"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

6/3/16

Τα Νεκροταφεία ή Κοιμητήρια της Λαμίας



Μέρος Α’



1. Περί θανάτου

(σύντομη θεολογική αναφορά)
 
   Σύμφωνα με  την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη ο θάνατος δεν καθιερώθηκε[1] από το Θεό. Ο θάνατος του ανθρώπου δεν ανήκει στην τάξη που ο Θεός όρισε μέσα στη δημιουργία. Δεν ήταν κανονικό ή φυσικό για τον άνθρωπο να πεθάνει, εφόσον θα ήταν αφύσικος ο χωρισμός ψυχής και σώματος (δηλ. ο σωματικός θάνατος).
   Η άρνηση όμως του Αδάμ να υπακούσει στο θέλημα του Θεού, δηλ. η αμαρτία έφερε την προπατορική πτώση, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στη γη η αρρώστια και ο θάνατος. Η θνητότητα του ανθρώπου είναι το στίγμα ή τα “οψώνια” της αμαρτίας (Ρωμ. στ’ 23).
   Αυτή τη Βιβλική αντίληψη για το θάνατο και τη θνητότητα την έχουν χάσει κάποιοι χριστιανοί σήμερα θεωρώντας τον μάλλον ως λύτρωση, ως απαλλαγή της αθάνατης ψυχής από τα δεσμά του σώματος. Είναι όμως ξένη προς την Αγία Γραφή. Προέρχεται στην πραγματικότητα από την Ελληνική ειδωλολατρική αντίληψη. Ο θάνατος δεν είναι λύτρωση[2], αλλά καταστροφή, εφόσον ο Άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή μαζί. Με το θάνατο η ψυχή χωρίζεται βίαια από το σώμα, που ήταν η φυσική σχέση, όπως την όρισε ο Θεός.


2.  Η κηδεία στην Ελλάδα


    Από την εποχή του κυκλαδικού πολιτισμού γύρω στο 3000 π.Χ. ως την υπο-μηκηναϊκή περίοδο το 1100-1200 π.Χ. οι Έλληνες εφάρμοζαν τον ενταφιασμό ως αποκλειστική πρακτική κήδευσης. Η καύση των νεκρών που εμφανίζεται γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ. θεωρείται επίδραση της Ανατολής, πιθανώς των Χετταίων, και διαδόθηκε στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Ως τους χριστιανικούς χρόνους όπου ο ενταφιασμός ξαναγίνεται η μόνη πρακτική κήδευσης και οι δύο μέθοδοι εφαρμόζονταν στην Ελλάδα ανάλογα με την ιστορική περίοδο και την περιοχή.
   Η κηδεία στους αρχαίους Έλληνες από την ομηρική εποχή περιελάμβανε την πρόθεση, την εκφορά, την ταφή  και το περίδειπνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η διαδικασία ακολουθείται στην Ελλάδα πιστά μέχρι και σήμερα.
   Πρόθεση ήταν η εναπόθεση του στολισμένου νεκρού στη νεκρική κλίνη και η θρηνωδία των οικείων του. Στην εποχή μας ο νεκρός κείται σε φέρετρο, το οποίο είναι ανοιχτό σύμφωνα με την παράδοση, εκτός από τις περιπτώσεις που δεν το επιτρέπει η κατάσταση του πτώματος. Ο νεκρός «φυλάσσεται» από τους οικείους όλο το βράδυ πριν την ταφή, ιεροτελεστία που επιβάλλονταν από την λαϊκή σκέψη και διατηρείται ως σήμερα, το λεγόμενο ξενύχτι. Σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης είναι το μοιρολόι, τα θλιβερά δηλαδή τραγούδια που τραγουδούσαν οι οικείοι του νεκρού μαζί με τη μοιρολογίστρα, επάγγελμα που έχει πια εκλείψει.

   Η εκφορά ήταν η μετά την πρόθεση τελετή της μεταφοράς της σορού του νεκρού από την οικία του στον τόπο της ταφής του. Στην εποχή μας παρεμβάλλεται ως ενδιάμεσος σταθμός ο ναός (η εκκλησία), όπου τελείται ειδική λειτουργία, η νεκρώσιμη ακολουθία που επίσης ονομάζεται εξόδιος ακολουθία, μπροστά στο φέρετρο. Σύμφωνα με τον αρχαίο νόμο η νεκρική πομπή έπρεπε να περάσει από τους δρόμους της πόλης σιωπηλά.
   Η ταφή ήταν η τελετή του ενταφιασμού ή της καύσης και εναπόθεσης των οστών σε τύμβο. Συνήθως στο φέρετρο τοποθετούνταν αγαπημένα αντικείμενα "για να τα πάρει μαζί του" ο νεκρός ενώ σε κάποιες περιοχές αποτίθενται νομίσματα ή λίρες στα χέρια ή στα μάτια του νεκρού ή απλώς μέσα στο φέρετρο ως ναύλα για το Χάρο. Ο τελευταίος ασπασμός από τα αγαπημένα πρόσωπα δίνεται στο ναό ή στο νεκροταφείο πριν κλείσει το φέρετρο.
   Μετά την ταφή οι πενθούντες επιστρέφουν στο σπίτι του νεκρού για το περίδειπνο, το δείπνο της παρηγοριάς, που συνοδεύεται από τον καφέ (τούρκικος ή ελληνικός) της παρηγοριάς που σερβίρεται με κονιάκ και παξιμάδια.
   Δυο μέρες μετά την ταφή οι αρχαίοι συνήθιζαν να διοργανώνουν μια τελετή που ονομάζονταν τρίτα, τα σημερινά τριήμερα, ενώ οχτώ μέρες μετά την ταφή ακολουθούσαν τα ένατα, που πραγματοποιούνταν στο σημείο ταφής[3] και αντιστοιχούν στα σύγχρονα εννιάμερα.  
   Επιπλέον, στη σύγχρονη εποχή πραγματοποιούνται επιμνημόσυνες τελετές στις 40 μέρες, στους 3, 6 και 9 μήνες και στο χρόνο (ετήσιο), και από κει και μετά το μνημόσυνο πραγματοποιείται κάθε χρόνο στην ημερομηνία[4] του θανάτου. Οι συγγενείς του νεκρού για αόριστο χρονικό διάστημα που εξαρτάται απ' τους ίδιους, βρίσκονται σε πένθος, κατά τη διάρκεια του οποίου οι γυναίκες φορούν μαύρα ρούχα και οι άντρες μαύρο περιβραχιόνιο.
   Για το Θεό και την Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν υπάρχει διάκριση[5] μεταξύ ζώντων και θανόντων, εφόσον ως μέλη της εκκλησίας, όλοι εξακολουθούμε να ανήκουμε στην ίδια οικογένεια. Για τους ορθόδοξους χριστιανούς είναι καθήκον των ζώντων να προσεύχονται για τους κεκοιμημένους, θεωρώντας ότι με την προσευχή τους βοηθούν. Σ’ αυτό ακριβώς συμβάλλουν και τα μνημόσυνα, που διατηρούν τη μνήμη[6] των προσφιλών μας κεκοιμημένων.
    Με βάση το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας που αποδίδει ιδιαίτερη τιμή στη τελετή της εκκλησιαστικής κήδευσης των Χριστιανών σύμφωνα με το Δόγμα, απαγορεύεται η τέλεση εκκλησιαστικής κηδείας παρουσία ιερέα, άνευ προηγουμένης αδείας (απόφασης για εκκλησιαστική κήδευση) στις περιπτώσεις: αβάπτιστων βρεφών, αφορισμένων, μη Χριστιανών γενικά, αποθανόντων από μονομαχία ή από τραύματα μετά από μονομαχία και σε αυτόχειρες.



         3. Συμβολισμοί [7] παραστάσεων σε μνημεία  κατά τη χριστιανική θρησκεία


    Όπως οι απαρχές της χριστιανικής αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής βρίσκονται στα χριστιανικά κοιμητήρια, έτσι έγινε με την αντίστοιχη γλυπτική. Με άλλο τρόπο, όπως - σύμφωνα με τη χριστιανική άποψη - εκ του θανάτου πηγάζει η ζωή, έτσι πηγάζει και η τέχνη υπό τις μορφές αυτές.

Το “Πενθούν Πνεύμα”

σε επιτύμβια στήλη
έργο Κρίστιαν Ζίγκελ (1864)
   Βεβαίως από τους πρώτους χρόνους χριστιανικούς χρόνους, δεν υιοθέτησε την αγαλματοποιία, εφόσον υπενθύμιζε την ειδωλολατρία. Με την  επίδραση του Ελληνικού πνεύματος, δόθηκε μια λύση με τη χρήση ανάγλυφων σε γλυπτές παραστάσεις,. Από μία πλάκα από κάποιο υλικό (μάρμαρο, ξύλο, κ.λπ.) αφαιρείτο το βάθος και το ανάγλυφο λεγόταν επιπεδόγλυφο, ή το ανάγλυφο προεξείχε μεν αλλά όχι πολύ και τότε λεγόταν πρόστυπο, ή τέλος το ανάγλυφο εξείχε περισσότερο και λεγόταν έξεργο. Με τη μορφή του ανάγλυφου, η πλαστική τέχνη παρήγαγε ωραιότατα έργα, από τη παλαιοχριστιανική εποχή.
   Οι σαρκοφάγοι ήταν από τα πρώτα πολύ αξιόλογα μνημεία της χριστιανικής γλυπτικής. Οι ορθογώνιες λάρνακες των νεκρών, από μάρμαρο συνήθως, δέχονταν το ξαπλωμένο (από τα ρωμαϊκά χρόνια και μετά) σώμα του νεκρού, και έκλειναν με κάλυμμα (καπάκι) σε σχήμα σαμαρωτό ή ημικυκλικό. Έφεραν γλυπτό διάκοσμο με θέματα: στεφάνια ή πλέγματα[8] από άνθη και καρπούς, ο “καλός Ποιμήν” συμβολίζοντας το λυτρωτή Χριστό, ο “φιλόσοφος” με ειλητάριο, σύμβολο του Χριστού που κρατά το Νόμο του, κ.ά.
   Από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και τους Βαυαρούς της περιόδου του Όθωνα αλλά και μετά αυτόν, διακοσμήθηκαν τα ταφικά μνημεία με γλυπτές παραστάσεις, επηρεασμένες από δυτικά πρότυπα, της περιόδου του κλασικισμού. Αντιπροσωπευτικό δείγμα με θαυμάσιο συμβολισμό είναι το “Πενθούν Πνεύμα”. Προήλθε από τη Σχολή του Μονάχου και το απέδωσαν οι αδελφοί Μαλακατέ από το 1856 και ο Κρίστιαν Ζίγκελ από το 1864, σε ταφικά μνημεία του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών.
   Το “Πενθούν Πνεύμα” αποδίδεται με παράσταση ακίνητου αγγέλου που κρατά σβησμένη ανεστραμμένη δάδα, συμβολίζοντας το τέλος της ζωής. Προέρχεται από την ελληνική αρχαιότητα και επανήλθε με τον ευρωπαϊκό κλασικισμό.
   Θέματα που αποδόθηκαν σε παραστάσεις, προερχόμενα από τον Ελληνιστικό, αλλά και τον ειδωλολατρικό κόσμο, που όμως τους έδωσε άλλο νόημα, με τον αντίστοιχο συμβολισμό τους είναι :
-  η χρυσαλίδα, που παριστάνει την ψυχή
-  το φτερωτό παιδί, που συμβολίζει τον έρωτα.
-  οι τέσσερις εποχές του έτους, που εικονίζονται με κεφαλές (ανάλογης ηλικίας) γυναικών ή με στέφανα (με ρόδα η άνοιξη, με στάχια το θέρος, με κλήματα το φθινόπωρο και ελιές ο χειμώνας). Παραπέμπει στη ζωή που προέρχεται από το θάνατο.
-  η περιστερά, που είναι προσφιλές θέμα σε κατακόμβες, συμβολίζει την ψυχική ειρήνη στον παράδεισο. Στο ράμφος της φέρει κλαδί ελιάς ή δάφνη. Αποδίδεται να στέκεται επάνω σε αγγείο ή να πετάει σε παραδεισένιο τόπο, συμβολίζοντας την αθωότητα των ψυχών που πέθαναν για το Χριστό. Επίσης απεικονίζονται περιστερές να κάθονται επάνω σε κύλικα[9] και να πίνουν νερό (που συμβολίζει το νερό της ζωής).
-  το παγώνι (ταώς), που συμβολίζει την αθανασία και απεικονίζεται με το φτέρωμά του ανοιχτό ή άλλοτε με κλειστό φτέρωμα μέσα σε αμπελώνα.
-  το ελάφι, είναι σύμβολο της ψυχής, που ποθεί το Χριστό (όπως το ελάφι θέλει το νερό).
-  τα ειδυλλιακά τοπία, με φυτά και άνθη, που συμβολίζουν το χώρο του παραδείσου.
-  η ελιά συμβολίζει την ειρήνη.
-  ο φοίνικας συμβολίζει τον παράδεισο. Οι κλάδοι του φοίνικα, συμβολίζουν τη νίκη κατά του θανάτου. Ο φοίνικας είναι το δέντρο της ζωής, με τους Αποστόλους γύρω του, που παριστάνονται ως πρόβατα.
-  η άμπελος και τα κλήματα, αποδίδουν τη φράση “εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα”.
-  το πλοίο (ναύς) συμβολίζει την ασφαλή πορεία προς το Χριστό.
-  η άγκυρα, είναι το σύμβολο της ελπίδας. Ανεστραμμένη, υπονοεί το σταυρό.
-  η δεόμενη ψυχή, που απεικονίζεται με άνδρα ή γυναίκα να προσεύχεται με ανοιχτά τα χέρια. Η δεόμενη γυναίκα εξελίχτηκε αργότερα στην Θεοτόκο την Πλατυτέρα.
-  ο ιχθύς (ψάρι), πολύ διαδεδομένο σύμβολο που προήλθε από αρχαίους ανατολικούς λαούς. Από τον 3ο αι. εξαπλώθηκε και η ακροστιχίδα ΙΧΘΥΣ[10]. Η παράσταση πολλών ιχθύων σήμαινε τους πολλούς πιστούς. Ένας ιχθύς συμβόλιζε τον Ιησού Χριστό.
-  ο Ορφέας, που εικονιζόταν να κάθεται και να παίζει τη λύρα του, ημερεύοντας τα άγρια θηρία γύρω του. Συμβολίζει το Χριστό, που θέλγει με τη διδασκαλία του, εξημερώνοντας τα θηρία των παθών.
-  τα ουράνια δείπνα, με πρόσωπα γύρω από ημικυκλική τράπεζα τρώγοντας και πίνοντας, δεν εννοούν πραγματικά δείπνα, αλλά τη μακαριότητα των νεκρών στον παράδεισο, με άρτον και ιχθύν (δηλ. το Χριστό). Δεν είναι λοιπόν πραγματικά δείπνα αλλά ουράνια.
-  ο σταυρός, που προϋπήρξε του χριστιανισμού (από τα μινωικά χρόνια). Διαδόθηκε κυρίως από τον 4ο αι. Ο χριστιανισμός έδωσε πνευματικό περιεχόμενο στο σταυρό. Ειδή σταυρών έχουμε : (i) τον Ταυόμορφο (ο αρχαιότερος σε σχήμα Τ), (ii) ο ισοσκελής σταυρός ή ελληνικός, (iii) ο ανισοσκελής σταυρός ή λατινικός, (iv) ο αγκυλωτός σταυρός ή σβάστικα και (v) ο αιγυπτιακός σταυρός.
-  ο καλός Ποιμήν, με σημαντική διάδοση στις κατακόμβες και τη χριστιανική γλυπτική. Είναι συμβολική εικόνα του Θεού και στα κοιμητήρια σχετίζεται με τις ευχές των νεκρών.
-  ο αμνός, που (όταν είναι ένας) συμβολίζει το Χριστό. Δύο αμνοί συμβολίζουν τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Πολλοί αμνοί συμβολίζουν τους πιστούς. Τα 12 πρόβατα γύρω από έναν αμνό είναι οι δώδεκα Απόστολοι.
   Γενικά, στις σκηνές των παραστάσεων πρέπει να μην αποδίδουμε ιστορικό χαρακτήρα, αλλά συμβολισμό που αφορά την απολύτρωση και ευδαιμονία του Χριστού.




                 4. Νεκροταφεία - Γενικά


Για τους χριστιανούς, τα Νεκροταφεία είναι τόποι ιεροί και προσφιλείς (παρά τους φόβους των νέων και των παιδιών, τις ιστορίες και τους θρύλους των γεροντότερων ή τις υπερβολές και μύθους των βρικολάκων), εφόσον εκεί βρίσκονται αγαπημένα τους πρόσωπα. Αντίθετα, η καύση των νεκρών δεν ήταν ποτέ συμπαθής.
Η σχέση των ανθρώπων προς τους αποθανόντες δεν είναι πάντα ορατή στο χώρο του Νεκροταφείου, αλλά μερικές φορές - όπου τα οικονομικά και η πνευματική καλλιέργεια το επιτρέπουν - φαίνεται από το είδος και το μέγεθος του ταφικού μνημείου (απλό, έντεχνο με διακοσμητικά στοιχεία, περίτεχνο σε γλυπτά, με προτομές, με κίονες, με μαρμάρινο αυλόγυρο, με χυτά ή σφυρηλατημένα κάγκελα, κ.ά.) όπως και από το περιεχόμενο των επιτύμβιων επιγραφών. Τόσο σε νεότερα, όσο και σε αρχαιότερα μνημεία υπάρχουν πολλές, σπουδαίες και ενίοτε λυρικότατες επιτύμβιες επιγραφές.
Μέχρι τον Ζ’ αιώνα, πολλοί - από υπερβολή - έθαβαν τους νεκρούς των μέσα στους ιερούς ναούς. Αυτό όμως μετά, απαγορεύτηκε ρητά (Βασιλικ. Α’ τίτλος, Β’ Κεφάλ. – 83ος Κανόνας της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου στο Σημ. Πηδάλιο). Την απαγόρευση αυτή επανέλαβαν και νεότερες πατριαρχικές εγκύκλιοι (του Ιερεμίου του Μυτιλήνης το 1810 και Γρηγορίου του Στ’, το 1838) και ισχύει μέχρι σήμερα[11].
Από τα χρόνια του Όθωνα «δημοσιεύτηκε[12] Διάταγμα σχετικά με την ταφή των νεκρών, τα νεκροταφεία, κλπ. Απαγορεύτηκε δηλαδή η ταφή των νεκρών μέσα σε εκκλησίες ή και σε άλλους χώρους, πράγμα που πολύ συνηθιζόταν στην Ελλάδα. Τα νεκροταφεία απαγορεύτηκε να γίνονται πια μέσα σε πόλεις, σε συνοικισμούς ή σε χωριά. Καθορίστηκαν ακόμη όλες οι λεπτομέρειες για τον τρόπο κατασκευής των τάφων και νεκροταφείων και διατάχτηκε η επιθεώρηση των πτωμάτων, από ιατρούς νεκροσκόπους».
Μετά απ’ αυτό, τα Νεκροταφεία ή Κοιμητήρια ιδρύονται υποχρεωτικά και ανήκουν σε Δήμους ή Κοινότητες. Στις πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, τα Νεκροταφεία έχουν και Ναό. Τα εγκαταλειμμένα ή καταργημένα νεκροταφεία ανήκουν πάλι στο Δήμο ή την Κοινότητα που τα ίδρυσε (Νόμος 4602), οι δε Ναοί τους μπορούν να χαρακτηριστούν ενοριακοί, αφού καθοριστεί η περιοχή της ενορίας τους.
Τα νεκροταφεία ιδρύονται[13] σε απόσταση τουλάχιστον 100 μ. από τις τελευταίες κατοικίες του χωριού ή της πόλης σε περιοχή με έδαφος αμμώδες, όπου τα υπόγεια νερά πρέπει να βρίσκονται τουλάχιστον 3μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Δεν επιτρέπεται να γίνουν φρέατα (πηγάδια ή γεώτρηση) σε απόσταση 50-100μ. απ’ το νεκροταφείο. Η θέση του νεκροταφείου επιλέγεται ώστε να είναι υπήνεμη, να είναι σε ψηλό σημείο και αεριζόμενο. Γύρω να έχει μαντρότοιχο και το μέρος προς το χωριό ή την πόλη να είναι δενδροφυτεμένο (συνήθως έβαζαν μια δενδροστοιχία  με κυπαρίσσια), για να μην είναι ορατό απ’ τις κατοικίες. Το νεκροταφείο πρέπει να είναι κατάφυτο με δένδρα, θάμνους και άνθη.
Για τα άλλα θρησκευτικά δόγματα εκτός της Ορθοδοξίας, δόθηκαν λύσεις μόνο στην περιοχή Αθήνας. Συγκεκριμένα, στους καθολικούς παροίκους των Αθηνών διατέθηκε στα τέλη του 1834 ένας πρώην τεκές των Τούρκων στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, που μετατράπηκε από την Κυβέρνηση, σε Κοιμητήριο. Το 1842-1844 ανεγέρθηκε από τον Χρ. Χάνσεν η Καθολική εκκλησία του Ευαγγελιστή Λουκά στο Παλ. Ηράκλειο. Το 1838-1843 έγινε η Αγγλικανική εκκλησία του Αγ. Παύλου σε σχέδια του Cockerell υπό την επίβλεψη του Χρ. Χάνσεν και το 1853-1887 ολοκληρώθηκε ο Καθολικός ναός του Αγ. Διονυσίου σε σχέδια του Λύσ. Καυταντζόγλου, ο οποίος τροποποίησε την αρχική μελέτη του Λ. Κλέντσε. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι ξένοι θαβόντουσαν στο Θησείο (εκκλησία του Αγ. Γεωργίου) και στη μονή των Καπουτσίνων. Από το 1884 συστήθηκε Ισραηλιτικό νεκροταφείο και λειτουργεί στη σημερινή θέση. Τμήματα των επεκτάσεων του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών από τις αρχές του 20ού αι. δόθηκαν σε Διαμαρτυρόμενους και σε Εβραίους.
 Οι τάφοι είχαν διαστάσεις με βάθος 2 μ. και πλάτος 1 μ. (για τα μικρά παιδιά ήταν 1μ. – 0,5 μ.). Μεταξύ δύο τάφων αφήνεται απόσταση 50-60εκ. Ο χρόνος της εκταφής των νεκρών παλιότερα ήταν 10 χρόνια για τους ενήλικες και 5 χρόνια για τα παιδιά. Τις τελευταίες 10ετίες έχει ορισθεί  η 5ετία ως χρόνος εκταφής, με δυνατότητα παράτασης.
Για τα καταργημένα ή εγκαταλειμμένα νεκροταφεία στο νόμο του Όθωνα (1834) επιτρεπόταν η σπορά και η φυτεία μετά την παρέλευση τριετίας. Σήμερα, επιτρέπεται η οικοδόμηση και η καλλιέργεια της γης των πρώην νεκροταφείων μετά 20ετία.

Ο Ι. Ν. της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ξηριώτισσας (φωτ. 2011)
Από υγειονομικής απόψεως, εφόσον ο ενταφιασμός των νεκρών γίνει κανονικά, δεν υπάρχουν ούτε δύσοσμα ή δηλητηριώδη αέρια, ούτε μεταδίδουν παθογόνα μικρόβια και λοιμώδεις ασθένειες. Εάν δε το έδαφος είναι ξηρό, αργιλώδες, αμμώδες ή ασβεστώδες, δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης παθογόνων μικροβίων μέσω των υπόγειων νερών.
Στα χρόνια[14] μας, η ραγδαία εξάπλωση των πόλεων, οδήγησε σε γειτνίαση των κατοικιών με τα νεκροταφεία. Οι επεκτάσεις του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας, σε συνδυασμό με την επέκταση της πόλης της Λαμίας προς το ορεινό (περιοχή Αφανού), θα μειώσουν την απόσταση μεταξύ τους, πιθανά κάτω του νόμιμου ορίου των 100 μ. Ταυτόχρονα, το Νεκροταφείο έχει βρεθεί στο κέντρο της σημερινής διευρυμένης πόλης, αφαιρώντας σημαντική έκταση απ’ το ζωτικό της χώρο και αποκλείοντας την ανάπτυξή της προς ανατολάς.


   5. Τα Νεκροταφεία των Ιερών Ναών της Λαμίας


Στα προεπαναστατικά (πριν το 1821) υπήρχαν στη Λαμία νεκροταφεία, που ήταν στους Ιερούς Ναούς : της Παναγίας Δέσποινας, του Αγίου Νικολάου, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Γεωργίου, της «Αρχοντικής», της Αγίας Παρασκευής «Ταράτσας» και στη θέση  «Γολγοθά».
Η θέση τους ήταν δίπλα στους αντίστοιχους ναούς και καταλάμβαναν όλη τη διαθέσιμη έκταση, μέχρι τις κατοικίες. Τότε η δόμηση της πόλης δεν ήταν πολύ πυκνή και συνήθως οι ναοί διέθεταν ελεύθερο χώρο γύρω τους. Τα μετεπαναστατικά χρόνια προστέθηκαν  στα προηγούμενα και μερικά ακόμη νεκροταφεία, όπως στους Ιερούς Ναούς (ή εξωκλήσια):
§ του Αγίου Αθανασίου
§ των  Αγίων Αναργύρων
§ του Αγίου Λουκά και
§ της Παναγίας Ξηριώτισσας
Δεν έχει βρεθεί κάποιο στοιχείο για τουρκικά νεκροταφεία της Λαμίας - που προφανώς υπήρχαν – ούτε κάποιο τοπωνύμιο (παρότι οι Τούρκοι[15]  προεπαναστατικά ήταν περισσότεροι απ’ τους χριστιανούς).
Από στοιχεία των τότε ενοριακών ναών, του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας Δέσποινας, όπου κατέγραφαν τα «ενταφιαστήρια», δηλ. τα στοιχεία[16] των θανόντων, στη διάρκεια των ετών 1835-1857 προκύπτουν τα παρακάτω αθροιστικά στατιστικά αποτελέσματα :


      Ο μέσος όρος των θανόντων και ενταφιασμένων κατ’ έτος σε όλους τους ναούς είναι : 1814 : 23 = 79 (περίπου).




6. Σύντομα ιστορικά στοιχεία των Νεκροταφείων της Λαμίας & των αντίστοιχων ιερών ναών της



Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου : Είναι προεπαναστατικό νεκροταφείο.  Απλωνόταν μεταξύ των εκκλησιών (και αντίστοιχων νεκροταφείων) Αρχοντικής, Παναγίας Δέσποινας και Αγίων Θεοδώρων. Ο ναός ανεγέρθη πριν την επανάσταση του ’21 και είναι ενοριακός ναός της Λαμίας από το Φεβρουάριο του 1834 μέχρι σήμερα. Πρώτος εφημέριος (το 1834) ήταν ο παπα - Κώστας Νικολαΐδης[17]. Η ενορία τότε  αποτελείτο από 76 οικογένειες με 44 οικίες. Μετά διορίστηκαν οι ιερείς Αθανάσιος, Κωνσταντίνος και Ευστάθιος Κυριαζής (24-3-1834). Ταυτόχρονα όμως ήταν και μητροπολιτικός ναός της Λαμίας από το 1834 μέχρι το 1923.
   Με βάση τους αριθμούς ταφέντων  (βλέπε πίνακα) τη χρονική περίοδο 1835-1850 διαπιστώνεται ότι είναι λιγοστοί, που πιθανά σημαίνει ότι δεν διέθετε αρκετή έκταση, ή ότι προτιμούσαν το γειτονικό νεκροταφείο της Παναγίας Δέσποινας και κυρίως των Αγίων Θεοδώρων. Το νεκροταφείο εγκαταλείφθηκε το 1850 μετά τη λειτουργία του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας


Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αρχοντικής[18] Λαμίας :  Ήταν κάτω απ’ το Κάστρο. Εκεί υπήρχε παλαιότερος ναός που κάηκε και επάνω σ’ αυτόν κτίστηκε στα 1762 ο σημερινός Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ο ναός λειτουργούσε, για τις λατρευτικές ανάγκες  των χριστιανών, αλλά και σαν νεκροταφείο (στα 1827-28).
     Το 1827-28 η γυναίκα του Κομνά Θ. Τράκα, δύο υπηρέτριες και πέντε στρατιώτες ετάφησαν[19] όπισθεν του Αγίου Βήματος της Παναγίας της Αρχοντικής, μετά την αποτυχημένη δραπέτευσή τους απ’ το Κάστρο (ήταν αιχμάλωτοι του Κιουταχή).
    Στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης έθαβαν χριστιανούς επαναστάτες Έλληνες. Είναι πιθανό, κατά την Οθωνική περίοδο, όσοι Έλληνες στρατιώτες, πέθαιναν στο κάστρο, να θάβονταν στον περίβολο της Αρχοντικής[20]. Ήταν άγραφος κανόνας, για παιδιά και ιδίως αβάπτιστα, που πέθαιναν τότε, να τα θάβουν κοντά σε μικρούς ναούς, συνήθως πίσω απ’ το Ιερό.
   Με τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους, το Φεβρουάριο του 1834 ο ναός έγινε ενοριακός, αποτελώντας την ενορία των Εισοδίων της Παναγίας Δέσποινας, που αποτελείτο από 48 οικογένειες. Πρώτος εφημέριος ο αιδεσιμώτατος παπα-Ευστάθιος Κυριαζής.
   Τον επόμενο όμως μήνα (24 Μαρτίου 1834) ο τότε επίσκοπος Ζητουνίου Ιάκωβος Παπαγεωργίου κατάργησε την ενορία και μετέτρεψε το Ναό σε παρεκκλήσι, για ιδιαίτερες λειτουργίες και καθημερινές. Έκτοτε παραμένει παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου.

Νεκροταφείο Ιερού Ναού Παναγίας Δέσποινας :  Υπήρχε πριν την επανάσταση του ’21. Από τον παρατιθέμενο πίνακα φαίνονται οι μεγάλοι αριθμοί ταφέντων την τριετία 1837-1839, με 50+49+21 = 120 άτομα. Αμέσως όμως φθίνει και το 1846 εγκαταλείπεται. Πιθανοί λόγοι είναι η περιορισμένη έκταση του νεκροταφείου, ή ίσως η προτίμηση του νεκροταφείου των Αγίων Θεοδώρων.
    Ο ναός ανεγέρθη το 1730 στη θέση παλαιότερου ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που τον είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι κατά την επανάσταση. Μετά την απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους, ο Ναός έγινε ενοριακός (το 1834), με πρεσβύτερο τον ιερομόναχο και πρωτοσύγκελο Γρηγόριο και τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο.
   Μέχρι σήμερα παραμένει ενοριακός Ναός

Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αγίου Μηνά Λαμίας : Στα δυτικά του λόφου της Ακρολαμίας ήταν ένας μικρός ναός και στο γύρω χώρο του ήταν και μικρό νεκροταφείο της Λαμίας. Χρησιμοποιείτο για ταφή των χριστιανών, σε αραιά χρονικά διαστήματα. Δεν υπάρχουν παρά σποραδικά στοιχεία για ταφέντες στο νεκροταφείο αυτό.
   Ο παλιός ναός κατεδαφίστηκε και χτίστηκε ο σημερινός εξ αρχής. Δεν ήταν ποτέ ενοριακός ναός, αλλά παρεκκλήσι της Παναγίας Δέσποινας.

Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Λαμίας : Κατά το 19ο αιώνα (ίσως και παλαιότερα) υπήρχε Ναός Αγίου Αθανασίου στη Λαμία, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τη θέση του ναού αυτού.
   Γύρω απ’ αυτόν το ναό υπήρχε μικρό νεκροταφείο. Οι αριθμοί ταφέντων την περίοδο 1835-1851 δείχνουν μόνο 12 συνολικά άτομα να έχουν ταφεί εκεί. Μετά το 1851 δεν χρησιμοποιήθηκε πλέον.
   Σήμερα, στη Λαμία υπάρχει ο ναός του Αγίου Αθανασίου Γαλανέικων, αλλά δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τη θέση αυτών των δύο ναών. Για τον ίδιο λόγο είναι άγνωστη η περιοχή του αντίστοιχου Νεκροταφείου κατά το 19ο αιώνα.

Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων Λαμίας : Είναι ένα εξωκλήσι στο λόφο της Ακρολαμίας, κάτω απ’ το Κάστρο.  Πρέπει να υπήρχε στη θέση αυτή άλλος προγενέστερος ναός. Το νεκροταφείο ήταν σχετικά μικρό σε έκταση γύρω απ’ το ναό (όπως δείχνουν οι μικροί και πολύ αραιοί αριθμοί ταφέντων). Το 1853 έπαψε να χρησιμοποιείται.
   Ο σημερινός ναός οικοδομήθηκε το 1901. Δεν ήταν ποτέ ενοριακός ναός. Σήμερα είναι παρεκκλήσι του Ναού της Παναγίας Δέσποινας.

Νεκροταφείο Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Λαμίας :  Στη θέση περίπου του σημερινού Ναού του Αγίου Δημητρίου, υπήρχε προεπαναστατικά ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Γύρω απ’ αυτό απλωνόταν το Νεκροταφείο του. Στη διετία 1839-1840 έχουν ταφεί (βλ. πίνακα)  28 και 29 άτομα, ενώ τα επόμενα χρόνια οι αριθμοί φθίνουν αμέσως και γίνονται πολύ μικροί. Ο μικρός αυτός ναός, στα 1930 κατέρρευσε.
    Αμέσως μετά, σε οικόπεδο που δώρισε ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Βουλγαράκης, έγινε άλλος πρόχειρος ναός των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου (δισυπόστατος). Μετά από διαπλάτυνση του αρχικού ναού, τη δεκαετία 1950-60, ολοκληρώθηκε η αγιογράφησή του και σήμερα είναι ο γνωστός ναός του Αγίου Δημητρίου (δεν αναφέρεται πλέον και του Αγίου Γεωργίου).


Νεκροταφείο Αγίων Θεοδώρων Λαμίας :  Ήταν το μεγαλύτερο νεκροταφείο της πόλης, σε αριθμό ταφέντων. Προφανώς είχε μεγαλύτερη έκταση (προς τα βορειοδυτικά) από τα άλλα γειτονικά νεκροταφεία του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας Δέσποινας. Το 1834 έγινε ενοριακός Ναός για ένα μήνα και αμέσως μετά καταργήθηκε (24 Μαρτίου 1834). Πρώτος εφημέριος των Αγίων Θεοδώρων ήταν ο Αθανάσιος Νικολαΐδης. Η ενορία είχε 65 οικογένειες με 42 σπίτια[21].
   Αργότερα έγινε πάλι ενοριακός ναός. Σήμερα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ενορίες της Λαμίας.


Νεκροταφείο Αγίου Λουκά :   Δεν υπήρχε πριν την επανάσταση του 1821. Από τα στοιχεία του πίνακα φαίνεται ότι άρχισε τη λειτουργία του το 1840 και κάλυπτε τις ανάγκες των κατοίκων του ομώνυμου λόφου. Ταυτόχρονα, μετά τη φυγή των τούρκων κατοίκων[22], δείχνει τη γρήγορη κατοίκηση της (προνομιούχου) αυτής περιοχής από Έλληνες.


Νεκροταφείο “Γολγοθά”  Λαμίας : Γολγοθάς ονομαζόταν η περιοχή, όπου σήμερα είναι το Κέντρο Παιδικής Μέριμνας (Ορφανοτροφείο) Αρρένων Λαμίας. Εκεί ήταν τόπος εκτελέσεων[23] των ληστών ή κλεφτών[24] της εποχής του Όθωνα. Η εκτέλεση γινόταν με καρατόμηση (αποκεφαλισμό). Υπήρχε καρμανιόλα και οι εκτελεσθέντες θάβονταν επιτόπου. Η νεκρώσιμη ακολουθία γινόταν πιθανότατα στον πλησιέστερο Ναό, που ήταν του Αγίου Γεωργίου και Αγίου Δημητρίου (είναι ο σημερινός Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου, που αρχικά ήταν δισυπόστατος) και ακολουθούσε η ταφή, στο Νεκροταφείο του “Γολγοθά”. Με την εξάλειψη του φαινομένου της ληστείας και την κατάργηση του θανάτου δι’  αποκεφαλισμού, το Νεκροταφείο “Γολγοθά”  καταργήθηκε.


Νεκροταφείο Ναού Αγίας Παρασκευής Ταράτσας : Πριν την επανάσταση του ’21,  η Ταράτσα ήταν χωριό, με πληθυσμό 100 κατοίκων το έτος 1810 (κατά το Γάλλο Πουκεβίλ). Στα μετεπαναστατικά χρόνια, το χωριό έφθινε σε κατοίκους (το 1889 είχε 62 κατοίκους) και τελικά έπαψε να υπάρχει. Οι κάτοικοί της ήταν γεωργοί και νομάδες κτηνοτρόφοι, που πιθανά εγκαταστάθηκαν στη Λαμία ή σε άλλα χωριά.
    Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στον ομώνυμο λόφο είναι δωρεά του Χρήστου Ελασσώνα[25], από το έτος 1897. Εκεί προϋπήρχε - πιθανότατα - και το αντίστοιχο νεκροταφείο για τους κατοίκους της περιοχής. Από τον παρατιθέμενο πίνακα φαίνεται ότι οι αριθμοί των ταφέντων είναι μικροί και αραιοί (συνολικά ενταφιάστηκαν 9 σε διάρκεια 22 ετών). Αυτό εξηγείται, επειδή ήταν λίγοι οι κάτοικοι και μερικοί μετακινούμενοι από τόπο σε τόπο. Μετά τη λειτουργία του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας σταμάτησε η χρήση και καταργήθηκε το νεκροταφείο Ταράτσας.
   Η πληθυσμιακή εξάπλωση της Λαμίας τα μεταπολεμικά χρόνια στα βόρεια με τις εργατικές και άλλες κατοικίες είχαν σαν αποτέλεσμα να επαναλειτουργήσει το νεκροταφείο  της Αγίας Παρασκευής Ταράτσας αποτελώντας σήμερα το δεύτερο νεκροταφείο της πόλης.

Νεκροταφείο Παναγίας του Ξηριά  ή Ξηριώτισσας Λαμίας : Προφανώς το όνομα προέρχεται από το γειτονικό Ξηριά[26] (ή ξεριά), η δε Παναγία που ονόμαζε το εκκλησάκι χαρακτηρίστηκε «Ξηριώτισσα» και μαζί - αργότερα - το αντίστοιχο νεκροταφείο.
    Σύμφωνα με άλλη εκδοχή[27], το όνομα προέρχεται από την ιδιοκτήτρια της έκτασης, όπου σήμερα βρίσκεται το Νεκροταφείο. Έμενε σε δίπατο πλίθινο σπίτι[28], με μεγάλη αυλή[29] και κήπο, στα ανατολικά της Λαμίας και κοντά στο Ναό των Αγίων Θεοδώρων. Την ήξεραν όλοι τότε - στα τέλη του 19ου  αιώνα, ως «αρχόντισσα Ξηριώτισσα». Το πραγματικό της επώνυμο δεν είναι γνωστό, πιθανότατα δε ο άντρας της είχε πεθάνει νωρίτερα. Είχε μια ψυχοκόρη, που την πάντρεψε με το Γεώργιο Αναστασίου[30] ή Γάκη[31] από την Κορυτσά.
     Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Ξηριώτισσα, που αναφέρεται και σήμερα στη θέση Ξηριώτισσα και μετά στην Παναγία Ξηριώτισσα  (ο ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου).
     Το σπίτι της αρχόντισσας Ξηριώτισσας - πιθανά  μετά το θάνατό της - περιήλθε και ανήκει σήμερα στον Ι. Ναό των Αγίων Θεοδώρων.
    Στην περιοχή του Δημοτικού Κοιμητηρίου Ξηριώτισσας Λαμίας προϋπήρχε ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου από τα προεπαναστατικά χρόνια. Τεκμηριώνεται ότι είχε ακίνητη περιουσία με κτήματα και ιδιόκτητο αλευρόμυλο. Την περίοδο 1870-75 είχε ιερέα-εφημέριο[32] που ιερουργούσε, αποτελώντας - προφανώς - ενοριακό ναό της ανατολικής Λαμίας. Την Τρίτη[33] ημέρα του Πάσχα πανηγύριζε, όπως φαίνεται από ανακοίνωση του 1875 :
Την ερχομένην Τρίτην του Πάσχα (15 τρέχ.) εορτάσει το εξωκλήσιον “Παναγία Ξηριώτισσα”, η δε εορτή θέλει γένει ιεροπρεπώς και μετά πάσης λαμπρότητος ·  τούτο προς είδησιν και πληροφορίαν του κοινού.[34] ”.
   Στα επόμενα χρόνια χαρακτηρίστηκε ως ξωκλήσι και ως μετόχι του Ι. Ναού των Αγίων Θεοδώρων Λαμίας κι έτσι έφτασε ως τις μέρες μας.
     Το 2003 έγινε αναπαλαίωση με αφαίρεση του σοβά, ανάδειξη του πετρόκτιστου Ναού και ενίσχυση με τσιμέντο της λιθοδομής. Την εργασία ανέλαβαν οι εργολάβοι Aφοί Χριστοδούλου. Δήμαρχος ήταν ο Γεώργιος Κοτρωνιάς.
      Ως έτος κτίσεως ή πιθανότερα ανακαινίσεως του σημερινού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου γράφεται στο υπέρθυρο εσωτερικά το 1889. Έτσι η περιοχή αυτή, που διέθετε μεγάλο ελεύθερο χώρο γύρω της, απέκτησε το Ναό[35] της μετά τον ορισμό της σαν δημοτικό νεκροταφείο Λαμίας. Ο ναός ανήκει στο Δήμο Λαμίας, όπως προέβλεπε το Διάταγμα του Όθωνα. Η πρώτη ταφή εγγράφεται στα 1843, πριν γίνει επίσημα νεκροταφείο της πόλης.
   Δεκαοκτώ χρόνια μετά την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος του Όθωνα (στις 28-3-1834) «Περί των νεκροταφείων και του ενταφιασμού των νεκρών», η Λαμία συνέχισε να χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα νεκροταφεία (που προαναφέρονται).  Στις 14-3-1852, με δήμαρχο το Γεώργιο Χαλμούκο ή Χαλμουκόπουλο

… υπεβλήθη πρότασις[36] περί κατασκευής νεκροταφείου της πόλεως …

το δε δημοτικό συμβούλιο δέχτηκε την πρόταση και ψήφισε δαπάνη πεντακοσίων δρχ. για το σκοπό αυτό.
­­­­­   Η έναρξη λειτουργίας του νεκροταφείου έγινε τον επόμενο χρόνο (με δήμαρχο τον Κυριακό Τασσίκα) στις 5-4-1853, η δε πρώτη ταφή ήταν του Ευθ. Νικολάου, 55 ετών, τσαγκάρη. Οι πρώτοι ενταφιασμοί στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας έγιναν κοντά στο μικρό ναό της Παναγίας. Οι τάφοι είναι ιδιόκτητοι (δεν ξέρουμε εάν πλήρωναν γι’ αυτό), οι δε επόμενοι τάφοι έγιναν σε μεγαλύτερη ακτίνα απ’ το ναό.
    Η λειτουργία του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας, σε εφαρμογή του Διατάγματος του Όθωνα και η ταυτόχρονη εγκατάλειψη (και κατάργηση) των άλλων νεκροταφείων, είχε σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη ανάπτυξή του. Μέσα σε πέντε χρόνια (1853-1857) ενταφιάστηκαν 303 άτομα.
    Η πληθυσμιακή αύξηση της Λαμίας και κάποια γεγονότα[37], όπως θανατηφόρες επιδημίες, πόλεμοι, κατοχή και εμφύλιος πόλεμος έφεραν το νεκροταφείο σε κατάσταση κορεσμού. Τη δεκαετία του ’20 τουλάχιστον, φαίνεται ότι υπήρχε κάποια αταξία στον ενταφιασμό των νεκρών και ο Δήμος Λαμίας δεν είχε έσοδα. Έτσι, η Επιτροπεία του Ναού ανέλαβε να χορηγεί άδεια ταφής, δίνοντας απόδειξη πληρωμής υπέρ του ναού. Η ανακοίνωση στις εφημερίδες της εποχής αναφέρει :

«Φέρεται εις γνώσιν του κοινού, ότι πας πολίτης επιθυμών να κάνει ταφήν ή εκταφήν εν τω Κοιμητηρίω Λαμίας, δέον να προμηθεύεται πρότερον σχετικήν άδειαν από την Επιτροπείαν του ναού. Απαγορεύεται απολύτως η εκταφή εις πάντα μη εφωδιασμένον με άδειαν και σχετικόν διπλότυπον πληρωμής υπέρ του ναού. Χάριν θρησκευτικής ευλαβείας δέον κατά την εκταφήν να παρίσταται και ο ιερεύς του νεκροταφείου …»     Η ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

   Λύση στο πρόβλημα κορεσμού δόθηκε με αγορές γειτονικών οικοπέδων, που επέτρεψαν τις αναγκαίες επεκτάσεις του νεκροταφείου βόρεια, ανατολικά και νότια.
    Σήμερα το Νεκροταφείο καταλαμβάνει έκταση 85 στρεμμάτων περίπου. Μετά το 1984 έγιναν πέντε επεκτάσεις, με αποτέλεσμα από 1900 τάφους στο παλιότερο τμήμα του, να προστεθούν ακόμα 1150 και μετά άλλοι 1163 τάφοι, που δίνουν τη σημερινή δυναμικότητα του Νεκροταφείου να έχει 4.213 τάφους[38].
    Προς το ανατολικό μέρος του νεκροταφείου βρίσκεται το Στρατιωτικό Νεκροταφείο[39]. Είναι ενεργό, νεκροταφείο δηλ. γίνονται ταφές και στα χρόνια τούτα, όπως και σε μελλοντικά περιστατικά. Αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος από θύματα της περιόδου 1947-49. Υπάρχουν 3 μνημεία αξιωματικών του στρατού, 9 μνημεία υπαξιωματικών, 30 μνημεία στρατιωτών, 2 μνημεία υπενωμοταρχών της Χωροφυλακής και 5 μνημεία χωροφυλάκων. Είναι κενοτάφια. Υπάρχουν 9 ακόμα κανονικά μνημεία, μετά το 1950 (μέχρι το 1999). Αναλυτικά,  είναι 2 μνημεία αξιωματικών του στρατού, 2 μνημεία υπαξιωματικών, 3 μνημεία στρατιωτών, 1 μνημείο χωροφύλακα και 1 μνημείο λιμενικού. Την ευθύνη, τον ευπρεπισμό και τη συντήρηση έχει η στρατιωτική Διοίκηση[40] της περιοχής. Κάθε έτος τελείται μνημόσυνο (δέηση) υπέρ αυτών.
      Στο δυτικό μέρος, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δημοτικό Κατάστημα, ήταν παλιότερα η περίφραξη (ο περίβολος) του νεκροταφείου. Μέσα στο τμήμα αυτό, την περίοδο της κατοχής, έθαβαν οι Γερμανοί τους νεκρούς τους. Αργότερα, περί το 1968-69,  ήρθαν οι Γερμανοί, πήραν τα οστά των συμπατριωτών τους και τα μετέφεραν στη Γερμανία.
    Την περίοδο του Εμφυλίου, στον περίβολο του νεκροταφείου γίνονταν οι εκτελέσεις των καταδικασμένων σε θάνατο, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας. Δεν έχει μελετηθεί η περίοδος αυτή ακόμη, εφόσον τα πρακτικά του Στρατοδικείου είναι στη Λάρισα και δεν έχουν δοθεί για μελέτη. Από προσωπική έρευνα της περιόδου Μαρτίου-Νοεμβρίου 1948, καταδικάστηκαν σε θάνατο 178 άτομα και από αυτά, εκτελέστηκαν 76 άτομα. Η είδηση στις εφημερίδες της εποχής άρχιζε «χθες την πρωΐαν και παρά τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων εις το Νεκροταφείον της Ξηριωτίσσης …».  Δεν ήταν βέβαια απαραίτητο, οι εκτελεσθέντες, να ταφούν στο Νεκροταφείο της Ξηριώτισσας. Πάντως, στο Οστεοφυλάκιο, υπάρχουν οστά που αναγράφουν ότι «εκτελέσθηκε την …». Τον Ιούλιο του 2011, η ΚΝΕ οργάνωσε τιμητική εκδήλωση και εντοίχισε μαρμάρινη πλάκα όπου γράφει : “Ετούτο το χώμα είναι ποτισμένο με το αίμα εκατοντάδων εκτελεσμένων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών της περιόδου 1945-1949.
    Τελευταία επέκταση και η πλέον πρόσφατη είναι αυτή που έγινε προς δυσμάς. Ταυτόχρονα όμως  και η πόλη της Λαμίας επεκτείνεται νότια, δυτικά και ανατολικά με αποτέλεσμα να μειώνεται η απόσταση μεταξύ τους.
     Με την έλευση του νέου Μητροπολίτη κ. Νικολάου, θεσπίστηκε[41] η εκ περιτροπής υπηρέτηση του Ι. Ναού του Νεκροταφείου και των τάφων, από όλους τους ιερείς του Νομού.


      7. Η εξέλιξη του Δημοτικού Κοιμητηρίου Ξηριώτισσας τις τελευταίες δεκαετίες


    Το 1980, από τον τότε Δήμαρχο Αντ. Φίλη ορίστηκε ο τοπογράφος μηχανικός κ. Πασιόπουλος, που τοπογράφησε όλους τους τάφους της εποχής εκείνης. Ταυτόχρονα[42] έγινε ο  σχεδιασμός των νέων επεκτάσεων του Νεκροταφείου, με ρυμοτομία, ενδιάμεσους δρόμους, δενδροφύτευση, κ.ά. ώστε η ταφή να μπει σε τάξη, πράγμα που φάνηκε σήμερα.

Σχέδιο του Νεκροταφείου Ξηριώτισσσας  (με τις επεκτάσεις)

Α. Επεκτάσεις του Νεκροταφείου

        Η 1η επέκταση  έγινε το 1981, προς τα νοτιοανατολικά, με αγορά  4 στρεμμάτων από τον Γ. Αλεξίου, επί δημάρχου Αντ. Φίλη.
    Το 1985, ελήφθη απόφαση για ομοιόμορφη κατασκευή των τάφων (τέθηκαν κάποιες προδιαγραφές, σε διαστάσεις, το επιτρεπόμενο ύψος, κ.ά.) και απαγόρευση της πώλησης τάφων (δεν υπάρχουν πλέον ιδιόκτητοι τάφοι). Δήμαρχος τότε ήταν ο Λάμπρος Παπαδήμας.
   Η 2η επέκταση έγινε το 1990, προς τα βόρεια, με αγορά 2 στρεμμάτων από τον κ. Βάρσο, επί δημάρχου Λ. Παπαδήμα.
    Το 1995 - 96 διαπιστώθηκε κορεσμός στις θέσεις ταφής. Έγιναν προσπάθειες μεταφοράς σε νέο χώρο. Είχε επιλεγεί η θέση «Σανίδι». Μετά όμως από πολλές προσπάθειες η ιδέα αυτή ναυάγησε.
    Η  3η επέκταση έγινε το 1997, προς τα νοτιοανατολικά, με αγορά  νέας γειτονικής έκτασης από τον … Λεπίδα, επί δημάρχου Γ. Ντελή.
    Η  4η επέκταση έγινε  το 2002, προς τα δυτικά, με αγορά 10. 885,35τετρ. μέτρων από ιδιοκτησία του Αθαν. Παπαβασιλείου, επί δημάρχου Γ. Κοτρωνιά.
    Το 2003 έγινε αναπαλαίωση με αφαίρεση του σοβά, ανάδειξη του πετρόκτιστου Ναού και ενίσχυση της λιθοδομής με τσιμέντο. Την εργασία ανέλαβαν οι εργολάβοι αφοί Χριστοδούλου. Δήμαρχος ήταν ο Γ. Κοτρωνιάς.
     Η  5η επέκταση έγινε το 2003, προς τα νοτιοδυτικά, με αγορά 2.448,39τετρ. μέτρων από ιδιοκτησία των Αφών Ζωμένου, επί δημάρχου Γ. Κοτρωνιά.
    Το 2005 άρχισε η νέα επέκταση προς τα δυτικά, σε έκταση 13 περίπου στρεμμάτων. Επίσης έγινε αποκατάσταση του πεσμένου τοίχου αντιστήριξης από τους εργολάβους Αφους Χριστοδούλου.
   Σήμερα  το νεκροταφείο αναπτύσσεται ομαλά στις επεκτάσεις, ενώ το παλιότερο τμήμα του βελτιώνεται όσο γίνεται με παρεμβάσεις, όπου μπορούν να γίνουν (όπως ευθυγραμμίσεις τάφων, κλπ.).
   Από το 2006 ορίζεται υπεύθυνος αντιδήμαρχος. Υπάρχει μόνιμος υπάλληλος που στεγάζεται στα γραφεία του κεντρικού Νεκροταφείου Λαμίας (Ξηριώτισσα). Επίσης υπάρχει κυλικείο, και 2 χώροι πώλησης λουλουδιών.
     Από τις αρχές του 2006 και μετά  διαμορφώθηκε[43] η είσοδος, με κόμβο που κατασκευάστηκε από  το Δήμο στις εισόδους των οδών Αναπαύσεως και Ηρώων. Εκεί παλιότερα γινόταν το ζωοπάζαρο. Υπήρχε επίσης και μια γεφυροπλάστιγγα  για ζύγιση των φορτηγών που μετέφεραν υλικά και εμπορεύματα στην πόλη.

          Β. Οστεοφυλάκιο

Η πλάκα του Οστεοφυλακείου
     Προϋπήρχε μικρό κτίριο, όπου τοποθετούσαν τα οστά των νεκρών (πιθανά από τις αρχές της 10ετίας του ’30). Το παλαιό κτίριο[44] ήταν μικρό με πολύ περιορισμένη χωρητικότητα. Μετά από μικρές βελτιώσεις συνέχισε τη λειτουργία[45] του από το Νοέμβριο του 1937 και διέθετε θέσεις Α΄ και Β΄. Παράλληλα υπήρχε και το κοινό Οστεοφυλάκιο.
    Την περίοδο της δημαρχίας του Αντ. Φίλη, γκρέμισαν το παλιό και έγινε νέο κτίριο, με μηχανικό τον Κ. Μητρίτσιο. Είναι διώροφο κτίριο με ράφια για να τοποθετούνται τα ειδικά κιβώτια των οστών. Όσα οστά, παλιότερα ή νεότερα είναι αζήτητα, τοποθετούνται σε χωνευτήρι, που βρίσκεται ανατολικά του οστεοφυλακίου. 
Το σημερινό κτίριο του Οστεοφυλακείου
     Από το έτος 2009, κατασκευάστηκαν εξωτερικές οστεοθήκες σε επιμήκη σειρά και προβλέπεται η κατασκευή και άλλων (βλ. φωτογραφία).

Η πρώτη σειρά νέων θέσεων οστεοφύλαξης
(φωτ. 2009)


Γ. Στα άλλα νεκροταφεία του ευρύτερου Δήμου Λαμίας


   Εκτός των 3 νεκροταφείων που είχε ο Δήμος Λαμίας (Ξηριώτισσα, Ταράτσα και Καλύβια) προστέθηκαν με το νέο «Καποδιστριακό» και μετά «Καλλικρατικό» Δήμο Λαμίας και τα νεκροταφεία των δημοτικών διαμερισμάτων. Σ’ αυτά έγιναν επεμβάσεις, κατά την προηγούμενη περίοδο της δημαρχίας Γ. Κοτρωνιά, όπως  επέκταση και έργα συντήρησης στο Νεκροταφείο Ανθήλης. Επίσης το 2006 αγοράστηκε χώρος 3 στρεμμάτων για επέκταση προς τα δυτικά στο υφιστάμενο Νεκροταφείο Ροδίτσας.

Η συνέχεια στο Β’ μέρος

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
                 φυσικός

         ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Γ. Φλωρόφσκυ : “Δημιουργία και Απολύτρωση”, μετάφρ. Παναγ. Κ. Πάλλη, σελ. 11-12, εκδ. Π. Πουρνάρα, 1983, Θεσσαλονίκη.
[2] Κάλλιστος Ware : “ Η Ορθόδοξη Εκκλησία”, σελ. 352, εκδ. Ακρίτας, Δ’ έκδοση, Ιούλιος 2007, Αθήνα.
[3] Ο Κικέρωνας περιγράφει τη συνήθεια να φυτεύονται λουλούδια στο σημείο της ταφής ώστε να αγαλλιάσει η ψυχή του νεκρού και να εξαγνιστεί το έδαφος, συνήθεια που επιβιώνει ως σήμερα.
[4] Στην ορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση, θεωρείται γενέθλιος ημέρα και η ημέρα του θανάτου καθενός.
[5] Κάλλιστος Ware : “ Η Ορθόδοξη Εκκλησία”, σελ. 352, εκδ. Ακρίτας, Δ’ έκδοση, Ιούλιος 2007, Αθήνα.
[6] Υπήρξαν περιπτώσεις από ανόητους και θεομπαίχτες, οι οποίοι τελούσαν τα μνημόσυνά τους ενώ ήταν ζωντανοί! [Βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου : “Πηδάλιον”, σελ. 530-531, Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, 1998].
[7] Κωνσταντίνος Καλοκύρης : “Εισαγωγή στην Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η τέχνη σε Δύση και Ανατολή)”, 1973, Θεσσαλονίκη.
[8] Το γλυπτικό αυτό κόσμημα λέγεται παγκάρπιο.
[9] Αρχαίο κύπελλο με δύο λαβές και χαμηλή λεπτή βάση.
[10] είναι αρχικά : Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.
[11] Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη – Τόμος 9ος – Αθήνα.
[12] Βιβλίο του Γκ. Μάουρερ : «Ο Ελληνικός λαός», Εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1976.
[13] Μαρίας Δανιήλ, αρχιτέκτ. MSc. ΕΜΠ, Προστασίας Μνημείων, με τίτλο “Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, Η γαλήνια συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών”.
[14] Τα τελευταία χρόνια του 20ού αι. εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα τα Κοιμητήρια Μικρών Ζώων.
[15] Ο Πουκεβίλ  στα 1810, αναφέρει  : Τούρκοι  1060 σπίτια, Έλληνες 700 σπίτια, Βοημοί 50 σπίτια. (βλ. «Ταξίδι στην Ελλάδα» Πουκεβίλ, Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα).
[16] Δημ. Νάτσιου : «Τα Νεκροταφεία της Λαμίας (1835-1857), περ. «Φθιωτικά Χρονικά» 1985, Λαμία.
[17] Δημ. Θ. Νάτσιου  : «Η Επισκοπή Ζητουνίου το 1834», περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1982, Λαμία.
[18]  Δημ. Θ. Νάτσιου : «Εκκλησία ή «Αρχοντική» Λαμίας», περ.  ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1982, Λαμία.
[19]  Τάκη Λάππα  : «Η χειρόγραφη ιστορία της οικογενείας Τράκα»,  Αθήνα 1980, σελ. 87.
[20] Δημ. Θ. Νάτσιου : «Εκκλησία  η  «Αρχοντική» Λαμίας» περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1982, Λαμία.
[21] «… υπό το φρούριον και την φάραγγα της αγοράς είναι αι οικίαι των απίστων, η μία επί της άλλης, όλαι μικραί και στεναί δίχως πρόσοψιν, εστραμμέναι προς δυσμάς …» γράφει ο τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή [Βλ. «Η Λαμία στα 1668» περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» 1980, Λαμία.
[22] Ο λόφος του σημερινού Αγίου Λουκά, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αποτελούσε τον τουρκομαχαλά της Λαμίας.
[23] Αρχικά γίνονταν στη θέση «αλώνια», που μετά λεγόταν σταροπάζαρο, δηλ. στη σημερινή Πλατεία Πάρκου.
[24] Στο παρακείμενο νεκροταφείο (ή στο νεκροταφείο “Γολγοθά”) έθαβαν εκτός των ενοριτών και τους καρατομημένους ληστές, ιδιαίτερα κατά την έξαρση της ληστείας. Ο χαρακτηρισμός «ληστές» προερχόταν από το επίσημο κράτος, αλλά για τον απλό κόσμο ήταν «κλέφτες». Ήταν οι ακτήμονες αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, χωρίς περιουσιακό στοιχείο, άνεργοι και διωγμένοι από τους Βαυαρούς του Όθωνα, που σαν άλλοι «Ρομπέν των δασών» έγιναν κλέφτες των πλουσίων, αλλά φίλοι των φτωχών.
[25] Με τη διαθήκη του έγινε επίσης το Ελασσώνειο Στρατιωτικό Νοσοκομείο στην περιοχή Νέας Άμπλιανης και μαζί ένας μικρό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Στη θέση του σήμερα βρίσκεται ο Κρατικός Παιδικός Σταθμός στην οδό Αθηνών και πίσω του οικοδομήθηκε μεγάλος ναός του Αγίου Γεωργίου (ο μικρός ναός γκρεμίστηκε).
[26] Το όνομα του ποταμού αυτού, από τα αρχαία χρόνια ήταν Αχελώος και αναφέρεται επίσης από ξένους περιηγητές. Η μείωση των υδάτων του, τους τελευταίους αιώνες, τον έχουν μετατρέψει σε χείμαρρο πλέον, που το καλοκαίρι δεν έχει νερό (ξεριάς).
[27] Προέρχεται από την κ. Αικατερίνη Γάκη – Τριανταφύλλου, που κατοικεί στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων και άκουσε την ιστορία αυτή από τους παλιότερους συγγενείς της.
[28] Το σπίτι είχε είσοδο από το στενάκι, που υπάρχει σήμερα ως οδός  Μεσολογγίου. Μπαίνοντας στο σπίτι, μετά την κεντρική είσοδο είχε – λένε – κρυφή καταπακτή, απ’ όπου μια φορά γκρεμίστηκαν Τούρκοι, που μπήκαν στο σπίτι για κακό.
[29] Μέρος της αυλής δόθηκε με το γάμο της ψυχοκόρης της (το 1914) και φτιάχτηκε ένα πέτρινο σπίτι για να μένει με τον άντρα της. Αυτό υπάρχει ακόμα στα αριστερά, μετά τη διασταύρωση των οδών Εκκλησιών και Μπιζανίου, στα αριστερά. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά από δωρεά της Ευαγγελίας Γάκη-Κατσικανή, περιήλθε στον Ι. Ναό των Αγίων Θεοδώρων.
[30] Ήταν ψηλός, σωματώδης και πολύ γερός, που τον έλεγαν Αντάμ (που σημαίνει στα αλβανικά λεβέντης, παλληκάρι) ή πιο εξελληνισμένα Αντάμης. Κοιμόταν έξω στο μπαλκόνι (χαγιάτι), ακόμα κι όταν χιόνιζε. Έγινε κρεοπώλης κι όπως έλεγαν παλιά (αρχές του 20ου αιώνα)  «ήταν πρώτος στο σφάξιμο, στο φούσκωμα και στο γδάρσιμο». Το επώνυμο Γάκης στη Λαμία είναι συνδεδεμένο με το επάγγελμα του κρεοπώλη. Ένας απόγονός του και συνώνυμος Γεώργιος Γάκης, στα χρόνια του Μεσοπολέμου (στη δεκαετία του ’30) ήταν πρόεδρος των Κρεοπωλών Λαμίας και συμμετείχε στα ψηφοδέλτια του Σπύρου Πετρόπουλου ή Πετρούλα για δημοτικός σύμβουλος Λαμίας.
[31] Ο Γεώργιος Αναστασίου έγινε Γιωργάκης και έμεινε το Γάκης σαν επώνυμο, ώστε να γράφεται πλέον ως Γεώργιος Γάκης. Μάλιστα τα δύο παιδιά του γράφτηκαν : το ένα Απόστολος Γάκης και το άλλο Βασίλειος Αναστασίου!
[32] Δημητρίου Θ. Νάτσιου : “Ο Μητροπολιτικός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λαμίας”, σ. 27, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, 2003, Λαμία.
[33] εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, φ. 625, σ. 2, 12-4-1875, Λαμία.
[34] ό.π.
[35] Ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ. Νικόλαος εξέφρασε προφορικά την άποψη ότι στην περιοχή του σημερινού νεκροταφείου, υπήρχε παλαιά Μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μετά την επανάσταση του 1821 ήταν μια διαλυμένη Μονή (κατεστραμμένη). Όμως από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται αυτό, εφόσον κανείς από τους ξένους περιηγητές, που έρχονταν ακολουθώντας την κλασσική διαδρομή από το Δερβένι (σημερινό Καλαμάκι), παράλληλα με τον Ξεριά, δεν την αναφέρει.
[36] Από τα Πρακτικά του Δήμου Λαμιέων – 1ος τόμος (1849-1855).
[37] εφ. ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 197, της 4-12-1929, Λαμία.
[38] Στοιχεία μας δόθηκαν από τον  ακούραστο κ. Κώστα Γούβαλη (ή Γουβάλα), που είναι επικεφαλής του Γραφείου του Δημοτικού Κοιμητηρίου Λαμίας. Τον ευχαριστούμε.
[39] Χωρίζεται από το πολιτικό Νεκροταφείο με αλυσίδες, οι οποίες στηρίζονται σε γαλάζια κολονάκια, που είναι κενοί κάλυκες βλημάτων πυροβόλων.
[40] Είναι το Κ.Ε.Υ.Π.  (Κέντρο Εκπαίδευσης Υλικού Πολέμου).
[41] Από τις αρχές του 2006, ο Ναός της Ξηριώτισσας δεν λειτουργεί τις Κυριακές, λόγω έλλειψης ιερέων στη Φθιώτιδα (απόφαση του Μητροπολίτη Φθιώτιδας).
[42] Η συμβολή του τεχνικού υπαλλήλου Στ. Πιτσανόπουλου  στην όλη προσπάθεια ήταν καθοριστική..
[43] Κατασκευάστηκε από τους εργολάβους κ. Κωστέλο και Προβόπουλο..
[44] Το 1932 τη Λαμία συγκλόνισε η είδηση ότι ο ιερέας του Νεκροταφείου ασέλγησε σε γυναίκα ελευθερίων ηθών εντός του Οστεοφυλακίου του Νεκροταφείου, όπου τον συνέλαβε ο αγροφύλακας παραπλήσιων αμπέλων ! Η υπόθεση δεν αποκλείστηκε να ήταν σκευωρία. Ο ιερέας τιμωρήθηκε. [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 498, σ. 4, 21-4-1932].
[45] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, Φ. 1223, Σάββατο 20-11-1937, Λαμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου