εργασία Αναστ. Κ. Ορλάνδου (1930)
---------------
Επί τίνος των προς την Λαμίαν εστραμμένων
υψωμάτων της πολυβούνου Όθρυος και εις τρίωρον προς Βορράν από της ειρημένης
πόλεως απόστασιν[1]
σώζεται, εν λειτουργία εισέτι, πενιχρά μονή τιμωμένη εις μνήμην του Γενεσίου
της Θεοτόκου, επιλεγομένη δε της Αντινίτσης, από ομωνύμου τινός γειτονικής,
εκλιπούσης ήδη, κώμης πιθανώτατα λαβούσα την επίκλησιν. Η άγνωστος εις τους
περί την βυζαντινήν τέχνην ασχολουμένους μονή αύτη, ιδρυμένη επί νοτίως
βλεπούσης αποτόμου και υλομανούς κλιτύος[2],
αποτελείται εκ σειράς ευτελώς κατεσκευασμένων κελλίων, τεταγμένων εις δυο
ορόφους, όπισθεν ξύλινου ηλιακού, καταλαμβανόντων δε την βόρειον πλευράν
ορθογωνίου περιοχής, εν τω μέσω της οποίας ορθούται εν αρίστη καταστάσει το
καλής τέχνης καθολικόν της μονής. (εικ. 1).
Όψις του καθολικού της Αντινίτσης εκ Δυσμών |
Περί της ιστορίας της μονής ταύτης ουδείς που
αναφέρει τι, όσον εγώ γνωρίζω, ουδέ σχετικόν τι έγγραφον κατόρθωσα ν’ ανεύρω.
Του εσωτερικού δ’ όντος εξ ολοκλήρου ασβεστοχρίστου, δεν σώζεται ουδ’ η
κτιτορική αυτής επιγραφή. Μόνον δε περί βλαβών τίνων επενεχθεισών εις την μονήν
υπό των Τούρκων, καταλαβόντων αυτήν από 7 Μαΐου 1897 μέχρι 14 Μαΐου 1898,
αναφέρει ο Βορτσέλας[3].
Στερούμενοι λοιπόν ειδήσεων περί της ιστορίας
της μονής και του χρόνου της ιδρύσεως αυτής θα προσπαθήσωμεν να συναγάγωμεν
αυτά εκ της τέχνης του καθολικού αυτής, και δη της αρχιτεκτονικής, αφ’ ού, ως
ελέχθη, ουδέ ίχνος τοιχογραφίας διεσώθη εσωτερικώς.
Κάτοψις του καθολικού της μονής Αντινίτσης |
Α΄. Εσωτερική διάταξις
Ως παρατηρεί τις εκ της παρατιθεμένης κατόψεως
(εικ. 2) το καθολικόν της Αντινίτσης παρουσιάζει μεγάλην διαφοράν από των
παλαιών γνωστών βυζαντινών ναών της Ελλάδος. Εξωτερική στοά, διπλούς νάρθηξ,
κυρίως ναός μετά κογχών, παρεκκλήσια πολλαπλώς διηρθρωμένα, συγκροτούσι
πολύπλοκον και κεκινημένον σύνολον, χαρακτήρος τελείως διαφόρου από τον ήσυχον
και λιτόν, ον παρουσιάζουσιν αι επιφάνειαι των παλαιοτέρων ναών της Ελλάδος. Θα
εξετάσωμεν κατά σειράν τα μνημονευθέντα μέρη του ναού και θα αναφέρωμεν εν
τέλει πόθεν τα στοιχεία ταύτα ελήφθησαν, ίνα κατορθώσωμεν να συναγάγωμεν εξ αυτών
και την χρονολογίαν κατασκευής του εξεταζομένου μνημείου.
Τομή κατά μήκος του καθολικού της μονής Αντινίτσης |
1.
Στοά. Καθ’ όλον το πλάτος της προσόψεως εκτείνεται στοά ανοικτή
και ξυλόστεγος στηριζομένη, τή βοηθεία τόξων, επί τριών τετραγώνων πεσσών εν τω
μέσω και δυο γραμματοειδών κατά τας γωνίας. Λόγω της μή οργανικής αυτής
συνδέσεως προς τον ναόν αφ’ ενός και αφ’ ετέρου λόγω της εις τον τοίχον του
βάθους υπάρξεως παραθύρων του ναού, αντί των θυρών, ας θα ανέμενέ τις ενταύθα,
αν η στοά είχεν αρχικώς προβλεφθή, εικάζω, ότι η στοά θα προσετέθη μεταγενεστέρως,
ως συνέβη και εις πολλούς άλλους ναούς, ίδια του Αγίου Όρους[4]
και της Άρτης[5].
Εχρησίμευον δ’ αί χαμηλαί αύται εξωτερικαί στοαί (εξωνάρθηκες) ως τόπος
συναντήσεως και αναπαύσεως των μοναχών μετά την κοπιώδη ορθοστασίαν ή εργασίαν.
2.
Εσωνάρθηξ ή λιτή. Διά θύρας ευρισκομένης εις τον οπίσθιον τοίχον
της στοάς εισέρχεταί τις εις ευρύχωρον (4.35X6.95) νάρθηκα, ούτινος ή
εξαμενής θολωτή οροφή στηρίζεται επί δυο μαρμαρίνων κιόντων. Έκ των έξ
διαμερισμάτων της οροφής τα πέντε καλύπτονται διά σκαφοειδών (μοναστηριακών)
θόλων, ών αί εισέχουσαι διαγώνιοι ενισχύονται διά χονδρών πωρίνων βεργίων
(εικ.3) ήτοι εξεχουσών νευρώσεων παρομοίων πρός εκείνας, άς συναντώμεν εις
νάρθηκας παλαιοτέρων ναών, προστεθέντας επί φραγκοκρατίας ή καί τουρκοκρατίας[6].
Τό δέ έκτον διαμέρισμα της οροφής, ήτοι τό της Β.Δ. γωνίας, αντί σκαφοειδούς
θόλου φέρει άνωθεν τρούλλον έξ ολοκλήρου διά πλίνθων κατεσκευασμένον. Ό νάρθηξ
φωτίζεται διά δύο διλόβων παραθύρων εκατέρωθεν τής δυτικής θύρας τοποθετημένων[7].
Πλήν δέ τής πρός τήν στοάν θύρας φέρει ό νάρθηξ
καί άλλην μικροτέραν κατά τήν βόρειον αυτού πλευράν, δι’ άλλης δέ πάλιν κατά
τήν νοτίαν πλευράν ευρισκομένης θύρας, συγκοινωνεί πρός τό παραπλεύρως κείμενον
παρεκκλήσιον (εικ. 2) τέλος επί τής ανατολικής πλευράς τού νάρθηκος ανοίγονται
τρείς ακόμη θύραι, δί’ ών εγίνετο ή πρός τόν κυρίως ναόν είσοδος. Μεταξύ δέ τών
θυρών τούτων κατεσκευάσθησαν επί τού τοίχου ημικυκλικαί κόγχαι.
3.
Κυρίως ναός καί ιερόν. Ο κυρίως ναός έχει τόν τύπον τών
τετρακιονίων σταυροειδών μετά τρούλλου σύν τή προσθήκη δύο κογχών, τής μέν κατά
τό βόρειον σκέλος τού σταύρου, τής δέ κατά τό νότιον. Αί κόγχαι αύται έχουσαι
διαστάσεις ομοίας πρός τήν τού ιερού βήματος μορφούσι μετ’ αυτής σχήμα
τρίκογχον. Και εσωτερικώς μέν είναι αί κόγχαι ημικυκλικαί, εξωτερικώς δέ
πεντάπλευροι, εκάστης πλευράς διορθρουμένης διά δύο εσοχών, δί’ ών
σχηματίζονται έν προσόψει επάλληλα τυφλά αψιδώματα.
Οί ανέχοντες τόν τρούλλον τέσσαρες κυλινδρικοί
κίονες, φέροντες σφαιρότμητα κιονόκρανα (εικ. 3 καί 4) είναι τοποθετημένοι όσον
τό δυνατόν πλησιέστερον τών εξωτερικών τοίχων, ίνα δημιουργηθή ώς οιόν τέ
μεγαλυτέρα διάμετρος διά τόν τρούλλον καί άρα επιβλητικωτέρα εντύπωσις
εσωτερικού χώρου. Σημειωτέον δ’ ότι σώζονται εισέτι καί οί ξύλινοι ελκυστήρες,
οί οποίοι ετέθησαν υπεράνω τών κιονοκράνων προς εξουδετέρωσιν τών πλευρικών
ωθήσεων τών θόλων.
Κατά τά μέν σκέλη τού σταυρού καλύπτονται διά
κυλινδρικών καμαρών, ών ή ανατολική, καίτοι πρόκειται ενταύθα περί ναού
τετρακιονίου, δέν θλάται, ώς συνήθως είς τοιούτου τύπου παλαιοτέρους
βυζαντινους ναούς, αλλά προχωρεί μέχρι τής κόγχης τού ιερού, έκ τών κιονοκράνων
πρός εξουδετέρωσιν τών πλευρικών ωθήσεων τών θόλων.
Καί τά μέν σκέλη τού σταυρού καλύπτονται διά
κυλινδρικών καμαρών, ών ή ανατολική, καίτοι πρόκειται ενταύθα περί ναού
τετρακιονίου, δέν θλάται, ώς συνήθως είς τοιούτου τύπου παλαιοτέρους
βυζαντινούς ναούς, αλλά προχωρεί μέχρι τής κόγχης τού ιερού, έκ δέ τών τεσσάρων
όπισθεν τών κιόνων μικρών διαμερισμάτων τά μέν πρός ανατολάς καλύπτονται δί’
ασπίδων (calottes) τά δέ πρός δυσμάς διά σκαφοειδών θόλων.
Οί τοίχοι τού κυρίως ναού καί τού ιερού
διαιρούνται καθ’ ύψος διά κοσμητών (γείσων) είς τρείς ζώνας, ών ή μέν πρώτη
διήκει από τού δαπέδου μέχρι τού ύψους τών κιονοκράνων (εικ. 3), ή δέ δευτέρα
από τών κιονοκράνων μέχρι των γεννήσεων τών θόλων καί τέλος ή τρίτη περιλαμβάνει
τούς θόλους.
Φώς ό ναός ελάμβανε διά πολλών παραθύρων, ών
ικανά είναι σήμερον πεφραγμένα. Ούτως επί μέν τών κογχών-πλευρικών τέ καί
ιερού-ανοίγονται ανά δύο σειραί έκ τριών εκάστη τοξωτών παραθύρων, ών ή μέν
ευρίσκεται είς τήν κάτω ζώνην, ή δέ είς τήν άνω. Επίσης ανά έν εκάστη τών δύο
κάτω ζωνών παράθυρον ανοίγεται επί τού τοίχου τών τεσσάρων όπισθεν τών κιόνων
διαμερισμάτων (εικ. 3). Τέλος δίλοβον παράθυρον ανοίγεται υψηλά επί τού
τυμπάνου τού δυτικού σκέλους τού σταυρού. Πάντα ταύτα τά παράθυρα μετά καί τών
δώδεκα διπλών τού τρούλλου ήσαν μονόλοβα, μόνον δέ τά κατά τήν μέσην πλευράν
τών κογχών καί τό επί τού δυτικού τυμπάνου ήσαν δίλοβα.
4.
Παρεκκλήσια. Σπουδαίον καί χαρακτηριστικόν στοιχείον
αποτελούσι τά οργανικώς πρός τόν ναόν συνηνωμένα, τρία τόν αριθμόν,
παρεκκλήσια, έξ ών δύο μέν είναι προσκεκολλημένα είς τήν πρόθεσιν καί τό
διακονικόν, μεθ’ ών καί συγκοινωνούσιν εσωτερικώς διά θύρας, τό δέ τρίτον καί
μεγαλύτερον είς τήν νοτίαν πλευράν τού εσωνάρθηκος συγκοινωνούν μετ’ αυτού καί
κλήσια δέν ήσαν προσιτά απ’ ευθείας έκ τού εξωτερικού, αλλά διά μέσου τού μέν
εσωτερικώς, τριπλεύρους δ’ εξωτερικώς αψίδας. Τόσον δ’ αί αψίδες αύται όσον καί
τά λοιπά τοιχώματα τών παρεκκλησίων είναι διηρθρωμένα διά τυφλών αψιδωμάτων καί
κογχών εσωτερικώς τέ καί εξωτερικώς (εικ. 2 καί 6). Καί τά μέν δύο παρά τό Ιερόν παρεκκλήσια
καλύπτονται διά χαμηλά τοποθετημένης ασπίδος, ώς καί τά γειτονικά τών
δευτερεύοντα τμήματα τού ιερού (πρόθεσις καί διακονικόν), τό δέ παρά τόν
νάρθηκα μείζον παρεκκλήσιον φέρει άνωθεν ραδινόν καί ανατεταμένον τρούλλον
ομοίων διαστάσεων πρός τόν κατά τήν Β.Δ. γωνίαν τής λιτής υπάρχοντα, ούτινος
καί αποτελεί τήν πάρισον μορφήν (pendant).
Έλθωμεν ήδη είς τήν εξέτασιν τού εξωτερικού.
Β΄. Εξωτερική
διαμόρφωσις
1. Τοιχοποιία. Λόγω τής αποτόμου
κλιτύος, έφ’ ής ευρίσκεται ή μονή, παρέστη ανάγκη, πρός θεμελίωσιν τού
καθολικού, κατασκευής αναλημματικού τοίχου κατά την ανατολικήν, τήν νοτίαν καί
έν μέρει τήν δυτικήν πλευράν τού ναού. Τό ανάλημμα τούτο ορατόν έν μέρει είς
τήν εικόνα 7 εξέχει τού εδάφους κατά τήν Ν.Α. γωνίαν κατά 1.20 μ., είναι δέ
κατεσκευασμένον δι’ αργών λίθων καί κονιάματος. Αμέσως υπεράνω τού ποδίου
τούτου βαίνει κρηπίς ύψους 0.80, περιθέουσα όλον τόν ναόν καί χρησιμεύουσα ώς
βάθρον τού κτηρίου. Είναι δ’ αύτη κατεσκευασμένη διά κιτρινερύθρων πωρολίθων,
ύψους 0.35, επιμελώς πρός αλλήλους ηρμοσμένων, εξεχόντων δέ κατά τινά εκατοστά
τής ανωδομής. Ή δέ ανωδομή είναι κατεσκευασμένη ουχί κατά τό πλινθοπερίβλητον
σύστημα τών ναών τής Ελλάδος, αλλά διά στρώσεων πωρολίθων εναλλασσομένων πρός
τριπλήν σειράν συνεχών οπτοπλίνθων, κατά τό σύστημα δηλονότι τής
Κωνσταντινουπόλεως καί τών υπό τήν επίδρασιν αυτής χωρών. Αντί δέ κατακορύφων
πλίνθων γίνεται είς τούς κατακορύφους αρμούς τών πωρολίθων χρήσις ημιπλίνθων
(πλ. 0.12) τοποθετημένων είς τρείς σειράς επαλλήλους μετ’ αφθόνου
αμμοκονιάματος. Κατά τόν τρόπον τούτον είναι κατασκευασμένοι πάντες οι
εξωτερικοί τοίχοι. Μόνον δέ οί τρούλλοι κατασκευάσθησαν έξ ολοκλήρου διά
πλίνθων καί παχέος κονιάματος.
Εικ. 4 Λεπτομέρειαι του
καθολικού της Αντινίτσης :
α. κιονόκρανον, β,γ τομαί
κοσμητών, δ. παράθυρον ιερού,
ε. σταλακτιτοειδής διαμόρφωσις της γωνίας των
παρεκκλησίων |
2. Διάρθρωσις τών τοίχων
καί τών τρούλλων.
Αί εξωτερικαί επιφάνειαι τών τοίχων τού ναού είναι γενικώς διηρθρωμέναι διά
τυφλών, διπλής εσοχής, αψιδωμάτων πλίνθων. Καί είς μέν τά χαμηλά ανατολικά
παρεκκλήσια τά αψιδώματα είναι τοποθημένα είς μίαν μόνην ζώνην ερειδόμενα επί
τής πωρίνης κρηπίδος, είς δέ τάς κόγχας τών χορών τού ιερού είναι είς δύο
επαλλήλους ζώνας τεταγμένα, ών ή μέν κάτω ερείδεται επί τής κρηπίδος, ή δέ άνω
επί λαξευτού λιθίνου κοσμήτου (γείσου) αντιστοιχούντος είς τό ύψος πρός τόν
κάτω εσωτερικόν κοσμήτην καί σχηματίζοντος έν τή προεκτάσει τού τήν στέψιν τών χαμηλών
παρεκκλησίων (εικ. 6). Άλλος δέ πάλιν συνθετώτερος κοσμήτης αντιστοιχών πρός
τόν άνω εσωτερικόν κοσμήτην σχηματίζει τήν στέψιν τών κόγχων καί τών γειτονικών
αυταίς τμημάτων τοίχων (εικ. 6). Αμφοτέρων τών κοσμητών ή τομή παρίσταται επί
τής εικ. 4 υπό τά στοιχεία β καί γ. Είναι δ’ αί τυφλαί αψίδες κατεσκευασμέναι
ούτως, ώστε ή εξωτερική διάμετρος τού τόξου, όπερ τάς καλύπτει, νά ισούται
ακριβώς πρός τό πλάτος τών εδρών έφ’ ών κατεσκευάσθησαν (εικ. 6).
Άποψις του καθολικού της Αντινίτσης από ΒΑ |
Ού μόνον δ’ οί τοίχοι τού ναού, αλλά καί οί
τρούλλοι του-ότε δωδεκάπλευρος κεντρικός, οί οκτάπλευροι τού νάρθηκος καί τού
Ν.Δ. παρεκκλησίου-οίτινες είναι έξ ολοκλήρου διά πλίνθων κατεσκευασμένοι,
ζωντανεύονται δι’ ομοίων τυφλών αψιδωμάτων, είς τά οποία προσετέθη μία εισέτι
εξοχή διά τών κυκλικών πλινθίνων κιονίσκων, οίτινες ενισχύουν τάς γωνίας τών,
καί έπ’ αυτών ερειδομένων τόξων, άτινα είς μέν τό κεντρικόν είναι πώρινα, είς
δέ τόν τού νάρθηκος καί τού Ν.Δ. παρεκκλησίου πλίνθινα οδοντωτά. Πωρίνη δ’
ομοίως είναι ή στέφουσα τόν κεντρικόν τρούλλον κορωνίς, έν ώ πλινθίνη είναι ή
τών δύο μικροτέρων τρούλλων. Ή μονή δ’ επιφάνεια ήτις-παρά τήν γενικήν τής
πολυέδρου εμφανίσεως τάσιν, ήτις κατείχε τόν αρχιτέκτονα-παρέμεινεν
αδιάρθρωτος, είναι ή βάσις τών τρούλλων (εικ. 5) ήτις παρουσιάζει ισχυράν
κυβικήν μορφήν, μή κοπτομένη κατά τάς γωνίας, ώς συμβαίνει είς τάς δύο μεταξύ
τής κόγχης τού ιερού καί τών χορών υψηλά υπέρ τά παρεκκλήσια ανερχομένας ορθάς
εξωτερικάς γωνίας τών όπισθεν τών κιόνων διαμερισμάτων (εικ. 5 καί 6).
Πλήν δέ τών τυφλών αψιδωμάτων παρατηρούμεν καί
τινάς άλλας διαπλάσεις τής εξωτερικής επιφανείας τών παρεκκλησίων. Ούτω π.χ.
είς τό Ν.Δ. παρεκκλήσιον συναντώμεν κατά τήν νοτίαν πλευράν τρείς στενάς
ημικυκλικάς κόγχας καταληγούσας άνω είς τεταρτοσφαίρια διά πλίνθων χιαστί
τοποθετημένων κατεσκευασμένα είς δέ τάς μακράς πλευράς τών μικροτέρων
(ανατολικών) παρεκκλησίων, ή εξωτερική διπλής εσοχής τυφλή αψίς, μεγαλυτέρων
διαστάσεων από πάσας τάς λοιπάς, περιβάλλει ετέραν, τυφλήν καί ταύτην, αψίδα,
διπλής δέ, ουχί όμως εσοχής άλλ’ εξοχής (εικ. 7). Τέλος αί δύο πρός δυσμάς
ελεύθεραι γωνίαι τών αυτών παρεκκλησίων, λοξώς ούσαι μέχρι τινός ύψους
αποκεκομμέναι δεικνύουσι σύστημα μεταβάσεως πρός τήν ορθήν υπεράνω γωνίαν
(μικρά κογχίδια) έξ εκείνων, άτινα συχνάκις απαντώμεν είς μουσουλμανικά
οικοδομήματα (εικ. 4,ε).
Όψις του καθολικού της Αντινίτσης από ΝΑ |
Τα παράθυρα, περί ών είπομεν έν τή περιγραφή τού
εσωτερικού, εμφανίζονται εξωτερικώς κατά τρόπον αισθητικώς ουχί λίαν
ικανοποιητικόν, μάλιστα τά τής άνω σειράς τών κογχών, άτινα πατούντα επί τού
μεσαίου γείσου έχουσι τό πλίνθινον τόξον τών τοποθετημένον είς τό ήμισυ τού
ύψους τών τυφλών αψιδωμάτων εντός τών οποίων ανοίγονται. Ομοίως ουχί
ικανοποιητικήν λύσιν παρουσιάζουσι καί τά είς δύο επαλλήλους ζώνας τοποθετημένα
παράθυρα τών τρούλλων. Εξαίρεσιν ποιούσι μόνον τά δίλοβα παράθυρα, άτινα
σχηματίζονται είς τό κάτω μέρος τών μεσαίων πλευρών τών κόγχων (χορών καί
ιερού). Ταύτα φέρουσι μεσοκιονίσκον μετά τραπεζιοσχήμου κιονοκράνου (εικ. 4,δ),
έφ’ ού εικονίζεται σταυρός μετά δύο λοξώς τοποθετημένων λογχών.
Γ΄. Σύγκρισις καί
κατάταξις τού ναού τής Αντινίτσης
Ο αρχιτεκτονικός τύπος, όν παρουσιάζει τό
καθολικόν τής Αντινίτσης ομοιάζει καταπληκτικώς πρός τόν των καθολικών τών
μονών τού Αγίου Όρους[8],
άτινα πάντα σχεδόν φέρουσι: 1) τέσσαρας εσωτερικούς κίονας στηρίζοντας τόν
τρούλλον, τοποθετημένους δ’ όσον οιόν τέ πλησιέστερον πρός τούς τοίχους 2)
πλευρικάς κόγχας κατά προέκτασιν τού βορείου καί νοτίου σκέλους τού σταυρού 3)
ευρύχωρον κιονοστήρικτον νάρθηκα (λιτήν) και 4) έν, δύο ή τρία παρεκκλήσια. Καί
τά μέν αρχαιότερα τών καθολικών τού Άθω εμφανίζουσι τάς πλευρικάς αυτών κόγχας
άλλοτε μέν ημικυκλικάς (Λαύρα) άλλοτε δέ τριπλεύρους (Βατοπέδι, Ιβήρων) καί ή
ουδόλως φέρουσι παρεκκλήσια (Βατοπέδι) ή άν φέρωσι τοιαύτα τά έχουσι
προσηρτημένα εκατέρωθεν τού νάρθηκος (Λαύρα, Γρηγορίου). Τουναντίον τά μετά τόν
13ον αιώνα καθολικά έχουσι τάς μέν κόγχας τών πενταπλεύρους
(Χελανδάρι, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Σκήτη Αγ. Άννης), τά δέ
παρεκκλήσια δίκην άλλων κογχών εκατέρωθεν τής προθέσεως καί τού διακονικού
διατεταγμένα (Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Αγ. Παύλου).
Τό καθολικόν τής Αντινίτσης συμφωνούν ώς πρός
τήν κάτοψιν πρός τήν δευτέραν κατηγορίαν τών ναών τού Άθω είναι, κατά τά
ειρημένα, μεταγενέστερον τού 13ου αιώνος. Ού μόνον δ’ ώς πρός τήν
τοιχοδομίαν καί τήν εξωτερικήν διάπλασιν τών επιφανειών τών τοίχων ομοιάζει τό
καθολικόν τής Αντινίτσης πρός τά Αγιορειτικά κτήρια[9].
Πράγματι, καθόσον δυνάμεθα νά κρίνωμεν έκ τών μή ασβεστοχρισθέντων κτηρίων
(ναών, τραπεζών, εστιών, πυλώνων) του Αγ. Όρους ή τοιχοδομία των συνίστατο έκ
στρώσεων πώρων εναλλασσομένων πρός δύο σειράς οριζοντίων πλίνθων άνευ
παρεμβολής πλίνθων κατά τούς κατακορύφους αρμούς τών πώρων. Τών δέ τρούλλων ή
κατασκευή εγίνετο, ώς καί έν Αντινίτση, έξ ολοκλήρου διά πλίνθων. Ομοίως ή
διάπλασις τών εξωτερικών επιφανειών τών τοίχων τού ναού καί τών πλευρών τών
τρούλλων εγίνετο έν Αγίω Όρει διά τυφλών αψιδωμάτων με ταύτην τήν διαφοράν, ότι
ταύτα είναι απλής εσοχής καί διήκουσι συνήθως από κάτω έως άνω άνευ διακοπής
(Καρακάλλου[10],
Δοχειαρίου[11]),
έν ώ τά τής Αντινίτσης είναι διπλής εσοχής καί τεταγμένα είς δύο επαλλήλους
ζώνας χωριζομένας υπό πωρίνου κοσμήτου. Τοιαύτην όμως διάταξιν αψιδωμάτων
ευρίσκομεν είς τάς κόγχας τού ιερού πολλών ναών τής Κωνσταντινουπόλεως
μεταγενεστέρων τού 13ου αιώνος (Παναχράντου[12],
Σωτήρος Χώρας[13],
Παμμακαρίστου[14],
Φετιχιέ τζαμί[15]
κ.λ.π.), ώς καί είς ναούς επαρχιών επηρεαζομένων απ’ ευθείας έκ τής πρωτευούσης
(Μυστρά[16],
Λεονταρίου[17],
Θεσσαλονίκης[18],
Άρτης[19],
Βουλγαρίας[20]
και Ρουμανίας[21]).
Ώστε κατά τούτο ή σχέσις της Αντίνιτσης πρός τήν Κωνσταντινούπολιν είναι
αμεσωτέρα. Αλλά καί πρός τούς μεταγενεστέρους τού 14ου αιώνος
Σερβικούς ναούς μεγάλην έχει συγγένειαν τό καθολικόν τής Αντινίτσης ού μόνον
λόγω τών πλευρικών πενταπλεύρων κογχών, άς καί εκείνοι εδανείσθησαν έξ Αγίου
Όρους[22],
αλλά κυρίως λόγω τών ραδινών καί ανατεταμένων τρούλλων τού καί τής επί ογκώδους
κυβικού βάθρου τοποθετήσεώς των. Ακριβώς δ’ έκ τής συγκρίσεως τών αναλογιών τών
τρούλλων τής Αντινίτσης πρός τάς αντιστοίχους χρονολογημένων Σερβικών καί
Αθωνιτικών τρούλλων θά φωτισθώμεν οπωσδήποτε ασφαλώς πρός χρονολόγησιν καί τού
καθολικού τής Αντινίτσης.
Οικόσημον στη μονή της Αντινίτσης |
Έκ τών χρονολογημένων Σερβικών ναών οί μέν τού
14ου αιώνος (Κουτσεβίστε, Ραβανίτσα κ.λ.π.) έχουσι τούς μικρούς
αυτών τρούλλους μέ αναλογίαν (διαμ. πρός ύψος) 1:1, οί δέ τού 15ου
μέ μεγαλύτερον ύψος έν σχέσει πρός τήν διάμετρόν των. Επίσης έκ τών Αθωνιτικών
ό τού Δοχειαρίου (16ου αι.) έχει αναλογίαν 1:1,5, ήτοι μείζονα τής
αναλογίας τού ναού τής Αντινίτσης 1:1,13, όστις διά ταύτα πρέπει νά είναι
προγενέστερος τού 1568. Άλλως τε καί ή τοιχοδομία τής Αντινίτσης είναι πολύ
επιμελεστέρα τής τού καθολικού τού Δοχειαρίου, τούθ’ όπερ υποδεικνύει χρόνους
πολύ προγενεστέρους τών μέσων τού 16ου αιώνος. Άφ’ ετέρου όμως λόγω
α) τής σταλακτιτοειδούς μεταβάσεως είς τήν ορθήν γωνίαν, ήν παρετηρήσαμεν είς
τά παρεκκλήσια καί ήτις προϋποθέτει ισχυράν τήν μουσουλμανικήν επίδρασιν, β)
τών βεργίων τής λιτής, γ) τού σκαφοειδούς σχήματος τών θόλων τού νάρθηκος, καί
τέλος δ) τής παντελούς απουσίας κεραμίνου διακόσμου δέν δυνάμεθα νά αναγάγωμεν
τό καθολικόν τής Αντινίτσης είς χρόνους προγενεστέρους τής αλώσεως. Κατά ταύτα
ή μάλλον πιθανή χρονολογία κατασκευής τού εξετασθέντος ναού είναι τό δεύτερον
ήμισυ τού 15ου αιώνος, περίοδος έκ τής οποίας πολύ ολίγα μνημεία τής
αρχιτεκτονικής μάς διεσώθησαν. Είναι δέ τό καθολικόν τής Αντινίτσης καί κατά
τούτο πολύτιμον, διότι μάς παρέχει τό μόνον δείγμα ναού τής Παλαιάς Ελλάδος,
όπερ φέρει διάπλασιν πάντων τών εξωτερικών αυτού τοίχων διά τυφλών αψιδωμάτων
διπλής εσοχής καί είς δύο ζώνας τεταγμένων.
ΦΡΑΓΚΙΚΟΝ ΟΙΚΟΣΗΜΟΝ
Έν
τή αυλή τής μονής υπάρχει καί πωρίνη τοξωτή κρήνη φέρουσα υπεράνω τού κρουνού,
εντός κόγχης εντετοιχισμένην, μαρμαρίνην, ελαφρώς ανάγλυφον πλάκα (εικ. 8), έφ’
ής εικονίζεται πολυγωνικός φρουριακός περίβολος (κάστρον) ισοδόμως εκτισμένος,
μετά τοξωτής πύλης καί σειράς τοξικών θυρίδων. Έν τώ εσωτερικώ τού περιβόλου υψούνται
τρείς στρογγύλοι πύργοι μετά θυρίδων καί επάλξεων, ών ό μέσος είναι υψηλότερος
τών άλλων. Υπεράνω δέ τών πύργων εικονίζεται τό άνω ήμισυ τού αυτοκρατορικού
(εστεμμένου) αετού έχοντος αναπεπταμένας τάς πτέρυγας καί στρέφοντος τήν
κεφαλήν πρός τ’ αριστερά. Πρόκειται προφανώς περί οικοσήμου, καί δή τού τής
Γενοατικής οικογενείας τών Giustiniani, οίτινες ήρξαν επί
φραγκοκρατίας έν Χίω (1346-1566), ής καί τό κάστρον απεικονίζεται επί τού
θυρεού. Τό οικόσημον τής Αντινίτσης παρουσιάζει τήν μορφήν, ήν έλαβε μετά τό
1413, ότε ό αυτοκράτωρ Σιγιμούνδος παρεχώρησεν είς τούς Ιουστινιάνας τόν
αυτοκρατορικόν αετόν[23].
Κλάδοι δέ τής οικογενείας Ιουστινιάνη ήρξαν καί είς άλλα τής Ελλάδος μέρη π.χ.
έν Σάμω καί Φωκαία ίσως δέ τίς έξ αυτών νά κατείχέ ποτε καί γειτονικήν τινά
πρός τήν μονήν τής Αντινίτσης χώραν, έξ ής προφανώς μετεφέρθη τό οικόσημον είς
τήν μονήν εντοιχισθέν υπό φιλοκάλου ηγουμένου έν τή κρήνη επί Τουρκοκρατίας, ώς
σαφώς δηλοί ό τρόπος καθ’ όν εγένετο ή γεφύρωσις τού κενού τής κόγχης (εικ. 8).
Α. Κ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλέπε τήν ακριβή τής μονής θέσιν έν τώ χάρτη τώ
προσηρτημένω είς τήν πραγματείαν τού Ι. Βορτσέλα, Φθιώτις ή πρός νότον τής
Όθρυος, έν Αθήναις 1907.
[2] Εντός τού βουνού τής Αντινίτσης απαντώσι καί στρώματα
ασβεστολίθου, έν οίς απολιθωμένοι ιππουρίται (οστρακόδερμα τής κριτιδικής
περιόδου) όμοιοι πρός κέρατα βοών ή ελάφων.
[3] Ένθ’ άν., σελ. 460.
[4] Millet,
Ecole grecque σελ. 130.
[5] Ορλάνδου, Ή Παρηγορήτισσα τής Άρτης, Αρχαιολ. Δελτ. 1919, σελ. 14.
[6] Όρα τά μετά βεργίων εφωδιασμένα σταυροθόλια ναρθήκων έν
τή περί τών Βλαχερνών τής Ηλείας μονογραφία μού έν Άρχ. Εφημερ. 1923, σελ. 10,
σημ. 1. Τόν μετά βεργίων νάρθηκα τής Νταού Πεντέλης, ώς καί όλον τόν ναόν,
θεωρώ νύν κάθ’ όλοκληρίαν κτίσμα τών χρόνων τής Τουρκοκρατίας.
[7] Επί τού πρός νότον τής θύρας διαχωριστικού κιονίσκου
εύρίσκεται κεχαραγμένη άρχαία έπιγραφή δημοσιευθείσα, έν Bull, de Corresp, Hell, 1891, σελ.
341.
[8] Όρα τάς κατόψεις τών Άθωνιτικών ναών παρά Romstorfer έν Zeitschrift fur Geschichte der Architektur VIJ, 38
(1919) καί G. Bals, Notita
despre arhitectura Sfantului munte (Bulletinul Com. monumentelor istorice VI) Bucuresti 1913, σελ. 42, 43. Ομοίας πρός τό καθολικόν τής
Άντινίτσης κατόψεις παρουσιάζουσι καί τά καθολικά: Μονής Τσάγεζι (Θεσσαλίας),
Άγάθωνος (Ύπάτης) καί Γαλατάκη (Εύβοίας), περί ών έπραγματεύθη έν τή Έπετηρίδι
ταύτη (Ε΄ σελ. 349 έ.) ό κ. Γ. Σωτηρίου.
[9] Και επομένως και προς τα της Κωνσταντινουπόλεως άτινα
βεβαίως εχρησίμευσαν ως πρότυπα δια τα αγιοριτικά, τουλάχιστον όσον αφορά την
τοιχοδομίαν και την δι’ αψιδωμάτων πλάσιν των εξωτερικών επιφανειών, ήτις
μετεδόθη και εις τας εις την σφαίραν της επιρροής της Κωνσταντινουπόλεως
τελούσας επαρχίας: Μυστράν, Χίον, Θεσσαλονίκην, Σερβίαν, Βουλγαρίαν και
Ρουμανίαν. Ως προς δε την κάτοψιν οι αγιορειτικοί ναοί επηρεάσθησαν πιθανώς και
εκ των Αρμενικών, και ιδία των Γεωργιανών, οίτινες εμφανίζουσι συχνότατα ου
μόνον τας πλευρικάς κόγχας, αλλά και τα παρεκκλήσια κατά τας τέσσαρας γωνίας
(βλ. κατόψεις ναών Ateni, Martwili, Mschet κλπ. Παρά Strzygowski, Die Baukunst
der Armenier εικ. 75 και 72). Την υπόθεσιν
ταύτην καθιστά πιθανωτέραν και το γεγονός, ότι ο ιδρυτής της Λαύρας Αθανάσιος
κατήγετο εκ Τραπεζούντος. Εγένετο δ’ η μετάδοσις των Γεωργιανών πλευρικών
κογχών απ’ ευθείας και ουχί μέσω Κων/λεως, ως υπεστηρίζετο μέχρι τούδε (Millet, B.C.H. 1905, 86),
διότι εν Κ/πόλει ουδείς ναός παρουσιάζει πλευρικάς κόγχας, του μοναδικού υπό
του κ. Millet προσαγομένου παραδείγματος του Αγ. Ανδρέου εν Κρίσει
(ε. α. σελ. 85) αποδειχθέντος υπό του Millingen,
ότι έχει την εγγεγραμμένην άλλως τε κόγχην του εκ μετασκευής γενομένης επί
τουρκοκρατίας (Byzantine churches in
C/ple).
[10] Bals,
Notica κ.λ.π. είκ. 26.
[11] Bals,
Ένθ. ά. εικ. 52.
[12] Ebersolt-Thiers,
Les eglises de C/ple. Paris 1913 πίν. XLVII.
[13] Millingen,
Byzantine churches in C/ple πίν. LXXXII.
[14] Millingen Ένθ. ά. πίν. XXXIX.
[15] Millet,
L’ecole grecque dans l’archit. byz. εικ. 92.
[16] Struck, Mistra εικ. 39.
[17] Orlandos,
Rev. des Etudes Grecques, 1921 σελ. 171.
[18] Diehl-Le
Tourneau-Saladin, Les monuments chretiens de Salonique. Σελ. 204 (Προφ. Ήλίας).
[19] Όρλάνδου, Ή Παρηγορήτισσα τής Άρτης Άρχ. Δελτ. 1919 σελ. 19.
[20] Filow,
Altbulgarische Kunst πίν. VII.
[21] N.
Ghika Budesti, Evolutia arhitecturii in Muntenia πίν. LI, LIII.
[22] Millet, L’ ancien art serbe
152.
[23] Όρα τό περί τών Giustiniani άρθρον τού K. Hopf έν τή
Έγκυκλοπαιδεία τών Ersch καί Gruber σελ. 341 καί έν Έλληνική μεταφράσει Χρυσαλλίδος τόμ. II Άθήναι 1864 σελ. 527 έ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου