Σελίδες

17/12/14

Ο Α’ Μακεδονικός Πόλεμος


με έμφαση στα γεγονότα της Στερεάς Ελλάδος



   Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 3ου π.Χ. αιώνος διεξήχθη ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος (218-201 π.Χ.), μια από τις μεγαλύτερες και αγριότερες συγκρούσεις του αρχαίου κόσμου. Οι προεκτάσεις αυτού του πολέμου αγκάλιασαν σχεδόν ολόκληρη τη Μεσόγειο και φυσικά δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσουν και τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Η Μακεδονία, κυρίαρχη δύναμη στον ελλαδικό χώρο αυτή την περίοδο, από χρόνια έβλεπε την Ρώμη να επεκτείνει την επιρροή της στα δυτικά της σύνορα και συγκεκριμένα στην Ήπειρο και την Ιλλυρία. Όμως οι αλλεπάλληλες σαρωτικές νίκες του Καρχηδονίου στρατηγού Αννίβα στην Ιταλία και η δεινή θέση στην οποία έφερε τους Ρωμαίους έδωσαν έναυσμα στον δυναμικό και φιλόδοξο βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’ να αναλάβει και αυτός δράση εναντίον τους. Συμμαχώντας με τον Αννίβα το 215 π.Χ. και κατασκευάζοντας στόλο, ο Φίλιππος προσέβαλε τις ρωμαϊκές κτήσεις με προοπτική να περάσει κάποια στιγμή απέναντι και να αποβιβαστεί στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι, αντιμέτωποι με το φάσμα δύο ισχυρών εχθρικών στρατών στα εδάφη τους, έπρεπε οπωσδήποτε να τον αποτρέψουν να διαπλεύσει το Ιόνιο. Οι Αιτωλοί, παραδοσιακοί αντίπαλοι των Μακεδόνων και ορκισμένοι εχθροί του Φιλίππου, θα αποδεικνύονταν το ιδανικότερο πιόνι στα σχέδια τους. Σε μια ακόμη επιτυχή εφαρμογή του «διαίρει και βασίλευε» ξέσπασε σύντομα ο Α’ Μακεδονικός πόλεμος, πολλές επιχειρήσεις του οποίου διεξήχθησαν στα εδάφη της Στερεάς Ελλάδος.


         Κατάσταση ελλαδικού χώρου πριν τον πόλεμο


   Το 217 π.Χ. στη Ναύπακτο αποφασίστηκε η λήξη του Β’ Συμμαχικού Πολέμου[1]. Εκεί ο Αιτωλός Αγέλαος εξεφώνησε έναν μνημειώδη λόγο[2] γεμάτο διορατικότητα καλώντας τους Έλληνες να σταματήσουν να πολεμούν μεταξύ τους και να ενωθούν ενώπιον των κινδύνων που εμφανίζονταν από τη δύση. Δεν είχε καθόλου άδικο καθώς η σύγκρουση Ρώμης και Καρχηδόνος ήταν ουσιαστικά ένας αγώνας για την πρωτοκαθεδρία της Μεσογείου. Παρότι ο λόγος του επικροτήθηκε από όλες τις πλευρές, μακροπρόθεσμα δεν είχε το απαιτούμενο αντίκρισμα καθώς η ειρήνη που συνομολόγησαν οι αντιμαχόμενοι απεδείχθη προσωρινή μόνον.
Ο Φίλιππος Ε’, ουσιαστικά κυρίαρχος πλέον της Ελλάδος, αμέσως στράφηκε κατά των ρωμαϊκών ερεισμάτων σε Ήπειρο και Ιλλυρία αναλαμβάνοντας επιθετικές πρωτοβουλίες. Αφού κατέλαβε κάποια εδάφη αφιέρωσε τον χειμώνα στην κατασκευή στόλου 100 πλοιαρίων. Το γεγονός αυτό θα του έδινε την δυνατότητα να προσβάλλει αποφασιστικά τις παραλιακές κτήσεις των Ρωμαίων αλλά και μελλοντικά να διαπεραιωθεί στην Ιταλία.
Αννίβας
  Το καλοκαίρι του επομένου έτους ο Φίλιππος απέπλευσε για την Ιλλυρία. Πληροφορούμενος όμως πως ρωμαϊκά πλοία[3] προσεγγίζουν την περιοχή επέδειξε ατολμία και τελικά αποφάσισε να αποσυρθεί ματαιώνοντας την επιχείρηση και πληγώνοντας το κύρος του. Παρόλα αυτά δεν εγκατέλειψε τα σχέδια του. Μάλιστα μετά την ολοκληρωτική συντριβή των Ρωμαίων από τον Αννίβα στις Κάννες (216) απέστειλε αντιπροσώπους στον Καρχηδόνιο στρατηγό με τον οποίο σύναψε συμμαχία το επόμενο έτος. Όσον αφορά όμως τις διπλωματικές του σχέσεις με τα ελληνικά κράτη της Ελλάδος, οι επιλογές του δεν κρίνονται ως ιδιαίτερα επιτυχημένες. Παρότι παρέλαβε πολύ νέος το θρόνο (17 ετών) είχε επιδείξει αρχικά αξιόλογο χαρακτήρα και έξοχες στρατιωτικές αρετές, με τον ιστορικό Πολύβιο να του προσδίδει το προσωνύμιο «ερώμενος των Ελλήνων». Με τον καιρό όμως η συμπεριφορά του έγινε ολοένα και πιο αυταρχική, υπονομεύοντας βαθιά την αξιοπιστία του. Για παράδειγμα, ενεπλάκη σε εσωτερικά θέματα των συμμάχων του Μεσσηνίων όπως επίσης και ότι σύναψε ερωτικές σχέσεις με την νύφη του συμμάχου και φίλου του Αράτου, ισχυρού άνδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας τον οποίο μάλιστα δηλητηρίασε αργότερα μαζί με τον γιό του. Μακροπρόθεσμα οι επιπτώσεις της διπροσωπίας του θα είχαν ολέθριες διπλωματικές συνέπειες για τη Μακεδονία.
   Στην αντίπερα όχθη οι Ρωμαίοι γνώριζαν πως ο Φίλιππος θα επανερχόταν σύντομα στην Ιλλυρία. Οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν καθώς το 213 ο Φίλιππος επιτέθηκε και κατέλαβε μεγάλο τμήμα στο εσωτερικό της χώρας. Καταβεβλημένοι όμως από τις συνεχείς ήττες χρειάζονταν χρόνο για να ανακάμψουν, ενώ όσο ο Αννίβας παρέμενε στα εδάφη τους κάθε σκέψη για αποστολή δυνάμεων εκτός Ιταλίας κρινόταν απαγορευτική, προς το παρόν τουλάχιστον. Όφειλαν ωστόσο να αποτρέψουν πάση θυσία τον Φίλιππο να υλοποιήσει τα σχέδια του, καθώς η απόβαση του επί ιταλικού εδάφους και η σύμπραξη του με τον Αννίβα θα αποτελούσαν την πλέον εφιαλτική εξέλιξη για τους ιδίους. Έπρεπε συνεπώς να δημιουργήσουν έναν αντιπερισπασμό, που θα τον διατηρούσε απασχολημένο στην Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση αποφάσισαν να προσεταιρισθούν τους Αιτωλούς. Δε θα μπορούσε να αποδειχθεί σοφότερη η επιλογή τους.

 
Η Ελλάς και ο χώρος του Αιγαίου το 200 π.Χ. Ο χάρτης δεν θα παρουσίαζε μεγάλες διαφορές με την έναρξη του Α’ Μακεδονικού πολέμου, 15 χρόνια πριν.


         Συμμαχία Ρωμαίων και Αιτωλών – Έναρξη του πολέμου


     Οι Ρωμαίοι ήταν καλοί γνώστες των ελληνικών πραγμάτων. Γνώριζαν πως οι σκληροτράχηλοι και ανυπότακτοι Αιτωλοί ως ηττημένοι του Β’ Συμμαχικού Πολέμου με την πρώτη ευκαιρία θα αναζητούσαν εκδίκηση από τους Μακεδόνες. Έτσι τους προσέγγισαν διενεργώντας αρχικά μυστικές επαφές από το 213 π.Χ., ενώ αργότερα δόθηκε πιο επίσημο ύφος στις συνομιλίες. Τον Σεπτέμβριο του 212 π.Χ. ρωμαϊκή ναυτική μοίρα προσορμίζεται στη Ναύπακτο και ο διοικητής της προπραίτωρ Μάρκος Βαλέριος Λαιβίνος παρευρίσκεται στην Εθνική Συνέλευση των Αιτωλών προσκεκλημένος του ανωτάτου άρχοντος της Αιτωλικής Συμπολιτείας, Σκόπα. Η συμφωνία οριστικοποιήθηκε εντός ολίγων ημερών. Είναι χαρακτηριστική για τους σκληρούς της όρους αποκαλούμενη και ως «κείμενο της διαρπαγής». Συγκεκριμένα:
- Ανέθετε την αρμοδιότητα των χερσαίων επιχειρήσεων στους Αιτωλούς και των ναυτικών στους Ρωμαίους.
- Όριζε πως τα εδάφη και οι πόλεις ως το ύψος της Κέρκυρας που θα καταλαμβάνονταν θα αποδίδονταν στους Αιτωλούς ενώ οι αιχμάλωτοι και τα μισά λάφυρα (σε περίπτωση από κοινού κατακτήσεως) ή όλα (σε περίπτωση καθαρά ρωμαϊκής κατακτήσεως) θα πήγαιναν στους Ρωμαίους.
- Κάθε μέλος δεσμευόταν πως δε θα συνομολογούσε ειρήνη με τον Φίλιππο εάν αυτός εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πόλεμο με άλλο μέλος της συμμαχίας.
 Το ισχυρότερο δέλεαρ πάντως για τους Αιτωλούς ήταν η υπόσχεση των Ρωμαίων πως θα τους συνέδραμαν στην κατάληψη της Ακαρνανίας (συμμάχου της Μακεδονίας). Στη συνθήκη επίσης εντάχθηκαν οι σύμμαχοι των Αιτωλών Ηλείοι και Λακεδαιμόνιοι, οι Ιλλυριοί βασιλείς Πλευράτος και Σκερδιλαΐδας και ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος Α’. Πρόκειται για μια επαίσχυντη συνθήκη εθνικής προδοσίας με τους Αιτωλούς να βάζουν τον ανόητο τυχοδιωκτισμό τους πάνω από την διορατικότητα, λησμονώντας τον εμπνευσμένο λόγο του συμπολίτη τους Αγελάου και παραδίδοντας αμέτρητους Έλληνες ομοφύλους τους βορά στα ρωμαϊκά σκλαβοπάζαρα. Παρόλο που η τυπική επικύρωση της συμφωνίας θα καθυστερούσε δύο ακόμη έτη, όλα ήταν έτοιμα πλέον για την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Η ενεργός ανάμιξη των Ρωμαίων στα ζητήματα της Ελλάδος είχε εγκαινιασθεί.
   Οι Ρωμαίοι δεν έχασαν καθόλου χρόνο και ανέλαβαν δράση. Στα τέλη του 212 π.Χ. ο Μάρκος Βαλέριος Λαιβίνος έχοντας στη διάθεση του μια λεγεώνα και τουλάχιστον 25 πεντήρεις επιτέθηκε στην Ζάκυνθο. Το νησί στο οποίο υπήρχε μακεδονική φρουρά κατελήφθη με εξαίρεση την ακρόπολη. Ακολούθως κατελήφθησαν και οι ακαρνανικές πόλεις Οινιάδαι και Νάσος οι οποίες παρεδόθησαν στους Αιτωλούς. Ύστερα ο Λαιβίνος απεσύρθη στην Κέρκυρα για να περάσει τον χειμώνα ικανοποιημένος από τις εξελίξεις. (Τ.Λιβ. 26.24)
Φίλιππος Ε’
   Ο Φίλιππος διαχείμαζε στην Πέλλα όταν ενημερώθηκε για τα τεκταινόμενα. Η αντίδραση του ήταν άμεση. Έσπευσε στην Ιλλυρία και επιτέθηκε στα περίχωρα της ελεγχόμενης από τους Ρωμαίους Απολλωνίας νικώντας μάλιστα τους Απολλωνιάτες σε μάχη. Εν συνεχεία και αφού ερήμωσε μεγάλο μέρος του εσωτερικού της χώρας στράφηκε κατά των Δαρδανών. Προελαύνοντας μέσω Πελαγονίας τους απέσπασε την κομβικής σημασίας μεθοριακή πόλη Σιντία, διασφαλίζοντας προσωρινά έτσι τη Μακεδονία από τις επιδρομές τους. Με αστραπιαία ταχύτητα κατήλθε στην Θεσσαλία για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Θεσσαλών. Αφήνοντας δύναμη 4000 ανδρών να φρουρεί το πέρασμα των Τεμπών κινήθηκε βορείως και εξεστράτευσε κατά των Μαίδων στη Θράκη όπου έκαψε τα εδάφη τους και κατέλαβε την πρωτεύουσα τους Ιαμφορίνα. Αναμφισβήτητα αυτή η σειρά εκστρατειών θα εξασφάλιζε τα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας, επιτρέποντας αργότερα στον Φίλιππο να επικεντρωθεί απερίσπαστος στο πραγματικό θέατρο των επιχειρήσεων, την κυρίως Ελλάδα.
   Οι Αιτωλοί το φθινόπωρο του 211 π.Χ. πληροφορούμενοι πως ο Φίλιππος είχε κατέλθει στη Θεσσαλία απέστειλαν πρεσβεία στην Σπάρτη επιδιώκοντας την ενεργό συμμετοχή της στον πόλεμο υπέρ τους. Συγχρόνως επιστρατεύθηκαν και ετοιμάστηκαν να εισβάλλουν στην Ακαρνανία. Οι δε Ακαρνάνες βρέθηκαν σε δεινή θέση. Υστερούσαν σε στρατιωτική δύναμη συγκριτικά με τους Αιτωλούς και επίσης ήταν αποθαρρυμένοι με την απώλεια των Οινιάδων και της Νάσου. Με τη δύναμη της απελπισίας πάντως επιστράτευσαν κάθε διαθέσιμο άνδρα ενώ τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους τους έστειλαν στην γειτονική Ήπειρο. Συγκεντρώνοντας όλες τους τις δυνάμεις τους έδωσαν όρκο να νικήσουν ή να πεθάνουν και καταράστηκαν όσους θα επεδείκνυαν δειλία. Παράλληλα απέστειλαν και αυτοί πρεσβεία στην Σπάρτη[4] επιζητώντας την ουδετερότητα της. Ακόμη ειδοποίησαν τον Φίλιππο να τους συνδράμει. Εκείνος ανταποκρίθηκε και ξεκίνησε αμέσως με ταχεία πορεία από τη Θράκη όπου πλέον βρισκόταν, όπως αναφέραμε παραπάνω. Οι Αιτωλοί στο άκουσμα αυτής της είδησης εγκατέλειψαν την ιδέα της εισβολής και απεσύρθησαν στα εδάφη τους.  Ο δε Φίλιππος, ο οποίος είχε μέχρι τότε προχωρήσει ως το Δίον, επέστρεψε στην Πέλλα.



   Οι φλόγες του πολέμου φουντώνουν – Εκστρατεία του Φιλίππου στη Φθιώτιδα


   Την άνοιξη του 210 π.Χ. η ρωμαϊκή ναυτική μοίρα υπό τον Μάρκο Βαλέριο Λαιβίνο απέπλευσε και πάλι από την Κέρκυρα. Περιπλέοντας την Λευκάδα έφτασε στην Ναύπακτο. Εκεί ο Λαιβίνος ανακοίνωσε στους Αιτωλούς την πρόθεση του να επιτεθεί στην παραλιακή Φωκική πόλη Αντίκυρα. 

Τμήμα ελληνιστικού τείχους Αντίκυρας
(πηγή: Ιστοσελίδα «Δρόμοι του Παυσανία»)
   Αυτοί προετοιμάσθηκαν για να τον συνδράμουν και σε τρείς ημέρες η πόλη δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Εντός ολίγων ημερών ακολούθησε η παράδοση της και όπως όριζε η συμφωνία οι Αιτωλοί πήραν τον έλεγχο της πόλης ενώ οι Ρωμαίοι εξανδραπόδισαν τον πληθυσμό. Μετά από αυτή την επιτυχία ο Λαιβίνος, οποίος εξελέγη ύπατος για το τρέχον έτος, επέστρεψε στη Ρώμη. Εκεί υποστήριξε πως εφόσον ο Φίλιππος ήταν ήδη εμπλεγμένος σε πολλά μέτωπα, μπορούσαν πλέον να αποσπάσουν με ασφάλεια δυνάμεις από την Ελλάδα αποστέλλοντας τες σε άλλα πιο νευραλγικά σημεία. Ο νεοεκλεγείς ανθύπατος Μακεδονίας Πόπλιος Σουλπίκιος Γάλβας Μάξιμος, που τον αντικατέστησε διετάχθη να αποσύρει την υπάρχουσα λεγεώνα, διατηρώντας ωστόσο ακέραια την παρευρισκόμενη ναυτική δύναμη.
 Ο Σουλπίκιος συνεχίζοντας το καταστροφικό έργο του προκατόχου του πέρασε στο Αιγαίο όπου κατέλαβε και λεηλάτησε την Αίγινα, το ίδιο έτος. Οι κάτοικοι πωλήθηκαν ως δούλοι και το νησί παρεχωρήθη στους Αιτωλούς βάσει της συμφωνίας, οι οποίοι με τη σειρά τους το πούλησαν στον βασιλιά της Περγάμου Άτταλο για 30 τάλαντα. Εκείνος όρισε το νησί σαν βάση για τις ναυτικές του επιχειρήσεις στο Αιγαίο κατά των Μακεδόνων, εισερχόμενος πλέον φανερά στον πόλεμο. Οι Αιτωλοί μάλιστα στη επόμενη Συνέλευση απένειμαν τιμητικά στον Άτταλο τον τίτλο του Στρατηγού (ανώτατο αξίωμα) της Συμπολιτείας για το επόμενο έτος.
   Εν τω μεταξύ ο Φίλιππος δεν έμεινε αδρανής και έκανε και αυτός την παρουσία του στη νότιο Ελλάδα. Κατερχόμενος στην Φθιώτιδα πολιόρκησε την πόλη του Εχίνου[5] (σημ. Αχινός). Ο Πολύβιος (9.41) περιγράφει λεπτομερώς τις πυρετώδεις προετοιμασίες του Φιλίππου με την κατασκευή πολιορκητικών χελωνών, κριών, πύργων, λιθοβόλων (είδος καταπέλτη), στοών και σηράγγων. Παράλληλα εκφράζει τον θαυμασμό του για την γόνιμη Φθιωτική γη: «…Εντός ολίγων ημερών τα έργα ολοκληρώθηκαν καθώς ο τόπος παρείχε σε αφθονία όλα τα αναγκαία μέσα, αφού ο Εχίνος ο οποίος βρίσκεται στον Μαλιακό κόλπο, στραμμένος προς νότο, απέναντι από το Θρόνιον, απολαμβάνει μια πλούσια γη. Γι αυτόν τον λόγο δεν έλειψε στον Φίλιππο κανένα αναγκαίο για τον σκοπό του. Και όπως ανέφερα, όταν ολοκληρώθηκαν τα έργα (ο Φίλιππος) μέσω των ορυγμάτων και των μηχανών κινήθηκε προς τα τείχη.»

Ελληνιστική νεκρόπολη Εχίνου
(πηγή: Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού)
  Όσο ο Φίλιππος πολιορκούσε τον Εχίνο, εχθρικές ενισχύσεις έκαναν την εμφάνιση τους. Ο Σουλπίκιος με την ναυτική του μοίρα και ο Αιτωλός στρατηγός Δωρίμαχος με δυνάμεις πεζικού και ιππικού κατέφθασαν να ανακουφίσουν την πίεση στους πολιορκούμενους. Ο Φίλιππος όμως είχε λάβει τα μέτρα του όχι μόνον προς την πλευρά της πόλης όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά είχε περιχαρακώσει ολόκληρο το στρατόπεδο του με τάφρο και τείχος. Οι Ρωμαίοι και οι Αιτωλοί επιτέθηκαν στις οχυρώσεις του Φιλίππου ο οποίος όμως προέβαλλε σθεναρή αντίσταση αποκρούοντας τους. Η νίκη αυτή εξύψωσε το ηθικό των Μακεδόνων εντείνοντας την πίεση στον πολιορκημένο Εχίνο. Τελικά οι κάτοικοι απελπισμένοι παρέδωσαν την πόλη στον Φίλιππο. (Πολ. 9.42)
   Ο πόλεμος πλέον είχε επεκταθεί, με όλο και περισσότερες δυνάμεις να εισέρχονται σε αυτόν και από τις δύο πλευρές. Οι Σπαρτιάτες κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Αχαϊκή Συμπολιτεία εισέβαλλαν στην Αρκαδία λεηλατώντας ενώ και οι Αιτωλοί διασχίζοντας τον πορθμό του Ρίου πραγματοποιούσαν επιδρομές στην Αχαΐα. Οι Αχαιοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση από τη διπλή αυτή επίθεση και ζήτησαν τη βοήθεια του Φιλίππου. Αυτός την άνοιξη του 209 π.Χ. κατήλθε και πάλι στη νότιο Ελλάδα. Ο στρατηγός των Αιτωλών γι’ αυτό το έτος Πυρρίας, ενισχυμένος με 1.000 Ρωμαίους από τον Σουλπίκιο αλλά και ένα τμήμα Περγαμηνών από τον (συνάδελφο του γι’ αυτό το έτος) Άτταλο, συνάντησε τον στρατό του Φιλίππου έξω από την Λαμία. Σε δύο διαδοχικές μάχες που εδόθησαν οι Αιτωλοί συνετρίβησαν μετρώντας βαριές απώλειες· πάνω από 1.000 νεκρούς σε κάθε μάχη. Έκτοτε δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν ξανά στον Φίλιππο και ενεκλείσθησαν στα τείχη της οχυρής Λαμίας. Ο δε βασιλιάς της Μακεδονίας οδήγησε τον στρατό του στα Φάλαρα[6].  Ο Τίτος Λίβιος (27.30) περιγράφει αυτή την πόλη ως «τοποθεσία με μέχρι πρότινος αξιόλογο πληθυσμό χάρη στο εξαίσιο λιμάνι της, στα ασφαλή αγκυροβόλια της περιοχής της και στα ναυτικά και εμπορικά πλεονεκτήματα που προσφέρει…».


Αποτυχημένες προσπάθειες ειρήνευσης – Κάθοδος του Φιλίππου στην Πελοπόννησο


   Στο εν λόγω λιμάνι του Μαλιακού πρέσβεις από την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, την Αθήνα, τη Χίο και τη Ρόδο συνάντησαν τον Φίλιππο σε μια απόπειρα διαμεσολάβησης για ειρήνευση. Παράλληλα και ο βασιλιάς των Αθαμάνων και γείτονας των Αιτωλών Αμύνανδρος ενεργούσε από την πλευρά τους ως ειρηνοποιός. Προς το παρόν επετεύχθη ανακωχή 300 ημερών ενώ οι συζητήσεις ανεβλήθησαν και συμφωνήθηκε να ξανάρχιζαν στην Συνέλευση της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ο Φίλιππος αναχωρώντας από τα Φάλαρα κατευθύνθηκε μέσω Βοιωτίας προς την στρατηγικής σημασίας Χαλκίδα καθώς πληροφορίες του ανέφεραν πως ο Άτταλος έπλεε προς αυτή. Αφήνοντας εκεί μια δύναμη σε περίπτωση επιθέσεως του Αττάλου, κινήθηκε συνοδεία ενός μικρού σώματος ιππέων και ελαφρού πεζικού προς το Άργος. Εκεί μέσω της λαϊκής ψήφου του ανετέθη η προεδρία των Ηραίων και των Νεμέων[7]. Αμέσως μετά το πέρας των Ηραίων πήγε στο Αίγιο για να παρευρεθεί στην Συνέλευση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, όπως είχε αποφασισθεί στα Φάλαρα.
   Στο Αίγιο εκτός του Φιλίππου ήταν παρόντες και οι απεσταλμένοι Αιγύπτου, Ρόδου, Χίου και Αθηνών, ενώ πρόσκληση να συμμετάσχουν στις συνομιλίες έλαβαν και οι Αιτωλοί. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο ειρήνης με τους Αιτωλούς, έτσι ώστε οι Ρωμαίοι και ο Άτταλος να μην έχουν πλέον αφορμή εμπλοκής στην Ελλάδα. Οι Αιτωλοί όμως, ενθαρρυμένοι από την παρουσία του αγκυροβολημένου στη Ναύπακτο ρωμαϊκού στόλου αλλά και από την είδηση πως ο Άτταλος βρισκόταν στην Αίγινα, επέδειξαν απογοητευτικά άτεγκτη και αλαζονική στάση, αξιώνοντας απαράδεκτους όρους για παραχωρήσεις εδαφών. Ο Φίλιππος, εξοργισμένος που του έθεταν όρους ηττημένου τη στιγμή που τους είχε συντρίψει στο πεδίο της μάχης, τους κατηγόρησε πως ενώ αυτός επιζητά την ειρήνη αυτοί επιδιώκουν τον πόλεμο. Με μηδαμινές πιθανότητες ειρήνης προς το παρόν η Συνέλευση διελύθη. Προτού αποχωρήσει ο Φίλιππος άφησε 4000 άνδρες ως ενίσχυση στους Αχαιούς λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα 5 πολεμικά πλοία. Η δημιουργία ενός ισχυρού στόλου ικανού να αντιπαρατεθεί στον ρωμαϊκό φαίνεται πως ήταν προτεραιότητα γι’ αυτόν καθώς ο Λίβιος (27,30) αναφέρει πως και οι Καρχηδόνιοι αλλά και ο βασιλιάς της Βιθυνίας Προυσίας του απέστειλαν ναυτικές ενισχύσεις. Αποχωρώντας από το Αίγιο ο βασιλιάς της Μακεδονίας επέστρεψε στο Άργος για να παρευρεθεί στα Νέμεα, των οποίων όπως προείπαμε προήδρευε.
   Κατά τη διάρκεια των Αγώνων ο ρωμαϊκός στόλος υπό τον Πόπλιο Σουλπίκιο Γάλβα προσάραξε στην περιοχή μεταξύ Κορίνθου και Σικυώνος, λεηλατώντας και καταστρέφοντας την ύπαιθρο. Ο Φίλιππος άφησε τους Αγώνες, πήρε τους ιππείς του και επιτέθηκε στους διασκορπισμένους Ρωμαίους, προξενώντας τους απώλειες και καταδιώκοντας τους μέχρι τα πλοία τους. Αυτοί επέστρεψαν  στην Ναύπακτο ενώ ο Φίλιππος με τη φήμη του πλέον γεμάτη λάμψη για τη νίκη του γύρισε για το υπόλοιπο των Αγώνων. Ακολούθησε μια σύντομη εκστρατεία του στην Ηλεία στο πλευρό των Αχαιών με σκοπό την έξωση των Αιτωλών από την Ήλιδα. Διεξήχθη μάλιστα και μια σκληρή μάχη[8] προ της πόλεως αυτής. Σύντομα έφθασαν ειδήσεις όμως για κινητοποιήσεις των Ιλλυριών και των Δαρδανών. Έχοντας αποκομίσει πλούσια λεία (4000 αιχμαλώτους και 20000 ζώα) και αφήνοντας άλλους 2500 άνδρες υπό τους Μένιππο και Πολυφόντη ως βοήθεια στους Αχαιούς επέστρεψε στην Δημητριάδα της Μαγνησίας σε κάτι περισσότερο από μια εβδομάδα. Ο Σουλπίκιος με τον στόλο του περιέπλευσε την Πελοπόννησο φθάνοντας στην Αίγινα όπου θα διαχείμαζε, όπως ακριβώς και ο Άτταλος.


         Ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο – Συγκρούσεις στη Στερεά Ελλάδα


   Κατά την αρχή του θέρους του επομένου έτους (208 π.Χ.) ο Σουλπίκιος και ο Άτταλος  συγκέντρωσαν τους στόλους τους (25 και 35 πλοία αντίστοιχα) και επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στην Λήμνο. Οι δε Αιτωλοί δήωναν τα εδάφη των γειτόνων τους. Ο Φίλιππος αντέδρασε αμέσως διατάσσοντας να συγκεντρωθεί ο μακεδονικός στρατός στη Λάρισσα. Στην Δημητριάδα όπου βρισκόταν σύντομα δέχθηκε επισκέψεις από όλους τους συμμάχους του. Οι Ακαρνάνες ανησυχούσαν για τις αιτωλικές επιδρομές, οι Αχαιοί ανέφεραν πως ο τύραννος της Σπάρτης Μαχανίδας είχε στρατοπεδεύσει στα όρια του Άργους, οι Βοιωτοί και Ευβοείς φοβόντουσαν τον εχθρικό στόλο και ζητούσαν προστασία ενώ οι Ηπειρώτες ενημέρωσαν πως οι Ιλλυριοί βασιλείς Πλευράτος και Σκερδιλαΐδας κινητοποιούσαν τα στρατεύματα τους. Ακόμη και οι Μαίδοι Θράκες καραδοκούσαν να εισβάλλουν στη Μακεδονία με την πρώτη ευκαιρία. Τελευταίες πληροφορίες μαρτυρούσαν επίσης πως οι Αιτωλοί είχαν οχυρώσει τα Στενά των Θερμοπυλών με τάφρους, περίφραξη και ισχυρή φρουρά στοχεύοντας καταφανώς να φράξουν το δρόμο προς τη νότιο Ελλάδα και να αποτρέψουν τον Φίλιππο να συνδράμει τους Αχαιούς. Οι πλέον φλέγουσες ειδήσεις όμως έρχονταν από την Σκόπελο (μακεδονική κτήση όπως και η Λήμνος) στην οποία είχε επιτεθεί ο Άτταλος λεηλατώντας και καταστρέφοντας την. Ο Φίλιππος καθησύχασε τους συμμάχους του και αποπέμποντας τους υποσχέθηκε να πράξει ό,τι καλύτερο μπορεί. (Πολ. 10.41, Τ.Λιβ. 28.5)
   Ο άοκνος Αντιγονίδης[9] αρχικά ενίσχυσε περιφερειακά νευραλγικά σημεία προτού αναλάβει επιθετικές πρωτοβουλίες.  Πρωτίστως ενίσχυσε την Σκόπελο με απόσπασμα στρατού. Τους στρατηγούς Πολυφόντη και Μένιππο τους έστειλε, τον πρώτο σε Φωκίδα και Βοιωτία και τον δεύτερο στην Χαλκίδα με 1.000 πελταστές και 500 Αγριάνες για την προστασία του υπολοίπου νησιού. Ο ίδιος πήγε στην Σκοτούσσα διατάσσοντας τον στρατό, ο οποίος στο μεταξύ είχε συγκεντρωθεί, να προσέλθει και να τον συναντήσει εκεί. Σύντομα έλαβε ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Συγκεκριμένα στην Ηράκλεια οι ηγέτες των Αιτωλών θα συγκαλούσαν Συνέλευση ενώ και οι Σουλπίκιος και Άτταλος καταπλέοντας στη Νίκαια[10] είχαν προσέλθει για να συσκεφθούν μαζί τους περί των εξελίξεων. Έτσι ξεκίνησε αμέσως με τον στρατό του από την Σκοτούσσα με σύντονη πορεία ευελπιστώντας να τους καταλάβει εξαπίνης και να τους συλλάβει. Δεν πρόλαβε όμως καθώς η Συνέλευση έληξε, παρόλα αυτά έκαψε τα σπαρτά στον κάμπο του Σπερχειού[11].
   Εν συνεχεία ο Φίλιππος επέστρεψε στη Σκοτούσσα όπου άφησε τον κύριο όγκο του στρατού. Παίρνοντας μαζί του μόνο τους ελαφρά οπλισμένους και τη βασιλική φρουρά[12] πήγε στη Δημητριάδα όπου ανέμενε την επόμενη κίνηση των αντιπάλων οργανώνοντας ταυτοχρόνως ένα δίκτυο πληροφοριών. Συγκεκριμένα έστειλε αγγελιαφόρους στις φρουρές της Σκοπέλου, Φωκίδος και Ευβοίας μηνώντας τους τον ειδοποιήσουν με φρυκτωρίες εφόσον έβλεπαν τον εχθρό. Ο ίδιος έλαβε θέση στο Όρος Τισσαίο[13], ιδανική θέση παρατήρησης σε σχέση με τις παραπάνω περιοχές.

Τμήμα οχυρώσεων Ωρεών Ευβοίας

(πηγή: http://www.kastra.eu/)
   Στην αντίπερα όχθη ο Σουλπίκιος, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε προσορμισθεί επίσης στην Επικνημίδεια Νίκαια, απέπλευσε μαζί με τον Άτταλο προς τους Ωρεούς Ευβοίας· μακεδονική κτήση εκείνη την περίοδο. Φθάνοντας διεξήγαγαν μυστικές συνεννοήσεις με τον Πλάτωρα, διοικητή της φρουράς, και μετά από 4 ημέρες εξαπέλυσαν επίθεση ακολουθώντας παρόμοια τακτική με αυτή της Αντίκυρας· οι Ρωμαίοι θα επιτίθονταν από θάλασσα και οι Περγαμηνοί από στεριά. Ο Τίτος Λίβιος (28.6) παραδίδει την πολιορκία και κατάληψη της ευβοϊκής πόλης: «Η πόλη διέθετε δύο ακροπόλεις, η μια υπερκείμενη της θαλάσσης, η άλλη στην καρδιά της πόλης. Απ’ την τελευταία ένα υπόγειο πέρασμα οδηγούσε στη θάλασσα, και κάποτε οδηγούσε σε έναν πύργο 5 πατώματα ψηλό, ο οποίος συνιστούσε επιβλητική άμυνα. Εδώ έλαβε χώρα σκληρός αγώνας, καθώς ο πύργος ήταν εφοδιασμένος σε αφθονία με βλήματα κάθε είδους, και οι μηχανές και το πυροβολικό των πλοίων ανεπτύχθη για δράση κατά των τειχών. Ενόσω η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στη σύγκρουση που διαδραματιζόταν εκεί, ο Πλάτωρ έμπασε τους Ρωμαίους από τις πύλες της θαλασσίας ακροπόλεως, η οποία κατελήφθη αμέσως. Ύστερα οι αμυνόμενοι αναγκασμένοι να επιστρέψουν στην πόλη, επεχείρησαν να ανακαταλάβουν την άλλη ακρόπολη. Άνδρες όμως τοποθετημένοι εδώ γι’ αυτό τον σκοπό τους έκλεισαν τις πύλες, και έτσι αποκλεισμένοι και από τις δύο ακροπόλεις σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν. Η μακεδονική φρουρά παρετάχθη σε κλειστή φάλαγγα κάτω από τα τείχη της ακροπόλεως, ούτε επιχειρώντας να διαφύγει ούτε να λάβει ενεργό μέρος στη μάχη. Ο Πλάτωρ έπεισε τον Σουλπίκιο να τους αφήσει να φύγουν και έτσι μπήκαν σε πλοίο και αποβιβάσθηκαν στο Δημήτριον[14] της Φθιώτιδος. Ο ίδιος ο Πλάτωρ προσχώρησε στον Άτταλο.» Η πόλη λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους ενώ ο Άτταλος στο μεταξύ πιθανότατα είχε ήδη αποπλεύσει για να επιτεθεί στον Οπούντα (σημ. Αταλάντη).
   Ο Σουλπίκιος ενθαρρυμένος από την εύκολη επιτυχία του στους Ωρεούς έβαλε αυτή τη φορά πλώρη για την Χαλκίδα. Σύντομα όμως διαπίστωσε ο ίδιος ότι τα ισχυρά αέρια αλλά και θαλάσσια ρεύματα που διέρχονται των Στενών του Ευρίπου έκαναν πολύ επικίνδυνο το αγκυροβόλιο. Επίσης ήρθε αντιμέτωπος με τις ισχυρότατες οχυρώσεις της πόλης, τον αυξημένο αριθμό αλλά και την αποφασιστικότητα της φρουράς. Κρίνοντας ψύχραιμα και ορθολογικά την κατάσταση απεφάνθη πως δεν υπήρχε ελπίδα κατάληψης της Χαλκίδος. Έτσι εγκαταλείποντας αυτό το αστραπιαίο εγχείρημα ανέκρουσε πρύμναν και κατέπλευσε χωρίς χρονοτριβή στον Κύνο (σημ. Λιβανάτες), επίνειο του Οπούντος. (Τ.Λιβ. 28.6)
   Από την άλλη πλευρά ο Φίλιππος ειδοποιήθηκε από τις φρυκτωρίες των Ωρεών, παρότι αυτές λόγω της προδοσίας άναψαν καθυστερημένα. Υστερώντας επίσης σε στόλο κάθε σκέψη για προσέγγιση της Ευβοίας μέσω θαλάσσης κρινόταν απαγορευτική. Για να αντισταθμίσει ο Φίλιππος αυτά τα μειονεκτήματα κινήθηκε ταχύτατα αμέσως μόλις έλαβε το σήμα. Γνώριζε πως η στρατηγικής σημασίας Χαλκίδα θα απειλείτο άμεσα, όπως απεδείχθη, και πως έπρεπε να την υπερασπισθεί. Έτσι από την Δημητριάδα επέστρεψε στην Σκοτούσσα από την οποία αναχώρησε τα μεσάνυχτα. Κατερχόμενος στη Φθιώτιδα διέλυσε τους οχυρωμένους στις Θερμοπύλες Αιτωλούς, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν στην Ηράκλεια. Τελικά έφθασε στην Ελάτεια της Φωκίδος, έχοντας καλύψει πάνω από 60 μίλια μέσα σε μια μέρα! Στο ίδιο διάστημα ο Άτταλος είχε ολοκληρώσει την κατάληψη και λεηλασία του Οπούντος μετά από πολιορκία και πλέον αποσπούσε εισφορές από τους πλουσιότερους πολίτες της πόλης, παντελώς ανυποψίαστος για την αστραπιαία προέλαση του Φιλίππου. Θα είχε βρεθεί σε δυσχερέστατη θέση εάν μερικοί Κρήτες οι οποίοι σε αναζήτηση τροφών δεν είχαν εξαπλωθεί πέραν του κανονικού παρατηρώντας έτσι εγκαίρως την άφιξη του μακεδονικού στρατού. Με τον στρατό του διατελώντα εν πλήρει συγχύσει και επιβιβαζόμενο όπως - όπως στα πλοία ο Άτταλος φρόντισε να διαφύγει αμέσως μαινόμενος κατά Θεών και…Οπουντίων, οι οποίοι δεν είχαν παραδοθεί αμέσως αλλά έδωσαν πολύτιμο χρόνο στον Φίλιππο με την αντίσταση τους… (Τ.Λιβ. 28.7)

Οχυρώσεις αρχαίας Δρυμαίας
(πηγή: Ιστοσελίδα «Δρόμοι του Παυσανία»)
  Διευθετώντας τα πράγματα στον Οπούντα ο Φίλιππος πολιόρκησε το ελεγχόμενο από τους Αιτωλούς Θρόνιο[15], το οποίο και κατέλαβε. Ο Άτταλος μετά τη φυγή του κατέπλευσε προσωρινά στους Ωρεούς. Σύντομα έλαβε νέα πως ο βασιλιάς της Βιθυνίας Προυσίας Α’ απειλεί τα εδάφη του και παρατώντας τα πάντα έφυγε οριστικά για την Ασία. Ο δε Σουλπίκιος σάλπαρε για την Αίγινα. Απομένοντας πλέον απόλυτος κυρίαρχος στην Λοκρίδα ο Φίλιππος κατέλαβε εν συνεχεία το Τιθρώνιο και τη Δρυμαία και τέλος κινήθηκε ξανά προς την Ελάτεια, όπου είχε συμφωνηθεί να συναντήσει και πάλι τους πρεσβευτές της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της Ρόδου. Οι δυνάμεις αυτές βασίζονταν στο εμπόριο και ο συνεχιζόμενος πόλεμος έπληττε τα συμφέροντα τους, γι’ αυτό το λόγο κατέβαλλαν συνεχείς προσπάθειες διαμεσολάβησης. Σημειωτέον ότι είχαν παραστεί και στη Συνέλευση των Αιτωλών στην Ηράκλεια Φθιώτιδος στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών όμως έφθασαν νέα πως ο τύραννος της Σπάρτης Μαχανίδας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Ηλείους την στιγμή μάλιστα που αυτοί προετοίμαζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Φίλιππος θεώρησε χρέος να αποτρέψει κάτι τόσο ανόσιο και ξεκινώντας με τη γνωστή του κεραυνοβόλα προέλαση εισέβαλλε μια ακόμη φορά στην Πελοπόννησο. Ο Μαχανίδας μαθαίνοντας κάτι τέτοιο επέστρεψε εσπευσμένα στη Σπάρτη. (Τ.Λιβ. 28.7)



 Αποχώρηση των Ρωμαίων από την Ελλάδα – Τελική πορεία προς την ειρήνευση


   Ο Φίλιππος πραγματοποίησε μια σύντομη στάση στο Αίγιο όπου εξεφώνησε έναν εμψυχωτικό λόγο στην Συνέλευση της Αχαϊκής Συμπολιτείας ενθουσιάζοντας τους Αχαιούς. Διευθετώντας παράλληλα και ορισμένα εδαφικά ζητήματα της Πελοποννήσου προς όφελος τους και λαμβάνοντας ναυτικές ενισχύσεις ως αντάλλαγμα διέσχισε τον Κορινθιακό πλέοντας προς την προσφάτως λεηλατημένη Αντίκυρα. Από εκεί έπλευσε προς το αιτωλικό λιμάνι των Ερυθρών όπου απεβιβάσθη. Οι Αιτωλοί τρομοκρατήθηκαν και κατέφυγαν σε δύσβατα και δασώδη μέρη. Κατέσχεσε επίσης πολλά κοπάδια και προμήθειες, τις οποίες απέδωσε στους Αχαιούς. (Τ.Λιβ. 28.8)
   Αφήνοντας τον στρατό να επιστρέψει μέσω Φωκίδος και Βοιωτίας ο ίδιος πραγματοποίησε μια τρόπον τινά περιοδεία καταπλέοντας αρχικά στην Κόρινθο. Εν συνεχεία αψηφώντας τολμηρά τον ρωμαϊκό στόλο περιέπλευσε το Σούνιο με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Μιλώντας στους Χαλκιδείς εξήρε την αφοσίωση και την αποφασιστικότητα τους. Ακολούθως μετέβη στους Ωρεούς τους οποίους ανακατέλαβε αναθέτοντας την ηγεσία της πόλης σε όσους προύχοντες διέφυγαν μετά την κατάληψη της πόλης αρνούμενοι τη σύμπραξη με τους Ρωμαίους. Ολοκληρώνοντας την περιοδεία επέστρεψε στην Δημητριάδα (Τ.Λιβ. 28.8). Το τρέχον έτος είχε φέρει εις πέρας πολλές δύσκολες επιχειρήσεις επιδεικνύοντας λαμπρές στρατηγικές αρετές, χαλύβδινη αποφασιστικότητα και είχε προστατεύσει επιτυχώς τους συμμάχους του κερδίζοντας την εκτίμηση τους. Παράλληλα σκεπτόμενος μεθοδικά για τις μελλοντικές επιχειρήσεις διέταξε την κατασκευή 100 πολεμικών πλοίων στην Κασσάνδρεια (Χαλκιδικής). Με την ηρεμία να επικρατεί πλέον – έστω προσωρινά – στη νότιο Ελλάδα ο Φίλιππος επέστρεψε στη Μακεδονία για να επιτεθεί ξανά στους Θράκες Μαίδους. Ήταν φθινόπωρο του 208 π.Χ.
   Ήταν φανερό πως οι τύχες του πολέμου έκλειναν πλέον φανερά υπέρ των Μακεδόνων και των συμμάχων τους. Το 207 π.Χ. ο ρωμαϊκός στόλος ανεκλήθη από την Ελλάδα. Απεσταλμένοι των ουδετέρων κρατών Αιγύπτου, Ρόδου, Χίου, Μυτιλήνης, Βυζαντίου και ίσως και των Αθηνών παρευρέθησαν σε μια ακόμη Συνέλευση των Αιτωλών και πάλι στην Ηράκλεια Φθιώτιδος, πιθανώς την άνοιξη του ιδίου έτους. Τους προειδοποίησαν για τους μεγάλους κινδύνους που έκρυβε για τους Έλληνες η συμμαχία τους με τους Ρωμαίους ενώ τους κατηγόρησαν για την βάρβαρη πολιτική λαφυραγώγησης στην οποία συνέπρατταν. Παρόντες ήταν και Μακεδόνες αντιπρόσωποι. Οι Αιτωλοί δεν έδειξαν διάθεση για ειρήνευση και έτσι ο Φίλιππος εισέβαλλε ξανά στην Αιτωλία καταστρέφοντας το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο τους Θέρμο, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας υπό την ηγεσία του ικανού Φιλοποίμενος νίκησαν στη Μαντίνεια της Αρκαδίας τους Σπαρτιάτες του Μαχανίδα, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη.
   Οι Αιτωλοί χωρίς ενεργούς συμμάχους στην Ελλάδα, απομονωμένοι πλήρως και φέροντες βαριές τις πληγές του πολέμου αναγκάσθηκαν να δεχθούν ανακωχή, το 206 π.Χ. Ο Φίλιππος απαλλαγμένος από τα μέτωπα της νοτίου Ελλάδος ανέλαβε και πάλι επιθετικές πρωτοβουλίες στην Ιλλυρία. Οι Ρωμαίοι ανήσυχοι για τις εκεί κτήσεις τους επιχείρησαν να αναζωπυρώσουν τις εχθροπραξίες αποστέλλοντας 10000 πεζούς, 1000 ιππείς και 35 πολεμικά πλοία στην Επίδαμνο (σημ. Δυρράχιο) υπό τον αντικαταστάτη του Ποπλίου Σουλπικίου Γάλβα, Πόπλιο Σεμπρώνιο Τουδιτανό. Αυτός έστειλε 15 πλοία στην Αιτωλία σε μια απόπειρα να ξεσηκώσει ξανά τους Αιτωλούς, χωρίς επιτυχία. Ο Φίλιππος έδρασε ορμητικά αποκλείοντας τον Σεμπρώνιο στην Απολλωνία και δηώνοντας την πέριξ χώρα. Τελικά το 205 π.Χ. με διαμεσολάβηση των Ηπειρωτών αντιπρόσωποι από τα δύο στρατόπεδα συγκεντρώθηκαν στην πόλη Φοινίκη της Ηπείρου και συνομολόγησαν ειρήνη. (Τ.Λιβ. 29.12)



         Επίλογος


   Τον καιρό που έγινε η συνθήκη της Φοινίκης ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος είχε ήδη λάβει διαφορετική τροπή. Οι Ρωμαίοι έχοντας αποτρέψει την απόβαση του Φιλίππου στην Ιταλία εστράφησαν πλέον αναπόσπαστοι κατά του Αννίβα. Επιστρατεύοντας πολυάριθμες εφεδρείες που τους προσέφερε απλόχερα το ανεξάντλητο ανθρώπινο δυναμικό της Ιταλίας και επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη υπομονή και μεθοδικότητα ανασυντάχθηκαν και ανέτρεψαν τις λιγοστές πιθανότητες που τους άφησε ο ιδιοφυής στρατηγός με τις συντριπτικές νίκες του. Το τελευταίο διάστημα του πολέμου κατόρθωσαν και μετέφεραν το βάρος των επιχειρήσεων εκτός Ιταλίας, στα καρχηδονιακά εδάφη της Ισπανίας και της Βορείου Αφρικής. Με την γενέτειρα του Καρχηδόνα να απειλείται άμεσα ο Αννίβας έσπευσε να την υπερασπιστεί εκκενώνοντας την Ιταλία. Η τελική μάχη του πολέμου δόθηκε στην Ζάμα το 202 π.Χ. με ήττα του Αννίβα. Η νικήτρια Ρώμη είχε θέσει κραταιές βάσεις για να αναδειχθεί μελλοντικά κοσμοκράτειρα.
   Ο Α’ Μακεδονικός Πόλεμος δεν έχει να επιδείξει καθοριστικά γεγονότα, ωστόσο οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του είναι οπωσδήποτε καθοριστικότατες. Σύντομα οι Ρωμαίοι επέστρεψαν στην Ελλάδα για να λογαριαστούν ξανά με τον Φίλιππο Ε’ και τους Μακεδόνες. Με το πρόσχημα της προστασίας των ελληνικών πόλεων από την αυταρχική μακεδονική ηγεμονία ξεκίνησε ο Β’ Μακεδονικός Πόλεμος (200-197 π.Χ.) ο οποίος έληξε με την καθοριστική ήττα του Φιλίππου από τους Ρωμαίους και τους συμμάχους των Αιτωλούς στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας, διαρρηγνύοντας αποφασιστικά τη μακεδονική δύναμη και ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο προς την επιβολή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Το ιστορικό προσκλητήριο του Αιτωλού Αγελάου και πολλών ακόμη διορατικών ανδρών της Ελλάδος για ομόνοια προ του ρωμαϊκού κινδύνου παρέμεινε στη σκιά της σκοπιμότητας και του κοντόφθαλμου τυχοδιωκτισμού. Σε λιγότερο από έναν αιώνα όλη η Ελλάς υπέκυψε προ των ξιφών της Ρώμης, γνωρίζοντας για πρώτη φορά στην Ιστορία ξένη κατοχή. Κλείνοντας, η Στερεά – όπως και τόσες άλλες ελληνικές περιοχές – βίωσε σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της την αγριότητα του πολέμου πληρώνοντας την ανεκτίμητης αξίας στρατηγική της θέση στην Ελλάδα.

Γεώργιος Αλέξανδρος Μπαλωμένος

        ΠΗΓΕΣ

- Τίτος Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης (http://mcadams.posc.mu.edu/txt/ah/Livy/)
- Πολυβίου, Ιστορίαι, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 2006
- Ι. Βορτσέλα, ΦΘΙΩΤΙΣ, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973
- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι / Άρατος
- Στράβωνος, Γεωγραφικά, εκδόσεις «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα
- Περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»,Τεύχος 190, Άρθρο «ΑΙΤΩΛΙΚΗ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ»
- ΙΣΤΟΡΙΑ των ΕΛΛΗΝΩΝ, Β’ έκδοση, τόμος 4, εκδόσεις ΔΟΜΗ
- ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, εφ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 27/9/1998
- Αλεξ. Παραδείση: «Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος», Π. Ευσταθιάδης, 1976
- Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (www.yppo.gr/)
- Ιστοσελίδα Δημοτικού Σχολείου Καινούργιου (http://dim-kainourg.fth.sch.gr/?page_id=22)
- Αρχαιολογικός ιστότοπος «Δρόμοι του Παυσανία»


 ------------------------
 Δημοσιεύτηκε στην εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ”, σε συνέχειες, στα φ. 20747-20749, σελ. 8, στις 27- 29 Νοε. 2014, Λαμία.


          ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Ο Β’ Συμμαχικός Πόλεμος (220-217 π.Χ.) έφερε αντιμέτωπους τη Μακεδονία, την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τους συμμάχους τους (την λεγόμενη Ελληνική Συμμαχία) με την Αιτωλική Συμπολιτεία και τις συμμάχους της, Σπάρτη και Ηλεία. Οι Αιτωλοί περιτριγυρισμένοι από εχθρούς αποφάσισαν να διακινδυνεύσουν τον πόλεμο για να χαλαρώσουν τον θανάσιμο κλοιό γύρω τους. Αφορμή ήταν η επιθυμία των συμμάχων να αποσπάσουν το Μαντείο των Δελφών από τον αιτωλικό έλεγχο. Το 219 π.Χ. οι Αιτωλοί επέδραμαν στη Θεσσαλία φτάνοντας μέχρι το Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων, το οποίο κατέστρεψαν. Ο Φίλιππος Ε’ προήλασε στην Αιτωλία αλλά αναγκάστηκε να στραφεί βορείως για να αντιμετωπίσει εισβολή των Δαρδανών. Οι Αιτωλοί τότε βρήκαν ευκαιρία να καταστρέψουν το ιερό της Δωδώνης. Ως απάντηση το καλοκαίρι του 218 ο Φίλιππος εισέβαλε στην Αιτωλία και κατέστρεψε με αγριότητα το Θέρμο. Ακολούθησαν διάφορες επιχειρήσεις ληστρικού πλέον χαρακτήρα ώσπου ο Φίλιππος κατέλαβε τις Φθιωτικές Θήβες το 217, στερώντας από τους Αιτωλούς ένα σημαντικό φρούριο για τον έλεγχο της Θεσσαλίας. Τότε διάφορα ελληνικά κράτη μεσολάβησαν - ανεπιτυχώς - για ανακωχή. Σύντομα όμως έφθασε η είδηση πως ο Αννίβας συνέτριψε τους Ρωμαίους στη λίμνη Τρασιμένη. Ο Φίλιππος τότε διαβλέποντας ευκαιρία να πλήξει τους Ρωμαίους επεδίωξε την ειρήνη, πράγμα που έκαναν και οι αποκαμωμένοι Αιτωλοί.
[2] Πολυβίου, Ιστοριών, Ε’,104
[3] Στην πραγματικότητα επρόκειτο μόνο για 10 ρωμαϊκές πεντήρεις (Πολ.Ε’,110,9). Η ανεπάρκεια πληροφοριών αλλά ίσως και το γεγονός πως ο στόλος του αποτελούταν από μικρά σκάφη (λέμβους) έκανε τον Φίλιππο διστακτικό, στερώντας του έτσι μια εύκολη νίκη και γλυτώνοντας τους Ρωμαίους από ένα ισχυρό πλήγμα.
[4] Στη Σπάρτη τότε σημειώθηκε μια δραματική διπλωματική μονομαχία μεταξύ του Αιτωλού Χλαινέα και του Ακαρνάνος Λυκίσκου. Ο Χλαινέας καταδίκασε την δεσποτική κυριαρχία των Μακεδόνων στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια και ο Λυκίσκος κατηγόρησε τους Αιτωλούς για τη συνεργασία τους με μια ξένη δύναμη, παραβλέποντας τους μεγάλους κινδύνους που ελλοχεύουν. (Πολ. 9,28-39)
[5] Ο Ιωάννης Βορτσέλας στο έργο του «ΦΘΙΩΤΙΣ» σελ. 143, παραδίδει πως με συμφωνία των Αιτωλών και του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γ’ Δώσωνος η νότιος Θεσσαλία και Φθιώτιδα ενετάχθησαν στο Αιτωλικό Κοινό. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι πόλεις Υπάτη, Λαμία, Φάρσαλος, Κρεμαστή Λάρισσα, Εχίνος και οι Φθιωτικές Θήβες. Εκτός των Φθιωτικών Θηβών οι οποίες κατελήφθησαν το 217 π.Χ. από τον Φίλιππο, οι υπόλοιπες πόλεις φαίνεται πως παρέμεναν υπό αιτωλικό έλεγχο.
[6] Τα αρχαία Φάλαρα βρίσκονταν κάπου μεταξύ Αυλακίου και Στυλίδος και ήταν το επίνειο της αρχαίας Λαμίας.
[7] Αθλητικοί - και όχι μόνο - αγώνες της αρχαίας Ελλάδος, κατά την διάρκεια των οποίων τηρούταν ανακωχή μεταξύ των ελληνικών πόλεων.
[8] Οι Αιτωλοί και οι Ηλείοι είχαν ενισχυθεί κρυφά από 4000 Ρωμαίους αλλά και από Ιλλυριούς. Ο Φίλιππος μόλις το διεπίστωσε, δίστασε για επίθεση αλλά οι δυνάμεις του είχαν ήδη εμπλακεί σε μάχη. Ο ίδιος εφόρμησε κατά των Ρωμαίων, το άλογο του όμως δέχθηκε ακόντιο ρίχνοντας τον στο έδαφος. Γύρω του άρχισε σκληρή μάχη μεταξύ της σωματοφυλακής του και των Ρωμαίων, ενώ και ο ίδιος επέδειξε απαράμιλλο θάρρος. Τελικά διέφυγε τον κίνδυνο επιβαίνοντας άλλο άλογο. (Τ.Λιβ. 27.32)
[9] Αντιγονίδες: βασιλική δυναστεία της Μακεδονίας με γενάρχη τον Αντίγονο Α’ Μονόφθαλμο, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εισήλθαν στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των πολέμων των Διαδόχων (322-280 π.Χ.) και παγίωσαν τη θέση τους μετά τη Γαλατική Εισβολή (280-277 π.Χ.).
[10] Αρχαία πόλη - φρούριο της Λοκρίδος, μεταξύ Θερμοπυλών και Σκάρφειας. Κατά τον Στράβωνα:
- βρισκόταν εντός των Στενών των Θερμοπυλών: «Πρὸς δὲ ταῖς Θερμοπύλαις ἐστὶ φρούρια ἐντὸς τῶν στενῶν, Νίκαια μὲν ἐπὶ θάλατταν Λοκρῶν, Τειχιοῦς δὲ καὶ Ἡράκλεια ὑπὲρ αὐτῆς…» (Θ, 4.13)
- κοντά στην ανατολική είσοδο τους: «…Σκάρφεια σταδίοις ὑπερκειμένη τῆς θαλάττης δέκα, διέχουσα δὲ τοῦ Θρονίου τριάκοντα, ἐλάττοσι δὲ μικρῶι . . . ἔπειτα Νίκαιά ἐστι καὶ αἱ Θερμοπύλαι.) (Θ, 4.4)
[11] Υπενθυμίζουμε πως η Κοιλάδα του Σπερχειού τελούσε υπό αιτωλικό έλεγχο.
[12] Σωματοφυλακή των Μακεδόνων βασιλέων. Απαρτιζόταν από επιλέκτους Μακεδόνες ευγενείς, τους διασήμους «Εταίρους». Ο αριθμός τους έφθανε τους 300 άνδρες. Λεγόταν επίσης και «άγημα των Εταίρων».
[13] Το Τισσαίο Όρος βρίσκεται στην νότια άκρη της χερσονήσου της Αργαλαστής. Έχει υψόμετρο 664 μ. και προσφέρει μεγάλη ακτίνα ορατότητας στην τριγύρω περιοχή.
[14] Η αρχαία Πύρασος. Βρισκόταν ανατολικά του όρους Όθρυς και απείχε 20 στάδια (3.703 μέτρα) από τις Φθιωτικές Θήβες. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Θ, 5.14) διέθετε καλό λιμάνι («…ἦν δὲ πόλις εὐλίμενος ἡ Πύρασος…») αλλά και άλσος της Δήμητρας σε κοντινή απόσταση, εξού και η ονομασία «Δημήτριον».
[15] Αρχαία πόλη, η σημαντικότερη της Λοκρίδος σύμφωνα με τον Πτολεμαίο. Ο Στράβων επίσης παραδίδει πως βρισκόταν 30 στάδια (περίπου 5,5 χιλιόμετρα) ανατολικά της Σκάρφειας. Επίσης διέθετε επίνειο σε απόσταση 20 σταδίων (3,7 χιλιόμετρα), πιθανώς κοντά στην σημερινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Καινούργιο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου