Σελίδες

18/5/15

Υπηρέτες των καλών τεχνών από τη Λαμία


Προπολεμικά χρόνια



Εισαγωγή

    Σε προηγούμενη εργασία έγινε αναφορά στη Μουσική. Όμως η Λαμία και η ευρύτερη περιοχή της διέθετε ταλαντούχα άτομα σε άλλες μορφές των καλών τεχνών, που καλλιέργησαν τα χαρίσματά τους και διέπρεψαν στο είδος τέχνης που επέλεξαν. Θα αναφερθούμε σε καλλιτέχνες τομέων τέχνης όπως η Γλυπτική, τα Εικαστικά και το Θέατρο. Από τα βιβλία των Ιερών Ναών της Λαμίας ελάχιστα ονόματα καταγράφηκαν, εφόσον το πλείστο των καλλιτεχνών έζησε και δημιούργησε στην πρωτεύουσα, όπου και τελεύτησε. Παρόλα αυτά αποτελεί χρέος η παρουσίαση και απόδοση τιμής στους ανθρώπους αυτούς που τίμησαν τη Λαμία. Το ερώτημα που έρχεται αμέσως είναι “αν και πόσο η Λαμία τους τίμησε”;


    1.  Στο Θέατρο

   Δύο σημαντικά πρόσωπα γεννήθηκαν στη Λαμία και διέπρεψαν στο δύσκολο χώρο του Θεάτρου. Αυτοί ήταν ο Χρήστος Ευθυμίου και ο Θάνος Λειβαδίτης. Επιπλέον, η Λαμία, από τα προπολεμικά χρόνια ανέπτυξε το χώρο του Θεάτρου Σκιών με την “Όαση”, του Ανδρέα Αγιομαυρίτη.
   Από τα Βιβλία των Ιερών Ναών, βρέθηκε ένας ηθοποιός από την Κωνσταντινούπολη, που πέρασε με θεατρικό μπουλούκι και πέθανε στη Λαμία. Ήταν ο Γεώργιος Π. Χριστοφορίδης.
   Με σύντομο τρόπο θα δοθούν βιογραφικά στοιχεία αυτών. Έτσι :

Χρήστος Ευθυμίου (1900-1971) : Γεννήθηκε στη Λαμία. Το πατρικό του σπίτι ήταν στη γωνία των οδών Αχιλλέως και Δυοβουνιώτου (κοντά στην πλατεία Διάκου). Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η αγάπη του για το θέατρο τον οδήγησε αμέσως μετά σε επαγγελματική σχολή θεάτρου (τετραετής φοίτηση), από την οποία και βγήκε αριστούχος. 

Ο Χρ. Ευθυμίου στην ταινία
“Ένας βλάκας και μισός”
    Το 1929 έκανε το ντεμπούτο του με το θίασο Κυβέλης. Ως ιδρυτικό μέλος του Εθνικού Θεάτρου[1], που επανιδρύθηκε[2] το 1930 ο Χρήστος Ευθυμίου προσκλήθηκε και το υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος αλλά και ως ένας εκ των πρωταγωνιστών του. Διέπρεψε ως κωμικός, ιδίως σε έργα του Μολιέρου, του Σαίξπηρ αλλά και σε ελληνικά έργα σε χαρακτηριστικούς ελληνικούς λαογραφικούς ρόλους. Γι’  αυτό, το 1952 τιμήθηκε για την εξαίρετη ερμηνεία του σε έργα του Μολιέρου από τη Γαλλική Κυβέρνηση με το παράσημο των Ακαδημαϊκών Δαφνών.
   Το 1960, μετά το θάνατο του Βασίλη Λογοθετίδη, τέθηκε επικεφαλής του θιάσου του εκλιπόντος δημοφιλούς κωμικού. Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με σχετικό παράσημο από τον Βασιλιά Παύλο.
   Εκτός από το Θέατρο, ήταν πολύ αξιόλογη και η παρουσία του στον ελληνικό κινηματογράφο. Από τους ρόλους που έπαιξε αναφέρονται περισσότερο στις ταινίες “Ο γυναικάς” (του 1957) και “Ένας βλάκας και μισός” (του 1959). Άλλες ταινίες που έπαιξε ήταν “Δεσποινίς δικηγόρος” (1933), “Το δρομάκι του Παραδείσου” (1944), “Η άγνωστος” (1954),  “Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας” (1955), “Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα” (1960), κ.ά.
   Είχε μακρά συμμετοχή σε καθημερινές απογευματινές ραδιοφωνικές πεντάλεπτες “παρλάτες”, με την ατάκα «Αχ τι τραβάω!».
   Πέθανε στις 4 Μαΐου 1971, σε ηλικία 70 ετών.


Θάνος Λειβαδίτης (1934-2005) :  Γεννήθηκε στη Λαμία, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Ο πατέρας του ήταν ταξιτζής και το πατρικό του ήταν στην οδό Θερμοπυλών (δίπλα από το σημερινό ξενοδοχείο “Έλενα”. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών (στο εργαστήριο του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη). 
Θάνος Λειβαδίτης
   Στα μετεμφυλιακά χρόνια (τη δεκαετία του ’50) εισήλθε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου την οποία και τελείωσε το 1959. Το ίδιο έτος έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή με το έργο “Ο Φιλάργυρος” του Μολιέρου (στο ρόλο του Βαλέριου).
   Μέχρι το 1972 παρέμεινε στο Εθνικό Θέατρο ως πρωταγωνιστικό στέλεχος, παίζοντας σε πολλούς ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου δίπλα σε καταξιωμένους ηθοποιούς όπως ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού, ο Χριστόφορος Νέζερ, η Κυβέλη, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Στέλιος Βόκοβιτς, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Χορν, η Ελένη Χατζηαργύρη, κ.ά.
   Ως ηθοποιός του Θεάτρου απέδωσε πολλούς ρόλους σε έργα Σοφοκλή, Ευρυπίδη, Σαίξπηρ, κ.ά. Συμμετείχε σε διεθνή θεατρικά φεστιβάλ, όπως Teatre de Nations (Παρίσι, 1962), World Theater Season (Λονδίνο, 1966).
   Ως ηθοποιός του κινηματογράφου πρωταγωνίστησε σε 24 ελληνικές παραγωγές (ταινίες). Σ’ αυτές συμπρωταγωνιστούσε σχεδόν πάντα με την αξέχαστη ηθοποιό Μέμα Σταθοπούλου. Παράλληλα έγραψε και 30 σενάρια για το κινηματογράφο.
   Ως ηθοποιός στην τηλεόραση από το 1974 έγινε γνωστός με την 3ετή τηλεοπτική σειρά “Οι Δίκαιοι”. Ακολούθησαν άλλες πετυχημένες σειρές όπως  “Οι αξιόπιστοι” (1981), “Οι ιερόσυλοι” (1983), “Η βεντέτα” (1987), “Η έκτη εντολή” (1989), “Η δίκη” (1991), “Η οργή των Θεών” (1994). Έγραφε τα σενάρια και παράλληλα πρωταγωνιστούσε. Το έτος 1984 πήρε βραβείο σεναρίου για το σίριαλ “Οι ιερόσυλοι”.
   Είχε μακροχρόνιο δεσμό με την παρτενέρ του Μέμα Σταθοπούλου. Δεν είχε παιδιά. Ο Θάνος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου 2005, σε ηλικία 71 ετών. Ετάφη στο Α’  Νεκροταφείο.

Ανδρέας Αγιομαυρίτης (1895-;) :  Γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Στη Λαμία ήρθε γύρω στο 1915 και έπαιζε στην οδό Υψηλάντου (στο κέντρο του Β. Χατζόπουλου). Ήταν μαθητής του ρουμελιώτη σπουδαίου καραγκιοζοπαίχτη Γιάννη Ρούλια[3], που δημιούργησε το Μπαρμπαγιώργο.
   Τις φιγούρες τις έφτιαχνε μόνος του από δέρμα. Ο Ανδρέας Αγιομαυρίτης άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί Λαμιώτης καραγκιοζοπαίχτης[4]. Ήταν σπουδαίος, που στις παραστάσεις του πρόσθετε και σκηνές από την καθημερινότητα[5] της Λαμίας, αλλά και χαρακτηριστικούς τύπους της (όπως από τα Γύφτικα, ο Δέντρος, ο Λιας ο Φρίας, ο Ταρζάν, ο Διαμαντής κ.ά.). Είχε φτιάξει φιγούρες και τους έπαιζε στο μπερντέ. Οι διάλογοι έφερναν πολύ γέλιο. Το εισιτήριο ήταν 5-6 δρχ.

Θέατρο Σκιών “ΟΑΣΙΣ” του Αντρέα Αγιομαυρίτη (σκίτσο Αλέκου Κάιλα)
   Είχε οικογένεια και μετά την παράσταση έτρωγαν (μαζί και οι βοηθοί). Το κέντρο είχε απέξω ψησταριά με κοκορέτσι, σπληνάντερο και σερβίριζε τους πελάτες. Πήγαινε πολύς κόσμος, εφόσον δεν υπήρχε μόνιμος κινηματογράφος. Το θεατράκι σκιών που έστησε στα Πηγαδούλια λεγόταν “Όαση”. Είχε τραπέζια και μπορούσαν να παραγγείλουν ούζο, αναψυκτικά, μεζέ. Αν έβρεχε δεν γινόταν παράσταση. Λειτουργούσε τη θερινή περίοδο (από Ιούνιο μέχρι τέλος Σεπτέμβρη).
   Είχε και 4 οργανοπαίχτες (βιολί, κλαρίνο, σαντούρι, λαούτο) που συνόδευαν την παράσταση, όπως τον Κλαπαδόρα (κλαρίνο), το Μητσόπουλο (βιολί), τον Πλατανιά (σαντούρι).  Χαρακτηριστικά στέκια μάντρες) όπου έπαιζε ήταν στου Γελούμενου, στο σημερινό “Δέλτα” (πριν το 1936) και στην “Αύρα”, στα Πηγαδούλια.
Έκανε και φιλανθρωπικές παραστάσεις.
   Από τη Λαμία πέρασαν πολλοί σπουδαίοι Καραγκοζοπαίχτες. Το 1938 ήρθε ο Αντώνης Μόλλας. Ο γιος[6] του Δημήτριος Μόλλας (1917-1987) έπαιξε στη Λαμία την περίοδο 1952-57.
   Ελλείπουν άλλα στοιχεία.

Χριστοφορίδης Γεώργιος του Περικλή (1877-1932): Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έγινε ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους (τα γνωστά θεατρικά «μπουλούκια») και το 1932 πέρασε από τη Λαμία. 

Η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Περικλής 
Χριστοφορίδης στην ταινία 
της Φίνος Φίλμς «η καφετζού» (1956)
   Ο συνήθης χώρος για θεατρικές παραστάσεις στη Λαμία ήταν το «Πανελλήνιον» των Αφών Παπαθανασίου στην Πλατεία Ελευθερίας. Το 1932 δόθηκε στη Λαμία από τη σουμπρέτα Στέλλα Χριστοφορίδου, σειρά παραστάσεων με διαφορετικά έργα. Κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στη Λαμία, στις 7-3-1932, ο Γεώργιος Π. Χριστοφορίδης έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε, σε ηλικία 55 ετών. 
   Στα μεταπολεμικά χρόνια, που άνθισε ο ελληνικός κινηματογράφος με βάση την εταιρεία «Φίνος Φίλμς» του Φιλοποίμενα Φίνου από την Τιθορέα Φθιώτιδας, σε σειρά ταινιών, έπαιζε ο γιος του και ηθοποιός Περικλής Χριστοφορίδης (φωτογραφία του δίπλα).



2. Στη Γλυπτική και τις Εικαστικές Τέχνες


   Από τη Λαμία προήλθαν ο Ηλίας Ν. Φέρτης, ο Γεώργιος Σαραφιανός, ο Κωνσταντίνος Τζοβανάκης, ο Αλέκος Κοντόπουλος, ο Πάνος Σαραφιανός και ο Αλέκος Κάιλας. Εργαστήριο ζωγραφικής λειτούργησε στη Λαμία και ο Αθ. Αποστολίδης, για τον οποίο δεν βρέθηκαν περισσότερα στοιχεία. 
   Μεγάλος δάσκαλος ήταν ο Γεώργιος Σαραφιανός από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Είχε εργαστήριο ζωγραφικής στα στενά “παρά τη πλατεία Ελευθερίας”, όπου δεχόταν παραγγελίες για “εικόνες αγίων βυζαντινές, προσωπογραφίες με λάδια, τοιχογραφίες και μεγέθυνση φωτογραφιών”. Επίσης είχε και μαθητές, από τους οποίους διέπρεψαν ο γιος του Πάνος Σαραφιανός, ο Κωνσταντίνος Τζοβανάκης και ο Αλέκος Κοντόπουλος.
   Την ίδια περίοδο και αντίστοιχο εργαστήριο είχε και ο Αθαν. Αποστολίδης. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις είναι τελείως ίδιες εκτός από το όνομα.
   Ο Κωνσταντίνος Τζοβανάκης έζησε και εργάστηκε στη Λαμία. Εκτός του Κωνστ. Τζοβανάκη, από την Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας[7] αποφοίτησαν με τη σειρά ο Αλέκος Κοντόπουλος, ο Πάνος Σαραφιανός και ο Αλέκος Κάιλας (που ταλαιπωρήθηκε περισσότερο λόγω της πολιτικής ιδεολογικής του θέσης). Οι δύο πρώτοι ακολούθησαν σημαντικές σπουδές στο εξωτερικό και επιστρέφοντας έμειναν στην Αθήνα.
   Ο Πάνος Σαραφιανός διεκδίκησε θέση καθηγητή στη συντηρητική ΑΣΚΤ Αθήνας χωρίς επιτυχία. Ήταν ένας γνήσιος εξπρεσιονιστής και με τα μαύρα σχέδιά του έμεινε στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Δυστυχώς πέθανε σε ηλικία 49 ετών.
   Ο Αλέκος Κοντόπουλος από τις προπολεμικές συνθέσεις του με τοπία, προσωπογραφίες και γυμνά, στα μεταπολεμικά χρόνια στράφηκε στην ανεικονική ζωγραφική, της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
   Για την παρουσίαση των σημαντικών αυτών ανθρώπων της Λαμίας, θα δοθεί από ένα βιογραφικό, στηριγμένο στο διαθέσιμο υλικό, με όσο γίνεται συνοπτικό τρόπο.



Γυναίκες στο απόσπασμα
(έργο Ηλία Φέρτη)
Ηλίας Ν. Φέρτης (1906-1987) : Γεννήθηκε στη Λαμία. Διακεκριμένος γλύπτης και ζωγράφος, θήτευσε - μεταξύ άλλων - στο Νίκο Λύτρα και τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ υπηρέτησε ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. 
   Υπήρξε προσωπικός φίλος του Άρη Βελουχιώτη και έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ως ζωγράφος δημιούργησε τα πορτρέτα όλων των πρωταγωνιστών του “Βουνού”.

Βλάσης Γαβριηλίδης
(έργο Ηλία Φέρτη)
   Το εικαστικό έργο του έγινε δέκτης πολλών διακρίσεων, όπως το Δίπλωμα Τιμής της Έκθεσης Κεραμικής στις Κάνες, ενώ και ως συγγραφέας με το βιβλίο "Συνομιλία με την Ειρηνέλα" τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Έργα του κόσμησαν και κοσμούν πολλές συλλογές και χώρους όπως η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το ΝΙΜΙΤΣ, ξενοδοχεία κ.ά. 
   Πέθανε στην Αθήνα το 1987, σε ηλικία 81 ετών.



 
Κωνσταντίνος Τζοβανάκης (1903-1991) :  Ο πατέρας του λεγόταν Ιωάννης. Μαθήτευσε κοντά στο Γεώργιο Σαραφιανό. Μετά σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας κι έγινε ζωγράφος-αγιογράφος. 
   Πολλοί ναοί της Λαμίας (Άγ. Δημήτριος, Παν. Δέσποινα, Άγ. Θεόδωροι, Άγ. Νικόλαος, κ.ά.) έχουν αγιογραφηθεί απ’ αυτόν, όπως και πληθώρα ναών στον υπόλοιπο νομό Φθιώτιδος και αλλού. Το έργο του είναι μεγάλο και σημαντικό. Η γυναίκα του λεγόταν Θεοδώρα (1910-1978) και από τα παιδιά του είναι γνωστά ο Αλέξανδρος (1929-1983) και ο Γεώργιος (1936-1963).




Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975): Γεννήθηκε στη Λαμία. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές μαθήτευσε κοντά στον αγιογράφο Γεώργιο Σαραφιανό. Το 1923 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Δημήτριο Γερανιώτη, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα. Αποφοίτησε το 1929 και τον επόμενο χρόνο πήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1932, παρακολουθώντας μαθήματα κοντά στους P. Le Doux και H. Morisset. Παράλληλα έκανε αντίγραφα στο Λούβρο και ταξίδεψε στο Βέλγιο για να μελετήσει τη φλαμανδική ζωγραφική.

Αυτοπροσωπογραφία
(ελαιογραφία)
   Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνδέθηκε με τον κύκλο των “Νέων Πρωτοπόρων”, ενώ το 1934 συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας “Ελεύθεροι Καλλιτέχνες”. Το 1935 πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και στις ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumiere και το 1937 έγινε μέλος της ομάδας “Paris-Montparnasse”. To 1939 επέστρεψε στην Ελλάδα και δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε ως το 1969. Το 1960 φιλοτέχνησε στο Μουσείο μια μεγάλη τοιχογραφία με θέμα την αρχαία ελληνική κεραμική. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση, ενώ το 1944 πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου. Το 1949 ίδρυσε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, την ομάδα “Οι Ακραίοι”, που για πρώτη φορά παρουσίασε έργα ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα.
   Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα το 1923 από ένα καφενείο της Λαμίας, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1953, 1955 (στην οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο) και 1957, της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Το 1976 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη, την οποία ακολούθησαν άλλες αναδρομικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
   Το 1950 το ελληνικό τμήμα της AICA τον πρότεινε για το βραβείο Guggenheim, ενώ το 1973 του απενεμήθη το Α’ Κρατικό Βραβείο, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών, έκανε διαλέξεις και εξέδωσε τα βιβλία : “Η σημερινή ζωγραφική” (1951), “Εγκώμιον της Σιωπής” (1970), “Αισθητικά δοκίμια” (1971) και “Η πνευματική ευθύνη” (1973), που περιλαμβάνουν κείμενα σχετικά με θέματα τέχνης. Μετά το θάνατό του, με δωρεά της γυναίκας του, το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή λειτουργεί ως Βιβλιοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ η Δημοτική Πινακοθήκη[8] Λαμίας φέρει το όνομά του και κατέχει μεγάλο αριθμό έργων του, που δωρίθηκαν από τη σύζυγό του.

«Objects Α’» (1963) Ακρυλικό σε χάρντμπορντ , (Αλέκος Κοντόπουλος)

   Πιστός στη ρεαλιστική απεικόνιση αρχικά και αδιάφορος στις αφηρημένες τάσεις που γνώρισε στη γαλλική πρωτεύουσα, ζωγράφισε τοπία, προσωπογραφίες και γυμνά, καθώς και συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μία διάθεση κοινωνικής κριτικής. Από το 1947 όμως και κυρίως τη δεκαετία του '50, στράφηκε στην ανεικονική ζωγραφική, της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος, συντελώντας αποφασιστικά στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
   Πέθανε στην Αθήνα το 1975.


Πάνος Σαραφιανός [9] (1919-1968) : Πατέρας του ήταν ο Λαμιώτης αγιογράφος Γεώργιος Σαραφιανός. Το 1940-1945 σπούδασε στη Α. Σ. Καλών Τεχνών. Προφανώς τότε μπήκε στην αντίσταση. Έχασε το ένα του μάτι, μάλλον στον εμφύλιο. Το 1956-1959 σπούδασε Φρέσκο και Κεραμική στο Instituto d’ Arte στη Ρώμη. Με την επιστροφή του βρήκε δουλειά στο Αρχαιολογικό Μουσείο και με τον Βλαχόπουλο άνοιξαν φροντιστήριο στην οδό Ιθάκης 85, που προετοίμαζε τους υποψήφιους για τις εξετάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών. 
   Ο Πάνος Σαραφιανός το 1958 διεκδίκησε τη θέση καθηγητή εργαστηρίου στην ΑΣΚΤ, μετά από πρόταση των καθηγητών Μιχ. Τόμπρου και Α. Γεωργιάδη, τη θέση του εφόρου σχεδίου στο προκαταρκτικό τμήμα. Δεν εκλέχθηκε[10]. Ήταν φυσικό να μην τον εκλέξουν καθηγητή στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου κυριαρχούσε η γενιά του ‘30. Εκλέξανε τον Μαυροϊδή.

Κεφαλή γριάς,
Π. Σαραφιανού  (1942)
   Στην εξπρεσιονιστική περίοδο του καλλιτέχνη εντοπίζουμε μία προσήλωση στις κόλλες και τη λινάτσα ως υπόστρωμα που προβάλλει, με την τραχύτητα της υφής της, τις μορφές προς τα έξω. Η βασιλεία του μαύρου χρώματος στο magnum opus (μέγα έργο) του Σαραφιανού δρομολογείται από το 1958 με προπομπό τους «εσταυρωμένους» σε μια σειρά συνθέσεων, όπου μοναχικές φιγούρες ή ομαδικά πορτρέτα άφατου σπαραγμού εκπέμπουν μια παράδοξη ιερατικότητα. Γνήσιος εξπρεσιονιστής ο Σαραφιανός, με τα μαύρα σχέδιά του έμεινε στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
   Το 1967 ο Σαραφιανός υιοθέτησε τη ζωγραφική της χειρονομίας, γοητευμένος από την ελευθερία της.   Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Μαίρη Χατζηνικολή. Πέθανε[11] το 1968 από καρκίνο, σε ηλικία 49 ετών.
   Η Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων το 1997, του αφιέρωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του, φέρνοντας στο φως - κατά το δυνατόν - την ολότητα του έργου του.


Αλέκος Κάιλας (1929-1993) :  Γεννήθηκε στη Λαμία. Σε τρυφερή ηλικία γνώρισε τη φτώχεια, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση, προερχόμενος από οικογένεια του αριστερού χώρου (ΚΚΕ). Ο Εμφύλιος και η κατάληξή του έφεραν διώξεις, φυλακίσεις και εκτόπιση (Μακρόνησο). Στη δεκαετία του ’50, εμποδίστηκε ποικιλότροπα να σπουδάσει Θέατρο και Τέχνη (στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας) λόγω … κοινωνικών φρονημάτων. 
Αλέκος Κάιλας
   Χάρη στην επιμονή του, υλοποίησε το όνειρό του σπουδάζοντας θέατρο, κινηματογράφο και ζωγραφική. Γύρισε στη Λαμία, όπου είχε το εργαστήριό του και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα την αγιογραφία, όσο και με τη σκηνογραφία. Πολυτάλαντο και ανήσυχο άτομο επεκτάθηκε στο χώρο της γραφής (χρονογράφημα, διήγημα, ποίηση) που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς. Εξέδωσε και ποιητικές συλλογές.
   Πραγματοποίησε πολλές εκθέσεις σε Λαμία και Αθήνα. Κοντά του κάποια παιδιά έμαθαν να πιάνουν το πινέλο κι αργότερα να κερδίζουν τη ζωή τους. Το ατελιέ ζωγραφικής του ήταν στα στενά (στις Εφτά Βρύσες) της Λαμίας.
  Ο Αλέκος ήταν σεμνός αγωνιστής των ιδεών του πολιτικού χώρου που επέλεξε, έζησε με αξιοπρέπεια, με πενιχρά οικονομικά, χωρίς δικό του σπίτι. Ήταν πολύ αγαπητός στον πνευματικό χώρο της Λαμίας.
  Πέθανε ξαφνικά στις 7 Γενάρη 1993, σε ηλικία 64 ετών.


Επίλογος

    Είναι σοφά λόγια κάποιου άγνωστου : “Δεν υπάρχουν άπιαστα όνειρα, μόνο άνθρωποι υπόδουλοι στα όνειρά τους”. Αυτό το λόγο υλοποίησαν οι άνθρωποι της Λαμίας, αξιοποιώντας το χάρισμά τους και χαρίζοντας το αποτέλεσμα της τέχνης τους στο κοινωνικό και πολιτιστικό σύνολο.
   Για άλλη μια φορά αναζητώ την απόδοση της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης της Λαμίας, από τους κατά καιρούς αυτοδιοικητικούς εκπροσώπους της, για την τιμή που εκείνοι προσέδωσαν στη γενέτειρα πόλη τους. Η απουσία απάντησης και η προκλητική απραξία, ταυτίζεται με την ένοχη σιωπή για την πλημμελή στάση τους. Κρίμα …


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Βιβλία Ιερών Ναών της Λαμίας
  2. περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1983, 1988, Λαμία.
  3. Νίκος Τ. Δαβανέλλος : “Λαμία, τα πρόσωπα (1760-1930)”, έκδοση ιδίου, 2003, Λαμία.
  4. http://www.xronos.gr/
  5. http://www.pinakothiki.lamia-city.gr
  6. http://www.benaki.gr/
  7. http://www2.rizospastis.gr
  8. Βικιπαίδεια

----------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, σε 2 συνέχειες, φ. 20724, 20725, 24-25/ 10/2014, σ. 8, Λαμία.

                 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το Θέατρο ιδρύθηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1900 ως επίσημο Βασιλικό Θέατρο, για να κλείσει όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα το 1908.
[2] με νόμο του τότε Υπουργού Παιδείας Γεωργ. Παπανδρέου, στις 3 Μαΐου 1930.
[3] Ήταν μαθητής του περίφημου καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρου.
[4] Μιχαήλ Γ. Χατζάκης :  “Ένας Λαμιώτης καραγκιοζοπαίχτης”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ1983, σ. 180-187, Λαμία.
[5] Έκανε και πλάκες. Ένας φούρναρης της Λαμίας του ζήτησε να γράψει έξω απ’ το φούρνο του μια ταμπέλα “Άρτος άσπρος, άρτος μαύρος”. Εκείνος έγραψε στην ταμπέλα  “Γάτος άσπρος, γάτος μαύρος”! Οι πελάτες είπαν στον αγράμματο φούρναρη, αυτά που έγραψε. Εκείνος νευρίασε λέγοντας :  “Α, τον κερατά τον Αγιομαυρίτη, τι μου ’κανε!” Μετά βέβαια το διόρθωσε.
[6] Μιχαήλ Γ. Χατζάκη :  “Δημήτρης Μόλλας (μια εποχή που χάθηκε)”, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ1988, σ. 160-162, Λαμία.
[7] Επιπλέον αυτών, την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας τελείωσαν ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης και η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Διέπρεψαν όμως σε άλλες μορφές τεχνών.
[8] Ιδρύθηκε το 1984, σε κτίριο της οδού Αινιάνων 6-8 της Λαμίας. Η συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης της Λαμίας περιλαμβάνει 144 έργα και σχέδια του Αλέκου Κοντόπουλου και μια σειρά από μοναδικά κεραμικά πιάτα, ζωγραφισμένα με ακρυλικές ύλες.
[9] Το παρόν βιογραφικό προήλθε από κείμενα για τον Πάνο Σαραφιανό των : Χρόνη Μπότσογλου (τέως Πρύτανη της ΑΣΚΤ Αθήνας), Γιώργο Μηλιό (ομότιμο καθηγητή της ΑΣΚΤ Αθήνας) και  Νέλλη Κυριαζή (Διευθύντρια Πινακοθήκης και Μουσείων του Δήμου Αθηναίων).
[10] Πριν απ’ αυτόν, δεν είχαν επιλεγεί ο Γιώργος Μπουζιάνης και τη δεκαετία του ’80 ο φίλος του Δημήτρης Περδικίδης.
[11] Ο Γιώργος Βακιρτζής (1923-1988) σημείωσε τότε : “Η ραγδαία αρρώστια και ο θάνατος του αναδείξανε την ασυνήθιστη αφοσίωση που του είχανε οι νέοι. Καθημερινά ουρές για ζωντανή αιμοδοσία. Την ημέρα του θανάτου οι σπουδαστές της ΑΣΚΤ δεν έκαναν μάθημα και κλείσανε τα εργαστήρια. Στην κηδεία του ένα απέραντο πλήθος πενθούσε”. “Εκεί τον ζήλεψα, πώς τα κατάφερε να ‘χει τόσους πολλούς λάτρες, όχι φίλους, λάτρες. Καμιά κηδεία στην Ελλάδα δεν έγινε - πέραν των πολιτικών προσωπικοτήτων - που να έρθει τόσος λαός. Θα ’θελα να ’χα την τύχη του. Τίποτ’ άλλο”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου