Σελίδες

27/12/14

Είδη και τιμές προϊόντων σε προπολεμικά μεγάλα Καταστήματα Αποικιακών Ειδών


στη Λαμία της δεκαετίας 1930-40




Πρόλογος


     Στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν στη Λαμία μεγάλα μαγαζιά, όπως: Αφοί Δημ. Κονταξή[1] στην οδό Ρήγα Φεραίου, Ιωάν. Λεπίδας – Αφοί Κολοκυθά στην οδό Συγγρού (στα στενά), Δημήτριος Κατσούδας στην οδό Κολοκοτρώνη, Τσέλιος & Καλύβας στην οδό  Σατωβριάνδου, Βασιλόπουλος και Σια στην Πλατεία Πάρκου, Αφοί Ποντικόπουλοι στην οδό Ρήγα Φεραίου, Γεώργιος Ποντικόπουλος  στην αρχή της οδού Διάκου[2], κ.ά. Έχει ενδιαφέρον και ίσως είναι χρήσιμη η παράθεση μερικών προϊόντων, που πουλούσαν τότε. Ήταν ένας άλλος τρόπος που γινόταν η αγορά, με τις ποικίλες μυρωδιές από τα προϊόντα των καταστημάτων, με τις ποδιές των υπαλλήλων και τη διαφορετική διαδικασία εξυπηρέτησης των πελατών.
   Τα μεγαλομπακάλικα της προπολεμικής περιόδου, ήταν κάτι αντίστοιχο με τα σουπερμάρκετ της εποχής μας. Διέθεταν πολύ μεγάλο αριθμό προϊόντων, για όλα τα βαλάντια, που προερχόταν από την Ελλάδα (ντόπια είδη), αλλά και από ξένες χώρες (έκαναν εισαγωγές, όσοι διέθεταν ανάλογα κεφάλαια). Βέβαια υπήρχαν πολλές διαφορές με τα σημερινά πολυκαταστήματα. Αναφέρουμε μερικές :
(α) Όλα τα είδη (σχεδόν) δεν ήταν συσκευασμένα, με καθορισμένο βάρος. Ήταν χύμα και ο πελάτης δήλωνε την ποσότητα που θέλει.
(β) Έπρεπε να δοθεί η παραγγελία στον υπάλληλο του καταστήματος (π.χ. μισή οκά ζάχαρη) κι εκείνος θα την εκτελούσε. Αντίθετα σήμερα, ο πελάτης διαλέγει μόνος του το προϊόν που επιθυμεί από το ράφι.
(γ) Έπρεπε το προϊόν να ζυγιστεί – παρουσία του πελάτη – στη ζυγαριά και μετά να συσκευαστεί.
(δ) Για τα υγρά προϊόντα όπως λάδι, πετρέλαιο, κρασί, κλπ. έπρεπε ο πελάτης να φέρει κατάλληλο δοχείο (μπουκάλι, δαμιζάνα, τσίγκινο δοχείο, κλπ.) όπου ο υπάλληλος έβαζε τη ζητούμενη ποσότητα με δοσομετρικό δοχείο και χωνί.
(ε) Δεν υπήρχαν πλαστικές σακούλες ή τσάντες και έπρεπε ο πελάτης να φέρει μαζί του ένα δίχτυ ή μικρό καλάθι για να μεταφέρει όλα τα αγορασμένα είδη στο σπίτι του. Αν τα προϊόντα ήταν σχετικά λίγα, στο μαγαζί τα έκαναν ένα μεγαλύτερο πακέτο, με χαρτί εφημερίδας δεμένο με σπάγκο, ώστε να το μεταφέρει ευκολότερα.
Κατάστημα Αδελφών Δ. Κονταξή (οδός Ρήγα Φεραίου)
     Τα  περισσότερα προϊόντα  υπάρχουν και σήμερα, ενώ μερικά  άλλα έπαψαν να κυκλοφορούν (π.χ. η ασετυλίνη, τα χαρούπια, κ.ά.). Σχεδόν όλα τα προϊόντα τα πουλούσαν χύμα. Για τα στερεά προϊόντα (ζάχαρη, ρύζι, όσπρια, κ.ά.) χρησιμοποιούσαν χάρτινες σακούλες των ¼ , ½ και 1 οκάς. Κάθε σακούλα δένονταν με σπάγκο. Σε χαρτί (λευκό ή από εφημερίδες μερικές φορές) τυλίγονταν μακαρόνια, ασετυλίνη, κ.ά. Προϊόντα σε μικρές ποσότητες (συνήθως μπαχαρικά) σε σκόνη, ή σε μικρούς σπόρους, όπως π.χ. πιπέρι, κανέλα, κά., έφτιαχναν ένα χωνάκι με χαρτί, έβαζαν το προϊόν και το έκλειναν από πάνω. Σε λαδόκολλα πρώτα τυλίγονταν τα τυριά, οι χαλβάδες και οι ελιές (πρώτα οι ελιές χωρίς άλμη έμπαιναν σε χάρτινη σακούλα), τα τουρσιά, κ.ά. Μετά τυλίγονταν εξωτερικά με χαρτί. Για φτήνια, χρησιμοποιούσαν χαρτί εφημερίδων για εξωτερικό τύλιγμα και δένονταν με σπάγκο.
   Τα στοιχεία αυτά είναι προϊόν μνήμης του (αειμνήστου) πατρός μου, που εργάστηκε πολλά χρόνια ως υπάλληλος σε ένα από αυτά τα μεγαλομπακάλικα της Λαμίας (των Αφών Κονταξή) κατά την περίοδο 1934-1939. Ταυτόχρονα, δίνονται μερικά στοιχεία, όσα η θύμηση επιτρέπει, για την προέλευση, τη χοντρική συσκευασία, την τιμή μονάδος (λιανικής πώλησης) και την κατανάλωση του προϊόντος.

      Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
       φυσικός





Είδη - προέλευση - τιμές προϊόντων


1. Ζάχαρη: Προερχόταν από το εξωτερικό. Οι Αφοί  Κονταξή έκαναν εισαγωγή από την Τσεχοσλοβακία[3] κυρίως και από την Αγγλία. Άλλα μαγαζιά την έφερναν από αλλού. Ερχόταν συσκευασμένη σε σακιά των 100 κιλών. Η τιμή αγοράς ήταν 5,40 δρχ.  και  ο φόρος τελωνείου ήταν 11,40 δρχ. / κιλό. Η λιανική τιμή πωλήσεως ήταν 18 δρχ. η οκά.
   Σε χονδρική τιμή αγόραζαν τα μεγάλα μαγαζιά των γύρω πόλεων και κωμοπόλεων, όπως : ο Σμαραγδής (Καρπενήσι) έπαιρνε 10 σακιά περίπου, ο Μπρόφας (Υπάτη) έπαιρνε 4-5 σακιά, κ.ά.
   Για τα ζαχαροπλαστεία η ζάχαρη αλέθονταν σε μύλο και γινόταν άχνη. Τέτοιο μύλο είχε ο Θεοδωρακόπουλος.
  Η καντιοζάχαρη ήταν ζάχαρη σε κύβους. Τη  χρησιμοποιούσαν για το λαιμό.

2. Καφές: Προέλευση Βραζιλίας. Εισαγωγέας - έμπορος (στην Αθήνα) ήταν ο Χαράλαμπος Βλαχούτσικος, με φίρμα γραμμένη έξω απ’  τα σακιά.  Ο καφές ήταν  άψητος, σε σπόρους. Η συσκευασία ήταν σε σακιά των 60 κιλών. Τιμή χονδρικής : 80 δρχ. / οκά.

Σημείωση :  Ο καφές αγοραζόταν από τον κόσμο άψητος, σε μικρές ποσότητες από 50 ή 100 δράμια. Τον έψηναν μόνοι τους με καβουρντιστήρια στη φωτιά και μετά τον άλεθαν σε μικρούς χειροκίνητους μύλους. Το ίδιο έκαναν και οι καφεπώλες των καφενείων, αλλά και των καφεκοπτείων, όπως του Ταραλά, του Αθανασίου Αρχοντίκη και του Λουκά Αρχοντίκη.

3.      Ρύζι : Ήταν δύο τύπων γλασέ και καρολίνα. (α) Γλασέ :  Προέλευση Ιταλίας[4]. Η συσκευασία ήταν σε σακιά  των 100 κιλών. Η τιμή λιανικής ήταν 14 δρχ. η οκά. (β) Καρολίνα : Προέλευση Αμερικής.  Η συσκευασία ήταν σε σακιά  των 50 κιλών. Η τιμή λιανικής ήταν 20 δρχ. η οκά (περίπου).
Σημείωση :  Προοριζόταν για λιανική πώληση σε σπίτια. Οι περισσότεροι πελάτες προτιμούσαν το ρύζι γλασέ, που ήταν φτηνότερο. Τα μαγαζιά πουλούσαν όμως και μεγαλύτερες ποσότητες σε τιμές χοντρικής για τα άλλα μικρότερα ή περιφερειακά  μαγαζιά.
 
Η ζυγαριά, βασικό εργαλείο του καταστήματος
4.      Κολοκυθόσπορα : Προέλευση Γιουγκοσλαβίας[5]. Η συσκευασία ήταν σε σακιά των 50 κιλών. Η τιμή πώλησης σε μαγαζιά[6] ήταν 15 – 20 δρχ. η οκά.
Σημείωση :  Αγοράζονταν από μικροπωλητές, που τα προόριζαν για ξηρούς καρπούς, μετά από κατάλληλη επεξεργασία (δηλ. αλάτισμα και ψήσιμο). Ήταν πλανόδιοι.

5.      Ηλιόσπορα : Προέλευση Σερβίας[7] . Η συσκευασία ήταν σε σακιά των 50 κιλών.
Σημείωση :  Η χρήση τους ήταν όπως πριν, με τα κολοκυθόσπορα.

6. Φιστίκια : Προέλευση εγχώρια, από την περιοχή Δοϊράνης. Η συσκευασία ήταν σε σακιά. Προορίζονταν για ξηρούς καρπούς.
7.      Πιπέρι μαύρο : Προέλευση εξωτερικού. Ήταν σε σπόρια. Η πώληση γινόταν σε σπόρια ή τριμμένο. Η αξία του ήταν  80 δρχ. η οκά.
Σημείωση :  Τα μαγαζιά  έδιναν τους σπόρους και τους άλεθε σε μύλο ο Θεοδωρακόπουλος. Τα εστιατόρια  της Λαμίας αντί για μαύρο πιπέρι έπαιρναν πιπερόλη, που ήταν όπως το μαύρο πιπέρι, αλλά φτηνότερη.

8.      Πιπέρι κόκκινο : Προέλευση Σερβίας. Η συσκευασία ήταν σε σακιά των 15 κιλών. Ήταν σε σκόνη. Σημείωση :  Αγοραζόταν σε μικροποσότητες.

9. Φασόλια : Υπήρχαν τα ξενικά (άγνωστης προέλευσης) και τα εγχώρια. Τα εγχώρια φασόλια ήταν ακριβότερα. Τα ξενικά ήταν φτηνότερα και μεγάλες ποσότητες τις μεταπουλούσαν[8] σε λιανική τιμή στο παζάρι. Η συσκευασία ήταν σε σακιά. Η τιμή ήταν  10 δρχ. η οκά (περίπου).

10.  Φακές : Ήταν εγχώριες. Στο κατάστημα των Αφων Κονταξή, οι φακές προέρχονταν από το Βούζι Δομοκού.

11.  Ρεβύθια : Ήταν ντόπια[9], από διάφορες περιοχές του νομού.
 
Από διαφήμιση στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ (1931)
12. Ζυμαρικά : Υπήρχαν δύο εργοστάσια ζυμαρικών στη Λαμία : του Ράμμου και του Δασκαλόπουλου. Τα μαγαζιά, έπαιρναν τα μακαρόνια χύμα από το εργοστάσιο (μέσα σε καροτσάκι) και στο μαγαζί, τα πουλούσαν πάλι χύμα σε ποσότητες  ½  ή  1 οκά. Από την Αθήνα έφερναν επίσης μακαρόνια MISKO, σε πακέτα της μισής οκάς. Η τιμή πώλησης ήταν 14 δρχ. η οκά (τα μακαρόνια Ράμμου), 20 δρχ. η οκά  (τα μακαρόνια MISKO). Ίδιες τιμές είχε και η μανέστρα Ράμμου, με 14 δρχ. η οκά.

13.  Μπακαλιάρος : Προέλευση εξωτερικού. Ήταν παστός  με αλάτι. Η συσκευασία ήταν σε δέματα  των 40 οκάδων, με τσουβάλια απέξω. Η τιμή λιανικής ήταν 14 δρχ. η οκά.
Σημείωση : Προοριζόταν για σπίτια, εστιατόρια και ταβέρνες.

14.  Ψάρια χοντρά ακέφαλα : Η προέλευση δεν είναι γνωστή. Ήταν συσκευασμένα σε μεταλλικά δοχεία των 5 κιλών. Ανάμεσά τους ήταν καθαρό κερί για να μην κολλάνε. Προορίζονταν για μαγείρεμα σε σπίτια. Η πώληση γινόταν χύμα, π.χ. 5 κομμάτια για  να γίνουν φαγητό. Τρώγονταν όμως και σκέτα.

15.  Σκουμπριά : Ψάρια σε ξύλινα βαρέλια με άλμη.

16.  Σαρδέλες [10]: Προέλευση Βόλου. Ήταν παστές  με αλάτι. Η συσκευασία ήταν σε τσίγκινα κουτιά των  2 και 5 κιλών. Η πώληση γινόταν χύμα , π.χ. έπαιρνε κάποιος 5 κομμάτια, για το σπίτι.

17.  Σαρδέλες μικρές (χαψί) :  Ντόπιες (μάλλον). Ήταν παστές  με αλάτι. Η συσκευασία ήταν των 5 κιλών. Η πώληση γινόταν χύμα, για τα ουζερί  και τα καφενεία.

18.  Λακέρδα σε λάδι : Προέλευση Κωνσταντινουπόλεως. Η συσκευασία ήταν σε ξύλινο βαρέλι των 15 κιλών. Η πώληση γινόταν χύμα (τις έπαιρναν με τσιμπίδα). Η τιμή ήταν 20  δρχ. η οκά. Ο προορισμός του προϊόντος ήταν συνήθως για τα σπίτια.

19.  Τσίροι : Έρχονταν από την Αθήνα (τον έμπορο Κίκκηζα). Ήταν αποξηραμένοι και τους πουλούσαν χύμα, με την οκά. Τους έπαιρναν σε σπίτια, τους περνούσαν σε σπάγκο και τους είχαν κρεμασμένους. Τρώγονταν σε κάθε περίπτωση.

20.  Ταραμάς : Υπήρχαν 2 ποιότητες (ο κοσκινισμένος, που ήταν πιο φτηνός και σε γλώσσες). Είχε κόκκινο χρώμα. Προέλευση : εξωτερικού. Βαρέλι ξύλινο των 10Kg. Τιμή :   *   Πουλιόταν χύμα με την οκά.

21.  Χαβιάρι : Προέλευση Ρωσίας. Ήταν συσκευασμένο σε ξύλινο βαρέλι των 10 κιλών [11] . Δεν θυμάμαι την τιμή του, πάντως ήταν πολύ ακριβό.

22.  Λάδια (ελαιόλαδο και σπορέλαιο) : (α) Το ελαιόλαδο, που προερχόταν από την Κέρκυρα (προμηθευτής ήταν ο έμπορος Βρεττός). Η συσκευασία ήταν σε μεταλλικά βαρέλια  των 150 κιλών. Η πώληση γινόταν χύμα,  με τιμή 38 δρχ. την οκά. Υπήρχε και το αγουρέλαιο, που προερχόταν από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Η συσκευασία ήταν σε μεταλλικά βαρέλια  των 150 κιλών. Η τιμή του ήταν 40 δρχ. την οκά. (β) Σπορέλαια [12] (δηλ. βαμβακέλαιο). Προμηθευτής ήταν ο Μουζέλης από το εργοστάσιο της Λαμίας. Είχε μεγάλη κατανάλωση, επειδή ήταν φτηνότερο από το ελαιόλαδο. Το χρησιμοποιούσαν τα εστιατόρια. Ο λαός το ανακάτωνε με το ελαιόλαδο για να έχει φτηνότερο λάδι.

23.  Πετρέλαιο : Προμηθευτής ήταν το Ελληνικό Μονοπώλιο. Ήταν συσκευασμένο σε μεταλλικά δοχεία όπως του λαδιού. Η λιανική τιμή του ήταν  10 δρχ. την οκά[13]. Χρησιμοποιείτο ως φωτιστικό μέσο για λυχνάρια, λάμπες και λουξ[14].

Πέτρες ανθρακασβεστίου (για ασετυλίνη)
24. Ασετυλίνη[15] : Προμηθευτής : Εργοστάσιο Γοργοποτάμου , ελληνοϊταλικής εταιρείας.  Ήταν πέτρες σε κομμάτια μικρά ή μεγαλύτερα, χρώματος γκρι.  Η συσκευασία του ήταν σε μεταλλικά δοχεία (βαρέλια). Τα βαρέλια τα άνοιγαν με σκεπάρνι και έπαιρναν τα κομμάτια (τις πέτρες). Προσωρινό κλείσιμο γινόταν με ξύλινο καπάκι και με λινάτσα (τσουβάλι), για να μην παίρνει αέρα. Αλλιώς οι πέτρες διαλύονταν και μύριζε άσχημα.  Η τιμή της ήταν 30 δρχ. την οκά (περίπου).  Χρησιμοποιείτο για  φωτιστικό μέσο (τις λάμπες ασετυλίνης). Καταναλωτές ήταν όσοι έβγαιναν στα παζάρια, για φωτισμό[16]. Σε κάποια μαγαζιά (όπως καφενεία, κ.ά.)[17] μερικοί είχαν εγκατάσταση για φωτισμό με λάμπες ασετυλίνης. Έβαζαν την ασετυλίνη (την πέτρα) σε ένα βαρέλι και με σωλήνες έστελναν το αέριο σε πολλές λάμπες, που τις άναβαν και φώτιζε όλο το μαγαζί.

25.  Τσάι (ευρωπαϊκό) : Προέλευση από την Κεϋλάνη (Αγγλικής εταιρείας). Ήταν συσκευασμένο σε κιβώτια από κόντρα πλακέ, που ήταν εσωτερικά επενδυμένα με αλουμινόχαρτο. Η τιμή του ήταν  1 δρχ. το δράμι (δηλ. 400 δρχ. η οκά).
Σημείωση :  Το αγόραζαν λίγοι, γιατί  ήταν ακριβό.

26.  Κανέλλα : Προέλευση εξωτερικού. Ήταν σε ξύλο.  Χρησιμοποιείτο για φαγητό (σε ξύλο) ή σε γλυκά (τριμμένη). Δεν θυμάμαι την τιμή της (πάντως, ήταν πιο ακριβή απ’ το πιπέρι).

27.  Βαφές [18] : Προέλευση ελληνική. Ήταν σε μικρά  κομμάτια, δηλ. σαν πελεκούδια ξύλου (που τα  λέγανε μπακάμι).  Η χρήση τους προφανώς ήταν για υφάσματα και νήματα.

28.  Ποτάσα (δηλ. σόδα) : Προέλευση ελληνική. Ήταν σε σκόνη. Ήταν συσκευασμένη σε βαρέλια των 20 κιλών περίπου. Η αξία της ήταν 20 δρχ. η οκά περίπου. Χρησιμοποιείτο για πλύσιμο σε πλυντήρια.

29.  Καυστική ποτάσα : Προέλευση ελληνική. Η συσκευασία της ήταν σε βαρέλια. Την πουλούσαν σε κομμάτια, με σκοπό να φτιάξουν σαπούνια[19] . Η αξία της ήταν  20  δρχ. η οκά (περίπου).

30.  Σαπούνια : Προέρχονταν από εργοστάσιο της Χαλκίδας. Υπήρχε και το εργοστάσιο της Λαμίας των Αφών Τσιπούρα. Υπήρχαν δύο είδη :  λευκά &  πράσινα.

31.  Βιτριόλι (θειϊκό οξύ) : Προέλευση ελληνική. Ήταν συσκευασμένο σε γυάλινη δαμιζάνα των 50 κιλών, με μεταλλικό πλαίσιο εξωτερικά και με 2 λαβές για τη μεταφορά  της. Η μεταφορά γινόταν με το τρένο (ήταν 1 μόνο δαμιζάνα σε 1 βαγόνι). Χρησιμοποιείτο από τους καλαντζήδες. Η αξία του ήταν   10  δρχ. η οκά (περίπου).

32.  Ακουαφόρτε (νιτρικό οξύ) : Όμοια με το βιτριόλι.

33.   «9 αδελφών αίμα» : Ήταν σε μικρά κόκκινα κομμάτια. Το έπαιρναν οι μητέρες και το έδιναν σε μικρά παιδιά (για λόγους υγείας).
Σημείωση : Πουλιόταν χύμα  με το δράμι[20].

34.  Χαλβάς : Προέλευση από τις βιομηχανίες ΜΑΤΗΣ  και ΛΕΚΚΑΣ  των Τρικάλων.

35.  Κασέρι  : Προέλευση από τη βιομηχανία ΜΑΤΗΣ Τρικάλων. Ερχόταν σε κεφάλια. Η πώληση γινόταν χύμα (έκοβαν κομμάτι και το ζύγιζαν). Η τιμή του ήταν 48 δρχ. η οκά.

36.  Κεφαλοτύρι : Προέλευση από τη βιομηχανία ΜΑΤΗΣ  Τρικάλων.

37.  Τυρί φέτα (τελεμές) : Προέλευση τοπική (μάλλον). Ερχόταν συσκευασμένο σε δοχεία με καπάκι ή σφραγισμένα (τελεμές). Η τιμή του ήταν 32 δρχ. η οκά.


38.  Ελιές : Προέλευση ντόπιες. Υπήρχαν διάφοροι τύποι  (Καλαμών, Αμφίσσης, κ.ά.). Επίσης υπήρχαν διαφορετικά είδη τους, όπως ξυδάτες, χαρακωτές (πράσινες με λάδι), πατητές (με άλμη), κ.ά.

39.  Ρέγγες : Προέλευση εισαγωγής  Έρχονταν συσκευασμένες σε ξύλινα κιβώτια των 5 κιλών. Κόστιζαν 3 δρχ. για 1 ρέγγα[21] . Ήταν φτηνές. Είχαν μεγάλη κατανάλωση.

40.  Τουρσιά : Ήταν διαφόρων ειδών όπως μελιτζάνα, πιπεριές, ποικιλία τους. Έρχονταν συσκευασμένες σε δοχεία (τενεκέδες). Συνήθως πουλιόνταν σε άλλα μαγαζιά.
Σημείωση : Όσα  τουρσιά  ήταν καυτερά, οι πελάτες μας τα επέστρεφαν.
41.  Σαλιγκάρια : Προέλευση Κρήτη. Έρχονταν συσκευασμένα σε σακιά. Η πώληση γινόταν με την οκά και προορίζονταν για τα σπίτια.
Σημείωση : Ήταν  εποχιακό προϊόν.
42.  Χαρούπια (ή ξυλοκέρατα) : Προέλευση Κρήτης (συνήθως).  Ερχόταν συσκευασμένο σε σακιά (ήταν ξερό προϊόν). Η πώληση ήταν χύμα. Ήταν ξηρός καρπός, για να περνάει κάποιος την ώρα του.
Σημείωση : Αν το άλεθαν, γινόταν το χαρουπάλευρο, που ήταν ζωοτροφή.
43.  Σύκα : Προέλευση Καλαμάτας. Ήταν συσκευασμένο σε σακιά των 15 και 20 οκάδων. Η πώληση γινόταν χύμα. Η τιμή τους ήταν  15 δρχ. η οκά.
44.  Σύκα (τσαπέλες): Προέλευση Καλαμάτας. Ήταν περασμένα σε μικρό σπάγκο. Πουλιόταν κάθε μικρή αρμάθα, με την οκά. Στην τιμή τους ήταν λίγο ακριβότερα από τα άλλα σύκα.
45.  Κρασί : Τα μεγάλα μαγαζιά δεν είχαν και δεν πουλούσαν κρασί.
Σημείωση : Κρασιά είχαν και πουλούσαν χοντρικώς οι κρασαποθήκες[22], ενώ οι ταβέρνες και οι μικρές μπακαλοταβέρνες πουλούσαν λιανικώς.  Αυτά τα μαγαζιά έφερναν μούστο και το έκαναν κρασί. Ο μούστος προερχόταν από τα Χάλια (Βόρεια Εύβοια) κυρίως ρετσίνες και από τα Γιάλτρα (στη Βόρεια Εύβοια επίσης), μαύρα κρασιά. Υπήρχε και κρασί μοσχάτο.  Συσκευασία : Σε βαρέλια.  Μονάδα μέτρησης :  1 μπότσα = 2 ½   οκάδες.
46.  Μπύρες : Ήταν  του  εργοστασίου Φιξ (Fix) [23], σε μπουκάλια. Κάθε μπουκάλι ήταν σε πλεχτή θήκη από άχυρο (για να μη σπάσουν τα μπουκάλια χτυπώντας μεταξύ τους) και τοποθετημένα σε κιβώτια. Υπήρχαν και μπύρες της εταιρείας Μάμος [24], από την Πάτρα, σε μπουκάλια. Η κατανάλωση ήταν πολύ μικρή.  Υπήρχε και συσκευασία μπύρας σε ξύλινα βαρέλια των 20, 22, 24 έως 30 κιλών (και όχι οκάδων). Αυτά καταναλώνονταν σε καμπαρέ και σε εξοχικά κέντρα.  Μπύρα σε μπουκάλια έπαιρναν, όσοι ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση.
47.  Ούζο : Προέλευση Λαμίας[25] των εταιριών Στεφόπουλος[26]-Πολυμερόπουλος, Μπούτλας, Παππής, Κωνσταντέλλος, Ντούτσας, κλ.π. Ερχόταν σε βαρέλια διαφόρων μεγεθών. Η πώληση γινόταν χύμα σε ουζερί ή σε σπίτια. Είχε πολύ μεγάλη διάδοση το ούζο τότε και πολύ μεγάλη  κατανάλωση.  Η τιμή του ήταν περίπου 20 δρχ. η οκά.
Σημείωση : Το τσίπουρο ήταν τότε απαγορευμένο και παρανομούσαν όσοι το έφτιαχναν ή το είχαν.
48.  Λικέρ : Ήταν ντόπια. Υπήρχαν διάφορα είδη, όπως και σήμερα. Περισσότερο γνωστά ήταν τριαντάφυλλο, μαστίχα, πίπερμαν, κ.ά.  Καταναλώνονταν στα σπίτια. Σερβίρονταν στις ονομαστικές γιορτές.
49.  Σαμπάνιες : Ήταν μόνο γαλλικές. Δεν κυκλοφορούσε άλλη μάρκα.  Καταναλώνονταν σε καμπαρέ και τις αγόραζαν πολύ λίγοι επώνυμοι[27].


Αθανάσιος Κων. Μπαλωμένος (1918-2003)





------------------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στο περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2002, σελ. 56-62, Λαμία.


[1] Έτος ίδρυσης 1867. Αγοράστηκε το 1967 από τους Χρυσόστομο Αυγέρο και Κων/νο Ράπτη. Μετά μια 10ετία περίπου, το μαγαζί έκλεισε.
[2] Στην προπολεμική περίοδο, είχε μεγαλομπακάλικο. Μεταπολεμικά το έκανε χαρτοπωλείο-βιβλιοπωλείο.
[3] Την μετέφεραν ποταμόπλοια μέσω του Δούναβη στη Θεσσαλονίκη. Μετά, με καΐκια, τη μετέφεραν στο λιμάνι της Στυλίδας, όπου και την εκτελώνιζαν. Με τις εισαγωγές - εξαγωγές ασχολείτο ο Κων/νος  Κονταξής.
[4] Εγχώριο ρύζι υπήρχε σε ελάχιστη ποσότητα, και προερχόταν από το Μεσολόγγι. Εμείς στη Λαμία δεν φέρναμε.
[5] Είχε  μεγάλη χοιροτροφία και είχε μεγάλη παραγωγή σε κολοκύθια.
[6] Τα αλάτιζαν, τα έψηναν και τα πουλούσαν τα μαγαζιά Ξηρών Καρπών.
[7] Υπήρχαν όμως και ελληνικά (από τη Μακεδονία και Θράκη).
[8] Όπως π.χ. ο λιανοπωλητής Θόδωρος Μιχαήλ,  που τα πουλούσε σε παζάρια.
[9] Το 1936 η εταιρία των Αφών Κονταξή συγκέντρωσε 45.000 οκάδες από την περιοχή Δομοκού (τους Αφούς Ζαρκαδούλα), για μια παραγγελία στη Μυτιλήνη.
[10] Υπήρχαν και σαρδέλες σε κονσέρβα  με λάδι.  Σε μεγαλύτερο κουτί υπήρχαν σαρδελομάνες. Επίσης υπήρχαν σε κονσέρβα καλαμάρια και σολομοί. Όπως και τα ντολμαδάκια, καταναλώνονταν σε σπίτια.
[11] Το παίρναμε με ξύλινη σπάτουλα. Ήθελε προσοχή στο χειρισμό.
[12] Καλαμποκέλαιο (αραβοσιτέλαιο) τότε δεν κυκλοφορούσε. Το καλαμπόκι ήταν βασική τροφή του λαού (μπομπότα), και μάλιστα δεν επαρκούσε.
[13] Η μέτρηση των υγρών γινόταν με οκάδες, όπως και των στερεών. Υπήρχαν δοχεία μέτρησης (τα δράμια, όπως τα έλεγαν) του ¼  οκάς, ½ οκάς και  1οκάς.
[14] Τα  λουξ χρησιμοποιούσαν ένα  πλέγμα από αμίαντο, που φωτοβολούσε , χωρίς να καίγεται.
[15] Ασετυλίνη και φωτιστικό πετρέλαιο ήταν βασικά καύσιμα  για φωτισμό. Σε λυχνάρια έκαιγαν φωτιστικό πετρέλαιο ή λάδι. Πιο πρόχειρα  ήταν τα κεριά και  τα σπαρματσέτα.
[16] Επίσης τη χρησιμοποιούσαν οι καστανάδες το χειμώνα, στο δρόμο.
[17] Όχι όμως της Λαμίας, επειδή υπήρχε και το ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το φωτισμό της πόλης. Τέτοια εγκατάσταση (π.χ. είχε το καφεμπακάλικο του Κων/νου Μπρόφα στη Γραβιά) είχαν σε μαγαζιά από κεφαλοχώρια ή κάποια χωριά.
[18] Στη Λαμία, το βάψιμο γινόταν στη Γκόλφαινα (την κυρία Γκόλφη), που αναλάμβανε το βάψιμο. Είχε σπίτι στην οδό Παπακυριαζή, κοντά στη γωνία με την οδό Λεωνίδου. Η  κυρία Γκόλφη είχε 2 παιδιά που έπαιζαν βιολί.
[19] Σαπούνια έφτιαχνε ο Ι. Τσιπούρας, που είχε σαπωνοποιείο δίπλα στο Τζοβανάκη, στην οδό Καποδιστρίου, στη Λαμία.
[20] Η 1 οκά είχε 400 δράμια. Η 1 οκά αντιστοιχούσε σε 1280 γραμμάρια. Το 1 κιλό αντιστοιχούσε σε 320 δράμια.
[21] Ο κόσμος την έλεγε «αγράμματο δικηγόρο».
[22] Όπως η κρασαποθήκη του Τακτικού, στην οδό Χατζοπούλου (δίπλα στο Χάνι του Χατζή), του Μπαϊζάνου στην οδό Ρήγα Φεραίου, του Ανταχόπουλου, κ.ά
[23] Ο βαυαρός Κάρολος Φιξ είχε από το βασιλιά Όθωνα το μονοπώλιο της μπύρας στην Ελλάδα για πάνω από 100 χρόνια. Επίσης, όσα μαγαζιά έφτιαχναν αεριούχα ποτά (λεμονάδες, κ. ά.) είχαν περιορισμένες τις πωλήσεις τους μόνο στη Λαμία.
[24] Η γυναίκα του βασιλιά Αλέξανδρου ήταν κόρη του Μάμου, που έφτιαχνε τις μπύρες. Μεταπολεμικά, την εταιρεία του Μάμου, την αγόρασε ο Φιξ.
[25] Στο Δαδί (Αμφίκλεια) υπήρχε η φίρμα  ΚΡΙΝΟΣ, για ούζο.
[26] Η εταιρεία Στεφοπούλου είχε προπολεμικά 2000 βαρέλια διαθέσιμα, που είχαν πάνω τους τη φίρμα ΖΕΥΣ.
[27] Όπως ο χοροδιδάσκαλος Αθανάσιος Τσακνιάς, κ.ά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου