Οι παραγωγοί γεύσεων
Εισαγωγή
Η Λαμία, γεωγραφικό κέντρο της Στερεάς Ελλάδος και πρωτεύουσα της
Ρούμελης, ήταν πάντα κομβικό σημείο για τους περαστικούς. Ίσως αυτό είναι
μειονέκτημα, επειδή δεν αποτελεί τελικό προορισμό, αλλά το πλεονέκτημα της
Λαμίας ως τόπου διέλευσης παραμένει. Μέχρι το 1881 ήταν και ακριτική πόλη. Το
πλεονέκτημά της, που δεν αναπτύχθηκε πλήρως στο παρελθόν, θα ήταν η δημιουργία
αρκετών χώρων φιλοξενίας (πανδοχείων, ξενοδοχείων), αλλά τουλάχιστον οι χώροι
εστίασης (ταβέρνες, εστιατόρια, ψησταριές, κλπ.) ήταν αρκετοί. Η ποιότητα
υπηρεσιών μπορεί να μην ήταν πάντα άριστη, αλλά κανείς περαστικός δεν ξέχασε το
ψητό αρνί σούβλας, κ.ά. ψητά παράγωγα, που έφαγε στα στενά της πλατείας Λαού.
Στην παρούσα εργασία θα δοθούν οι σχετικοί χώροι και οι άνθρωποι της
εστίασης στα προπολεμικά χρόνια, με όσο γίνεται συνοπτικό τρόπο και φυσικά με
τα διαθέσιμα στοιχεία.
1. Αρχαία καπηλεία και συμπόσια
Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν πολλά καπηλεία (ή καπηλειά). Προσέφεραν κυρίως
κρασί, που υπήρχε άφθονο. Υπήρχαν και μικρές εταίρες που σέρβιραν κρασί,
τραγουδούσαν και χόρευαν. Περισσότερα καπηλεία είχε η πολυάριθμη[1]
Κόρινθος με το λιμάνι της (με ναυτικούς και ξένους). Τα καπηλεία ήταν σε
αγοραία σημεία των πόλεων (σε μεγάλους δρόμους της πόλης και στους δρόμους
εισόδου και εξόδου απ’ αυτήν). Υπήρχαν λαϊκά και αριστοκρατικά καπηλεία.
Παράσταση συμποσίου σε αττικό αγγείο |
Τα λαϊκά καπηλεία σέρβιραν κρασί και φαγητό, αλλά έπαιζαν και τυχερά
παιχνίδια (γι’ αυτό είχαν κακή φήμη). Όταν έπιναν πολύ τότε έσπαγαν πιάτα ή κύπελλα. Τα κρασιά ήταν τοπικά (της Αττικής), αλλά και
από άλλα μέρη (Χίο, Κόρινθο, Σάμο, Λέσβο, Μένδη, κ.α.). Μεταφέρονταν σε ασκιά ή
σε αμφορείς. Στα αριστοκρατικά καπηλειά σύχναζε η αφρόκρεμα της πόλης και τα
φαγητά ήταν πιο ποιοτικά.
Βέβαια υπήρχαν και τα συμπόσια, που ήταν κοινωνικές εκδηλώσεις με εθιμοτυπία
και κανονισμούς, για ανταλλαγή ιδεών και πνευματικών αναζητήσεων. Είναι γνωστά
από την εποχή του Ομήρου. Οι φιλοσοφικές συζητήσεις άρχιζαν αποβραδίς και
έληγαν το πρωί. Περιλάμβαναν το δείπνον
(ή σύνδειπνον) και τον πότον. Μετά το
φαγητό, έπιναν οίνον κεκραμένον
(νερωμένο) και συζητούσαν.
Μάγειροι υπήρχαν σε κάποια σημεία της αγοράς. Τη μαγειρική τέχνη μάθαιναν κυρίως στις Συρακούσες. Υπήρχαν φυσικά και ψαροταβέρνες. Είχαν αναπτύξει λεπτό γούστο σε φαγητά, ενώ αντίθετα οι Σπαρτιάτες ζητούσαν μόνο απλά φαγητά από κρέας. Στις αρχαίες κωμωδίες ο τύπος του μάγειρα παρουσιαζόταν ως ψεύτης, κλέφτης, φαγάς και φαφλατάς.
Η λέξη ταβέρνα
προήλθε από τη λατινική «taberna», ένα είδος πανδοχείου εγκατεστημένο επάνω σε
στρατιωτικούς δρόμους όπως η Εγνατία οδός, όπου οι στρατιώτες και οι
διάφορες αποστολές έβρισκαν κατάλυμα, τροφή, ποτό και ορισμένες φορές
γυναικεία συντροφιά. Αυτού του είδους οι ταβέρνες οι οποίες
σιγά - σιγά αναπτύχθηκαν και μέσα στις πόλεις, κατά την περίοδο της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας ονομάστηκαν και "καπηλεία", όρος που προέρχεται από την
αρχαία Ελλάδα.
Στην αρχαία Ρώμη τα καπηλεία είχαν κακή φήμη. Ήταν αληθινά καταγώγια
χωρίς ανάκλιντρα. Οι πελάτες έτρωγαν καθισμένοι. Βέβαια υπήρχαν και πολυτελή
καπηλειά με καλή τροφή και καλό κρασί, όπου σύχναζαν περιώνυμοι Ρωμαίοι, όπως π.χ.
ο Κικέρων, κ.ά.
Στα χρόνια του Βυζαντίου υπήρχαν καπηλεία, δηλ. χώροι όπου σέρβιραν -
όπως και σήμερα - κρασί και φαγητό. Σε αστικά κέντρα, με την αύξηση του
πληθυσμού αυξάνονταν και τα καπηλεία[2].
Οι χώροι αυτοί δεν έφεραν καλή φήμη από διαπληκτισμούς και βίαιες σκηνές, αλλά
και από τον έκλυτο βίο γυναικών που δούλευαν εκεί. Ενίοτε ταυτίζονταν με
πορνεία. Υπήρχε μια γυναίκα, η Θεοφανώ από την Πελοπόννησο, κόρη ταβερνιάρη,
που ήταν σε καπηλειό και έγινε αυτοκράτειρα[3].
2. Η ελληνική ταβέρνα
Από το 1834, στα χρόνια του Όθωνα, που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα της
χώρας, η βαυαρική αυλή έπινε
μπίρα, ενώ ο λαός έπινε ρετσίνα. Στις ταβέρνες υπήρχε μόνο κρασί. Τα εδέσματα
παρασκευάζονταν στον ίδιο χώρο με τους θαμώνες, μέσα σε ατμόσφαιρα πνιγμένη[4]
από την “κνίσα του ψησίματος”.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν και
μέχρι σήμερα, η ταβέρνα είναι χώρος κεφιού, διασκέδασης, χαράς. Με εξαίρεση τα
τοπικά πανηγύρια, που γίνονταν μια φορά το χρόνο, ακόμα και οι υπόγειες
ταβέρνες έβγαζαν το αναγκαίο συναίσθημα[5],
που συχνά κορυφωνόταν με το χορό. Μέχρι το 1922 στις ταβέρνες έπαιζαν δημοτικά
τραγούδια. Στο Μεσοπόλεμο οι Μικρασιάτες έφεραν το ρεμπέτικο.
Όμως παράλληλα, σε υπαίθριους
κυρίως χώρους, όπως στα Πηγαδούλια της
Λαμίας άνθισε και η αθηναϊκή καντάδα,. Να αναφέρουμε ως παράδειγμα το καλλίφωνο
ζευγάρι Στέφ. Χρηστίδη - Κων. Ορφανόπουλου με τη συνοδεία κιθάρας που ήταν
περιώνυμο στο κέντρο “Άνοιξις”, όπου συμμετείχε ενίοτε και ο - αργότερα -
μεγάλος Λαμιώτης τενόρος Ντίνος Εγγολφόπουλος.
Το “μεγαλείο” των ανθρώπων του Σλα
(της συνοικίας των Αγ. Θεοδώρων) ήταν να πάει ένα Σάββατο όλη η οικογένεια στην
ταβέρνα, να φάει, να πιεί και να διασκεδάσει. Τα τελευταία χρήματα δίνονταν στο
ταξί που τους έφερνε στο σπίτι, αδιαφορώντας για το αύριο.
3. Αναφορές για τη Λαμία, από έλληνες και ξένους περιηγητές
Οι περιγραφές των χώρων εστίασης στη Λαμία του 19ου αι. από περιηγητές
δίνουν σημαντικές εικόνες και τους χώρους και τα προσφερόμενα εδέσματα. Με
συνοπτικό τρόπο θα δώσουμε τις πλέον αντιπροσωπευτικές αναφορές αυτών :
Σιμόνε
Πομάρντι
(1760-1830) : Πέρασε από τη Λαμία το 1805 και αναφέρει “… Το κρασί που φτιάχνουν στο Ζητούνι είναι το καλύτερο απ’ όλα της
περιοχής και περιέχει λιγότερο ρετσίνι. Το γάλα και τα τυριά είναι επίσης πολύ
εξαιρετικά, γιατί τα λιβάδια είναι εξαίσια ….”
Φελίξ Μπωζούρ (γεν. 1765) :
Πέρασε το 1821 και σημειώνει “ … ο τυρός,
όστις παρασκευάζεται εις τα γειτονικά όρη είναι περιζήτητος δια την ποιότητά
του”.
Κωνσταντίνος
Μάνος
: Πέρασε το 1826 και αναφέρει “ … Η
επαρχία Ζητουνίου παράγει μεγάλη ποσότητα ελαιολάδου, του οποίου η εξαγωγή
αποτελούσε υπολογίσιμο εμπορικό είδος για την εποχή και συμπεριλαμβάνει αλυκές,
που αποφέρουν μεγάλα κέρδη.”
Ζαν
Μπισόν
(1791-1849) : Πέρασε την περίοδο 1840-42 και έγραψε ότι “… Η Λαμία, κτισμένη στα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας είναι μια
από τις ελληνικές πόλεις που παρουσιάζουν σημαντική άνθιση. Υπάρχει ακόμη και
μία αίθουσα μπιλιάρδου και ένα εστιατόριο με φαγητά αλά καρτ, ανεκτής ποιότητας
και πολύ φθηνό, κάτι δηλ. που σπάνια βρίσκεις στην Ελλάδα. … Τώρα γίνεται και η
κεντρική πλατεία της πόλης× γύρω-γύρω έχουν ήδη κτισθεί καμιά εικοσαριά
διώροφα σπίτια με ωραία αρχιτεκτονική. … Η υπόλοιπη πόλη έχει καθαρά τούρκικη
όψη, ιδίως η αγορά …”
Χάμπο
Λόλινγκ
(γεν. 1848) : Πέρασε την περίοδο 1876-77 και σημείωσε ότι “…
Κάποιος μπορούσε να φάει στην κεντρική πλατεία της πόλης έτοιμο φαγητό στις
συνηθισμένες τιμές. ... ”
Γιούλιους
Σέντερβαλ
(γεν. 1844) : Πέρασε το 1886. Αποβιβάστηκε με ατμόπλοιο στη Στυλίδα. Στη
συνέχεια ταξίδεψε στη Λαμία με κάρο… Δείπνησε σε κεντρικό εστιατόριο της πόλης,
που διέθετε όμορφο κήπο, μνημονεύοντας τα εύγευστα εδέσματα και το ντόπιο κρασί
που εγεύθη, αλλά και τον υπέροχο χαλβά, φτιαγμένο από ζάχαρη. Από αλεύρι και
σησαμέλαιο, που ήταν καλύτερος από αυτόν της Αθήνας. …”!
Γκαστόν
Ντεσάν
(1861-1931) : Πέρασε το 1888 και περιγράφει
“… Η γενική άποψη της Λαμίας είναι
χαριτωμένη, δίνει την αίσθηση της καλής διάθεσης, της άνεσης, μιας χαρούμενης
εύκολης ζωής και μεγάλης πίστης για το μέλλον. … Το βράδυ η πλατεία Ελευθερίας
είναι το στέκι των περιπλανώμενων και των αργόσχολων. … Εξαιτίας της μεγάλης
ζέστης, το κυριότερο εστιατόριο της Λαμίας έχει βγάλει τα τραπέζια του έξω,
κάτω από μια καμάρα με αναρριχώμενες κληματαριές× τρώγοντας
πιλάφι και αρνί κάτω από μια γιρλάντα με λαμπάκια … Μου δείχνουν τον κύριο
Δήμαρχο που πηγαίνει από παρέα σε παρέα και ανταλλάσσει χειραψίες με καλόβολο
ύφος. … Κατά τις εννέα οι σάλπιγγες της φρουράς παίζουν στους δρόμους το
γαλλικό σιωπητήριο… Τρεις πλανόδιοι μουσικοί τραγουδούσαν με τη συνοδεία μιας
βαρβαρικής βιόλας, μελαγχολικά τραγούδια της Μικράς Ασίας, μοναδική ανάμνηση
στη μικρή αυτή ευρωπαϊκή πόλη της τούρκικης Ανατολής, που όλο ξεθωριάζει και
απομακρύνεται …”.
Βλάσης
Γαβριηλίδης
(1848-1920) : Πέρασε το 1892 και σημείωσε ότι
“… Την Λαμίαν πρωτοείδα νύκτα.
Ευτυχώς η πλατεία της, μεγάλη ως του Συντάγματος, με τα κατάφωτα καφενεία της,
των οποίων έν ωδικόν, και τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία της και τα
ζαχαροπλαστεία της διαθέτουν, εν πρώτη αντιλήψει, ευμενώς. …
Τα τέσσερα ημερονύκτιά μου εν Λαμία τα
διήλθον ως σωστός Λαμιεύς. … Την ημέραν
εις την πλατείαν, εις τα καφενεία, τη νύκτα εις το Ωδικόν, περνούσα τόσον
ήσυχα, τόσον καλά, σωστός επαρχιώτης, αληθής Λαμιεύς. Και εις το εστιατόριον
επίσης, το ονομαζόμενον του
“Σιδηροδρόμου” … Άξιον ευφημοτάτης μνείας δια την καθαριότητα των ειδών, την
καλωσύνην της μαγειρικής, την φιλοτιμίαν των διευθυνόντων. …
Η Λαμία έχει δύο πλατείας, μίαν λαϊκήν την
κάτω και την άνω αστικήν, όπου δικηγόροι, βουλευταί, έμποροι. Η λαϊκή της
Λαμίας πλατεία γεμάτη καφενεία με σφαιριστήρια, οινοπωλεία, μ’ εστιατόρια. …
Εν μια εγκαρσία προς την λαϊκήν πλατείαν οδώ
τα μαγέρικα, με τας χύτρας εκτεθειμένας και πολυκοσμίαν ευθυμούσαν,
τρωγοπίνουσαν, ευχαριστημένην, ενώ τα παιδία της αγοράς επαινούν τα μαρούλια
και ταις εληαίς των, ενώ οι υπηρέται των μαγειριών βροντοφωνούν τας παραγγελίας
των, ενώ το ψητόν διαμελίζεται και το κοκορέτσι γεύεται, ενώ το μαύρο και το
ρετσινάτο πίνεται και τα ποτήρια τσουγκρίζονται χωρίς εξάψεις, συζητήσεις,
διαπληκτισμούς, αγριευμούς. … ”
Άλφρεντ
Φίλιπσον
(1864-1953) : Πέρασε το 1895 και έγραψε ότι
“… Δύο πλατείαι, η μία εις την
κοιλάδα και η άλλη εις την δυτικήν πλευράν του υψώματος (110μ.) αποτελούν το
κέντρον της κινήσεως× εδώ ευρίσκονται τα καφενεία και μερικά άθλια
εστιατόρια. Η πόλις έχει καλοκτισμένα πέτρινα σπίτια και έχει καθαρή και καλή
εμφάνισιν, μόνον που από ολόκληρον την περιοχήν λείπουν τα δένδρα. … Υπό κατασκευήν
ευρίσκεται ο σιδηρόδρομος δια τας Αθήνας και μία διακλάδωσις δια την Στυλίδα.”
Ανδρέας
Καρκαβίτσας
(1866-1922) : Πέρασε το 1896 και αναφέρει
“… Οι Λαμιείς διακρίνονται δια το
φιλελεύθερον των φρονημάτων. Τον Τρικούπην εξετίμων προσηκόντως. … Η Λαμία έχει
πολύ περιποιημένα ξενοδοχεία και εστιατόρια …”
Ανρί
Τουρό
: Ήρθε ως ανταποκριτής του γαλλικού περιοδικού “Le
tour du
monde” καλύπτοντας τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού
πολέμου του 1897. Έγραψε ότι “… Η μικρή πόλη της Λαμίας είναι πιο ανήσυχη,
θορυβώδης και ανάστατη, συγκρινόμενη με τη Στυλίδα. … Τα μικρά δρομάκια της
πόλης έχουν διατηρήσει την τούρκικη όψη τους, με τα βρώμικα και αποπνικτικά
μαγαζάκια τους, τους αναρίθμητους παπουτσήδες και τα αποκρουστικά μαγέρικα,
όπου μέσα σε λιγδιασμένες κατσαρόλες, ψήνονται μεγάλα κομμάτια αρνιού. Σ’ όλη
τη διάρκεια του πολέμου δεν έβρισκα τίποτα άλλο να φάω εκτός από αρνί. …”
5. Στοιχεία για ταβέρνες-εστιατόρια της προπολεμικής Λαμίας
Στα στοιχεία που ακολουθούν θα δοθεί το όνομα του ιδιοκτήτη, η θέση και
- όπου υπάρχουν - περισσότερα στοιχεία για την ταβέρνα, εστιατόριο ή κοσμικό
κέντρο. Πιθανή (αλλά αθέλητη) παράλειψη κάποιου, ας είναι συγχωρητέα :
1. Ταβέρνα του
Φλέγγα, στη νότια γωνία της οδού Ρήγα Φεραίου και πλατεία Πάρκου. Μπροστά ήταν
ένας πλάτανος. Την ταβέρνα είχαν μετά οι Αδελφοί Φούρλα[6].
Παλιότερα ήταν μαγέρικο του Φλέβα ή Μύγα[7].
Το κτίριο κατεδαφίστηκε τη 10ετία του ’60.
2. Μαγέρικο του Θανάση
Λαϊνά (στο ομώνυμο χάνι), που ήταν στην αρχή της οδού Καραγιαννοπούλου 3,
αριστερά από την πλατεία Πάρκου. Η ιδιοκτησία ανήκε στο Νικ. Αθανασίου. Στις
αρχές της 10ετίας του’30, γκρεμίστηκε και στη θέση του έγινε διώροφη οικοδομή.
3. Ταβέρνα των Γεωργίου
& Παππά, στην πλατεία Λαού και Όθωνος 1. Το ισόγειο αυτό κτίριο ανήκε (την
περίοδο του Μεσοπολέμου) στον τραπεζίτη Νικ. Παπαθανασίου.
4. Εστιατόριο
“ΕΘΝΙΚΟΝ” Ανάργυρου Τριανταφύλλου, στην πλατεία Λαού και Όθωνος 2. Άνοιξε και λειτούργησε (με
ενοίκιο) σε κτίριο[8]
που βρισκόταν στην πλατεία Λαού (Όθωνος 2 και Κολοκοτρώνη γωνία), ιδιοκτησίας
Αφών Μπιλάλη. Λειτούργησε στα χρόνια του Μεσοπολέμου και ήταν ονομαστό
εστιατόριο. Μετά, έγινε Εστιατόριο των Βάγια Πλάκα και Ιωάννη Παπαϊωάννου με
τίτλο “Βοστώνη”, μέχρι το 1958. Μετά έγινε Βιβλιοπωλείο του Αναστ. Κύρκου.
5. Δημοτικό
Περίπτερο Αγ. Λουκά. Κτίστηκε το 1938 (με δήμαρχο το Νικ. Δουδουμόπουλο). Σ’
αυτό δόθηκαν δεξιώσεις, χοροεσπερίδες, κλπ. Το 1982 κατεδαφίστηκε. Ακολούθησε η
οικοδόμηση του νέου κτιρίου (με δήμαρχο τον Αντ. Φίλη), με εστιατόριο και
καφενείο. Λειτουργεί μέχρι σήμερα.
6. Εξοχικό Κέντρο
“Αστέρια”, στην οδό Λαρίσης, του Αθαν. Παπαθανασίου. Απέναντι έγινε πολύ
αργότερα το κτίριο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Λαμίας (από το 1969).
7. Ταβέρνα Κ.
Καραχάλιου, στην οδό Λαρίσης. Δίπλα ήταν το Εξοχικό κέντρο “Αστέρια”.
8. Εξοχικό Κέντρο
“Καλαμάκια”, στην ανηφόρα της οδού Αινιάνων, πιο πάνω από το Δημ Σχολείο του
Λαχανά.
Εξοχικό Κέντρο “Η Άνοιξις” |
10. Ταβέρνα “Ο ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗΣ”,
στην οδό Υψηλάντου.
11. Εξοχικό Κέντρο
“ΟΛΥΜΠΙΑ”, στην οδό Υψηλάντου (απέναντι από την “Άνοιξη”). Την περίοδο[9]
1934-35, είχε νέα διεύθυνση με τους Παπαστάμο και Καλατζή.
12. Εστιατόριο
Ιωάν. Τσαπάρα, στην οδό Βενιζέλου 16 (ιδιόκτητο). Ήταν καλός επαγγελματίας,
πολύ καθαρός και φιλικός στους πελάτες.
13. Οινομαγειρείο
Δημητρίου Τραχανά, στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη (μετά το στενό).
14. Οινομαγειρείο
Ασημ. Ασημακόπουλου, στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη (δίπλα στο Δημ. Τραχανά). Τη
δεκαετία του ’30, η ταβέρνα του με ψησταριά και βαρέλια με κρασί, έγιναν στέκι
των μερακλήδων. Λειτούργησε και στην Κατοχή. Έκλεισε το 1951, που πέθανε.
15. Οινομαγειρείο
Κων. Στριφτού, στη ΒΑ γωνία των οδών Καραϊσκάκη και Ροζάκη-Αγγελή. Το
εστιατόριό του έγινε ονομαστό. Παράλληλα έκανε και εμπόριο κρασιών. Δυστυχώς
πέθανε πρόωρα το 1938 σε ηλικία 49 ετών.
16. Εστιατόριο
“ΗΛΥΣΣΙΑ”, του Κώστα Τσορτού[10],
στην πλατεία Ελευθερίας (ανατολικά). Ήταν κοντά στη Μητρόπολη. Από τα καλύτερα
της Λαμίας.
17. Εστιατόριο
“ΡΟΥΜΕΛΗ”, του Γεωργ. Φλέσσα, στην οδό Καποδιστρίου 3 (δίπλα στη Στοά
Μουσάτου). Άνοιξε το 1925 με βοηθό το Ζάχο Παπαγιάννη. Έγινε στέκι των
εργένηδων και περαστικών ανώτερων υπαλλήλων. Το 1941, με το βομβαρδισμό της
Λαμίας, από τους Γερμανούς ο Γεώργιος Φλέσσας σκοτώθηκε. Στο νέο κτίριο
λειτούργησε πάλι Εστιατόριο από το Ζάχο Παπαγιάννη.
18. Οινομαγειρείο
του Δημ. Κάκκου, στην πλατεία Λαού. Λειτούργησε και τα μεταπολεμικά χρόνια.
19. Ταβέρνα Αφών
(Δημητρίου[11] &
Σωκράτη[12])
Μπαϊζάνου, στην οδό Ρήγα Φεραίου 12. Με πολλή πελατεία στη δεκαετία του ’30.
20. Ταβέρνα των
Ηλία Πούλου και Ιωάν. Δερματά, στην οδό Όθωνος 5.
21. Εστιατόριο
Γεωργ. Πιπεράκη, στην οδό Κολοκοτρώνη 4 (στην αρχή της οδού και επί της
πλατείας Πάρκου).
22. Ταβέρνα
Αθανασίου Ζέρβα, στη βόρεια γωνία των οδών Κολοκοτρώνη και Δημολιούλια. Ήταν με
ενοίκιο (ιδιοκτησία Γεωρ. Τελώνη).
23.
Ταβερνάκι
Ηρακλή Τσαούση, στη νότια γωνία των οδών Διάκου και Κολοκυθά.
24.
Ταβέρνα
Γεωργ. Μαλισόβα, στην οδό Καραϊσκάκη 12.
25. Οινομαγειρείο
των Τριανταφύλλου και Συργουνιώτη, στην οδό Καραϊσκάκη 14. Η ιδιοκτησία του
κτιρίου ανήκε στον Αθαν. Γιαννούκο.
26. Οινομαγειρείο
των Κώστα και Νικολάου Μαρούγκα, στην οδό Καραϊσκάκη 16. Λειτούργησε από το
1917. Μετά το θάνατο του Κώστα, το 1923, το κράτησε ο Νίκος μέχρι τη συνταξιοδότησή
του.
27. Ψησταριά του
Ηλιόπουλου, στην οδό Καραϊσκάκη 18. Με ενοίκιο.
28. Οινομαγειρείο
“ΚΑΝΑΡΙΝΙΑ”, στην οδό Καραϊσκάκη 20. Δεν καταγράφηκε το όνομα του ιδιοκτήτη
της.
29. Οινομαγειρείο[13]
(ταβέρνα) Ιωάννη Κατσαρού, στην οδό Καραϊσκάκη 15.
30. Οινομαγειρείο
Βασιλείου Καϊμάκη, στην οδό Καραϊσκάκη 19.
31. Πολυτελές
εστιατόριο των Μπιλάλη και Μαγκλάρα, στην πλατεία Λαού (νότια). Αρχικά ο
Γεώργιος Μπιλάλης άνοιξε εστιατόριο στη δυτική πλευρά της πλατείας Σταροπάζαρου
(δίπλα στο καφενείο των Αφών Καρπούζα). Μεταφέρθηκε αργότερα στην πλατεία Λαού.
Μεταπολεμικά το ανέλαβαν τα παιδιά του.
32. Ταβέρνα του
Τσολάκη, στη δυτ. γωνία των οδών Ερμού (τώρα οδός Κουνούπη) και Ανδρούτσου,
προς τις 7 Βρύσες.
33. Ταβέρνα του
Αθαν. Ζησίμου, στην οδό Ροζάκη-Αγγελή, δίπλα στο Γεώργ. Μπούτλα[14].
34. Εστιατόριο του
Χρ. Ντάλλα, στην πλατεία Πάρκου (ανατ. γωνία με οδό Δροσοπούλου). Ιδιοκτησία
του εμπόρου Παπακωνσταντίνου (που ήταν γαμπρός του οινοποιού Γεωργ.
Στεφοπούλου).
35. Ταβέρνα
ιδιόκτητη του Παναγ. Κατσιμάδη στην οδό Βενιζέλου 7 (στο υπόγειο). Ο Παν.
Κατσιμάδης ήταν γαμπρός του Μωρίκη.
36. Μπακαλοταβέρνα
του Ζυγούρη, στη ΒΑ γωνία των οδών Βενιζέλου και Αβέρωφ. Με ενοίκιο.
37. Μπακαλοταβέρνα
των αδερφών Δημητρίου και Χρήστου Κ. Ριζοκώστα, στη γωνία των οδών Λεωνίδου[15]
και Παλαιολόγου, την περίοδο 1926-30. Μετά τα αδέρφια χώρισαν. Ο Χρήστος άνοιξε
μπακαλοταβέρνα στη γωνία των οδών Καποδιστρίου και Περικλέους (απέναντι από τις
Φυλακές Λαμίας). Μετά το 1934 μετακόμισε στο ιδιόκτητο μαγαζί του στη γωνία των
οδών Λεωνίδου και Παλαιολόγου. Έτσι υπήρχαν δύο μπακαλοταβέρνες των Αφών
Ριζοκώστα. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί εκτέλεσαν το Δημ. Ριζοκώστα (1944) και το
μαγαζί του έκλεισε.
38. Μπακαλοταβέρνα
(ιδιόκτητη) Αναστασίου Κουμαρτσιώτη, στην οδό Λεωνίδου, μεταξύ των οδών
Πανουργιά και Αριστείδου.
6. Στοιχεία ανθρώπων της εστίασης στην παλιότερη Λαμία
Από τα βιβλία των Ιερών Ναών της πόλης καταγράφηκαν κάποια στοιχεία όσων
επαγγελματιών της εστίασης (οινομάγειροι, εστιάτορες, οινοπώλες, ζυθοπώλες,
γκαρσόνια), που τελεύτησαν στη Λαμία. Θα δοθούν σε μορφή πίνακα[16] αμέσως :
α/α Ονοματεπώνυμο έτη
ηλικία επάγγελμα
1 Παπαθανασόπουλος
Πέτρ. (Ν) 1846-1921 75 μάγειρος
2 Χαρίλας
Ευστάθιος Αθ. (Δ) 1868-1944 76 μάγειρος
3 Κρανιώτης
Βασίλειος (Π) 1878-1921 43 μάγειρας
4 Ντάλλας
Χρήστος Γεωργ. (Ε) 1879-1942 63 εστιάτωρ
5 Μακρής
Τόλιας (Ε) 1880-1964 84 οινομάγειρος
6 Μπιλάλης
Γεώργιος Δ. (Δ) 1880-1950 70 ξενοδ-εστιάτωρ
7 Τριανταφύλλου
Ανάργυρος (Δ) 1881-1965 84 εστιάτωρ
8 Ζησίμου
Αθανάσιος (Ε) 1888-1967 79 συντ.
μάγειρος
9 Τακτικός
Κωνσταντίνος (Ε) 1890-1955 65 οινομαγειρείον
10 Τσορτός
Κωνσταντίνος (Ε) 1890-1958 68 εστιάτωρ
11 Τριανταφύλλου
Γεώργιος (Δ) 1899-1962 63 εστιάτωρ
12 Αναγνωστόπουλος
Ηλίας Θ. (Ε) 1902-1946 44 οινομάγειρος
13 Κανούτας
Παναγιώτης (Ε) 1907-1964 57 εστιάτωρ
1 Καραπατάκης
Χρήστος (Π) 1846-1916 70 οινοπώλης
2 Πρωτοπαπάς Γεώργιος (Π) 1850-1923 73 οινοπώλης
3 Μπρέκης Κωνστ. (Π) 1876-1916 40 οινοπώλης
4 Παππάς
Κων. (Ν) 1881-1944 63 οινοπώλης
5 Στριφτός
Κωνστ. Χρ. (Ε) 1886-1938 52 οινοπώλης
6 Τσαούσης
Ηρακλής (Ε) 1909-1959 50 οινοπώλης
1 Καραΐσκος Ιωάννης (Π) 1872-1937 65 ζυθοπώλης
1 Αναγνωστόπουλος
Ευστ. Γρ. (Ε) ; -1945 ; γκαρσόνι
------------------
Σημείωση : Η ενορία του τόπου κατοικίας τους δηλώνεται με
το γράμμα σε παρένθεση. Έτσι (Θ) = ενορία Αγ. Θεοδώρων , (Ν) = ενορία Αγ. Νικολάου, (Π) = ενορία Παναγ.
Δέσποινας, (Ε) = ενορία Ευαγγελίστριας, (Δ) = ενορία Αγ. Δημητρίου
------------------
Από τα χειρόγραφα Βιβλία ληξιαρχικών πράξεων του Δήμου Λαμιέων, στα έτη
1860, 1863 και 1873 καταγράφηκαν οι επόμενοι επαγγελματίες :
α/α Ονοματεπώνυμο έτη ηλικία επάγγελμα
1 Αθανασίου Ρίζος 1800-1860 60 μάγειρος
2 Κωνσταντίνου Ιωάννης 1838-1860 22 μάγειρος
3 Τρίγκας Ηλίας 1837-1863 26 μάγειρος
4 Δημητρίου Ιωάννης 1834-1863 29 μάγειρος
5 Μανθαίος Νικόλαος 1835-1863 28 ταβερνιάρης
6 Σαντάς Δημήτριος 1825-1860 35 ξενοδόχος
7 Πάγκος Ηλίας 1836-1863 27 ξενοδόχος
Από τα ταφικά μνημεία του Νεκροταφείου Ξηριώτισσας Λαμίας, προέκυψαν
κάποια ακόμη αριθμητικά στοιχεία για μερικούς οινομαγείρους και εστιάτορες. Τα
παραθέτουμε :
α/α Ονοματεπώνυμο έτη
ηλικία
1 Πιπεράκης
Γεώργιος 1901-1962 61
2 Παπαγιάννης Ζαχαρίας (Ζάχος) 1903-1975 72
3 Τσαπάρας Ιωάννης 1902-1987 85
4 Ριζοκώστας Κ. Χρήστος 1895-1979 84
7. Σύντομη ιστορική αναδρομή
Μετά την τουρκοκρατία και τη
δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, από
τις 20 Ιουνίου 1836, το Ζητούνι ονομάζεται και πάλι Λαμία. Το 1838 έχουμε το πρώτο
γνωστό ξενοδοχείο και καφενείο στη Λαμία, που λειτούργησαν ο ξενοδόχος Κωνσταντίνος Μακρόπουλος (εκ
Λέσβου) με τον Εμμανουήλ Φράγκου (ζαχαροπλάστη)[17].
Δεν είναι γνωστή η θέση του.
Από το 1852 η κεντρική πλατεία της Λαμίας
ονομάζεται πλατεία Όθωνος[18].
Η άλλη πλατεία ονομάστηκε πλατεία Διάκου. Στις αρχές της δεκαετίας 1870-80,
απέναντι από τον τότε οικοδομούμενο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
(Ευαγγελίστρια) στην πλατεία Ελευθερίας και στην οικία του Ευθ. Οικονομίδου “συνεστήθη
Ξενοδοχείον, εν ώ έκαστος δύναται να εύρη φαγητά παντός είδους καθαρά,
οικονομικά και την προσήκουσαν περιποίησιν”.
Η Λαμία αποκτά νέα κτίρια, δέχεται μεγάλο αριθμό εμπόρων, επισκεπτών,
περαστικών και στις τρεις πλατείες της (Ελευθερίας, Λαού και Σταροπάζαρο)
αυξάνονται τα σχετικά καταστήματα, όπως καφενεία, ταβέρνες και εστιατόρια. Οι
ξένοι και Έλληνες περιηγητές μας δίνουν κάποια στοιχεία (που αναφέρονται σε
προηγούμενη ενότητα). Η κατασκευή του σιδηροδρόμου, από το 1892 φέρνει την
ίδρυση και λειτουργία εστιατορίου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, που ονομαζόταν
“του Σιδηροδρόμου”.
Το 1897, στην Αθήνα, ιδρύθηκε
το Ουζερί του Βασ. Απότσου, αρχικά στην
οδό Σταδίου 5, μετά στην οδό
Βουκουρεστίου (το 1969) και τέλος στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10
(από το 1971). Ήταν περιώνυμο λογοτεχνικό στέκι.
Η είσοδος του 20ού αιώνα φέρνει νέους τρόπους στη χώρα. Από το 1911
αρχίζει τη λειτουργία του το Εργοστάσιο της Ηλεκτρικής[19]
Εταιρείας Λαμίας. Η πόλη ηλεκτροφωτίζεται (δημοτικός φωτισμός) και ομορφαίνει.
Ακολουθεί η ηλεκτροκίνηση των εργαστηρίων, καταστημάτων και βιοτεχνιών.
Είναι η δεκαετία των Βαλκανικών Πολέμων, του Εθνικού Διχασμού, του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου και της πανδημίας της ισπανικής γρίπης, με πολλά θύματα και
στη Λαμία. Το 1920, με την αριθ. 79 /1920 απόφαση του Πρωτοδικείου Λαμίας ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Διευθυντών
Εστιατορίων και Οινομαγειρείων Λαμίας.
Το 1920 τα ξενοδοχεία φαγητού[20]
(όπως λέγονταν τότε τα εστιατόρια) που υπήρχαν στη Λαμία ήταν των : Ηλία
Αγγελοπούλου, Ιωάννη Αποστολοπούλου, Α. Ζησίμου & Κ. Στριφτού, Κων/νου
Ζωμένου, Κων/νου Μαρούγκα, Γεωργίου Μπιλάλη & Νικολάου Ζαγκλάρα, Χρήστου
Ντάλλα “Ερμής”, Κων/νου Παπαγεωργίου, Μιλτιάδη & Νικολάου Σταυροπούλου και
Αφών Τριανταφύλλου.
Το
1922 έρχεται το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με την Καταστροφή. Φτάνουν
και στη Λαμία οι πρόσφυγες. Η αγορά και η εμπορική κίνηση την περίοδο αυτή είναι πολύ
περιορισμένη. Θα χρειαστεί χρόνος για να κινηθεί και ανακάμψει. Η συμβολή των
μικρασιατών σε μαγειρικά εδέσματα και εμπλουτισμό της ντόπιας κουζίνας είναι
σημαντική.
Το 1924 με την αριθ. 10/1924 απόφαση του Πρωτοδικείου Λαμίας ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος
Εστιατόρων-Καφεπωλών-Ζαχαροπλαστών Λαμίας. Το 1930 οι καφεπώλες θα φτιάξουν
δικό τους Σύλλογο.
Ακολουθεί το οικονομικό “κραχ” του 1929 και το 1932 η Ελλάδα κηρύσσει
πτώχευση. Από το 1932 στον τοπικό τύπο[21]
διαφημιζόταν το Ζυθεστιατόριο “Τα Ηλύσσια”, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Π.
Μακρή. Το 1939 πάλι στον τοπικό τύπο[22]
ανακοινώθηκε η λειτουργία του εστιατορίου «Ηλύσσια» επί της πλατείας
Ελευθερίας, υπό τη διεύθυνση του ρέκτη[23] Κώστα Τσορτού, σε αίθουσα ανακαινισμένη εξ
ολοκλήρου και με υποδειγματική κουζίνα.
Στα Πηγαδούλια δημιουργήθηκαν εξοχικά κέντρα. Ένα απ’ αυτά ήταν τα “Ολύμπια”,
που συγκέντρωνε πολύν κόσμο. Το 1934 το ανέλαβαν οι Παπαστάμος & Καλαντζής.
Τότε εγκατέστησαν ραδιόφωνο, ώστε οι πελάτες να ακούουν και τα νέα των Αθηνών,
τρώγοντας ψητά, μεζέδες και πίνοντας ούζο Τυρνάβου, μπύρες ή κρασί.
Το 1937, οι υπάλληλοι
των καταστημάτων εστίασης οργανώθηκαν. Συγκεκριμένα, ίδρυσαν το Σύνδεσμο
Υπαλλήλων Καφεζυθοζαχαροπλαστείων-Εστιατορίων Λαμίας.
Το 1940 έχουμε τον πόλεμο
στην Αλβανία. Τον Απρίλιο του 1941 γίνεται ο βομβαρδισμός της Λαμίας από τους
Γερμανούς κατακτητές, με καταστροφές σε κτίρια και με ανθρώπινα θύματα. Μεταξύ
των θυμάτων από το βομβαρδισμό ήταν και ο Γεώργιος Σπ. Φλέσσας[24],
47 ετών, εστιάτορας.
Ακολούθησε η περίοδος της Κατοχής. Τα περισσότερα καταστήματα έκλεισαν.
Μόνο τα καφενεία, με το ρεβιθοκαφέ τους, λειτούργησαν ως το τέλος της Κατοχής.
8. Οινομάγειροι της Λαμίας (Καταγραφή του 1934)
Το 1934 έγινε καταγραφή και κατάταξη[25]
όλων των επιτηδευματιών. Έτσι υπολογίστηκε ο φόρος που αναλογούσε σε καθένα, με
βάση τον τζίρο τους. Ακολουθεί ο σχετικός πίνακας (σε φθίνουσα σειρά) :
α/α ονοματεπώνυμο κλάσις δραχ
1 Μπαϊζιάνος Δημ. 7η 2900
2 Τζοβάρας
Ιωάν. 6η 2400
3 Παπαϊωάννου Χ. 4η 1600
4 Λαϊνάς
Ηλ. 3η 1200
5 Πιπεράκης Γεώργ. 3η 1200
6 Γκίκας
Χρ. 2η 900
7 Ζαγκλάρας Νικ. 2η 900
8 Ίνεας
Ιωάν. 2η 900
9 Καϊμάκης
Α. 2η 900
10 Ντάλλας
Χρ. 2η 900
11 Πλατής Ιωάν. 2η 900
12 Συργουνιώτης Βασ. 2η 900
13 Τζανόπουλος Θ. 2η 900
14 Τριανταφύλλου Γ. Π. 2η 900
15 Τριανταφύλλου Γεώρ. 2η 900
16 Τσαούσης
Δημ. 2η 900
17 Αντωνόπουλος Δ. 1η 600
18 Ασημακόπουλος Α. 1η 600
19 Καϊμάκης
Β. 1η 600
20 Κατσαρός
Αυγ. 1η 600
21 Κατσαρός
Ιωάν. 1η 600
22 Κλοντηρόπουλος Βασ. 1η 600
23 Μάμαλης
Σ. 1η 600
24 Μητρόπουλος Αρ. 1η 600
25 Μητρόπουλος Παν. 1η 600
26 Μητροπούλου Ελ. 1η 600
27 Ριζοκώστας
Δημ. 1η 600
28 Σαντάς
Κ. 1η 600
29 Σκοβαλάς
Ι. 1η 600
30 Στριφτός
Κώσ. 1η 600
31 Συλαίος
Κ. 1/2 α΄ 600
32 Τακτικός
Κώσ. 1η 600
33 Τσάκαλος
Κ. 1η 600
34 Χαϊδούλης
Σ. 2η 600
35 Χριστόπουλος Ν. 1η 600
36 Αθανασίου
Χ. 1/2 α΄ 300
37 Ανατολιώτης Δ. 1/2
α΄ 300
38 Αρκουμάνης
Γ. 1/2 α΄ 300
39 Αφεντούλης
Ευστρ. 1/2 α΄ 300
40 Ευθυμιόπουλος Ν. 1/2
α΄ 300
41 Ζησίμου
Αθ. 1/2 α΄ 300
42 Καλτσάς
Κ. 1/2 α΄ 300
43 Κατζέλας
Α. 1/2 α΄ 300
44 Κουτρούμπας Θ. 1/2
α΄ 300
45 Κωσταρίκας
Δημ. 1/2 α΄ 300
46 Λάγκας
Ν. 1/2 α΄ 300
47 Μακρής
Π. 1/2 α΄ 300
48 Μαρίνος
Ν. 1/2 α΄ 300
49 Μπαλακαντούνης Α. 1/2
α΄ 300
50 Νιάνιος Ι ωάν. 1/2 α΄ 300
51 Πατήθρας
Α. 1/2 α΄ 300
52 Πατρίκαλος
Κ. 1/2 α΄ 300
53 Ρήγας
Θ. 1/2 α΄ 300
54 Τραχανάς
Δημ. 1/2 α΄ 300
55 Τρίγκας
Θ. 1/2 α΄ 300
56 Τσαούσης
Αθ. 1/2 α΄ 300
57 Φαλάρας
Γ. 1/2 α΄ 300
58 Φούκας
Ευθ. 1/2 α΄ 300
59 Φούρλας
Π. 1/2 α΄ 300
60 Χατζής
Ιωάν. 1/2 α΄ 300
61 Χρηστίδης
Αθ. 1/2 α΄ 300
8. Ταβέρνες[26] στην οδό Εκκλησιών της Λαμίας (συνοικία Άγιοι Θεόδωροι)
Οι περισσότερες στεγάζονταν σε υπόγεια και κατέβαιναν με σκαλιά. Στη
μέση ήταν η ψησταριά με κάρβουνα, όπου έψηναν κρασομεζέδες (μπακαλιάρο, ρέγγες,
κ.ά.). Δύσκολα έβλεπε κανείς γύρω του απ’ τον καπνό και τα τσιγάρα (συνήθως ήταν
χειροποίητα, στριφτά). Σε ξύλινα δοκάρια στηρίζονταν βαρέλια με κρασί (έγραφε
επάνω τι είδους κρασί ήταν).
Επιπλέον στα βαρέλια έγραφαν επάνω :“Με την ώρα” (δηλ. πλήρωνες ένα ποσό
για να πιείς όσο κρασί ήθελες ή μπορούσες στη διάρκεια μιας ώρας), ή “Με το
μπότσι”, (δηλ. σερβίρονταν ποσότητα 1 οκά και 100 δράμια, που τη έλεγαν μπότσι[27]),
αλλά ήταν φτηνότερο αν έπιναν το κρασί με την οκά. Οι φτωχότεροι δεν έπαιρναν
μεζέ, αλλά έπιναν μόνο κρασί. Όσοι έπαιρναν μεζέ έπιναν ένα κατοστάρι (100
δράμια ή καρτούτσο), αλλά το έπιναν αργά. Γύρω στα μεσάνυχτα ήταν όλοι
μεθυσμένοι. Ο ταβερνιάρης τους έδιωχνε για να κλείσει. Κάποιοι έβρισκαν το
δρόμο για το σπίτι, ενώ άλλοι στο δρόμο όπου έπεφταν, εκεί κοιμόντουσαν.
Οι ταβέρνες από τον Ι.Ν. των Αγίων Θεοδώρων ήταν : στην οδό Εκκλησιών
του Μπελεμέμη, και του Παπαρρηγόπουλου,
στη γωνία των οδών Εκκλησιών και Λεβαδίτου ήταν του Βασίλη Χαρίλα και πιο κάτω
ήταν η μπακαλοταβέρνα του Τάκη Χαρίλα. Τελευταία κατεβαίνοντας ήταν η ταβέρνα
του Μυλωνά.
9. Μικρά βιογραφικά
Παρά τα περιορισμένα υπάρχοντα στοιχεία των ανθρώπων που εργάστηκαν στο
χώρο της εστίασης στη Λαμία, θα ακολουθήσουν κάποια μικρά βιογραφικά, για όσους
αυτό ήταν δυνατό. Αποτελεί μικρό χρέος και απόδοση τιμής στους “εργάτες” της
γαστρονομίας στα παλιότερα χρόνια. Συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τουρισμού μας
και στο καλό όνομα της πόλης για τους καλοφαγάδες.
Δεξιά, το εστιατόριο ΗΛΥΣΣΙΑ (1950) |
Το 1941 γλίτωσε από το βομβαρδισμό των Γερμανών (το διπλανό φαρμακείο
της Ευθυμίας Ζαγγογιάννη καταστράφηκε από βόμβα). Στα μεταπολεμικά χρόνια
συνέχισε τη λειτουργία του, διατηρώντας την άριστη φήμη του.
Ο Νίκος Τσιφόρος στο βιβλίο του «Ελληνική κρουαζιέρα» (1978), γράφει στη σελ. 57 : «… Όξω απ’ του
Τσορτού[29]
το εστιατόριο του σπάσανε τη μύτη οι μυρωδιές του μαίτρ. Μυρίζανε κάτι στιφάδα
και κάτι καπαμαδάκια, που σε τραβάγανε ….».
Το 1958, ο Κωνσταντίνος Τσορτός πέθανε, σε ηλικία 68 ετών. Δεν παντρεύτηκε.
Γεώργιος
Δ.
Μπιλάλης (1880-1950) : Γεννήθηκε στη
Λαμία. Οι γονείς του ονομάζονταν Δημήτριος και Βασιλική. Έμαθε τη μαγειρική
τέχνη και άνοιξε εστιατόριο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στη δυτική πλευρά
της πλατείας Σιταγοράς[30]
(ή Σταροπάζαρου), της σημερινής πλατείας Πάρκου. Ήταν στο τμήμα μεταξύ των οδών
Καραγιαννοπούλου και Χαντζοπούλου, δίπλα στο καφενείο των Αφών Καρπούζα.
Αργότερα μεταφέρθηκε στην πλατεία Λαού και λειτούργησε ως πολυτελές εστιατόριο
των Μπιλάλη και Μαγκλάρα.
Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Απ. Χριστοπούλου (1896-1977) από τη Λαμία και
απέκτησαν πέντε παιδιά (Δημήτριος, Απόστολος, Παναγιώτης, Κίμων και Βασιλική).
Το σπίτι της οικογένειας βρισκόταν στην οδό Αμφίσσης (μετονομάστηκε σε οδό
Λεωνίδου) και υπάρχει μέχρι σήμερα (μετασκευασμένο). Από τα παιδιά, ο Κίμων
είχε βιβλιοχαρτοπωλείο, στη νότια γωνία της οδού Καραγιαννοπούλου με την
πλατεία Πάρκου, μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Το ίδιο επάγγελμα ακολούθησε και ο γιος του Παναγιώτης[31].
Ο Γεώργιος Δ. Μπιλάλης πέθανε σε ηλικία
70 ετών.
Πάνος Μπιλάλης |
Αδέρφια του ήταν οι : Δημήτριος, Απόστολος και Κίμων. Ο Παναγιώτης δεν
έκανε δική του οικογένεια. Πέθανε πρόωρα σε ηλικία μόλις 53 ετών.
Ηρακλής Τσαούσης (1909-1959) :
Τη δεκαετία του ’30, αλλά και μετά τον πόλεμο, στη νότια γωνία των οδών Διάκου
και Κολοκυθά, είχε την πιο κοσμική ταβέρνα της Λαμίας. Ο Γ. Πλατής την αναφέρει
ως αριστοκρατικό κέντρο από τον 19ο αιώνα, με πελάτες της ανώτερης
τάξης της Λαμίας (επιστήμονες, τσιφλικούχους, πολιτικούς, οπλαρχηγούς και
στρατιωτικούς). Πρέπει να δημιουργήθηκε από άλλον (δεν είναι γνωστό το όνομά
του), ο οποίος τη λειτούργησε μέχρι το 1930, οπότε την παρέλαβε ο Ηρακλής
Τσαούσης.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα η ταβέρνα έχασε το κοσμικό της χαρακτήρα κι
έγινε κέντρο (ταβερνάκι με κρασί) πιο
λαϊκό. Είχε λιτό εσωτερικό, με αίθουσα παλαιά και γυμνή από διάκοσμο, με τον
απαραίτητο πάγκο και τα αναγκαία τραπέζια και καρέκλες. Συνεχόμενο ήταν ένα
μικρό δωμάτιο όπου μπορούσε να καθίσει μια παρέα ιδιαιτέρως.
Σέρβιρε ούζο και ρετσίνα με συνοδευτικό μεζέ, τα δε γλέντια το βράδυ
συνοδεύονταν από γιουβέτσι, κρασί και βέβαια κιθάρα και τραγούδι. Αναφέρουμε[32]
τον αξιωματικό του ιππικού Μουρούζη, που έφιππος ανέβαινε τα σκαλοπάτια προς
τον Άγιο Νικόλαο και ήθελε να μπει μέσα καβάλα στην ταβέρνα του Τσαούση.
Ο Ηρακλής Τσαούσης ήταν παντρεμένος.
Πέθανε το 1959, σε πρώιμη ηλικία 50 ετών.
Ανάργυρος
Τριανταφύλλου (1881-1965) : Γεννήθηκε στην Τοπόλια (ή Ελαιώνα)
Παρνασσίδος. Οι γονείς του ονομάζονταν Παναγιώτης και Λουκία. Ήρθε στη Λαμία σε
ηλικία 20-30 χρονών.
Παντρεύτηκε τη Βασιλική Ευθ. Κρανάκη (1892-1991) από τη Λαμία και απέκτησαν τρία παιδιά (Παναγιώτης, Ευθύμιος και Ελπίδα).
Ανάργ. Τριανταφύλλου |
Ο Ανάργυρος Τριανταφύλλου διετέλεσε
δημοτικός σύμβουλος Λαμίας το 1934 με το συνδυασμό του Γεωργ. Πλατή (δήμαρχος
εκλέχτηκε ο Σπύρος Πετρόπουλος).
Πέθανε το 1965 σε ηλικία
84 ετών.
Γεώργιος Τριανταφύλλου (1899-1962) : Γεννήθηκε
στη Στυλίδα. Οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Μαρία. Έμαθε τη μαγειρική
τέχνη και εργάστηκε σε διάφορα μαγαζιά. Άνοιξε εστιατόριο στη Λαμία, το οποίο
λειτούργησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Παντρεύτηκε την Κλεάνθη Βησ. Αντωνίου (1904-1957), που γεννήθηκε στην
Κορυτσά της Αλβανίας. Απέκτησαν δύο παιδιά (Ιωάννης, Αντώνιος).
Ο Γεώργιος Τριανταφύλλου πέθανε σε ηλικία 63 ετών.
Γεώργιος
Φλέσσας (1892-1941)
: Γεννήθηκε στη Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας. Ο πατέρας του λεγόταν Σπύρος. Το 1913
πήγε μετανάστης στην Αμερική. Επέστρεψε το 1915 και το 1916 ξαναπήγε στην πόλη
Άμπριτζ (Ambridge) της Πενσυλβάνια. Άνοιξε εστιατόριο
και πήγε πολύ καλά μέχρι το 1925. Επιστρέφοντας άνοιξε εστιατόριο στην οδό
Καποδιστρίου 3 της Λαμίας. Μαζί πήρε ως βοηθό το Ζάχο Παπαγιάννη. Το εστιατόριο
είχε εκλεκτή πελατεία από ανώτερους υπαλλήλους της Λαμίας, ελεύθερους
επαγγελματίες και απαιτητικούς επισκέπτες της πόλης.
Στις 18 Απριλίου 1941, από τον αεροπορικό βομβαρδισμό των Γερμανών
εισβολέων ο Γεώργιος Φλέσσας σκοτώθηκε, σε ηλικία 49 ετών. Επίσης σκοτώθηκε και
ο κουνιάδος του Γεώργιος Σερ. Παπαγιάννης.
Δημήτριος
Κ. Ριζοκώστας[34] (1888-1944) :
Γεννήθηκε στη Λαμία. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος και η μητέρα του
Αικατερίνη. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο
Κωνσταντίνος Ριζοκώστας αγόρασε ένα οικόπεδο στη βόρεια γωνία των οδών Αμφίσσης
(σήμερα Λεωνίδου) και Παλαιολόγου, όπου έχτισε Χάνι. Γεννήθηκε στο Μοσχοχώρι
Λαμίας. Αδελφός του Δημητρίου ήταν ο Χρήστος. Ο Δημήτριος εργάστηκε στο Χάνι
του πατέρα του μέχρι το 1926, που το
Χάνι έπαυσε τη λειτουργία του, το δε επόμενο έτος πέθανε ο Κωνσταντίνος
Ριζοκώστας.
Οι αδελφοί Ριζοκώστα μετέτρεψαν το Χάνι σε μπακάλικο και μαζί ταβέρνα.
Αυτό λειτούργησε έτσι μέχρι το 1930, οπότε τα αδέλφια αποφάσισαν να χωρίσουν
την ιδιοκτησία στα δύο. Ο κλήρος έφερε το μαγαζί (βόρειο τμήμα) στο Δημήτριο
και το γωνιακό τμήμα που είχε ένα ισόγειο κτίσμα στον Χρήστο.
Ο Δημήτριος Κων. Ριζοκώστας παντρεύτηκε και απέκτησαν πέντε παιδιά. Το
Μάρτιο του 1944, οι Γερμανοί συνέλαβαν τον Δημήτριο Ριζοκώστα και τον εκτέλεσαν
μαζί με άλλους πατριώτες (ως αντίποινα) στη θέση Αμπέλια του χωριού Ομβριακή
Δομοκού. Ήταν τότε 56 ετών.
Χρήστος Ριζοκώστας |
Από το 1932 οικοδόμησε το μαγαζί στη γωνία Λεωνίδου και Παλαιολόγου, με
υπόγειο για κάβα κρασιών και στο ανώγειο για κατοικία. Το 1934 μετακόμισε σ’
αυτό το μαγαζί οριστικά. Την ημέρα λειτουργούσε ως μπακάλικο και μεσημέρι-βράδυ
λειτουργούσε ως ταβέρνα. Η ρετσίνα του προερχόταν από την Ερέτρια και τη
Δόμβραινα και ήταν φημισμένη. Στα μεταπολεμικά χρόνια, έγινε μπακάλικο και από
το 1954 ανέλαβε ο γιος του Κωνσταντίνος (ή Ντίνος).
Ο Χρήστος Ριζοκώστας πέθανε το 1979, σε ηλικία 84 ετών.
Νικόλαος Ν. Μαρούγκας |
Από το 1918 το οινομαγειρείο μεταφέρθηκε στην οδό Καραϊσκάκη 18. Μετά το θάνατο του Κων/νου (1923), το διατήρησε ο Νικόλαος μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Ασημ. Ασημακόπουλος |
Άνοιξε δικό του οινομαγειρείο δίπλα στην ταβέρνα, με ψησταριά και βαρέλια με κρασί, που στη δεκαετία του ’30 έγινε στέκι των μερακλήδων. Λειτούργησε και στην Κατοχή. Έκλεισε το 1951, που πέθανε, σε ηλικία 65 ετών.
Δημ. Κάκκος |
Τη δεκαετία του ’30 άνοιξε και οινομαγειρείο (στο κτίριο Μπούκα) στην πλατεία Λαού. Το 1967 του αφαίρεσαν την άδεια. Ήταν συνδικαλιστής πολλά χρόνια και διετέλεσε πρόεδρος στο Σύλλογο Καφεπωλών, αλλά και στο Σύλλογο Εστιατόρων-Οινομαγειρείων Λαμίας.
Πέθανε το 1975, σε ηλικία 79 ετών.
Ιωάν. Τσαπάρας |
Άνοιξε ιδιόκτητο εστιατόριο στην οδό Βενιζέλου 16, από τα καλύτερα της Λαμίας. Με τη συνταξιοδότησή του έκλεισε.
Δημήτριος
Ε.
Μεργιάς (1933-1981) : Γεννήθηκε στο
χωριό Πύργος Μακρακώμης. Είχε 3 αδελφούς (Κώστας, Θανάσης, Γιώργος) και μία
αδερφή (Βασιλική).
Στη Λαμία διατηρούσε για σειρά ετών μαζί με τον αδελφό του Κώστα, το
γνωστό στους παλιότερους Λαμιώτες - κι όχι μόνο – καφε-ουζερί στην οδό Συγγρού,
με τους εύγεστους και πικάντικους μεζέδες, που ο ίδιος παρασκεύαζε. Ο “Μήτσος”,
όπως ήταν γνωστός, διακρινόταν για την εργατικότητα και πραότητα του χαρακτήρα
του.
Ήταν παντρεμένος με την Τούλα και απέκτησαν δύο γιους (Ευάγγελο και
Ιωάννη). Ο Δημήτριος Μεργιάς πέθανε[37]
ξαφνικά από καρδιακή νόσο στις 9-7-1981, σε ηλικία μόλις 48 ετών.
Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
φυσικός
---------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΝΑΦΟΡΕΣ – ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
1. Βιβλία Ιερών
Ναών της Λαμίας
2. Παλιά
συμβόλαια στο Ιστορικό Αρχείο Λαμίας.
3. Μαρίας
Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου : βιβλίο
“Αγαπητοί μου συμπολίτες … Λαμιώτικα”,
Λαμία, 2003.
4. εφ. “Εθνικός
Αγών”, 1977, 1978, 1981, Λαμία.
5. εφ. “Η ΕΠΑΡΧΙΑ”, 1927-1940, Λαμία.
6. Αθανασίου Κ.
Μπαλωμένου : “Δρόμοι, Καταστήματα και
Ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (δεκαετία ’30)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
2001, Λαμία.
7. Γεωργίου Αλεξ.
Πλατή : «Λαμία», έκδοση Δήμου Λαμιέων,
1973, Αθήναι.
8. Νικ.
Δαβανέλλος : “ΛΑΜΙΑ, το χρονικό μιας πόλης”, 1994, Λαμία.
9. Νικ.
Δαβανέλλος : “Λαμία, τα πρόσωπα (1860-1930) ”, έκδοση ΔΑΒΑΝΕΛΛΟΣ , 2003, Λαμία.
10. Νικ.
Δαβανέλλος : “ΛΑΜΙΑ, η ρεκλάμα (1850-1967)”, έκδ. Δήμου Λαμιέων, 1998, Λαμία.
11. Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Μετανάστες στην Αμερική από την Κάψη
(Τυμφρηστό) Φθιώτιδος (1902-1921)”, εργασία του 2012. Αναρτήθηκε στο μπλογκ amfictyon.blogspot.gt από τις 31-8-2014.
12. Κωνστ.
Μπαλωμένου : “Η Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας (1911-1958)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
2003, Λαμία.
13. “Ελληνικός
οδηγός”, σελ. 398-406, Έκδοση της εταιρείας Κυριέρης-Γιαννόπουλος & Σία,
Αθήναι 1920. [μπλογκ : https://sotosalexopoulos.blogspot.gr/]
14. Μιλτ. Μπούκα :
“Οδηγός εμπορικός, γεωγραφικός και ιστορικός των πλείστων κυριωτέρων πόλεων της
Ελλάδος του έτους 1876”,
εν Αθήναις, έτος Α’, 1875.
15. Κωνστ.
Μπαλωμένου : “Η Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας (1911-1958)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
2003, Λαμία.
16. Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Οικογένειες και καταστήματα Ριζοκώστα”,
εφ. «Λαμιακός Τύπος», Πέμπτη 17-3-2011, Λαμία.
17. Γεωργίου Αλεξ. Πλατή «Λαμία», Έκδοση Δήμου Λαμιέων, 1973,
Αθήναι.
18. Βικιπαίδεια
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αναφέρεται ως
πληθυσμός της οι 400 χιλιάδες κάτοικοι, με επιπλέον άλλους τόσους δούλους.
[2] Στο λεξικό του
πατριάρχη Φωτίου οι λέξεις ταβερνεία, καπηλεία και πανδοχεία είχαν την ίδια
σημασία.
[3] Ήταν η μητέρα του
Βασιλείου Βουλγαροκτόνου. Η Θεανώ κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε 3 αυτοκράτορες.
[5] Σε αντίθεση με
τις ταβέρνες, όπου εκφράζεται το ασυνείδητο, η γλώσσα της ψυχής, τα καφενεία
είναι χώροι έκφρασης του συνειδητού, δηλ. μαθαίνουν νέα, συζητούν, “σκοτώνουν
την ώρα”. Γι’ αυτό τα καφενεία είναι σε αγοραία μέρη.
[6] Είχε μικρή
πινακίδα στην προθήκη του μαγαζιού (απέξω) που έγραφε : “Μια πεντάρα η
βούτα”. Ο περαστικός πελάτης, με μια
πεντάρα (5 λεπτά) έπαιρνε ένα μικρό κομμάτι ψωμί, το βούταγε μέσα σε κατσαρόλα
που είχε σάλτσα και το έτρωγε.
[7] Το παρατσούκλι
δόθηκε από τις πολλές μύγες που κυκλοφορούσαν στο μαγαζί του.
[8] Το κτίριο αυτό
ιδιοκτησίας Αφών Μπιλάλη εξαγοράστηκε από τον Αναστάσιο Κύρκο (από τη Φτέρη),
που το έκανε βιβλιοπωλείο. Μετά έγινε νέα πολυώροφη οικοδομή και στο ισόγειο
συνέχισε τη λειτουργία του (με είσοδο προς την πλατεία Λαού) το βιβλιοπωλείο
από το γιο του Βασίλειο (Λάκη) Κύρκο.
[9] Στον τοπικό τύπο
διαφήμιζαν την εγκατάσταση ραδιοφώνου με κεραία, για άριστη λήψη μουσικής.
[10] Πριν είχαν εκεί
μαγέρικο τα αδέρφια Κώστας και Νίκος Μαρούγκας. Μετακόμισαν το 1918 στην οδό
Καραϊσκάκη 17.
[11] Το 1934, σε
Κατάταξη των επιτηδευματιών της Λαμίας, την 1η θέση κατέλαβε ο Δημ. Μπαϊζάνος,
στην 7η κλάση (την υψηλότερη) και με φόρο 2.900 δρχ. [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, Πέμπτη
22-3-1934, Λαμία]
[12] Την Κρασαποθήκη
είχε σε άλλο δικό του μαγαζί, στην οδό Καραϊσκάκη 13.
[13] Δίπλα είχε
Κρασαποθήκη ο Σωκράτης Μπαϊζάνος.
[14] Το ποτοποιείο του
Γεωργ. Μπούτλα ήταν στη ΝΑ γωνία των οδών Καλύβα-Μπακογιάννη και Ροζάκη-Αγγελή.
[15] Προπολεμικά, αυτή
λεγόταν οδός Αμφίσσης.
[16] Γράφτηκε το
επάγγελμα, όπως αναφέρεται στο Βιβλίο Αποβιώσεων των Ιερών Ναών.
[17] Συμβόλαιο 137 /
18-2-1838, του συμβολαιογράφου Λαμίας Βασιλείου Δ. Περραιβού.
[18] Αρχικά λεγόταν
πλατεία “της Ώρας”, από το ρολόι, που είχε σε ένα κτίσμα (μικρό πύργο). Είναι η
σημερινή πλατεία Ελευθερίας.
[19] Κωνστ. Μπαλωμένου
: “Η Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας (1911-1958)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2003, Λαμία.
[20] “Ελληνικός οδηγός”, Έκδοση της
εταιρείας Κυριέρης-Γιαννόπουλος & Σία, Αθήναι 1920, σελίδες 398-406. (Από μπλογκ : https://sotosalexopoulos.blogspot.gr/).
[21] εφ. “Η ΕΠΑΡΧΙΑ”, φ. 564, σ. 3,
24-9-1932, Λαμία.
[22] εφ. “Η ΕΠΑΡΧΙΑ”,
φ. 1360, σ.4, 22-6-1939, Λαμία.
[23] ρέκτης = άνθρωπος
δραστήριος, τολμηρός σε πρωτοβουλίες.
[24] Ήταν κουνιάδος
του Ζάχου Παπαγιάννη.
[25] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 22
Μαρτίου 1934, Λαμία.
[26] Από το βιβλίο “Αγαπητοί μου συμπολίτες … Λαμιώτικα” της Μαρίας
Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου, σ. 53-54, Λαμία, 2003.
[27] 1 μπότσι ήταν ίσο
με 1 οκά και ¼ της οκάς.
[28] Το 1932 είχε
αναλάβει την εκμετάλλευση του ήδη γνωστού εστιατορίου ο Νικόλαος Μακρής. Δεν
είναι γνωστή η χρονική διάρκεια της εκμετάλλευσης απ’ αυτόν, οπότε το πήρε ο
Κων. Τσορτός.
[29] Με άλλα λόγια,
είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Κων. Τσορτού, η φήμη του και μαζί του
εστιατορίου του «Ηλύσσια» παρέμενε.
[30] Το επίσημο όνομά
της ήταν πλατεία Βασιλέως Κωνσταντίνου (από το 1912).
[31] εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ,
σ. 1, 17-2-1977, Λαμία.
[32] Γεωργίου Αλεξ.
Πλατή «Λαμία», σελ. 138-139, Έκδοση Δήμου Λαμιέων, 1973, Αθήναι.
[33] Το κτίριο αυτό
ιδιοκτησίας Αφών Μπιλάλη εξαγοράστηκε από τον Αναστάσιο Κύρκο (από τη Φτέρη),
που το έκανε βιβλιοπωλείο. Μετά έγινε νέα πολυώροφη οικοδομή και στο ισόγειο
συνέχισε τη λειτουργία του (με είσοδο προς την πλατεία Λαού) το βιβλιοπωλείο
από το γιο του Βασίλειο (Λάκη) Κύρκο.
[34] Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Οικογένειες και καταστήματα Ριζοκώστα”,
εφ. «Λαμιακός Τύπος», Πέμπτη 17-3-2011, Λαμία. Επίσης διόρθωση με τη σχετική
απάντηση, στην ίδια εφημερίδα, στις 29-3-2011.
[35] Έπαιρνε σταφύλια
από αμπέλια στην περιοχή της Νέας Άμπλιανης, ιδιοκτησίας του γιατρού Παναγιώτη
Μητροπούλου.
[36] Μια φορά πέρασε ένα κοπάδι γίδια από μέσα και βγήκαν απ’ την άλλη μεριά!
[από τη μνήμη του Αθαν. Μπαλωμένου, στην εργασία “Δρόμοι - Καταστήματα και
Ιδιοκτησίες της προπολεμικής Λαμίας (Δεκαετία 1930-40)”, στο περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΚΑ 2001, Λαμία].
[37] εφ. “Εθνικός
Αγών”, 12-7-1981, σ. 4, Λαμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου