Σελίδες

4/1/15

Η Ιερά Μονή Αντινίτσης "Το Γενέσιον της Θεοτόκου" (Μέρος Β')

Β'  μέρος
----------


7.  Ο Ιερομόναχος και ηγούμενος Θεοφάνης Κωνσταντίνου (1769-1847)




   Γεννήθηκε το 1769[1] στη Γούρα[2]. Στο μοναχικό βίο εισήλθε το 1800, σε ηλικία 31 ετών. Δεν μας είναι γνωστή η πρώτη μονή που εισήλθε. Είναι πολύ πιθανή η βοήθεια (χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή του) στον αγώνα για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Υπηρέτησε διάφορους αρχιερείς στην Κωνσταντινούπολη. Με τα χρήματα που κέρδισε απέκτησε σημαντική κτηματική περιουσία 500 και πλέον στρεμμάτων στην περιοχή Δομοκού (στα χωριά Κεραμοχώρι, Σκόριζα, Παλαμάς, Σερβάνι). Το 1834, απεβίωσε ο ηγούμενος της μονής Αντίνιτσας Αγαθόνικος Καλλίνικος και το επόμενο έτος 1835, ο ιερομόναχος Θεοφάνης ανέλαβε νέος ηγούμενος της μονής σε ηλικία 66 ετών.
Η υπογραφή του ηγουμένου Θεοφάνη (1841)

    Μετά την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος της 16-9-1833, με το οποίο διαλύθηκε η Ιερά Μονή Αντινίτσης (ως νομική υπόσταση) και συγχωνεύτηκε με την Ι. Μ. Αγάθωνης[3], στην οποία έγινε  μετόχι, ο Θεοφάνης ανέλαβε αγώνα διατήρησης της μονής, με βασικά επιχειρήματα τη σημαντική περιουσία της (ένα μέρος αυτής είναι προσωπική περιουσία) και τη θέση της στα σύνορα της Ελλάδας με το Οθωμανικό Κράτος. Έστειλε πολλές αναφορές προς τον Έπαρχο, τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος και τη Γραμματεία Εκκλησιαστικού του Κράτους, ζητώντας τη διατήρησή της και δεν έφυγε  από τη μονή. Έτσι πέτυχε να διατηρηθεί η περιουσία της μονής στο οθωμανικό έδαφος (ευρύτερη περιοχή Δομοκού).
   Τον Απρίλιο του 1834, διέτρεξε τα χωριά Μακρολείβαδο και Δίβρη - μετά από εντολή του επισκόπου Ιακώβου - ασκώντας πνευματικό έργο[4] (για εξομολόγηση των χριστιανών εν αναμονή του Πάσχα).
    Στις 9 Ιανουαρίου 1835 επισκέφτηκε τη μονή ο Βαυαρός-Γάλλος περιηγητής Γουσταύος Εϊχτάλ (Eichthal). Βρήκε εκεί τον ηγούμενο κι έναν καλόγερο μόνο. Έγραψε[5] σχετικά :

   … Εκδρομή εις το μοναστήριον Αντινίτσα, παρά τα σύνορα. Εντός αυτού ο Ηγούμενος και είς καλόγηρος μόνον. Αλλά κατά τον χειμώνα τούτον η μονή εχρησίμευσεν ως καταφύγιον εις πολλά οικογενείας. Μένουν εισέτι γυναίκες τινές, σταθμεύει δ’ ενταύθα και απόσπασμα στρατιωτικών, ώστε δεν μένει ασυντρόφευτος ο ηγούμενος. Λέγεται ότι ο ηγούμενος ούτος, έχων περιουσίαν, ηγόρασεν επί του Τουρκικού χωρίον τι επί σκοπώ να μεταβή εκεί, εάν διαλυθή η μονή του … ”.

    Σχετικά με τις επιπτώσεις από το οθωνικό διάταγμα για διάλυση των μονών έγραψε: 
«Οι Τούρκοι επωφελούνται της δυσαρεσκείας, την οποίαν προκαλεί η διάλυσις των μονών. Οι Φράγκοι έκαμαν ό,τι δεν έκαμαν οι Τούρκοι εις διάστημα τριακοσίων χρόνων, λέγει ο λαός».
     Κατέγραψε επίσης ένα μικρό περιστατικό, με χαρακτηριστική την αντίδραση του ηγουμένου Θεοφάνη :

 « … Ότε τον επληροφορήσαμεν ότι ήτο ψευδής η είδησις περί του θανάτου του Σουλτάνου, (ο ηγούμενος) κατελήφθη υπό απελπισίας. «Εις το όνομα του Ιησού», ανέκραξε!».

   Το Νοέμβριο του 1835, το μοναστήρι της Αντίνιτσας το καταπάτησαν[6] ληστές. Γι’ αυτό έγινε επίσκεψη αποσπάσματος από Βαυαρούς στρατιώτες (με την ευκαιρία ο L. Köllnberger έφτιαξε την υδατογραφία της Μονής).
   Το έτος 1840 υπηρετούσαν τη Μονή 13 άτομα, που τα αποτελούσαν : 1 ιερέας, 2 μοναχοί, 1 αφιερωμένος (δόκιμος καλόγερος), 2 υπηρέτες, 3 ποιμένες[7], 1 αγελοφύλακας, 2 καλογριές και ο ηγούμενος (Θεοφάνης). Στις 6 Ιουνίου 1845 ο βασιλιάς Όθωνας[8] με τη βασίλισσα  Αμαλία επισκέφτηκαν τη μονή Αντίνιτσας.
   Δύο χρόνια μετά και συγκεκριμένα : « … την νύκτα της 12 προς 13 Νοεμβρίου 1847 απεβίωσε ο εν της Μονή Αντινίτζη διατελών ιερομόναχος Θεοφάνης …»  σε ηλικία 78 ετών.
   Οι προσπάθειες του θανόντος ηγουμένου απέδωσαν καρπούς και το ίδιο έτος του θανάτου του (το 1847), με έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ιάκωβος Παπαγεωργίου εισηγήθηκε :

« ... τη διατήρηση ανεξάρτητης Μονής Αντινίτζης (από μετόχιον της Μονής Αγάθωνης, που είναι τώρα) και το διορισμό ιερομονάχου για τη διαχείριση της περιουσίας της … ».




8.  Η σύντομη περίοδος του ηγουμένου Μακαρίου Βαρλαάμ


   Μετά την κοίμηση του προηγουμένου Θεοφάνη Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1847, ορίστηκε νέος ηγούμενος της Μονής Αντίνιτσας ο Μακάριος Βαρλαάμ (ή Βαρλάμης). Καταγόταν από τη Σκύρο. Ο νέος ηγούμενος παρέλαβε όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία της Μονής, που περιλάμβανε :

« … αγρούς εις την ελευθέραν Ελλάδα και εις Θεσσαλίαν, ιερά σκεύη και θησαυρούς αγίων λειψάνων, αμπελώνας, 500 αιγίδια, 300 πρόβατα, 15 ίππους, 15 αγελάδια, ζεύγη βοών διάφορα, όλα τα έπιπλα της Μονής, τόσον χάλκινα όσον στρώματα, σκεπάσματα και άλλα » [9].

    Στις 30 Μαρτίου 1851[10] πέθανε ο Επίσκοπος Φθιώτιδος Ιάκωβος Παπαγεωργίου. Το επόμενο έτος (Οκτώβριο του 1852) εκλέγεται και αναλαμβάνει ο Καλλίνικος Καστόρχης ως νέος επίσκοπος Φθιώτιδος στην οποία έχει προστεθεί και η επαρχία Λοκρίδας[11].
    Στο πανηγύρι της Μονής (8-9-1852) έγινε ένα μεθοριακό επεισόδιο με ένοπλο ληστή, που ήθελε να μπει στο ναό. [βλ. ιδιαίτερο κείμενο]
    Ο Μακάριος Βαρλαάμ κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση[12] κειμηλίων της Μονής Αντίνιτσας και τον επόμενο χρόνο παραιτήθηκε. Σε σφραγισμένο κιβώτιο που παρέδωσε στον πρώην δήμαρχο Λαμίας Γεώργιο Χαλμουκόπουλο, περιέχονταν κειμήλια, ιερά σκεύη και πολύτιμα αφιερώματα των πιστών. Η καταγραφή τους έγινε το 1856 από το συμβολαιογράφο Λαμίας Αλέξανδρο Χαντσίσκο, παρουσία του επισκόπου Καλλίνικου Καστόρχη, του δημάρχου Λαμίας Κυριακού Τασσίκα και μαρτύρων. (η καταγραφή αυτή θα δοθεί σε  παράρτημα)
     Μετά δύο έτη, η εφ. «Φάρος της Όθρυος» στις 30-1-1858, έγραψε για τα κειμήλια της Μονής :

… Γράψαντες άλλοτε περί της εκ μέρους του Μακαρίου Βαρλαάμ, του πρώην ηγουμένου της Μονής Αντινίτσης Λαμίας, υπεξαιρέσεως των κειμηλίων της ειρημένης μονής, εζητήσαμεν παρά της Κυβερνήσεως και της Ιεράς Συνόδου, να ληφθεί η δέουσα πρόνοια όπως επιστραφώσι τα ειρημένα κειμήλια εις την μονήν. Εν τούτοις δύο παρήλθον έτη και δεν γνωρίζομεν πού ευρίσκονται τα κειμήλια… ”. Δυστυχώς τα κειμήλια αυτά δεν επέστρεψαν[13] στο Μοναστήρι της Αντίνιτσας.
     Ο Μακάριος Βαρλαάμ (ή Βαρλάμης) διετέλεσε ηγούμενος μια πενταετία[14] (1848-1853).



9.  Επεισόδιο στη θρησκευτική  πανήγυρη του 1852 [15]


   Στις 8 Σεπτεμβρίου 1852, κατά τη διάρκεια της ετήσιας θρησκευτικής πανήγυρης της Μονής Αντίνιτσας, που βρισκόταν επί της οροθετικής γραμμής, είχε συρρεύσει πλήθος χριστιανών, περίπου 4.000 άτομα σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ελληνικών αρχών προερχόμενα και από τις δύο επικράτειες. Την πανήγυρη τίμησαν ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Α. Ζυγομαλάς, ο μοίραρχος του ίδιου νομού, άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί με μικρή φρουρά χωροφυλάκων.
Την πανήγυρη επισκέφθηκε επίσης και ο Ρεσίτης που ήταν καπετάνιος του γενικού δερβέναγα Θεσσαλίας Νουρεντίνμπεη Κονίτσα. Ο Ρεσίτης καταγόταν από το Μεσολόγγι, ήταν νέος στην ηλικία και αρνησίθρησκος, συνοδευόταν δε από ένοπλη συνοδεία, τη φρουρά του παρακείμενου μεθοριακού σταθμού Δερβέν Φούρκα (της τουρκικής πλευράς).
Ένας από τους συντρόφους του Ρεσίτη, ο Δημήτριος Ματσούκας, πρώην ληστής από το 1843 και αμνηστευμένος για την περίοδο 1847-48, με δικαστικές εκκρεμότητες σε βάρος του, επιχείρησε να μπει στην εκκλησία της Μονής οπλισμένος. Οι πιστοί τον εμπόδισαν, έγινε συμπλοκή και τον συνέλαβε ένας Έλληνας χωροφύλακας.
Ο Ρεσίτης διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη του Ματσούκα, αλλά φάνηκε πως πείστηκε τελικά ότι οι ελληνικές αρχές μπορούσαν να τον συλλάβουν στην ελληνική επικράτεια.
Όταν επέστρεφαν, ο νομάρχης και η συνοδεία του και με τον συλληφθέντα ληστή[16], σε στενωπό του δρόμου που περνούσε παράλληλα προς την οροθετική γραμμή, τους περίμενε ο Ρεσίτης με τους άνδρες του, μεταξύ των οποίων ήταν και αρκετοί γνωστοί ληστές. Ο Ρεσίτης ζήτησε να τους παραδοθεί ο Ματσούκας. Παρά την προσπάθεια του νομάρχη να πείσει τον καπετάνιο ότι εξέθετε την τουρκική πλευρά, ο Ρεσίτης και οι σύντροφοί του απείλησαν ότι θα τους χτυπήσουν αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά τους.
Τελικά αποφεύχθηκε η συμπλοκή, αλλά ο νομάρχης και η συνοδεία του αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Μονή και από εκεί στη Λαμία, αλλά από άλλο δρόμο. Η διαμαρτυρία των ελληνικών τοπικών αρχών προς το Νουρεντίμπεη για το επεισόδιο δεν έγινε δεκτή. Αντίθετα κατηγόρησε τις ελληνικές αρχές για προσβολή του επειδή «συνέλαβαν στρατιώτη του σε υπηρεσία». Τελικά απεδείχθη η συνεργασία των Ελλήνων ληστών σε ελληνικό έδαφος, μέσω του Ματσούκα (που καταγόταν και είχε συγγενείς στο χωριό Μακρολείβαδο) με το δερβέναγα.
Για εκδίκηση, οι ληστές Αναστάσιος Καλαμάτας (φίλος του Ματσούκα), Γ. Κυριάκος, Σωτ. Σκαμπαρδώνης και Κελεπούρης, στις 17 Σεπτεμβρίου 1852 κατέστρεψαν το χωριό Γλύφα.




10.  Ο Ιερομόναχος και ηγούμενος Γρηγόριος Οικονόμου [17] (1794 - 1860)




   Γεννήθηκε το 1794 στα Θεσσαλικά Άγραφα[18]. Είναι πιθανή η καταγωγή του από τη Θεσσαλία, που ήταν ακόμη υπόδουλη στους Τούρκους. Εισήλθε στο μοναχικό βίο από νωρίς. Συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της Θεσσαλικής επανάστασης του 1853-54. Η θέση της Μονής ήταν σημαντική για υποστήριξη του αγώνα σε εφόδια και ως καταφύγιο των αγωνιστών. Κινήθηκε σε χωριά της Θεσσαλίας κηρύσσοντας την ελευθερία, όπου οι κάτοικοι έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό γι’ αυτόν.
Μετά την αποτυχία του αγώνα, το 1854, κατέφυγε στην Ελλάδα και κατέληξε στο Μοναστήρι[19] της Αντίνιτσας, εφόσον διορίστηκε ηγούμενος. Ταυτόχρονα ήθελε να είναι κοντά στη Θεσσαλία που αγαπούσε και ασφαλής από την εκδίκηση των Τούρκων, που ζητούσαν την κεφαλή του.
Βρήκε τη Μονή εν μέρει κατεδαφισμένη, τα κτήματά της ερημωμένα και τμήματα της κινητής και ακίνητης περιουσίας της να έχουν αρπαγεί. Υπήρχαν σημαντικά χρέη του προκατόχου του, τα οποία πλήρωσε. Έφτιαξε τα κατεδαφισμένα κελιά. 
Η υπογραφή του ηγουμένου Γρηγορίου Οικονόμου
Έφερε καμπάνες για τη Μονή και πολυέλαιο μέσα στο ναό. Έφτιαξε πάλι το νερόμυλο. Καλλιέργησε τα εγκαταλειμμένα αμπέλια και περιβόλια και αύξησε τον αριθμό των ζώων της Μονής, ώστε τα 300 αιγοπρόβατα έγιναν 600 και οι 5 αγελάδες έγιναν 30.
Από το 1855 που άρχισε και μέσα σε 5 χρόνια έγιναν πολλά στη Μονή. Παράλληλα όμως δεν έπαυσε το πνευματικό του έργο εντός της Μονής και με επισκέψεις σε χωριά του τόπου, μόνος ή μαζί με την Ιερή εικόνα της Παναγίας. Επίσης δεν άφηνε να σβήσει η φλόγα της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας και των άλλων σκλαβωμένων τόπων από τον τουρκικό ζυγό.
      Το 1856, ο Αδάμ Δούκας κατηγορήθηκε για κατάχρηση[20] της περιουσίας της Μονής Αντινίτσης. Ο Αδάμ Δούκας ήταν εκδότης εφημερίδας με τίτλο «Ανατολική Ελλάς» (1867-1874). Διετέλεσε δήμαρχος (1871-1873) της Κρεμαστής Λαρίσης (σημερινής Πελασγίας). Δολοφονήθηκε στη Λαμία το Νοέμβριο του 1875. 
Το 1858[21], σε πίνακα[22] των Μοναστηρίων της Ελλάδος, η Αντίνιτζα είχε δύο μοναχούς. Στα περισσότερα μοναστήρια της περιοχής μας καταγράφηκαν ελάχιστοι αριθμοί μοναζόντων. Έτσι, στον ίδιο πίνακα της Επισκοπής Φθιώτιδος, η Μονή Αγάθωνης (Κοίμηση της Θεοτόκου) στο Δήμο Υπάτης είχε 1 μοναχό, η Μονή Μαλεσίνας (Άγιος Γεώργιος) στο Δήμο Λάρυμνας είχε 3 μοναχούς, η Μονή Δαδίου (Κοίμηση της Θεοτόκου) στο Δήμο Δρυμαίας είχε 4 μοναχούς και η Μονή Αγίου Κωνσταντίνου στο Δήμιο Δαφνουσίων είχε 5 μοναχούς.
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1860, εκτελώντας εντολή του Μητροπολίτη Φθιώτιδας Καλλίνικου Καστόρχη, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Οικονόμου μετέβη στη Στυλίδα ως πνευματικός για εξομολογήσεις. Εκεί, αιφνιδίως, ο σεβάσμιος ηγούμενος “ανεπαύθη εν Κυρίω”. Ήταν τότε 66 ετών.

 

 11.  Τα «Θεσσαλικά» και η Μονή Αντίνιτσας


   Ως «Θεσσαλικά» χαρακτηρίζουμε τις επαναστάσεις από το 1854 έως το 1878 με σκοπό την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον τουρκικό ζυγό και την ένωσή της με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα. Για τη Φθιώτιδα πρώτος και βασικός σκοπός του αγώνα ήταν η απελευθέρωση της επαρχίας Δομοκού. Η θέση της Μονής Αντίνιτσας ήταν σημαντική, η παρουσία της φρουράς όμως δεν επέτρεπε επισήμως την εμπλοκή της στην προσπάθεια.
     Η καταγωγή όμως των ηγουμένων επέβαλε τη συμμετοχή της Μονής. Θυμίζουμε ότι ο Θεοφάνης Κωνσταντίνου που ήταν από τη Γούρα και ο Γρηγόριος Οικονόμου στήριξαν την προετοιμασία του αγώνα, διατηρώντας υψηλό το ηθικό του πληθυσμού. Εκείνος που είχε άμεση συμμετοχή ήταν ο επόμενος ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου, που καταγόταν από το Πουρνάρι Δομοκού.
     Έγιναν τρεις επαναστατικές προσπάθειες. Η πρώτη εκδηλώθηκε το 1854 (τους τέσσερις πρώτους μήνες). Οργανώθηκε από το βασιλιά Όθωνα. Συμμετείχαν αγωνιστές ή απόγονοι αγωνιστών του 1821. Εισέβαλαν στο (τότε) τουρκικό έδαφος (από το χωριό Ασβέστης) καταλαμβάνοντας τα χωριά Μακρυρράχη, Φιλιαδώνα, Ανάβρα, Μαντασιά, Μελιταία, Καρυές και Θαυμακό. Πολιόρκησαν το Δομοκό. Η έλλειψη εφοδίων, η κούραση και η ενίσχυση των Τούρκων με νέες δυνάμεις, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του αγώνα. Η κατοχή του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους και η μεγάλη πολιτική και διπλωματική πίεση άφησαν (μέχρι το 1856) αδικαίωτο αυτόν τον αγώνα. Κύμα προσφύγων ήρθε στη Λαμία και στην περιοχή της μετά την αποτυχία της Θεσσαλικής επανάστασης του 1854. Η χολέρα μάστιζε τη Λαμία και την περιοχή. Ήταν μεγάλη η παιδική κυρίως θνησιμότητα. Το επόμενο έτος 1855 επιδημία πανώλης στη Λαμία αποδεκάτιζε το λαό.
     Ο ηγούμενος της Μονής Γρηγόριος Οικονόμου κινήθηκε σε χωριά της Θεσσαλίας κηρύσσοντας την ελευθερία, όπου οι κάτοικοι έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό γι’ αυτόν. Μετά την αποτυχία του αγώνα, το 1854, κατέφυγε στην Ελλάδα και κατέληξε στο Μοναστήρι της Αντίνιτσας, όπου διορίστηκε ηγούμενος. Ταυτόχρονα ήθελε να είναι κοντά στη Θεσσαλία που αγαπούσε και ασφαλής από την εκδίκηση των Τούρκων, που ζητούσαν την κεφαλή του.
     Η δεύτερη προσπάθεια (1866-1869) ήταν ανοργάνωτη[23] επανάσταση. Με την ευκαιρία της Κρητικής επανάστασης (1866) και με υποκίνηση από την τότε ελληνική κυβέρνηση  δόθηκαν μάχες σε μορφή κλεφτοπόλεμου, σε διάφορες τοποθεσίες της περιοχής Δομοκού. Ένας παλιός αγωνιστής, ο Ζήσης Σωτηρίου, με τριάντα ενόπλους και  ο οπλαρχηγός Κυριάκος Καραμπάσης με τους 300 περίπου άνδρες του μπήκαν στο οθωμανικό έδαφος. Οι βιασμοί και λεηλασίες των Τούρκων ανάγκασαν πολλές οικογένειες της υπόδουλης περιοχής Δομοκού να φύγουν για το ελληνικό έδαφος. Ο δήμαρχος Λαμίας Κομνάς Τράκας και οι στρατιωτικές αρχές τους εμπόδιζαν. Ο μητροπολίτης Καλλίνικος Καστόρχης με εράνους, αλλά και η μονή Αντίνιτσας στη μεθόριο περιοχή βοήθησαν στην περίθαλψη των προσφύγων. Το δυσμενές πολιτικό διεθνές κλίμα έπαυσε την δεύτερη προσπάθεια αυτή.
      Η τρίτη προσπάθεια (1876-1878) είχε καλύτερη οργάνωση. Από τον Νοέμβριο του 1876, σχηματίστηκαν αντάρτικα σώματα, τα λεγόμενα «καπετανάτα», σε όλη την ύπαιθρο της επαρχίας Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο (με έδρα το Νεοχώρι και τη Γούρα) είχε τριμελή διοίκηση από : τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπαδημήτριο Κανάκη, 2) το Βασίλειο Κόκκινο απ’ την Ομβριακή και 3) το Δημήτριο Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία με γραμματέα το Δημήτριο Μάμμο απ’ το Δομοκό.
     Τη γενική αρχηγία του συγκροτηθέντος επαναστατικού σώματος της επαρχίας Δομοκού, είχε ο Δημήτριος Κόκκινος συνεργαζόμενος με τους οπλαρχηγούς Στυλ. Περγάνη, τον Ηγούμενο της Μονής Αντινίτσης Ιάκωβο Δήμου, τον Κώστα Αλαμάνη και άλλους. Αναφέρεται ότι το επαναστατικό αυτό σώμα έδωσε σφοδρή μάχη στη θέση “Στενά Λιθάρια”, έξω από το Δομοκό. Από τις διάφορες επιμέρους μάχες[24], αξιομνημόνευτη είναι αυτή του «Πύργου Ματαράγκας».
     Τμήμα τακτικού στρατού από τη Λαμία, με αρχηγό τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο[25] (στις 21-1-1878) εισέβαλε στη Θεσσαλία. Η συνολική δύναμη ήταν 25.028 άνδρες. Στο χωριό Παλαμάς Δομοκού κήρυξαν την επανάσταση. Ο στρατός όμως διατάχθηκε από την κυβέρνηση να επιστρέψει στο ελληνικό έδαφος κι έτσι έληξε άδοξα η προσπάθεια, πριν καν εξελιχθεί.
     Ο ηγούμενος της μονής Αντίνιτσας απεσύρθη στη μονή, παίρνοντας ως βοηθούς του για εργασίες της μονής κάποια από τα παλληκάρια που ήταν μαζί του στον αγώνα. Ο Γάλλος περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν (G. Deschamps), που πέρασε από τη μονή στις 12-7-1888 έγραψε για τον ηγούμενο:

… Είναι ορεινός ερημίτης και παλικάρι. Το ράσο δεν τον ενοχλεί, το κομποσχοίνι δεν τον εμποδίζει και, το μόνο που ζητάει, είναι μια νέα ευκαιρία να φύγει για τον πόλεμο. Κατέχει ένα πραγματικό οπλοστάσιο από τουφέκια και περίστροφα. Ένα μεγάλο γιαταγάνι είναι κρεμασμένο στο δωμάτιό του, πάνω από το ευαγγέλιό του. …  Τον καιρό των πολέμων της Ανεξαρτησίας, ο ηγούμενος της Αντίνιτσας θα μπορούσε να είχε γίνει ήρωας σαν το Διάκο, που και εκείνος ήταν παπάς. Τώρα θα πρέπει να αρκείται στην ειρηνική διακυβέρνηση του μοναστηριού του ….   


---


12.  Επίσκεψη στη Μονή του Γάλλου περιηγητή G. Deschamps (Γκαστόν Ντεσάν)


     Στις 12 Ιουλίου 1888, πέρασε από τη Μονή Αντίνιτσας. Φιλοξενήθηκε και περιηγήθηκε τους χώρους της. Ταξίδεψε στην υπόλοιπη Ελλάδα μέχρι το 1890. Κατέγραψε τις εντυπώσεις του και τις εξέδωσε σε βιβλίο[26] με τίτλο «Η Ελλάδα σήμερα - Οδοιπορικό 1890 - Ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη». Την περιγραφή της επίσκεψής του στη Μονή Αντίνιτσας, όπως την απέδωσε ο ίδιος, τη δίνουμε αμέσως :

Μονή Αντινίτσας, 12 Ιουλίου 1888

      Το μοναστήρι της Αντινίτσας προκαλούσε «μεσαιωνικές» ονειροπολήσεις. Τίποτα πιο ρομαντικό από την άφιξή μας μπροστά στη μεγάλη αψιδωτή πύλη, την κλεισμένη με βαριά θυρόφυλλα. Ο Αλέξανδρος Δουμάς θα τη λαχταρούσε για αρχή κάποιου περιπετειώδους μυθιστορήματος. Η νύχτα είχε πέσει, σβήνοντας τις αποχρώσεις, ξεθωριάζοντας τα χρώματα, απλώνοντας απέραντη σιωπή, που τη διέκοπταν μακρινά γαυγίσματα. … Η σκιά αφαιρούσε από τις σιλουέτες μας τη λεπτομέρεια, που καθορίζει το χρόνο, τα ιδιαίτερα εκείνα ελαττώματα, που καθηλώνουν ένα πρόσωπο στον τόπο και στην εποχή του. 
Αγρότες Θεσσαλοί (1890)
    Ο Βασίλης, ο αγωγιάτης, ανέβαινε μπροστά. Το μόνο που διακρίναμε ήταν η τσιτωμένη του κορμοστασιά, μέσα στο ανέμισμα της φουστανέλας του, το νωχελικό, ελαφρύ λικνιστό βήμα του, βάδισμα παλικαριού. Τίποτα δεν πρόδιδε ότι υπήρξε ψηφοφόρος και έζησε υπό το συνταγματικό σκήπτρο του βασιλιά Γεωργίου. Τα αδύνατα άλογά μας άρχιζαν να αποκτούν καλή όψη, καθώς η μέρα εξαφανιζόταν. Κι εμείς οι ίδιοι ήμαστε λιγότερο ευαίσθητοι στην πολύ μοντέρνα ασχήμια των κουστουμιών μας. Οι «ευρωπαϊκές» μας φορεσιές έπαιρναν σχήμα μεσαιωνικό. Σίγουρα μπορούσε κανείς να μας περάσει για προσκυνητές που ταξιδεύουν «εις χώρας παραδόξους» ζητώντας στέγη από καλούς καλόγερους. Στη μικρή αυλή του μοναστηριού , όπου εδώ κι εκεί τρεμοπαίζουν τα φώτα και το εκκλησάκι υψώνει, κάτω απ’ τ’ αστέρια, το βυζαντινό του τρούλο, αναρωτιόμαστε μήπως ξαφνικά γίναμε σύγχρονοι του Ισαακίου Κομνηνού[27] ή του Θεοδώρου Λασκάρεως[28].
      Ο πάτερ Ιάκωβος, καθώς τον σήκωσαν πάνω που τον είχε πάρει ο ύπνος, καταφθάνει φορώντας ένα σκούφο μουζίκου, τυλιγμένος σε ένα πολύ κοντό καφετί ράσο, ζωσμένος μ’ ένα σκοινί απ’ όπου κρέμονται, σαν καμπανάκια, δεν ξέρω πόσες, αρμαθιές κλειδιά. Πρώτα, μια τραχιά κι απότομη επίπληξη, πατρικό μάλωμα γι’ αυτές τις περιπλανήσεις, τόσο αργά, στο έρημο βουνό.
-   Παιδιά μου, τι συνήθειες είναι αυτές; Δεν είστε λοιπόν χριστιανοί; Να τρέχετε στους δρόμους τέτοια ώρα! Τι θα λέγατε, αν σας έκλεινα την πόρτα κατάμουτρα; Τέλος πάντων, ποια είναι η πατρίδα και η εθνικότητά σας;
-   Είμαστε Γαλάτες.
-   Πολύ ωραία παιδιά μου. Είστε Γαλάτες άρχοντες. Τέλεια! Διατάξτε, εδώ είναι το σπίτι σας. Οι Γαλάτες έκαναν το λάθος, πριν πάρα πολύν καιρό, να λεηλατήσουν το ναό των Δελφών[29]. Αλλά αυτό ξεχάστηκε. Τώρα οι Γαλάτες και οι Έλληνες είναι αδέλφια.
Και, με μια χειρονομία, που συνηθίζεται στην Ανατολή, ενώνει παράλληλα το δεξιό και τον αριστερό δείκτη, για να δείξει τη στενή αυτή φιλία, τον αδιάσπαστο σύνδεσμο. Ύστερα λέει πολύ ζωηρά :
-   Αλήθεια, έχετε φάει;
-   Εξαρτάται. Μην ανησυχείς, άγιε ηγούμενε, είμαστε μια χαρά.
-   Για να δούμε, έχετε φάει, ή δεν έχετε φάει; Πείτε μου ένα ναι ή ένα όχι. Βλέπω από την όψη σας ότι είστε νηστικοί.
   Και τότε ξεσπάει έκρηξη από βροντερές φωνές και διαταγές, όπως τον καιρό, που ο ηγούμενος ήταν αρχηγός ανταρτών. Όλοι οι υπηρέτες καταφθάνουν. Ο πάτερ Ιάκωβος διατάζει σαν λόχο τρεις ή τέσσερις λεβέντες, που κάνουν στο μοναστήρι απροσδιόριστες δουλειές, καμιά φορά αόριστα σπιτικές, μια και δεν μπορούν πια να είναι πολεμιστές. «Δημήτρη! Κωστή! Νικολάκη!» Και όλοι βιάζονται, σπρώχνονται, φέρνουν ποτήρια με νερό, πιάτα, σιδερένια πιρούνια, όλα τα πιατικά, που είναι δυνατό να βρει κανείς στην κορυφή της Όθρυος.
   Σε λίγο, μια μεγάλη ομελέτα αχνίζει στο τραπέζι και ο Ιάκωβος, κοιτάζοντάς μας να τρώμε, φλυαρεί. Η συζήτηση, όπως πάντα, στρέφεται στα πολιτικά. Τα θέματα είναι πάντα τα ίδια. Δεν βγαίνουμε ποτέ από τα πλαίσια του Ανατολικού ζητήματος. Υπολογίζουμε τις πιθανότητες των Αυστριακών και των Ρώσων. Αναρωτιόμαστε, αν η Αγγλία θα καταφέρει να πάρει την Κρήτη και αν η Ευρώπη θα την αφήσει. Ένας μικρός λαός με ισχυρούς γείτονες θέλει πάντα να ξέρει ποιος απ’ αυτούς έχει την πιο γερή όρεξη και τη μεγαλύτερη επιθυμία να τον φάει. Η Γαλλία δεν εμπνέει τέτοιους φόβους. Τι τους νοιάζει τους Έλληνες, αν εγκατασταθεί στη Συρία;
   Κι έπειτα, η ανιδιοτέλειά μας είναι γνωστή. Μας αγαπούν. Επίσης, σε ολόκληρη την ανατολή, όταν τύχει να συζητήσουν για την Αίγυπτο, ακούγεται το εξής παράπονο : «Γιατί έφυγε η Γαλλία;» Η ερώτηση αυτή είναι ενοχλητική. Πρέπει να αφήσουμε τον ευέλικτο κ. de Freycinet τη φροντίδα να απαντήσει.
   Ο ηγούμενος θαυμάζει ιδιαίτερα τρεις ανθρώπους : το Γαμβέττα, τον Γκαριμπάλντι και τον κ. Waddington[30]. Δεν τσιγκουνεύεται επαίνους για τον αντιπρόσωπό μας στο Συνέδριο του Βερολίνου : «Τι καλός άνθρωπος, τι φιλέλληνας. Αυτός μας έδωσε όλες αυτές τις χώρες!». Και με μια του χειρονομία άρχισε να αναζητεί, από το ανοιχτό παράθυρο, μέσα στην έναστρη νύχτα, τον ορίζοντα της Θεσσαλίας[31].
   Την επομένη, μόλις ξυπνάμε, πρέπει να εξερευνήσουμε με κάθε λεπτομέρεια το μοναστήρι. Το εκκλησάκι, χρυσό κάτω από τον ήλιο, είναι υπέροχο στο κέντρο της αυλής, με τις χαμηλές καμάρες, τις κοντόχοντρες κολόνες, κάτω από τα δένδρα, πλάι σε μια καθαρή βρύση, που λάμπει και κελαρύζει. Ο πάτερ Ιάκωβος μας ξεναγεί στην εκκλησία του με ύφος στρατηγού και μας δείχνει στο φως μιας λαμπάδας, μια παλιά επιγραφή, την οποία σπεύδουμε να αντιγράψουμε.
   Σίγουρα είναι μοναδικός αυτός ο αγράμματος και πνευματώδης μοναχός με την τραχιά οικειότητα, όσο το δυνατόν λιγότερο οικείος, κάτι μεταξύ καπουτσίνου[32] και αρχηγού συμμορίας. Είναι ορεινός ερημίτης και παλικάρι. Το ράσο δεν τον ενοχλεί, το κομποσχοίνι δεν τον εμποδίζει και, το μόνο που ζητάει, είναι μια νέα ευκαιρία να φύγει για τον πόλεμο. Κατέχει ένα πραγματικό οπλοστάσιο από τουφέκια και περίστροφα. Ένα μεγάλο γιαταγάνι είναι κρεμασμένο στο δωμάτιό του, πάνω από το ευαγγέλιό του. Αυτή είναι περίπου και όλη του η βιβλιοθήκη.
   Τον καιρό των πολέμων της Ανεξαρτησίας, ο ηγούμενος της Αντίνιτσας θα μπορούσε να είχε γίνει ήρωας σαν το Διάκο, που και εκείνος ήταν παπάς. Τώρα θα πρέπει να αρκείται στην ειρηνική διακυβέρνηση του μοναστηριού του, των υπηρετών και του ορνιθώνα του, απολαμβάνοντας άνετα το βουνίσιο τοπίο, που απλώνεται κάτω από τα παράθυρά του.
   Σε λίγα χρόνια, οι Αρματολοί και οι Κλέφτες θα ανήκουν πλέον στην Ιστορία. Είναι είδος που εξαφανίζεται. Ο τακτικός στρατός του κ. Τρικούπη θα το καταστήσει σιγά – σιγά άχρηστο και αρχαϊκό.



13.  Ο δραστήριος και ανακαινιστής ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου ( ; - 1896)


   Γεννήθηκε στο Πουρνάρι της περιοχής Δομοκού, που τότε ανήκε ακόμη στο Οθωμανικό κράτος. Ο πατέρας του λεγόταν Δημήτριος. Αδέρφια του ήταν οι : Σταμούλης, Δημήτριος, Βασίλειος, Αθανάσιος. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν και αδελφές.
η υπογραφή  του ηγουμένου

   Ο πατέρας τους ήταν γεωργός, όπως έγιναν μετά και τα αδέλφια του. Κατείχε σημαντική περιουσία στην περιφέρεια του χωριού Πουρνάρι Δομοκού, που περιλάμβανε την οικία του, οικόπεδα, αμπέλια και καλλιεργήσιμους αγρούς.
   Το κοσμικό του όνομα και η χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστά. Έχοντας κλίση προς το μοναχισμό έλαβε το όνομα Ιάκωβος. Μετά το θάνατο του προ-ηγουμένου Γρηγορίου Οικονόμου, το 1860, ανέλαβε τη θέση του ηγουμένου της Μονής Αντίνιτσας. Πιθανότατος λόγος για την επιλογή του αυτή ήταν η θέση της Μονής, στα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας με την σκλαβωμένη επαρχία Δομοκού και πολύ κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Πουρνάρι, αλλά και στην αλύτρωτη τότε Θεσσαλία.
  Ήταν ελεύθερο άτομο, που γνώρισε τη σκλαβιά των Τούρκων. Γι’ αυτό ήταν σε γνώση του όλες οι αγωνιστικές προσπάθειες για τη Θεσσαλική επανάσταση, στις οποίες συμμετείχε[33] ενεργά από νωρίς, πριν ακόμα έρθει στη Μονή (όπως στην πρώτη επανάσταση του 1854). Στον τρίτο και τελευταίο αγώνα απελευθέρωσης την περίοδο 1876-78, ο ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου, ως νέος Παλαιών Πατρών Γερμανός, συμμετείχε στην ηγετική ομάδα με το Δημήτριο Κόκκινο, ως αρχηγό, τους οπλαρχηγούς  Στυλ. Περγάνη, Κώστα Αλαμάνη, κ.ά. Είχε τη χαρά να δει τον τόπο του και τη Θεσσαλία ελεύθερη, από το έτος 1881.
    Το 1865 δέχτηκε την επίσκεψη του νεαρού τότε βασιλιά Γεωργίου Α΄ στη Μονή, που ταυτόχρονα ήταν Σταθμός ελέγχου στην Οροθετική Γραμμή (σύνορα).
   Από το 1866 έκανε γενική επισκευή στα κτίσματα και στο Καθολικό της Μονής, διορθώνοντας πολλά σωρευμένα πολυετή προβλήματα. Υπάρχουν μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες, που βεβαιώνουν τις εργασίες επισκευής και ανακαίνισης του ναού όσο και των άλλων στεγασμένων χώρων. Οι εργασίες διήρκεσαν 7 τουλάχιστον χρόνια εφόσον οι πλάκες φέρουν χρονολογίες 1866 και 1873. 


Μαρμάρινη επιγραφή του 1866

   Στην πρώτη πλάκα που έχει σχήμα πτηνού έχει γραφεί :

« ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΕΓΕΝΕΤΟ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΥΗ
ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ Μ. ΑΝΤΙΝΙΤΣΗΣ
1866»
 
Μαρμάρινη επιγραφή του 1873
   Στη δεύτερη πλάκα έχει γραφεί :
«Η ΜΟΝΗ ΑΥΤΗ
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ
ΑΝΤΙΝΙΤΖΑ ΑΝΕ-
ΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΠΙ ΤΗΣ
ΗΓΟΥΜΕΝΕΙΑΣ
ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΗΜΟΥ
ΕΚ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
1873»

  Η Μονή διακοσμήθηκε επίσης από γλυπτά δομικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως μαρμάρινους κίονες, κιονόκρανα, σταυρούς, μερικά δε απ’ αυτά εντοιχίστηκαν σε περίοπτα σημεία του ναού και της εισόδου.
  Το 1867 ζητήθηκε[34] από τη Μονή ποσό 100 δραχμών για την ανέγερση μνημείου του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία.
   Υπάρχει και διατηρείται στη Μονή ένα τμήμα μαρμάρινου κίονα, άγνωστης χρονολογίας, που φέρει κείμενο, αλλά  έχει υποστεί σημαντική φθορά, που δεν επιτρέπει την ανάγνωσή του.
Τμήμα του ενεπίγραφου κίονα

   Η θέση της Μονής στα σύνορα με το Οθωμανικό Κράτος, ήταν ο ιδανικός χώρος για διπλωματικές[35] συναντήσεις με θέμα τη ληστεία. Επιτροπές Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων συζήτησαν  τα αναγκαία μέτρα για καταδίωξη και σύλληψη των ληστών. Έγιναν τρεις συναντήσεις στα έτη 1870[36], 1871[37] και 1873[38]. Οι συσκέψεις γίνονταν στο αρχονταρίκι της Μονής, η δε φιλοξενία και διανυκτέρευση των διπλωματών γινόταν στα κελιά της.
     Στο πανηγύρι της Μονής στις 8-9-1871[39] ήρθε πολύς κόσμος τόσο από την ελεύθερη[40] όσο και από τη σκλαβωμένη Ελλάδα, αποτελώντας πόλο έλξης για όλους. Ο ηγούμενος Ιάκωβος δέχθηκε επαίνους για «την ευπρέπεια της Μονής και την χριστιανική συμπεριφορά του».
    Με τον Ιάκωβο Δήμου αυξήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής σε κτήματα σε διάφορα μέρη, σε εκμετάλλευση αγρών και εκτροφή αιγών και αγελάδων[41]. Η Μονή διήνυσε περίοδο ακμής, κάτω από το δραστήριο ηγούμενο Ιάκωβο, με μοναχούς και πολλούς λαϊκούς, που βοηθούσαν σε εργασίες  της Μονής.
Μαρμάρινος σταυρός

 Το 1873, στη Μονή Αντινίτζης υπηρετούσε και ο παπα-Δωρόθεος Αποστόλου[42], Ιερομόναχος. Ο Γιαννάκης Φούντας ήταν υπηρέτης[43], κάτοικος της Μονής Αντινίτζης. Το 1874 υπηρετούσε στη Μονή Αντινίτζης και ο μοναχός Διονύσιος Θάνου[44].
   Ο Ιάκωβος Δήμου ήταν πολύ τυπικός[45], κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές με άλλους. Έκανε πολλές συμβολαιογραφικές[46] πράξεις για κατοχύρωση πληρωμών σε βοσκούς, υπηρέτες, κ.ά. Με τον ίδιο τρόπο εξασφάλιζε την περιουσία της Μονής, όταν δάνειζε χρήματα σε τρίτους. Τα έσοδα της Μονής προέρχονταν επίσης από ενοικίαση βοσκοτόπων σε ποιμένες[47] που έμεναν κοντά στο μοναστήρι ή σε κοντινά χωριά (Λιμογάρδι, Δίβρη, κ.ά.).
   Το 1877 πέθανε ο μητροπολίτης Φθιώτιδος Καλλίνικος Καστόρχης. Ακολούθησαν 17 χρόνια (μέχρι το 1894), με την επισκοπή Φθιώτιδος ακέφαλη. Τον Οκτώβριο του 1894 ανέλαβε επίσκοπος Φθιώτιδος ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης[48].
Υπολείμματα γλυπτών της Μονής

    Το 1878 άρχισε η κατασκευή του δρόμου[49] από τη Λαμία μέχρι τον αυχένα Δερβέν Φούρκα[50]. Τότε τελείωσε και η σύνδεση με τηλέγραφο από τη Λαμία μέχρι τα σύνορα.
   Μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (τον Ιούνιο 1878), έγινε τροποποίηση των ορίων στη Θεσσαλία και Ήπειρο. Η νέα οροθετική γραμμή (χωρίς την επαρχία Ελασσώνος) λειτούργησε εντός του 1881 (από 24/6 έως 2/11/1881). Έτσι καταργήθηκε ο Στρατώνας στη Μονή (που λειτουργούσε από το 1832).
     Στις 14-10-1881 ο ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου υποδέχτηκε για δεύτερη φορά το βασιλιά[51] Γεώργιο Α΄ στη Μονή, η οποία έπαψε πλέον να βρίσκεται  στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας.
   Το 1888 πέρασε από το μοναστήρι ο Γάλλος περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν (G. Deschamps). Τον φιλοξένησε ο ηγούμενος Ιάκωβος Δήμου. Στο “Oδοιπορικό” που δημοσίευσε αργότερα, περιγράφει θαυμάσια τον ηγούμενο (το κείμενό του δίνεται αλλού).
εφ. ΕΠΑΡΧΙΑ, 13-5-1870, Λαμία
   Στην απογραφή του 1890, στη μονή καταγράφηκαν 6 άτομα (όλοι άνδρες), που ήταν ο ηγούμενος, μοναχοί και υπηρέτες. Το 1894 πέρασε από τη μονή ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης. Γράφει σχετικά : «Το μοναστήριον Αντινίτσης απέχον της Λαμίας ώρας 3, έχει 6 κατοίκους[52] και εορτάζει τα Γενέθλια της Θεοτόκου».
   Το 1895, αρρώστησε ο ηγούμενος Ιάκωβος. Μετά από ένα χρόνο περίπου «απεδήμησε εις Κύριον» αφήνοντας τη Μονή σε πολύ καλή κατάσταση. Υπηρέτησε για 36 συνεχή χρόνια και ήταν ο μακροβιότερος ηγούμενος της Μονής Αντίνιτσας.
   Το 1897, στις 14-2-1897, έγινε Έκθεση[53] Απογραφής[54] της ακίνητης και κινητής περιουσίας της Μονής (χρεώγραφα, αποδείξεις, αργυρά νομίσματα Όθωνος και Γεωργίου, αργυρά και χρυσά είδη και μετρητά). Η ακίνητη περιουσία ήταν σε στατιστικό πίνακα από το 12-8-1860, με την υπογραφή του τότε ηγουμένου Γρηγορίου Οικονόμου. (η έκθεση θα δοθεί στο Παράρτημα).





εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, φ. 486 (1871)














14.  Το ατυχές 1897 και η Μονή Αντίνιτσας


   Ο πόλεμος του 1897 απέδειξε την πολιτική και στρατιωτική ανικανότητα της Ελλάδας μετά το θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη. Έφερε τους Τούρκους στις παρυφές της Λαμίας και η Ελλάδα σώθηκε από τα χειρότερα με παρέμβαση του τσάρου της Ρωσίας. Δίνεται σύντομο ιστορικό του σύντομου (15ήμερου) και επονείδιστου  αυτού πολέμου.
      Η είσοδος 3.000 Ελλήνων ατάκτων στο τουρκοκρατούμενο δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας ήταν το πρόσχημα για κήρυξη πολέμου από την Τουρκία, την 5-4-1897. Από 6-11 Απριλίου έγινε η μάχη των συνόρων. Χωρίς οργανωτική συγκρότηση και ικανή διοίκηση ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε σε πλήρη σύγχυση και αταξία. Έγινε μια υποτυπώδης αντίσταση προ των Φαρσάλων (23-4-1897) και καλή αντίσταση στο Βελεστίνο από το συνταγματάρχη Σμολένσκη (16-24/4/1897). 
      Η σημαντική μάχη[55] του Δομοκού με τρία μέτωπα άρχισε στις 5-5-1897. Το ανατολικό μέτωπο έσπασε κι ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε υποχώρηση, με νέα γραμμή άμυνας την κορυφογραμμή της Όθρυος. Ξημερώματα 6 Μαΐου 1987 έφτασε ο διάδοχος και αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος[56] φτάνει με το επιτελείο του στη Μονή Αντίνιτσας, μετά την διαταγή οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού, που υπέγραψε. Η γραμμή άμυνας στην κορυφογραμμή της Όθρυος (Γούρα - Λογγίτσι - Δερβέν Φούρκα - Μοσχοκαρυά - Γιαννιτσού) δεν κράτησε πολύ. Έγινε νέα σύμπτυξη στην Ταράτσα Λαμίας.
       Με παρέμβαση του τσάρου της Ρωσίας (αδελφού της βασίλισσας Όλγας της Ελλάδας) ο Σουλτάνος δέχτηκε ανακωχή (από τις 8-5-1897).
     Στις 7-5-1897 η Μονή Αντίνιτσας[57] κατελήφθη από τους Τούρκους. Από την εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” εκείνων των ημερών αντλούμε τα παρακάτω αποσπάσματα :

« … Την επομένην Τρίτην 3 μ.μ. οι Τούρκοι ομοίως επετέθησαν κατά της Δερβέν Φούρκας· ιδία προσεβλήθη πάλιν το δεξιόν και οι Τούρκοι κατέλαβον την Μονήν Αντίνιτσας, ημίωρον απέχουσαν του δεξιού μας. Η μάχη διήρκεσεν μέχρις εβδόμης, απεφασίσθη δε υποχώρησις
[εφ. ΕΜΠΡΟΣ, 8-5-1897 και αναδημοσίευση στην εφ. «σέντρα», φ. 1024, σ. 13, Λαμία]

« … Μετά την εξ Αντινίτσης εκτόπισιν του 4ου Συντάγματος αντετάχθησαν κατά του εχθρού και ανέστειλαν την ορμήν του καίτοι πολυπληθέστερου, το 1ο, 2ο και 5ο Σύνταγμα Πεζικού, ο λόχος Μηχανικού και το Πυροβολικόν, εν τελεία τάξει υποχωρήσαντα και οχυρωθέντα».
 [εφ. ΕΜΠΡΟΣ, φ. 176, 7-5-1897, Αθήνα]

« … το δεξιόν μας επιέσθη, υποχώρησε και οι Τούρκοι κατέλαβον την Αντίνιτσαν. Τότε η υποχώρησις εθεωρήθη αναγκαία και διετάχθη. Έμενον μόνον σώματα υποστηρίξεως».
 [εφ. ΕΜΠΡΟΣ, ανταπόκριση επί του ατμοπλοίου «Θέτις», 7-5-1897]

« … Ξημερώματα 6 Μαΐου 1897 έφτασε ο διάδοχος και αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος[58] φτάνει με το επιτελείο του στη Μονή Αντίνιτσας, μετά την διαταγή οπισθοχώρησης του ελληνικού στρατού, που υπέγραψε. Η γραμμή άμυνας στην κορυφογραμμή της Όθρυος (Γούρα - Λογγίτσι - Δερβέν Φούρκα - Μοσχοκαρυά - Γιαννιτσού) δεν κράτησε πολύ. Έγινε νέα σύμπτυξη στην Ταράτσα Λαμίας ».

      Η διάρκεια της κατάληψης[59] της μονής από τους Τούρκους κράτησε ένα χρόνο, μέχρι τις 14-5-1898, οπότε οι Τούρκοι αποχώρησαν στις παλιές θέσεις συνόρων. Την περίοδο του πολέμου, η Μονή υπέστη κάποιες καταστροφές. Αναφέρουμε την πυρπόληση από τους Τούρκους και καταστροφή της Μονής του Αγίου Αθανασίου Ομβριακής στις 4-5-1897, που ήταν μετόχι της μονής Αντίνιτσας.

« … Η Μονή[60] υπέστη καταστροφήν τινα κατά τον τελευταίον τουρκικόν πόλεμον, καθ’ ον οι Τούρκοι προεχώρησαν τη 7 Μαΐου 1897 μέχρι των υψωμάτων της Ταράτσης, οπόθεν γενομένης ειρήνης απήλθον τη 14 Μαΐου 1898. »

     Στις 6-7-1899, με διάταγμα που εκδόθηκε, στην Επισκοπή Φθιώτιδος προστέθηκε και η επαρχία Δομοκού[61].


 [συνεχίζεται]



[1] Στον “Πίνακα Β’ των εν τοις διατηρουμένοις ζώντων μοναχών, των εις αυτό εκ των καταργηθέντων μεταβάντων και των εισέτι μη μεταβάντων” του 1834 γράφει ότι « … ο ιερομόναχος Θεοφάνης Κώνστα  (β’, με α/α 769) κατάγονταν από τη Γούρα Δομοκού και είχε γεννηθεί το 1770 …».
[2] Στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, αλλά και στα πρώτα ελεύθερα χρόνια, η Γούρα ανήκε στην Επισκοπή Θαυμακού. Μέχρι το 1881 βρισκόταν στο οθωμανικό (σκλαβωμένο) έδαφος.
[3] Θ. Α. Λαϊνά «Τα Φθιωτικά μοναστήρια μέσα από τα γενικά αρχεία του Κράτους», έκδοση του περιοδ. “ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ”, Λαμία, 1984.
[4] “Κώδιξ 1834”, αριθμ. πρωτ. 270/12-4-1834.
[5] Νικ. Δαβανέλλου - Γεωργ. Σταυρόπουλου : «Λαμία, Με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940)», σελ. 75, εκδ. Οιωνός, 2005, Λαμία.
[6] εφ. “Ο Σωτήρ”, 30 Νοεμβρίου 1835, Αθήναι.
[7] Ο Αθανάσιος Σκαρμούτσος είναι ένας βλαχοποιμήν κάτοικος της Μονής. [Βλ. Συμβόλαιο 2797/1841, του συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Οικονομίδη, στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας].
[8] Γεωργίου Πλατή : «Λαμία», σελ. 138, έκδοση Δήμου Λαμιέων, 1973, Αθήνα.
[9] εφ. «Φάρος της Όρθρυος», 1856.
[10] αρχιμ. Θεόφιλου Ν. Σιμόπουλου : «Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μητροπόλεως Φθιώτιδος (1834 και 1835)», Εισαγωγή, 1975, Αθήναι.
[11] Ι. Βορτσέλα : “ΦΘΙΩΤΙΣ, η προς νότον της Όθρυος”, σ. 456, εκδ. Κασταλία, Αθήνα 1973.
[12] εφ. «Φάρος της Όρθρυος»,  30-1-1858, Λαμία.
[13] Θ. Λαϊνά : «Το μοναστήρι της Αντινίτσας», υποσημ. 26, σελ. 81-82, Αθήνα, 1977.
[14] ό. π., σελ. 41.
[15] Βλ. Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου : “Περί λύχνων αφάς - Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.)”, σε. 94-95, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2005.
[16] Η ληστεία ήταν σε έξαρση, ειδικά στη Φθιώτιδα που ήταν τότε παραμεθόρια περιοχή. Αναφέρουμε τη ληστεία του χωριού Δερβέν Φούρκα  (Καλαμάκι) τον Οκτώβριο του 1867, όπου οι ληστές πήραν ομήρους τους πλουσιότερους κατοίκους, ζητώντας λύτρα.
[17] Γραφόταν και Γρηγόριος Οικονομίδης, αλλά υπέγραφε «Γρηγόριος Οικονόμου» [Από το Συμβόλαιο 9701, της 1-11-1858, του συμβολαιογράφου Λαμίας Αλεξ. Χατζίσκου].
[18] εφ. “Φάρος της Όθρυος” φ. 240, 17-12-1860, Λαμία.
[19] Το 1859 υπήρχαν στη Φθιώτιδα πέντε ενεργά μοναστήρια. Αυτά ήταν : της Αγάθωνης, της Αντίνιτζας, της Μαλεσίνης, του Δαδίου και του Αγίου Κωνσταντίνου (Δήμος Δαφνησίων).  [Α. Ζ. Μάμουκα : «Τα μοναστηριακά», σελ. 162, εν Αθήναις 1859].
[20] Δημ. Νάτσιου «Ο Μιλτιάδης Χουρμούζης στην πόλη της Λαμίας», έκδοση ΔΗΠΕΘΕΡ, σελ. 37, Λαμία.
[21] Στις 28-7-1858 εκδόθηκε με Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα (με υπογραφή της βασίλισσας Αμαλίας) ο Κανονισμός των Μοναστηρίων με επιμέρους ενότητες «Περί της διοικήσεως των διατηρουμένων Μοναστηρίων και περί της διαχειρίσεως της περιουσίας αυτών» και «Περί μοναχών». (ΦΕΚ 42/15-9-1858)
[22] Βλ. Σπύρου Κοκκίνη «Τα μοναστήρια της Ελλάδος», σελ. 241, Βιβλ. της Εστίας, Αθήνα 1976.
[23] Δημ. Γ. Κουτρούμπα  «Απελευθερωτικός αγώνας της Θεσσαλίας κατά τον ΙΘ΄ αιώνα».
[24] «Οι τελειόφοιτοι της Ιατρικής  Κων. Σακελλαρόπουλος και Κων. Μαρούγκας, επιστρέψαντες εκ των θεσσαλικών πεδίων, όπου είχαν μεταβεί ως εθελονταί και όπου επολέμησαν ηρωικώς, λαβόντες μέρος εις διαφόρους μάχας και ιδίως εις την τελευταίαν αξιομνημόνευστον μάχην του «Πύργου Ματαράγκας», μετέβησαν σήμερον εις την Μονήν Ανδινίτζης, όπως αυτόθι συμμελετήσωσιν και δώσωσιν τας προφορικάς των εξετάσεις». [εφ. «Φάρος της Όθρυος», φ. 987, 29-4-1878, Λαμία]
[25] Από την vivlivad@sch.gr, της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, με ενημέρωση από 13-3-2007.
[26] G. Deschamps (Γκαστόν Ντεσάν) : «Η Ελλάδα σήμερα - Οδοιπορικό 1890 - Ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη», εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, σελ. 306-310.
[27] Βασίλευσε 2 χρόνια μόνο (1057-1059), προσπαθώντας να ενισχύσει τη στρατιωτική αριστοκρατία. Σοβαρός αντίπαλός του ήταν ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος. Το 1059 ο Ισαάκιος αρρώστησε. Παρέδωσε την εξουσία στο φίλο και συναγωνιστή του Κων/νο Δούκα και αποσύρθηκε στη Μονή του Στουδίου όπου έγινε μοναχός. Πέθανε το 1061.
[28] Με το όνομα αυτό υπήρξαν δύο Βυζαντινοί αυτοκράτορες της Νίκαιας, που ιδρύθηκε μετά την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204). Ήταν ο Θεόδωρος ο Α΄ (1208-1222) και ο εγγονός του Θεόδωρος ο Β΄ (1255-1259). Δεν είναι γνωστό ποιον από τους δύο εννοεί ο συγγραφέας.
[29] Το έτος 279 π.Χ. Μετά όμως, οι Έλληνες τους εξολόθρευσαν όλους.
[30] Γάλλος αρχαιολόγος αλλά και πολιτικός William Henry Waddington (1826-1894), αγγλικής καταγωγής που εκπροσώπησε τη χώρα του ως υπουργός των εξωτερικών στο Συνέδριο του Βερολίνου και υπερασπίστηκε τα ελληνικά συμφέροντα. Στη Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούνιος 1878) πρότεινε την τροποποίηση των ορίων στη Θεσσαλία και Ήπειρο. Η νέα οροθετική γραμμή (χωρίς την επαρχία Ελασσώνος) λειτούργησε εντός του 1881 (από 24/6 έως 2/11/1881).
[31] Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1881, επί κυβερνήσεως Αλέξ. Κουμουνδούρου.
[32] Οι καπουτσίνοι αποτελούν μοναχικό τάγμα της Δυτικής Εκκλησίας, κλάδο του τάγματος των Φραγκισκανών. Ονομάστηκαν έτσι από το κάλυμμα της κεφαλής, δηλ. την κουκούλα (capuce) που φορούσαν. Κύριο έργο τους ήταν η περίθαλψη των πασχόντων, γι’ αυτό κι έγιναν σύντομα αγαπητοί.
[33] Στις 11 Ιουλίου 1888 (παλιό ημερολόγιο) ο περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν περνώντας την οροσειρά της Όθρυος έγραψε στο ημερολόγιό του : “Γράφω ειρηνικά αυτές εδώ τις γραμμές καθισμένος στο βράχο απ’ όπου ο φίλος μου, ο αιδεσιμότατος πάτερ Ιάκωβος, ηγούμενος της μονής της Αντινίτσας έριχνε άλλοτε τουφεκιές στις τουρκικές φρουρές.”  Gaston Deschamps : «Η Ελλάδα σήμερα – Οδοιπορικό 1890 – Ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη», σελ. 366,  έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ,  2010.
[34] Με πρωτοβουλία του τότε Νομαρχεύοντος Θεμ. Κορομάντζου, γραμματέα της Νομαρχίας (βλ. Κώστα Γαλλή “Το χρονικό της ανεγέρσεως του ανδριάντος του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία”, Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, σ. 101, Λαμία, 2010).
[35] Βλ. Βαρβάρας Δ. Νάτσιου : «Το Μοναστήρι της Αντίνιτσας - Λαμίας, ως χώρος διεθνών διπλωματικών συναντήσεων (1856-1881)», στο περ. «Φθιωτικά Χρονικά» 2006 (27), σελ. 133-137, Λαμία.
[36] Συνάντηση το 1870 («συνέντευξη» γράφεται) επιτροπών Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων στη Μονή Αντινίτσης (μεθόρια) για να λάβουν μέτρα καταδιώξεως των ληστών. Συμμετείχαν ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Γεώργ. Βουρζουκίδης, ο στρατιωτικός Ιατρός Ευάγ. Ξύδης με ίλη ιππικού, από την Τουρκική πλευρά ήταν ο στρατάρχης Αβδή-Πασσάς. Επίσης οι Πρόξενοι (Λάρισας και Λαμίας).
[37] Η νέα συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων στην Αντίνιτσα έγινε στις 18-4-1871, παρουσία του Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδος, των ανωτέρων αξιωματικών Αλεξάνδου και Δαγκλή,  με τον Τούρκο Διοικητή Ριφάατ-Πασσά. Συμμετείχαν οι πρόξενοι Εράμ και Χρηστίδης.
[38] Έγινε στις 5-10-1873, για το ίδιο θέμα της ληστείας. Συμμετείχαν ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Π. Βακάλογλου, ο δήμαρχος Λαμίας Ιωάν. Κυρώζης, ο Έλληνας Πρόξενος και από την τουρκική πλευρά ο αρχιστράτηγος Μεχμέτ Αλή-Πασάς και ο Τούρκος Πρόξενος στη Λαμία Εγκόπ Εράμ.
[39] Έπαινος σε Τούρκο συνοριοφύλακα  :  « … Δεν δυνάμεθα, ειμή να επαινέσωμεν τον κατά την μεθόριον Γραμμήν εν Δερβέν Φούρκα σταθμεύοντα Γκανή Εφένδην υπάλληλον της Κυβερ. της Α. Μ. του Σουλτάνου, του οποίου η συμπεριφορά, ο  τρόπος και η ευπείθεια των στρατιωτών του, προς δε, και η μεγίστη δραστηριότης της υπηρεσίας του, ήν επιδιώκει εις την διακιοδοσίαν του κατευχαρίστησεν, άπαντας, τους χριστιανούς καθώς και τους διαβαίνοντας ουκ ολίγον συνδράμει και παρέχει ευκολίας ως θετικώς επληροφορήθημεν. Είθε να είχε πολλούς τοιούτους υπαλλήλους η Κυβέρ. της Τουρκίας κατά την μεθόριον Γραμμήν. ..» (εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, έτος Ι΄, φ. 490, σελ. 2, 16-10-1871, Λαμία)
[40] από «την ημεδαπή και την γείτονα επικράτεια». [εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, έτος Ι΄, αριθμ. 486, 11-9-1871, Λαμία].
[41] «… Επί Ηγουμένου Ιακώβου Δήμου, ο βουκόλος της Μονής Κωνσταντίνος Τραγουλιάς επληρώθη δραχμ. 80, για  φύλαξη αγελάδων[41] της Μονής.» [Βλ. Συμβόλαιο 7687/15-1-1872 του συμβολαιογράφου Λαμίας Κ. Μαυρίκα.]  
[42] Συμβόλαιο 9920/11-9-1873, του συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Μαυρίκα.
[43] Βλ. Συμβόλαιο 9072/17-2-1873 του συμβολαιογράφου Λαμίας Κ. Μαυρίκα.
[44] Συμβόλαιο 11193/ 30-6-1874 του συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Μαυρίκα.
[45] Στη Μονή Αγάθωνης, κατά τα έτη 1865-1867 καταγγέλθηκαν σοβαρές καταχρήσεις. Το Επαρχιακό Συμβούλιο Φθιώτιδος διέταξε έλεγχο  στους λογαριασμούς διαχείρισης  της περιουσίας της Μονής. Τον έλεγχο ανέλαβε ο Διονύσιος Στεφανόπουλος, πρώην Ηγούμενος Αγάθωνης και μετά Ηγούμενος της Μονής Μαλεσίνης Λοκρίδος. [εφ. «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», έτος Θ΄, αριθμ. 436, 15-8-1870, Λαμία].
[46] Βλ. Συμβόλαια 11194/1874, 11448/1874, 11526/1874, 20862/2-6-1881, του συμβολαιογράφου Λαμίας Κ. Μαυρίκα. Βρίσκονται στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας.
[47] Στις 28-8-1876, ο ποιμήν Δήμος Ιω. Καραχάλιος, κάτοικος Λιμογαρδίου πλήρωσε ως μίσθωμα 1.320 δραχ. για χειμερινή βοσκή του «ημίσεως λιβαδίου “αέρα”, του οποίου η Μονή Αντινίτσης είχε την νομήν, αλλά ανήκε εις τον Κων/νον Γ. Κρίτσαν». [Συμβόλαιο 14673/1876 του συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Μαυρίκα].
[48] Ι. Βορτσέλα ΦΘΙΩΤΙΣ, η προς νότον της Όθρυος, σ. 456, εκδ. Κασταλία, Αθήνα 1973.
[49] εφ. «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», έτος ΙΖ΄, αριθμ. 734, 1-1-1878, Λαμία.
[50] Από την Αντίνιτσα περνάει η σημαντική στρατιωτικής και οικονομικής σημασίας διάβαση της Φούρκας. [Εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμ. 9, Αθήνα 1981]
[51] Ο Βασιλιάς Γεώργιος, ερχόμενος από το Δομοκό προς τη Λαμία, είδε επί της κορυφογραμμής της Όθρυος πρώτα τον Τουρκικό στρατώνα, μετά την κορυφή επάνω από τη θέση της Μονής Αντίνιτσας, μπροστά το στρατώνα Δερβέν Φούρκας και δεξιά το στρατώνα Δερβέν Καρυάς. Στη Λαμία, μετά από γεύμα, απευθύνοντας σύντομο λόγο προς τους πολίτες, ο Βασιλιάς Γεώργιος είπε : «Παιδιά! Σας ευχαριστώ πολύ δια την εγκάρδιον υποδοχήν την οποίαν μου κάμετε εισερχόμενον εις το Παλαιόν Βασίλειον. Ότε προ 16 ετών ήλθον εδώ, επήγα εις την Αντίνιτσα και είδον από εκεί τας ωραίας πεδιάδας της Θεσσαλίας. Τώρα έρχομαι εδώ από εκεί. Ας ευχαριστήσωμεν …». «Εκ της Αντινίτσης περίπου πηγάζει ο ποταμός Ξηριάς, όστις κατέρχεται των ορέων αφήνει δεξιάτου την Ταράτσαν τους λόφους εφ’ ών κείται η Ακρολαμία και χύνεται εις τον Σπερχειόν». [Κωνστ. Αθ. Διαμαντή «Ταξίδιον του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ εις Φθιώτιδα (3-15 Οκτωβρίου 1881)».
[52] Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης : Περιοδικό «Προμηθεύς», 1894.
[53] Βλ. Συμβόλαιο 3626/14-2-1897 του συμβολαιογράφου Λαμίας Δημ. Ρέντζου.
[54] Έγινε μετά από προφορική αίτηση του τότε Αρχιεπισκόπου Φθιώτιδος Κωνσταντίνου Καλοζύμη και του Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδας Λαζ. Παπασταθοπούλου.
[55] Γεωργίου Σούλιου : «Η μάχη του Δομοκού της 5ης Μαΐου 1897. Μια “άτυχη” μάχη ενός “άτυχου” πολέμου», Πρακτικά  2ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας, σελ. 44-48, Λαμία 2003.
[56] ό. π.
[57] Με βάση τα στοιχεία της απογραφής (που έγινε στις 5 και 6 Οκτωβρίου 1896) στη Μονή Αντίνιτσας ήταν 14 άρρενες και 5 θήλεις, ήτοι σύνολο 19 άτομα. Στους άρρενες περιλαμβάνονται μοναχοί, υπηρέτες και βοσκοί.
[58] ό. π., σελ. 47.
[59] Ιωάν. Βορτσέλα «Φθιώτις, η προς νότον της Όθρυος», σ. 460, Αθήνα 1907.
[60] Από το βιβλίο «ΦΘΙΩΤΙΣ, η προς Νότον της Όθρυος», του Ιωάν. Γ. Βορτσέλα, Αθήναι, 1907. Φωτοτυπική έκδοσις, Χαρ. Μηχιώτη, εκδ. ΚΑΣΤΑΛΙΑ, σελ 459-460, Αθήναι 1973.
[61] Ι. Βορτσέλα, ΦΘΙΩΤΙΣ, η προς νότον της Όθρυος, σ. 456, εκδ. Κασταλία, Αθήνα 1973.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου