"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

17/11/14

Οικισμός αγροτών προσφύγων Μεγάλης Βρύσης Λαμίας


(Μικρό ιστορικό, μαρτυρίες, καταγραφή)



Εισαγωγή

     Οφείλω να δηλώσω από την αρχή ότι δεν ξέρω τους ανθρώπους της Μεγάλης Βρύσης, εκτός της πατρικής οικογένειας της συζύγου μου και λίγων μεμονωμένων κατοίκων της. Η προσφυγική προέλευση των δημιουργών του νέου οικισμού ήταν το κίνητρο αυτής της προσπάθειας.
     Αναζήτησα γραπτές πηγές. Τα βιβλία του Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου της Νέας Μαγνησίας κάηκαν το 1998 σε πυρκαγιά, ενώ τα βιβλία του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Μεγάλης Βρύσης είναι μεταγενέστερα (αρχίζουν από το 1962). Από τις υπηρεσίες δεν δίνονται στοιχεία εύκολα. Ευτυχώς στην τοπογραφική υπηρεσία Φθιώτιδας βρέθηκαν τα ονόματα των οικογενειών των προσφύγων, που πήραν γεωργικό κλήρο το 1931.
     Η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμήματος από το αγρόκτημα Κόγκα, αλλά και η απασχόληση των αγροτών προσφύγων στο αγρόκτημα αυτό, επέβαλε ένα ιστορικό του. Αρκετά στοιχεία μου έδωσε ο κ. Χρήστος Γ. Στεργιόπουλος-Κόγκας και τον ευχαριστώ για τη βοήθειά του.
     Η προσπάθεια οδηγήθηκε σε προφορικές μαρτυρίες από τους ελάχιστους απομείναντες, αειθαλείς με καλή μνήμη, άμεσους απογόνους των προσφύγων. Κατέγραψα ενδιαφέροντα στοιχεία από τους
κ. Συνοδινό Στυλ. Δρόσο και κ. Λάμπρο Ιωάν. Αρναούτογλου και τους ευχαριστώ. Επίσης αποκόμισα λίγα στοιχεία από τον κ. Γιάννη Ναξιώτη, αν και αυτός προέρχεται από οικογένεια αστικών προσφύγων και διαμένει στη Νέα Μαγνησία. Τον ευχαριστώ.
    Η παρουσίαση περιορίστηκε σε αποτύπωση και συνοπτική περιγραφή του χρονικού δημιουργίας του οικισμού προσφύγων Μεγάλης Βρύσης, αποφεύγοντας τις συναισθηματικές προεκτάσεις. Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση των 80 και πλέον περίπου ετών, επιστρέφει η έκρηξη του αρνητικού συναισθήματος για την καθυστερημένη χρονικά αποκατάσταση, την οικονομική δέσμευση και τα χρέη των προσφύγων στις τράπεζες και τους τοκογλύφους, την κακή στάση των γηγενών εργοδοτών (μεμονωμένων ή των ιδιοκτητών του αγροκτήματος Κόγκα), τον κοινωνικό ρατσισμό, κ.ά. Η πίκρα παραμένει, αλλά δεν έπρεπε να υπερβεί το σκοπό αυτής της προσπάθειας.
      Θεωρώ ότι αποτελεί το ελάχιστο χρέος στους πρώτους ανθρώπους του οικισμού προσφύγων Μεγάλης Βρύσης, στη μνήμη των οποίων και αφιερώνεται. Ταυτόχρονα, ας αποτελέσει μικρή συμβολή στη γνώση των νεότερων.



1.  Προέλευση των προσφύγων – Άφιξη στη Λαμία


     Η περιοχή Μεγάλης Βρύσης Λαμίας ήταν το τέλος του μεγάλου ταξιδιού για 30 οικογένειες αγροτών προσφύγων. Ήρθαν σε δύο κύματα, στα έτη 1918 και 1922. Προέρχονταν από διαφορετικά μέρη  της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης (παράλια και εσωτερικό)και λιγότεροι από τα παράλια του Πόντου. Κάποιοι ήρθαν με τα πόδια από τη Θράκη, ενώ άλλοι ήρθαν με πλοία.
Στέλιος και Αικατερίνη Δρόσου

    Ο Στέλιος Δρόσος και η γυναίκα του Αικατερίνη (μαζί με τους  γονείς της) ζούσε στην Ανατολική Θράκη (ο γιος τους Συνοδινός Δρόσος, δεν θυμάται το όνομα του χωριού). Οι διωγμοί[1] των Τούρκων, που είχαν ιδιαίτερη σκληρότερα, τους ανάγκασαν[2] να έρθουν στα παράλια για να φύγουν. Ήρθαν τότε οι Αγγλογάλλοι με τα καράβια τους. Όσοι μπόρεσαν και πρόλαβαν, ανέβηκαν σ’ αυτά, ενώ οι υπόλοιποι πνίγηκαν (τους έριξαν στη θάλασσα). Φτάνοντας σε ελληνικό λιμάνι, κατέβηκαν οι πρόσφυγες. Δυστυχώς ο γιος τους Συνοδινός[3] Δρόσος δεν θυμάται τη διαδρομή που ακολούθησαν οι δικοί του μέχρι να φτάσουν στη Λαμία. Προσωρινά, η οικογένεια του Στέλιου Δρόσου εγκαταστάθηκε στη Λαμία, ενοικιάζοντας μικρό σπίτι ιδιοκτησίας Δημητρίου Κλάρα, του δικηγόρου.  Εκεί, στις 15-8-1921, γεννήθηκε ο Συνοδινός Δρόσος.

Ιωάννης και Μερσίνη Αρναούτογλου
  Ο Ιωάννης Αρναούτογλου (1873-1963) ήταν γεωργός. Καλλιεργούσε στα κτήματά του κυρίως με καπνά, με ετήσια παραγωγή 2-3 τόνους. Ζούσαν στο χωριό Ρούμκιοϊ, κοντά στην Πέργαμο. Η γυναίκα του λεγόταν Μερσίνη (1886-1976). Απέκτησαν 4 παιδιά[4] (2 αγόρια και δυο κορίτσια). Με την καταστροφή, πήραν τα ζώα και λίγα πράγματα μαζί τους (έφεραν και 2 εικόνες μαζί) και πολεμώντας τους Τούρκους, μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα που υποχωρούσαν, ήρθαν με τα πόδια στην Ελλάδα. Μαζί τους έρχονταν πολλές οικογένειες. Το 1921-22 ήρθαν στη Λαμία. Ο Λάμπρος Αρναούτογλου δεν θυμάται πως κατέληξαν στη Λαμία. Στην αρχή έμειναν σ’ ένα σπίτι[5] κοντά στην πλατεία Πάρκου (μάλλον στην οδό Χατζοπούλου) για 4-5 χρόνια.
    Πρόσφυγες συνέχισαν να έρχονται μέχρι το μεγάλο κύμα του 1922. Οι προσφυγικές οικογένειες που ήρθαν χωρίστηκαν σε αγροτικές και αστικές. Οι αστικοί πρόσφυγες προέρχονταν κυρίως από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Στην περιοχή μας ήρθαν 80 αστικές οικογένειες περίπου. Τους έδωσαν οικόπεδα στην περιοχή που μετά ονομάστηκε Νέα Μαγνησία[6]. Εκεί έφτιαξαν μικρά σπίτια και εγκατέστησαν τις οικογένειές τους. Εργάστηκαν ως επαγγελματίες, τεχνίτες, εργάτες, κ.ά.
    Για τους αγρότες πρόσφυγες της Μεγάλης Βρύσης, μετά από 80-90 χρόνια, χωρίς γραπτά στοιχεία και άλλες μαρτυρίες, δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός των τόπων προέλευσης, του χρόνου και τρόπου φυγής τους μέχρι την άφιξή τους στην περιοχή μας.


2.  Αγρόκτημα Στεργιόπουλου (Κόγκα)



Το ζεύγος Νικ. Στουρνάρη
(Αίγυπτος  1834)
     Προ του 1821, το αγρόκτημα Μεγάλης Βρύσης (αρχικής έκτασης 30.000 στρεμμάτων) ανήκε στη Σαϊδέ Χανούμ, σύζυγο του Χαλήλ Μπέη της Λαμίας. Μετά το 1821 το κτήμα πουλήθηκε στους Νικόλαο Στουρνάρη[7] (τα 2/3) και Ανδρέα Φαρδή (το 1/3). Μετά  το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3-2-1830) οι δύο αυτοί αγοραστές το πλήρωσαν για δεύτερη φορά. Το 1866 περιήλθε στην Ειρήνη Νικ. Στουρνάρη, η οποία το 1871 παντρεύτηκε τον Άγγλο Κάρολο Μέρλιν του Πράιρ. Ο Ανδρ. Φαρδής (;-1871) δώρισε επίσης το μερίδιό του στην Ειρήνη Στουρνάρη - Μέρλιν. Μετά το θάνατό της Ειρήνης το κτήμα περιήλθε στα 6 παιδιά της. Ο γιος της Σίδνεϋ Μέρλιν εξαγόρασε τα μερίδια των αδελφών του και απέμεινε μόνος ιδιοκτήτης του τσιφλικιού 30.000 στρεμμάτων. Το 1902 παντρεύτηκε στην Κέρκυρα τη Ζαΐρα Γεωργ. Θεοτόκη, κόρη πρωθυπουργού κι απέκτησαν μια κόρη (τη Μαρία). Η Ζαΐρα αρνήθηκε την εγκατάσταση στη Μεγάλη Βρύση και το 1916 χώρισαν. Από το 1911, το κτήμα Μέρλιν το είχε ενοικιάσει[8] και εκμεταλλευόταν ο Κωνσταντίνος Ροδάτος. Το 1918, ο Σίδνεϋ Μέρλιν πούλησε το αγρόκτημα στο Χρήστο Κ. Στεργιόπουλο-Κόγκα.

Σίδνεϋ Μέρλιν
 Το αγρόκτημα (τσιφλίκι) Χρήστου Κ. Στεργιοπούλου - Κόγκα, αποκτήθηκε[9] από τον Άγγλο Σίδνεϋ Μέρλιν το 1918. Για την απόκτηση της ιδιοκτησίας υπάρχουν ακόμα κάποιες ευρύτατα διαδομένες λαϊκές ιστορίες στην περιοχή της Μεγάλης Βρύσης και Ροδίτσας. Αυτές στηρίζονται στο σκεπτικό ότι ο Κόγκας δεν διέθετε τόσο πολλά χρήματα για την απόκτηση του κτήματος Μέρλιν. Έτσι, η λαϊκή αυτή διάδοση στον κόσμο της περιοχής, υποστηρίζει ότι χρησιμοποίησε άλλους τρόπους[10] ή ότι παρίστανε τον τρελό[11]. Ίσως να αποτελούν έμμεση εκδίκηση όσων εργάστηκαν στο κτήμα και υπέστησαν τη σκληρότητα (στο χώρο εργασίας ή αλλού) των αφεντάδων του αγροκτήματος. Η απλή αναφορά τους με δεδομένη την αδυναμία διασταύρωσης δεν μας επιτρέπει να τις δεχτούμε. Πάντως ο Χρήστος Κ. Στεργιόπουλος, γεννημένος στο Αργυροχώρι Υπάτης, ήταν γνωστός καπνέμπορος[12] (μαζί με τα αδέλφια του), με μεγάλες καπναποθήκες και σημαντική εμπορική δραστηριότητα.

     Τμήμα του αγροκτήματος απαλλοτριώθηκε από την τότε κυβέρνηση Βενιζέλου, για αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων. Μέχρι το 1929 είχε απαλλοτριωθεί συνολική έκταση 18.000 στρεμμάτων. Στο κτήμα ανήκαν και οι πηγές (τα νερά) μαζί με το νερόμυλο [βλ. σχετική ενότητα] και γίνονταν πολλές καλλιέργειες όπως βαμβακιού, καλαμποκιού, ρυζιού, καπνών, κ.ά.
Αρχοντικό Μέρλιν και μετά Στεργιοπούλου-Κόγκα  (φωτ. 2008)
      Λένε ότι το αρχικό αγρόκτημα έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Είχε πορτοκαλεώνα, πιθανότατα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, τον Μέρλιν[13] (τα παιδιά του Κόγκα όμως δεν συνέχισαν αυτή την καλλιέργεια). Την ίδια περίοδο που αναφερόμαστε, οι ιδιοκτήτες έβαλαν εργάτες να φυτέψουν αμπέλι για να αποφύγουν την απαλλοτρίωση κάποιων «προνομιούχων» τεμαχίων του μεγάλου αγροκτήματος, πράγμα που πέτυχαν τελικά. Επίσης γινόταν εκτροφή ζώων με αγελάδες και 800-1000 πρόβατα. Είχαν πολλά υποστατικά (κοντά στο ναό του Αγ. Αθανασίου), με στάβλους και αποθήκες για τα εργαλεία και τα γεννήματα. Η οικογένεια Κόγκα κατοικούσε στο διώροφο σπίτι (βλ. φωτογραφία), που υπάρχει μέχρι σήμερα (εδώ και χρόνια λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης, με τον τίτλο «έπαυλη των πελαργών»).
      Η απαλλοτρίωση απέβλεπε στην αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων, με την απόκτηση γης (καλλιεργήσιμης έκτασης) αλλά και τη δημιουργία οικισμού για την κατοικία της οικογένειας. Η τότε κυβέρνηση όρισε για κάθε προσφυγική οικογένεια συνολικό κλήρο 50 στρεμμάτων. Απ’ αυτόν αφαιρέθηκε 1,5 στρέμμα, που δόθηκε ως οικόπεδο στον υπό ίδρυση οικισμό. Επιπλέον δόθηκε ίσος κλήρος 50 στρεμμάτων και για τον εφημέριο (τον παπά), αλλά και 40 στρέμματα ως σχολικός κλήρος.
Χρ. Στεργιόπουλος-Κόγκας

  Για τη δημιουργία του οικισμού επιλέχθηκε το δυτικό απαλλοτριωμένο τμήμα του αγροκτήματος Κόγκα. Όταν πρωτοήρθαν οι πρόσφυγες, η περιοχή του σημερινού οικισμού της Μεγάλης Βρύσης, ήταν ακαλλιέργητη γη. Είχε τμήματα με στάσιμα νερά, όπου πολλαπλασιάζονταν σμήνη κουνουπιών και αποτελούσαν πηγή ελονοσίας και θανάτου κυρίως για τα μικρά παιδιά. Χρειάστηκαν προσπάθειες, με ατομική εργασία των προσφύγων και κάποια βοήθεια των τοπικών κρατικών υπηρεσιών για αποστράγγιση και για καθορισμό των ιδιοκτησιών (των οικοπέδων).
     Το μεγάλο αφεντικό του αγροκτήματος ήταν τότε ο Παύλος Στεργιόπουλος. Από τα αδέρφια του ο Χαράλαμπος ήταν δικηγόρος και δεν ερχόταν στο κτήμα. Ο Κώστας Στεργιόπουλος είχε μύλο (αλευρόμυλο) στη Λαμία. Ένας άλλος αδερφός ο Γιώργος (1912-1980), που ένα διάστημα ήταν στην Αθήνα, έγινε επιστάτης στο κτήμα, αλλά δεν ήξερε από καλλιέργειες. Στο αγρόκτημα καλλιεργούσαν[14] βαμβάκι, σιτάρι, ρύζι, κριθάρι, πολλά καπνά και αμπέλια, που ήταν κοντά στο σπίτι τους. Επίσης είχαν πρόβατα και αγελάδες, με βοσκούς.
    Από τα 12.000 στρέμματα που κληρονόμησαν τα παιδιά του Χρήστου Κ. Στεργιόπουλου, απαλλοτριώθηκαν 7.000 στρέμματα περίπου το 1952 με νόμο του Νικ. Πλαστήρα. Η υπόλοιπη έκταση παρέμεινε στην ιδιοκτησία των κληρονόμων του. Αυτή έχει πλέον πολυτεμαχιστεί, με πολλές επόμενες απαλλοτριώσεις για τα εθνικά έργα (Εθνική οδός, ΠΑΘΕ, κόμβοι, κλπ.), αλλά και πωλήσεις τμημάτων του σε ιδιώτες ή σε εταιρείες.



3. Υδρόμυλος[15] Κόγκα


   Οι πηγές νερών της Αγίας Παρασκευής Μεγάλης Βρύσης είναι γνωστές από αιώνες. Απ’ αυτές έπιναν οι περαστικοί και έμεινε το όνομα της περιοχής ως Μεγάλη Βρύση. Η περιοχή πλημμύριζε με τα νερά αυτά, που τελικά έβρισκαν διέξοδο μέσω μεταγενέστερων καναλιών καταλήγοντας στη θάλασσα. Στα νερά αυτά επέζησε το μοναδικό στον κόσμο ενδημικό ψάρι[16], ο ελληνοπυγόστεος (pungitius hellenicus)
   Κάποιοι ντόπιοι λένε ότι το νερό του μύλου ερχόταν απ’ τη Δίβρη, ακολουθώντας υπόγεια διαδρομή (κάποιοι έλεγαν ότι άκουγαν τον ήχο του νερού σε διάφορα σημεία όπως π.χ. στο Λιμογάρδι, δηλ. σε ενδιάμεσες σπηλιές ή ανοίγματα). Ένας μάλιστα, απ’ τη Δίβρη μάλλον, λένε ότι έριξε άχυρα από ψηλά, που ξεκινούσε το νερό για να δει πού θα καταλήξουν. Λένε πως τα είδε στη Μεγάλη Βρύση. Τότε κάποιος μυλωνάς ή ντόπιος εδώ στο πεδινό, τον σκότωσε για να μην χάσουν το νερό και το πάρουν άλλοι ψηλότερα για πότισμα σε κήπους.
   Το νερό ανάβλυζε επιτόπου (ήταν αρτεσιανό) και σε σημαντική ποσότητα. Η όλη κατασκευή του υδρόμυλου έγινε παλιά, επί Τουρκοκρατίας και τουλάχιστον την περίοδο που ήταν μυλωνάς (ο τελευταίος) ο Γιάννης Ν. Βερβέρης δεν έγινε καμία μετατροπή, πλην κάποιας μικρής επισκευής του οικήματος (κυρίως της στέγης).
   Τα αναβλύζοντα νερά είχαν αποκλειστεί από πετρόκτιστους τοίχους[17] τριγωνικής περίπου βάσης, με ύψος 4μ. και πλέον (σχημάτιζαν τη στέρνα Ι). Σε μικρή απόσταση 3-4μ. ήταν ένας πετρόκτιστος όρθιος κύλινδρος, με σκούρο επίχρισμα, που είχε διάμετρο 2 μ. και ύψος 2,5 μ. Στο κάτω μέρος του στένευε και κατέληγε σε τρύπα (δεν είναι γνωστή η διάμετρός της εφόσον ήταν πάντα μέσα στο νερό), που στη συνέχεια θα τη λέμε στέρνα ΙΙ (ήταν ένα είδος χωνιού).

Προσεγγιστική σχηματική απεικόνιση της υδραυλικής εγκατάστασης του υδρομύλου (Κ.Α.Μ.)

   Η στέρνα Ι συνδεόταν με τη στέρνα ΙΙ, με κτιστό κεκλιμένο αυλάκι (λούκι), μικρής κλίσης, με ορθογώνια διατομή (βάση 80 εκ. και ύψος 50 εκ.), που τροφοδοτούσε με νερό τη στέρνα ΙΙ.
Ακριβώς κάτω από την τρύπα της στέρνας ΙΙ, ήταν η φτερωτή (υδροστρόβιλος), με σκαφίδια, μεταλλικής κατασκευής, που γύριζε βυθισμένος πάντα στο νερό. Ο άξονας της φτερωτής ήταν οριζόντιος και κατέληγε σε τροχαλία (ή σε κυλινδρικό τύμπανο). Από εκεί, μάλλον με ιμάντα (λουρί), που σχημάτιζε μικρή γωνία, η κίνηση μεταδιδόταν μέσω άλλης τροχαλίας στον κατακόρυφο άξονα του μύλου.
Λειτουργία : Η στέρνα Ι γέμιζε πάντα με νερό, δημιουργώντας υψομετρική διαφορά και τροφοδοτούσε από το κεκλιμένο λούκι (που κι αυτό ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο με νερό) τη στέρνα ΙΙ. Αυτή έπρεπε να είναι πάντα τελείως γεμάτη με νερό για καλή λειτουργία του μύλου. Το καλοκαίρι, που λιγόστευαν κάπως τα νερά και το νερό στη στέρνα ΙΙ ήταν 0,5 μ. χαμηλότερα, τότε ο μύλος μόλις γύριζε.
Το νερό βγαίνοντας από την κάτω τρύπα γύριζε τη φτερωτή και μέσω του ιμάντα γύριζε τον άξονα του μύλου με τις μυλόπετρες. Σε κανονική λειτουργία άλεσης του μύλου, εκτιμήθηκε ένας αριθμός μεταξύ 40-60 στροφών το λεπτό. Μπορούσε όμως με έναν κοχλία, να απομακρύνει την απόσταση στις μυλόπετρες, οπότε αυξάνονταν οι στροφές του άξονα.
Το βράδυ, στις αργίες ή όταν χρειαζόταν να σταματήσει ο μύλος, τότε με κάποιο σίδερο ή ξύλο (μανέλα) μπλοκαριζόταν η πρώτη τροχαλία του άξονα της φτερωτής.
Παλιότερος μυλωνάς στο νερόμυλο ήταν ο Γεώργιος Σκορδοκόπανος, που ήταν πρόσφυγας από τη Σαμψούντα (που ξεχώριζαν γιατί αυτοί είχαν διαφορετική ομιλία απ’ τους άλλους). Ο επόμενος μυλωνάς ο Στέλιος ήταν επίσης πρόσφυγας, που έμενε στη Μαγνησία. Τελευταίος μυλωνάς ήταν ο Γιάννης Ν. Βερβέρης[18] (1921-2002).


4.  Απαλλοτρίωση – Διανομή της γης


    Οι αγροτικές οικογένειες ήταν 30 και η αποκατάσταση προέβλεπε να τους δοθούν χωράφια. Τους έστειλαν να μείνουν στην τότε ακαλλιέργητη περιοχή Μεγάλης Βρύσης, ιδιοκτησίας Χρήστου Κων. Στεργιόπουλου[19] (ή Κόγκα), που είχαν αναλάβει πλέον και διαχειρίζονταν τα παιδιά[20] του.

Σκάβοντας χαντάκι για να στείλουν νερό στο

αμπέλι του Κόγκα, κοντά στην κατοικία του.
  Δεξιά το αφεντικό. (Δεκαετία ’30)
  Η γραφειοκρατία, η έλλειψη οργάνωσης  και τα οικονομικά προβλήματα της χώρας μετά το 1922, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις των μεγαλοκτημόνων (όπως του Κόγκα) καθυστέρησαν χρονικά τη διανομή (το 1926 και μετά) και την αποκατάσταση των προσφύγων, που έγινε το 1931.
   Σε κάθε οικογένεια (από τις 30 συνολικά) αγροτών προσφύγων δόθηκαν αρχικά «ομολογίες», δηλ. κάποια χαρτιά, που θα εξοφλούνταν με χρήματα από το Δημόσιο Ταμείο. Αρκετές απ’ αυτές τις ομολογίες[21] δεν πληρώθηκαν ποτέ.
      Με τη διανομή του 1926, μετά από κλήρωση[22] δόθηκε σε κάθε οικογένεια αγροτών προσφύγων ένα χωράφι 50 στρεμμάτων, που όμως δεν ήταν δωρεάν. Χρέωσαν κάθε κληρούχο με το ποσό των 100.000 δραχ., που θα έπρεπε να αποπληρώνει με δόσεις στην τράπεζα. Οι δόσεις ήταν ατελείωτες και έγιναν ο εφιάλτης του πρόσφυγα κληρούχου. Με την είσοδο των Γερμανών το 1941 και τη διάλυση του ελληνικού πιστωτικού συστήματος, έπαψε η πληρωμή των δόσεων, που μεταπολεμικά παραγράφηκαν. Πάντως οι πρόσφυγες θεωρούσαν υπαίτιο των προβλημάτων τους στην Ελλάδα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που η ζωή τους εδώ δεν υποστηρίχθηκε όσο έπρεπε.    
    Για την ακρίβεια, στη διανομή του 1926,  κάθε οικογένεια πήρε 48,5 στρέμματα κλήρο, περίπου. Το 1,5 στρέμμα προοριζόταν για το σπίτι. Τα κτήματα τα έδωσαν σε κομμάτια, δηλ. 10 στρέμματα σ΄ ένα μέρος, άλλα 10 στρέμματα σε άλλο μέρος, κλπ., σε διαφορετικά σημεία της περιοχής αυτής. Δεν μου δόθηκε εξήγηση γι’ αυτό. Ιδιαίτερος κλήρος, δόθηκε για να γίνει ο ναός και το σχολείο.
     Μετά τη διανομή των χωραφιών και μέχρι την αποκατάσταση οι αγρότες πρόσφυγες άρχισαν να καλλιεργούν τη γη που τους δόθηκε. Σε κάθε οικογένεια δόθηκε κι ένα σέρβικο άλογο για τις αγροτικές εργασίες. Ήταν γερά και δυνατά άλογα, αλλά δεν άντεξαν το κακό κλίμα και τα κουνούπια της περιοχής αυτής και ψόφησαν. Έτσι οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να πάρουν ντόπια άλογα και τα απαραίτητα εργαλεία του αγρότη, με χρέος στην Αγροτική Τράπεζα. Ο Ιωάννης Αρναούτογλου διασταύρωσε το πρώτο άλογο με άλλο και απέκτησε άλογο και μουλάρι καλύτερης αντοχής.
     Μέχρι να γίνουν οι διαδικασίες (που βραδυπορούσαν) οι αγρότες πρόσφυγες ήρθαν στην υποδειχθείσα περιοχή και με τα ελάχιστα χρήματα που τους έδωσαν, έφτιαξαν τα πρώτα σπίτια τους, κοντά το ένα με το άλλο και με αυθαίρετο τρόπο (χωρίς άδεια).
     Στα πρώτα χρόνια, μέχρι τη διανομή του 1926 και την αποκατάσταση του 1930-31, οι αγρότες πρόσφυγες δούλευαν στα κτήματα του Κόγκα. Οι εργασιακές συνθήκες ήταν σκληρές, με ατελείωτες ώρες δουλειάς «νύχτα με νύχτα», όπως έλεγαν και λίγα χρήματα. Η συμπεριφορά των ιδιοκτητών του κτήματος ήταν σκληρή και μερικές φορές απάνθρωπη[23].


5.  Καταγραφή ονομάτων - στοιχείων των προσφύγων


     (i) Ονόματα αγροτών προσφύγων :

     Από στοιχεία της διανομής του αγροκτήματος Μεγάλης Βρύσης (Κόγκα) του έτους 1931, της Τοπογραφικής Υπηρεσίας, έχουμε τους παρακάτω δικαιούχους, με αλφαβητική σειρά και τα αντίστοιχα στρέμματα σε κτήματα που πήραν (περιοχή Μαυρομαντήλας) :

1.      Αρναούτογλου Ιωάννης Δημητρίου                48,587                          
2.      Γρίβας Ηλίας[24] Αθανασίου                        48,525         
3.      Δρόσος Στυλιανός Συνοδινού                       49,291
4.      Δημητρούλης Γεώργιος Δημητρίου                48,482
5.      Έλληνας Χριστόδουλος[25] Γεωργίου            48,292
6.      Καλαντζής Νικόλαος[26]  Κωνσταντίνου         48,170
7.      Πινέλης Αριστ.  Θεμιστοκλή                         48,966
8.      Καλιπολίτης Εμμανουήλ                              47,145
9.      Κουτσάκης Χρ. Ευστράτιος                          46,875
10.  Καρανδρέας Δήμος Δήμος                           47,497
11.  Λαγός Αρχοντής Στυλιανού                          48,447
12.  Μονοπάτης Δημήτριος Ιωάννη                      48,548
13.  Μουστάκης[27] Γεώργιος Παντελή                49,463
14.  Νεοχωρίτης[28] Αρίστ. Κυριάκ.                    48,707
15.  Ντουβαλετάς Ευθύμιος Γεώργ.                      48,139
16.  Πασχαβάνης[29] Ιωάννης Ανδρέα                  48,430
17.  Παπαρώνης Αθανάσιος Αντών.                       48,465
18.  Παπάζογλου Γεώργιος Μιχαήλ                      48,547
19.  Παπαϊωάννου Ευάγγελος Εμμανουήλ              48,733
20.  Ρουμελιώτης Δημήτριος Ιωάν.                        48,185
21.  Σπάρταλης[30] Χαρ. Νικολάου                     48.247
22.  Σεβαστός Κλεάνθης[31] Αριστ.                      48,802
23.  Σεβαστέρης Νικ. Γεωργ.                               48,445
24.  Σεβαστέρης Γεώργιος[32] Χαραλ.                  48,768
25.  Σεβαστός Νικόλαος Αριστ.                           49,140
26.  Σαμούρης Χαρ. Δημ.                                   48,457
27.  Σαπουτζόγλου Ευστράτιος Γεωργ.                  48,757
28.  Σεβαστός Χρήστος[33] Αριστ.                       48,470
29.  ………….[34] Δημήτριος Γεωργ.                  48,542
30.  Χατζόγλου Αθανάσιος Νικολάου                    48,681
31.  Κλήρος εφημερίου[35]                                 48,762 στρέμματα
32.  Σχολείον (σχολικός κλήρος)                          40 στρέμματα
                                                                  ------------------
                               ΣΥΝΟΛΟ                   1548,759

  Οι πρώτες οικογένειες αγροτών-προσφύγων που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη θέση του σημερινού οικισμού Μεγάλης Βρύσης ήταν 30. Οι ιδιοκτησίες και τα σπίτια τους απλώθηκαν κατά μήκος της σημερινής οδού Γ. Σεφέρη. Με αφετηρία το Δημοτικό Σχολείο Μεγάλης Βρύσης, καταγράφουμε τα ονόματα των αρχηγών αυτών των πρώτων οικογενειών, στη σειρά:
    Βόρεια πλευρά της οδού Σεφέρη (από δυτικά προς τα ανατολικά) :
Ιωάννης Μπαξεβάνης, Γεώργιος Δημητρούλης, Κωνσταντίνος Νεοχωρίτης, Αθανάσιος Κουτσάκης, Αθανάσιος Χατζόγλου (1895-1985), Στέλιος Δρόσος, Αριστείδης Πινέλης (1861-1963), Χαράλαμπος Σαμούρης, Δημήτριος Καλαϊτζής, Ιωάννης Αρναούτογλου (1873-1963), Γεώργιος Παπάζογλου (;-1976), Ευθύμιος Ντοβαλετάς, Κλεάνθης Σεβαστός.

    Από την άλλη πλευρά (τη νότια) της οδού Σεφέρη, αρχίζοντας από τα δυτικά  προς τα ανατολικά εγκαταστάθηκαν οι :
Παναγιώτης Ρουμελιώτης (1911-1989), Παναγιώτης Μονοπάτης (1911-1989), Νικόλαος Σεβαστέρης, Νικόλαος Σεβαστέρης (είναι άλλος συγγενής του προηγούμενου, που έφυγε από δω), Ευάγγελος Παπαϊωάννου (γυναίκα του ήταν η Λασκαρίνα Παπαϊωάννου), Δημήτριος Μονοπάτης (αδελφός του Παναγιώτη), Γεώργιος Μοσχάκης, Χαράλαμπος Σπάρταλης, Χριστόδουλος Έλληνας, Χρήστος Σεβαστός, Αρχοντής Λαγός.
   Επιπλέον καταγράφουμε τους : Νικόλαο Καρανδρέα (ζαχαροπλάστη), Νικόλαο Μπαρμπαρώνη (οικοδόμο) και Παύλο Σκορδοκόπανο (τσαγκάρη).

(ii)  Μερικά στοιχεία οικογενειών των προσφύγων

    Ένα χαρακτηριστικό που επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση των αγροτών προσφύγων της Μεγάλης Βρύσης είναι ότι έζησαν πολλά χρόνια. Παρά τις κακουχίες, τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες της προσφυγιάς και την κοπιαστική αγροτική εργασία, ήταν καλοί, πρόθυμοι, εργατικοί, χαμογελαστοί άνθρωποι, που συγχωρούσαν την κοινωνική σκληρότητα και κέρδιζαν τους άλλους με το περίσσευμα ψυχής τους. Έτσι  ο Ιωάννης και η γυναίκα του Μερσίνη Αρναούτογλου έζησαν 90 χρόνια, ο Αριστείδης  Πινέλης 98 χρόνια, ο Αθανάσιος Χατζόγλου 90 χρόνια, κλπ. Αναλυτικά :
  • Ιωάννης Αρναούτογλου (1873-1963), ηλικία 90 ετών.
Μερσίνη Ιωάν. Αρναούτογλου (1886-1976), ηλικία 90 ετών.
  • Αριστείδης Πινέλης (1861-1963), ηλικία 98 ετών
  • Αθανάσιος Νικ. Χατζόγλου (1895-1985), ηλικία 90 ετών.
Ευθυμία Αθαν. Χατζόγλου (1911-1981), ηλικία 70 ετών.
  • Γεώργιος Παπάζογλου ( ; - 1976), ηλικία άγνωστη.
Ελένη Γ. Παπάζογλου (1897-1968), ηλικία 71 ετών.
  • Δημήτριος Μονοπάτης ( ; - ; )
Παρασκευή Δ. Μονοπάτη (1863-1968), ηλικία 95 ετών.
Παναγιώτης Δ. Μονοπάτης (1907-1969), ηλικία 62 ετών.
Ελένη Μονοπάτη (1914-2005), ηλικία 91 ετών.
Γεώργιος Π. Μονοπάτης (1935-1995), ηλικία 60 ετών
Άννα Παν. Μονοπάτη (1905-1983), ηλικία 78 ετών.
Κωνσταντίνος Κων. Μονοπάτης (1912-1990), ηλικία 78 ετών.
  • Γεώργιος Δημητρούλης ( ; - ; )
Σοφία Γεωργ. Δημητρούλη (1873-1973), ηλικία 100 ετών.
Γεωργία Γεωργ. Δημητρούλη ( ; - 1983), ηλικία άγνωστη (πέθανε άγαμη).
Παναγιώτης Γεωργ. Δημητρούλης (1921-1985), ηλικία 64 ετών.
  • Παναγιώτης Ρουμελιώτης ( 1911-1989 ), ηλικία 78 ετών
Πηνελόπη Ρουμελιώτη (1915-2005), ηλικία 90 ετών
  • Στέλιος Δρόσος (; - ; )
Αικατερίνη Στ. Δρόσου ( ; - ; )
  • Παπαϊωάννου Ευάγγελος (; - ; )
Λασκαρίνα Παπαϊωάννου (1903-1988), ηλικία 85 ετών.

(iii)  Πρόσθετα στοιχεία :

1.      Η Σοφία χήρα Γεωργίου Δημητρούλη, τη δεκαετία του ’70, διηγιόταν για τους εύφορους τόπους, που είχαν στην πατρίδα τους στη Μικρά Ασία. Είχαν μεγάλη παραγωγή στα κηπευτικά (μια κολοκύθα γινόταν 60 κιλά) και πλούσιες σοδιές στα γεννήματα. Κάτω από την πόρτα του σπιτιού της είχαν θάψει ένα βάζο με λίρες, που δεν πρόλαβαν να πάρουν φεύγοντας. Είχαν χρήματα, καλά σπίτια και ζούσαν πλούσια.
2.      Τρέχοντας για να σωθούν, χωρίς να κοιτάζουν καθόλου πίσω, έφτασαν στη θάλασσα, ενώ πλησίαζαν οι Τούρκοι. Η Σοφία Δημητρούλη είχε στις φασκιές το μικρό γιο της τον Παναγή. Κρατούσε σφιχτά και μια εικόνα. Σκέφτηκε να πετάξει το παιδί στη θάλασσα και να πηδήξει κι αυτή μετά (δεν ήξερε μπάνιο). Ευτυχώς πρόλαβαν και μπήκαν στο καράβι και σώθηκαν. Πίσω τους άλλοι χάθηκαν απ’ τους Τούρκους.
3.      Ο Αθανάσιος Χατζόγλου (1895-1985) με τη γυναίκα του και τα 2 κορίτσια τους φεύγοντας απ’ τον τόπο τους κατάφεραν και μπήκαν στο καράβι. Τότε όμως διαπίστωσε ότι δεν ήταν μαζί τους η γυναίκα του. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να σωθεί. Ο Αθ. Χατζόγλου ήρθε στη Μεγάλη Βρύση με τα κορίτσια του. Μετά παντρεύτηκε την Ευθυμία σε δεύτερο γάμο. Δεν απέκτησαν άλλα παιδιά.
4.      Η εργατικότητα ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των προσφύγων. Με τον κασμά ξεχέρσωσαν τα άγονα κτήματα (που τους παραχώρησαν). Αυτοί πρώτοι καλλιέργησαν κηπευτικά στην περιοχή, όταν εξασφάλισαν και νερό για το πότισμά τους. Οι ντόπιοι αρκούνταν στην καλλιέργεια του σιταριού (δημητριακών), αμπέλια ή ελαιόδεντρα, που δεν έχουν πολλές απαιτήσεις καλλιέργειας.
5.      Στο σπίτι της οικογένειας Δημητρούλη μαζεύονταν οι ντόπιες γυναίκες και άκουγαν ιστορίες για τις χαμένες πατρίδες, από τις γυναίκες των προσφύγων. Τα σπίτια  τους ήταν πεντακάθαρα, με βελούδινες «πάντες» στους τοίχους, τακτοποιημένα με γούστο. Παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, αποδείκνυαν έναν κόσμο καλλιεργημένο, ευγενικό, καλόκαρδο, που έζησε σε πλούτο.
6.      Καταγράφουμε επίσης τον Κωνσταντίνο Νικ. Καζάλα (1900-1985).  Ήταν εργάτης και καταγόταν από νησί (δεν ήταν από τη Μικρά Ασία). Ήρθε κι έζησε όλη τη ζωή του εδώ. Με τον κασμά στον ώμο δούλευε στη Ροδίτσα μέχρι το βράδυ. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο, όπως και το χωρατό του.


6.  Η ζωή στον οικισμό

    Η οικονομική αδυναμία των προσφύγων και η έλλειψη μέσων τους ανάγκασε να φτιάξουν μόνοι τους τα σπίτια. Γι’ αυτό έπαιρναν χώμα και με νερό έφτιαχναν λάσπη (πρόσθεταν και άχυρο μέσα) κι έφτιαχναν πλίθες, που τις στέγνωναν στον ήλιο. Μετά τις έχτιζαν σε τοίχους και τελικά σκέπαζαν το σπίτι με στέγη. Τα σπίτια[36] ήταν μικρά με δύο δωμάτια, κουζίνα και χωλ. Τα σπίτια φτιάχτηκαν σιγά-σιγά μέχρι το 1930. Όλα είχαν ανατολική πρόσοψη. Οι οικογένειες που έμεναν προσωρινά στη Λαμία (όπως του Ιωάν. Αρναούτολου, του Στ. Δρόσου, κ.ά.) μετακινήθηκαν από τη Λαμία στη Μεγάλη Βρύση. Ίσως τα τελευταία πλίθινα σπίτια που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι του Συνοδινού  Στ. Δρόσου και του Αθαν. Χατζόγλου (ανήκει πλέον σε άλλον ιδιοκτήτη).

Από τα τελευταία δείγματα προσφυγικής οικίας.

Το κτίριο της οικίας (πρώην) Αθ. Χατζόγλου,
με ηλικία 80 ετών περίπου. (φωτ. 2008)

    Δίπλα, πάλι με πλίθες, οι πρόσφυγες είχαν φτιάξει μόνοι τους το υποστατικό, δηλ. το στάβλο για το άλογο και μια μικρή αποθήκη για εργαλεία και λίγα γεννήματα.
     Μπροστά, όλα τα σπίτια είχαν μικρή αυλή, που ήταν στρωμένη με τα απορρίμματα των αγελάδων (σβουνιές), πατημένα και τριμμένα με το χέρι για να είναι λεία. Έτσι το έδαφος δεν γέμιζε λάσπες και διατηρείτο καθαρό. Τις αυλές ασβέστωναν οι γυναίκες, που φρόντιζαν και τα παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια.
      Οι ντόπιοι, κτηματίες και αγρότες της Ροδίτσας, έδιναν εργασία στους πρόσφυγες της Μεγάλης Βρύσης. Η χαρακτηριστική εικόνα του αγρότη-πρόσφυγα ήταν με ένα κασμά στον ώμο. Έσκαβαν, βοτάνιζαν, σκάλιζαν, θέριζαν, μάζευαν βαμβάκι, κλπ. ήταν οι δουλειές τους. Το παρατσούκλι που τους έδιναν οι κάτοικοι της Ροδίτσας ήταν «μασαλιάγκηδες», επειδή οι πρόσφυγες[37] μάζευαν σαλιγκάρια και τα μαγείρευαν (είναι εξαιρετικό φαγητό), ενώ οι ντόπιοι δεν τα έτρωγαν. Ο κ. Γιάννης Ναξιώτης διαφωνεί και υποστηρίζει ότι τους έλεγαν «μασαλιάνηδες», που προήλθε από τη λέξη «μάσαλα», την οποία έλεγαν συχνά οι πρόσφυγες και ήταν θαυμαστικό επίρρημα, δηλ. «μπράβο!». Οι κάτοικοι της Ροδίτσας (Σαρμουσακλή) μερικές φορές τους έβριζαν[38] «τουρκοσπορίτες», κ.ά.

Δείγμα πλινθόκτιστου τοίχου προσφυγικής
οικίας του Συνοδινού Δρόσου. (φωτ. 2008)

    Οι γυναίκες των προσφύγων είχαν συνήθως τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών. Τα σπίτια τους ήταν πεντακάθαρα, με όμορφα στρωσίδια και πλεχτά, που ήταν έργα των χεριών τους. Καλές μαγείρισσες, πολύ φιλόξενες να κεράσουν καφέ, γλυκό του κουταλιού και με το χαμόγελο στα χείλη να πουν καλό λόγο και να παρασταθούν στην ανάγκη του άλλου. Εκκλησιάζονταν[39] τακτικά, κρατούσαν τις νηστείες. Κάποιες ήξεραν πρακτικά γιατροσόφια[40] κυρίως για τις παιδικές αρρώστιες, αλλά έκαναν και το «ξεμάτιασμα», ή έλεγαν το φλιτζάνι.
     Ντύνονταν όμορφα, φρόντιζαν τον εαυτό τους (τα μαλλιά τους, το πρόσωπο, τα χέρια τους) και στις γιορτές στολίζονταν όπως συνήθιζαν και στις πατρογονικές τους εστίες. Κάποιες ήταν φιλάρεσκες, όχι όμως προκλητικές (απλά διέφεραν στο ντύσιμο από το ντόπιο πληθυσμό). Χαρακτηριστικά ήταν τα πάνινα γάντια που κάποιες φορούσαν όταν εργάζονταν σε κηπευτικά, προστατεύοντας τα χέρια τους.
       Στο ανατολικό μέρος του Οικισμού αυτού προϋπήρχε τη 10ετία του ’20, ένας μικρός ναός της Αγίας Τριάδας (σημερινή ιδιοκτησία Κουτσοθόδωρου. Μετά την απαλλοτρίωση και την εγκατάσταση των προσφύγων, αφού χάλασαν την παλιά εκκλησία (που ήταν επίσης ιδιοκτησίας Κόγκα) έγινε ο νέος ναός του Αγίου Γεωργίου. Μια άλλη εκκλησία ήταν ο Άγιος Αθανάσιος, που εγκαταλείφθηκε και τώρα έχει μισογκρεμιστεί (βρίσκεται δίπλα στον κόμβο της εθνικής οδού). Ο ναός της Αγίας Παρασκευής προϋπήρχε και ήταν ταυτόχρονα και Νεκροταφείο.
   Τα πρώτα χρόνια ο εκκλησιασμός των προσφύγων γινόταν στους ναούς Άγιο Αθανάσιο ή Άγιο Παντελεήμονα της Ροδίτσας.  Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Νέα Μαγνησία (μια πρόχειρη ξύλινη εκκλησία αρχικά και μετά πετρόκτιστη) είναι σχεδόν ταυτόχρονος με την εγκατάσταση των εκεί προσφύγων, αλλά και στη Μεγάλη Βρύση.

Τμήμα του απολογισμού έργων
του δημάρχου Γεωργ. Πλατή (1934)
  Γύρω στο 1930 άρχισε να λειτουργεί στον οικισμό ένα καφεμπακάλικο που ίδρυσε ο Αριστείδης Πινέλης, πρόσφυγας κι αυτός. Ήταν στη γωνία των σημερινών οδών Σεφέρη και  Ν. Μονοπάτη, (η νεότερη οικοδομή στην ίδια θέση ανήκει σήμερα στους απογόνους Δημ. Σακκά). Από αυτό το μαγαζί προμηθεύονταν τα απαραίτητα είδη παντοπωλείου για το σπίτι, οι δε άντρες έπιναν καφέ ή έπαιζαν χαρτιά. Το μαγαζί αυτό έκλεισε μεταπολεμικά.
     Την περίοδο της πρώτης εγκατάστασης των προσφύγων στον οικισμό, υπήρχε πρόβλημα με το νερό. Έπρεπε να το φέρουν με βαρέλες ή άλλα υδροδοχεία από το σημείο που ανάβλυζε, δηλ. απέναντι από το νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής. Εκεί  οι διψασμένοι περαστικοί σταματούσαν και έπιναν νερό. Τη 10ετία του ’30, μετά από αίτημα των εγκαταστημένων πλέον προσφύγων στη Μεγάλη Βρύση, ο Δήμαρχος Λαμίας Γ. Πλατής επεκτείνοντας το δίκτυο ύδρευσης προς τα ανατολικά της Λαμίας (τους προσφυγικούς οικισμούς), έβαλε μια κρήνη μέσα στον Οικισμό, στη νότια πλευρά της οδού Σεφέρη, για να έχουν πόσιμο νερό. Αυτή καταργήθηκε τη 10ετία του ’70, όταν έγινε το δίκτυο ύδρευσης στις κατοικίες.
       Η ζωή ήταν δύσκολη. Την έκαναν δυσκολότερη τα κουνούπια, που έφερναν την ελονοσία. Όσοι έπαιρναν κινίνο, γλίτωσαν. Τα μικρά παιδιά όμως μερικές φορές πέθαιναν. Ευτυχώς, δεν υπήρξε κανένα περιστατικό φυματίωσης στους πρόσφυγες της Μεγάλης Βρύσης., που στα χρόνια εκείνα (τη 10ετία του ’30) αυτή η μεταδοτική και ανίατη ασθένεια ήταν σε έξαρση.
    Από τους πρόσφυγες λίγοι ήρθαν με παιδιά. Τα περισσότερα παιδιά των προσφύγων αποκτήθηκαν στη νέα πατρίδα. Πολλά παιδιά απέκτησαν 3-4 οικογένειες, όπως του Γ. Δημητρούλη (είχε 5 παιδιά), του Δ. Μονοπάτη (με 5-6 παιδιά), του Παναγιώτη Ρουμελιώτη (με 5 κόρες και 3 αγόρια) και του Ευθ. Ντοβαλετά με 6 παιδιά. Λιγότερα παιδιά (4) απέκτησε ο Ιωάν. Αρναούτογλου, ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες μέχρι 2 παιδιά.
     Τα παιδιά πήγαιναν στο Δημοτικό Σχολείο της Ροδίτσας. Οι δυσκολίες της ζωής οδηγούσε τα παιδιά να εργαστούν, εγκαταλείποντας το σχολείο. Το ίδιο έκαναν και όσα παιδιά  δεν «έπαιρναν τα γράμματα». Όπως και οι περισσότεροι αγρότες πρόσφυγες, έτσι και τα παιδιά τους αναζήτησαν δουλειά στου Κόγκα[41]. Κάποιοι δούλεψαν σε κτήματα[42] στη Ροδίτσα (του Κόντου, του Βάρσου[43], κ.ά.). Υπήρξαν και πρόσφυγες που καλλιέργησαν μόνο τα κτήματά τους και δεν δούλεψαν στου Κόγκα ή αλλού (όπως π.χ. ο Ιωάννης Αρναούτογλου[44]). 


7. Από τον οικισμό στην Κοινότητα


   Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ (1810) την ονομάζει «Κρύα Βρύση» και την τοποθετεί στο κτηματολόγιο Ζητουνίου, με 10 σπίτια. Αναφέρει : «Σε απόσταση μισής ώρας από τη Λαμία είναι η Νύμφη, ένας βράχος, που έχει χαραγμένα σκαλιά στη βάση του. Πολύ κοντά η Μεγάλη Βρύση, χωριό. Το νερό αναβλύζει από τον προαναφερόμενο βράχο και χύνεται στη θάλασσα, μετά από ροή 35 λεπτών». Το 1896 απογράφηκαν 199 κάτοικοι. Τα έτη 1912-1939 ήταν συνοικισμός της Ροδίτσας. Προσαρτήθηκε στο Δήμο Λαμίας. Αργότερα απετέλεσε Κοινότητα. Σήμερα είναι Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Λαμίας.[45]

      Πριν έρθουν οι πρόσφυγες, στην ανατολική άκρη του σημερινού οικισμού της Μεγ. Βρύσης υπήρχαν αρκετά σπίτια (ήταν το παλαιό χωριό). Ο Λάμπρος Αρναούτογλου θυμάται τρία σπίτια, όπου έμεναν οι : Νέστορας Καπέλας, Χρήστος Στεργιόπουλος (ή Ζιώγας) και Γαϊτάνος (που έφυγε και πήγε στη Ν. Μαγνησία). Εξάλλου υπήρχε και η παλιά εκκλησία.
      Στο σιδηροδρομικό Σταθμό[46] Μεγ. Βρύσης παλιά ήταν φύλακας (τον έλεγαν σταθμάρχη). Είχε δίπλα και πηγάδι. Από εκεί έπαιρναν νερό. Μετά φτιάχτηκε κι άλλο πηγάδι.
     Τη 10ετία του ’30, έγιναν και λειτούργησαν στάβλοι στη Μεγάλη Βρύση, όπου υπήρχαν επιλεγμένα αρσενικά άλογα (επιβήτορες). Εκεί έφερναν τις φοράδες και θηλυκούς όνους για γονιμοποίηση. Τον έλεγχο του Σταθμού[47] επιβητόρων είχε ο Νομοκτηνίατρος Φθιωτιδοφωκίδας. Το 1931, ήταν ο Π. Παπαδόπουλος.
Στα ανατολικά του οικισμού υπήρχε παρατημένος ναός με ελάχιστες εικόνες στη μνήμη της Αγίας Ειρήνης ή Αγίας Αικατερίνης. Πρόεδρος ήταν τότε ο Παν. Μονοπάτης. Ζήτησαν άδεια από τον Γεώργιο Στεργιόπουλο να πάρουν τα υλικά του παλιού ναού για να φτιάξουν το νέο ναό. Αυτός δέχτηκε, αλλά ζήτησε ο νέος ναός  να είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο (δηλ. στο όνομά του). Συμφώνησαν και μετέφεραν τα υλικά.
     Τα μεταπολεμικά χρόνια βάλανε σωλήνες και συνδέθηκε η Μεγ. Βρύση με το δίκτυο νερού της Λαμίας. Τότε έβαλαν 3 δημοτικές βρύσες : (1) μπροστά στο σπίτι του Παναγ. Μονοπάτη, (2) στο σημερινό φούρνο, δίπλα στου Σακκά και (3) μπροστά στο σπίτι του Μάρκου Έλληνα.
      Από τις οικογένειες των πρώτων προσφύγων που ήρθαν, οι περισσότερες γυναίκες είχαν μείνει χήρες, επειδή πέθαναν οι άνδρες τους από τις κακουχίες, εργαζόμενοι «από ήλιο σε ήλιο» στα κτήματα Κόγκα και τις ασθένειες (ελονοσία, κ.ά.). Πάντως η εγκατάσταση των 30 προσφυγικών οικογενειών ήταν η τονωτική ένεση για τη Μεγάλη Βρύση, ώστε να αποτελέσει αργότερα ανεξάρτητη Κοινότητα.
    Σκληρή στάθηκε η μοίρα για τα 2 παιδιά του Μάρκου Έλληνα, που έμειναν ορφανά. Μεγάλωσαν στο Ορφανοτροφείο, αλλά έγιναν θαυμάσιοι άνθρωποι. Ένα παιδί του πέθανε στο αντάρτικο. Την περίοδο της Κατοχής, άνδρες και γυναίκες  από τη Μεγάλη Βρύση συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, με τον ΕΛΑΣ. Για τους ανθρώπους αυτούς, η εθνική δράση τους αυτή, στα σκληρά μεταεμφυλιακά χρόνια, ήταν αιτία να υποστούν διώξεις.
     Μετά την Κατοχή ήρθαν αρκετές οικογένειες και εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Βρύση, που προέρχονταν από τη Γούρα, από χωριά της Ευρυτανίας και από την περιοχή Δομοκού.  Από τη 10ετία του ’50, έγιναν νέα σπίτια στον οικισμό, που έφτασαν σε αριθμό τα 50.
     Κάποια οικόπεδα ή τμήματά τους πουλήθηκαν σε νομάδες κτηνοτρόφους, που έφτιαξαν μόνιμες καλύβες μέσα στο οικόπεδό τους (χειμαδιό), ενώ το καλοκαίρι πήγαιναν με τα πρόβατά τους σε ορεινούς βοσκότοπους της Δυτικής Φθιώτιδας ή της Ευρυτανίας. Αργότερα, έχτισαν σπίτια και εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Είχαν τα κοπάδια τους στην περιοχή Μαυρομαντήλας[48] και το καλοκαίρι έβοσκαν τα πρόβατα στα κτήματα του Κόγκα. Κάποιοι απ’  αυτούς, εγκατέλειψαν την κτηνοτροφία κι έγιναν εργάτες στο κτήμα Στεργιόπουλου. Όλοι όσοι δούλευαν έφτασαν σε αριθμό τους 300 εργάτες.
      Τις τελευταίες 10ετίες ο Οικισμός έχει επεκταθεί, με νέες κατοικίες. Απετέλεσε Κοινότητα. Μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας[49]» αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Λαμίας (890 κάτ.).


Επίλογος

      Κλείνοντας, οφείλω και αποδίδω τις δέουσες ευχαριστίες σε όσους βοήθησαν στην προσπάθεια αυτή, όπως : στο Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Φθιώτιδας κ. Νικόλαο, στον κ. Γεώρ. Πολύμερο, επίτροπο του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Μεγάλης Βρύσης, στον ιερέα κ. Χρ. Καραγιάννη, εφημέριο του Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου Νέας Μαγνησίας, στην κ. Άννα Ζαγκανά-Κυριακίδου, τέως Προϊσταμένη της Τοπογραφικής Υπηρεσίας Φθιώτιδας, στην κ. Μαρία χήρα Παν. Γαλανού και στην κ. Βασιλική χήρα Γεωρ. Κυροχρήστου, κατοίκους Μεγάλης Βρύσης.

                       Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
                                       φυσικός


--------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.       Αρχειακό - Ανέκδοτο υλικό
i.    Πίνακας Διανομής 1931 του αγροκτήματος Μεγάλης Βρύσης.
ii.   Σύντομη Ιστορία του Αγροκτήματος Μεγάλης Βρύσης Λαμίας, από το Χρήστο Γ. Στεργιόπουλο – Κόγκα, Ιανουάριος 2002, Λαμία.
iii.   Συμβόλαιο αρ. 15328/28-11-1918 του συμβολαιογράφου Λαμίας Δημ. Ε. Δημολιούλια.

2.       Εφημερίδες – Περιοδικά
i     περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1999 (20), Λαμία.
ii.   εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1931, Λαμία.
iii.  εφ. ΣΗΜΑΙΑ, 2-7-1911, Λαμία.
iv.  Νόμος 2539/1999.

3.       Βιβλία, άρθρα, ηλεκτρονικές διευθύνσεις
i.    Σταύρου Γ. Μπλούκα «Τα 70 χρόνια της Νέας Μαγνησίας», περιοδικό «Φθιωτικά Χρονικά» 1999 (20), Λαμία.
ii.   Google/wikipedia

4.       Μαρτυρίες
i.     Συνοδινού Στυλ. Δρόσου, γιου πρόσφυγα, 88 ετών.
ii.    Λάμπρου Ιωάν. Αρναούτογλου, γιου πρόσφυγα, 87 ετών.
iii.   Ιωάννη Ναξιώτη, προσφυγικής καταγωγής, πρώην δημοτικού συμβούλου.
iv.   Μαρίας Παν. Γαλανού, κατοίκου Μεγάλης Βρύσης, ετών 84.
v.    Ιωάννη Ν. Βερβέρη, αείμνηστου μυλωνά στον υδρόμυλο Κόγκα.
vi.   Βασιλικής Γεωργ. Κυροχρήστου, κατοίκου Μεγάλης Βρύσης, ετών 75.

--------------------------------------------------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στο περ. “ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” 2009, σελ. 105-117, Λαμία.



[1] Η σκληρότητα των Τούρκων εκδηλωνόταν  με διάφορους τρόπους. Για τους άνδρες ειδικά, τους πετάλωναν τα πόδια (όπως τα άλογα), τους έκοβαν τα γεννητικά μόρια ή τους πέταγαν στη θάλασσα. Ο άμεσος θάνατος ήταν πιο λυτρωτικός τρόπος.
[2] Εγκαταλείποντας με τη βία τα σπίτια  τους, οι πρόσφυγες δεν πήραν τίποτα μαζί τους  (μαρτυρία Συνοδινού Δρόσου).
[3] Απεβίωσε στις 12-10-2011, σε ηλικία 90 ετών. Πριν 2 μήνες περίπου είχε πεθάνει και η γυναίκα του.
[4] Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Αναστάσιος, ήρθε σε ηλικία 15 χρονών, με τις δυο αδερφές του που είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Ο νεότερος γιος, ο Λάμπρος γεννήθηκε το 1922 εδώ στη Λαμία.
[5] Εκεί το 1922 γεννήθηκε ο Λάμπρος Αρναούτογλου.
[6] Βλ. Σταύρου Γ. Μπλούκα «Τα 70 χρόνια της Νέας Μαγνησίας», περιοδ. «Φθιωτικά Χρονικά» 1999 (20), σελ. 127-134, Λαμία.
[7] Γεννήθηκε στο Μέτσοβο (1806). Στην Αλεξάνδρεια, κοντά στο θείο του Μιχαήλ Τοσίτσα απέκτησε πλούτο. Την Ελλάδα επισκέφθηκε το 1837 και το 1846. Αγόρασε κτήματα στη Φθιώτιδα και στην Εύβοια για να εφαρμόσει νέες μεθόδους καλλιέργειας και παραγωγής, φέρνοντας Ιταλούς εργάτες. Πέθανε το 1853, σε ηλικία 47 ετών, χωρίς να υλοποιήσει τα σχέδιά του.
[8]  εφ. ΣΗΜΑΙΑ, 2-7-1911, Λαμία
[9] Το τίμημα ήταν 1.000.000 δραχμές, όπως αναφέρει το συμβόλαιο 15328/28-11-1918, του συμβολαιογράφου Λαμίας Δημητρίου Ε. Δημολιούλια. Σε μετρητά δόθηκαν αρχικά 200.000 δραχμές και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε σε 2 δόσεις των 400.000 δραχμών στις αρχές (Ιανουάριο) των ετών 1919 και 1920.
[10] Σύμφωνα με την πρώτη λαϊκή φήμη: Ο Χρήστος Στεργιόπουλος (Κόγκας) έδωσε «καπάρο» κι έγινε το συμβόλαιο μεταβίβασης του κτήματος, χωρίς να πληρώσει άλλα χρήματα. Στο δικαστήριο όπου προσέφυγε ο Μέρλιν, έγινε  ένα περιστατικό. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Κόγκας έφαγε ανθρώπινες ακαθαρσίες για να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του στο δικαστήριο (δηλ. ότι είχε πληρώσει την αγορά του κτήματος), με αποτέλεσμα να το κερδίσει.
[11]  Μια άλλη εκδοχή είναι η εξής:  Ο Χρήστος Στεργιόπουλος (Κόγκας) συνεργαζόταν μ’ ένα μεγάλο καπνέμπορο. Κάποτε ο καπνέμπορος του έδωσε πολλά λεφτά για να πληρώσει κάποιο εμπόρευμα. Αυτός τότε έκανε τον τρελό, ότι τον έκλεψαν και ότι του πήραν τα λεφτά κι εκείνος τον πίστεψε.
[12] Εκτός των Αφών Στεργιοπούλου, άλλοι σημαντικοί καπνέμποροι της Υπάτης ήταν τότε ο Ματσούκας, ο Σάνδρης, κ.ά.
[13] Σίδνεϊ Μέρλιν (1875-1952), γιος του Καρόλου Μέρλιν (1850-98) και της Ειρήνης Στουρνάρη. Ο Σίδνεϊ πήρε μέρος στην 1η Ολυμπιάδα της Αθήνας το 1896 ως μέλος της βρετανικής σκοπευτικής ομάδας. Ο Σίδνεϊ είχε σπουδάσει γεωπόνος και, για να βάλει σ’ εφαρμογή αυτά που είχε μάθει, κατέληξε στην Κέρκυρα, όπου η οικογένεια είχε αγοράσει ένα κτήμα, από τη γνωστή στο νησί ιστορική οικογένεια Θεοτόκη. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζαΐρα, κόρη του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη. Στις αρχές του 20ού αιώνα (μέχρι το 1907) ο Σίδνεϊ έγινε μόνος κάτοχος του αγροκτήματος Μεγάλης Βρύσης, έκτασης 30.000 στρεμμάτων. Στο άλλο κτήμα Μέρλιν, στην περιοχή Κάτω Κορακιανά της Κέρκυρας, ο Σίδνεϊ ανέπτυξε τη γνωστή ποικιλία ομφαλοφόρων πορτοκαλιών Μέρλιν. Επίσης έφερε από την Ιαπωνία και τα κουμκουάτ, από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό κερκυραϊκό ηδύποτο. Το 1916 ο Σίδνεϊ χώρισε από τη Ζαΐρα Θεοτόκη (απέκτησαν μια κόρη). Το 1918 πούλησε όλο το κτήμα Μεγάλης Βρύσης στο Χρήστο Στεργιόπουλο (Κόγκα) και πήγε στην Κέρκυρα. Η Ζαΐρα ξαναπαντρεύτηκε το 1918 τον Ιωάννη Ράλλη και  απέκτησε το Γεώργιο Ράλλη, τον μετέπειτα πολιτικό και πρωθυπουργό. Ο Σίδνεϊ Μέρλιν πέθανε το 1952.
[14] Ο Λάμπρος Αρναούτογλου δούλευε στου Στεργιόπουλου (Κόγκα) από τις 6 το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ για 40 δραχ. μεροκάματο. Μετά το ’50 πήγε και δούλεψε στα νταμάρια (Μεγάλης Βρύσης και Ν. Μαγνησίας).
[15] Το υλικό αυτό προήλθε από συνέντευξη με τον τελευταίο μυλωνά, τον αείμνηστο Γιάννη Βερβέρη, που κατοικούσε στη Μεγάλη Βρύση. Η συνέντευξη ελήφθη στις 23-8-1986.
[16] Ο ελληνοπυγόστεος (Pungitius hellenicus) είναι ένα είδος ψαριού, που ανήκει στα γαστεροειδή χορδωτά. Είναι ενδημικό είδος στην Ελλάδα, των ποταμών και γλυκών νερών. Είδος που απειλείται με εξαφάνιση (στη Διεθνή Κόκκινη Λίστα της IUCN). Το είδος αυτό περιορίζεται σε τρεις περιοχές της κοιλάδας του Σπερχειού στην Κεντρική Ελλάδα: στις πηγές της Αγίας Παρασκευής Μεγάλης Βρύσης, στο Μοσχοχώρι και στις Κομποτάδες. Ζει μέσα σε κανάλια αποστράγγισης, φυσικά πηγάδια, κοιλότητες ή πηγές, με τρεχούμενα  δροσερά νερά (θερμοκρασίας όχι πάνω από 20 βαθμούς). Το μεγαλύτερο μήκος του ήταν 5 εκατοστά. Ο πληθυσμός του στις πηγές Αγίας Παρασκευής είναι ικανοποιητικός. Η ηλικία εμφάνισης το είδους είναι εκατομμυρίων ετών. Προστατεύεται με το νόμο 67/1981 του ελληνικού κράτους και τοπικές αποφάσεις της Νομαρχίας Φθιώτιδας.
[17] Μέσα στη μεγάλη στέρνα Ι, υπήρχαν χαμηλά χωρίσματα (με κτιστή πέτρα), τα οποία γέμιζαν με νερό, η δε υπερχείλισή τους τα οδηγούσε στον τελικό ψηλό τοίχο της κεντρικής στέρνας.
[18] Η γυναίκα του Μερσίνη ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, με καλό λόγο και πρόθυμη να βοηθήσει στη γειτονιά, όπου χρειαστεί. Δυστυχώς πέθανε σχετικά νωρίς (το 1986) σε ηλικία 60 ετών.
[19] Χρήστος Κων. Στεργιόπουλος - Κόγκας (1871 – 1941).
[20] Οι  Παύλος, Χαράλαμπος και Γεώργιος, γιοι του Χρήστου Κων. Στεργιόπουλου - Κόγκα  έγιναν (από το 1934)  κληρονόμοι στα ¾  του κτήματος που απέμεινε.
[21] Όταν δεν υπήρχαν άλλα περιουσιακά είδη (ακίνητα ή μετρητά), για προίκα των κοριτσιών, τότε στους γαμπρούς έταζαν και έδιναν ομολογίες. Υπάρχει και σχετικό λαϊκό τραγούδι του 1926 (μάλλον)  που λέει : «Αν δε σου δώσει η μάνα σου ογδόντα ομολογίες, θα έρθω μες το σπίτι σου να κάνω φασαρίες …».
[22] Γι’ αυτό όσους πήραν χωράφι μ’ αυτό τον τρόπο, τους έλεγαν κληρούχους.
[23] Έχουν ακουστεί πολλά περιστατικά ιδιαίτερης σκληρότητας τόσο σε άνδρες εργάτες, όσο σε γυναίκες. Αποφεύγουμε άλλες αναφορές, για προφανείς λόγους.
[24] είχε αυτοκίνητο κι έκανε μεταφορές.
[25] Ο πατέρας του Μάρκου Έλληνα.
[26] πέθανε νωρίς.
[27] όχι Μουστάκης, αλλά Μοσχάκης Γεώργιος (γράφτηκε λάθος τότε).
[28] ένας γιος του ήταν ο Κώστας Νεοχωρίτης, που ήταν ο κουρέας στη Μεγάλη Βρύση.
[29] είναι λάθος γραμμένο το όνομα. Το σωστό είναι Μπαξεβάνης Ιωάννης.
[30] Στις 6 Σεπτεμβρίου 1931, έγινε ένα ατύχημα. Στη Μεγάλη Βρύση μετά από εξέταση ασθενών από το γιατρό Αντ. Φίλη διευθυντή του Ανθελονοσιακού συνεργείου (με το βοηθό του τον Μεϊδάνη) έγινε διανομή κινίνης. Ο 5χρονος Ν. Σπά(ρ)ταλης έπαθε ασφυξία από δισκίο κινίνης (αντί του οισοφάγου, το χάπι πήγε στο λάρυγγα και σφηνώθηκε στις φωνητικές χορδές). Παρά την προσπάθεια του Αντ. Φίλη, ο μικρός πέθανε. Στη νεκροψία από το γιατρό Ευάγ. Μυρεσιώτη βρέθηκε το κινίνο, που προκάλεσε το θάνατο. Φυσικά δεν ευθυνόταν ο γιατρός Φίλης για το περιστατικό. [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 405, σ.4, 8-9-1931, Λαμία]
[31] ήταν οργανοπαίκτης (έπαιζε σαντούρι). Δεν κατοίκησε στη Μεγάλη Βρύση. Έφυγε μάλλον στον Πειραιά.
[32] Ένα παιδί του, ο Χρήστος Γεωρ. Σεβαστέρης (1914-1941), στρατιώτης του 36ου Συντάγματος Πεζικού, φονεύθηκε στο ύψωμα 739, του αλβανικού μετώπου, στις 8 Μαρτίου 1941.
[33] ήταν αδελφός του Κλεάνθη.
[34] Δυσανάγνωστο όνομα στο έγγραφο.
[35] Για το ναό δόθηκαν 12,5 στρέμματα εκεί που είναι τώρα το κτίριο του ΟΑΕΔ και 30 στρέμματα στα δυτικά του οικισμού (μετά από την ιδιοκτησία του Κεραμίδα).
[36] Κάποιοι αγρότες πρόσφυγες έφτιαξαν σπίτι στον (αστικό) προσφυγικό οικισμό της Νέας Μαγνησίας, σύμφωνα με τη μνήμη του κ. Ιωάννη Ναξιώτη.
[37] Αντίστοιχα οι πρόσφυγες, αλλά κι οι ντόπιοι άλλων περιοχών έλεγαν «καβράδες» τους κατοίκους της Ροδίτσας, επειδή έπιαναν καβούρια στις σούδες ή για να τους μειώσουν λέγοντας ότι «γκρέμισαν ένα γεφύρι σε μια σούδα για να πιάσουν καβούρια».
[38] Μέχρι τα τελευταία χρόνια τούτα, όσοι πρόσφυγες υπέστησαν ταπεινώσεις από ορισμένους μεγαλοαγρότες της Ροδίτσας, εκδηλώνουν τα αρνητικά τους συναισθήματα, φτάνοντας μέχρι το μίσος απέναντί τους.
[39] Οι περισσότεροι πρόσφυγες, φεύγοντας απ’ την πατρίδα τους, δεν πήραν πολύτιμα αντικείμενα ή χρήματα, αλλά 1-2 εικόνες των αγίων μας. Η πίστη τους έλεγαν ότι τους έσωσε απ’ τη σφαγή.
[40] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σοφίας Γεωργ. Δημητρούλη (1873-1973), που ήξερε να σταυρώσει ένα «ματιασμένο» (αβασκανίες), να γιατρέψει από κοκκινίτσα ή παραμαγούλες, κ.ά.
[41] Ο Στεργιόπουλος (Κόγκας) είχε στο αγρόκτημα 2 τρακτέρ, από τα οποία το ένα ήταν αλυσιδοφόρο (ερπυστριοφόρο). Το 1940, ο στρατός επίταξε το αλυσιδοφόρο τρακτέρ και το πήγαν στη Λάρισα. Μ’ αυτό τραβούσαν το κανόνι.  Για την επίταξη του τρακτέρ έδωσαν στο Στεργιόπουλο μια επιταγή 200.000 δραχ. Το πήγε και το παρέδωσε στη Λάρισα ο Λάμπρος Αρναούτογλου.
[42] στα προπολεμικά χρόνια, πληρώνονταν 500 έως 800 δραχ. το μήνα. (δηλ. 1,5-2,5 ευρώ, το μήνα περίπου).
[43] καλλιεργούσε βαμβάκι.
[44] Τα καλλιεργούσε με σιτάρι. Έβαζε όμως και καπνά, εφόσον ήξερε αυτή την καλλιέργεια.
[45] Γιώργου Δημητρίου : «Πόλεις, κωμοπόλεις, χωρία και οικισμοί στη Φθιώτιδα (13ος-20ός αι.)», περιοδ. “Φθιωτικά Χρονικά” 2006 (37), Λαμία.
[46] Βρισκόταν δίπλα στην ανατολική διάβαση των γραμμών. Το γνωστό πετρόκτιστο σπιτάκι (όπως όλα κατά μήκος των γραμμών, είχε γίνει από Ιταλούς κτίστες στις αρχές του 20ού αιώνα).
[47] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 341, σ. 3, 9-4-1931, Λαμία
[48] Ονομάστηκε η περιοχή,  όπου δούλευαν στα χωράφια οι γυναίκες με μαύρες μαντίλες στο κεφάλι. Το μαύρο χρώμα τους είχε σχέση με το πένθος, για τους δικούς τους ανθρώπους που είχαν χάσει, κυρίως από την ελονοσία (υπήρχαν πολλά κουνούπια). Η καλλιεργήσιμη αυτή περιοχή (Μαυρομαντήλα) εκτεινόταν από τα σημερινά  Δημοτικά Σφαγεία μέχρι το χωριό Αυλάκι.
[49] Στο Νομό Φθιώτιδας οι 7 Δήμοι και οι 180 Κοινότητες συνενώθηκαν σε 23 Δήμους, ενώ παρέμειναν 2 Κοινότητες (Παύλιανης, Τυμφρηστού). [Νόμος 2539/1999]

2 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια για το αφιέρωμα συγκινήθηκα. Είμαι εγγονός του Παναγιώτη Μονοπάτη.
    Μια καλοπροαίρετη παρατήρηση δεν αναφερθήκατε για τον ιδρυτή της κοινότητος Μεγ Βρύσης η οποία έχει την σημερινή της μορφή σε σχέδιο πόλεως, δενδροφύτευση, νερό ανεξάρτητο, συγκρότημα ΟΑΕΔ, Βιομηχανική ζώνη Μαυρομαντίλας κ.π.ά τον Ηλία Μαυρογόνατο Πρόεδρο 2 τετραετίες και πατέρα μου.
    Με εκτίμηση
    Ευάγγελος Μαυρογόνατος
    Απόστρατος Αξιωματικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κύριε Ευάγγ. Μαυρογόνατε,
      Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Το αφιέρωμα είχε ως κύριο σκοπό να τιμήσει τους αγρότες πρόσφυγες που ήταν και ο λόγος ίδρυσης του Οικισμού. Βέβαια, στις μεταπολεμικές 10ετίες, οι αγοραπωλησίες των ιδιοκτησιών στον Οικισμό, άλλαξαν τη σύνθεσή του που έπαψε να περιλαμβάνει μόνο πρόσφυγες. Η εξάρτηση από την Κοινότητα Ροδίτσας (ως συνοικισμού της) οδήγησε από το 1975 δημιουργία της Κοινότητας Μεγάλης Βρύσης (Π.Δ. 463/ΦΕΚ147Α - 22/7/1975). Γνώρισα τον πατέρα σας και πρώτο πρόεδρο της Κοινότητας (με 2 θητείες) Ηλία Μαυρογόνατο, όντως πολύ δραστήριο και ικανό άνθρωπο. Στη δεκαετία του ’80, τον εύρισκα με συνήθη παρέα το Γιάννη Βερβέρη (ή μυλωνά). Ευχαριστώ για το σχόλιό σας.
      Με τιμή
      Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος

      Διαγραφή