Σελίδες

6/11/17

Εργοστάσια “ΒΟΜΒΥΞ” και “ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ”


Στην περιοχή Λαμίας



   Η εταιρεία ΒΟΜΒΥΞ έχει μεγάλη ιστορία στο χώρο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας. Ξεκίνησε από το 1863. Στα μεταπολεμικά χρόνια και συγκεκριμένα το έτος 1956 στράφηκε σε νέους τομείς παραγωγής, δηλ. για νέα είδη μη παραγόμενα στην Ελλάδα.
Κυρ. Κουτρουμπής, πρόεδρος ΒΟΜΒΥΞ
   Πέραν του αρχικού πρώτου εργοστασίου υφαντουργίας, που τότε λειτουργούσε με τελευταίου τύπου υφαντουργικούς ιστούς, με βαφείο, φινιριστήριο, τυποβαφείο και πλεκτήριο, το 1957 η εταιρεία προχώρησε στην ίδρυση του 2ου εργοστασίου ελαστικοποιήσεως συνθετικών νημάτων - με την ονομασία HELLANCA - που απετέλεσε καινοτομία στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον ελβετικό οίκο HEBERLEIN, που κατείχε διεθνές δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τις μεθόδους κατασκευής ελαστικοποιημένων συνθετικών νημάτων.
   Η εξαιρετική ποιότητα του νέου προϊόντος το επέβαλε την ελληνική αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, ξεπερνώντας και τις πλέον αισιόδοξες προσδοκίες.
    Στη συνέχεια η πρωτοπορία της εταιρίας συνεχίστηκε στο έτος 1965 με την ίδρυση στην Κολοκυνθού του τρίτου εργοστασίου παραγωγής συνεχών συνθετικών νημάτων NYLON 6 και 6.6, σε συνεργασία με το γερμανικό οίκο ZYMER. Στη συνέχεια η μονάδα αυτή επεκτάθηκε για να ανέλθει η παραγωγική της ικανότητα σε 7.500 τόνους ετησίως, τόσο σε νήματα NYLON όσο και σε POLYESTER.
   Το 1973, με τη συμπλήρωση 110 ετών δράσεως στο χώρο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, όσο και για την προβολή του, ο ΒΟΜΒΥΞ έκρινε σκόπιμο να εξέλθει του στενού οικογενειακού χαρακτήρα και εισήγαγε μετοχές της εταιρείας για διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών
   Στη μεταπολίτευση, η εταιρεία προχώρησε σε ανάπτυξη αποκεντρωμένης μορφής, λαβαίνοντας υπόψη και την προοπτική εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ.   Με γνώμονα τα ανωτέρω, ο ΒΟΜΒΥΞ εκτέλεσε με ταχύτατο ρυθμό το επενδυτικό του πρόγραμμα ύψους 1,5 δις δρχ. με τη δημιουργία δύο νέων εργοστασίων στη Στυλίδα Λαμίας και την επέκταση των τριών άλλων εργοστασίων Αθηνών.
  Η εταιρεία ΒΟΜΒΥΞ στο πλαίσιο του προγράμματός της για συνεχή επέκταση των εργασιών στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας και ακολουθώντας την εθνική προσταγή για αποκέντρωση της βιομηχανίας, το 1975 προχώρησε στην ανέγερση σύγχρονου κλωστηρίου βάμβακος, του τετάρτου εργοστασίου[1] της εταιρείας, στο 11ο χλμ της εθνικής οδού Λαμίας-Στυλίδος.  Η δυναμικότητα ήταν 21.600 ατράκτων και το ύψος της επένδυσης 350 εκατ. δρχ., με τελειότατα παραγωγικά μηχανήματα του διεθνούς φήμης ελβετικού οίκου RIETER. Βασικά, το νέο τότε αυτό εργοστάσιο ήταν εξαγωγική μονάδα και ετησίως πραγματοποιούσε εξαγωγές της τάξεως των 6 εκατ. $.
   Το κτίριο του βαμβακοκλωστηρίου ήταν 125.000 κ.μ., αποπερατώθηκε δε εντός 10μήνου από τη θεμελίωσή του. Όλη η εγκατάσταση κατασκευάστηκε με βάση τα πλέον σύγχρονα τότε τεχνολογικά επιτεύγματα του κλάδου σε διεθνές επίπεδο.
   Επιπλέον, το 1976 ο ΒΟΜΒΥΞ έθεσε σε λειτουργία και έναν ακόμα (τον έκτο) κλάδο δραστηριότητας, αποσκοπώντας στην παραγωγή έτοιμων ενδυμάτων, από υφάσματα παραγωγής των εργοστασίων της εταιρείας.
  Με πρωτοβουλία του συγκροτήματος ΒΟΜΒΥΞ και με την τεχνική βοήθεια της ιταλικής εταιρείας SNIA VISCOSA, μιας εκ των μεγαλυτέρων ευρωπαϊκών χημικών βιομηχανιών, καθώς και την οικονομική βοήθεια της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ιδρύθηκε από την - για το σκοπό αυτό συσταθείσα - ελληνική εταιρεία ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ το (πέμπτο για την εταιρεία ΒΟΜΒΥΞ) εργοστάσιο παραγωγής ακρυλικών ινών, με ύψος επενδύσεως 1 δις δρχ.
   Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ ανήλθε σε 240 εκατ. δρχ., με μετόχους την Α.Ε. ΒΟΜΒΥΞ, τη SNIA VISCOSA[2], την ΕΤΕ, την Τράπεζα Επενδύσεων, την Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων  Χαρτοφυλακίου, το Αμοιβαίο Κεφάλαιο «ΔΗΛΟΣ» και λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Οι δεξαμενές του εργοστασίου ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ
  Η οικοπεδική έκταση του εργοστασίου της ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ ήταν 200 περίπου στρέμματα και περιλάμβανε 47 ανεξάρτητους εργοστασιακούς χώρους, στεγασμένους ή υπαίθριους. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις είχαν συνολικό όγκο 210.000 κ.μ. περίπου, η δε καταλαμβανόμενη επιφάνεια, από τα κτίρια και τις υπαίθριες εγκαταστάσεις, δεξαμενές, κλπ. είχε έκταση 30 στρεμμάτων περίπου.
   Η όλη εγκατάσταση έγινε σε συντομότατο χρόνο από Έλληνες κατασκευαστές, σε μελέτη που εκπονήθηκε από την SNIA VISCOSA, η οποία κατασκεύασε και εγκατέστησε τον κύριο μηχανολογικό εξοπλισμό και είχε την επίβλεψη ώστε η μονάδα να τεθεί σε λειτουργία και παραγωγή. Μετά, αυτή παραδόθηκε στο ελληνικό (επιστημονικό και οργανικό) δυναμικό, που μετεκπαιδεύτηκε στο εξωτερικό, με δαπάνη της εταιρείας.
   Το εργοστάσιο ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ είναι συνεχούς πολυμερισμού, λειτουργεί σε δύο παράλληλες και ανεξάρτητες παραγωγικές γραμμές και ως πρώτες ύλες χρησιμοποιεί διάφορα χημικά προϊόντα σε υγρή μορφή, όπως το ακρυλονιτρίλιο, που εισαγόταν από τη γειτονική Βουλγαρία, μέσω κλήριγκ, δηλ. χωρίς εξαγωγή συναλλάγματος.
   Η ετήσια παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε  σε 12.000 τόνους, που υπερεπαρκούσε για την ικανοποίηση της ελληνικής αγοράς στα παραγόμενα από την εταιρεία DENIERS. Αν και η παραγωγή άρχισε τον Αύγουστο του 1976, σε ένα 3μηνο υπήρξαν παραγγελίες εξαγωγής για το έτος 1976 σε ευρωπαϊκές χώρες ύψους 1,3 εκατ. $! Έτσι αντί για εισαγωγή ακρυλικών ινών, εφόσον πριν δεν υπήρχε ελληνική βιομηχανία, θα πραγματοποιούνται και εξαγωγές.
   Θυμίζουμε ότι όλα τα εργοστάσια[3] της εταιρείας ΒΟΜΒΥΞ λειτουργούσαν σε 24ωρη βάση, χωρίς να εξαιρούνται Κυριακές και γιορτές. Στο συγκρότημα  ΒΟΜΒΥΞ απασχολούσε τότε προσωπικό από 1.750 εργατοϋπαλλήλους, με κύκλο εργασίας της τάξεως 2 δις δρχ./ετησίως. Στους μετόχους, όλα τα χρόνια της ανάπτυξης της εταιρείας διανεμόταν ποσοστό 6 %.
   Η πεποίθηση της διοίκησης της εταιρείας[4] ΒΟΜΒΥΞ τότε ήταν ότι η ίδρυση της βιομηχανίας αυτής θα γίνει βασικός συντελεστής για την ίδρυση πετροχημικών βιομηχανιών και στην Ελλάδα.
   Στην αντιμετώπιση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος, ο ΒΟΜΒΥΞ και ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ με τις νέες μονάδες συνέβαλαν με ποσό ανώτερο των 30 εκατ. $, δεδομένου ότι τα προϊόντα είτε εξάγονταν, είτε αντικαθιστούσαν εισαγωγές.
  Τα εγκαίνια[5] των εργοστασίων ΒΟΜΒΥΞ και ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ στο 11ο χλμ της οδού Λαμίας-Στυλίδας έγιναν την Κυριακή 30 Οκτωβρίου 1976, από τον τότε υφυπουργό Βιομηχανίας Α. Κατσαούνη και τον υφυπουργό Οικονομικών Φικιώρη, παρουσία των βουλευτών (Παπαλουκά, Ευαγγελίου, Γαλλή, Τριανταφύλλου και Σαψάλη), των δημάρχων Λαμίας Απ. Κουνούπη και Στυλίδας Ε. Παππή, κ.ά. Χοροστάτησε ο μητροπολίτης Φθ/δας Δαμασκηνός. Μίλησαν ο Κυριάκος Κουτρουμπής[6] Πρόεδρος και Γεν. Δ/ντής των βιομηχανιών “ΒΟΜΒΥΞ” και “ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ” και μετά ο πρόεδρος των Ελλήνων Βιομηχάνων Δημ. Μαρινόπουλος. Ακολούθησε ξενάγηση και δεξίωση.
   Διευθυντές των μονάδων της Λαμίας ήταν οι συμπολίτες μας αντίστοιχα : Φαρόπουλος για ΒΟΜΒΥΞ και Γ. Ρήγας για ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ.
 
Από τα εγκαίνια των εργοστασίων ΒΟΜΒΥΞ και ΒΟΜΒΥΚΡΥΛ (30 Οκτ. 1976)
   Από το 1977 η βιομηχανική παραγωγή στην Ευρώπη (φυσικά και στην Ελλάδα) πλήττεται, ιδιαίτερα δε η κλωστοϋφαντουργία, από τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων από τρίτες χώρες, κυρίως της Άπω Ανατολής, που έχουν χαμηλό κόστος. Το πρόβλημα αφορούσε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο και κυρίως επλήγη ο τομέας με τα συνθετικά νήματα. Έτσι ακόμα και σημαντικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη αναγκάστηκαν να περιορίσουν την παραγωγή ή ακόμα και να διακόψουν τις εργασίες τους.
   Στην Ελλάδα, οι αθρόες εισαγωγές αγαθών, η σημαντική αύξηση μισθών και ημερομισθίων (χωρίς αντίστοιχη αύξηση τιμών των προϊόντων) οδήγησαν στη συρρίκνωση και τελικά στη διακοπή των μονάδων της εταιρείας, που έγινε στη δεκαετία του ’80.
   Η περιοχή Λαμίας έχασε 2 μεγάλες και πρωτοπόρες μονάδες, με σημαντική παραγωγή και απασχόληση. Το μεγαλύτερο κακό είναι ότι ακολούθησαν κι άλλες ανάλογες απώλειες.

Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
               φυσικός



Βιβλιογραφία-Αναφορές-Ιστοσελίδες

1.    εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, ετών 1961-1975, Λαμία.
2.    εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1961, Λαμία.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, σ. 4, 27-11-1975, Λαμία.
[2] Ο πρόεδρος της ιταλικής εταιρείας SNIA VISCOSA λεγόταν Λουίτζι Σάντα Μαρία.
[3] Ο ΒΟΜΒΥΞ τότε έφτασε να διαθέτει πέντε διαφορετικούς τομείς δραστηριότητος, που εξυπηρετούνταν από ισάριθμα εργοστάσια εγκατεστημένα τα μεν τρία στο χώρο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων Αθήνας (Κολοκυνθού), σε έκταση 40 στρεμμάτων, τα δε υπόλοιπα δύο εδώ (περιοχή Λαμίας), σε έκταση 500 στρεμμάτων.
[4] Η προστιθέμενη αξία από την παραγωγική δράση της εταιρείας ΒΟΜΒΥΞ ανερχόταν τότε σε ποσοστό 88% και έτσι προέκυπτε εξοικονόμηση συναλλάγματος 20 εκατ. $/ετησίως.
[5] εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, σ. 4, 28-10-1976, Λαμία.
[6] Η οικογένειά του καταγόταν από την Τρίπολη.

4 σχόλια:

  1. Συγχαρητηρια για τηναψογη ενημερωση, για μια σημαντικη βιομηχανικη μοναδα της χωρας μας,η οποια , δυστυχως ,δεν υφισταται , σημερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εδώ μπορούμε να δούμε τα εγκαίνια: http://www.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=1886&thid=4749

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μεσω της αναρτησης σας εμαθα για τις επαγγελματικες δραστηριοτητες των προγονων μου. Σας ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή