκέφτηκαν ότι μπορούν να εκβιάσουν μια λύση, την αμνηστία, επανερχόμενοι στους κόλπους της κοινωνίας, εφόσον δεν ήταν ουσιαστικά ληστές και δεν είχαν κανένα λόγο να γυρίζουν στα βουνά.
 Έτσι αποφασίστηκε η αιχμαλωσία των δικαστών Αγγελή και Ροζάκη.


10.  Αιχμαλωσία δικαστών – Λύση του δράματος


 Ήταν Σεπτέμβριος του 1894. Στις 8 του μήνα ημέρα Δευτέρα και ώρα 2 μ.μ. διαδόθηκε στη Λαμία η πρωτάκουστη είδηση:
- Ο Παπακυριτσόπουλος, συνέλαβε αιχμάλωτους τους δικαστές.
 Πολύς κόσμος στα καφενεία και τους δρόμους, σε ομάδες αντάλλασσαν γνώμες κι ο καθένας ανακοίνωνε από μια είδηση ή μια λεπτομέρεια του γεγονότος, όπως την άκουσε ή τη φαντάστηκε.
 Οι αρχές ήταν στο πόδι. Η Νομαρχία ανάστατη. Στα όπλα η φρουρά του τάγματος. Συναγερμός στην αστυνομία. Τα δικαστήρια διέκοψαν τις εργασίες τους, τα δε συναισθήματα του κόσμου ήταν ανάμικτα, όπως αμηχανία, φόβος, απόγνωση.
 Τα γεγονότα είχαν ως εξής : Εκείνες τις μέρες οι δύο δικαστές είχαν μεταβεί στα ορεινά χωριά της Υπάτης διεξάγοντας ανακρίσεις. Συνοδεύονταν από το γραμματεέα του Πρωτοδικείου Βλαχογεώργο και το γραμματέα του εισαγγελέα Παπαδόπουλο[26]. Στην Υπάτη πληροφορήθηκαν ότι θα τους έπιαναν οι ληστές. Αυτό δεν τους πτόησε. Θεώρησαν ζήτημα τιμής την εξόντωση των ληστών, ή δεν πίστεψαν την πληροφορία. Έτσι μετέβαιναν στις κοινότητες χωρίς την απαραίτητη ασφάλεια. Την είδηση είχε πληροφορηθεί και ο ταγματάρχης (ή λοχαγός) Δημητρίου. Αυτός, αντί να συνοδεύσει τους δύο δικαστές κατά την επιστροφή στη Λαμία, αποχώρησε με εύσχημο τρόπο στις Κομποτάδες. Οι δικαστές συνέχισαν την πορεία τους προς τη Λαμία με τη συνοδεία ενός μόνο στρατιώτη στην άμαξα (με αμαξά τον Κων/νο Τσαούση απ’  το Αμούρι) και με τρεις έφιππους χωροφύλακες. Πιο ανατολικά απ’ το Μπεκιόρεμα, ήταν ένα άλλο ρέμα μ’ ένα γεφύρι, που μετά έμεινε γνωστό με το όνομα Παπακυριτσόρεμα, οι ληστές με την απειλή των όπλων, σταμάτησαν την άμαξα.
 Ο ένας έφιππος προπορευόμενος χωροφύλακας διέφυγε και μετέφερε την είδηση στη Λαμία. Ο άλλος αντιστάθηκε και τραυματίστηκε, ο εισαγγελέας αντιστάθηκε και συνεπλάκη με τον Παπακυριτσόπουλο. Χτυπήθηκε στο κεφάλι με γιαταγάνι, οι δε υπόλοιποι παραδόθηκαν[27] χωρίς καμιά αντίσταση.
 Μόλις κατέβηκαν οι δικαστές, ένας από τους ληστές[28] ο Ξηροτύρης ή Ζαραβουτσόπουλος (;;) αναγνώρισε το Ροζάκη, που τον είχε καταδικάσει στην Άμφισσα και τον χτύπησε με μαχαίρι στην πλάτη. Ο τραυματισμός αυτός ήταν η αιτία της καταστροφής όλων. Ο Ροζάκης απ’ τον πόνο δεν μπορούσε να προχωρήσει και οι ληστές στάθηκαν ώσπου ο Παπακυριτσόπουλος να επιδέσει το τραύμα του. Στο μεταξύ οι ληστές υπέβαλαν τους όρους των, ζητώντας αμνηστία για την απελευθέρωση των δικαστών.
 Αφού απομακρύνθηκαν από το δρόμο, εγράφη επιστολή, που έλεγε :
 «Κύριε Νομάρχα, κατ’ απαίτησιν των αιχμαλωτισάντων ημάς ληστών, να ανασταλή πάσα καταδίωξις των αποσπασμάτων μέχρις ού εξαγορασθώμεν, άλλως θα μας χαλάσωσι. Λεωνίδας Ροζάκης, Γεώργιος Αγγελής»
 Την επιστολή αυτή, ματωμένη από το αίμα του εισαγγελέα, έδωσαν στο γραμματέα Βλαχογεώργο να την μεταφέρει στο νομάρχη, ενώ τον άλλο γραμματέα Παπαδόπουλο τον έστειλαν στο δημόσιο δρόμο για να εμποδίσει τα αποσπάσματα.
 Οι τοπικές αρχές ζήτησαν πληροφορίες από την κυβέρνηση, στην οποία υπέδειξαν και τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι δικαστές. Η κυβέρνηση[29], που ενδιαφερόταν μόνο για την εξόντωση της συμμορίας δε νοιάστηκε για τη ζωή[30]  των δικαστών και τηλεγράφησε :
 «Ουδεμία διαπραγμάτευσις. Εξοντώσατε ληστοσυμμορίαν πριν επέλθη το σκότος της νυκτός. Μη φεισθήτε θυσίας δικαστικών»!
 Αμέσως τα αποσπάσματα[31] περικύκλωσαν τους ληστές κοντά στη Δαϊτσά[32] και άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Οι ληστές οχυρώθηκαν πίσω από τα σώματα των δικαστών, που κουνούσαν τα μαντίλια τους φωνάζοντας :
- Μη …. !  Μην πυροβολείτε. Σκοτώνετε εμάς.
 Μετά από λίγο τα πυρά των ληστών σταμάτησαν, ήταν όλοι σκοτωμένοι, αλλά μαζί μ’ αυτούς ήταν και οι άμοιροι δικαστές, θύματα περισσότερο της θηριωδίας[33]  του κράτους, παρά των ληστών. Όταν τα αποσπάσματα έφτασαν στον τόπο των ληστών, ανέπνεε μόνο ο Ροζάκης[34] . Ανέλαβε να του παράσχει τις πρώτες βοήθειες ο συμπολίτης μας Γ. Μπούτλας, που ήταν τότε χωροφύλακας και έλαβε και αμοιβή 48 δραχ. για τη συμμετοχή του στην εξόντωση των ληστών.
 Ο Γεώργιος Μπούτλας έδωσε τις περισσότερες πληροφορίες για τα τραγικά γεγονότα, που τα είδε και τα έζησε, εφόσον ήταν μέλος του καταδιωκτικού αποσπάσματος. Ρώτησε λοιπόν τον τραυματία, τον άτυχο Ροζάκη :
- Ποιος σας χτύπησε;
 Και ο Ροζάκης με σβησμένη φωνή :
- Σεις, σεις, σεις, απάντησε μ’ ένα παράπονο και σηκώνοντας το χέρι του τρέμοντας έδειξε τους χωροφύλακες.
 Αυτή είναι όλη η ιστορία. Αυτός είναι ο ληστρικός βίος του Παπακυριτσόπουλου και αυτός είναι ο θάνατος των δύο δικαστών. Θύματα της κοινωνίας και της πολιτείας ο Παπακυριτσόπουλος, εξ ολοκλήρου όμως θύματα της πολιτείας και θύματα καθήκοντος οι δύο ηρωικοί δικαστές.
 Η Λαμία[35] τους κήδεψε την επόμενη μέρα με τις οφειλόμενες τιμές. Στις 9-9-1894, το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας συνεδρίασε και εξέδωσε ψήφισμα, που ανέφερε :
1)  Να κατατεθώσι δύο βαρύτιμοι στέφανοι επί της σορού των νεκρών, εκ μέρους του Δήμου Λαμιέων.
2)  Να αναρτηθή μέλαινα σημαία επί του εξώστου του Δημοτικού Καταστήματος.
3)  Να ακολουθήση εν σώματι τας κηδείας ολόκληρο το Δημοτικόν Συμβούλιον.
4)  Να ονομασθή μία των κεντρικωτέρων οδών της πόλεως, οδός Ροζάκη - Αγγελή, αναρτωμένης καταλλήλου πινακίδος.»
 Παρόμοιο ψήφισμα εξέδωσε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας. Επικήδειος λόγος εκφωνήθηκε από το δικηγόρο Θεμιστοκλή Λάζο[36]. Η πομπή, μέσα σε γενική κωδωνοκρουσία, διήλθε την κεντρική πλατεία και την – προς τιμήν των νεκρών  - ονομασθείσα οδό «Ροζάκη-Αγγελή» και κατέληξε στο νεκροταφείο, όπου εκφώνησε ωραίο επιτάφιο ο βουλευτής Χατζίσκος.


11.  Η τελετή αποκαλυπτηρίων του 1935


 Το 1935, δηλ. μετά από 42 χρόνια, η δικαιοσύνη θυμήθηκε να αναρτήσει τις εικόνες των Λεωνίδα Ροζάκη και Γεωργίου Αγγελή (φωτογραφίες) στην αίθουσα συνεδριάσεων του κακουργιοδικείου της Λαμίας. Ήταν επιβαλλόμενο καθήκον. Δεν ήταν όμως αναγκαίες οι γιορτές και επισημότητες, μετά από τόσα χρόνια, τη στιγμή που η τοπική κοινωνία γνώριζε την ιστορία του  Παπακυριτσόπουλου, ο οποίος υπήρξε ένας συναισθηματικός και κοινωνικός επαναστάτης, όχι όμως και ληστής. Στην τελετή δεν παρατηρήθηκε συρροή κόσμου. Δεν εκδηλώθηκε ενθουσιασμός, ενώ μεγάλο μέρος του κοινού της περιοχής μας κατέκρινε την επίσημη τελετή.
 Αυτή η τελετή εξάλλου έθιγε τους συγγενείς του Παπακυριτσόπουλου, που κατείχαν τότε εξέχουσα θέση στην κοινωνία μας, με ικανό αριθμό μελών, στους οποίους μια τελετή ή μνημόσυνο για τα τραγικά γεγονότα του 1894, ήταν φυσικό να ανοίξει πληγές στις καρδιές τόσων ευϋπόληπτων συμπολιτών της οικογένειας Παπακυριτσόπουλου.
 Δίνεται απόσπασμα[37] της ομιλίας του Ταλιαδούρου, υπουργού Δικαιοσύνης, στα αποκαλυπτήρια των εικόνων του εισαγγελέα Λεωνίδα Ροζάκη και του ανακριτή Γεωργίου Αγγελή, στις 10 Φεβρουαρίου 1935, στην αίθουσα του Δικαστικού Μεγάρου Λαμίας. Είπε :
 « … θύματα, εξαιρετικήν θέσιν κατέχοντα εν τη ιστορία της ελληνικής δικαιοσύνης είναι και ο Λεωνίδας Ροζάκης και Γεώργιος Αγγελής, των εικόνων των οποίων σήμερον τελούμεν τα αποκαλυπτήρια. Έζησαν και ενήσουν τα καθήκοντά τους εις μίαν εξαιρετικώς ταραχώδη εποχήν της Ελλάδος μη υπάρχουσαν, ευτυχώς, σήμερον, καθ’  ην η ληστεία εμαίνετο εις την ύπαιθρον χώραν μας, το δε Κράτος κατεδεικνύετο ανίκανον να την εξολοθρεύση. Την 6ην Σεπτεμβρίου 1894, η συμμορία Παπακυριτσοπούλου διασκορπίσασα την συνοδείαν του εισαγγελέως Ροζάκη και ανακριτού Αγγελή, συνέλαβαν αμφοτέρους τούτους επί της αμαξιτής οδού Λαμίας-Υπάτης, παρά το Λιανοκλάδι. Τιμημένοι νεκροί, ευγενή τέκνα του ελληνικού δικαστικού κόσμου, Λεωνίδα Ροζάκη και Γεώργιε Αγγελή σας διαβεβαιώ ως Υπουργός της Δικαιοσύνης, ότι η ελληνική Πατρίς και η ελληνική Δικαιοσύνη ουδέποτε σας ελησμόνησε, αλλά με μεγάλα γράμματα έχει χαράξει τα ονόματά σας εις τας χρυσάς σελίδας της ιστορίας της Δικαιοσύνης …»
 Λόγια, λόγια. Υπηρέτησαν τον πολιτικό ρόλο του ομιλητή, που πιθανά ξέρει την ιστορική αλήθεια, αλλά δεν τη λέει, ή την παραποιεί, ικανοποιώντας την κυβερνητική θέση του και τον κοινωνικό περίγυρό του.


Επίλογος


 Τώρα, 120 χρόνια μετά τον τραγικό επίλογο αυτής της ιστορίας, το θάνατο του «ληστή» Θανάση Παπακυριτσόπουλου και μαζί των δύο δικαστών Ροζάκη και Αγγελή, είναι μια ευκαιρία τα θύματα του κράτους να ζητήσουν τη δικαίωση της αλήθειας. Κι αυτή είναι μία : το Κράτος θυσίασε άδικα τους δύο δικαστές, όσο κι ένα άκακο παλικάρι το Θανάση Παπακυριτσόπουλο (αντίθετα ο Τσουλής και οι άλλοι ήταν σκληροί παράνομοι, με φόνους και ληστείες στο ενεργητικό τους), για να εκμεταλλευτεί πολιτικά ότι «χτύπησε τη ληστεία». Η πολιτική υποκρισία φαίνεται από την εντολή «μη φεισθήτε θυσίας δικαστικών», ενώ την άλλη μέρα «ο ζων εισέτι ανακριτής, παρασημοφορήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος» !
 Από τα χρόνια του Όθωνα και μετά όλες οι κυβερνήσεις με κατασταλτικά μέτρα ανέμεναν την εξάλειψη της ληστείας. Χωρίς να βρουν και να αναιρέσουν τις αιτίες που γέμισαν τα βουνά με ληστές, έστελναν καταδιωκτικά αποσπάσματα χωροφυλάκων και ζητούσαν από τους δικαστικούς (ανακριτές και εισαγγελείς) να στέλνουν ληστές στη φυλακή. Η βία (έδερναν όποιους ήθελαν και εκτόπιζαν τους συγγενείς) ήταν το μέσο  για να βρουν ενόχους.
 Είναι προφανές ότι η υπηρεσιακή δραστηριότητα και ο υπερβάλλων ζήλος των δύο δικαστών κάλυψε την κρατική ανικανότητα, αλλά δεν προστάτευσε από τους ληστές, κάτι πολύ δύσκολο σε μια ανασφαλή χώρα. Η πολιτική εκμετάλλευση επίσης έκανε το Κράτος, μετά από 59 χρόνια, δηλ. το 1935, να «κρεμάσει τις φωτογραφίες» των δύο δικαστών στο δικαστικό μέγαρο Λαμίας, αποδίδοντας καθυστερημένα φτηνή τιμή με ένα συνήθη συνοδευτικό λόγο του τότε υπουργού, στη θυσία δύο εξαίρετων ανθρώπων της Δικαιοσύνης.
 Όσο για τον «ληστή» Θανάση Παπακυριτσόπουλο, ίσχυσε η λαϊκή παροιμία : Κοντά στα ξερά κάηκαν και τα χλωρά.




Βιβλιογραφία - Πηγές

Α. Γραπτές μαρτυρίες (εφημερίδες, βιβλία, άρθρα)

1. εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», φύλλα από τις 12-2-35 μέχρι τις 28-2-1935.
2. Νικ. Δαβανέλλου-Γεωργ. Σταυρόπουλου : «Με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940)», εκδόσεις Οιωνός, 2005, Λαμία.
3. Δημ. Νάτσιου :  «Δήμος Λιανοκλαδίου», έκδοση Δήμου Λιανοκλαδίου, 2001, Λιανοκλάδι.
4. Δημ. Νάτσιου :  «Ενορίες και εφημέριοι της Επισκοπής Ζητουνίου (Λαμίας) το 1836», περ. Φθιωτικά Χρονικά 2008, Λαμία.
5. Δημ. Νάτσιου : Δικηγόροι και Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας (1833-2003), Λαμία 2003.
6. Όμηρου Αθηναίου : «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα.
7. Ιωάν. Σ, Κολιόπουλου : «Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.) – Περί λύχνων αφάς», εκδ. Επίκεντρο, 2005, Θεσσαλονίκη.
8. Αθαν. Κ. Μπαλωμένου : «Δρόμοι, καταστήματα και ιδιοκτησίες  της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40)», περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001 (22), Λαμία.
9. Δημ. Νάτσιου : «Οι δήμαρχοι της Λαμίας (1836-1996)», Λαμία 1996.


Β. Προφορικές μαρτυρίες

Ηλικιωμένων γηγενών κατοίκων του Αμουρίου. Συμμετείχαν οι : Δημήτριος Ιωάν. Αλαμπάνος, Χρήστος Γεωργ. Αλαμπάνος, Φίλιππος Γεωργ. Αλαμπάνος, Νικόλαος Κων. Γκιολές, Δημήτριος Γούσιας, Ευστάθιος Αθ. Μπούκας, Αργύρης  Ιωάν. Ταγκούλης και Νικόλαος Ιωάν. Ταγκούλης]. Τους ευχαριστώ για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Από το φ. 923, στις 12-2-35 μέχρι τις 28-2-1935.
2. Δημ. Νάτσιου «Δήμος Λιανοκλαδίου», σελ. 46-47, έκδοση Δήμου Λιανοκλαδίου, 2001, Λιανοκλάδι.
3. ό. π., σελ. 54.
4. Το 1866 είχε υπογράψει  ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαμίας, ένα κείμενο διαμαρτυρίας για τη λειτουργία του Πρωτοδικείου Λαμίας. [βλ. Δ.  Νάτσιου «Δικηγόροι και Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας (1833-2003)», 2004, Λαμία].
5. Με Βασιλικό Διάταγμα 41/26-9-1869 ιδρύθηκε ο Δήμος Παραχελωιτών από το 1869 έως το 1914, με έδρα το Λιανοκλάδι. Μετά το 1914, έγινε Κοινότητα με έδρα το Λιανοκλάδι. Με το νόμο 2539/1997 ιδρύθηκε ο Δήμος Λιανοκλαδίου περιλαμβάνοντας τις τέως Κοινότητες Αμουρίου, Ζηλευτού, Λιανοκλαδίου, Μοσχοκαρυάς και Στύρφακας, που αποτελούν τα 5 Δημοτικά Διαμερίσματα του νέου Δήμου. [βλ. Δημ. Νάτσιου : Δήμος Λιανοκλαδίου, Έκδοση Δήμου Λιανοκλαδίου, 2001, Λιανοκλάδι.]
6. Δημ. Νάτσιου «Ενορίες και εφημέριοι της Επισκοπής Ζητουνίου (Λαμίας) το 1836», περ. Φθιωτικά Χρονικά 2008, σελ. 24, Λαμία.
7. «Απεφοίτησεν εκ του σχολαρχείου Λαμίας και κατετάχθη εις το γυμνάσιον. Ήκουσεν εν αυτώ μαθήματα μέχρι της τετάρτης τάξεως. Ο πατήρ αυτού, όστις μετήρχετο και τον δικολάβον, τον είχε προωρισμένον δια το δικηγορικόν επάγγελμα». [Από το βιβλίο «Ιστορία των ληστών» του Όμηρου Αθηναίου, 1901, Αθήνα]
8. ό. π.
9. Η οικογένεια Τραγουδάρα δεν καταγόταν απ’ το Αμούρι. Ο Αναγνώστης Τραγουδάρας ήρθε απ’ τον Άγιο Βλάση Τριχωνίδας κι έγινε επιστάτης στο κτήμα ενός Γωγούση που ήταν (μάλλον) αξιωματικός και του δόθηκε γη (ίσως στα χρόνια του Όθωνα), αλλά χρεοκόπησε. Έτσι τα πούλησε όλα στον Τραγουδάρα. [Οι πληροφορίες προέρχονται από ηλικιωμένους κατοίκους του Αμουρίου, σε συγκέντρωση που έγινε στις 23-9-2008, στο καφενείο στο Αμούρι].
10. Από το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είχε περάσει ο αείμνηστος Δημητρακόπουλος, για να οργανώσει, εξυγιάνει και κατοχυρώσει τη μεγάλη αποστολή της δικαιοσύνης.
11. Για φυλακές στη Λαμία, νοικιάζονταν κάποια κτίρια (μεγάλες οικίες), εφόσον δεν έγιναν ποτέ Κρατικές Φυλακές. Οι πρώτες μάλλον φυλακές στεγάστηκαν σε οικία του γερουσιαστή Δημ. Χατζίσκου. Η θέση της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Πιθανότερη θέση είναι στη γωνία των σημερινών οδών Νικ. Κρίτσα και Ιωάν. Μακροπούλου (κατεδαφίστηκε το 2002), χωρίς να αποκλείεται άλλο κτίριο του ίδιου ιδιοκτήτη στην πλατεία Πάρκου. Η ενοικίαση άρχισε από την 1-10-1855, με άγνωστη διάρκεια. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν κι άλλα μεγάλα κτίρια, με ενοικίαση, σε άλλα σημεία της πόλης. [Βλ. Δημ. Νάτσιου : Δικηγόροι και Δικηγορικός Σύλλγοος Λαμίας (1833-2003), Λαμία 2003]
12. Δεν είναι γνωστή η θέση της στη Λαμία.
13. Οι φυλακές χαρακτηρίζονταν από άθλιες συνθήκες, απαράδεκτη συμπεριφορά των επικεφαλής της φυλακής, με μεγάλο αριθμό κρατουμένων, συμβίωση έφηβων και μεγάλων, μικροποινιτών και βαρυποινιτών, υγιών αλλά και φυματικών.
14. Σ’ έναν αγρότη που είχε ένα γάιδαρο για να κάνει αγροτικές εργασίες, ο Θ.Π. του έδινε λεφτά για να πάρει ένα μουλάρι ή άλογο, για να οργώνει το χωράφι του και του έλεγε : το ζώο να το ονομάσεις Παπακυριτσόπουλο!
15. Οικογένεια πολιτικών, δημάρχων και βουλευτών, με σημαντική ακίνητη περιουσία, που επηρέαζε αποφασιστικά τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, στα χρόνια εκείνα. Οι Τράκας και  Τραγουδάρας ανήκαν στο ίδιο πολιτικό Κόμμα. Για επιπλέον στοιχεία βλέπε στις επόμενες ενότητες 7 και 8.
16. Αντίστοιχος με τον Παπακυριτσόπουλο, που τη δεκαετία του 1880, όλοι θεωρούσαν τότε ως τίμιο και ήρωα, εκτός από δύο οικογένειες, ήταν τη δεκαετία του ’30 ο Πολυχρονόπουλος, που όμως ένα μικρό μέρος των Ελλήνων τον θεωρεί ως ήρωα για την απόπειρα της Λεωφόρου Κηφισιάς, ενώ όλοι οι άλλοι τον θεωρούν κοινό εγκληματία και δολοφόνο.
17. Ο Παπακυριτσόπουλος είχε σμίξει με τη συμμορία του ληστή Τσουλή, 4-5 μέρες πριν τη ληστεία αυτή. Το βεβαιώνει ο συλληφθείς ληστής Παγανιάς, που ήταν μαζί με τον Τσουλή, όταν αυτός τραυματίστηκε στη συμπλοκή της Γούρας. [Βλ. Όμηρου Αθηναίου : «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα].
18. Πιθανότερη είναι η καταγωγή του Τσουλή από τη Γούρα, όπως ντόπιοι βεβαιώνουν. Μάλιστα ξέρουν πού ήταν το σπίτι της Αγγέλως, την οποία ερωτεύτηκε ο Τσουλής.
19. Αντίστοιχη έκανε και ο ληστής Γεωργαλής στην οικία Καλτσά, το 1921, στη Γιαννιτσού.
20. Ηλικιωμένοι κάτοικοι του Αμουρίου δηλώνουν πλήρη άγνοια του γεγονότος της αιχμαλωσίας του Τράκα από τον Παπακυριτσόπουλο. Από τους παππούδες τους λένε ότι δεν άκουσαν τίποτα για απαγωγή του Τράκα, για λύτρα και τελικά απελευθέρωση του Τράκα. Καταγράφω και τις δύο περιπτώσεις, η μια είναι γραπτή (από την εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ    του 1934), ενώ η άλλη προφορικές μαρτυρίες ντόπιων (σε συγκέντρωση στο Αμούρι, στις 23-9-2008).
21. «ένα μεσημέρι», σύμφωνα με την εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, ή «ώρα 8 το πρωί» σύμφωνα με τον Όμηρο Αθηναίο στο βιβλίο του «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα.
22. Σύμφωνα με τον Όμηρο Αθηναίο στο βιβλίο του «Ιστορία των ληστών», Αθήνα 1901 :  «η αιχμαλωσία έγινε μέσα σε χωράφι του Τράκα και μαζί με τον Τράκα ήταν ο Τσώνης και ο γιος του. Δεν ήταν σωματοφύλακες του Τράκα»
23. Σύμφωνα με τον Όμηρο Αθηναίο, «άφησαν ελεύθερο τον Τσώνη, που μετέφερε μια επιστολή του Τράκα στον πατέρα του Κομνά Τράκα».
24. με τον Όμηρο Αθηναίο, «για να μην τους προδώσει ο Τσώνης, είχαν κρατήσει το γιο του».
25. Σ’ αυτούς προστέθηκαν οι : Καλτσάς, ένας αρβανίτης και στη συνέχεια προστέθηκε και ένας τσοπάνης του Ταγκούλη. [Όμηρου Αθηναίου : «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα]
26. Ήταν ο πατέρας του φαρμακοποιού Αθανασίου Παπαδοπούλου, από τη 10ετία του ’30 και μετά. Το φαρμακείο του ήταν στη γωνία των οδών Σατωβριάνδου και Χατζοπούλου  στη ΝΑ γωνία της πλατείας Πάρκου.
27. Στο λόγο του,  στις 10-2-1935, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ταλιαδούρος είπε ότι «ο εισαγγελέας Ροζάκης ανέσυρε περίστροφο, προσπαθώντας να αμυνθεί, αλλά παραιτήθηκε όταν είδε το μάταιο της κίνησης αυτής».
28. «τον τραυμάτισε ο Καλτσάς στο μέτωπο και στην κοιλιά», γράφει ο Όμηρος Αθηναίος στο βιβλίο του «Ιστορία των ληστών», 1901, Αθήνα.
29. Οι γέροντες κάτοικοι του Αμουρίου επέμεναν ότι είχε ήδη δοθεί χάρη (δηλ. αμνηστία) στον Παπακυριτσσόπουλο, την οποία ήξερε ο Σπύρος Τράκας, αλλά δεν την ανακοίνωσε. Αν είναι αλήθεια, τότε είτε ο Τράκας ήθελε την εξόντωσή του  για προσωπικούς λόγους, είτε από κομματική πειθαρχία στην πολιτικά φιλική κυβέρνηση για επιτυχία εναντίον της ληστείας. [Η συγκέντρωση των γερόντων-κατοίκων έγινε στο καφενείο στο Αμούρι στις 23-9-2008].
30. εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 923, σελ. 1, 12-2-1935, Από τμήμα του λόγου του υπουργού Δικαιοσύνης Ταλιαδούρου στα αποκαλυπτήρια των εικόνων Ροζάκη και Αγγελή στις 10-2-1935 στη Λαμία, όπου γράφει «Οι ευγενείς κάτοικοι της Λαμίας προσεφέρθησαν να πληρώσουν και τα λύτρα ακόμα εις τους ληστάς, δια να σώσουν τη ζωή των δύο τούτων δικαστικών, αλλά η τότε κυβέρνησις, έστειλε το λακωνικό εκείνο τηλεγράφημα προς τας αρχάς της Λαμίας «εξοντώσατε ληστοσυμμορίαν πριν επέλθει το σκότος της νυκτός, μη φεισθήτε θυσίας δικαστικών». Σημ. Κων. Μπαλωμένου : Οι ληστές δε ζήτησαν λύτρα, παρά μόνο αμνηστία. Αυτό λοιπόν (δηλ. την πληρωμή λύτρων από τους κατοίκους της Λαμίας) αποτελεί  εφεύρημα ή καλό λόγο για τους ντόπιους, αλλά άσχετο με την αλήθεια.
31. είναι γνωστό το απόσπασμα του λοχία Παπαδογούλα.
32. Δαϊτσά ή Νταϊτσά λεγόταν η Αγριλιά Λαμίας
33. Ο υπουργός Ταλιαδούρος προσπαθώντας να δικαιολογήσει «τα πλήγματα των σφαιρών των αποσπασμάτων» λέει ότι «πριν οι ληστές μαχαίρωναν τους δικαστές, έχοντας τα σώματά τους ως πρόχωμα». Αυτό δείχνει παράλογο, εφόσον στη μάχη προσέχεις και χτυπάς τον αντίπαλο, όχι τον όμηρο, που δεν μπορούσε να διαφύγει άλλωστε.
34. Αντίθετα, στο λόγο του ο υπουργός λέει ότι «ο ανακριτής (Αγγελής) υπέκυψε στα τραύματά του την επομένην παρασημοφορηθείς, ζων εισέτι, δια του Σταυρού του Σωτήρος, υπό του Κράτους».
35. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας, το 1895, δόθηκαν τα ονόματα των δύο δικαστών Ροζάκη-Αγγελή στην οδό που φέρνει την ονομασία αυτή μέχρι και σήμερα.
36. Θεμιστοκλής Λαζ. Λάζος (1845-1910). Είχε διατελέσει δήμαρχος Λαμίας την τετραετία 1887-1891. [Βλ.  Δημ. Νάτσιου : Οι δήμαρχοι της Λαμίας (1836-1996), Λαμία 1996]
37. εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 923, σελ. 1, 12-2-1935, Λαμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου