Πολιτικό θύμα της ελληνικής επανάστασης
Πρόλογος
Οδυσσέας
Ανδρούτσος
(έργο Θαν. Απάρτη, 1937) |
Αν και δεν του ήταν συμπαθής, ο Γιάννης Κορδάτος έγραψε “Τρεις κυρίως στρατιωτικές
μορφές έβγαλε το Εικοσιένα, τον Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το Γ.
Καραϊσκάκη”.
Στην παρούσα εργασία θα δοθεί η εικόνα του ανθρώπου και αγωνιστή, με όσο
γίνεται σύντομο, αλλά περιεκτικό τρόπο.
1. Τα πρώτα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε το 1789 στην
Ιθάκη. Ήταν γιος του αρβανίτη Ανδρέα Βερούση από τις Λιβανάτες και της Ακριβής
Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα. Ανάδοχοι (νονοί) ήταν ο Ιωάννης Ζαβός προύχοντας
της Ιθάκης και η Μαρία Σοφιανού (από την Κέα), σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη. Ο
πατέρας του Ανδρέας Βερούσης, το “Λιοντάρι της Ρούμελης”, ήταν σημαντικός
αρχικλέφτης με αγώνες κατά των Τούρκων και πειρατής με το Λάμπρο Κατσώνη
(1752-1805). Το 1792 συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και
αποκεφαλίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο μικρός Οδυσσέας με τη μητέρα[1] του
κατέφυγαν στη Λευκάδα και μετά στην Πρέβεζα μέχρι το 1806.
Ανδρέας Βερούσης
(υδατογραφία S. Baraldi) |
Το 1806, ο Αλή πασάς αναζήτησε και πήρε στην
αυλή του στα Γιάννενα το μικρό Οδυσσέα Ανδρούτσο, λόγω της προσωπικής φιλίας
που είχε με τον πατέρα του, ή - κατ’ άλλους - μετά από αίτημα της μητέρας του.
Εκεί ο Οδυσσέας φοίτησε σε στρατιωτική σχολή, αλλά ήταν αντιδραστικό άτομο με
πολλά παραπτώματα, που όμως ο Αλής συγχωρούσε. Μετά έγινε αρχηγός της
προσωπικής του φρουράς.
Το 1810 ήρθε από την Ιταλία ο Ιωάννης Κωλέττης και εγκαταστάθηκε στα
Ιωάννινα ιδιωτεύοντας ως ιατρός. Λόγω της καλής φήμης που απέκτησε, ο Αλή πασάς
τον προσέλαβε ως προσωπικό του γιατρό και έτσι εισήλθε στην Αυλή του. Φαίνεται
ότι αυτή τη χρονική περίοδο, στην οποία και οι δύο υπηρετούσαν τον Αλή Πασά,
αναπτύχθηκε - σε λανθάνουσα μορφή - η έχθρα[2] του
Ιωάννη Κωλέττη προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Το 1818, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Σε
ηλικία 30 ετών, τον επόμενο χρόνο (1819) διορίστηκε δερβέναγας στην Ανατολική
Στερεά Ελλάδα. Μετά από μάχες (σε Βεράτι, Αργυρόκαστρο, Γαρδίκι)
διορίστηκε οπλαρχηγός της Λειβαδιάς.
Το 1820 έγινε η ρήξη των σχέσεων Αλή πασά
και Σουλτάνου. Τότε ο Οδυσσέας άφησε το Θανάση Διάκο - τον οποίο μύησε στη
Φιλική Εταιρεία - ως οπλαρχηγό στη Λειβαδιά και πήγε στην Αράχωβα. Ήθελε να
δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής
Εταιρείας, αλλά απέτυχε, επειδή ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε τη συμμετοχή. Όπως
γίνεται φανερό ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν αναγνωρίσιμος και αποδεκτός από
Έλληνες, Αρβανίτες και Τούρκους.
2. Συμμετοχή στην προπαρασκευή κι έναρξη της ελληνικής επανάστασης
Στις αρχές του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
πήγε στα Επτάνησα. Στη Λευκάδα έγινε συνάντηση οπλαρχηγών και άλλων (με τη
συμμετοχή Γ. Καραϊσκάκη, Γ. Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυρ. Μαυρομιχάλη) για
προετοιμασία της εξέγερσης στην Ανατ.
Στερεά Ελλάδα. Η αρχηγία ανατέθηκε στους Οδυσ. Ανδρούτσο και Παν.
Πανουργιά.
Το Μάρτιο του 1821, μετά από συνεννόηση με τον
Αλή πασά, ο Οδυσσέας ανεξαρτητοποιήθηκε. Οργάνωσε ασκέρι 1.500 ανδρών και
άρχισε τον 3χρονο αγώνα κατά των Τούρκων.
Μετά από πολιορκία κατά την περίοδο από 27 Μαρτίου
έως τις 10 Απριλίου 1821 έγινε τελικά η κατάληψη του φρουρίου της Άμφισσας
(Σάλωνα) από 100 άνδρες, υπό τον Π. Πανουργιά.
Στις 22 Απριλίου 1821 έγινε η μάχη στην
Αλαμάνα. Οι Αθ. Διάκος, Ιωάν. Δυοβουνιώτης και Παν. Πανουργιάς με 1.500 άνδρες,
αντιμετώπισαν 8.000 πεζούς και 1000 ιππείς των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ.
Τον ηρωικό αγώνα του Διάκου ακολούθησε η μαρτυρική θυσία του.
3. Η άμυνα στο ιστορικό Χάνι της Γραβιάς
Με
αγγελιαφόρο που έστειλε ο Ομέρ Βρυώνης στον Ανδρούτσο, αναγγέλλοντας το θάνατο
του Θανάση Διάκου, του έλεγε να συναντηθούν στη Γραβιά, ότι τον συγχωρούσε για το φόνο του Χασάν μπέη Γκέκα, αλλά επιπλέον θα του έδινε και το αρματωλίκι
της Λιάκουρας (Παρνασσού).
Στις 3 Μαΐου 1821, ο Ανδρούτσος φτάνοντας
στη Γραβιά με τους Κ. Σουλιώτη και Ευστ. Κατσικογιάννη, είχε αποφασίσει για τον
τρόπο άμυνας, καθυστερώντας την πορεία των Τούρκων.
Οδυσσέας Ανδρούτσος |
Στη
συγκέντρωση με τους Πανουργιά και Δυοβουνιώτη τους πρότεινε να κλειστούν στο
Χάνι, που οι άλλοι δεν δέχτηκαν. Έτσι, οι Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης έπιασαν
τα υψώματα του Χλωμού, ενώ οι Κοσμάς και Κατσικογιάννης την άλλη πλευρά. Ο
Ανδρούτσος κάλεσε σε χορό (τσάμικο) όσους ήθελαν να πολεμήσουν μαζί του.
Ακολούθησαν ο Γιάννης Γκούρας, ο παπα-Ανδρέας Μώρης, ο Κομνάς Τράκας, κ.ά. Ήταν
120 άνδρες που μπήκαν στο Χάνι. Αμέσως έκλεισαν τα παράθυρα κι έφτιαξαν
πολεμίστρες.
Στις 8 Μαΐου έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης με 8.000
στρατό. Εύκολα απομάκρυνε τις ελληνικές δυνάμεις εκτός του
Χανιού και περικύκλωσε την περιοχή γύρω του. Έστειλε το Χασάν-δερβίση για να
πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Μετά από σύντομο διάλογο και άρνηση του
Ανδρούτσου, μια σφαίρα του έριξε το δερβίση νεκρό. Άρχισε η μάχη. Οι Τούρκοι
προσπάθησαν με αλλεπάλληλες επιθέσεις στο Χάνι, αλλά αποκρούστηκαν με μεγάλες
απώλειες. Μέχρι το βράδυ είχαν 300 νεκρούς και 600 τραυματίες.
Επίγραμμα Κωστή Παλαμά (1930) |
Ο Ομέρ Βρυώνης έδωσε εντολή να φέρουν την
άλλη μέρα κανόνια από τη Λαμία. Οι Έλληνες όμως κατάλαβαν τις προθέσεις του και
αργά τη νύχτα διέφυγαν, περνώντας μέσα από τις τουρκικές γραμμές, προς το
ορεινό μέρος της περιοχής. Από τη μάχη,
οι Έλληνες έχασαν 2 άτομα (Σεφέρης, Καπλάνης) και άλλα 4 κατά τη διαφυγή τους.
Η στρατηγική του Ανδρούτσου ήταν πολύ
επιτυχής. Εκδικήθηκε για το φρικτό θάνατο του Διάκου, εμψύχωσε την επανάσταση
και κυρίως καθυστέρησε την εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη, που προσωρινά σταμάτησε
την πορεία του και υποχώρησε προς την Εύβοια, όπου συνάντησε τη δύναμη του
Κιοσέ Μεχμέτ.
4. Λοιπή αγωνιστική δράση το 1821 στην Ανατολική Στερεά
Στις 9 Ιουνίου 1821, οι Τούρκοι (Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ), με
αγγελιοφόρους προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έκαναν πρόταση για ειρηνική υποταγή
των κατοίκων της Λιβαδειάς, αμνηστία και αμοιβή για τους αρχηγούς τους. Για να
κερδίσει χρόνο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έθεσε ως όρο να μην προχωρήσει ο στρατός
τους, μέχρι να μιλήσει στους γέροντες. Παράλληλα, ο Ανδρούτσος σύστησε να
φύγουν τα γυναικόπαιδα, αλλά μάταια (δεν τον άκουσαν). Στις 10 Ιουνίου οι
Τούρκοι επιτέθηκαν. Ακολούθησε σφαγή. Οι πολιορκημένοι στο κάστρο άντεξαν 17
ημέρες. Μετά (26 Ιουν. 1821) έγινε η έξοδος των πολιορκημένων. Ο απολογισμός ήταν σκληρός με 1.000 νεκρούς
και καμένη την πόλη.
Τον Ιούλιο του 1821, οι Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ στρατοπέδευσαν, περιμένοντας ενισχύσεις, πριν περάσουν στην Πελοπόννησο.
Από τη Λάρισα, ο Μπεϊράτ[3] πασάς ξεκίνησε
με 8.000 πεζούς, ιππείς και πυροβολικό, για τη Λαμία. Οι Έλληνες σε καρτέρι[4] που
έστησαν στο Φούρκα Ντερβένι, σκότωσαν αρκετούς και πήραν λάφυρα και τρόφιμα.
Όταν οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν, οι Έλληνες αποχώρησαν χωρίς απώλειες.
Παπαντρέας Μώρης |
Φτάνοντας[5] στη
γέφυρα της Αλαμάνας, ο στρατός του Μπεϊράτ πασά δέχτηκε επίθεση από ομάδα
Ελλήνων πολεμιστών με τους παπα-Αντρέα Μώρη, Θεοχάρη, Παπακώστα και Κομνά
Τράκα. Οι Τούρκοι πέρασαν πίσω από τη γέφυρα με απώλειες, ενώ οι Έλληνες
αποχώρησαν μετά.
Στις 25 και 26 Αυγούστου, στα Βασιλικά[6]
Φθιώτιδας, τους Τούρκους περίμεναν ο παπα-Αντρέας (Κουκουβιστιανός) Μώρης με 300 άνδρες, οι Αντ. Κοντοσόπουλος και
Κων. Καλύβας με 600 άνδρες και ο Ιωάν. Δυοβουνιώτης με το γιο του Γεώργιο με
άλλους 1.100 άνδρες. Ήταν επίσης και ο Γιάννης Γκούρας, αντικαθιστώντας τον
Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το αποτέλεσμα ήταν περίτρανη νίκη των Ελλήνων, με τουρκικές
απώλειες 2.000 νεκρούς. 800 άλογα και 2 πυροβόλα. Ο Γιάννης Γκούρας σκότωσε το Μεμίς Πασά. Οι Έλληνες είχαν 30 νεκρούς. Η νίκη αυτή ακύρωσε τη εκστρατεία
των Τούρκων στην Πελοπόννησο κι ανάγκασε τον
Ομέρ Βρυώνη να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
5. Προσπάθεια διοικητικής οργάνωσης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας (πριν το 1821) δεν υπήρχαν συγκεκριμένες διοικητικές αρχές. Κάθε περιοχή εξέλεγε τους δικούς της
αντιπροσώπους, που προσπαθούσαν να συνεργαστούν για να συντονίσουν την
Επανάσταση. Από τα μέσα του 1821 και μετά, δημιουργήθηκε στη Ρούμελη μια από
τις πρώτες περιφερειακές διοικητικές οντότητες.
Θεόδωρος Γ. Νέγρης |
Στις 15-20 Νοεμβρίου 1821 συνήλθε η
Συνέλευση των Σαλώνων[7], όπου
συμμετείχαν πληρεξούσιοι από τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Σ’
αυτή θεσμοθετήθηκε ένα 12μελές κυβερνητικό σχήμα, που ονομάστηκε Άρειος Πάγος. Παράλληλα, εγκρίθηκε το
προσωρινό καθεστώς, που συντάχθηκε από το Θεόδωρο Νέγρη με το πλαίσιο “Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου
Ελλάδος”. Την προεδρία του πολιτικού μέρους είχε ο Θεόδ. Νέγρης, ενώ του
δικανικού είχε ο Ταλαντίου Νεόφυτος.
Στα 12 μέλη περιλαμβάνονταν και οι Θεόδωρος Νέγρης[8]
(1790-1824), ο οποίος καταγράφηκε ως “εκπρόσωπος Ζητουνίου και Μπουτονίτζας”, ο
Γεώργιος Αινιάν από το Πατρατζίκι (Υπάτη) και ο επίσκοπος Νεόφυτος της
Αταλάντης (Ταλάντι). Οι Δρόσος Μανσόλας και Άνθιμος Γαζής που ήταν εκπρόσωποι
της Θεσσαλίας. Δεν είναι γνωστός ο τρόπος που ορίστηκαν ως εκπρόσωποι.
Η συνέλευση πολιτικών προσώπων της
Επανάστασης στην Άμφισσα (τότε Σάλωνα) συνήλθε με εισήγηση και προτροπή του
Θεοδώρου Νέγρη. Με τον τρόπο αυτό καθιδρύθηκε τοπική αυτοδιοίκηση στην
Ανατολική Ελλάδα, με χαρακτήρα αντίρροπο της Κεντρικής Διοίκησης της
Επανάστασης, που υπήρχε στην Πελοπόννησο, υπό το Δημήτριο Υψηλάντη. Οι πράξεις,
όσο και οι αποφάσεις αυτής της Συνέλευσης των Σαλώνων, που διασάλευαν
επικίνδυνα την περαιτέρω ενότητα του Αγώνα, ακυρώθηκαν από τη Β’ Εθνοσυνέλευση του
Άστρους, ως μηδέποτε γενόμενες.
6. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πρωτοκαπετάνιος στη Στερεά – Αντιδράσεις
Σε αναγνώριση της πολεμικής δράσης του Οδυσσέα
Ανδρούτσου, η Διοίκηση (Άρειος Πάγος) του απένειμε τον τίτλο του χιλίαρχου στη Ρούμελη,
στέλνοντάς του ανάλογο τιμητικό δίπλωμα
Το Φεβρουάριο 1822, οι Ρουμελιώτες[9] πίεζαν
τους Πελοποννησίους να έρθουν στη Ρούμελη για να αγωνιστούν μαζί, επειδή οι
Τούρκοι ήταν πολλοί και ο Δράμαλης ήρθε στο Ζητούνι με μεγάλη δύναμη. Τότε, η
Διοίκηση διέταξε το Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) με ένα σώμα πολεμιστών να βγει στη
Ρούμελη, όπου ήταν ανάγκη.
Ο Υψηλάντης παραιτήθηκε από την Κυβέρνηση και μαζί με το Νικήτα
αποφάσισαν να πάνε στη Ρούμελη και να αγωνιστούν μαζί με τον Οδυσσέα και τους
άλλους. Αυτό δεν άρεσε στους άλλους. Είπαν στο Νικήτα - με πλάγιο τρόπο - να
μην πάρει μαζί του τον Υψηλάντη, γιατί θα φανεί ότι εκείνος είναι αρχηγός και
θα χάσεις σε υπόληψη! Όμως ο Νικήτας (αγαθός πατριώτης) δεν τους άκουσε και
πήγαν μαζί στη Ρούμελη.
Τότε οι κυβερνητικοί έστειλαν γράμμα στον Οδυσσέα, όπου έγραφαν :
“Ο Νικήτας κι ο Υψηλάντης ενώθηκαν και με ένα σώμα, έρχονται να σε βαρέσουν και
να πάρουν τη θέση σου”. Όταν ανταμώθηκαν στη Ρούμελη οι τρεις, μίλησε ο
Οδυσσέας και έδειξε το γράμμα του έλαβε. Ο Νικήτας έδειξε το δικό του γράμμα.
Τότε οι τρεις φιλήθηκαν κι ορκίστηκαν να είναι αχώριστοι για το καλό της
πατρίδας.
7. Η επιχείρηση στην Αγία Μαρίνα – Οι αίτιοι της αποτυχίας
Οι τρεις τους παράγγειλαν στους άλλους αρχηγούς ν' ανταμωθούν στο Τουρκοχώρι[10].
Γνωρίστηκαν με τον Υψηλάντη και μετρήθηκε το στράτευμά τους ως 7.000 περίπου.
Αποφάσισαν να κινηθούν προς την Αγία Μαρίνα, τη Στυλίδα και το Πατρατζίκι
(Υπάτη). Από τον Άρειο Πάγο ζήτησαν να ετοιμάσει τα καράβια και τα αναγκαία του
πολέμου. Έγινε το σχέδιο εναντίον των Τούρκων. Ο Άρειος Πάγος ετοίμασε τα
καράβια. Ο Οδυσσέας, ο Νικήτας και ο Γεωργ. Δυοβουνιώτης για Αγία Μαρίνα και
Στυλίδα. Ο Πανουργιάς κι ο Υψηλάντης αποφάσισαν να μείνουν στη Δρακοσπηλιά
(Θερμοπύλες). Οι άλλοι (Σαφάκας, Καλτσοδήμος, Κοντογιανναίοι, Δυοβουνιώτης,
Γιολδασαίοι) να πάνε στο Πατρατζίκι. Το σχέδιο προέβλεπε να χτυπήσουν το Μεγάλο
Σάββατο, όλοι μαζί ταυτοχρόνως σε Στυλίδα, Αγία Μαρίνα και Πατρατζίκι, ώστε να
μοιραστεί η δύναμη των Τούρκων.
Την ορισμένη μέρα κινήθηκαν σε Αγία Μαρίνα και Στυλίδα, αλλά τα βρήκαν
πιασμένα από τους Τούρκους. Τους πολέμησαν γενναία και κατέλαβαν τις δυο
θέσεις. Όμως οι άλλοι στο Πατρατζίκι δεν χτύπησαν. Τότε όλη η τουρκική δύναμη
(πεζοί, ιππικό και κανόνια) έπεσε πάνω στους πρώτους. Αναγκάστηκαν να
οπισθοχωρήσουν. Οι Τούρκοι έφτιαξαν χαρακώματα. Είχαν όλα τα αναγκαία, ενώ οι
Έλληνες δεν είχαν ούτε ψωμί.
Ο Οδυσσέας έστειλε μήνυμα στο Πατρατζίκι να χτυπήσουν (όπως ήταν η
συμφωνία) και την Τρίτη μετά τη Λαμπρή χτύπησαν αλλά χωρίς όρεξη. Οι Τούρκοι
πολεμούσαν στην Αγία Μαρίνα με πείσμα. Οι Έλληνες είχαν πολλά θύματα[11] και
τραυματίες, χωρίς να έχουν γιατρό. Δεν είχαν να φάνε. Ο Άρειος Πάγος αντί να
προμηθεύει τα αναγκαία του πολέμου, αυτοί οι αφεντάδες κάθονταν στα καράβια,
έτρωγαν κι έπιναν, σπέρνοντας διχόνοια σ’ όσους πολεμούσαν. Τότε αγανάχτησαν οι
άνθρωποι, που πέθαιναν αδίκως και πίεσαν να τους στείλουν φελούκες για να
φύγουν. Παραγγέλλει ο Οδυσσέας στον Άρειο Πάγο, αλλά δεν του αποκρίθηκαν. Στους
καραβοκυραίους, ο Άρειος Πάγος είπε να μην πλησιάσει κανείς με φελούκα κι ας
χαθούνε όλοι. Είχαν πάθος με τον Οδυσσέα και για το λόγο αυτό άφηναν να χαθεί
στράτευμα 3.000 ατόμων. Ο Μακρυγιάννης έγραψε στα Απομνημονεύματά του :
“… Η πατρίς είχε μόνο αυτό το
στράτευμα, ενώ οι άλλοι γύρευαν βαθμούς και ταξίματα και κάθονταν άνεργοι … σαν
αφεντάδες οπού ήταν κοντά στους Τούρκους[12]…”.
Τότε ο Οδυσσέας, αφού είδε ότι ο
Άρειος Πάγος θέλει να χαθούνε όλοι, είπε σε κάτι καραβοκυραίους φίλους του και
του πήγαν φελούκες. Μυστικά τη νύχτα μπαρκάρισε πρώτα τους λαβωμένους κι
άρρωστους, ύστερα τους κιοτήδες και μετά τους άλλους. Σε δυο βραδιές έφυγαν
όλοι και τότε οι Τούρκοι κατάλαβαν. Έτσι σώθηκαν όλοι. Αποβιβάστηκαν στην
Μπουντουνίτζα (Μενδενίτσα).
Κι ο στρατηγός Μακρυγιάννης συνεχίζει : “… Τότε οι Αρειοπαγίτες έστειλαν τους καραβοκυραίους και τον αρχηγό της
φρουράς στον Οδυσσέα, για να τον πάνε στο καράβι, που έχουν να τους μιλήσουν
και μ’ απιστιά να τον σκοτώσουν”.
Από τη Μπουντουνίτζα, ο Οδυσσέας έκανε μια αναφορά κι έβαλε μέσα και το
δίπλωμα (αυτό που ο Άρειος Πάγος τον ονόμασε χιλίαρχο). Τους έγραψε (όπως τα
άκουσε ο Μακρυγιάννης από το Νικήτα, το γραμματικό του Οδυσσέα κι άλλους
αξιωματικούς) :
“Προς τον σεβαστό Άρειο Πάγο. Όσες
αντενέργειες μου κάμετε και σχέδια εναντίον μου για να χαθώ κι εγώ, να χαθεί κι
όλο το στράτευμα εξ αιτίας μου, μου είναι γνωστά όλα αυτά. Σας είχα στο χέρι
και σας έχω, να σας κάμω ό,τι θέλω· δεν καταδέχομαι ότι είστε κυβερνήτες της
πατρίδος μου. Σαν γνωρίζετε ότι είμαι κακός άνθρωπος και κινδυνεύει η πατρίς εξ
αιτίας μου, τραβιέμαι σ’ ένα μέρος και δεν ανακατώνομαι. Και στείλτε λάβετε
τους ανθρώπους και βάλτε όποιον θέλετε κεφαλή σ’ αυτούς. Λάβετε και το δίπλωμά
σας οπίσω και εις το εξής δεν ανακατώνομαι σε τίποτα, να μην κινδυνεύει η
πατρίς για μένα και κάθε λίγο κινδυνεύουν να χαθούν και οι αγωνιστές.”
Ο Άρειος Πάγος έστειλε απάντηση : “Προς
τον Δυσσέα Αντρίτσο. Ελάβαμε την αναφορά σου και δίπλωμα· κόπιασε εις την
δουλειά σου και στέλνομε και κυβερνούμε τους ανθρώπους”.
Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης κι ο Πανουργιάς μαθαίνουν την απάντηση του
Αρείου Πάγου, ρώτησαν τον Οδυσσέα, “τι είναι αυτό;” Τότε εκείνος, τους έδειξε
την κόπια της αναφοράς και την απάντηση των Αρειοπαγιτών. Είπε ο Υψηλάντης : “Εγώ σου τα είπα όταν σμίξαμε· αυτά έβλεπα
που ενεργούσαν μέσα στην κυβέρνηση που ήμουν μέλος κι εγώ, και σηκώθηκα κι
έφυγα, κι ήρθα να ανταμωθούμε όλοι μαζί να δουλέψουμε πιστά, ίσως και σώσουμε
την πατρίδα, ότι κινδυνεύει από ’μας τους ίδιους, και θα χαθεί ενάντια στον
πατριωτισμό που δείχνετε στους αγωνιστές και στους τίμιους ανθρώπους”.
Όταν ο κόσμος (στη Λιβαδειά και στ’ ασκέρια) έμαθαν τι έγραψε ο Οδυσσέας
στον Άρειο Πάγο και την απάντηση που έλαβε, του μίλησαν (ακόμα κι ο Υψηλάντης
και ο Νικήτας) και τελικά έμεινε.
8. Αρχή νέων διώξεων από τους πολιτικούς – Απόπειρες δολοφονίας του
Ο Άρειος Πάγος όταν έμαθε ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απέσυρε την
παραίτησή του, στέλνει ένα γραμματικό, πιστό στο Νικήτα και του λέει : - Ο
Νικήτας να σκοτώσει τον Οδυσσέα, για να βάλουν αυτόν (το Νικήτα) αρχηγό. Μάλιστα
ο γραμματικός είχε μαζί του κι ένα γράμμα απ’ τους Αρειοπαγίτες, με την εντολή
να το διαβάσει στο Νικήτα (που ήταν αγράμματος). Όταν ο γραμματικός του μίλησε
και του διάβασε το γράμμα, ο Νικήτας του λέει :
“Να σε σκοτώσω δεν καταδέχομαι, τέτοιον
άνθρωπο και φεύγα να μη σε μάθει ο Οδυσσέας και σε σκοτώσει και μαγαρίσει τα
χέρια του, από τέτοιους κακούς πατριώτες, οπού η πατρίς κινδυνεύει και θέλουν
να σκοτώσουνε τους ανθρώπους, που είναι η ελπίδα να τη σώσουνε”.
Ο γραμματικός, που είδε αυτή τη συμπάθεια από το Νικήτα τού λέει: “Θα σου ξηγηθώ, αλλά μη με προδώσεις. Εμένα
μόλεγαν ότι εσείς όλοι είστε θερία και πίστευα τα λόγια αυτεινών. Εσείς κι
όντως θα σώσετε την πατρίδα. Αυτεινών είμαι πιστός τους και συγγενής ενός απ’ αυτούς
και σ’ ότι ενεργεί η Διοίκηση κι ο Άρειος Πάγος, εμένα στέλνουν· και τα σχέδιά
τους κι ό,τι ενεργούνε τα ξέρω όλα· κι είναι αυτά να βαίνουν ένα να σκοτώνει
τον άλλο και να σας σκοτώσουνε όλους και τότε θα βάλουν δικούς τους ανθρώπους.
Και δεν θ’ αφήσουνε, αν μπορέσουνε, κανέναν από σας.”
Και
του λέει όλα τους τα σχέδια κι ορκίζει αυτόν και τον Οδυσσέα να μην πούνε
τίποτα, διότι τον σκοτώνουν κι αυτόν· ότι είναι τοιούτως ορκισμένοι. Τους λέγει
“και να παραγγείλετε και του Κολοκοτρώνη
κι όλων των σημαντικών αρχηγών”. Τότε, τους τα είπε κι ο Υψηλάντης κι έστειλαν
γράμμα του Κολοκοτρώνη, μίλησαν και στους άλλους και πήραν μέτρα.
Στις 27 Αυγούστου 1822, η γερουσία του Αρείου
Πάγου ανέθεσε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο τη Διοίκηση της Αθήνας και εισήλθε
θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, μαζί με τους Ιωάν. Μακρυγιάννη, Ιωάν.
Γκούρα, Ιωάν. Μαμούρη, Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους. Ο λαός της Αθήνας τον
αποθέωσε.
Από το Φθινόπωρο του 1823, η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού
σώματος στο οποίο ήταν πρόεδρος ο
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (με
αντιπρόεδρο τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος, που είχε επικεφαλής
το Μαυροκορδάτο, επιδεινώθηκε. Τα σώματα
αυτά εκείνη την περίοδο έδρευαν στη Σαλαμίνα.
Ιωάννης Μαμούρης |
Ανάμεσα στους πολλούς φιλέλληνες, που έρχονταν τότε, έφτασε το Νοέμβριο
του 1823 και ο βρετανός Εδουάρδος Τρελώνυ (Edward John Trelawny,
1792-1881), που ήταν φίλος του λόρδου Byron. Μεταξύ άλλων, γνωρίζει
τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον θαυμάζει. Τον ακολουθεί παντού, παραμένοντας
πιστός του. Μάλιστα, παντρεύτηκε την 13χρονη Ταρσίτσα Καμένου, που ήταν
ετεροθαλής αδερφή του Οδυσσέα.
Την περίοδο αυτή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
παντρεύτηκε την Ελένη Χρ. Καρέλλη, από τις Καλαρρύτες Ηπείρου. Από το γάμο τους
απέκτησαν ένα γιο το Λεωνίδα (1824-1837). Δυστυχώς το παιδί αυτό πέθανε το 1837
στο Μόναχο[13]
από επιδημία χολέρας.
Σ' ένα γράμμα του στις 14 Φεβρουαρίου 1824,
προς τον Αναστάσιο Λόντο, κοτζαμπάση του Μωριά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγραψε το
ζητούμενο της ζωής του :
“Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς
συρόμενος από τον διάβολόν μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, τη φωνή της άκουσα
στα φυλλοκάρδια μου, εσεβάστηκα την απόφασίν της και έτρεξα με όλους τους
αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ
Τουρκίας, ο διάβολός μου μού αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τ’
άρματα. Και τι τα πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω
ψείρες, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις την
λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς
και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και φίλους της
δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να
είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομίαν και
ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνον και μόνον Έλληνες να διοικούν και
να βασιλεύουν εις τους Έλληνας”.
Από
το 1824 αρχίζει ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
έρχεται σε πολύ δύσκολη θέση με την απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει
και τον κίνδυνο των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών
στρατευμάτων. Όλα αυτά τον οδήγησαν να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς
για να καθυστερεί τις κινήσεις των τουρκικών τμημάτων. Οι κινήσεις και οι
διαθέσεις τού Οδυσσέα, την περίοδο αυτή τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην
κυβέρνηση (ιδιαίτερα στον Κωλέττη κι τους άλλους εχθρούς του).
Είναι πολύ πιθανό ότι ο Ιωάν. Κωλέττης
ήταν ο ηθικός αυτουργός μιας δολοφονικής απόπειρας που έγινε σε βάρος του Οδυσσέα
Ανδρούτσου, στις αρχές Ιουλίου 1824 ενώ στεκόταν στο παράθυρο της οικίας του
Νικηταρά στο Ναύπλιο.
Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών,
ο Ανδρούτσος απογοητευμένος αποσύρθηκε στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα
βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Κοντά του ήταν και ο βρετανός
Εδουάρδος Τρελώνυ.
Η τρύπα του Οδυσσέα, ήταν ένα σπήλαιο στη θέση
Μαύρη Τρύπα του Παρνασσού. Ήταν ένα απροσπέλαστο οχυρό[14], εφόσον
κάποιος για να φτάσει εκεί, έπρεπε να περάσει από κινητές ξυλογέφυρες και να
ανέβει σε ανεμόσκαλες. Ήταν όμως και απόρθητο, επειδή ο Οδυσσέας είχε ανεβάσει
στη σπηλιά ένα κανόνι (δωρεά του Thomas Gordon προς το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου). Επιπλέον
διέθετε τρόφιμα και άλλα αναγκαία για μακρόχρονη πολιορκία.
9. Η ελληνική επανάσταση σε κίνδυνο – Διετής εμφύλιος
πόλεμος
Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν τα χρήματα του
αγγλικού δανείου. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη το μοίρασε επιλεκτικά μεταξύ ημετέρων.
Η νέα βουλή μετά από εκλογές ήταν από νησιώτες (κυρίως υδραίους). Εκδηλώθηκε αντίδραση
από τους Μωραΐτες στην κυβέρνηση, με άρνηση πληρωμής των φόρων.
Από τον Οκτώβριο του 1824 άρχισε ο Εμφύλιος.
Κυβερνητικά σώματα πολιορκούν Τρίπολη και Ακροκόρινθο, για επιβολή της τάξης.
Αυτά που ακολούθησαν είναι μελανές σελίδες της ελληνικής επανάστασης.
Το Νοέμβριο 1824 άρχισε η εφαρμογή σχεδίου του Ιωάννη Κωλέττη, με βάση
το οποίο οι Ρουμελιώτες Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας,
Δράκος και Καρατάσος διατάχτηκαν να επιβάλουν την τάξη στην εξεγερμένη
Πελοπόννησο.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1824 δολοφονήθηκε ο
Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης (1800-1824) από κυβερνητικούς. Στην Κόρινθο οι
ρουμελιώτες συγκρούστηκαν με αποτέλεσμα την ήττα των Νοταράδων. Ακολούθησε
εκστρατεία στην Αιγιαλεία με τους Ίσκο,
Καραϊσκάκη, Μπότσαρη, Τζαβέλλα, Δράκο, Βαλτινό, κ.ά. και την ήττα των Λόντου
και Ζαΐμη. Διαπράχθηκαν φρικτά εγκλήματα (βιασμοί, βασανισμοί, λεηλασίες). Το
ίδιο έγινε και στην περιοχή Δεληγιανναίων, μετά στην Ηλεία (περιοχή Σισίνη), με
πλιάτσικο και καταστροφές.
Κι ενώ ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το Φεβρουάριο 1825
χωρίς αντίσταση, ο ελληνικός εμφύλιος κατέτρωγε την επανάσταση. Η διαφθορά και
η αυθαιρεσία σε διανομή χρημάτων και αξιωμάτων κορυφώθηκε. Κυριαρχούσε το
πνεύμα του φατριασμού και της μισθοφορίας. Η εθνική ενότητα υπονομεύτηκε από
τον άγριο τοπικισμό. Οι Υδραίοι μισούσαν τους Μωραΐτες, οι Μωραΐτες τους
Ρουμελιώτες, οι Ρουμελιώτες όλους.
Τον Ιανουάριο 1825 όλα τελείωσαν με τη σύλληψη των Κολοκοτρώνη, Θεοδ.
Γρίβα, Γεωρ. & Χρύσ. Σισίνη, Σωτ. & Ιωάν. Νοταρά, Δεληγιανναίων, κ.ά. οι
οποίοι φυλακίστηκαν στην Ύδρα (Μονή Προφήτη Ηλία).
10. Εκστρατεία του Γιάννη Γκούρα κατά Οδυσσέα Ανδρούτσου – Σύλληψη
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μαθαίνοντας τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη και
θέλοντας να φοβίσει τους καλαμαράδες, ενώθηκε με τους
Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας,
Ταλαντίου, Λειβαδιάς και Θήβας. Η συμφωνία[15] που
κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου “ήταν κάτι περισσότερο από τα
συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας, που όμως έφθανε στα όρια
της προδοσίας”. Ο Σπηλιάδης όμως γράφει ότι :
«... αν εφάνη συνεννοούμενος με τον εχθρό, δεν
αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν, και εν ταυτώ ηπάτα τους
Τούρκους δια τον σκοπόν του».
Ήταν μια δική του τακτική, για την οποία ο
ίδιος γράφει σε γράμμα του προς το Δημ. Υψηλάντη : “να πληροφορήσεις τον κόσμον ότι εγώ κρατώ πάντα ανταπόκρισιν με τους
Τούρκους με σκοπόν πατριωτικόν όπου με τούτον τον τρόπον να εμπορέσωμεν καμίαν
φοράν να τους φέρομεν εις καμίαν τοποθεσίαν όπου να τους χάσωμεν. Αλλά ταύτα
μου τα τερτίπια οι κοτζαμπασίδες και οι νέοι Γενεραλαίοι της μεγάλης
επικράτειας της Ελλάδος τα λεν προδοσίες”.
Γιάννης Γκούρας
(Πίνακας Γεωργ. Ροϊλού) |
Στις 20 Φεβρουαρίου 1825, η κυβέρνηση διόρισε αρχηγό της εκστρατείας
στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα το Γιάννη Γκούρα[16] (παλιό
πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου) και του έδωσε 140.000 γρόσια. Όμως, ο Καραϊσκάκης και οι περήφανοι Σουλιώτες δεν ανέχονταν να
εκτελούν τις διαταγές ενός νεόπλουτου, χωρίς ικανότητες, όπως χαρακτήριζαν το
Γκούρα.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με τους δικούς
του και με 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που του έστειλε ο Ομέρ πασάς από τη
Χαλκίδα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει πρώτα στη Χαιρώνεια και μετά στις Λιβανάτες.
Κατέφυγε στη Μονή Βελιβούς. Την περίοδο από 27 Μαρτίου έως 7 Απριλίου, μετά
από συνεννοήσεις που έκανε με το Νικόλαο Κριεζιώτη[17]
(1785-1853), οπλαρχηγό από την Εύβοια, ο Ανδρούτσος εγκατέλειψε[18] τους
Τούρκους ιππείς και τελικά παραδόθηκε στο Γκούρα, που τον έστειλε με φρουρά
στην Αθήνα. Τον φυλάκισαν στο κάτω μέρος του ψηλού
πύργου (Γουλά) δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης.
Ο Γεώργιος
Καραϊσκάκης στο Λουτράκι έμαθε από το Γεωργαντά, παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα,
τα γεγονότα για τη φυλάκιση του Ανδρούτσου εξοργίστηκε και «έβρισε το Γκούρα παλιόβλαχο».
Ξεκίνησε με τους δικούς του, να πάει να απελευθερώσει το φίλο του. Ο Γκούρας
οχυρώθηκε και δεν ήταν δυνατή η απελευθέρωση. Η Διευθυντική Επιτροπή της
Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος τότε - για εκτόνωση της κατάστασης - ζήτησε τη
μετάθεση του Γκούρα σε στρατόπεδο της Αθήνας.
Ο
Γεώργιος Καραϊσκάκης τάχτηκε ανοιχτά υπέρ του Ανδρούτσου. Αυτός και ο Τζαβέλλας
αξίωσαν την απελευθέρωση του Οδυσσέα. Οι άλλοι καπεταναίοι όμως αντιτάχτηκαν. Ένα
χρόνο πριν και ο Καραϊσκάκης είχε κατηγορηθεί για προδοσία, δικάστηκε και
κινδύνεψε. Ο Γκούρας ανησύχησε και στις 15 Μαΐου ανέφερε στην Κυβέρνηση “ο
Καραϊσκάκης ερχόμενος εδώ άρχισε να φωνάζει δια τον Οδυσσέα να κάμη επανάστασιν
εις τον κόσμον και άλλα απερίγραπτα”.
Νέα διπλή τουρκική εκστρατεία εκδηλώθηκε στη
Ρούμελη. Τον Απρίλιο 1825 ο Αμπάς πασάς ξεκίνησε απ’ το Ζητούνι (Λαμία), πέρασε
το Σπερχειό ποταμό και κυρίευσε τα Σάλωνα. Ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) άρχισε την
πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο εμφύλιος πόλεμος 1824-25 ήταν ολέθριος. Τον
ακολούθησε ο εθνικός διχασμός στα έτη 1825-26, με την επέμβαση των ξένων και τη
διασπάθιση του 2ου αγγλικού δανείου.
Όπως ανέφερε ο
Άγγλος εθελοντής William Humphreys, o νεαρός Άγγλος εθελοντής Whitcombe είχε
στρατολογηθεί[19]
ο ίδιος για τη δολοφονία του Trelawny (γαμβρού του Ανδρούτσου), αλλά και του Οδυσσέα
Ανδρούτσου.
11. Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Στο διάστημα του Μαΐου μέχρι τις αρχές
Ιουνίου 1825, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παρέμενε φυλακισμένος και ανέμενε να
δικαστεί.
Ο Γιάννης Γκούρας (1791-1826) όμως αποφάσισε
να πάρει τον νόμο στα χέρια του και διέταξε[20] τη
δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Εκτελεστές ήταν οι: Ιωάννης Μαμούρης[21]
(οπλαρχηγός), Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης
Θεοχάρης από το Λιδωρίκι.
Αυτοί, στις 5 Ιουνίου 1825, αφού απομάκρυναν
το δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και αφού τον βασάνισαν
για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους θησαυρούς, τον θανάτωσαν με τα ίδια
τους τα χέρια.
Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από το Γουλά
κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και στο λαό διέδωσαν ότι τάχα ο
φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά κόπηκε το σχοινί που
χρησιμοποίησε κι έτσι σκοτώθηκε.
Πύργος της
Ακρόπολης – Η φυλακή
του Οδυσσέα Ανδρούτσου |
Ο Μακρυγιάννης[22] στα
Απομνημονεύματά του γράφει “Ο Κωλέττης
γέμισε το Γκούρα με λίρες. Τον έκαμε κι αρχηγό, με εντολή να πάει εναντίον του
Οδυσσέα Ανδρούτσου. Το μαθαίνει ο Οδυσσέας, που δεν είχε άλλο καταφύγιο να
σταθεί στην Ελλάδα και πήγε στους Τούρκους για να γλιτώσει. Ακούγοντας ότι ο
δικός του Γκούρας[23],
το παιδί του, που αυτός δόξασε, έρχεται εναντίον του, τον εμπιστεύτηκε, βγήκε
και παραδόθηκε. Εκείνος τον πήγε την Αθήνα και τον σκότωσε. Έτσι ο Κωλέττης
τελείωσε και με τον τρίτο αντίζηλό του (Αλέξη
Νούτσο, Χρ. Παλάσκα και Οδυσ. Ανδρούτσο)”.
Η σορός του Οδυσσέα ετάφη στο μικρό ναό των Ασωμάτων
στους πρόποδες της Ακρόπολης. Μετά από 8 χρόνια, η γυναίκα του έκανε εκταφή και
κατέθεσε τα οστά του σε κάποιον από τους ναούς της πόλης. Εν τω μεταξύ ο
διασυρμός του αγωνιστή συνεχιζόταν και μετά το θάνατό του. Για 40 ολόκληρα
χρόνια αναθεμάτιζαν τον Οδυσσέα ως προδότη και κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν
τα οστά του.
Την Κυριακή 21
Φεβρουαρίου 1865 τελέστηκε μνημόσυνο στη Μητρόπολη και έγινε μετακομιδή των
οστών του στο Α` Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο μικρός ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στους πρόποδες της Ακρόπολης.
Στην αυλή του ναού έγινε κρυφά η ταφή του
Οδυσσέα Ανδρούτσου.
(Ανάρτηση Μάκη Πικρού σε fb, φωτ. 1969) |
Επίλογος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν άξιος Έλληνας και
πατριώτης, ιδιότητες που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανένα. Βρέθηκε από
την αρχή στην ελληνική Επανάσταση και η ζωή του ταυτίστηκε με τον
απελευθερωτικό αγώνα. Οι ικανότητές του ως οπλαρχηγού και η φήμη του μετά τη
νίκη στο Χάνι της Γραβιάς, ενόχλησαν τους πολιτικούς.
Με ίντριγκες προσπάθησαν να αμαυρώσουν το
καλό του όνομα, αλλά και με πολλαπλές δολοφονικές απόπειρες ήθελαν να
τον βγάλουν από τη μέση. Για αυτοπροστασία, ζήτησε τη στήριξη
των Τούρκων, εφόσον κινδύνευε η ζωή του. Προφανώς δεν θα υπηρετούσε τους
Τούρκους, απλά τους χρησιμοποιούσε. Τα πολιτικά πάθη της περιόδου 1824-26,
οδήγησαν τους πρώην συναγωνιστές του, με επικεφαλής το Γιάννη Γκούρα, να γίνουν
οι φονιάδες του. Κρίμα για την Ελλάδα…
Κωνσταντίνος
Αθ. Μπαλωμένος
φυσικός
-----------------------------------------
Βιβλιογραφία-Αναφορές-Ιστοσελίδες
1.
Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδ.
ΓΝΩΣΗ, 2003, Αθήνα.
2.
Κυριάκου
Σιμόπουλου : “Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21”, τόμοι 3 & 4, Αθήνα,
1982.
3.
Λάμπρου
Δημήτριος. : “Η πολιορκία της Λιβαδειάς και
η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο (Ιούνιος 1821)”, 8 Ιουνίου
2018, στην
ιστοσελίδα http://viotiaplus.gr/archives
4.
Κωνσταντίνου
Αθ. Μπαλωμένου : “Βάλντεμαρ φον Κουαλέν (1799-1822)”, στην εφ. “ΗΜΕΡΑ”, φ. 972, σ.
12, 14-9-2013, Λαμία.
5.
Ιστοσελίδα
https://www.rizospastis.gr/story
6. Douglas
Dakin, “Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833”, μετάφραση Ρένα
Σταυρίδου-Πατρικίου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 378, Αθήνα, 1989.
7.
William Humphreys : “Souvenirs de la Grece”, σελ. 291, Paris, 1826.
8.
Βικιπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]
Ξαναπαντρεύτηκε αργότερα με τον πρακτικό γιατρό Φ. Καμμένο κι από αυτό το
γάμο της απέκτησε τα πέντε ετεροθαλή αδέλφια του Οδυσσέα (τρία αγόρια και δύο
κορίτσια).
[2]
Douglas
Dakin, “Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833”, μετάφραση Ρένα
Σταυρίδου-Πατρικίου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 378, Αθήνα, 1989.
[3] Μαζί τους ήταν οι
πασάδες Χατζή Μπεκήρ, Μεμίς και Σαχήν-Αλής.
[5] ό.π.
[6]
τα "Βασιλικά"
είναι ορεινή περιοχή που βρίσκεται σχεδόν στα μισά της απόστασης μεταξύ των
σημερινών χωριών Ρεγγίνι (Εργίνι) και Ελάτεια (Δραχμάνι) της επαρχίας Λοκρίδας
στη Φθιώτιδα, όπου δεν υπήρχε ποτέ χωριό, παρά μόνο καλύβες τσοπάνηδων.
[7] Σ’ αυτήν
ορίστηκαν τα ονόματα των απεσταλμένων στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
[8] Πέθανε στις 22
Νοεμβρίου 1824 από τύφο στο Ναύπλιο, σε ηλικία 34 ετών.
[9] Μακρυγιάννη
Απομνημονεύματα, σελ. 132-136, εκδ. ΓΝΩΣΗ, 2003, Αθήνα.
[10]
Ήταν το
τούρκικο χωριά Εσδάτ, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Τουρκοχώρι (βρισκόταν κοντά στον σημερινό σταθμό του ΟΣΕ
στην Τιθορέα). Το Τουρκοχώρι ήταν ισχυρός σταθμός "ανεφοδιασμού" των
Τούρκων.
[11]
Μεταξύ των νεκρών ήταν και δύο φιλέλληνες, ο Δανός Κόμης Valdemar von
Qualen (που προερχόταν
από την οικογένεια ευγενών Holstein) και ο
Πρώσος Εϋνεμάνος.
[12]
Ο Κωλέτης,
καθώς λένε, έγραψε τους Κιουτάγια κάποτε να γυρίσει μ’ αυτόν. Το γράμμα του ο
Κιουτάγιας τόδειξε στον Τάτση Μαγγίνα, όταν τον έπιασε σκλάβο στο Μεσολόγγι· κι
όταν ελευθερώθηκε ο Μαγγίνας, είπε τι έγραφε το γράμμα στο Βουλευτικό Σώμα,
στην Αίγινα. Κι έγινε τόσος καυγάς με όλους τους βουλευτές. Παιδιά των Τούρκων
έχουμε που μας κυβερνούν. Η πατρίς η δυστυχής κυβέρνηση δεν είδε με τα μάτια
της, ούτε θα ιδεί. Κι ο Θεός να βγάλει εμένα ψεύτη και άδικο κι αυτούς
πατριώτες κι αληθινούς. [υποσημείωση του Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, σελ. 134]
[13]
Είχε σταλεί
με την υποστήριξη του βασιλιά Όθωνα, για να μεγαλώσει στο περιβάλλον του πατέρα
του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’.
[14]
Κυριάκου
Σιμόπουλου : “Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21”, τόμος Τρίτος (1823-1824),
σελ. 304, Αθήνα. 1981.
[15]
Ήταν συνηθισμένη τακτική του Οδυσ. Ανδρούτσου να ξεγελά τον αντίπαλο, με σκοπό
το όφελος του επαναστατικού αγώνα.
[16]
Συνήθεια
του Γκούρα ήταν να μην πληρώνει το στράτευμά του, κατακρατώντας τα χρήματα που
έδινε η Διοίκηση. [Κυριάκου Σιμόπουλου : “Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του
’21”, τόμος 4ος , υποσημείωση 9, σελ. 278, Αθήνα, 1982].
[18]Παρά τις τουρκικές δυνάμεις που τον υποστήριζαν, ο Οδυσσέας απέφυγε να
χτυπηθεί με τις ελληνικές. Ο Γκούρας μάλιστα, σε εκθέσεις προς τους ανωτέρους του,
κατηγορεί τον Οδυσσέα ως δειλό, επειδή απέφευγε να συγκρουστεί μαζί του.
[20]
Ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του έγραψε για το Γκούρα “τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν
εις τον Δυσσέα”.
[21]
Λέγεται ότι ο Ιωάννης Μαμούρης δέχτηκε επιστολή από τον Γιάννη Γκούρα για
την δολοφονία του Ανδρούτσου, ο οποίος ήταν τότε φρούραρχος της Ακρόπολης.
[22] Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα,
Βιβλίο Α’, κεφ. Στ’, σελ. 212-213, έκδοση ΓΝΩΣΗ, 2003.
[23]
Ο Γιάννης Γκούρας
σκοτώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1826, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον
Κιουταχή.
Με βοήθησε σε μία εργασία
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγιοποιητικό κείμενο για ένα άκρως αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Α, διατί να μην πέσει την ημέραν εκείνην [σσ:στο χάνι της Γραβιάς] ο Οδυσσεύς; Επιζήσας ουδέν μεν μέγα διέπραξε έκτοτε, καίτοι κτησάμενος υπεροχήν ομολογουμένην. Περιποιήσας δε εις την φιλαρχίαν αυτού χαρακτήρα όντως προδοτικόν, ετελεύτησε δέσμιος οικτρώς».
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνοίγετε μεγάλο κεφάλαιο αγαπητέ, για τον εμφύλιο πόλεμο διαρκείας μεταξύ πολιτικών της εποχής και οπλαρχηγών. Και μόνο η περίπτωση της μάχης της Αγίας Μαρίνας Στυλίδας, δείχνει τη μέγιστη εχθρότητα των πολιτικών. Δεν αγιοποιείται κανένας, όπως και δεν μπορεί να απορρίπτεται εύκολα κανείς από το “μεγάλο ιστορικό κριτή” τον Παπαρρηγόπουλο. Ο χώρος δεν επιτρέπει να αναπτυχθούν διάλογοι. Είναι αντικείμενο κάποιου θεματικού Συνεδρίου. Πάντως σας ευχαριστώ για τη γραφή σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή