Συνέχεια
από το Β’ μέρος
---
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Γ’ μέρους
15.
Οι
μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου
16.
Ηλεκτρική
ενέργεια από υδροκίνηση
17.
Άλλες
χρήσεις της υδροκίνησης (λανάρισμα, τριέρισμα, ταμπακόμυλοι, σουσαμόμυλοι)
18.
Καταστροφή
υδρομύλων και νεροτριβών
19.
Παλιός
υδρόμυλος Αγίας Παρασκευής Μεγάλης Βρύσης
Επίλογος
Βιβλιογραφία
15. Οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου
Μετά τη Δημητσάνα, είναι η 2η περιοχή, που ιστορικά παρήγαγε πυρίτιδα
(μπαρούτι) στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο από το 1700 περίπου μέχρι το
1910, οπότε ουσιαστικά έπαψε. Από τα δύσκολα
χρόνια της τουρκοκρατίας οι μπαρουτόμυλοι λειτούργησαν στο Μαυρίλο της
Δυτικής Φθιώτιδας, με υδροκίνηση από τα πολλά νερά της Γκούρας. Η κατασκευή
τους δεν διέφερε από τους άλλους υδρομύλους για την κίνηση της φτερωτής από τη
δύναμη του νερού. Ο μηχανισμός τους άλλαζε μετά (βλ. παρατιθέμενο σκίτσο).
[προήλθε από το βιβλίο “Το εργαστήρι της φωτιάς” του Χαρ. Μηχιώτη] |
Η περιστροφική κίνηση από τον άξονα του μύλου μετατρεπόταν σε
παλινδρομική για να κινήσει τα ξύλινα “γουδοχέρια”, που θα έκαναν την καλή
ανάμειξη των 3 υλικών της μπαρούτης, μέσα σε μεγάλα ξύλινα γουδιά.
Καταγράφηκαν 10-12 διαδοχικοί μύλοι (το 1929 είδε τα ερείπιά[1] τους ο
ιστορικός-ερευνητής Δημ. Λουκόπουλος). Ξέρουμε τα ονόματα των :
1) Σπ. Τσιάκα
& Κώστα Κοτοπούλου
2) Γεωργ.
Ζωροπούλου & Θεοφ. Σκιαδοπούλου
3) Ιωάν. Σιούλα
4) Φιλίπ. Τσιάκα
5) Ιωάν.
Σταυρακάκη
6) Δημ. Τσιάκα
7) Γεωργ.
Παπαγεωργίου
8) Γεωργάκη
Τσιάκα
9) Κωνστ.
Σκιαδοπούλου
10) Γρηγ.
Καλέντζου & Αθαν. Καλέντζου
Ο μηχανισμός ανάμειξης |
Οι πρώτες ύλες της μπαρούτης είναι νίτρο, θειάφι και ξυλάνθρακας. Τα δύο
πρώτα έρχονταν από την Πόλη με καράβι στη Στυλίδα, σε βαρέλια ή σακιά, ενώ το
ξυλοκάρβουνο το έφτιαχναν στο Μαυρίλο. Τα τρία υλικά[2] (σε μορφή
σκόνης) έπρεπε να αναμιχθούν πολύ καλά και το ρόλο αυτό αναλάμβανε ο
μπαρουτόμυλος. Το μίγμα αυτό, με τη βοήθεια λίγου νερού, μέσα σε μεγάλα ξύλινα
γουδιά, όπου ανεβοκατέβαιναν (με παλινδρομική κίνηση) τα ξύλινα “γουδοχέρια”, ώστε να γίνει καλύτερη η
ανάμειξή του (βλ. παρατιθέμενο σκίτσο). Η εργασία αυτή διαρκούσε 5-6 ώρες και
επαναλαμβανόταν μερικές φορές μέχρι το μίγμα να γίνει σαν “ζυμάρι”, όπου δεν
ξεχώριζαν πλέον τα διαφορετικά υλικά (γινόταν καλή ανάμειξη).
Τα μετέτρεπαν σε πολύ μικρούς βόλους με τα χέρια. Ακολουθούσε στέγνωμα
στο ήλιο των μικρών - όσο γινόταν - κομματιών και μετά τα έτριβαν και τα
κοσκίνιζαν, ώστε να γίνουν σαν χοντροκομμένο σιτάρι. Σε περιστρεφόμενο βαρέλι
(που το γύριζε ο μύλος) η μπαρούτη αυτή, με λίγο γραφίτη γινόταν στρογγυλή και
εξωτερικά γυάλιζε από το γραφίτη, ώστε να είναι πλέον αδιάβροχη. Η εργασία
διαρκούσε 5 μέρες περίπου και η μπαρούτη ήταν έτοιμη.
Παράγονταν 2 είδη πυρίτιδας : η κυνηγετική (με αξία 3 δρχ./οκά) και η
υπονομευτική (με αξία 2 δρχ./οκά). Η “μαυριλιώτικη μπαρούτη” μεταφερόταν με ζώα
από πραματευτάδες για τις αγορές σε Ρούμελη, Θεσσαλία, Ήπειρο, κ.α. Ακόμα και
στα παζάρια της Λαμίας και αλλού. Ήταν περιζήτητη.
Κάθε μύλος απασχολούσε 2 εργάτες (το ημερομίσθιο ήταν 3 δρχ.). Η ετήσια
παραγωγή όλων των μύλων ήταν 10.000 οκάδες. Σε έκθεση[3] του
υπουργείου Οικονομίας το 1896, η αξία κάθε μύλου εκτιμήθηκε σε 2.000 δρχ. της
εποχής, ενώ η ετήσια παραγωγή μπαρούτης κάθε μύλου ήταν 300 οκάδες.
Από την απογραφή του 1907 ξέρουμε τα ονόματα[4] 6
πυριτιδομυλωθρών. Το 1909-10 η φορολογία
που επιβλήθηκε και η βιομηχανική πλέον παραγωγή της πυρίτιδας έδυσαν τους
μπαρουτόμυλους. Λίγοι απ’ αυτούς συνέχισαν παράνομα μέχρι το 1925.
16. Ηλεκτρική ενέργεια από υδροκίνηση
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, κάποιοι πρωτοπόροι ιδιοκτήτες υδρομύλων,
εκτός της βασικής λειτουργίας για άλεση δημητριακών (για σιτάρι κυρίως ή
καλαμπόκι), προσάρμοσαν στον άξονα του μύλου και μια γεννήτρια ηλεκτρικού
ρεύματος. Έτσι είχαν και λάμπες φωτισμού, καταργώντας τις λάμπες πετρελαίου ή
τα αρχαία λυχνάρια.
Η καταγραφή απέδωσε 3 περιπτώσεις, που αναφέρονται αμέσως. Ήταν :
1.
Στον
Άγιο Σώστη, Σπερχειάδας, στους μύλους Ιωάν. Λάγιου και Βασ. Κόγια
2.
Στα
Κανάλια, Σπερχειάδας, στο μύλο των Γκλάβα-Κυριάκη.
3.
Στο
Μούστροβο (ή Περιβόλι), στο μύλο του Δημ. Αρχανιώτη.
17. Άλλες χρήσεις της υδροκίνησης
Επιπλέον δυνατότητες της υδραυλικής κίνησης είχαμε στη Φθιώτιδα σε : (α)
λανάρισμα, (β) τριέρισμα και (γ) σουσαμόμυλο και (δ) ταμπακόμυλο.
Νεότερη και πιο σύνθετη μηχανή λαναρίσματος |
Λανάρισμα είναι μια επεξεργασία
απαραίτητη στο μαλλί και στο βαμβάκι, με κάποια οδοντωτά εργαλεία σε μορφή
απλής μηχανής, που ξαίνουν το μαλλί ή το βαμβάκι, για να ακολουθήσει το
γνέσιμο ή το κλώσιμο, με τελικό σκοπό να μετατραπούν σε νήμα.
Η περιστροφική κίνηση σ’ αυτήν δινόταν από
τον άξονα του υδρομύλου, ή με έναν ιμάντα (λουρί) μπορούσε κα πάρει κίνηση,
μόνο όταν χρειαζόταν. Περισσότερη δουλειά τα λανάρια είχαν την περίοδο της
άνοιξης, μετά το κούρεμα των γιδοπροβάτων.
Για πιο σύνθετη μορφή μηχανής φαίνεται στην παρατιθέμενη
εικόνα.
Λανάρι
διέθεταν : Στον Άγιο Σώστη Σπερχειάδας, οι υδρόμυλοι Ι. Λάγιου και Β. Κόγια.
Τριέρισμα
είναι μια μηχανική επεξεργασία διαχωρισμού των σπόρων των δημητριακών (εδώ
κυρίως του σιταριού), με την οποία απομακρύνονται τα άχρηστα και με μηχανική
διαλογή (διάφορα κόσκινα),
χωρίζονται οι καλοί σπόροι που θα χρησιμοποιηθούν για άλευρα και μετά ψωμί, από
τα υπόλοιπα, που θα γίνουν ζωοτροφή.
Τέτοια μηχανή τριερίσματος έπαιρνε κίνηση από
τον άξονα του βακούφικου υδρομύλου στη Βίτωλη, που ήταν στη θέση “Πέρα Κάμπος”
ή “Μύλια” με τον Παναγ. Μυλωνά.
Παράλληλα ήταν και μύλος αλέσματος για σιτάρι, ενώ υπήρχε (χαμηλότερα)
και δεύτερος υδρόμυλος για καλαμπόκι.
Μυλόλιθοι σουσαμόμυλου |
Ο σουσαμόμυλος[5] έχει
κάποιες διαφορές σε σύγκριση με το μύλο για τα δημητριακά. Οι αλεστικές
επιφάνειες των μυλόλιθων είναι καμπύλες κι όχι επίπεδες, όπως στους άλλους
υδρομύλους (βλ. εικόνα). Γενικά πάντως έχουν ίδια λειτουργία. Δεν έχουμε
στοιχεία για τις περιοχές της κοιλάδας του Σπερχειού, που καλλιεργούσαν σουσάμι
(το αρχαιοελληνικό “σήσαμον”).
Στο σουσαμόμυλο γίνεται αποφλοίωση στο
σουσάμι. Από αυτό γίνεται κυρίως το ταχίνι[6],
ενώ άλλο πολύ σημαντικό προϊόν είναι το σουσαμέλαιο (πολύτιμο φυτικό έλαιο).
Απομένει η σουσαμόπιτα (το κατακάθι που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή).
Στην Υπάτη, ο ένας από τους δύο υδρομύλους
της οικογένειας Ματσούκα (αυτός που ήταν κάτω απ’ το δρόμο) ήταν σουσαμόμυλος.
Σταμάτησε τη λειτουργία του πολύ πριν τον πόλεμο.
Ο ταμπακόμυλος είχε ως έργο
του να αλέθει τον ξερό καπνό. - ταμπάκο σε σκόνη και οι
καπνιστές ρουφούσαν τη σκόνη του καπνού από τη μύτη. Άλλη δυνατότητα ήταν να
κόβει τα φύλλα του καπνού πολύ μικρά κομμάτια (όπως στο χαβάνι) για να γίνουν
τα χειροποίητα τσιγάρα. Η περιοχή μας (Φθιώτιδα, Λοκρίδα) ήταν καπνοπαραγωγός και με άριστες ποικιλίες
καπνών ανατολικού τύπου.
Στην Υπάτη, ο ένας από τους δύο υδρομύλους γνωστούς
με το όνομα “Φραγκογιωργέικοι” της
οικογένειας Παπακυριαζή, που δούλευαν μέχρι το 1910 (ο επάνω μύλος ήταν για
άλευρα (με τελευταίο μυλωνά το Γ. Ρούσκα), ενώ ο πιο κάτω (στο χαμηλότερο
επίπεδο) ήταν ταμπακόμυλος.
18. Καταστροφή υδρομύλων και νεροτριβών
Ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε κατασκευής είναι ο χρόνος, σε συνδυασμό με την
έλλειψη συντήρησης. Οι περισσότερες εγκαταστάσεις σε υδρομύλους, μαντάνια,
δριστήλες, νεροπρίονα, κλπ. αφέθηκαν και ερειπώθηκαν. Οι λόγοι ήταν :
1. Η ηλικία των
μυλωνάδων και η αδυναμία ή η έλλειψη νεότερων να αναλάβουν.
2. Η Κατοχή και ο
Εμφύλιος που ακολούθησε.
3. Η μείωση της
πελατείας, με την εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών και χωριών μας στα
μεταπολεμικά χρόνια (κυρίως αστυφιλία και αναζήτηση εργασίας)
4. Η αλλαγή
τεχνολογίας, με τη χρήση άλλων πηγών ενέργειας (ατμομηχανές, πετρελαιομηχανές
και κυρίως ηλεκτρικό ρεύμα).
5. Οι νεότερες
αστικές συνήθειες, που γενικεύτηκαν και στα χωριά, να αγοράζουν έτοιμο το ψωμί,
απ’ το φούρνο, αποφεύγοντας τα αλέσματα, το ζύμωμα και το ψήσιμο στον οικιακό
ξυλόφουρνο.
Το κτίριο του ανακαινισμένου μπαρουτόμυλου στο Μαυρίλο |
Έτσι ο μεγαλύτερος αριθμός των μύλων κατέληξε ένα χάλασμα, με πεσμένες
στέγες, χωρίς κανάλι ή και χωρίς νερό, πνιγμένοι στα χόρτα. Ελάχιστοι
μερακλήδες, από συναισθηματικό ενδιαφέρον κυρίως, τους επισκεύασαν ή αναπαλαίωσαν.
Αυτοί είναι σημαντικά τοπικά προβιομηχανικά μνημεία και η τοπική αυτοδιοίκηση
οφείλει να στηρίξει, συντηρεί και να αναδεικνύει. Θα ήταν ευχής έργο να
κηρύσσονταν διατηρητέοι, αλλά παράλληλα να ενταχθούν σε κάποιο πρόγραμμα
αναπαλαίωσης. Το παράδειγμα του μπαρουτόμυλου στο Μαυρίλο που επισκευάστηκε από
τον (τότε) δήμο Αγίου Γεωργίου Φθιώτιδας την περίοδο 2002-08 είναι ένα καλό
πρότυπο.
Άλλοι λόγοι που αρκετοί μύλοι καταστράφηκαν ήταν :
1. Από φυσική
καταστροφή, με κυριότερες περιπτώσεις κάποια μεγάλη κατεβασιά νερού, που
κατέστρεψε το κανάλι, τη δέση, κλπ., σε βαθμό που η επισκευή και τη χρονική
περίοδο κρίθηκε ασύμφορη. Σε μικρές ζημιές βέβαια γινόταν αποκατάσταση και
επαναλειτουργία του μύλου. Ως τέτοιες περιπτώσεις αναφέρουμε την καταστροφή των
μύλων στο Λυχνό (από κατεβασιά νερού), στο Νεοχώρι Τυμφρηστού (από μεγάλη
κατεβασιά το 1882) και στο Λιανοκλάδι (από πλημμύρα το χειμώνα του 1941).
Επίσης η καταστροφή από κατολίσθηση του εδάφους, όπως π.χ. ο μύλος του
Καλόγηρου στο Παλαιοχώρι Ομιλαίων.
2. Η Κατοχή, με
τα αντίποινα των Γερμανών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι 2 υδρόμυλοι στη
Σπερχειάδα, που έκαψαν οι Γερμανοί το 1944 (μαζί με την κωμόπολη).
3. Η αντιπαλότητα
ανταρτών-στρατού κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Ως παράδειγμα, σε ένα νερόμυλο
του ορεινού χωριού Νεοχώρι Τυμφρηστού άλεθε ο Δημοκρατικός Στρατός. Αυτό το
μύλο μετά τον ανατίναξε ο ελληνικός στρατός. Επίσης αναφέρουμε έναν υδρόμυλο
στο χωριό Ασβέστης, που κάηκε το 1947. Στο Λιάσκοβο, το 1948, έκαψαν το μύλο
του Γεωργ. Γ. Καραγεώργου.
Τελικά, από τους ελάχιστους που
απέμειναν :
1.
Ένας
μύλος στο χωριό Κλωνί (του Βασ. Τιτόπουλου) έχει μετατραπεί σε κατοικία.
2. Ένας παλιός
νερόμυλος στα Αλπόσπιτα των Δυοβουνιώτη-Βάρσου-Κυρώζη, το 1985 αγοράστηκε από
το Σπύρο Τεμπέλη, με σκοπό να κινήσει μια ηλεκτρική γεννήτρια και να τροφοδοτεί
την επιχείρησή του. Η προσπάθεια κρίθηκε ασύμφορη και τελικά εγκαταλείφθηκε.
3. Ένας υδρόμυλος
στον Αχινό έχει κριθεί διατηρητέος.
4. Στο χωριό Οίτη
(Γαρδικάκι) υπήρχε ο μοναδικός Συνεταιριστικός μύλος του Δασικού Συνεταιρισμού.
19. Ο παλιός υδρόμυλος Μεγάλης Βρύσης
Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση υδρομύλου[7] που
λειτούργησε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, με αρτεσιανό νερό. Συγκεκριμένα
στην περιοχή[8] Αγίας
Παρασκευής μετά τη Μεγάλη Βρύση (2-3 χλ. από τη Λαμία) ανέβλυζε νερό και σε
σημαντική ποσότητα. Τα αναβλύζοντα νερά αποκλείστηκαν
με πετρόκτιστους τοίχους[9]
τριγωνικής περίπου βάσης, σε ύψος 4
μ. και πλέον (και σχημάτιζαν τη στέρνα Ι).
Σε μικρή απόσταση 3-4 μ.
έγινε ένας πετρόκτιστος όρθιος κύλινδρος, με σκούρο επίχρισμα, που είχε
διάμετρο 2 μ.
και ύψος 2,5 μ.
Στο κάτω μέρος του στένευε και κατέληγε σε τρύπα (δεν είναι γνωστή η διάμετρός
της εφόσον ήταν πάντα μέσα στο νερό), που στη συνέχεια θα τη λέμε στέρνα ΙΙ
(ήταν ένα είδος χωνιού).
Η
στέρνα Ι συνδεόταν με τη στέρνα ΙΙ, με κτιστό κεκλιμένο αυλάκι (λούκι), μικρής
κλίσης, με ορθογώνια διατομή (βάση 80 εκ. και ύψος 50 εκ.), που τροφοδοτούσε με
νερό τη στέρνα ΙΙ.
Ακριβώς κάτω
από την τρύπα της στέρνας ΙΙ, ήταν η φτερωτή (υδροστρόβιλος), με σκαφίδια,
μεταλλικής κατασκευής, που γύριζε βυθισμένος πάντα στο νερό. Ο άξονας της
φτερωτής ήταν οριζόντιος και κατέληγε σε τροχαλία (ή σε κυλινδρικό τύμπανο).
Από εκεί, μάλλον με ιμάντα (λουρί), που σχημάτιζε μικρή γωνία, η κίνηση
μεταδιδόταν μέσω άλλης τροχαλίας στον κατακόρυφο άξονα του μύλου.
Λειτουργία :
Η στέρνα Ι γέμιζε πάντα με νερό, δημιουργώντας υψομετρική διαφορά και
τροφοδοτούσε από το κεκλιμένο λούκι (που κι αυτό ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο με
νερό) τη στέρνα ΙΙ. Αυτή έπρεπε να είναι πάντα τελείως γεμάτη με νερό για καλή
λειτουργία του μύλου. Το καλοκαίρι, που λιγόστευαν κάπως τα νερά και στο νερό
στη στέρνα ΙΙ ήταν 0,5 μ.
χαμηλότερα, τότε ο μύλος οριακά γύριζε.
Το νερό βγαίνοντας από την κάτω τρύπα γύριζε τη φτερωτή και μέσω του
ιμάντα γύριζε τον άξονα του μύλου με τις μυλόπετρες. Σε κανονική λειτουργία
άλεσης του μύλου, εκτιμήθηκε ένας αριθμός μεταξύ 40-60 στροφών το λεπτό.
Μπορούσε όμως με έναν κοχλία, να απομακρύνει την απόσταση στις μυλόπετρες,
οπότε αυξάνονταν οι στροφές του άξονα.
Το βράδυ, στις αργίες ή όταν
χρειαζόταν να σταματήσει ο μύλος, τότε με κάποιο σίδερο ή ξύλο (μανέλα)
μπλοκαριζόταν η πρώτη τροχαλία του άξονα της φτερωτής.
Η όλη κατασκευή έγινε πολύ παλιά, επί Τουρκοκρατίας και τουλάχιστον την
περίοδο που ήταν μυλωνάς (ο τελευταίος) ο Γιάννης Ν. Βερβέρης δεν έγινε καμία
μετατροπή, πλην κάποιας μικρής επισκευής του οικήματος (κυρίως της στέγης). Ο
μύλος έπαψε να λειτουργεί τη δεκαετία 1960-70.
Τελευταίος μυλωνάς ήταν ο Ιωάν. Βερβέρης (1921-2002).
Επίλογος
Η εργασία τούτη συγκέντρωσε όσο περισσότερα στοιχεία ήταν δυνατόν για
την υδροκίνηση σ’ ένα νομό (Φθιώτιδα). Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για άλλο νομό
της χώρας μας. Ο μεγάλος αριθμός των μονάδων (κυρίως των υδρομύλων) ήταν μία
ευχάριστη έκπληξη. Επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το μεγάλο δυναμικό που
διαθέτουν οι ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (στην προκείμενη περίπτωση
ήταν η υδραυλική ενέργεια).
Η εγκατάλειψη αυτής της μορφής ενέργειας είναι σημαντική απώλεια εκτός
της ενέργειας και σε θέσεις εργασίας. Στο τέλος του 20ού αι. υπήρχαν στη
Φθιώτιδα 18 υδρόμυλοι σε καλή κατάσταση, από τους οποίους οι 10 λειτουργούσαν
ακόμη. Σε τούτα τα χρόνια πολύ λιγότεροι στέκονται και λειτουργούν.
Θεωρώντας ότι τα εργαστήρια αυτά της προβιομηχανικής εποχής αποτελούν μνημεία
του πολιτισμού και της τεχνολογίας, πρέπει να βρεθεί τρόπος να διασωθούν. Η
διατήρηση, συντήρηση και ανάδειξη είναι έργο, ευθύνη και τιμή των τοπικών κοινωνιών,
μέσα από τις δυνατότητες της περιφερειακής και τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
φυσικός
------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
1.
εφ.
Η ΕΠΑΡΧΙΑ ετών 1927-1940, Λαμία.
2.
Κωνστ.
Μπαλωμένου & Κωνστ. Στασινού : “Πρόγραμμα Καταγραφής και Αξιοποίησης
Δεδομένων του Φθιωτικού Περιβάλλοντος”, Νοέμβριος 1998, Λαμία.
3.
Μ. Πολυμεροπούλου, Στ. Πολυκανδριώτη, Ειρ.
Οικονόμου : “Φυσικές πηγές ενέργειας (υδροκίνηση στην επαρχία Φθιώτιδας”, έκδ.
Νομαρχ. Αυτοδ. Φθ/δας, 1998, Λαμία.
4.
Βιβλίο “Ελλάδα Πατρίδα μου-Φτέρη Χωριό μου”, υπό Β. Σταμοκώστα
5.
Κωνσταντίας
Καλέντζου-Τερλιάμη : “Μεσοποταμία (Χαλίλη) Φθιώτιδας”, σελ. 153, Λαμία, 1995.
6.
εφ.
Παλαιοβράχα, έτος 2ο, αρ. φ. 5, Δεκέμβριος 2017, του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Άρθρο με τίτλο “Οι μύλοι του χωριού μας”, του Κωνστ. Γ. Μπαλάφα (σελ. 2).
7.
Κωνσταντίνας
Μπαρπάτση : “Ο Νερόμυλος”, εφ. “Γαρδικιώτικα Νέα”, φ. 66, σελ. 7,
Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2014, έκδ. Συλλόγου Απανταχού Γαρδικιωτών.
8.
Ιστοσελίδα :
http://www.fteri-fthiotidos.gr/
9.
Χαρίλ.
Μηχιώτη : “Το εργαστήρι της φωτιάς”, εκδ. ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1998, Αθήνα
10.
Νίκου
Θ. Υφαντή : “Νερόμυλοι και μυλωνάδες”, στην ιστοσελίδα : https://apeirosgaia.wordpress.com
11. Στέφανου Νομικού : “Υδροκίνητες και
ανεμοκίνητες εγκαταστάσεις στον ελληνικό χώρο”, ιστοσελίδα :
http://www.hellenicmills.gr/basic
12.
Θανάση
Βελέντζα : “Τα υδρωνύμια του πρώην δήμου Τιθορέας”, περ. ΕΚΦΡΑΣΗ 2 (1990), σελ.
83, Λαμία.
13.
Νικ.
Δαβανέλλου – Γεωργ. Σταυρόπουλου : «Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών
(1159-1940)», εκδ. Οιωνός, 2005, Λαμία.
14.
Κουγιουμζέλη-Περιστεράκη
: Στοιχεία Φυσικής, τόμος 1 (Μηχανική-Θερμότης), σ. 178, 7η έκδοση,
1969, Αθήναι.
15.
Μάκη
Αξιώτη, ιατρού : “Ο σουσαμόμυλος”, στην ιστοσελίδα www.archaiologia.gr
16.
Ιστοσελίδα
: www.monopatimas.blogspot.gr
17.
Ιστοσελίδα
: www. fthiotikos-tymfristos.blogspot.com
18.
Ιστοσελίδα
: http://www.zwglopi.gr/ta_neropriona_tou_xwriou_mas
19.
Ιστοσελίδα
: http://omogeneia.ana-mpa.gr/]
20.
Ιστοσελίδα
: https://olivestories.eu/el
21.
Ιστοσελίδα
: http://www.archaiologia.gr/blog
22.
Ιστοσελίδα
: http://www.agriniopress.gr
23.
Ιστοσελίδα
: http://ecododonea.blogspot.gr/
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Χαριλάου Μηχιώτη
: “Το εργαστήρι της φωτιάς”, εκδ. ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1998, Αθήνα.
[2] Η αναλογία ήταν
75% νίτρο, 12,5% θειάφι και 12,5% ξυλάνθρακας. Υπήρχαν και μικρές παραλλαγές
της αναλογίας αυτής.
[3] Τότε (το έτος
1896) καταγράφηκαν 4 μόνο μπαρουτόμυλοι.
[4] Αυτοί ήταν οι :
Αθαν. Καλέντζος, Λεων. Μητσάκος, Γεωργ. Οικονόμου, Ευθ. Τσάκας, Γεώργ. Τσάκας
και Κωνστ. Τσάκας.
[5] Το 1963 στην
Ελλάδα καλλιεργούσαν 166.000 στρέμματα, που παρήγαγαν 3.500 τόνους σουσάμι
λευκόσπερμης ποικιλίας (υπάρχει και η καστανή ποικιλία).
[6] μεγάλη χρήση γίνεται στα μοναστήρια (για νηστήσιμα φαγητά) όπως και στη
χαλβαδοποιία.
[7] Το υλικό αυτό
προήλθε από συνέντευξη στον γράφοντα στις 23-8-1986, με τον τελευταίο μυλωνά
Γιάννη Βερβέρη, που κατοικούσε στη Μεγάλη Βρύση Λαμίας.
[8] Το τσιφλίκι
Μεγάλης Βρύσης - όπου ήταν μέσα ο μύλος - από τον αρχικό Τούρκο ιδιοκτήτη
αγοράστηκε από τους Νικ. Στουρνάρη και Ανδρ. Φαρδή. Από την Ειρήνη Ν. Στουρνάρη
περιήλθε ως προικώο στον Άγγλο Κάρολο Μέρλιν και τελικά αγοράστηκε από το Χρ.
Στεργιόπουλο (ή Κόγκα).
[9] Μέσα στη μεγάλη
στέρνα Ι, υπήρχαν χαμηλά χωρίσματα (με κτιστή πέτρα), τα οποία γέμιζαν με νερό,
η δε υπερχείλισή τους τα οδηγούσε στο τελικό ψηλό τοίχο της κεντρικής στέρνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου