Στη Ρούμελη και στην ορεινή νοτιοδυτική Θεσσαλία (περιοχή Αγράφων) στα παλιότερα χρόνια, οι ορεσίβιοι ανυπότακτοι κάτοικοι, παρέμειναν ελεύθεροι ακόμα και στα χρόνια των Βυζαντινών, των Βενετσάνων, όπως και με τους Αρβανίτες και τους Τούρκους. Διατήρησαν δικαιώματα στον τόπο τους, που αργότερα κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Ταμασίου (1525). Βέβαια υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρο, αλλά είχαν το δικαίωμα να συντηρούν ένοπλα τμήματα με καπετάνιο, για την τάξη, χωρίς τους Τούρκους. Αυτό το προνόμιο των ενόπλων τμημάτων εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, ώστε τελικά έγινε αποδεκτό από τους Τούρκους, δηλ. να υπάρχουν τα αρματολίκια, που τον αρχηγό τον διόριζαν οι Τούρκοι. Με τον τρόπο αυτό απλώθηκε η κλεφτουριά στη Ρούμελη, που μετά έγινε η δύναμη της επανάστασης για εθνική απελευθέρωση.
Έπρεπε λοιπόν να καλυφθεί η ανάγκη για να βρίσκουν όπλα και φυσικά για μπαρούτι. Η παραγωγή, διακίνηση και αγορά μπαρούτης, ως πολεμικό υλικό, ελεγχόταν από τους Τούρκους και για τους Έλληνες ήταν απαγορευμένη. Έτσι έπρεπε να βρουν τρόπο, ώστε κρυφά και μόνοι τους να φτιάξουν αυτή τη βασική πολεμική ύλη.
Από το 1660 λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη υδροκίνητοι μπαρουτόμυλοι των Τούρκων. Ήταν οι μεγαλύτεροι της Ευρώπης, απασχολώντας 300 εργάτες. Στην παλιά πόλη και στη θέση “Μπαρούτ Χανέ” ήταν οι τουρκικές μπαρουταποθήκες. Από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης φορτώνονταν μεγάλες ποσότητες για όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με καραβάνια από άλογα ή μουλάρια η μπαρούτη μεταφερόταν σε σάκους ή σε βαρέλια σε τόπους της Μακεδονίας, Αλβανίας, Ηπείρου, κλπ. για τις ανάγκες του τουρκικού στρατού.
Στο 16ο αι. στη Δημητσάνα, που είχε νίτρο (ένα βασικό συστατικό της μπαρούτης), οι Τούρκοι κατασκεύασαν δημόσιο πυριτιδοποιείο. Οι ντόπιοι (οι Έλληνες) ασχολήθηκαν με την κατασκευή μπαρουτιού και με την πάροδο του χρόνου, εξελίχθηκαν σε ικανούς μπαρουτάδες. Στα μέσα του 18ου αιώνα ο μητροπολίτης Ανανίας έκτισε δύο μπαρουτόμυλους, που οι Τούρκοι τους κατέστρεψαν το 1767.
Είναι γνωστή η ιστορία με τα αδέρφια Νικόλαο και Σπύρο Σπηλιωτόπουλο, εμπόρους από την Ύδρα. Αφού μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία το 1818 από τον Αναγνωσταρά, αποφάσισαν και ξαναλειτούργησαν τους μπαρουτόμυλους στη Δημητσάνα, που υπήρχαν παλιότερα.
Στους Έλληνες ο πόθος για απαλλαγή από την τουρκική σκλαβιά ωρίμαζε και είχε αρχίσει η συγκρότηση ενόπλων τμημάτων. Τα καριοφίλια και οι πιστόλες χρειάζονταν μπαρούτη και βόλια από μολύβι, όπως και οι κυνηγοί που ήθελαν μπαρούτη και μολυβένια σκάγια.
Στη Στερεά Ελλάδα, αν και δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, από το 1700 και μετά πρέπει να άρχισε η παραγωγή μπαρούτης στο δυσπρόσιτο σημείο του Μαυρίλου. Μέσα στη λαγκαδιά του ρέματος της Γκούρας, απόμεροι και κρυφοί, κάτω από τα πλατάνια και τις λεύκες, πλάι στους κοινούς αλευρόμυλους, με το ίδιο νερό δούλευαν και οι μπαρουτόμυλοι. Δεν ήταν δύσκολη η μετατροπή της λειτουργίας τους. Δεν μας είναι γνωστός ο τρόπος που έφτασε στο Μαυρίλο η γνώση αυτή. Πιθανά να προήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Θυμίζουμε ότι από την περιοχή Αγράφων στο 18ο αι. και μετά υπήρχαν πολλοί μετανάστες και πλούσιοι έμποροι στην Κωνσταντινούπολη, που θα ήξεραν για την παραγωγή πυρίτιδας.
Δεν αποκλείεται βέβαια ο τρόπος παραγωγής της μπαρούτης να ήρθε και από τη Δημητσάνα, αλλά μάλλον έχει μικρή πιθανότητα.
Για τους πρώτους μπαρουτάδες ή μπαρουτσίδες (όπως τους έλεγαν) δεν υπάρχουν στοιχεία. Μόνο στα χρόνια του Αλή-πασά, από την προφορική παράδοση αναφέρονται τα ονόματα του Καλέντζου και του Τσιάκα (όπως τα κατέγραψε ο ιστορικός Δημ. Λουκόπουλος). Έμαθε ο Αλή-πασάς για τη δουλειά αυτή και τους κάλεσε στα Γιάννενα, όπου αρχικά τους φυλάκισε. Δεν είναι όμως γνωστός ο λόγος, που μετά τους άφησε ελεύθερους και έδωσε άδεια να δουλεύουν οι μπαρουτόμυλοι. Ίσως για να έχουν μπαρούτι τα σώματα των αρματολών. Η άλλη άποψη είναι ότι οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου λειτουργούσαν από το 18ο αι. πριν τον Αλή πασά και οι πρώτοι μπαρουτάδες ίσως είχαν κάποια ειδική άδεια από το Σουλτάνο ή από το διοικητή (σαντζάκμπεη) των Τρικάλων, ώστε να έχουν μπαρούτι οι αρματολοί, τους οποίους διόριζαν οι ίδιοι.
Από την ελληνική λέξη πυρίτιδα, που προήλθε από το πυρ, οι άραβες το πυρ (δηλ. φωτιά) το είπαν barut και τελικά η λέξη επέστρεψε στα ελληνικά ως μπαρούτι.
Το μπαρούτι δεν είναι ένα συστατικό (μια ουσία), αλλά είναι πολύ καλό μίγμα τριών διαφορετικών υλικών κονιοποιημένων (νίτρου, θείου και άνθρακα). Η άριστη ανάμιξη αυτών χειροκίνητα είναι δύσκολη και κουραστική δουλειά, σε μεγάλες δε ποσότητες είναι προφανώς αδύνατη. Το ρόλο αυτό ανέλαβε ο μπαρουτόμυλος, που στα παλιότερα χρόνια ήταν υδροκίνητος.
Ο ακριβής αριθμός των μπαρουτόμυλων του Μαυρίλου δεν μας είναι γνωστός. Από το ψηλότερο σημείο, το κεφαλόβρυσο της Γκούρας, μέχρι το χαμηλότερο σημείο (στη θέση Τούρνια) δούλευαν στη σειρά, ο ένας κοντά στον άλλο 12 μπαρουτόμυλοι (όπως έγραψε ο Δημ. Λουκόπουλος). Ο Χαράλ. Παπαγεωργίου έγραψε ότι ήταν 11. Σε έγγραφο του υπουργείου Εθν. Οικονομίας του έτους 1896 αναφέρει ότι υπήρχαν 4 παλιότεροι, αλλά ακόμη το 1896 λειτουργούσαν 10 μπαρουτάδικα. Πάντως η ετήσια παραγωγή τους υπολογίστηκε σε 10.000 οκάδες!
Τα γνωστά ονόματα των ιδιοκτητών των μπαρουτόμυλων (από καταγραφή του Χαραλ. Παπαγεωργίου), με τη σειρά ήταν :
1. Σπύρου Τσιάκα & Κώστα Κοτοπούλου
2. Γεωργίου Ζωροπούλου & Θεοφάνη Σκιαδοπούλου
3. Ιωάννου Σιούλα
4. Φιλίππου Τσιάκα
5. Ιωάννου Σταυρακάκη
6. Δημητρίου Τσιάκα
7. Γεωργίου Παπαγεωργίου & Κωνσταντή Τσιάκα
8. Γεωργάκη Τσιάκα
9. Κωνσταντίνου Σκιαδοπούλου & Γεωργίου Οικονόμου
10. Ιωάννου Σιούλα
11. Γρηγορίου Καλέντζου & Αθανασίου Καλέντζου
Στην κρατική έκθεση του 1896 αναφέρεται ότι αρχαιότερα ήταν τα 3 μπαρουτάδικα των Δημητρίου, Κων/νου και Σπύρου Τσιάκα, ενώ άλλα τρία των Γεωρ. Οικονόμου, Δημ. Σκιαδοπούλου και Αθαν. Καλέντζου ιδρύθηκαν την περίοδο 1880-1885. Το περίεργο είναι ότι η έκθεση δεν αναφέρει καθόλου το όνομα του χωριού Μαυρίλο, αλλά γράφει “δήμος Τυμφρηστού” (του οποίου πρωτεύουσα ήταν το Μαυρίλο)!
Τα υλικά της μπαρούτης είναι τρία : το νίτρο (ή νιτρικό κάλιο), το θειάφι (θείο) και ο ξυλάνθρακας (άνθρακας). Νίτρο δεν υπάρχει στο Μαυρίλο και γενικά στη Ρούμελη. Ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη ή την Αυστρία με καράβι στη Στυλίδα. Πιθανά, κάποιοι μετανάστες του Μαυρίλου στην Πόλη, που ήταν έμποροι από χρόνια, είχαν βρει τρόπο και διευκόλυναν τις αποστολές νίτρου, οι οποίες γίνονταν λαθραία ή με ειδική άδεια. Από τη Στυλίδα, το νίτρο μεταφερόταν με ζώα στο Μαυρίλο. Ήταν συσκευασμένο σε μεταλλικά ή σε ξύλινα βαρέλια, με βάρος 1 καντάρι το καθένα (δηλ. 44 οκάδες).
Το θειάφι υπήρχε σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, αλλά ήταν κι αυτό κάτω από τον έλεγχο των Τούρκων. Υπήρχε όμως η δικαιολογία των αμπελουργών που το χρησιμοποιούσαν για φυτοφάρμακο στα αμπέλια κι έτσι έφτανε στο Μαυρίλο σε σακιά ή σε ξύλινα βαρέλια.
Το ξυλοκάρβουνο προερχόταν από απανθράκωση (καρβουναριό) σε ξύλα ιτιάς, λεύκας, σκλήθρου ή έλατου και αυτή γινόταν στην περιοχή του Μαυρίλου. Μετά βέβαια τα ξυλοκάρβουνα έπρεπε να μετατραπούν σε μορφή σκόνης.
Η λειτουργία του μπαρουτόμυλου ήταν διαφορετική από το συνήθη αλευρόμυλο. Από την όρθια φτερωτή που γύριζε τον ξύλινο οριζόντιο άξονα, έπρεπε η περιστροφική κίνηση να μετατραπεί σε παλινδρομική κατακόρυφη κίνηση. Πολύ απλά, στο δάπεδο υπήρχαν 6 γουδιά (ξύλινα συνήθως ή πέτρινα) στη σειρά και από επάνω ήταν τα όρθια ξύλινα γουδοχέρια, που ανεβοκατέβαιναν συνεχώς με τη βοήθεια τού άξονα περιστροφής. Δεν έπρεπε να είναι μεταλλικά για τον κίνδυνο σπινθήρα, που θα προκαλούσε έκρηξη.
Πριν αρχίσει τη λειτουργία του μπαρουτόμυλου, ο μπαρουτάς ζύγιζε ακριβώς τις ποσότητες των υλικών. Η αναλογία της μπαρούτης του Μαυρίλου ήταν :
νίτρο 75 %, θειάφι 12,5 % και ξυλοκάρβουνο 12,5 %.
Κάθε γουδί (ή γούβα) χώραγε 2-2,5 οκάδες μίγμα (χαρμάνι). Ο μπαρουτάς έριχνε και λίγο νερό στο γουδί για να ευκολύνει την ανάμιξη, αλλά και για να αποφύγει την ανάφλεξη από το χτύπημα που έκανε το γουδοχέρι κάθε φορά. Μετά, έμπαινε σε λειτουργία ο μπαρουτόμυλος.
Η εργασία αυτή γινόταν για 5-6 ώρες, μέχρι να ζυμωθεί το μίγμα (δηλ. να γίνει πολύ καλή ανάμιξη των υλικών). Ενδιάμεσα ο μπαρουτάς, πρόσεχε να μην πέσει (χυθεί) υλικό έξω από το γουδί, οπότε σταματούσε για λίγο το μπαρουτόμυλο και μάζευε το υλικό. Μετέφερε το ζυμωμένο υλικό από μία γούβα σε άλλη, ώστε τελικά το μίγμα να γίνει ομοιογενές.
Σε ένα 24ωρο, η εργασία ανάμιξης είχε ολοκληρωθεί. Το μίγμα είχε γίνει σαν ζυμάρι και είχε ομογενοποιηθεί, ώστε να μην ξεχωρίζουν τα διαφορετικά υλικά. Τότε, με ξύλινες κουτάλες το έβγαζε μέσα σε σκάφες και με τα χέρια οι εργάτες το έκοβαν σε μικρά κομμάτια (μικρούς βώλους), που τα άπλωναν σε ειδικά πανιά, για να στεγνώσουν στον ήλιο. Χρειάζονταν 1-2 ημέρες γι’ αυτό και μετά τα ξαναέτριβαν για να γίνουν μικρότερα. Τελικά τα περνούσαν από ψιλό κόσκινο.
Σ’ ένα ξύλινο βαρέλι που ήταν προσαρμοσμένο στην άκρη του άξονα του μπαρουτόμυλου, ώστε να περιστρέφεται, έβαζαν την ψιλοκοσκινισμένη μπαρούτη μαζί με γραφίτη. Η αναλογία ήταν 1 δράμι γραφίτη για κάθε οκά μπαρούτης. Με την περιστροφή του βαρελιού για 4-5 ώρες, οι κόκκοι της μπαρούτης στρογγυλεύονταν και με το γραφίτη επάνω γυάλιζαν και έτσι πλέον προστατεύονταν από την υγρασία.
Συνολικά, μετά από 4-5 μέρες δουλειάς, το μπαρούτι ήταν έτοιμο. Για δοκιμή, ο μπαρουτάς έβαζε μια πρέζα μπαρούτι σ’ ένα χαρτάκι και πλησίαζε ένα αναμμένο κάρβουνο. Η καλή μπαρούτη έπρεπε να εκραγεί αμέσως, χωρίς να κάψει το χαρτί και να μην το μαυρίσει (χωρίς καπνιά).
Μετά, ο μπαρουτάς τοποθετούσε την έτοιμη μπαρούτη σε ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων ή σε μεταλλικά των 9-10 οκάδων ή σε κερωμένα σακιά από τραγόμαλλο, για να είναι αδιάβροχα. Το προϊόν ήταν έτοιμο για το εμπόριο.
Η μπαρούτη του Μαυρίλου ήταν περιζήτητη. Οι παραγωγοί μπαρούτης αλλά και έμποροι ντόπιοι ή μεταπωλητές, με φορτωμένη τη μπαρούτη σε μουλάρια ή άλογα γύριζαν στα χωριά ή στα παζάρια και την πουλούσαν με το ζύγι, για τα όπλα και για φουρνέλα. Ο πελάτης πριν αγοράσει μπαρούτι, για δοκιμή, γέμιζε την πιστόλα του και πυροβολούσε στον αέρα. Αν ήταν ικανοποιημένος, τότε έκανε την αγορά του.
Στην απογραφή του έτους 1907 καταγράφηκαν 7 άτομα ως πυριτιδομυλωθροί στο Μαυρίλο οι : Αθ. Καλέντζος, Λεων. Μητράκος, Γεώρ. Οικονόμου, Ευθ. Οικονόμου, Γεώρ. Τσάκας, Ευθ. Τσάκας και Κων. Τσάκας.
Με βάση την έκθεση του 1896, η ετήσια παραγωγή κάθε μπαρουτόμυλου ήταν 300 οκάδες. Παράγονταν δύο είδη πυρίτιδας : η κυνηγετική και η υπονομευτική, με αξία 3 και 2 δρχ. / οκά αντίστοιχα. Κάθε μπαρουτάδικο απασχολούσε 2 εργάτες, με ημερομίσθιο 3 δρχ.
Για το Μαυρίλο, η λειτουργία των μπαρουτόμυλων έφερε πλούτο στους ανθρώπους. Έδωσαν δουλειά σε αρκετούς συμπατριώτες και με καλό ημερομίσθιο. Όμως, η δουλειά του μπαρουτά ήταν επικίνδυνη. Κινδύνευε κάθε στιγμή και δεν επιτρεπόταν αμέλεια. Απαγορευόταν η φωτιά, το κάπνισμα και τα μεταλλικά αντικείμενα στις γούβες. Επιπλέον διαρκής κίνδυνος ήταν η στάση των Τούρκων, οι οποίοι περνούσαν από το Μαυρίλο πηγαίνοντας προς το Καρπενήσι. Στους Τούρκους δεν έδιναν μπαρούτι, αλλά αν τους υποχρέωναν και δεν μπορούσαν να αρνηθούν, τότε έδιναν κακής ποιότητας μπαρούτι. Η παράδοση αναφέρει ότι στη μάχη που έγινε στο Πάτωμα του Βελουχιού, η μπαρούτη που έδωσαν οι Μαυριλιώτες στους Τούρκους, δεν ήταν καλή, με αποτέλεσμα οι μπάλες των κανονιών να πέφτουν βγαίνοντας αμέσως μετά την κάννη.
Η σημαντικότερη όμως προσφορά ήταν στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Μόνο να θυμηθούμε ότι με μπαρούτι του Μαυρίλου έγινε η μάχη της Αλαμάνας, με τον ήρωα Θανάση Διάκο και τα παλικάρια του, τον Πανουργιά, το Δυοβουνιώτη, τον Τράκα και τους άλλους. Οι δύο επιστολές του Διάκου είναι η γραπτή επιβεβαίωση για το μπαρούτι του Μαυρίλου.
Στις 11 Απριλίου 1821 ο Διάκος έστειλε στους άρχοντες της Λειβαδιάς ιδιόχειρη επιστολή για βοήθεια. Η αναφορά της στο μπαρούτι από το χωριό Μαυρίλο είναι σημαντική :
“… μας υποσχέθησαν εις του Μαυρήλου να μας προφθάσουν 80 οκάδες μπαρούτι και σήμερις εστείλαμε τα άσπρα δια να μας την φέρουν. Δια τούτο από αυτού την ίδια ώρα οπού λάβετε το γράμμα μου να φορτώσετε δύο φορτώματα βόλια … Ημείς ξεκινήσαμε δια Πατρατζίκι και με τη δύναμη του Θεού αύριο Τρίτη το βαρούμε …”
Σημείωση : Πατρατζίκι ήταν η Υπάτη. Άσπρα έλεγαν τα τουρκικά νομίσματα, πού επίσημα λεγόταν ακτσέδες.
Στην επομένη επιστολή, πριν τη μάχη της Αλαμάνας, ο Διάκος ενημέρωσε τους άρχοντες της Λειβαδιάς :
“… Απέκρουσα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι, ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλατε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαυρίλου”.
Το κτίριο του ανακαινισμένου μπαρουτόμυλου στο Μαυρίλο |
Αναφέρεται από την προφορική παράδοση, ότι στο υπόγειο του σεραγιού του Αλή-πασά στα Γιάννενα ήταν γεμάτο με μπαρούτι του Μαυρίλου.
Το 1909 το ελληνικό κράτος αποφάσισε να μονοπωλήσει την παραγωγή της πυρίτιδας. Δεν απαγόρευσε την παραγωγή της, αλλά φορολόγησε πολύ το νίτρο και την πυρίτιδα. Έτσι ανάγκασε σταδιακά τους μπαρουτάδες του Μαυρίλου να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Ελάχιστοι συνέχισαν λαθραία και κρυφά την παραγωγή μέχρι το 1925. Τις επόμενες 10ετίες οι εγκαταλειμμένοι μπαρουτόμυλοι έπεσαν.
Ευτυχώς, την περίοδο 2002-2008 από τον τότε δήμο Αγίου Γεωργίου έγινε η ανακαίνιση ενός μπαρουτόμυλου στην είσοδο του Μαυρίλου. Εγκαινιάστηκε το 2008 και είναι μια ενέργεια ιδιαίτερα αξιέπαινη, εφόσον αυτός είναι το μοναδικό στη Στερεά Ελλάδα μουσειακό δείγμα του είδους. Μάλιστα, στις 8 Αυγούστου 2021, από το δήμο Μακρακώμης και την κοινότητα Μαυρίλου, οργανώθηκε τιμητική εκδήλωση για την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του ’21, με αναπαράσταση της λειτουργίας του ανακαινισμένου μπαρουτόμυλου του Μαυρίλου.
Στους αφανείς αυτούς ανθρώπους, τους μπαρουτάδες του Μαυρίλου, οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη για την ιστορική εθνική προσφορά τους. Χωρίς το μπαρούτι αυτών δεν θα υπήρξε απελευθερωτικός αγώνας στη Ρούμελη και Θεσσαλία και η προσπάθεια του 1821 μόνο από το Μοριά θα είχε χαθεί.
Βιβλιογραφία
1. Δημ. Λουκοπούλου : “Στα βουνά του Κατσαντώνη”, 1930, έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα.
2. Χαρίλαος Μηχιώτης : “Το εργαστήρι της φωτιάς (Οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου (1700-1914)”, εκδόσεις Κασταλία, 1998, Αθήνα.
3. Χαραλ. Παπαγεωργίου : “Στις πλαγιές του Τυμφρηστού”, 1962, Αθήνα.
-----------------------
Σημείωση : Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε σε εκδήλωση με τίτλο “Πολιτιστικές Εκδηλώσεις Μαυρίλο 2023, Μπαρουτόμυλοι – Αθανάσιος Διάκος”, που έγινε την Κυριακή 6 Αυγούστου 2023, στην κεντρική πλατεία “Αινιάνων” του Μαυρίλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου