Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και
μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου.
“Άξιον
Εστί”, Οδυσσέας Ελύτης
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη
"Εγεννήθην
εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απὸ το Ελληνικὸν Σχολείον εις τα 1863, αλλά
μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, άπου ήκουσα την Α΄ και Β΄
τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις
την πατρίδα.
Κατά Ιούλιον
του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας.
Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην
εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογὴν ολίγα μαθήματα φιλολογικά,
κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός
εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω
1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα.
Τω 1879
εδημοσιεύθη "η Μετανάστις" έργον μου εις το περιοδικὸν
"Σωτήρα". Τω 1882 εδημοσιεύθη "Οι έμποροι των Εθνών" εις το
"Μη χάνεσαι".
Ανάγλυφη προτομή
Το 1965 εντοιχίστηκε στην πλατεία Δεξαμενής,
στην Αθήνα. Έργο του γλύπτη Θ. Θωμόπουλου. |
Σύντομη αναφορά στη ζωή του Αλέξ. Παπαδιαμάντη
Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του
1851. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και μητέρα του η Αγγελική
το γένος Μωραϊτίδη. Τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός θα
είναι η μόνη περιουσία που θα κληρονομήσει από την φτωχή οικογένειά του. Ανατράφηκε
μέσα σε μια γνήσια ορθόδοξη πνευματική παράδοση κι ως τη μέρα της κοιμήσεώς
του, όπως ο ίδιος εξομολογείται, δεν έπαυσε να υμνεί το Χριστό, τη φύση και τα
γνήσια ελληνικά ήθη.
Τα
πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο και συνέχισε
στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας, στον Πειραιά και τέλος στο Βαρβάκειο της Αθήνας.
Το
1872 πηγαίνει στο Άγιο Όρος, όπου και παρέμεινε ως δόκιμος μοναχός για οκτώ
μήνες, μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο (αργότερα
μοναχό Νήφωνα), κρίνοντας
όμως τον εαυτό του ακατάλληλο για το μοναχικό σχήμα, επιστρέφει στην Αθήνα.
Γράφεται στη Φιλοσοφική των Αθηνών, όμως η φτώχεια και η κλονισμένη υγεία του
δεν του επιτρέπουν να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Βγάζει τα προς το ζην του πενιχρού υλικά βίου του προγυμνάζοντας
μαθητές. Μόνος του θα μάθει αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών
του. Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός.
παπα-Αδαμάντιος Εμμανουήλ,
πατέρας του Αλέξανδρου |
Στο
διάστημα αυτό δημοσιεύει ανώνυμα μια σειρά από άρθρα στην «Εφημερίδα» με
τίτλους « Η εβδομάς των Αγίων Παθών» και « Το Άγιον Πάσχα» και δύο χρόνια
αργότερα (το 1879) δημοσιεύει στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης
το ιστορικό μυθιστότημα « Η μετανάστις» με την υπογραφή Α. Πδ. Το 1881
χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το επώνυμο Παπαδιαμάντης.
Το 1882 ο Παπαδιαμάντης προσλαμβάνεται ως
μεταφραστής γαλλικών και αγγλικών κειμένων σε διάφορες εφημερίδες και
ταυτόχρονα δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα « Οι έμποροι των εθνών» στο περιοδικό
«Μη χάνεσαι».
Ακολουθεί η δημοσίευση στην εφημερίδα «
Ακρόπολις» του έργου του « Η Γυφτοπούλα» και την επόμενη χρονιά, 1885, στο
περιοδικό « Εστία» ο «Χρήστος Μηλιώνης».
Το 1887 δημοσιεύει στην « Εφημερίδα» πρώτα το
διήγημα « Το χριστόψωμο» κι έπειτα μια σειρά από διηγήματά του και λογοτεχνικές
μεταφράσεις με κορυφαίο το έργο του Ντοστογιέφσκι « Έγκλημα και τιμωρία»,
προσπαθώντας να ενισχύσει οικονομικά την απορφανισμένη οικογένειά του, αφού ο
πατέρας του είχε πεθάνει το 1895.
Το διάστημα 1902 - 1904 βρίσκεται στη Σκιάθο
και από εκεί στέλνει έργα του σε εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών ( το 1903
δημοσιεύεται η «Φόνισσα»).
Το 1904 επιστρέφει ξανά στην Αθήνα. Μοναχικός
τύπος ο Παπαδιαμάντης, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στις συνθήκες της ζωής της πρωτεύουσας
και ζει ως «κοσμοκαλόγερος». Αγαπούσε
πάντα τη μοναξιά και την απομόνωση και λιγοστοί ήταν οι φίλοι του, όπως ο
Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης και λίγοι ακόμη.
Αυτές
τις πικρές ώρες της μοναξιάς τού κρατούν συντροφιά οι παιδικές μνήμες απ’ το
νησί του. Τις ζυμώνει και τις ιστορεί ως διηγήματα. Οι ήρωές του πάντα απλοί,
πάντα ταπεινοί, πάντα βασανισμένοι, άντρες και γυναίκες. Γράφει κάπου ότι :
« Η ψυχή μου ήτο πάντοτε προς τα μέρη εκείνα
(της Σκιάθου) …και ενθυμούμην κάποτε τον
στίχον του Σκώτου αοιδού :
Η καρδιά μου είναι στα ψηλώματα, η καρδιά
μου δεν είν’ εδώ. …» κι αλλού « Τι έγιναν αι πηγαί και τα νάματα της νεότητος,
τα οποία ανέβλυζόν ποτε και εδρόσιζον την ψυχήν μου;».
Ο (μετά άγιος)
παπα-Νικόλαος Πλανάς |
Αποφεύγει τους λόγιους κύκλους λόγω της
οικονομικής του ανέχειας, του φόρτου εργασίας, αλλά και του χαρακτήρα του.
Προτιμά να συχνάζει σε λαϊκές αθηναϊκές συνοικίες. Ταυτόχρονα η βαθύτατη
προσήλωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στη λειτουργική της παράδοση τον έκαναν να
μοιάζει «κοσμοκαλόγερος». Τις Κυριακές συνήθιζε να ψάλει μαζί με τον εξάδελφό
του, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου, όπου ιερουργούσε
ο Άγιος παπα-Νικόλαος ο Πλανάς. Αναζητάει τις αγρυπνίες, τα ξωκλήσια, την
πασχαλιάτικη χαρά στα χωριά της Αττικής. «Αλλ’
όσον και αν φεύγει τις τας Αθήνας και την τύρβην των, όσον αμιγώς και αν
επιθυμεί να εορτάσει τας ημέρας αυτάς, το φάσμα του νεωτέρου πολιτισμού τον
ακολουθεί παντού βήμα προς βήμα, τα προϊόντα των νεωτέρων εφευρέσεων (βεγγαλικά
φώτα και άλλα βέβηλα πράγματα) τον καταδιώκουσιν … » και του νοθεύουν τη
χαρά. Μόνο στις αναμνήσεις του τη βρίσκει άδολη, γνήσια, ακέρια, και μόνο με τα
διηγήματά του μπορεί να τη ζήσει τώρα και να την κάνει να τη ζήσουν κι άλλοι.
Το 1908 διοργανώνεται από μια ομάδα φίλων
γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο « Παρνασσός» για να τιμηθούν τα λογοτεχνικά
εικοσιπεντάχρονά του και συγκεντρώνεται ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να βγει
από την οικονομική δυσπραγία του. Όμως και η κατάσταση της υγείας του έχει
επιβαρυνθεί. Μάταια ο γιατρός φίλος του Παύλος Νιρβάνας φροντίζει να εισαχθεί
σε κάποιο νοσοκομείο. Ο Παπαδιαμάντης είναι πια αποφασισμένος να επιστρέψει στη
Σκιάθο που τόσο αποζητάει η καρδιά του. Στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι που έκανε
στους φίλους του, τραγούδησε πολύ παθητικά, για πρώτη και στερνή φορά στη ζωή
του, σαν να ’θελε ν’ αφήσει τον τελευταίο χαιρετισμό στους αγαπημένους φίλους,
που δεν θα ξανάβλεπε, αλλά και στην ίδια τη ζωή. Ήταν το κύκνειο άσμα του.
Τέλη Μαρτίου της ίδιας χρονιάς αναχωρεί για
την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου και σκοπεύει να μείνει ως το τέλος της ζωής
του.
Στην Αθήνα την πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών…», όπως ο ίδιος έγραψε,
πράγματι δεν ξαναγύρισε ποτέ, έμεινε στο αγαπημένο του νησί, όπου συνέχισε να
γράφει ως τη στερνή του ώρα που ήρθε τα μεσάνυχτα της 2ας προς την 3η Ιανουαρίου του 1911.
Στο διάστημα αυτό ξαναβρίσκει κάπως τον εαυτό
του. Η ευλογημένη πατρική του γη φαίνεται να τον αναζωογονεί. Χαίρεται τη
γαλήνη του τόπου του κι ανακουφίζεται ο πόνος του «απ’ τα πάθια και τους καημούς του κόσμου» που «τελειωμό δεν έχουν». Σηκώνεται κάθε μέρα πρωί, κατεβαίνει στην
ακρογιαλιά, μπαίνει στην εκκλησία, συνομιλεί με το θεό, αποζητώντας τη λύτρωση
στη θρησκευτική γαλήνη. Συχνά τις νύχτες οδοιπορεί κάτω από το φως του
φεγγαριού της αγαπημένης του Σκιάθου, ρεμβάζει και αναπολεί. Γίνεται ένα με
τους ταπεινούς ανθρώπους και ακούραστα συγκεντρώνει ιστορίες του τόπου του.
Τότε είναι που συνθέτει τα τελευταία του διηγήματα, τα πιο μεστά, τα πιο
όμορφα. Σε λίγο ο ήλιος θα βασιλέψει για στερνή φορά για τον κυρ-Αλέξανδρο,
μόλις μια μέρα μετά την πληροφόρησή του πως είχε τιμηθεί με το παράσημο του
Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τότε
(2 Ιανουαρίου 1911) που ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, ο Σκιαθίτης «έπλευσε κι
απέκαμε κι ενυκτώθη, ετάνυσε ασφαλείς πτέρυγας προς την άνω καλιάν των αγγέλων»
σε ηλικία 60 ετών.
Αγρυπνία για τον Παπαδιαμάντη
Το Σάββατο 18
Δεκεμβρίου 2010, στις 11 το βράδυ, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος τέλεσε αγρυπνία
στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ελισσαίου[1]
στην Πλάκα. Αφορμή για τέλεση της αγρυπνίας είναι η συμπλήρωση 100 χρόνων από
το θάνατο του Αλ. Παπαδιαμάντη στο ιστορικό παρεκκλήσιο όπου διετέλεσε επί
πολλά χρόνια ψάλτης ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης.
Η
εργογραφία του Αλεξ. Παπαδιαμάντη
Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του
Παπαδιαμάντη άρχισε να εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους μόλις το 1951 και το
αποτελούν :
1)
Τρία πρωτόλεια μυθιστορήματα ιστορικού περιεχομένου : «Η Μετανάστις», « Οι
Έμποροι των Εθνών» και « Η Γυφτοπούλα».
2)
Περίπου 180 σύντομα ή πιο εκτενέστερα διηγήματα (νουβέλλες), απ’ τα οποία το
ένα τέταρτο αναφέρεται στη ζωή φτωχών ανθρώπων της πρωτεύουσας και τα υπόλοιπα
στη ζωή και στη φύση της Σκιάθου. Αυτά τα τελευταία, τα «Σκιαθίτικα» διηγήματά
του, αποτελούν και το πιο αξιόλογο μέρος του λογοτεχνικού του έργου και
κατατάσσονται ανάμεσα στα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Αξεπέραστες παραμένουν οι περιγραφές των τοπίων και η παρουσίαση χαρακτήρων. Το
εντελώς προσωπικό ύφος του και η μαγεία του λόγου του, παρά την ιδιότυπη
γλωσσική μορφή, γοήτεψε και εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες του.
3) Στα
έργα του συμπεριλαμβάνονται και αρκετά ποιήματα, κυρίως θρησκευτικού
περιεχομένου που αποπνέουν το άρωμα της θρησκευτικής ευλάβειας του δημιουργού
τους.
Γράφει
ο Γ. Βαλέτας για την προσφορά του Παπαδιαμάντη : « Απ’ όλο το έργο του βγαίνει μια βαθειά φωνή, ένα μοιρολόγι για την
αδικία του κόσμου. Το έργο του Παπαδιαμάντη έχει κοινωνικό περιεχόμενο. Μας
δίνει μιαν Ελλάδα λαϊκή, ναυτική, νησιώτικη και πονεμένη, νοσταλγική κι
ονειρεμένη, μαυρομαντηλού, γεμάτη γυναίκες και γριές, δουλεύτρες κι ακαμάτρες,
γιορταστική, όλο αφρός και κύμα και ειδύλλιο και καημός και όραμα, που υποφέρει
και περιμένει τους ξενιτεμένους, το αύριο, που ζει το δράμα της με πίστη στο
Θεό της, αλλά και στον εαυτό της. Μιαν Ελλάδα με τις βαθύτερες αξίες της, τις
πιο πηγαίες. Υπάρχει στον Παπαδιαμάντη, όπως στο Σολωμό, ενότητα και συνολική
σύλληψη ζωής, οραματισμός και μαγεία, Ελλάδα και ποίηση».
Οι τίτλοι των πιο γνωστών από τα έργα του
είναι :
Μυθιστορήματα
- Η
Μετανάστις (1880)
- Οι
έμποροι των εθνών (1883)
- Η
γυφτοπούλα (1884)
Διηγήματα και νουβέλες
- Αγάπη
στον γκρεμό
- Άγια
και πεθαμένα (1896)
-
Αλιβάνιστος
- Άνθος
του γιαλού
-
Απόλαυσις στη γειτονιά
- Αψαλτος
- Γουτού
γουπατού
- Γυνή
πλέουσα
-
Δαιμόνια στο ρέμα
- Εξοχική
Λαμπρή
- Ερως -
Ήρως (1896)
- Οι
Χαλασοχώρηδες
- Η
αποσώστρα (γραμμένο
στη δημοτική)
- Η
βλαχοπούλα (1893)
- Η γλυκοφιλούσα
- Η
δασκαλομάννα
- Η
ξομπλιάστρα
- Η
στρίγγλα μάννα
- Η
μαυρομαντηλού (1891)
- Η
νοσταλγός
- Η
παιδική πασχαλιά
- Η
σταχτομαζώχτρα
- Η τύχη
απ' την Αμέρικα (1901)
- Ζάνος
Χαρίσης
- Η
Φαρμακολύτρια
- Η
φόνισσα (1903)
- Η
χολεριασμένη
-
Θαλασσινά ειδύλλια
-
Λαμπριάτικος ψάλτης
- Μια
ψυχή
-
Ναυαγίων ναυάγια
- Ο
αλιβάνιστος
- Ο
Αμερικάνος (1891)
- Ο
βαρδιάνος στα Σπόρκα
- Ο
Γαγάτος καί τ' άλογο
- Ο
γείτονας με το λαγούτο
- Ο
έρωτας στα χιόνια
- Ο
καλούμπας
- Ο
σημαδιακός
- Ο
νεκρός ταξιδιώτης
- Ο
ξεπεσμένος δερβίσης
- Ο
πανδρολόγος (1902)
- Ο
Πανταρώτας
- Ο
φτωχός άγιος
- Ο
Χριστός Ανέστη του Γιάννη
- Ολόγυρα
στη λίμνη (1892)
- Όνειρο
στο κύμα (1900)
- Οι
μάγισσες (1900)
- Ο
ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου
- Στην
Αγι’ Ανασστασά
- Στο
Χριστό, στο Κάστρο (1892)
- Το
μοιρολόγι της φώκιας (1908)
- Τ'
αγνάντεμα (1899)
- Τ'
αστεράκι (1908)
- Τ'
μπούφ' του πλι
- Τα δυο
κούτσουρα
- Τα δυό
τέρατα (1909)
- Τα
κρούσματα
- Τα
ρόδινα ακρογιάλια
- Τα
Χριστούγεννα του τεμπέλη
- Της
Κοκκώνας το σπίτι
- Το
ενιαύσιον θύμα (1899)
- Το
Πάσχα ρωμέϊκο
- Το
πνίξιμο του παιδιού
- Το
χριστόψωμο (1887)
- Τρελλή
βραδυά (1901)
- Φτωχός
άγιος (1891)
- Φώτα -
Ολόφωτα
-
Υπηρέτρα (1888)
- Υπο την
βασιλικήν δρύν (1901)
- Χρήστος
Μηλιόνης (1885)
- Ω! τα
βασανάκια
Ποιήματα
- Στην
Παναγίτσα στο Πυργί
- Στην Παναγιά την Κουνίστρα
- Στην Παναγιά την Κεχριά
- Στην Παναγιά του Ντομάν
- Επωδή
γιατρού στη χολέρα (1879)
- Επωδή
παπά στη χολέρα (1879)
- Προς
την μητέρα μου (1880)
- Δέησις
(1881)
-
Έκπτωτος ψυχή (1881)
- Η
κοιμισμένη βασιλοπούλα (1891)
- Η
νοσταλγός ψυχή
- Το
τραγούδι της Κατίνας (1892)
- Το τραγούδι του Αναμέλου
- Το ωραίον
φάσμα (1895)
- Το τραγούδι του Γύφτου
- Εις
τους αδελφούς Γιαννάκην και -Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
- Νύχτα
βασάνου (1903)
- Εις
ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν
- Έρωτες
στα κοπριά (1907)
- Ψαλμός
Μεταφράσεις
Το έργο είναι τεράστιο, αλλά δεν έχει γίνει
ακόμα αναγνώριση και καταγραφή.
Ένα σύντομο σχόλιο στο
διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη : “Όνειρο
στο κύμα”
του Σεραφείμ Κακούρα, φιλολόγου-καθηγητή
Ένα απ’ τα αριστουργήματα του
Παπαδιαμάντη αποτελεί και το διήγημα «Όνειρο στο κύμα». Εδώ ο συγγραφέας
παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο μια ιστορία όπου ο ίδιος προβάλλει ως ένας απ’
τους κεντρικούς ήρωες. Έτσι το διήγημα αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί
«αυτοβιογραφικό» ή καλύτερα, να πούμε, «αυτοψυχογραφικό», χρήσιμο για την
εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα, ερωτική και μη, την
προσωπικότητα και τη δοκιμασία του ηθικού του κόσμου, καθώς αυτός δοκιμάζεται
απ’ τον κρυφό κι ανικανοποίητο ερωτισμό, απ’ τα πάθη κι απ’ τις επιβουλές του
«Πονηρού». Όλα αυτά ιστορεί ο συγγραφέας ανατρέχοντας στα παιδικά του χρόνια
αναπολώντας και ζωντανεύοντας αλησμόνητες παιδικές μνήμες που γυρνάνε και
ξαναγυρνάνε στη σκέψη του και του κρατάνε συντροφιά στην ατέλειωτη μοναξιά του.
Κι όταν πια η νοσταλγία κι ο καημός του τον πνίγουν, πιάνει την πένα και τα ξεδιπλώνει
σε διηγήματα, όπως αυτό και τόσα άλλα ακόμη, ντυμένα με τα θρησκευτικά του
βιώματα, τις μικροχαρές της ζωής, τα βάσανα και τους καημούς του.
Ο
τόπος όπου ξετυλίγεται η ιστορία είναι η Σκιάθος, «το ρόδινο νησί του». Εδώ δεν
θα βρει ο αναγνώστης την έντονη κι ολοφάνερη δράση. αντίθετα,
το έργο κατακλύζουν οι ψυχολογικές αναλύσεις με τα εναλλασσόμενα και αντιφατικά
συναισθήματα, τα έντονα διλήμματα του ήρωα, καθώς κυριεύεται από εσωτερικές
αντιφάσεις και συγκρούσεις. Ελάχιστα είναι τα πρόσωπα, ενώ λεπτομερέστατες οι
περιγραφές των τοπίων που συχνά αναστέλλουν τη δράση. Θρασομανούν οι ρεματιές,
οι χαράδρες, οι γκρεμοί και λάμπει η θάλασσα με τους αμέτρητους κόρφους, τις
σπηλιές και τις αμμουδιές της. Αυτός είναι ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του
ήρωα και αφηγητή μας, ο τόπος που η εικόνα του δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη
του.
Όμως τα χρόνια πέρασαν. Ο αφηγητής μας μεγάλωσε, σπούδασε, έφυγε μακριά
απ’ την πατρική του γη και «γεύτηκε» όλες τις πίκρες και απογοητεύσεις που
απλόχερα ξέρει να «χαρίζει» η ζωή και τώρα στο διήγημά του νοσταλγεί και
σύγκαιρα, συγκρίνοντας το πέρασμα από την παιδική αθωότητα και την ανέμελη ζωή
των παιδικών χρόνων στη γεμάτη έγνοιες, πίκρες, μοναξιά και απογοητεύσεις του
μεσήλικα μισθωτού, που «σχοινιάστηκε» απ’ την ίδια τη ζωή, όπως η Μοσχούλα, η
κατσικούλα του, ξεσπάει σε στεναγμό και λαχτάρα αναπόλησης : «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..».
Άραγε, στους δύσκολους
καιρούς που σήμερα ζούμε, πόσες ψυχές, της ψυχής του αδερφές, δε νοιώθουν την
ίδια απογοήτευση και νοσταλγία για χρόνους αλλοτινούς!…
Όνειρο στο κύμα
του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη
Ήμην πτωχόν
βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το
ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το
θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως
στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ'
εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που
ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης,
καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην
διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”.
Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν
Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την
εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την
αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα
σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο
δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν
υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην,
κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του
Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως
εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα
πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς
τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν
τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν
εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με
δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην
προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη
εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον
μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως
προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι
να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν
οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος,
ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να
γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το
κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω
τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω
εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
* * *
Η τελευταία
χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...
Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του
Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους
ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον
εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή
ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης,
απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον
Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα
μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά
μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας
εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν
ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά.
Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να
σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις το όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε
όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον
κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ
να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς
του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να
τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας
ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν'
αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά
τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους
αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της
δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα
περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί
πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως
κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ
όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και
τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια
του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας
οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι
μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα
ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή
γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ
Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την
εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την
οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει
πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο
θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος
είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα
εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους
αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα
ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων
στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα
ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να
έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την
άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε
τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν
μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον,
ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή
μποστάνια.
Εγκατεστάθη
εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το
κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την
κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν
εβρέχετο από το κύμα.
* * *
Ο κυρ Μόσχος
είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και
την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού.
Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω
εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και
ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην
του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να
φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου
περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της,
ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά,
ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα,
την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα
ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον
λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν
χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή
μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών
πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν
ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ
εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και
σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν
ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα
παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η
απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη
εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται
συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον
πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως
παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα
κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελός:
— Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα
παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά.
Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος,
και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από
την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η
παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
— Τί
έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω
απήντησα:
— Φωνάζω
εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε
την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις
εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου
να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
— Έτσι όλο τραγουδείς!;. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης
το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ
σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει
ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της,
αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου
έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
* * *
Μίαν εσπέραν,
καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους
βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα,
όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις
σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το
οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον
με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή
και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει,
λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα,
είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ'
ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το
κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα
μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και
δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην
μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας
αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να
ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ
αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν
τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω,
κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην
είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά,
ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός
μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά
μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην
την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της
λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς
λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον
μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με
άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως
το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο
ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον
ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου,
του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως
το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην,
ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν
άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της
φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά
να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την
έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν
ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα
όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν,
και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά
οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την
Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε
φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε
κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον
λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον
παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν
ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως
έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να
ανάβω. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την
θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα
βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο
ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το
οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά
της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον
βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το
κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και
νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ
Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά
εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι
εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του
ήλιου, συνήθως ελούετο.
— Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον,
ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου,
καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου,
και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ'
ελούετο...
* * *
Την ανεγνώρισα
πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον
οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα.
Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της,
από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και
είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ
κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω
έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου,
είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών
την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα
διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον
αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου
θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης,
επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ.
Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει
διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω
αμέσως είδησιν, και να κράξω:
“—
Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς
δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην
πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
“Αυτή δεν θ'
αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη
αυτή το μονοπάτι της, κι εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ' ενθυμήθην
τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον,
οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον
πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του
να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις
την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά,
όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του
μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις
όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος,
όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον
εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν
μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα
έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα
ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από
άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω
διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε
φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν
το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν
και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη
αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα
υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον
αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά
προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων
έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις,
όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ'
έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την
αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον,
τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα,
μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την
ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός,
βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς,
προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον
άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς,
σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε
τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να
φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν'
αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς
όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον
εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ'
εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει
χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
* * *
Δεν δύναμαι να
είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών
κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις
τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν
βοήθειαν!...”
Είναι αληθές,
ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την
τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις
τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το
διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν
εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου
μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να
βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το
είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να
επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις
διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς
ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε
κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή
με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το
συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε
παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν
εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν
εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί
του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ'
εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα
μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ
κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της,
μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
* * *
Δεν ηξεύρω αν η
κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν
την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου
εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι
τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή
εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη,
είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας - μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε,
διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...- είδε τον μαύρον ίσκιον
μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και
αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε
τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ
τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
— Μη
φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην
λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς
βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε
μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε,
κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι
εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το
ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν
οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας
κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον
τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον
κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται
άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε
να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου
ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην,
ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του
νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο
αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα
ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.
Απείχον τώρα
ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι
και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα
υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ
εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και
πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον
σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν
του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις
τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα
περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν
πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις
δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως,
διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και
έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς
την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι
προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον
ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα
μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν
αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη
θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον
ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο
όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς
περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η
αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο
ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ'
όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη
με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
* * *
Η Μοσχούλα
έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα,
οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ
επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν
είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το
σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και
την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα
γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού
επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική
εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να
μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω
μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο
γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν
έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα
κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν
ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η
Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το
οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν
τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας”
δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
Το σπίτι του Αλ. Παπαδιαμάντη
Το σπίτι
που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στις 4 Μαρτίου του 1851 δεν υπάρχει
σήμερα. Πουλήθηκε και οι αγοραστές του το κατεδάφισαν.
Το σπίτι[2]
- μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, όπου έζησε μεγάλο μέρος της
ζωής του και άφησε την τελευταία του πνοή, κτίστηκε γύρω στο 1860 από τον παπά
- Αδαμάντιο, πατέρα του συγγραφέα. Το κτίριο από το 1954 ανήκει στο Δήμο
Σκιάθου. Το 1965 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό
διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία (ΦΕΚ
618/Β΄/17-9-1965). Το 1990 πραγματοποιήθηκαν εργασίες επισκευής και στερέωσης
του κτιρίου. Σήμερα, ο όροφος του σπιτιού διατηρείται ως η κατοικία του
Παπαδιαμάντη με αυθεντικά έπιπλα και αντικείμενα της εποχής, ενώ το ισόγειο
λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος παλαιών και νέων εκδόσεων του Παπαδιαμάντη.
Η οικία Παπαδιαμάντη (φωτ. Οκτάβιου Μερλιέ, αρχές ’30).
Στα παράθυρα προβάλουν η Κυρατσώ και η Ουρανία,
αδελφές του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. |
Το σπίτι
βρίσκεται σε μια πλατεία στο κέντρο της μικρής πόλης της Σκιάθου, λίγα μέτρα
απόσταση από το λιμάνι. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα σκιαθίτικης λαϊκής
αρχιτεκτονικής, από τα ελάχιστα που διατηρούνται μέχρι σήμερα χωρίς
μεταγενέστερες αλλοιώσεις και αλλαγές. Είναι διώροφο, με τοίχους από πέτρα και από
τσατμά, στεγασμένο με ξύλινη στέγη που καλύπτεται με κεραμίδια
"βυζαντινού" τύπου. Στο εσωτερικό του σπιτιού εισερχόταν κανείς από
το αδιέξοδο δρομάκι πίσω από την πλατεία μέσω μιας πλακοστρωμένης αυλής,
περιφραγμένης με ψηλό λιθόκτιστο αυλόγυρο.
Το κατώι
είναι μονόχωρο και χρησίμευε ως αποθήκη και κελάρι. Ένας στύλος δεσπόζει στο
κέντρο του, που στηρίζει το επάνω πάτωμα, με την παράξενη παρουσία ενός
πηγαδιού στο πλάι του.
Στο ανώι ανέβαινε κανείς από μια ξύλινη σκάλα από τη μεριά της αυλής, για να βρεθεί πρώτα στο χαγιάτι και στο μαγειρείο του σπιτιού. Σήμερα, στο χαγιάτι ανεβάζει και δεύτερη μεταγενέστερη ξύλινη σκάλα από τη μεριά της πλατείας, απ' όπου εισέρχονται οι επισκέπτες στο σπίτι. Το ανώι αποτελείται από τρία δωμάτια με δίφυλλες πόρτες, στα οποία οδηγεί ένας μικρός χώρος στην είσοδο με το εικονοστάσι αριστερά, στο μέρος της ανατολής. Απέναντι από την είσοδο βρίσκεται η σάλα, ο χώρος υποδοχής του σπιτιού, όπου δεσπόζουν ο χαρακτηριστικός παλιός καναπές και το γραφείο του Παπαδιαμάντη. Πάνω στο γραφείο σε μια μικρή ξύλινη βιτρίνα φυλάσσονται τα προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα, το ψαλτήρι του, το μελανοδοχείο του, ο κοντυλοφόρος, η πένα του και κάποια χειρόγραφα. Στο μικρό δωμάτιο στα δεξιά, το υπνοδωμάτιο του Παπαδιαμάντη, μόλις που χωράει το στενό κρεβάτι του. Το μεγάλο δωμάτιο στα αριστερά ήταν το καθημερινό, το "χειμωνιάτικο" δωμάτιο με το τζάκι. Στο ιστορικό αυτό τζάκι ο "κοσμοκαλόγερος" των ελληνικών γραμμάτων πέρασε τις επιθανάτιες στιγμές του.
Όλο “το βιος” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. |
Πάνω στο τζάκι υπήρχαν δύο ραφάκια με τις κούπες και τα φλυτζάνια του σπιτιού. Το μικρότερο προς τα δεξιά δωμάτιο ήταν στην αρχή παπαδικό. Εκεί ο παπάς Αδαμάντιος, ο πατέρας του Αλέξανδρου, είχε τα βιβλία και τα άμφιά του. Αργότερα, το πήρε ο Αλέξανδρος και το έκανε γραφείο και υπνοδωμάτιό του. Ήταν σωστό κελί μοναστηριού με ένα παράθυρο, ένα χωνευτό ντουλαπάκι στον τοίχο και το στενό κρεβάτι του. Απέναντι ακριβώς από την είσοδο βρίσκεται η σάλα του σπιτιού με μοναδική πολυτέλεια ένα χρωματιστό ρόμβο στο ταβάνι.
Το σπίτι
του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, ένα λιτό και απέριττο παραδοσιακό σκιαθίτικο
σπίτι, δίνει στον επισκέπτη την εντύπωση ότι ξεπηδά από τα διηγήματά του. Τα
λιγοστά ταπεινά αντικείμενα προσωπικής χρήσης του συγγραφέα που συμπληρώνουν
την απλή επίπλωση του σπιτιού αποτελούν τη μόνη υλική περιουσία που άφησε πίσω
της η ασκητική ζωή του μεγάλου Σκιαθίτη.
Σήμερα η
παλιά είσοδος του σπιτιού που ήταν προς τη Δυτική πλευρά είναι κλεισμένη πια. Η
είσοδος του σπιτιού έχει μεταφερθεί στην Ανατολική πλευρά, όπου οι επισκέπτες
ανεβαίνουν στο σπίτι-μουσείο από μια εξωτερική ξύλινη σκάλα.
Καραγιαννιώτη
Μαρία,
αρχαιολόγος
[Στοιχεία πήραμε επίσης από την ιστοσελίδα
του Γενικού Λυκείου Σκιάθου, 16-10-2009]
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
του Φώτη Δημητρακόπουλου,
αναπλ. Καθηγητή Μεταβυζαντινής Φιλολογίας
1785 (περίπου) -
Γεννήθηκε ο Μανόλης Διαμάντης, εκ πατρός παππούς του Παπαδιαμάντη.
1790 -
Γεννήθηκε ο Αλέξανδρος Κων. Μωραΐτης, εκ μητρός παππούς του Παπαδιαμάντη.
1798 -
Γεννήθηκε η Σοφούλα Αλεξ. Λογοθέτη, εκ μητρός γιαγιά του Παπαδιαμάντη.
1817 -
Γεννήθηκε ο πατέρας του Αδαμάντιος Εμμανουήλ (1817-1897).
1820 - Ο
καπετάν Μανόλης Διαμάντης, Σκιαθίτης, παππούς του Παπαδιαμάντη, συμμετέχει στον
αγώνα κατά των Τούρκων.
1822 -
Γεννήθηκε η μητέρα του Παπαδιαμάντη Αγγελική (Γκιουλώ) Μωραΐτη (1822-1896).
1840 - Γίνεται
ο γάμος των γονέων του Παπαδιαμάντη.
1842 - Ο
πατέρας του χειροτονείται ιερέας.
1844-1858 - Γεννιούνται
τα 9 παιδιά του ζεύγους παπα-Αδαμαντίου και Αγγελικής, από τα οποία δύο
πεθαίνουν στη γέννα.
1851 - Στις 4
Μαρτίου γεννιέται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
1856-1860 - Ο Αλέξανδρος,
μαθητής στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου.
1860-62 - Τελειώνει
τις δύο πρώτες τάξεις του σχολαρχείου.
1862-1865 -
Η Τρίτη τάξη του σχολαρχείου στη Σκιάθο είχε καταργηθεί και ο Αλέξανδρος δεν
πηγαίνει σχολείο. Βοηθάει τον πατέρα του στις λειτουργίες, γράφει στίχους,
ζωγραφίζει και προσπαθεί να γράψει κωμωδίες.
1865-1866 -
Τελειώνει την Τρίτη τάξη του σχολαρχείου στη Σκόπελο. Παραμένει στη Σκιάθο λόγω
οικονομικών δυσχερειών.
1867 -
Γράφεται στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου στη Χαλκίδα.
1868 -
Επιχειρεί να γράψει μυθιστόρημα.
1869 -
Εγγράφεται στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου Πειραιώς. Τέλη Ιανουαρίου 1870
εγκαταλείπει την Τρίτη τάξη και γυρίζει στη Σκιάθο.
1872 -
Μαζί με τον παιδικό του φίλο Νικόλαο Αγιώτη του Διανέλου, αργότερα μοναχό
Νήφωνα Δοχειαρίτη, ταξιδεύει στο Άγιον Όρος, όπου παραμένει ως το τέλος του
έτους.
1873 -
Εγγράφεται στην Τετάρτη τάξη του Βαρβακείου Λυκείου των Αθηνών και παραδίδει
ιδιαίτερα μαθήματα.
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης |
1874 -
Ο συντοπίτης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, τον γνωρίζει με δημοσιογραφικούς κύκλους.
Πιθανόν στην εφημερίδα “Εφημερίς”
δημοσιεύονται δικά του άρθρα για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Γράφει το πρώτο λυρικό
ποίημά του, στη μητέρα του. Παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου από το Βαρβάκειο
Λύκειο και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, από όπου δεν θα πάρει πτυχίο ποτέ.
1876 -
Γράφει ανυπόγραφα άρθρα στην “Εφημερίδα”.
Έχει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, παραδίδει μαθήματα και ζητάει συνεχώς
χρήματα από τον πατέρα του.
1877-1878 -
Τον απασχολούν στρατολογικά ζητήματα.
1879 -
Την περίοδο 23-24 Σεπτεμβρίου έως 22-23 Ιανουαρίου 1880, κατόπιν συστάσεως του
Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται σε επιφυλλίδες της εφημερίδας “Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως” το πρώτο ιστορικό του μυθιστόρημα «Η
μετανάστις», με υπογραφή Α. Πδ.
1880-1881 -
Υπηρετεί στο στρατό. Τον Οκτώβριο 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο
περιοδικό “Σωτήρ”.
1882 -
Προσλαμβάνεται ως μεταφραστής στην “Εφημερίδα”.
Από τις 5 Νοεμβρίου 1882 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1883 δημοσιεύεται το μυθιστόρημά
του «Οι έμποροι των Εθνών», με το ψευδώνυμο Μποέμ, στο “Μη χάνεσαι”, του Βλάση Γαβριηλίδη.
1884 -
Την περίοδο 21 Απριλίου έως 11 Οκτωβρίου δημοσιεύεται ανυπόγραφα η «Γυφτοπούλα»
στην εφ. “Ακρόπολις”.
1885 -
Από 6 Οκτωβρίου έως 17 Νοεμβρίου δημοσιεύεται στο περιοδικό “Εστία” ο «Χρήστος Μηλιώνης».
1886 -
Αρχίζει να συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή.
Σκίτσο (Σπ. Βασιλείου, 1929) του σπιτιού που νοίκιαζε
στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι, ο Παπαδιαμάντης. |
1887 - Αρχίζει
να συμμετέχει στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Δημοσιεύεται
το πρώτο διήγημά του «Το Χριστόψωμο» στην “Εφημερίδα”.
1888-1891 - Γίνεται
τακτικός συνεργάτης στην “Εφημερίδα”,
ως μεταφραστής. Εκεί δημοσιεύονται τα πρώτα του διηγήματα.
1892 -
Αρχίζει τη συνεργασία με την εφ. “Ακρόπολις”
και το περιοδικό “Νέον Πνεύμα”,
δημοσιεύοντας μεταφράσεις, διηγήματα και άρθρα. Κάποιες από τις μεταφράσεις του
ξαναδημοσιεύονται σε βιβλία. Είναι πλέον καταξιωμένος λογοτέχνης και διάφορά
έντυπα του ζητούν διηγήματα.
1899-1902 -
Αρχίζει τη συνεργασία ως μεταφραστής με την εφημερίδα “Το Άστυ”. Από το 1901 αρχίζει τη συνεργασία με το περιοδικό “Παναθήναια”.
1903 -
Όλο το έτος παραμένει στη Σκιάθο, όπου ήταν ήδη από τον Αύγουστο του 1902. Στο
περ. “Παναθήναια” δημοσιεύεται το
διήγημά του «Η φόνισσα».
1904 -
Τέλη Σεπτεμβρίου επιστρέφει στην Αθήνα από τη Σκιάθο. Τονώνεται η φιλία του με
το Γιάννη Βλαχογιάννη, που τον βοηθάει αναθέτοντάς του μεταφραστικές εργασίες.
Όμως έχει από χρόνια προβλήματα υγείας. Η συνεχής εργασία, το κάπνισμα και το
κρασί αρχίζουν να τον καταβάλλουν.
1906 -
Ο Γ. Βλαχογιάννης φροντίζει να μετακομίσει στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι, όπου θα
παραμείνει για άλλα δύο χρόνια, μέχρι να επιστρέψει οριστικά στη Σκιάθο. Ο
Παύλος Νιρβάνας τον φωτογραφίζει για πρώτη φορά (πρόκειται για τη γνωστή
φωτογραφία του Παπαδιαμάντη). Σε διάφορα έντυπα δημοσιεύονται 17 διηγήματά του.
Προτομή
Παπαδιαμάντη
Έργο Θ. Θωμόπουλου (1908) |
1908 - Ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος κατασκευάζει εκ του φυσικού, χωρίς όμως να τον αντιληφθεί ο Παπαδιαμάντης, την προτομή του σε γύψο. Από το πρόπλασμα αυτό, που σώζεται μέχρι σήμερα, κατασκευάστηκαν οι προτομές που υπάρχουν στη Σκιάθο το 1925 και στη Δεξαμενή το 1965. Φωτογραφήθηκε με το Γ. Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή. Επίσης φωτογραφήθηκε από το ζωγράφο Γ. Χατζόπουλο. Στις 13 Μαρτίου γιορτάστηκε στο φιλολογικό σύλλογο “Παρνασσός” η συγγραφική 25ετηρίδα του. Τέλη Μαρτίου πηγαίνει στη Σκιάθο. Δεν θα επιστρέψει ξανά στην Αθήνα.
1909 -
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας τον επισκέπτεται (11-17 Μαΐου) στη Σκιάθο.
1911 -
Τα μεσάνυχτα 2 προς 3 Ιανουαρίου, ο Παπαδιαμάντης πέθανε από πνευμονία.
1924-1930 -
Ο εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη δημοσίευσε διηγήματά του. Κάποια διηγήματά του
πρωτοδημοσιεύτηκαν στα έτη 1925-27 από το “Ελεύθερον
Βήμα”.
1934 -
Ο Octave Merlier
δημοσιεύει την αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη, καθώς και γαλλική μετάφραση των
διηγημάτων του σε τόμο με τίτλο “Skiathos, Île grecque”.Ο Γ. Κατσίμπαλης δημοσιεύει
τη Βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη.
1936 -
Πεθαίνει και η τελευταία αδελφή του Παπαδιαμάντη, η Κυρατσούλα. Ο γιος του
Γεωργίου, αδελφού του Παπαδιαμάντη, ο Απόστολος Γ. Παπαδιαμάντης (1894-1989)
περισυλλέγει από το πατρικό σπίτι τα κατάλοιπα του αρχείου Παπαδιαμάντη.
1940 -
Δημοσιεύεται το βιβλίο του Γεωργ. Βαλέτα “Παπαδιαμάντης
- η ζωή - το έργο - η εποχή του”.
1949 -
Ο Κ. Θ. Δημαράς στην “Ιστορία της
νεοελληνικής λογοτεχνίας” κρίνει αρνητικά τον Παπαδιαμάντη.
1954-55 -
Ο Γ. Βαλέτας εκδίδει σε 6 τόμους τα “Άπαντα”
Παπαδιαμάντη.
1977 -
Γίνεται η πρώτη δημοσίευση του δοκιμίου του Οδυσσέα Ελύτη “Η μαγεία του Παπαδιαμάντη”.
1981-88 -
Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος δημοσίευσε σε 5 τόμους τα “Άπαντα” και την “Άλληλογραφία”,
μέχρι το 1992.
1989 -
Ο Φ. Δημητρακόπουλος δημοσίευσε το βιβλίο “Το
Λάβαρον”, με ανέκδοτο υλικό από το αρχείο του Παπαδιαμάντη. Το άγνωστο
μυθιστόρημα με τίτλο “Το Λάβαρον”
επανεκδόθηκε το 1993 με τη νέα του συνέχεια από το αρχείο Merlier.
1990 -
Έγινε στη Σκιάθο το Α’ Διεθνές Συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη. Τα Πρακτικά του
δημοσιεύτηκαν το έτος 1996.
|
Ρήσεις του Παπαδιαμάντη
(επιλεγμένες
από τα πεζογραφήματα και ποιήματά του)
« … Η βλασφημία είναι
φυσικόν προϊόν της δυστυχίας και ουχί της απιστίας… »
Αλ.
Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
« … Ο ουρανός και η
απελπισία λαλούσι με αποσιωπητικά… »
Αλ.
Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
«… Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής
και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την
πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις
εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία
εγέννησε την πολιτικήν.
Ιδού η αυθεντική
καταγωγή του τέρατος τούτου.
Τότε και τώρα, πάντοτε
η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου… και δια της βίας. Πάντοτε
αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι
(καλώ δ’ ούτως τους λεγόμενους πολιτικούς ). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες
δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…»
Αλ.
Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
« … Πάσαν σημαντικήν
κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνει : την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την
ένδειαν. Αλλ’ η ένδεια της καρδίας, ω, αυτή μαραίνει το σώμα και την ψυχήν. Επί
της γης δεν δύναται να υπάρξει τιμωρία σκληροτέρα της αστοργίας και του
μονήρους βίου…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η γυφτοπούλα”
« … Η μεγίστη επιθυμία
του γήρατος είναι το να δύναταί τις να δώσει εις άλλους την ευτυχίαν, χωρίς να
την έχει αυτός. Τι λέγω ; Τούτο καθ’ αυτό αποτελεί την μεγίστην ευτυχίαν. Μη
φθόνει, ω θνητέ. Τούτο είναι θείον, διότι οι θεοί μόνοι δύνανται να καθιστώσιν
ευτυχείς. Και ο Πλάτων ορίζει ούτω το θείον, παρέχων αυτώ γνωρίσματα τοιαύτα :
«αγαθός, φθόνου εκτός ων». Όταν δύναταί τις να είναι εκτός φθόνου, τότε αληθώς
είναι υπεράνθρωπος, τότε εξαίρεται, τότε θεούται…»
Αλ.
Παπαδιαμάντη “Η γυφτοπούλα”
« … Η φλόγα του έρωτος
είναι πείρα και εικών και τύπος του αιωνίου πυρός της Κολάσεως…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η γυφτοπούλα”
« … (Αφροδίτη ). Πάντες
οι θεοί εγκατελείφθησαν, και ουχί αυτή μόνη. Τουναντίον, αύτη ήττον των άλλων
εγκατελείφθη. Πάντες οι θεοί εσυκοφαντήθησαν, αλλ’ ουχί όσον αυτή. Πάντων των
αιώνων οι υποκριταί και οι ταρτούφοι υπέρ πάσας τας θεάς την Κύπριδα
εσυκοφάντησαν. Δεν υπήρξε βωμολοχία και ψεύδος, όπερ να μη εξετόξευσαν κατά της
απλουστάτης ταύτης και αθωοτάτης θεότητος, ήτις επλάσθη κατά φύσιν, ως έπρεπε
να πλασθεί, και ουδέν έγκλημα είχε. Δεν υπήρξεν ιλύς και βόρβορος, δι’ ου δεν
έχραναν το πρόσωπον της θεάς ταύτης οι ζωφεροί του μεσαίωνος τρωγλοδύται, δεν
υπήρξε ράκος, δι’ ου δεν εζήτησαν να καλύψωσι την γυμνότητα της περικαλλούς
ταύτης μορφής οι σεμνότυφοι εκείνοι σχολαστικοί ! Και εν τω κρυπτώ μεν έθυον
εις αυτήν και εις τον Διόνυσον και εις την αγέλην αυτού, εν τω φανερώ δε
ύβριζον και διέσυρον. Παρηγορήθητι, ατυχής θεά, μέχρις ου έλθει ημέρα καθ’ ην
πάντες οι λατρευταί σου αναφανδόν εις σε θα θύωσι, και ουδείς θα τολμά πλέον να
σε συκοφαντήσει…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η γυφτοπούλα”
« … Πώς δύναταί τις να
γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθεί ; …»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ολόγυρα στη λίμνη”
« … Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας δια να ωριμάση, είναι ο σατανικὸς έρως.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
« … Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Χρήστος Μηλιώνης”
«
… Πας άνθρωπος εργάζεται δι’ εαυτόν, επί τη προφάσει, ότι εργάζεται δια τους
άλλους…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η μαυρομαντηλού”
« … Μία δυστυχία δὲν ἔρχεται ποτὲ μόνη της.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ χτυπημένη”
« … Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον
κατὰ
πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ιατρεία της Βαβυλώνος”
« … Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ὁ διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι χαλασοχώρηδες”
«
… και με την γλώσσαν την ελυπούντο – ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο
υβριστικότερος πάσης ύβρεως !…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η πιτρόπισσα”
« … Απορώ, πάτερ μου, πῶς ο Θεὸς επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ᾿ αυτού
δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτὸν πίστεως.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
«
… Εγώ είμαι που είμαι ναυαγός εις την ξηράν… Αλλά συ μην εμπιστεύσεις εις την
θάλασσαν, με τα φελούκια που κάνουν νερά, μήτε εις τας γυναίκας… Αγάπες,
επέφερεν αποτόμως έξαφνα, αγάπες, θλιβερέ μου φίλε… Ω, μην έχεις πίστιν εις τις
αγάπες ! Πίστευσέ με, ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά
τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος
να ζήσει, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμί μόνον τον εαυτόν του,
τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν… Δι’ αυτό λέγει κι ένα τροπάρι
την Μεγάλην Σαρακοστήν – εσύ ξεύρεις απ’ αυτά – πώς λέγει ;… - «Αυτοείδωλον
εγενόμην τοις πάθεσι…».
Αλ. Παπαδιαμάντη “Τα ρόδινα ακρογιάλια”
«
… Η δε γυνή ένα φοβείται, τον άνδρα». Της γίδας τα κέρατα είναι κυρτά, εις
σημείον υποταγής, φαίνεται, εις τον υψηκέρατον τράγον. Της κότας η λοφιά είναι
αμαυρά και ταπεινή, και του πετεινού είναι κόκκινη, υψηλή και εξηρμένη, και
όλον το σώμα του με υψηλά σκέλη ανωρθωμένον. Παντού η υποταγή της θηλείας εις
τον άρρενα…»
Αλ.
Παπαδιαμάντη “Ο γάμος του Καραχμέτη”
« … Εις την ελληνικήν
γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν, και άλλως γράφομεν…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα και άρθρα”
« … Η γλώσσα η ελληνική
έπρεπε να βλέπει μακράν, ως φάρον παμφαή, την λαμπράν αίγλην της αρχαίας χωρίς
να έχει τέρμα τον φάρον αυτόν. Ο φάρος οδηγεί εις τον λιμένα, δεν είναι αυτός ο
λιμήν…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα και άρθρα”
«
… Αυτό πουλάκι μ’, δεν είναι πράμα που θα κρυφτεί. Έχεις ψαλίδι για να κόψεις
τις γλώσσες όλων των κοριτσιών ; … Και να τις κόψεις, πουλάκι μ’, άλλες θα
φυτρώσουνε. Μια θα κόφτεις, δυο, τρεις, τέσσαρες θα βγαίνουνε… Δεν έχουν
παιδεμό των γυναικών οι γλώσσες…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Της δασκάλας τα μάγια”
« … Και είτα προσέτι (ο
γερο-Φραγκούλας), παρεκάλει δια του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια
προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξει τας πράξεις,
ενώπιον των Αγγέλων…».
Ω, αυτό
είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνει πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον
παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ρεμβασμός του 15/Αυγουστου”
« … Άγγλος ή Γερμανός ή
Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε
το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να
επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά
Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμει δημοσία τον άθεον ή τον
κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να
φθάσει εις ύψος και φανεί και αυτός γίγας.
Το
Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχει
δια παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και
σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας,
να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και
να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη.
«Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η
δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ».
Αλ. Παπαδιαμάντη “Λαμπριάτικος ψάλτης“
« … Και τώρα, μετά είκοσιν
έτη, όταν ήρχισα ήδη να φθίνω, αφού κατά κόρον εγεύθην της ζωής
όλην την τρύγα και την πικρίαν, εάν εγώ εζήτουν να ζώσω με κηρίον τον ναόν της
Μάρτυρος, ούτε κηρίον πλέον αγνόν θα ηδυνάμην να εύρω, διότι από πολλού όλοι οι
κηροπλάσται επώλουν νοθευμένα κηρία, και οι μελισσοτρόφοι αυτοί είχον μάθει να
νοθεύωσι το κηρίον πριν το πωλήσουν. Και ο ναΐσκος της Αγίας είχε περιέλθει εις
παρακμήν και ατημελησίαν οικτράν, διότι η θρησκευτική ευλάβεια μεγάλως είχεν
εκπέσει εν τω μεταξύ. Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το
τέμπλον το σαπρόν, η μορφή του Σωτήρος Χριστού δεξιά, και αριστερά η εικών της
αμνάδος του, της στρεφούσης προς αυτόν το πρόσωπον, και φαινομένης ως να έκραζε
μεγάλη τη φωνή :
«Σε, νυμφίε μου, ποθώ !».
Αι εικόνες της Παναγίας
και του Τιμίου Προδρόμου είχον γίνει άφαντοι. Ίσως είχον αφαιρεθεί από τας
χείρας φιλαρχαίων ή εραστών της Βυζαντινής τέχνης…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η Φαρμακολύτρια”
« … Είναι παρατηρημένο ότι κανένας περισσότερο
από ένα μισόστραβο δεν ημπορεί να πει με τι ομοιάζει ένα πράμα που δεν είναι
εκείνο που φαίνεται… Καθώς κι ένας στραβομούρης ημπορεί να κάμει καλύτερα από
κάθε άλλον μορφασμούς και παντομίμες…κι ένας που δεν είναι πολύ καθαρόγλωσσος
ημπορεί να μιμηθεί καλύτερα έναν τραυλόν και ψευδόν…κι ένας μισοαγράμματος
ημπορεί να διαβάσει καλύτερα ένα κακογραμμένο γράμμα…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Βαρδιάνος στα σπόρκα”
Αλλὰ το πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ, ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν.
Αλ. Παπαδιαμάντη
“Βαρδιάνος στα Σπόρκα”
Στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ὁ Παπαδιαμάντης μιλάει γιὰ τὴν ἐπιδημία χολέρας τοῦ 1865 …
Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμα τί καθ᾿ ὁ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου.
Αλ. Παπαδιαμάντη
“Βαρδιάνος στα Σπόρκα”
Γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπῃ νἄχῃ μεγάλη τύχη, νὰ εὕρῃ στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δύο. Πρέπει νὰ φάῃ σπίτια, νὰ καταπιῇ χωράφια, νὰ βουλιάξῃ καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατὸ θαλασσοδάνεια,
τὸ
διάφορο κεφάλι.
Αλ. Παπαδιαμάντη
“Τὰ βενέτικα”
Ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε τὰς ἀράχνας διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὰς μυΐας, παρεχώρησε νὰ ὑπάρχουν οἱ τοκογλύφοι, διὰ νὰ τιμωροῦνται οἱ μέθυσοι καὶ οἱ ὀκνηροί.
Αλ. Παπαδιαμάντη
“Ὁ πεντάρφανος”
- Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὗραν τρόπον κι ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κι ἡ μῦγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κι
οἱ
μουσίτσες; -Καὶ
τὰ
μικρόβια; (…) -Κι ὁ
ψύλλος, τάχα, ποῦ
νὰ
ἐτρύπωσε,
καὶ
κατώρθωσε νὰ
γλυτώσῃ;
εἶπεν
ἡ
δασκάλα.
- Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος. Ὅλοι ἐκάγχασαν. - Μὰ ἡ ψείρα;
- Ὤ, ἡ ψείρα; Xωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴ γενειάδα τοῦ Νῶε.
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας”
« … Ω ! επτάκις μόνον
!… εβδομηκοντάκις επτά θα είχον τώρα ανάγκην να περιζώσω τον ναόν της Αγίας
Αναστασίας !… Τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς
αγάπης, τοσάκις την είχε περισφίξει το ερπετόν πάθος, το δολερόν…ευλαβούμην να
είπω εις την Αγίαν, ησχυνόμην να ομολογήσω προς εμαυτόν, ότι ήμην, οψέ ήδη της
ηλικίας, λεία του πάθους και έρμαιον… Αλλά προς τι να προσφέρω λαμπάδας και
μοσχολίβανον, προς τι να περιζώσω με κηρία τον ναόν ; Η Αγία ηδύνατο ίσως να με
θεραπεύσει, αλλ’ εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις
την φλόγαν την βραδείαν… Υπάρχουν εις τον Παράδεισον Άγιοι δεχόμενοι τας ευχάς
των ερώντων; … Τάχα εκεί, δίπλα εις το παρεκκλήσιον της Φαρμακολυτρίας, εις το
παλαιόν εκείνο μεγαλομάρμαρον κτήριον, το αινιγματώδες, να υπήρχε το πάλαι
ιερόν της Αφροδίτης, να υπήρχε βωμός του Έρωτος ;
Ω ! και όμως ετηκόμην… ώρας–ώρας επεθύμουν,
ει δυνατόν, να ιατρευθώ.
Βοήθει,
Αγία Αναστασία…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η Φαρμακολύτρια”
« … Το σκολειό δεν
έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες,
τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει
μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ ; Και πού συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψει ;
Μπορεί να τα χορταίνει κομμάτια ; Μήπως χορταίνουν, οι διαόλοι, ποτέ ; Και
είναι ικανή μία χήρα γυναίκα να τρέχει από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε βράχο,
για να τα συμμαζώνει ; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος ; Για να έχει το βάρος αυτό,
να είναι οι γονιοί ήσυχοι.
Όταν είναι συμμαζωμένα εκεί – δα, μες στο
σκολειό, γλιτώνει ο γονιός και κάμποσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε
τα θρανία, που είναι ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακες και τα χαρτιά τους, τους
τοίχους και το πάτωμα, για να είναι οι νοικοκυραίοι ησυχότεροι για τες αχλαδιές
των, τες βερικοκιές των, τες συκιές και τ’ αμπέλια των. Η καθεμιά πανδρεμένη,
το λοιπόν, πρέπει να έχει μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι
πλιότεροι άνδρες λείπουν χρόνο - χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχει μέρος
για να ρίχνει το στριγγλικό της, τ’ αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχει
μέρος για να βάζει τον πάπο της, τον χήνο της, κι η καθεμιά φτωχή το θάρρος της
και την απαντοχή της. Αυτά…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η δασκαλομάνα”
Η γλώσσα
αύτη, εις ην είναι γεγραμμένα το τε Ευαγγέλιον και τα ιερὰ άσματα, έχει το μοναδικὸν εις τον κόσμον προνόμιον να εξακολουθὴ και μετὰ
είκοσι αιώνας να είναι ζωντανή, εις την ακοὴ
τουλάχιστον. Ας δοκιμάσῃ τις να μεταφράση εν
τροπάριον εις την δημώδη, και τότε θα ίδη ότι η γλώσσα ἥτις εἶναι
ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ
καὶ ἐρωτικὰ
ᾄσματα τοῦ λαοῦ,
εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. "Ανοίξω το στόμα μου,
και πληρωθήσεται πνεύματος…" Θ’ ανοίξω το
στόμα μου, και θα γεμίση πνέμμα (ή
πλέμμα, ή και πλέγμα) και
λόγο θα βγάλω (διότι πώς άλλως θ’ αποδοθῇ
η μεταφορὰ ή η μετωνυμία του ερεύξομαι;). "Άξιον εστίν ως αληθώς ως αληθώς, μακαρίζει
σε την Θεοτόκον…" Αξίζει αληθινά
να σε καλοτυχίζουμε σένα τη Θεοτόκο, που
είσαι πάντα καλότυχη, και καθαρότατη, και
μάννα του Θεού μας.
Μεταξὺ όλων των
επαγγελμάτων, εις όλον το Γένος, περνὰ
εξόχως το επάγγελμα της θρησκείας, καθὼς και
το του πατριωτισμού.
Εγὼ είμαι τέκνον γνήσιον της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπὸ των επισκόπων της. Εὰν δε τυχὸν
πολλοὶ τούτων είναι αμαρτωλοί,
αρμοδία να κρίνη είναι μόνον η Εκκλησία, και μόνον το
άπειρον έλεος του
Θεοῦ ημείς πρέπει να επικαλώμεθα.
Η μεγαλυτέρα αιτία
της παρακμῆς των μοναστηρίων είναι η
σκανδαλώδης ανάμιξις της Πολιτείας και
των κοσμικών προσώπων εις
τα καλογηρικὰ πράγματα.
Ο Χριστὸς
είπεν "Ο δυνάμενος χωρείν
χωρείτω" και απεφάνθη ότι
ο τελειότερος βίος δεν είναι δι’ όλους,
αλλὰ δι’ εκείνους
"οίς δέδοται", εννοών την αγνείαν και την
ακτημοσύνην, άτινα είναι
η βάσις της μοναχικῆς
πολιτείας. Αλλὰ θα είπῃς ὅτι τώρα η
καλογερικὴ εξέπεσε. Και
τι δεν εξέπεσεν; Όλοι οι
παλαιοὶ θεσμοὶ ειναι καλοί, όλους τους
ενόθευσεν η αμάθεια και η κακία.
Η ηθικὴ δεν ειναι
επάγγελμα και όστις ως
επάγγελμα θέλει να την μετέλθῃ, πλανάται
οικτρώς και
γίνεται γελοίος.
Ηξεύρω ότι
ουδεὶς τολμά
ποτε ν᾿ ατενίσῃ
εντὸς εαυτοῦ, ως εις βαθύ καὶ
απύθμενον φρέαρ, προς ό ιλιγγιά
η όρασις. Κατοπτρίζεσθε μάλλον εν
τοις πράγμασι του πλησίον και
ευλόγως πράττετε.
Η πλουτοκρατία ήτο και
θα είναι ο μόνιμος άρχων
του κόσμου, ο διαρκὴς
αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη
τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και
ψυχάς. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας
νεοπαγείς.
Τίς ημύνθη περὶ
πάτρης; Και τι πταίει η
γλαύξ, η θρηνωδούσα επὶ των ερειπίων;
Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και
τα ερείπια τα έπλασαν
οι κακοὶ κυβερνῆται
της Ελλάδος.
Άλλως, δια
να γίνουν νέα θρησκευτικὰ άσματα πρέπει να γίνη
πρώτα και νέα θρησκεία... Άς
δοκιμάσουν λοιπὸν εκεῖνοι που τα ονειροπολούν
αυτὰ να κάμουν θρησκείαν
χειροποίητον, θρησκείαν για τα κέφια τους και
τότε θα καταλάβουν και οι ίδιοι πόσον είναι μωροὶ
καί τυφλοί.
Αλ.
Παπαδιαμάντη
Εις ένα μνήμ᾿ αγνώριστο μικρού κοιμητηρίου
δεν θέλω να το βλέπωσιν ακτίνες του ηλίου,
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ απεχθὴς ιτέα
να το σκιάζῃ. Καταιγὶς ας το κτυπά βιαία!
δεν θέλω να το βλέπωσιν ακτίνες του ηλίου,
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ απεχθὴς ιτέα
να το σκιάζῃ. Καταιγὶς ας το κτυπά βιαία!
Και δεν ποθώ θυμίαμα, δεν θέλω ψαλμῳδίαν,
να έλθης μόνον σε ζητώ, μίαν θαμβὴν πρωίαν,
να βρέξης μ᾿ ένα δάκρυ σου το διψασμένον χώμα,
κι ας σβύση με το δάκρυ σου και τ᾿ όνομά μου ακόμα...
να έλθης μόνον σε ζητώ, μίαν θαμβὴν πρωίαν,
να βρέξης μ᾿ ένα δάκρυ σου το διψασμένον χώμα,
κι ας σβύση με το δάκρυ σου και τ᾿ όνομά μου ακόμα...
Αλ. Παπαδιαμάντη
“Ρόδινα Ἀκρογιάλια”
« … Ήταν ανήλιαστη,
άτυχε, η μέρα που γεννήθεις,
άλλοι επήραν τον ανθό
και συ τη ρίζα πήρες.
Όντας σε έπλασ’ ο Θεός
δεν είχε άλλες μοίρες…»
Αλ. Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην ιστορική φωτογραφία
του Παύλου Νιρβάνα. Τραβηγμένη το 1906 στην πλατεία της
Δεξαμενής, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Παναθήναια”
(15-10-1906)
|
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδὸ Σαρρῆ, κοντὰ στου Ψυρῆ. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε
είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ-Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενῷ του είχε πάντα φυλαγμένο
φαγητὸ, εκτὸς απὸ Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς που ο Παπαδιαμάντης
νήστευε και του έφερναν λαδερὸ φαγητὸ απὸ το γειτονικὸ μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη.
Συχνὰ ο Παπαδιαμάντης καλούσε καὶ τον εξάδελφό του Αλέξ. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του
Καχριμάνη το
προτιμούσε
γιατὶ
διέθετε πολὺ καλὸ κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τὸν κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσῃ.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ᾿ αυτὸ το μαγαζὶ και αρκετὰ απ᾿ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε απὸ ἐμπειρίες που έζησε εκεῖ.
Γεωργίου Βαλέτα :
Άπαντα Παπαδιαμάντη, εκδόσεις Γιοβάνη
Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μία επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:
Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριὰ αδερφή του έκλαιγε καθὼς μας μιλούσε γι᾿ αυτόν. Λιγνή, ψηλή,
μελαχρινή, βυζαντινὴ
ράτσα. Το
σπιτάκι καθαρὸ και ασπρισμένο, μία
μεγαλωμένη φωτογραφία του
Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε.
Απὸ το παράθυρο ως το μικρὸ σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο
μ᾿ ἕνα κιλίμι. Εκεῖ πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφοῦ ζήτησε να τον
σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντὰ στη φωτιά.
Τὸ μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι, μία φτηνὴ αγγλικὴ έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ.
Γεωργίου Σεφέρη :
«Μέρες Α’», εκδόσεις Ίκαρος
Η παρακάτω συνομιλία του Παπαδιαμάντη με τον Π. Νιρβάνα έγινε τον καιρὸ που ο Παπαδιαμάντης δούλευε
μέχρι αργὰ το βράδυ ως μεταφραστὴς στην εφημερίδα Ακρόπολη (1892). Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετὰ μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνὰ μέχρι τα μεσάνυχτα
μεταφράζοντας κείμενα απὸ γαλλικὲς και αγγλικὲς εφημερίδες, χωρὶς διακοπή, ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα,
μόνο όταν αργοῦσε το ευρωπαϊκὸ ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλὲς ελληνικὲς ειδήσεις.
- Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε.
- Άφησέ με, του απάντησε ο
Παπαδιαμάντης. Τρέχω να
προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει.
Στις εφημερίδες δούλευε κυρίως ως μεταφραστής. Πάνω σ᾿ αυτὴ τη δουλειὰ είχε ένα καταχθόνιο
μυστικό: Έκανε ακατανόητα στη μετάφραση τα βλάσφημα κηρύγματα τών σοφών!
«Καταχθόνιο μυστικὸ ενὸς χριστιανού και αμαρτία ενὸς αγίου», σημείωσε ο Παύλος Νιρβάνας.
Όταν πρωτοπήγε να δουλέψει στο «Άστυ», ο
Κακλαμάνος με
κάποια δειλία και επιφύλαξη
του
μίλησε και για την αμοιβή:
- Ο μισθός σας θα είναι 150 δραχμές, είπε.
Ο
Παπαδιαμάντης έμεινε
σκεπτικός, σα να
λογάριαζε κάτι.
- Μήπως είναι λίγα; ρώτησε δειλὰ ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό.
- Πολλὲς είναι 150! αποκρίθηκε ο «κοσμοκαλόγερος». Με φθάνουν 100.
Κι έφυγε βιαστικὸς και ντροπαλὸς χωρὶς να προσθέσει λέξη.
Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
να φωτογραφηθεί:
Ο καημένος
ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή
τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου
νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”.
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή,
όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο
καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και
συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης,
και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή
που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού
φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας
σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον
απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή
των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του
αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια
τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός
ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την
αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα
μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι
ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα
επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που
μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η
ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του
μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας
λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη
καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια
χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό
τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση, για μια πεζή
φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο
του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ
μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να
τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά
που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος -
να μιλεί γαλλικά:
- Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε
την περιέργεια του… Κοινού! Ποιού Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα
κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη
γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το
Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περιέργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή
του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
- Η φιλία ενίκησε το
ζορμπαλίκι… μου είπε - αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου
του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική
θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην
ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ,
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163,
1/10/1933
«Είχα γνωριμία καί φιλία με τον αείμνηστο
Παπαδιαμάντη. Τον γνώρισα στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου, ένα Σάββατο
απόγευμα. Δεν έλειψα ποτέ από κοντά του, έψαλλα δίπλα του ως βοηθός του. Από
αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά και με ευλάβεια, με κατάνυξη, φόβο Θεού και τρόμο.
Πριν τον γνωρίσω έψελνα με υπερηφάνεια, δυνατά, για να ευχαριστούνται οι
εκκλησιαζόμενοι και για να με επαινούν στη συνέχεια. Από τον Παπαδιαμάντη έμαθα
να ψάλλω ταπεινά και με συναίσθηση. Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά
στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε το
Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε το Θεό χαρμόσυνα. Ήταν
ακτήμων όπως οι Άγιοι Απόστολοι. Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή και μάταιο. Θα
μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος. Ό,τι του έδιναν
για τον κόπο του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς. Πολλές φορές έμενε χωρίς
χρήματα. Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε. Όταν οι φίλοι, του πρόσφεραν καινούργια
ρούχα, δεν τα δεχόταν. Εγύρισα όλα τα μοναστήρια της Ελλάδας, του Αγίου Όρους,
της Παλαιστίνης, του Σινά.
Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα πολύ λίγους».
από το μακαριστό
γέροντα Φιλόθεο της Πάρου [13-6-2009,
vatopaidi.wordpress.com]
«… Αλησμόνητες παρέμειναν οι αγρυπνίες του
ιερέως Νικολάου Πλανά (1851-1932), τις οποίες τελούσε στο ναό του Αγίου
Ελισσαίου Αθηνών. Αναφέρονται και μαρτυρίες παιδιών, ότι τον έβλεπαν κατά την
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης.
Μαρτυρίες δε περιφανών λογίων, όπως του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του
Αλέξανδρου Μωραϊτίδου, που έψαλλαν στις αγρυπνίες τις οποίες τελούσε, εξαίρουν
τη σπάνια και αγία ιερατική αυτού προσωπικότητα. … Ο άγιος Νικόλαος εκοιμήθηκε
οσίως εν ειρήνη το 1932. Η μνήμη του Αγίου ιερέως Νικολάου του Πλανά, ύστερα
από απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τιμάται κατά την πρώτη
Κυριακή του Μαρτίου …»
Η συνάντηση του Ανδρέα Καρκαβίτσα
με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο
Διηγείται ο Ανδρέας Καρκαβίτσας : «… Εκεί
όμως που κοίταζα ζερβόδεξα, σκάλωσε η ματιά μου σ’ ένα μαγαζί πέρα. Μου φάνηκε,
πως άρπαξε άξαφνα ένα κομμάτι από το γνώριμο πανωφόρι, από το καπέλο το
ημίψηλο, από την τραχειά κι αυστηρή φυσιογνωμία του φίλου μου, του
Παπαδιαμάντη. Εκείνος ήταν χωρίς άλλο. Στήριζε το ένα του πλευρό στον παραστάτη
της πόρτας και πρόβαλλε φυλαχτά το κεφάλι να μας ιδεί και πάλι το ’μπαζε, σαν
εραστής που κατασκοπεύει την ερωμένη του … Παίζαμε το παιγνίδι έτσι ως ένα
τέταρτο. Έπειτα σα να πήρε την απόφαση, φάνηκε θαρρετά στην πόρτα ολόσωμος.
Έπειτα βγήκε στο δρόμο και βάδισε ίσα πάνω μας με το συνηθισμένο του περπάτημα,
με το μπαστούνι ορθό στην αριστερή μασχάλη, το αριστερό χέρι, κλείνοντας το
πανωφόρι, στο στήθος, με το ημίψηλο κατεβασμένο στα φρύδια, χαμοθώρης και
ορθόκορμος σαν κυπαρίσσι. Κάθε άλλος θα νόμιζε πως ερχόταν να μας χαιρετήσει …
Μόλις έφτασε είκοσι - τριάντα βήματα από μας, έκαμε δεξιά κατά το γιαλό …
Σηκώθηκα, πήγα, χαιρετηθήκαμε. Φαινόταν πολύ συγκινημένος.
– Να ’ρθεις στον τόπο μου και να μη μπορώ να σε
περιποιηθώ! Να πας αλλού! Να μη σε πάρω στο σπίτι μου! είπε κι άρχισε να
δακρύζει.
– Τι
να σου κάμω δεν μπορώ, τι να σου κάμω! ξανάλεγε.
–
Τίποτα να μη μου κάμεις, τη συντροφιά σου μονάχα, είπα για να του ρίξω αλλού το
νου, πάμε να καθίσουμε.
– Άι
κάτσε, δεν έρχομαι. Πώς να ’ρθω εγώ σε τέτοια συντροφιά; Τι είμαι εγώ; Δεν
έπρεπε και να ’ρθω να σε χαιρετήσω μάλιστα…
Έστριψε απότομα, πήρε τον ίσιο δρόμο και
χώθηκε πάλι στο μαγαζί.
Έμεινα στη Σκιάθο κάπου οχτώ μέρες. Ο
Παπαδιαμάντης σύντροφός μου. Αλήθεια δεν με πήγαινε στον «καλόν» κόσμο, με
σύσταινε σε κείνους, που τον έσερνε η ψυχή του. Γυρίζαμε στους ταρσανάδες, στα
εξωκλήσια, στα περιβόλια, στ’ απόκρυφα λιμανάκια και στα στενοσόκακα της
χαριτωμένης μικρής πατρίδας του … Μ’ έσμιγε με καραβοκύρηδες, με καλαφάτες, με
ψαλτάδες, με κρασόπουλους, με συνταξιούχους υπαλλήλους ή απόμαχους ναυτικούς,
με γριές μαυρομαντηλούσες, με ορφανά που έβοσκαν απόμερα τις κατσίκες τους, με
σταχομαζώχτρες, ελιομαζώχτρες …
«Χιλιοβασανισμένη η ζωή μας, αδερφούλα μ’
πλιο! …». Όλοι κι όλες, μόλις πλησιάζαμε, προσηκώνονταν και τον χαιρετούσαν με
σεβασμό τον κυρ-Αλέξαντρο. Δεν πιστεύω πώς τον ήξεραν σωστά τι αξίζει, όπως τον
ήξερε ο «καλός» κόσμος, έδειχναν όμως το σεβασμό τους στον άνθρωπο. σ’
εκείνον … που έχυνε γύρω του μιαν αξιοπρέπεια ιερατική και μιαν απλότητα
παιδιάτικη».
«Τα άπαντα του Αλ. Παπαδιαμάντη», Χρ.
Γιοβάνης, τόμ. 6.
---
Μνημονεύετε Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη
Ένα μικρὸ στενὸ δωμάτιο μὲ ασβεστωμένους τοίχους. Ένα
τζάκι κοντὰ στο παράθυρο που βλέπει προς το αὐλάκι. Αντὶς απὸ
κρεβάτι, μέσα σ’ ένα είδος ντουλάπας του τοίχου, κάτι κιλίμια στο
πάτωμα. Στο τζάκι, λίγη στάχτη ζεστή. Έξω, το κρύο είναι δυνατό. Κατάχαμα, πάνω στα
κιλίμια, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναρριγεῖ. Φώναξε τον Αρχιμανδρίτη Μπούρα και του ζήτησε να του διαβάσει, απὸ το ωραῖο του ιστορημένο χειρόγραφο, όπου είχε μαζὶ τις Λειτουργίες του Ιεροῦ
Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, την ωραία προσευχὴ των μεγάλων αμαρτωλῶν που μετανοοῦν.
Μέρες τώρα δε μπορούσε να ησυχάσει,
τόσο πονεμένο ήταν όλο του το κορμί. Είχε μίαν άσχημη γρίππη· πνευμονία, λένε άλλοι.
Δαν ήθελε να τον ιδεί γιατρός.
Ήταν του Αγίου Βασιλείου, ανήμερα
της
Πρωτοχρονιάς.
Θέλησε να
σηκωθεῖ. Δε
βρήκε τη δύναμη και τα μάτια του γέμισαν
δάκρυα.
Τη νύχτα, ζήτησε απὸ τις αδερφές του κάποιο βιβλίο.
Αυτὸ που του έφεραν δεν ήταν αυτὸ που ζητούσε.
- «Μπα! Δεν πειράζει, είπε. Το παίρνω αύριο.»
Τι νάταν; Ο Όμηρος, τα Ευαγγέλια, ο Θουκυδίδης, ο Σαίξπηρ,− αυτὸ το βιβλίο που στις στερνὲς εκεῖνες ώρες τον είδαν να το θωπεύει σαν τυφλός, αδύναμος και να κρατήσει ακόμα στα πυρετικά του
χέρια το μικρὸ τομίδιο;
Είπε στις αδερφές του και στους φίλους του να τον αφήσουν και γυρνώντας προς τον τοίχο, άρχισε να ψέλνει χαμηλόφωνα το
δοξαστικὸ της ενάτης ώρας των Θεοφανείων:
«Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφὴν του Δεσπότου … έπαρον υπὲρ ημῶν προς αυτόν, Βαπτιστά …»
Στη μία μετὰ τα μεσάνυχτα, οι αδερφές του τον βρήκαν κοιμισμένο, με τα μάτια κλειστά,
παγωμένο.
Τον έθαψαν την αλλη μέρα, 3 Ιανουαρίου του 1911.
Έξω χιόνιζε. Κατὰ το ελληνικὸ έθιμο,
τον πήγαν στην Εκκλησία, κι’ ύστερα στο κοιμητήριο, σ’ ένα φέρετρο ανοιχτό. Οι νιφάδες έπεφταν
στο μέτωπό του και στα
μαύρα
μαλλιά του, για να παρουσιαστει, θαρρείς, ακόμα καθαρότερος, «αυτὸς και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, τού Παλαιού των Ημερών του Τρισαγίου».
Στο μικρὸ κοιμητήρι της Σκιάθου, τάφος με τ’ όνομα του Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει πια· σου δείχνουν μόνο τον τόπο όπου τον έθαψαν και το πεύκο που φύτεψαν. Κατὰ την ελληνικὴ συνήθεια, τρία χρόνια μετὰ το θάνατό του τα οστά του τα ξέθαψαν, και στην εκκλησιὰ της Παναγίας, στην Απάνω Ενορία, υπάρχει ακόμα ένα μικρὸ κιβώτιο μ’ ένα κρανίο και λίγα κόκκαλα, ένα μικρὸ κίτρινο κρανίο που η γριὰ που σας το δείχνει το ασπάζεται,
ευλαβικὰ ή
μηχανικά, ποιός ξέρει; Τα παιδιὰ της γειτονιάς, σιωπηλὰ μία στιγμή, κυττάνε με περιέργεια τον ξένο που θωρεί τα φτωχὰ αυτὰ λείψανα τ’ απιθωμένα ανέμελα στο περβάζι ενὸς παράθυρου εκκλησιᾶς. Ίσως να στοχάζεται την επιγραφή, την αδέξια χαραγμένη στο άσπρο ξύλο:
«Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων
άσμα,
Στον κόσμον τον δικόν σου, κόσμος το κάθε πλάσμα…»
Απὸ το
βιβλίο «Skiathos, île grecque» του Octave Merlier,
μεταφρ. Νάσος Δετζώρτζης.
Δημοσιεύτηκε
στο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας” για τον
Παπαδιαμάντη τα Χριστούγεννα του 1941.
Πρώτες ημέρες του 1911, ο ιερέας Γεώργιος Ρήγας στην επιστολή του προς τον
εκδότη Ηλ. Δικαĩο έγραψε τότε για το χριστιανικό τέλος του κυρ-Αλεξάνδρου.
… «Όσον δε παρέρχεται ο καιρὸς και γνωρίζομεν περισσότερον το έργον του,
τόσον η εκτίμησίς μας μεγαλώνει και ο θαυμασμός μας γίνεται πλέον ένθερμος»
τόσον η εκτίμησίς μας μεγαλώνει και ο θαυμασμός μας γίνεται πλέον ένθερμος»
Ζήτησε να
προσέλθει ο Ιερέας της Σκιάθου παπα-Ανδρέας Μπούρας και
οι αδελφές του ζήτησαν να πάει μαζί στο σπίτι και ο γιατρός. …
«… Θα αρκούσε η αθάνατη ρήση
του Γιάννη Τσαρούχη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, πως με δυο τρία θρησκόληπτα
και αγράμματα γραΐδια του νησιού του αχρηστεύει τον Φρόυντ, για να διατηρείται
ολοζώντανη μέσα μας η φλόγα για μια μορφή των Γραμμάτων μας που λειτουργεί ως
σωσίβιο σε, εθνικά και παγκόσμια, χαλεπέστατους καιρούς. Ένα κεράκι στη μνήμη
του και το βιβλίο αυτό - αφιέρωμα μιας πολύπλαγκτης νεότερης γενιάς.»
Περίληψη από το
νέο βιβλίο του Θανάση Θ. Νιάρχου
“Ύμνος στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη-
Χριστουγεννιάτικα αφηγήματα”, εκδ. Καστανιώτη.
Το “Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη
κρημνόν του Πανωμαχαλά” της Σκιάθου.
(φωτ. Χρήστου Ευελπίδη, αρχείο ΕΛΙΑ) |
Εις μνήμην
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ἄρθρο τοῦ Ἀσημάκη
Γιαλαμᾶ (1913-2005)
Ο μεγάλος
Σκιαθίτης, ο άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, όπως έχει αποκληθεί, έγραφε τα διηγήματά του στις εφημερίδες, που εργαζόταν. Διηγήματα -
συναξάρια της ζωής των ανθρώπων του νησιού του, φτωχών βιοπαλαιστών των περισσοτέρων της ζωής, όπως τη θυμόταν απὸ τα παιδικὰ και εφηβικά του χρόνια.
Τις αναμνήσεις του έγραφε ο κυρ-Αλέξανδρος. Μια ανάμνησή μου θα διηγηθώ κι εγὼ σχετικὴ με αυτόν. Δεν τον γνώρισα. Είχε πεθάνει αρκετὰ χρόνια, πριν εγὼ επιδοθῶ στη δημοσιογραφία. Γνώρισα
όμως έναν,
που τον είχε γνωρίσει. Ένα παλιὸ δημοσιογράφο. Τώρα δε ζει ούτ᾿ αυτός. Τότε, που τον γνώρισα, ήταν κιόλας
γέρος.
- Ναι, τον θυμάμαι, τον Παπαδιαμάντη, μου είπε μία μέρα. Τον θυμάμαι πολὺ καλά. Ένα διάστημα εργαζόμουν στην εφημερίδα που εργαζόταν κι αυτός. Εκεί έγραφε τότε καί τα διηγήματά του, τις εορτές.
Εγὼ ήμουν
νεαρὸς
συντάκτης κι έγραφα
οικονομικὲς ειδήσεις. Αγαπούσα πολὺ τη λογοτεχνία και τον Παπαδιαμάντη τον έβλεπα με σεβασμό. Λογάριαζα
μάλιστα, να του δώσω,
να
διαβάσει μερικὰ
διηγήματα, που είχα γράψει, για να μου πει τη γνώμη του.
Δίσταζα όμως, να τον ενοχλήσω,
γιατὶ τον έβλεπα, να είναι καταβεβλημένος. Δεν ήταν και τόσο καλὰ στην υγεία του, εκείνη την εποχή. Περίμενα να τον δω, να ’ναι καλύτερα, για να του δώσω τη λογοτεχνική μου εργασία.
Τελικά όμως αυτὸ δεν έγινε
ποτέ, γιατὶ συνέβη
κάτι, που με έφερε στη θέση ενόχου απέναντί του. Δεν ἔφταιγα εγώ. Οι περιστάσεις
δημιούργησαν αυτὴ την κατάσταση, που μ᾿ έθλιψε κι εμένα.
Να, τι ακριβώς συνέβη.
Έρχονταν Χριστούγεννα και την παραμονὴ ετοιμαζόταν το χριστουγεννιάτικο
φύλλο της εφημερίδας. Ο αρχισυντάκτης ήταν στο τυπογραφείο και «έκλεινε τις σελίδες», όπως λέγαμε τότε στη δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση: Τώρα ο τρόπος της έκδοσης των εντύπων έχει αλλάξει άρδην. Η τεχνολογία έχει κάνει και σ᾿ αυτὸ τον τομέα τεράστιες
προόδους. Τότε οι αράδες των κειμένων χύνονταν σε
σελίδες πάνω σ᾿ ένα μεγάλο μάρμαρο.
Κλείνω την
παρένθεση και
συνεχίζω τη διήγηση του παλιού γνωστού μου
δημοσιογράφου).
- Όλο το χριστουγεννιάτικο
φύλλο ήταν έτοιμο, σελιδοποιημένο.
Δηλαδή, όλες οι
σελίδες του ήσαν ολοκληρωμένες επάνω στο μάρμαρο, έτοιμες να σταλούν στο πιεστήριο, όταν κατέφθασα εγὼ με μια οικονομικὴ είδηση σημαντική. Τώρα δεν τη θυμάμαι ακριβῶς. Ήταν κάτι σχετικὸ με μετοχὲς και με τιμὲς συναλλαγμάτων. Είχα γράψει εκτενῶς το θέμα σε μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τα είδε ο αρχισυντάκτης, μου είπε:
- Πού να τα βάλω
τώρα όλ᾿ αυτά;
Τι να του ’λεγα; Δε μου ’πεφτε λόγος.
- Εγὼ έχω καθήκον να φέρω την είδηση, του είπα.
- Ναι, αλλὰ την έφερες αργά, μου απάντησε α αρχισυντάκτης.
- Άργησε η ανακοίνωση του χρηματιστηρίου και του υπουργού των Οικονομικών, δικαιολογήθηκα εγώ.
Και είχε πράγματι εκδοθεῖ αργά. Ο αρχισυντάκτης
ξανακοίταξε τα
χειρόγραφά μου, κοίταξε και τις
σελίδες επάνω
στο μαρμάρινο τραπέζι του
τυπογραφείου και μου είπε:
- Δε βλέπεις; Όλη η ύλη είναι έτοιμη. Τι να πετάξω για να βάλω τη δική
σου είδηση.
- Δεν ξέρω, απάντησα.
Και για να μη
νομίσει, ότι ήθελα να τον πιέσω με την παρουσία μου, να βάλει τη δική μου είδηση, πετώντας κάτι άλλο, χαιρέτησα κι έφυγα.
Πέρασε η αργία των
Χριστουγέννων και ξαναπήγα στη δουλειά μου. Μόλις μπήκα στα γραφεία της εφημερίδας, μου είπε ο κλητήρας:
- Σας θέλει ο κύριος διευθυντής. Σας ζήτησε τρεις φορὲς απὸ τα πρωί.
Ανησύχησα. Τι να με ήθελε; Πήγα κατ᾿ ευθείαν στο γραφείο του διευθυντού. Εκείνος, μόλις μπήκα, με ρώτησε απότομα, κοιτώντας με αυστηρά:
- Γιατί δεν έφερες την οικονομικὴ είδηση;
- Την έφερα, απάντησα εγὼ αμέσως.
- Την έφερες; Έκανε ο
διευθυντὴς
συνοφρυωμένος.
- Μάλιστα, την έφερα.
- Και γιατί δεν μπήκε;
Τι να του ’λεγα; Δεν τον θεώρησα σωστό, να του φανερώσω αυτά, ποὺ είπε ο αρχισυντάκτης. Γι᾿ αυτὸ σήκωσα τους ώμους και του απάντησα:
- Δεν ξέρω.
- Σε ποιὸν την έδωσες την είδηση;
ρώτησε ο
διευθυντής.
- Στον κύριο αρχισυντάκτη, απάντησα με κάποιο δισταγμό.
Δεν ήθελα πάλι νὰ εκθέσω τον αρχισυντάκτη, αλλ᾿ αυτὴ τη φορὰ δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ο διευθυντὴς χτύπησε το κουδούνι, να ’ρθει ο κλητήρας. Άνοιξε την πόρτα κι εμφανίστηκε ο κλητήρας.
- Ήρθε ο αρχισυντάκτης; τον ρώτησε ο διευθυντής.
- Όχι ακόμα, κύριε διευθυντά.
- Όταν έρθει, πες του, ότι τον θέλω.
- Μάλιστα.
Ο κλητήρας έφυγε κλείνοντας την πόρτα και ο διευθυντὴς στράφηκε σε μένα.
- Μη φύγεις, μου είπε. Κάθισε, ώσπου
να ’ρθει ο αρχισυντάκτης.
Και μου ’δειξε ένα κάθισμα. Δεν είχα προφθάσει να καθίσω καλὰ - καλά, και άνοιξε η πόρτα
του
γραφείου. Μπήκε ο αρχισυντάκτης και χαιρέτησε:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, του απάντησε βιαστικὰ ο διευθυντὴς και μπήκε αμέσως στο θέμα.
- Δε μου λες, σε παρακαλώ, είπε στον αρχισυντάκτη. Γιατί δεν μπήκε η οικονομικὴ είδηση, που έφερε ο συντάκτης;
Κι έδειξε εμένα, που στο μεταξὺ είχα σηκωθεί όρθιος.
- Την έφερε αργά,
κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ο αρχισυντάκτης.
Ο διευθυντὴς κοίταξε εμένα.
- Άργησε να βγει η ανακοίνωση του χρηματιστηρίου,
δικαιολογήθηκα κι εγὼ με τη σειρά μου.
Ο διευθυντὴς ξαναστράφηκε στον αρχισυντάκτη.
- Δηλαδή, τον ρώτησε, είχαν πάει οἱισελίδες στο πιεστήριο;
- Όχι, αλλ᾿ όλη η ύλη ήταν έτοιμη, εξήγησε ο αρχισυντάκτης.
- Τότε κακώς δεν μπήκε η είδηση, ξέσπασε ο διευθυντής.
- Μα έπρεπε να πετάξω κάποιο άλλο κομμάτι, που είχε ήδη στοιχειοθετηθεί, είπε ο αρχισυντάκτης.
- Ας πετούσες, φώναξε ο διευθυντής.
- Ποιὸ να πετούσα;
- Ποιὸ να πετούσες;
Ο διευθυντὴς έπιασε το
χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας, που είχε μπροστά του, κι έδειξε το διήγημα του Παπαδιαμάντη.
- Να, αὐτό να πετούσες, είπε, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο διήγημα.
Ο αρχισυντάκτης τον
κοίταξε με έκπληξη, αλλὰ και με λύπη, για τη βεβήλωση που γινόταν
στο
κείμενο του
θαυμάσιου εκείνου
λογίου και αγαθότατου
ανθρώπου.
- Το διήγημα του κυρίου
Παπαδιαμάντη; Ρώτησε με τόνο
φωνῆς, που εκδήλωνε τα αισθήματά του εκείνης της στιγμής.
- Μάλιστα, το διήγημα του Παπαδιαμάντη, επανέλαβε αμείλικτος ο διευθυντής.
Ο αρχισυντάκτης κατέβασε το κεφάλι.
- Θα ήταν κρίμα, είπε.
- Γιατί κρίμα; Ρώτησε νευριασμένος ο διευθυντής.
- Γιατί έχει γίνει παράδοση πια,
να
δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ένα διήγημα του
Παπαδιαμάντη.
- Ε, καλά! Ας μη δημοσιευότανε και μία χρονιά, δε χαλάει ο κόσμος.
- Μα κουράστηκε ο ἄνθρωπος, να το
γράψει.
- Θα του το πληρώναμε.
- Χωρὶς να δημοσιευτεί; Δεν θα δεχότανε ποτέ. Δεν τον ξέρετε τον κύριο Παπαδιαμάντη;
- Ωχ, αδελφέ! Πολὺ το ρίξαμε στις αισθηματικότητες. Εγὼ σου λέω, ότι ήταν μεγάλη παράλειψη, που δεν δημοσιεύτηκε η οικονομικὴ είἴδηση. Ήταν σπουδαία είδηση κι ενδιαφέρει πολὺν κόσμο. Το διήγημα ποιὸν ενδιαφέρει;
- Διαβάζεται και το διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ο αρχισυντάκτης.
- Μπορεῖ να διαβάζεται, αλλὰ δεν ενδιαφέρει άμεσα κανέναν,
βροντοφώναξε ο διευθυντής. Εδὼ βγάζουμε εφημερίδα,
δεν κάνουμε φιλολογία. Ας το
καταλάβουμε ...
Αυτὰ είπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σε κάτι χειρόγραφα, που είχε μπροστά του, σημεῖο ότι δεν ήθελε πια καμιὰ κουβέντα. Ο αρχισυντάκτης κι εγὼ χαιρετίσαμε και
βγήκαμε απὸ το γραφείο ...
Αγαποῦσε και ο αρχισυντάκτης τη
λογοτεχνία κι εκτιμούσε τον Παπαδιαμάντη. Κι όταν βγήκαμε απὸ το γραφείο του διευθυντού, στράφηκε και με κοίταξε. Στο βλέμμα
του υπήρχε θλίψη και απογοήτευση.
- Τι λες εσὺ γι᾿ αυτά; με ρώτησε.
- Τι να πω; απάντησα.
Η θέση μου ήταν λεπτή, ήμουν και νέος και δίστασα να πω ελεύθερα τη γνώμη μου.
- Να πετούσα το διήγημα, είπε ο αρχισυντάκτης και
κούνησε θλιβερὰ το κεφάλι του.
Τότε κι εγὼ ξεσπάθωσα.
- Κι εγὼ στη θέση σας το ίδιο θα ’κανα, είπα ζωηρά. Δεν θα πετούσα ποτὲ το διήγημα.
Ο αρχισυντάκτης με ξανακοίταξε κι ένα πικρὸ χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του.
- Άκουσες όμως τον διευθυντή; μου είπε. Το διήγημα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Εκεινο που ενδιαφέρει, είναι η οικονομικὴ είδηση. Το χρήμα.
Κούνησα
καταφατικὰ το κεφάλι μου.
- Και το πνεύμα; έκανε ο αρχισυντάκτης με φανερὸ πόνο και αγανάκτηση. Δεν ενδιαφέρει κανέναν το πνεύμα;
Δεν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τον αρχισυντάκτη, που
φαινόταν ταραγμένος.
- Άκουσε, νεαρέ, μου είπε και η έξαψή του όλο και μεγάλωνε. Ύστερα απὸ χρόνια, ούτε συ δε θα θυμάσαι τη σπουδαία είδηση, που έφερες. Κανεὶς δεν θα τη θυμάται. Το διήγημα όμως του
Παπαδιαμάντη θα
μείνει. Σημείωσε αὐτό, που σου λέω. Ποτὲ δε θα ξεχαστεί αυτὸ το διήγημα. Ποτέ, όσο υπάρχει η φυλή μας και η γλώσσα μας, για να μην πω, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
Είχε φουντώσει και τα μάτια του έλαμπαν.
- Ναι, είπα κι εγὼ σιγανὰ και διακριτικά. Είναι ωραῖο διήγημα.
- Το διάβασες; με ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
- Μάλιστα, το διάβασα. Είναι πραγματικὰ έξοχο.
- Αριστούργημα! είπε ο αρχισυντάκτης με βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τα μάτια.
Έπειτα, έδειξε προς το γραφείο του διευθυντού και πρόσθεσε:
- Κι αυτὸς εκεί μου λέει, ότι έπρεπε να το πετάξω! Να χαθεί ένα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θα χανόταν. Ο κυρ-Αλέξανδρος δεν κρατάει αντίγραφο. Κι ούτε θα καθόταν, να το ξαναγράψει.
- Ναι, θα ήταν κρίμα, να χαθεί, συμφώνησα κι εγώ.
Εκεῖ σταμάτησε η
κουβέντα μας. Ο αρχισυντάκτης προχώρησε
προς το γραφείο της σύνταξης.
Δεν ξέρω, αν έφθασε τίποτε απ᾿ όλα αατὰ στ᾿ αυτιὰ του Παπαδιαμάντη. Πάντως εγὼ απὸ εκείνη την ημέρα αισθανόμουν σαν ένοχος απέναντί του και ποτὲ δεν τόλμησα να του δώσω τα διηγήματά μου για να μου πει τη γνώμη του.
Όσο για τα λόγια, που μου είπε τότε ο αρχισυντάκτης, αποδείχτηκαν προφητικά.
Σήμερα, ύστερα απὸ τόσα χρόνια, ούτε κι εγὼ θυμάμαι την οικονομικὴ είδηση, ενώ το διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι πασίγνωστο. Έχει
μπει στα σχολικὰ αναγνώσματα.
Κάποτε αν σου δοθει η ευκαιρία,
γράψε αυτὸ το περιστατικό, που σου διηγήθηκα, μου είπε τελειώνοντας ο παλιὸς δημοσιογράφος και αφιέρωσέ το στη μνήμη του Παπαδιαμάντη.
Αυτὸ έκανα...
εφημερίδα Ριζοσπάστης,
Κυριακὴ
9 Δεκέμβρη 2001
Μια Κυριακή πρωί ο Κυρ-Αλέξανδρος πήγαινε
στην εκκλησία. Εκεί που πήγαινε βρήκε το γερο-Αγάλλο στο δρόμο. Ο γερο-Αγάλλος
αφού τον καλημέρισε του είπε:
- Πού πας Αλέξανδρε;
- Δεν ξέρεις πού πηγαίνω; Σήμερα δεν γιορτάζει η εκκλησία μας;
- Δεν αφήν’ς λέου εγώ τ’ν
ακκλησά και να πιάεις το τσαπί να δουλέψ’ς που ’χ’ς αδερφάδες να ζή’εις; Του
είπε θυμωμένος.
Ο Κυρ-Αλέξανδρος με ηρεμία του απάντησε τότε:
- Οι
αδελφάδες μου θα ζήσουν με τα γραπτά μου, και συ θα απομείνεις με το τσαπί.
(Διήγηση Αρετώς Σαρρή – Γαρυφάλλου. ετών 91)
«… Εγώ
τον Αλέξανδρο δεν τον πρόλαβα. Ό,τι έμαθα το έμαθα απ’ τις αδερφάδες τ’, γι’
αυτόν. Μου είχε πει η αδερφή τ’, η Ουρανίτσα, ότι μια μέρα πήγε ο Παπαδιαμάντ’ς
σ’ν’ ακκλησιά. Αφού μπήκε, απ’ τον γυναικωνίτ’ τόνε ξόμπλιαζαν τρεις γ’ναίκις,
κουτσομπόλες. Άκουσε ο Αλέξανδρος.
- Κοιτάξτε τον κατσάφ’!
- Ου γλυτσάρ’ς, δεν σ’κών’ του παλτό τ’ άλλ’ βρώμα.
Ου
Παπαδιαμάντ’ς δεν μίλ’σι. Πιάνι τουν παπά και του είπε γι’ αυτό και ότι θάλα
άλλαζε ακκλησιά για το κουτσομπουλιό.
- Πού θα πας, με τους Λιμνιώτες, Αλέξανδρε; Τονε παρακάλαγε ο παπάς.
Όμως ο Παπαδιαμάντ’ς πήγε στ’ν απάν’ ακκλησιά. Οι Λιμνιώτες τονε καλοδεχτήκανε,
τ’ς αγάπ’σι και τον αγαπήσανε. Έτσι ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή τα οστά τ’ να τα
έβαζαν στην Πάνω ακκλησιά.
(Σημείωση : Λιμνιώτες ονομάστηκαν όλοι οι πρόσφυγες από τη Λίμνη της
Εύβοιας, που κατέφυγαν στο νησί, και εγκαταστάθηκαν σε ορισμένο σημείο στην
πόλη της Σκιάθου που λέγεται και σήμερα «Λιμνιά»).
(Διήγηση Μαριγώς Σαρρή ετών 82. Η καταγραφή έγινε
το καλοκαίρι του 1991)
Αντί επιλόγου
Επιγραμματική
διήγηση για τον Κυρ-Αλέξανδρο :
« Όντις πέθανε ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντ΄ς η αδερφή τ’, η Ουρανία, του
’πε για μοιρολόι :
Να σε
’παινέσω ήθελα μα συ ’σαι παινεμένος
στου
βασιλιά την κάμαρη είσαι ζωγραφισμένος».
(Διήγηση Αρετώς Σαρρή - Γαρυφάλλου ετών 91)
Δέηση
για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δώσ' του τη
χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήσει απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμα κι άσε τον να ζήσει όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζει το νησί του.
να σου ζητήσει απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμα κι άσε τον να ζήσει όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζει το νησί του.
Να 'ναι τα βράχια στο
γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
να 'χει σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
να 'χει σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Να 'ναι οι νησιώτισσες
οι γριές, κι οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.
Κ' ύστερα ακόμα να 'ναι
ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φως τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τόνε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκλήσια
Και την καμπάνα τους μακριά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
σκυμμένα νάναι και το φως τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τόνε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκλήσια
Και την καμπάνα τους μακριά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δώσ' του, Χριστέ μου,
τη στερνή χαρά να ιδεί και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ' έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' αγιάσει!..
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ' έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' αγιάσει!..
Λάμπρος Πορφύρας
------------------------------------------------
Στη δημιουργία του Λευκώματος συνέβαλαν οι καθηγητές
του 3ου Γυμνασίου Λαμίας:
Σεραφείμ Κακούρας, φιλόλογος και Κωνσταντίνος
Μπαλωμένος, φυσικός
----------
Το παρόν Λεύκωμα εκδόθηκε με τη μέριμνα του 3ου
(Μουστακείου) Γυμνασίου Λαμίας (2011)
[1] Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη
Ελισαίου βρισκόταν στις αρχὲς του 20οῦ αιώνα στην οδὸ Άρεως 14, στο
Μοναστηράκι, όπου πήγαινε ὁ Παπαδιαμάντης και έψαλλε στις ολονυχτίες.
[2] Το 1936, μετά το θάνατο της Κυρατσούλας της τελευταίας
αδελφής του Παπαδιαμάντη, το σπίτι εγκαταλελειμμένο, χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά
ως στάβλος, αχυρώνας και αποθήκη πετρελαιοειδών της Ηλεκτρικής Εταιρείας
Σκιάθου. Απαλλοτριώθηκε το 1954 και ανήκει στο Δήμο Σκιάθου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου