Παλιά χαρακτηριστικά μαγαζιά
της Λαμίας που έκλεισαν
Χρήστος Ριζοκώστας |
Απέκτησε τρία παιδιά, το Δημήτριο (1894-1944), το Χρήστο (1895-1979) και μια κόρη (Πολυξένη). Ο Δημήτριος εργάστηκε στο Χάνι, ενώ ο Χρήστος πήγε στην Αθήνα, όπου έμαθε μηχανικός αυτοκινήτων και απέκτησε ιδιόκτητο λεωφορείο στη γραμμή Αθήνα-Πειραιά.
Το Χάνι είχε πελατεία[2] από την περιοχή της βόρειας Λοκρίδας (Μώλο, Άντερρα, Καινούργιο, Άγιο Κωνσταντίνο και Άγιο Σεραφείμ). Επίσης έμεναν και μαθητές από αυτά τα χωριά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο Λαμίας. Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα αυτοκίνητα, μερικοί (από συνήθεια) τα άφηναν στα Χάνια, όπως ο κτηματίας Πέτρος Βασιλείου από τον Άγιο Κωνσταντίνο, που είχε ένα από τα πρώτα τότε Ford, το άφηνε στο Χάνι Ριζοκώστα.
Αναστασία Χρ. Ριζοκώστα |
Το Χάνι έπαυσε τη λειτουργία του το 1926 και το επόμενο έτος πέθανε ο παππούς Κωνσταντίνος Ριζοκώστας. Ο Χρήστος Ριζοκώστας επέστρεψε στη Λαμία και πούλησε το λεωφορείο για να πληρωθούν χρέη και υποθήκες του Χανιού. Εργάστηκε κάποιο χρονικό διάστημα στην Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας.
Οι αδελφοί Ριζοκώστα μετέτρεψαν το Χάνι σε μπακάλικο και μαζί ταβέρνα. Αυτό λειτούργησε έτσι μέχρι το 1930, οπότε τα αδέλφια αποφάσισαν να χωρίσουν την ιδιοκτησία στα δύο. Ο κλήρος έφερε το μαγαζί (βόρειο τμήμα) στον Δημήτριο και το γωνιακό τμήμα που είχε ένα ισόγειο κτίσμα στον Χρήστο.
Το 1928 ο Χρήστος Ριζοκώστας παντρεύτηκε την Αναστασία Βασιλείου από τον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδας, από πλούσια οικογένεια κτηματία. Η βοήθειά της στη λειτουργία του μαγαζιού ήταν σημαντική.
Απέκτησαν πέντε παιδιά : την Ασπασία, τον Κωνσταντίνο (Ντίνο), την Κατίνα, τη Ζωή (που έγινε γιατρός) και τη Σταυρούλα[3] (Βούλα).
Ο Χρήστος Ριζοκώστας νοίκιασε άλλο μαγαζί (στη γωνία των οδών Περικλέους και Καποδιστρίου) κοντά στο 10ο Δημοτικό Σχολείο, απέναντι από τις φυλακές Λαμίας. Ήταν μια μπακαλοταβέρνα, που δούλευε στην περιοχή αυτή, πουλώντας και πράγματα στους φυλακισμένους.
Από το 1932, με βοηθό τον υπάλληλο Ιωάν. Γαλάνη έφτιαξε το μαγαζί στη γωνία Λεωνίδου και Παλαιολόγου, με υπόγειο για κάβα κρασιών και ανώγειο για κατοικία. Το 1934 μετακόμισε σ’ αυτό το μαγαζί οριστικά.
Την ημέρα λειτουργούσε σαν μπακάλικο και μεσημέρι - βράδυ λειτουργούσε σαν ταβέρνα. Η ρετσίνα του προερχόταν από την Ερέτρια και τη Δόμβραινα και ήταν φημισμένη. Στο μαγαζί βοηθούσαν τα παιδιά, η δε Αναστασία Χρ. Ριζοκώστα μαγείρευε ζυμωτό ψωμί σε φούρνο και φαγητά σε στόφα. Αντίστοιχα λειτουργούσε ως μπακαλοταβέρνα και το διπλανό μαγαζί του Δημητρίου Ριζοκώστα, χωρίς κανένα πρόβλημα μεταξύ τους.
Το 1934 -35, οι παντοπώλες της Λαμίας δημιούργησαν έναν Προμηθευτικό Συνεταιρισμό με την επωνυμία “Αδελφωσύνη”[4]. Σκοπός του ήταν η προμήθεια των εμπορευμάτων απ’ ευθείας από τις πρώτες πηγές εσωτερικού ή εξωτερικού σε καλύτερες τιμές (χονδρική πώληση) και καλή ποιότητα. Μεταξύ των ιδρυτών[5] του ήταν οι Ανταχόπουλος, Καρανάσος, Ριζοκώστας, κ.ά. Λειτούργησε σε νοικιασμένο κτίριο (ιδιοκτησίας Αλεξίου) στην οδό Σατωβριάνδου (δίπλα στου Στεφόπουλου). Με την Κατοχή ο Συνεταιρισμός διαλύθηκε.
Η περίοδος της Κατοχής έγινε πολύ σκληρή για την οικογένεια του Δημητρίου Ριζοκώστα. Ο Σπύρος και ο Γιώργος βγήκαν στο αντάρτικο, ο Θανάσης πέθανε και ο Σπύρος εκτελέστηκε στο Γουδί από τους Γερμανούς. Το 1944, οι Γερμανοί συνέλαβαν τον Δημήτριο Ριζοκώστα και τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους πατριώτες στα Μεταλλεία (ως αντίποινα). Το μαγαζί του έκλεισε και η οικογένειά του πέρασε πολύ σκληρά χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 1944 με τη φυγή των Γερμανών απ’ τη Λαμία και το φόβο όλων για ανατινάξεις (του διπλανού εργοστασίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας Λαμίας), όλη η οικογένεια του Χρ. Ριζοκώστα πήγε στον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδας. Επιστρέφοντας βρήκαν σπίτι και μαγαζί ανοιγμένο και λεηλατημένο (χυμένα κρασιά, σχισμένα σακιά και κλεμμένα τα πολύτιμα αντικείμενα του σπιτιού). Τα αποκατέστησαν μετά.
Στον Εμφύλιο, ο Γεώργιος Δημ. Ριζοκώστας κρυβόταν, που ο στρατός καταζητούσε ως αντάρτη. Το 1949 παραδόθηκε μόνος του, έκανε δήλωση μετανοίας και οδηγήθηκε στο στρατοδικείο Λαμίας όπου καταδικάστηκε τρις σε θάνατο (αλλά πήρε χάρη). Το 1956 βγήκε από τη φυλακή. Το 1963 παντρεύτηκε κι έκανε μια θαυμάσια οικογένεια.
Το μαγαζί του Χρήστου Ριζοκώστα, την περίοδο του Εμφυλίου (από το 1946) μαγείρευε κάθε Πέμπτη 3-4 φαγητά για τα παιδιά των ανταρτόπληκτων που είχαν μετοικήσει αναγκαστικά στη Λαμία.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, από το 1952, άνοιξε πάλι το διπλανό μαγαζί ως μπακάλικο μόνον, από το Στέλιο Δημ. Ριζοκώστα. Στις αρχές του ’60, εισήλθε στην επιχείρηση και ο αδελφός του Γεώργιος Δημ. Ριζοκώστας. Το 1965-66 οι αδελφοί Δημ. Ριζοκώστα κατεδάφισαν το παλιό κτίριο και ανήγειραν τετραώροφη ιδιόκτητη οικοδομή. Στο ισόγειο συνέχισαν τη λειτουργία του καταστήματος, ως εμπορική επιχείρηση πλέον.
Στο ίδιο έτος (1979) πέθανε ο Χρήστος Ριζοκώστας σε ηλικία 84 ετών. Μετά από 3 μέρες πέθανε η γυναίκα του Αναστασία σε ηλικία 79 ετών. Ήταν όντως ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι.
Ντίνος Χρ. Ριζοκώστας |
Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Ριζοκώστας με σπουδές[6] στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή επέστρεψε το 1954 και ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του. Από τις αρχές του ’60, ανέλαβε αντιπροσωπείες εμφιαλωμένων κρασιών, τη ΖΑΝΑΕ (με ζύμες, κονσέρβες) κ.ά. Την ίδια περίοδο (από το 1956) έπαψε το μαγαζί να λειτουργεί ως ταβέρνα και κρασαποθήκη. Το 1958 δημιούργησε και τυροκομείο στη διπλανή αποθήκη, που λειτούργησε βραχύβια μέχρι το 1962.
Τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα της οικογένειας εκδηλώθηκαν από νωρίς. Από το 1954-55 ο Ντίνος άρχισε σπουδές στη μουσική (στο ιδιωτικό ωδείο Μαργέτη). Με τον ερχομό το 1958 του σπουδαίου μαέστρου Αινιάν, ο Ντίνος συνεχίζει τις μουσικές σπουδές στο Δημοτικό Ωδείο. Το 1967 παντρεύτηκε.
Από το 1987 ο Ντίνος Ριζοκώστας ανέλαβε μαέστρος της χορωδίας Λαμίας “Ορφέας”. Από το έτος 1997, αυτή έγινε Δημοτική Χορωδία Λαμίας.
Από τη δεκαετία του ’80 το κατάστημα άρχισε να λειτουργεί ως επιχείρηση χονδρικής πώλησης, που τροφοδοτούσε με εμπορεύματα τα μαγαζιά της περιφέρειας. Ανέλαβε αντιπροσωπείες εταιρειών με υλικά ζαχαροπλαστικής και τροφίμων.
Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ο Ντίνος Ριζοκώστας εκλέχθηκε μέλος του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Τεχνοεργατών Λαμίας, που μετεξελίχθηκε σε Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας. Η εμπλοκή του και ενασχόληση με θέματα τραπεζικών δανείων και ο θόρυβος σκανδάλων σε μέλη του Δ. Σ., του δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Από το 2000 εισήλθε στην επιχείρηση ο γιος του Χρήστος που ανέλαβε την εμπορική δραστηριότητα της επιχείρησης. Το 2002, ο Ντίνος Ριζοκώστας πέθανε αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς, περνώντας με τα πόδια την πλατεία Πάρκου. Ήταν τότε 72 ετών.
Από το Φεβρουάριο του 2010, η επιχείρηση μεταφέρθηκε στο Λιανοκλάδι. Το Μάιο του 2010, το ιστορικό κτίριο δόθηκε ως αντιπαροχή και έγινε πολυώροφο κτίριο.
Έτσι μετά από έναν αιώνα, χάθηκε ένα ακόμα διώροφο πετρόκτιστο κτίριο και ταυτόχρονα η εταιρική επωνυμία στην ίδια θέση, που αποτέλεσε σημείο αναφοράς της πόλης, γνωστό ως “στου Ριζοκώστα”, με τη γνωστή δίπλα “στάση Ριζοκώστα” του αστικού λεωφορείου για τη διαδρομή Άμπλιανη-Κόμμα, από τη δεκαετία του ’50.
Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
φυσικός - καθηγητής
Υ. Γ. Οφείλω και αποδίδω θερμές ευχαριστίες στην κ. Βούλα Ριζοκώστα, για τις πληροφορίες που πρόθυμα μου έδωσε.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Είναι πιθανή εξήγηση να προήλθε από το παρατσούκλι Ρίζος, που ενώθηκε με το όνομα Κώστας (όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια) κι έγινε Ριζοκώστας. Έτσι, στο Μεσοπόλεμο, το Χρήστο Ριζοκώστα τον έλεγαν και Ριζοχρήστο.
[2] Βλ. Μαρίας Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου : “Χάνια και χαντζήδες της Λαμίας, 19ος και 20ός αιώνας”, σ. 132, Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, 2005, Λαμία.
[3] πολύ γνωστή στη Λαμιακή κοινωνία για τη δραστηριότητά της, τόσο με τα μουσικά της ενδιαφέροντα, όσο και για τη σημαντική προσφορά της σε δράσεις (ομάδες, κατηχητικά σχολεία, κ.ά.) της ορθόδοξης εκκλησίας μας.
[4] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1170, 10-4-1937, Λαμία.
[5] Βλ. Αθανασίου Κ. Μπαλωμένου “Δρόμοι, Καταστήματα και Ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (δεκαετία 1930-40)”, σελ. 85, περιοδ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2001 (22), Λαμία.
[6] Δούλευε παράλληλα ως δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο Αθήνας (επί δημαρχίας Κοτζιά).
Κ.Α.Μ. : Ο Γεώργιος Π. Βουρβουλάκης, Στρατιωτικός Ιατρός - Ειδικός Παθολόγος, έστειλε μια μικρή ιστορία την οποία του μετέφερε λίγα χρόνια πριν το θάνατό του ο πατέρας του, Παναγιώτης Γ. Βουρβουλάκης (1937-2014), με καταγωγή από την Καρυά Καμένων Βούρλων Λοκρίδος και η οποία αναφέρεται στην οικογένεια Ριζοκώστα. Γράφει :
ΑπάντησηΔιαγραφή------------------
Ο παππούς μου (του οποίου φέρω το όνομα), Γεώργιος Ι. Βουρβουλάκης (1895-1968), κατετάγη στον στρατό το 1916. Κατά τον επάρατο εθνικό διχασμό, εκτοπίστηκε την ίδια χρονιά στην Πελοπόννησο με το τμήμα του στρατού που είχε παραμείνει πιστό στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α' . Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο επισιτισμός του στρατού εκεί ήταν τόσο άθλιος, ώστε είχε σαν αποτέλεσμα πολλούς θανάτους από ασθένειες και ελλιπή διατροφή. Ο παππούς μου φαίνεται ότι λόγω ηλικίας (ίδιο έτος γεννήσεως) και καταγωγής, συνδέθηκε φιλικά με το Χρ. Ριζοκώστα, ο οποίος ήταν καχεκτικός και η υγεία του υπέφερε από την κακή διατροφή, σε σημείο που κάποια στιγμή να φτάσει πολύ κοντά στον θάνατο.
Ο παππούς μου, σαν ένας σύγχρονος Γιάννης Αγιάννης, αναγκάστηκε, για να τον σώσει, να κλέψει ένα καρβέλι ψωμί από έναν φούρνο και να τον ταΐζει μία φέτα την ημέρα προκειμένου να δυναμώσει, κάτι το οποίο τελικά πέτυχε. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που μεσολάβησαν χώρισαν τους δύο φίλους και η απομόνωση του παππού μου στο χωριό δεν βοήθησε στην επανένωση τους.
Πολλά χρόνια, αργότερα, στη δεκαετία του 1960, όταν ο πατέρας μου είχε διοριστεί στον ΟΤΕ στη Λαμία και σε μία συζήτηση στο πατρικό του, ο παππούς μου έμαθε για την ύπαρξη του μπακάλικου του Ριζοκώστα και εξέφρασε στον πατέρα μου την επιθυμία να τον πάει για να τον δει, χωρίς όμως να τον προειδοποιήσει. Όντως, ο πατέρας μου, σε συνεννόηση με την κόρη του (δεν γνωρίζω ποια από όλες), η οποία τύγχανε γνωστή του, έφερε τον παππού μου στο μπακάλικο. Όταν μπήκε μέσα στο μαγαζί, ο Ριζοκώστας καθόταν σε ένα από τα τραπέζια μόνος, όπως συνήθιζε. Ο παππούς μου, για να τον πειράξει, του είπε τότε:
- Ρε γέρο, τι κάθεσαι εκεί μόνος σου; Δεν έχεις κανέναν φίλο να πας στο καφενείο; Και τότε, ο Ριζοκώστας, ο οποίος δεν τον είχε γνωρίσει, είπε εκείνη την φράση, που ακόμα και τώρα, όποτε μεταφέρω την ιστορία, μου υγραίνει τα μάτια:
- Γέρο, στο καφενείο δεν έχω φίλους, έχω μόνο γνωστούς. Φίλος ήταν μόνο ένας, εκείνος που έγινε κλέφτης στην Πελοπόννησο πριν από πολλά χρόνια, για να μου σώσει τη ζωή.
Δεν μπορώ ούτε στο ελάχιστο να νιώσω τα συναισθήματα που μπορεί να κατέκλυσαν τους παρευρισκόμενους σε αυτή τη σκηνή - εμένα προσωπικά με συγκλονίζει κάθε φορά που προσπαθώ να τη φανταστώ. Η αποκάλυψη του παππού μου, που του είπε με δάκρυα
- Δεν τον θυμάσαι τότε βρε Ριζοκώστα το φίλο σου;"
κι έφερε μία ακόμα συγκλονιστική σκηνή.
Ο Ριζοκώστας, αφού αγκάλιασε κλαίγοντας με αναφιλητά τον παππού μου, είπε στον πατέρα μου:
- Ο πατέρας σου, παιδί μου, δεν θα έρθει σήμερα μαζί σου. Θα μείνει σπίτι μου και θα έρθεις να τον πάρεις μετά από τρεις μέρες.
Ο παππούς μου δεν είπε ποτέ στον πατέρα μου τι είπαν αυτές τις τρεις μέρες. Η κόρη όμως του Ριζοκώστα είπε ότι - όποτε τους πήγαινε φαγητό - τους έβλεπε πάντα δακρυσμένους.
Ήθελα να μοιραστώ την ιστορία αυτή μαζί σας, σαν κατάθεση ψυχής και προς τιμήν μίας άλλης εποχής, που η φιλία, η εκτίμηση, η ανθρωπιά, η αυτοθυσία ήταν γραμμένα πολύ πιο βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων. Και επίσης, εκεί, στις αρχές του επάρατου διχασμού που ταλαιπώρησε και ταλαιπώρησε την πατρίδα μας επί περισσότερο από έναν αιώνα, άνθρωποι που στη συνέχεια βρέθηκαν σε αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα, δεν ξέχασαν ποτέ τις κοινές μνήμες τους που βίωσαν στην τρυφερή ηλικία των 21 ετών και δεν πρόδωσαν ποτέ τους δεσμούς που σφυρηλάτησαν.