Προλεγόμενα
Η ιστορία της
νεοελληνικής μετανάστευσης (εσωτερικής ή εξωτερικής) είναι τόσο παλιά όσο και η
ιστορία μας. Μετά τις καινούργιες πατρίδες που βρήκαν στην περιοχή του Ευξείνου
Πόντου, στη νότια Ρωσία, στη Μεσόγειο, στη δυτική Ευρώπη ξεπέρασαν τα νοητά
σύνορα των ωκεανών με προορισμούς την Αμερική και την Αυστραλία.
Την πρώτη 20ετία
του 20ού αιώνα, κάθε χρόνο 25.000 Έλληνες (κατά μέσο όρο) εγκατέλειπαν μια χώρα
οικονομικά εξουθενωμένη και πολιτικά αβέβαιη για τη “Γη της Επαγγελίας”, που
υποσχόταν πλούτο και ευημερία σε όλους. Τότε η Ελλάδα έχασε το 8% του συνολικού
πληθυσμού της.
Με τις
δυνατότητες του Διαδικτύου και από το εξαιρετικό αμερικανικό αρχείο
μετανάστευσης του νησιού Έλλις (EllisIsland), μετά από πολύωρη αναζήτηση και
πολύμηνη ενασχόληση, βρέθηκε ένας σχετικά μεγάλος αριθμός 339 περίπου
μεταναστών της Λαμίας. Από τη θέση αυτή γίνεται γνωστό ότι καταγράφηκαν ως
μετανάστες της Λαμίας, όσοι δήλωσαν στην Αμερική (κατά την εκεί καταγραφή των
στοιχείων τους) ότι γεννήθηκαν στη Λαμία και ότι ο τόπος της προηγούμενης
διαμονής τους ήταν η Λαμία. Βέβαια από ορισμένα επώνυμα μας είναι φανερό ότι
δεν προέρχονταν (ούτε γεννήθηκαν) στη Λαμία, αλλά από γειτονικά χωριά ή κωμοπόλεις
της. Έπρεπε όμως να τηρηθεί ο κανόνας που προαναφέρθηκε.
Η προσπάθεια αυτή θέλει να τιμήσει τους
ανθρώπους της Λαμίας, για την τόλμη και την απόφαση να φύγουν στα ξένα (μερικοί
να μην ξαναδούν τον τόπο τους), θυσιάζοντας τα καλύτερά τους χρόνια για να ζήσει η γονική οικογένεια και οι ίδιοι
καλύτερα.
Μετά από έναν αιώνα, η προσπάθεια αυτή
αποτείνεται στο θυμικό όσων έζησαν ή έχουν εικόνες από τα χρόνια της
μετανάστευσης στην Αμερική. Είναι όμως μια αναγκαία κατάθεση μνήμης για τους
νεότερους, στους οποίους και αφιερώνεται.
1. Η κατάσταση στη
Λαμία - Η απόφαση μετανάστευσης
Στο λυκόφως του
19ου αιώνα (1889), ο πληθυσμός[1]
της Λαμίας ήταν 6.888 άτομα. Η πόλη ασκούσε έλξη σε άτομα τόσο από τις
κωμοπόλεις και χωριά της Φθιώτιδας, αλλά και από τους γειτονικούς νομούς
(κυρίως την Ευρυτανία και τη Φωκίδα), που έρχονταν με την οικογένειά τους κι
έκαναν αγορές[2] σε
οικόπεδα ή ακίνητα, για μόνιμη εγκατάσταση. Το ίδιο έκαναν και Έλληνες από τη
Θεσσαλία ή την ακόμα τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και Μακεδονία.
Έτσι στην
επόμενη απογραφή (1896), έχουμε αύξηση του πληθυσμού που φτάνει τα 7.414 άτομα.
Το ρεύμα αυτό επιταχύνθηκε από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο[3]
του 1897, με αποτέλεσμα τη φυγή ανθρώπων (από το βορρά) προς τη Φθιώτιδα. Είναι
η περίοδος που τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας[4]
κορυφώθηκαν με την πτώχευση[5]
του 1893, την παραίτηση του Χαριλάου Τρικούπη (10-1-1895) και το λαϊκισμό του
Θεοδ. Δηλιγιάννη.
Με το νέο αιώνα
(τον 20ό) η επαγγελματική-οικονομική εικόνα της Λαμίας θα περιγραφόταν στη μεν
περιοχή του κέντρου (που ορίζεται από τις ενοριακές ζώνες του Αγίου Νικολάου
και μετά της Ευαγγελίστριας) να κυριαρχεί ο τριτογενής τομέας (με εμπόρους,
κτηματίες, γιατρούς, δικηγόρους, επαγγελματίες, κλπ.), ενώ στις παλιότερες
ενορίες των Αγίων Θεοδώρων (να κυριαρχούν οι εργάτες, τεχνίτες, πλανόδιοι,
καραγωγείς, κλπ.) και της Παναγίας Δέσποινας (όπου κυριαρχούν οι εργάτες, και
ακολουθούν γεωργοί, υπάλληλοι, κτηνοτρόφοι, κλπ.) και στην περιφέρεια της πόλης
έχουμε κτηνοτρόφους και γεωργούς.
Η πόλη κάνει
αργά βήματα προόδου και ανάπτυξης. Επισημαίνουμε κάποια έργα-ορόσημα στην
πορεία της Λαμίας. Συγκεκριμένα :
Στην πολιτιστική
υποδομή της Λαμίας επισημαίνεται η θεμελίωση από το 1898 του “Πάνειου[6]”
Θεάτρου. Το 1903 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου
στην ομώνυμη πλατεία.
Στην οικονομία
της πόλης ήταν σημαντική η ίδρυση του Συνεταιρισμού Τεχνοεργατών Λαμίας από το
1900. Αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας-βιομηχανίας με την ίδρυση και
λειτουργία μονάδων, όπως το εργοστάσιο Μακαρονοποιίας Αφών Μεγαλιού, το
Υφαντήριο Σπυροπούλου, η Καπνοβιομηχανία Ριζοπούλου, οι Μύλοι Λαμίας (πρώην Κ.
Αγαθοκλή), ο βιομηχανικός οίκος Ν. Ιωσήφ και το Λαναροκλωστήριο-Υφαντουργείο
των Αφών Μαχαιρά. Στην ευρύτερη περιοχή έχουμε από το 1907 τη λειτουργία του
Εργοστασίου Ασετιλίνης Γοργοποτάμου, που ήταν το μεγαλύτερο των Βαλκανίων.
Στον τομέα της
συγκοινωνίας και μεταφορών έχουμε τη λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής
μεταξύ Στυλίδας - Λαμίας - Μπεκή (από το 1905) και της γραμμής Αθήνας-Λάρισας
με σιδηροδρομικό σταθμό στο Λιανοκλάδι (από το 1908).
Στο χώρο της
υγείας, έχουμε την έναρξη λειτουργίας του Ελασσωνείου[7]
Πολιτικού Νοσοκομείου Λαμίας (από το 1911). Παράλληλα ιδρύονται και λειτουργούν
νέα φαρμακεία στην πόλη, από τον Γεώργ. Πιπιλίγκα, τον Παναγ. Τομαρά, κ.ά.
Η ίδρυση και
λειτουργία της Ηλεκτρικής Εταιρείας[8]
Λαμίας από το 1911-12 άλλαξε την όψη αλλά και τη ζωή της πόλης.
Πίνακας 1
|
Οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι (Βαλκανικοί, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) ύψωσαν το εθνικό φρόνημα κι έφεραν πίσω τους μετανάστες (που κάποιοι έφυγαν ξανά από το 1914 και μετά).
Η πληθυσμιακή
και μαζί οικονομική ανάπτυξη της πόλης, σε συνδυασμό με το καλύτερο (σχετικά)
βιοτικό επίπεδο ως προς τα χωριά δεν δημιούργησαν πολύ μεγάλο μεταναστευτικό
κύμα προς την Αμερική.
Συγκεκριμένα,
κατά την απογραφή του 1920 η Λαμία είχε πληθυσμό 11.380 άτομα (6.434 άρρενες
και 4.946 θήλεις). Σε σχέση με το μέσο ποσοστό όλης της ελληνικής μετανάστευσης
που είναι 8%, οι μετανάστες που δήλωσαν ως τόπο γέννησης και διαμονής τη Λαμία
βρέθηκαν 338 (δηλ. ποσοστό 3%). Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των μεταναστών
πρέπει να είναι μικρότερος, εφόσον άτομα από χωριά της Φθιώτιδας (συνήθως
γειτονικά στη Λαμία) δήλωσαν αναληθώς τη Λαμία ως τόπο γέννησης και διαμονής.
Η προσωπική
έρευνα που έγινε σε επώνυμα χαρακτηριστικά οικογενειών της παλιάς Λαμίας
(περιοχή Σλα Μαχαλά και κάτω απ’ το Κάστρο) έδειξε ότι δεν υπήρξαν μετανάστες
για την Αμερική στις αρχές του 20ού αι. Γενικότερα την ξενιτιά αναζήτησαν
εργάτες και αγρότες (μερικοί δήλωσαν κτηματίες), ενώ λίγοι είχαν άλλες
επαγγελματικές ασχολίες. Στον πίνακα 1 αποδεικνύεται του λόγου το αληθές, όπου
το 80% των μεταναστών είναι εργάτες και αγρότες (με το 50% να είναι εργάτες και
το υπόλοιπο 30% να είναι αγρότες).
Η ζωή των
κατοίκων και η οικονομία της γύρω περιοχής στα χρόνια εκείνα στηριζόταν κυρίως
στην κτηνοτροφία, στη γεωργία[9],
με ανάπτυξη της βιοτεχνίας ή μικρής βιομηχανίας και των υπηρεσιών (κυρίως
εμπόριο σε περιορισμένη κλίμακα). Η φτώχεια που συνυπήρχε με την επαγγελματική
και οικονομική αβεβαιότητα των εργατών, αλλά και άλλων που δήλωναν αγρότες ή
εργάτες ζητούσε κάποια διέξοδο και λύση.
Πίνακας 2
|
Μερικοί από τους μεγαλύτερους στην ηλικία κατοίκους ήταν αναλφάβητοι (κυρίως οι γυναίκες), όπως και κάποια από τα παιδιά τους. Οι γυναίκες είχαν το μεγάλο φορτίο τόσο του σπιτιού και των παιδιών όσο και των αγροτικών (γεωργικών ή κτηνοτροφικών) εργασιών. Τα παιδιά βοηθούσαν στις εργασίες ακολουθώντας το πατρικό επάγγελμα. Τα οικονομικά των σπιτιών ήταν περιορισμένα γι’ αυτές τις οικογένειες. Η αγορά των απαραίτητων απ’ το μπακάλη γινόταν για κάποιους με πίστωση.
Μεγαλύτερες
ανάγκες (όπως για σπορά των δημητριακών, συναλλαγές των κτηνοτρόφων, αγορά
εργαλείων, έκτακτα περιστατικά, κ.ά.) απαιτούσαν χρήματα που πολλές φορές ήταν
δανεικά. Η τοκογλυφία αποτελούσε τη λύση ανάγκης και τα χρήματα αυτών των
δανείων δίνονταν με υποθήκη κάποιου ακινήτου[10]
(συνήθως μικροκτήματος).
Κάποιοι άκουσαν
από άλλους τον ωραιοποιημένο μύθο της «γης της επαγγελίας[11]».
Ήταν το αμερικάνικο όνειρο. Για έναν
τόπο μακρινό, που έχει δουλειές, που κερδίζουν πολλά λεφτά και ζουν καλύτερα.
Ελάχιστοι στην αρχή αλλά τολμηροί, αποφάσισαν να φύγουν. Η μεγάλη ανάγκη της
φτώχειας[12] που
ζούσαν ξεπέρασε το φόβο του μακρινού, άγνωστου και επικίνδυνου ταξιδιού.
Για τα απαραίτητα ναύλα[13]
(εισιτήριο και λοιπά έξοδα του ταξιδιού) πούλησαν ένα ζώο ή δανείστηκαν[14]
χρήματα, με την υπόσχεση να τα επιστρέψει η οικογένεια του μετανάστη τον άλλο
χρόνο.
Πίνακας 3 |
Έτσι έφυγαν, από τους πρώτους ο Σταύρος Πολυζώης, ο Ευάγγελος Γραμματίκας και ο Σπύρος Κωστόπουλος το 1902. Μετά από μία 3ετία (το 1905) ακολούθησε μια πενταμελής ομάδα, η δε συνέχεια ήταν αριθμητικά εκρηκτική, με 37 άτομα (στο 1906). Μαζί τους έφυγαν και άλλοι από γειτονικά χωριά. Πήγαν στην Αμερική[15] κι έδωσαν διέξοδο στην ανέχεια, επιτρέποντας και υλοποιώντας το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσαν και το παράδειγμα που ενθάρρυνε τους επόμενους.
Δίνονται μερικά
στατιστικά στοιχεία των μεταναστών της Λαμίας :
Συγκεκριμένα από
τους 339 μετανάστες που κατέγραψε αυτή η εργασία, οι 91 (δηλ. το 25%) έφυγαν το
έτος 1912. Στην εξαετία 1909-1914, 213 άτομα από τη Λαμία έγιναν μετανάστες
στην Αμερική. Γενικά πάντως, υπενθυμίζουμε ότι στην εικοσαετία 1900-1920 ο
μεταναστευτικός πυρετός στην Ελλάδα θα κορυφωθεί και η χώρα μας θα χάσει το 8%
του συνολικού της πληθυσμού. Τότε 25.000 άνθρωποι περίπου εγκατέλειπαν ετησίως
την Ελλάδα.
Στο σύνολο των
μεταναστών (κυριαρχία του αρσενικού φύλου) υπήρχαν και 22 θήλεις. Μελετώντας
την ηλικιακή κατανομή συμπεραίνουμε ότι κυριάρχησαν οι πιο παραγωγικές ηλικίες
18 έως 30 ετών, με 188 μετανάστες. Οι ηλικίες των αριθμητικά περισσότερων
μεταναστών του χωριού κατά ηλικία δίνονται στον πίνακα 2.
Πίνακας 4 |
Σε ομάδες ηλικιών, οι αντίστοιχοι αριθμοί μεταναστών δίνονται στο διπλανό πίνακα 3. Ο μέσος όρος των ηλικιών των 338 μεταναστών της Λαμίας ήταν 25 έτη (δηλ. σχετικά μικρός).
Σε μεγαλύτερη
απ’ όλους ηλικία των 67 ετών πήγε στην Αμερική το έτος 1920 ο Σπυρίδων
Αγγελάκης. Τις μικρότερες ηλικίες είχαν τα 3 παιδιά της οικογένειας Κίτσου (από
2 έως 4 ετών) και ο μικρός Αγγελάκης Αγγελάκης (4 ετών).
Οι περισσότεροι
μετανάστες της Λαμίας ήταν παντρεμένοι. Πιο συγκεκριμένα από τους 339
μετανάστες οι 112 είναι ανύπαντροι (ποσοστό 33%). Με άλλα λόγια στους 3
μετανάστες οι 2 είναι παντρεμένοι και 1 ανύπαντρος.
Λίγες
οικογένειες από τη Λαμία αποφάσισαν να ξενιτευτούν μαζί (αντίθετα στον κανόνα
που ήταν να φύγει κάποιος άνδρας, η δε υπόλοιπη οικογένεια να μείνει πίσω).
Δίνονται μερικά στοιχεία γι’ αυτές:
Από το έτος 1907
έφυγε η οικογένεια του Γεωργίου Ακρίβου, με 5 άτομα. Το 1910 έφυγαν 2 άτομα της
οικογένειας Χρήστου Γκράβα. Το 1912 πήγε στην Αμερική όλη η οικογένεια του
Σπυρίδωνα Αγγελάκη, με τα μικρά παιδιά του (7 άτομα συνολικά). Το 1913 έφυγαν 3
μέλη της οικογένειας του Αποστόλου Τζότζου. Το 1916 μετανάστευσε όλη η
οικογένεια του Λεωνίδα Κίτσου με τα παιδιά του (7 άτομα συνολικά). Το 1920
έφυγαν 2 άτομα της οικογένειας του Αθανασίου Καρυοφίλη και επίσης 3 άτομα της
οικογένειας του Δημητρίου Ηλιοπούλου.
Από τα τις
ευρύτερες οικογένειες της Λαμίας τους περισσότερους αριθμητικά μετανάστες στην
Αμερική κατέγραψαν τα επώνυμα : Αγγελάκης (με 8 άτομα), Ηλιόπουλος (με 8
άτομα), Κίτσος (με 7 άτομα), Ακρίβος (με 6 άτομα), Παπαδημητρίου (με 6 άτομα),
Αποστόλου (με 4 άτομα), Κραββαρίτης (με 4 άτομα), Χριστόπουλος (με 4 άτομα),
Ανδρούτσος, Αυγέρης, Γκράβας, Καρανίκας, Παπαευθυμίου, Παπαλέξης, Πολυζώης,
Στεργίου και Τζότζος (με 3 άτομα σε καθένα).
2. Τα πλοια
Τα μεγάλα υπερατλαντικά ταξίδια
γίνονταν τότε με ατμόπλοια, που ανήκαν σε ελληνικές ή σε ξένες εταιρείες. Η
μεγαλύτερη ήταν η αυστριακή εταιρεία Austro-Americana Line[16], με μεγάλα υπερωκεάνια, όπως τα
: Alice, Giulia, Oceania, Laura, Martha Washington, Gerty, Argentina, κ.ά. Οι άλλες ξένες εταιρείες
ήταν μικρότερες.
Διαφήμιση (Αρχές 20ού αι.) |
Οι πρώτες ελληνικές εταιρείες
ήταν : “Μωραΐτης” (1907-1908) και “Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα”
(1910-1912), που δεν άντεξαν στον εμπορικό ανταγωνισμό και χρεοκόπησαν.
Αντίθετα, η “Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος” των αδελφών Εμπειρίκου κυριάρχησε
στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 χρόνια (1908-1937), με πλοία όπως : Themistocles, Patris[17], Athinai, Macedonia, Ioannina, Megali Hellas, King Alexander, Thessaloniki, κ.ά.
Η αναχώρηση του πλοίου για την Αμερική |
Άλλη επιλογή ταξιδιού των
μεταναστών ήταν να περάσουν από την Πάτρα στη Νάπολη της Ιταλίας ή στη Μασσαλία
ή Χάβρη[18]
της Γαλλίας. Από εκεί, έπαιρναν άλλο ατμόπλοιο (ξένης εταιρείας) κι έφταναν
στην Αμερική. Τέτοια πλοία ήταν: Italia, Calabria, Saxonia, Gallia, Celtic, La Gascogne, Cedric, Caroline, κ.ά.
Η επιλογή του πλοίου δεν είχε ιδιαίτερη
σημασία για το μετανάστη, εκτός από το κόστος του εισιτηρίου. Πυκνότερη κίνηση
είχαν τα ξένης ιδιοκτησίας ατμόπλοια εφόσον ήταν αριθμητικά περισσότερα και με
μεγαλύτερη χωρητικότητα. Οι σχετικά περισσότεροι μετανάστες της Λαμίας
προτίμησαν ελληνικής πλοιοκτησίας
ατμόπλοια, όπως το “Θεμιστοκλής”
(έκανε 9 ταξίδια και μετέφερε συνολικά 44 μετανάστες) και “Πατρίς” (έκανε 10 ταξίδια και μετέφερε συνολικά 27 μετανάστες) από
το λιμάνι του Πειραιά Στο σύνολο των μεταναστών, οι περισσότεροι αναχώρησαν από
το λιμάνι της Πάτρας (53 άτομα).
Πίνακας 5 |
Σε ένα ταξίδι, στις 13-5-1912, έφυγαν 19 μετανάστες με το πλοίο “Themistocles” από το λιμάνι του Πειραιά. Είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην μεταναστευτική ιστορία της Λαμίας. Από το γαλλικό λιμάνι του Χερβούργου στις 8-6-1907, με το πλοίο “Saint Louis” έφυγαν 16 άτομα της Λαμίας. Από το λιμάνι της Πάτρας στις 29-3-1912 έφυγαν 12 μετανάστες με το ατμόπλοιο “Oceania”. Η επόμενη μεγάλη ομάδα μεταναστών από 9 άτομα έφυγε από το ιταλικό λιμάνι της Νάπολης στις 31-5-1906, με το πλοίο “Gera”.
Λιμάνι
της Πάτρας, αρχές του 20ού αιώνα. Μετανάστες
περιμένουν
να επιβιβαστούν στο πλοίο. (φωτ. Αρχείο EΛIΑ). |
3. Το ταξίδι – η
άφιξη
Οι περισσότεροι μετανάστες[19]
από τη Λαμία προτίμησαν να φύγουν από το λιμάνι της Πάτρας σε σχέση με τον
Πειραιά και πήραν το πλοίο για την Αμερική ή ταξίδεψαν μέσω Ιταλίας (από τη
Νάπολη) ή Γαλλίας (από τη Χάβρη, Μασσαλία ή Χερβούργο), απ’ όπου πήραν άλλο
πλοίο για τον ίδιο τελικό προορισμό. Οι αριθμοί όμως των μεταναστών από τα δύο
μεγάλα ελληνικά λιμάνια είναι σχεδόν ίσοι.
Πίνακας 6 |
Φτάνοντας στο λιμάνι της Νέας
Υόρκης, περνούσαν όλοι από υγειονομικό έλεγχο επάνω στο πλοίο. Μετά κατέβαιναν
και μαζί με τις αποσκευές τους περίμεναν στη σειρά για την καταγραφή και τον
τελικό έλεγχο της υπηρεσίας Μετανάστευσης, στο κτίριο του Ellis Island (νησιού Έλλις), που οι Έλληνες
το έλεγαν «Καστιγγάρι».
Άφιξη των μεταναστών στην Αμερική |
Οι άρρωστοι[22], όσοι είχαν κάποια καταδίκη (κλοπή ή έγκλημα), όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους στην Αμερική κι όσοι δεν είχαν λίγα χρήματα για εισιτήριο στον τόπο προορισμού, υποχρεωτικά επέστρεφαν στο πλοίο για επαναπατρισμό.
Οι νεοαφιχθέντες έμεναν για λίγο
στη Νέα Υόρκη[23] (η
πρώτη εικόνα της Αμερικής). Ήταν όμως ακριβή πόλη[24]
και αναγκαστικά έφευγαν σύντομα για τον τελικό προορισμό τους. Με ένα ποσό γύρω
στα 20 δολάρια, αγόραζαν το εισιτήριο και έτρωγαν στη διαδρομή μέχρι τον τόπο
του τελικού προορισμού.
Οι προορισμοί (αναλυτικά
στοιχεία δίνονται σε χωριστή ενότητα) ήταν:
(α) Οι μεγάλες πόλεις του βορρά με αναπτυγμένη βιομηχανία όπως Νέα
Υόρκη, Σικάγο, κ.ά.
(β) Οι βιομηχανικές περιοχές και
πόλεις με εργοστάσια υφασμάτων, παπουτσιών, κ.ά. Τέτοιες ήταν: το Σινσινάτι,
Λίμα και Πόρτσμουθ (του Οχάιο), Χάυντενβιλ, Χάβερχιλ και Βοστώνη, (περιοχή
Μασαχουσέτης), κλπ.
(γ) Οι αναπτυγμένες πολιτείες που
διαρρέει ο ποταμός Μισσισιπής, όπως η Πενσυλβάνια (Πίτσμπουργκ, κλπ.),
Μιννεσότα (Μιννεάπολη, Πόρτλαντ, κ.ά.).
(δ) Κεντρικές
πολιτείες που ήταν κυρίως αγροτικές (μετά έγιναν και βιομηχανίες) ή είχαν
ορυχεία, όπως το Ντάβενπορτ, Κόλφαξ (Αϊόβα), το Ποκατέλλο (Αϊντάχο), το
Μπίνγκαμ Κάνυον (Γιούτα), Κάστλ Γκέιτ (Γιούτα) ή προς το νότο.
(ε) Λιγότεροι πήγαν δυτικά στην εύφορη
Καλιφόρνια (Ώκλαντ), που όμως ήταν μακριά από την ανατολική ακτή.
Πολλαπλά (δηλ.
περισσότερα από ένα) ταξίδια έκαναν 21 άτομα. Μας είναι γνωστά τα επόμενα άτομα
και προορισμοί:
1. Πολυζώης Σταύρος, α’ ταξίδι το 1902 στο Σικάγο και β’ ταξίδι το 1906 με άγνωστο
προορισμό.
2. Ηλιόπουλος Δημήτριος Α., α’ ταξίδι το 1906 στο Σινσινάτι (και μετά στη Βοστώνη)
και β’ ταξίδι το 1914 στο Χάβερχιλ της Μασαχουσέτης.
3. Φλώρος Δημήτριος Παν., α’ ταξίδι το 1907 στο Μπρίτζπορτ του Οχάιο και β’
ταξίδι το 1914 στο Ντάβενπορτ της Αϊόβα.
4. Καρακαντάς Κωνσταντίνος, α’ ταξίδι την περίοδο 1904-1908 στη Βοστώνη της
Μασαχουσέτης και β’ ταξίδι το 1908 πάλι στη Βοστώνη.
5. Ξηντάρας Σπύρος, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1910 στην Καλιφόρνια και β’ ταξίδι το
1912 ήταν η πόλη Χάυντενβιλ της Μασαχουσέτης.
6. Τσούκος Ηλίας, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1910 στη Νεβάδα και β’ ταξίδι το1912 στη
Νέα Υόρκη.
7. Λιάσκος Θεόδωρος, α’ ταξίδι την περίοδο 1909-1912 στο Ποκατέλο και β’ ταξίδι το1913
στο Σικάγο.
8. Στεργίου Στέργιος, α’ ταξίδι την περίοδο 1906-1912 στο Πόρτλαντ και β’ ταξίδι το1913
στη Νέα Υόρκη.
9. Ρόκας Στέργιος, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1913 στη Μινεάπολη και β’ ταξίδι το1913
στη Νέα Υόρκη.
10. Κουτσούκης Αθανάσιος, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1912 στο Μάντσεστερ (Νιού
Χαμσάιρ) και β’ ταξίδι το1913 στη Νέα
Υόρκη.
11. Μικέλης [25] Ιωάννης, α’ ταξίδι το 1912 στην Καλιφόρνια και β’ ταξίδι το 1914
στην πόλη Λίμα του Οχάιο.
12. Σούφλας Θεμιστοκλής, α’ ταξίδι την περίοδο 1906-1912 στο Μπέλιγκο του
Ουαϊόμιγκ και β’ ταξίδι το 1914 στο Σπρίγκφιλντ της Μασαχουσέτης.
13. Μακρής Αθανάσιος, α’ ταξίδι το 1912 στο Ντένβερ του Κολοράντο και β’ ταξίδι το 1914
στο Σικάγο.
14. Ηλιόπουλος Κωνσταντίνος, α’ ταξίδι την περίοδο 1906-1911 στο Χάβερχιλ και β’
ταξίδι το 1914 πάλι στο Χάβερχιλ.
15. Παπιώτης Κωνσταντίνος, α’ ταξίδι την περίοδο 1905-1912 στο Φρίσκο και β’
ταξίδι το 1914 στο Ντάβενπορτ
16. Σπυρόπουλος Κωνσταντίνος, α’ ταξίδι την περίοδο 1905-1912 στο Όκλαντ και β’
ταξίδι το1914 στο Ντάβενπορτ της Αϊόβα.
17. Γιαννόπουλος Νικόλαος, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1913 στο Punxsutawney της Πενσυλβάνια και β’ ταξίδι το
1915 στον ίδιο προορισμό.
18. Παπατριανταφύλλου Θωμάς, α’ ταξίδι την περίοδο 1907-1919 στη Νέα Υόρκη και β’
ταξίδι το 1919 πάλι στη Νέα Υόρκη.
19. Καρυοφίλης Αθανάσιος, α’ ταξίδι την περίοδο 1914-1919 στην Πενσυλβάνια και β’
ταξίδι το 1919 στην πόλη Manayunk της Πενσυλβάνια.
20. Χαμχούγιας Κωνσταντίνος, α’ ταξίδι την περίοδο 1909-1912 στο Μπρούκλιν της Νέας
Υόρκης και β’ ταξίδι το 1921 πάλι στο Μπρούκλιν.
21. Μάμαλης Νικόλαος, α’ ταξίδι την περίοδο 1909-1920 στο Άκρον (Akron) του Οχάιο και β’ ταξίδι το 1922
με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
4. Προορισμοί - Τόποι εργασίας
Πίνακας 7 |
Μετά τον έλεγχο της υπηρεσίας Μετανάστευσης, οι άνθρωποι της Λαμίας έφευγαν για τον τόπο τελικού προορισμού, με σκοπό την εγκατάσταση και την εύρεση εργασίας. Με επιστολές είχαν από πριν συνεννοηθεί πού και πώς θα φτάσουν στον τόπο αυτό, όπου τους περίμενε ο συγγενής, ο συμπατριώτης ή φίλος τους. Οι πρωτοπόροι επέλεξαν τον τόπο εργασίας τους με τον ίδιο τρόπο (μέσω κάποιου γνωστού ή συγγενή) ή τυχαία. Για τους τελικούς προορισμούς που βρέθηκαν επισημαίνεται η μεγάλη διασπορά τους, γεγονός που δείχνει ότι οι μετανάστες προέρχονταν από ευρύτερη περιοχή (όχι μόνο την πόλη Λαμία). Αντίθετα οι μετανάστες που προέρχονταν από ένα χωριό συγκεντρώνονταν σε μικρό αριθμό προορισμών.
Πιο αναλυτικά, οι κυριότεροι προορισμοί των
μεταναστών της Λαμίας και οι αριθμοί των ατόμων που έφτασαν εκεί, δίνονται
αμέσως:
*
Στην πολιτεία
Νέας Υόρκης κατέληξαν σε : Νέα Υόρκη [60], Νιούπορτ και Μπρούκλιν.
*
Στην πολιτεία
Μασαχουσέτης ήρθαν σε: Χάυντενβιλ [23],
Χάβερχιλ [10], Λόουελ (Lowell) [6], Βοστώνη [5[, Λούντλοου (Ludlow) [5].
*
Στην πολιτεία
Αϊόβα πήγαν σε : Ντάβενπορτ [28], Ντε Μουάν [7].
*
Στην πολιτεία
Πενσυλβάνια έφτασαν σε: Πίτσμπουργκ [17], Άμπριτζ (Ambridge) [5], κλπ.
*
Στην πολιτεία
Γιούτα ήρθαν σε : Κάστλ Γκέιτ (Castle Gate) [14],
Μπίγκαμ Κάνυον (Bingham Canyon) [2]
και Σώλτ Λέικ (Salt Lake) [2].
*
Στην πολιτεία
Βιρτζίνια έφτασαν σε: Ντάντε [7], Ράσελ Ντάντε [2] και Ρίνοκ (Roanoke)
[2].
*
Στην πολιτεία
Αϊντάχο ήρθαν σε: Ποκατέλλο [5] και Φώλς (Falls) [3].
*
Στην πολιτεία
Δυτικής Βιρτζίνια έφτασαν στο Χουήλιν (Wheeling) [8].
*
Στην πολιτεία
Νιου Χαμσάιρ ήρθαν σε : Νασούα (Nashua) [6] και Μάντσεστερ [2].
*
Στην πολιτεία
Μοντάνα επέλεξαν το: Σαιν Λούις (St Louis) [4]
και Κάνσας Σίτι [2].
*
Στην πολιτεία
Ουισκόνσιν πήγαν σε: Σεμπόιγκαν (Sheboygan) [3] και Μιλγουώκι (Milwaukee) [2].
*
Στην πολιτεία
Καλιφόρνια ήρθαν στο Μπέρκλεϋ (Berkeley) [5].
*
Στις άλλες
πολιτείες είχαμε μεμονωμένα άτομα.
5. Η ζωή του
μετανάστη στην Αμερική
Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις
υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν
(εξαιρούνται ελάχιστοι που ήξεραν κάποια τέχνη ή είχαν ταξιδέψει και πριν).
Έφταναν στην Πάτρα ή στον Πειραιά και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και
βαπόρια. Κάποιοι ήταν αγράμματοι, μερικοί είχαν τελειώσει το Δημοτικό, ήταν
“άβγαλτοι” και αθώοι, στερημένοι άνθρωποι, πού δεν είχαν συνείδηση της δύναμής
τους, ούτε φυσικά των δικαιωμάτων τους. Ήταν δηλαδή το κατάλληλο υλικό για
εκμετάλλευση.
Η ζωή στην Αμερική, ειδικά στην
αρχή, ήταν πολύ δύσκολη. Δεν ήξεραν τη
γλώσσα, ήταν ανειδίκευτοι εργάτες ή αγρότες και αντιμετώπιζαν την άρνηση των
ντόπιων. Αναλάμβαναν τις πιο ανθυγιεινές και σκληρές δουλειές (ορυχεία,
σιδηροδρόμους, κ.ά.). Μερικοί έγιναν πλανόδιοι πωλητές (λαχανικά, φρούτα,
γλυκά, λουλούδια). Αρκετοί έγιναν λούστροι (στο βορρά, οι περισσότεροι λούστροι
ήταν Έλληνες).
Έλληνας ανθρακωρύχος στη Γιούτα (1920) |
Κάποιοι άλλαξαν[26]
δουλειά και πόλη κι έγιναν εργάτες σε βιομηχανίες. Άλλοι από λαντζιέρηδες μάζεψαν κάποια χρήματα και άνοιξαν δικό τους
μαγαζί. Τελικά πλούτισαν. Το 1920 αρκετοί Έλληνες είχαν μικρές επιχειρήσεις με
γλυκίσματα (ζαχαροπλαστεία), εστιατόρια, ανθοπωλεία, καπελάδικα, καθαριστήρια,
τσαγκάρικα ή έκαναν (λιανικό ή χονδρικό) εμπόριο[27].
Το φθινόπωρο του 1912 άρχισε η
επιστράτευση και αμέσως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η μετανάστευση σταμάτησε και οι
νέοι μας ντύθηκαν το χακί και πήγαν στον πόλεμο εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων,
με πολλά θύματα. Από την Αμερική κάποιοι γύρισαν και υπηρέτησαν τη θητεία τους
ή ήταν επίστρατοι. Το 1914, μετά το τέλος του πολέμου έφυγαν ξανά. Κάποιοι
άλλοι γύρισαν μετά το 1918 και στρατεύτηκαν φτάνοντας με το 2ο Σύνταγμα Πεζικού
Λαμίας ή με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας μέχρι την Ουκρανία και το
1920-22 πολέμησαν στη Μικρά Ασία.
Κάποιοι δυστυχώς δεν
τα κατάφεραν, με βασικότερη αιτία την υγεία. Οι συνθήκες ζωής, η κούραση και η
φύση της εργασίας (εργάτες ορυχείων, στις γραμμές του σιδηροδρόμου σε όλες τις
καιρικές συνθήκες, ατυχήματα, ασθένειες[28],
κ.ά.) με την κακή ψυχολογία από την έλλειψη της οικογένειας δεν οδήγησαν το
μετανάστη στον «παράδεισο» της επιτυχίας. Έτσι αρρώστησαν και πέθαναν στα ξένα.
Στη Λαμία έστελναν για κάποια χρόνια όσα χρήματα επέτρεπε η οικονομική τους
κατάσταση, βοηθώντας τη γονική οικογένεια. Άλλοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν
στις ξένες συνθήκες ζωής ή ατύχησαν στους ανθρώπους και στον τόπο όπου
βρέθηκαν.
Αντίθετα
έχουμε μετανάστες της Λαμίας, που πρόκοψαν τόσο επαγγελματικά, όσο και στην
προσωπική τους ζωή. Παντρεύτηκαν ελληνίδες ή ξένες γυναίκες κι απέκτησαν
οικογένειες με παιδιά, που στη συνέχεια επίσης ευδοκίμησαν στην Αμερική.
Δημιούργησαν επιχειρήσεις και απέκτησαν περιουσίες.
6. Αλφαβητικός
Πίνακας μεταναστών της Λαμίας
[συνέχεια στο μέρος Β']
[1] Στοιχεία απογραφής πληθυσμού του έτους 1889.
[2] έγιναν από εύπορους κτηματίες της περιφέρειας.
[3] όταν οι Τούρκοι σταμάτησαν την προέλαση του στρατού
τους στην Ταράτσα Λαμίας, μετά από παρέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας.
[4] Στις 27
Σεπτεμβρίου 1906, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της απογραφής
πληθυσμού που έγινε στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός της χώρας υπολογίστηκε σε
2.630.000 κατοίκους.
[5] Την ανακοίνωση έκανε ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης στη Βουλή
την 1-12-1893.
[6] Κωνστ. Αθ. Μπαλωμένου : “Πάνειον” Θέατρον Λαμίας, στην
εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ” (σε 2 συνέχειες), στις 31-3-2011 και 1-4-2011.
[7] Κωνστ. Αθ. Μπαλωμένου : Ελασσώνειο Πολιτικό Νοσοκομείο Λαμίας, στην εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ” (σε 4 συνέχειες), στα φύλλα 17-20 Αυγούστου
2011.
[8] Κωνστ. Αθ. Μπαλωμένου : Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας
(1911-1958), περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2003, σελ. 94-111, Λαμία, 2003.
[9] Οι συνθήκες ζωής στα χρόνια
εκείνα, ιδιαίτερα της αγροτιάς η οποία έδωσε και το μεγαλύτερο ποσοστό στον
όγκο των μεταναστών, ήταν άθλιες.
[10] Χαρακτηριστική είναι η
παρατήρηση πώς οι μετανάστες δεν προερχόντουσαν όλοι από τα πιο φτωχά τμήματα
του αγροτικού πληθυσμού. Το ταξίδι απαιτούσε ένα σημαντικό ποσό και οι
πράκτορες ή οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό,
ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι μικροκτηματίες με υποθηκευμένα κτήματα ήσαν πολλοί
μεταξύ των μεταναστών.
[11] έτσι παρουσίαζαν την
Αμερική εκατοντάδες μεσίτες
μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), ως νέα Γη της
Επαγγελίας.
[12] Στους παράγοντες που ώθησαν προς την υπερπόντια
μετανάστευση, σημαντική θέση δίπλα στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες
κατείχαν και οι πολιτικές συνθήκες. Η εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και οι πολιτικές
εκτροπές και ανωμαλίες γίνονταν πρόξενοι μεγάλων πληθυσμιακών μετακινήσεων. Η
ανυποταξία στο στρατό τις δύο δεκαετίες 1890-1910 ήταν σημαντική. Για τις τότε
κυβερνήσεις η μετανάστευση αποτέλεσε μια επιθυμητή εκτόνωση και τη διέξοδο από
το μεγάλο και άλυτο πολυετές πρόβλημα της ληστείας στην Ελλάδα.
Ο Τάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι, Αγγλοκρατία και
ληστοκρατία», γράφει : “... Αλλά μετά τον πόλεμο του 1897 η ληστεία φουντώνει
και πάλι, σε απίστευτο βαθμό ... το 1899 υπάρχουν στην Ελλάδα 12.580 ληστές. Ο
πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να υπάρξει ... «αποσυμφόρηση»
ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των ληστών στην Αμερική. Το μέτρο σημειώνει
επιτυχία και χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται...”.
[13] Κυμαίνονταν από 100 μέχρι 400 δραχμές σε αξία της
εποχής εκείνης. Με τον ανταγωνισμό των εταιρειών και με το μεγάλο αριθμό
μεταναστών σε κάθε ταξίδι (1.000 - 1.500 άτομα), το ταξίδι έφτασε να κοστίζει
60 δραχμές. Πάντως ήταν σημαντικό ποσό για τα χρόνια εκείνα.
[14] Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο
τόκος, ήταν 20-30% σε χρήμα, αλλά οι δανειστές έπαιρναν από τους οφειλέτες
τους, γάλα, βούτυρο, και άλλα προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%.
[15] Όταν λέμε Αμερική εννοούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ).
[16] Αντιπρόσωπος (πράκτορας) για τη Φθιώτιδα αυτής της
ναυτιλιακής εταιρείας ήταν ο Αθανάσιος Γιαννούκος, με γραφείο στην οδό Ρήγα
Φεραίου στη Λαμία.
[17] Το υπερωκεάνιο
«Πατρίς» (4890 κόρων ολικής χωρητικότητας) ήταν το πρώτο που παρέλαβε το 1909
από τα αγγλικά ναυπηγεία η ελληνική εταιρεία και μ’ αυτό άρχισε τις εργασίες
της.
[18] Αυτό το λιμάνι της Νορμανδίας, τις τελευταίες 10ετίες
(τέλη του 20ού αιώνα και αρχές του 21ου) έγινε κέντρο της λαθρομετανάστευσης
προς την Αμερικανική ήπειρο.
[19] πριν την επιβίβαση στο πλοίο, οι μετανάστες
υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.
[20] Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά,
ούτε τραπέζι. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντά
του, έπρεπε να βολευτούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια.
[21] Με την επιβίβασή του στο
πλοίο δινόταν σε κάθε επιβάτη ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια
καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό, συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι
στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής (δεν υπήρχε ειδική τραπεζαρία) παρά μονάχα
λίγα τραπέζια και μερικοί πάγκοι, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα
παιδιά. Οι άνδρες, κρατώντας τις καραβάνες έτρωγαν όπως μπορούσαν ή
έβγαιναν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Οι γυναίκες - επιβάτες τότε βρίσκανε την
ευκαιρία να ντυθούν, καθώς άδειαζαν τα διαμερίσματα πριν από το πρωινό, με
αποτέλεσμα να φθάνουν αργά ή να μην προλαβαίνουν καθόλου τη διανομή. Στις
ρεκλάμες των πρακτορείων που εκδίδανε τα εισιτήρια, το φαγητό περιγραφόταν ως
υγιεινό και θρεπτικό. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που
σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμαζόταν για τους μετανάστες
κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από
την καντίνα του θαλαμηπόλου κάτι για να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που
έκανε χειρότερη την ποιότητα του φαγητού, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της
καντίνας. Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε το τελευταίο - πριν
από την άφιξη -δείπνο, που μπορούσε να περιλαμβάνει λιχουδιές όπως ...
τηγανητές πατάτες! Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο είχε ως σκοπό να δώσει έναν
τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρηση από τις υγειονομικές αρχές.
[22] Ιδιαίτερα όσοι
υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη μολυσματική νόσο την εποχή εκείνη),
υποχρεωτικά επαναπατρίζονταν.
[23] Στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου ένας στους επτά
μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι
υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην τεράστια αμερικανική ενδοχώρα.
[24] «Ο βίος εν Νέα Υόρκη είναι αρκούντως πολυδάπανος. Αν ο
μετανάστης μείνει ημέρας τινάς άεργος ενταύθα και δεν έχει συγγενείς ή φίλους,
οι οποίοι να δαπανώσι δι΄ αυτόν, οφείλει να υπολογίζει εν τουλάχιστον δολλάριον
καθ΄ ημέραν δια τροφήν και κατοικίαν, ήτοι πέντε περίπου φράγκα. Και ταύτα αν
τρώγει εις τα ελληνικά μικροεστιατόρια και αποφεύγει τα ποτά και τα κεράσματα.
Οιονδήποτε ποτόν στοιχίζει το ολιγότερον 5 σεντς, ήτοι 25 λεπτά. Καλόν είναι ο
μετανάστης να προσπαθεί να μη μείνει μακρόν χρόνον εν Νέα Υόρκη, αλλά να
διευθύνεται εις το εσωτερικόν. [Από τον «Οδηγόν του Μετανάστου», 1910].
[25] Το επώνυμο Μικέλης ίσως να γράφτηκε αντί του ορθού Μιχελής.
[26] Οι περισσότεροι μετανάστες ασχολήθηκαν μετά με το
εμπόριο και τα ελεύθερα επαγγέλματα, ενώ άλλοι πολλοί σε διάφορες υπηρεσίες,
έχοντας πάντα στο νου τους πώς να κερδίσουν συντομότερα και να επιστρέψουν στην
πατρίδα.
[27] Βλ. περιοδ. «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ειδικό τεύχος, σελ. 54, 1997.
[28] όπως η φυματίωση, η γρίπη (ιδιαίτερα η ισπανική γρίπη
του 1918) και τα αφροδίσια νοσήματα (σύφιλη). Οι απλές μολύνσεις από χτυπήματα
μπορούσαν να οδηγήσουν στο θάνατο, εφόσον δεν είχαν ανακαλυφθεί τα αντιβιοτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου