του Δημήτρη
Κ. Καραθεοδώρου, φιλολόγου
Στην αρχαία μας Μυθολογία μια από τις εννέα Μούσες ήταν και η Καλλιόπη και μάλιστα η πιο σεβαστή. Συνήθως η Καλλιόπη :
”παρίσταται εις στάσιν ρεμβώδη. Η κεφαλή της ακουμβά επί της χειρός της ο αγκών της στηρίζεται επί των γονάτων της. Καλλίφωνος και καλλιεπής ρητορική, δι’ ης και πολιτεύονται και δήμους προσφωνούσιν, άγοντες πειθοί και ου βία εφ’ ό,τι αν προαιρώνται”.
Η κεντρική πλατεία της Στυλίδας (το 1937) |
Σ’ αυτήν τη στάση τη «ρεμβώδη» ποιος δε θυμάται από μας τους Στυλιδιώτες και τη δική μας Μούσα, την Καλλιόπη, εκεί στη γωνιά τ’ Αγίου Δημητρίου, εκεί στ’ ανοιχτό - παντάνοιχτο παράθυρο του πέτρινου χαμόσπιτού της, να προσφωνεί με καλοσύνη τους δημότες, να ρητορεύει αφ’ υψηλού προς τους πολίτες, να εκφωνεί τα νέα της Στυλίδας όλη μέρα, με γλώσσα κορδέλα ;
Μαθητούδι του Δημοτικού την πρωτογνώρισα, διαβαίνοντας το δρόμο για τη γνώση. Αδύνατος σα ραμματάκι από τότε, έτσι χοντρή, με τα φλογάτα χείλη, κρουσταλλοβράχιονη με το ζαπονεδάκι της μια τρέλα, μόλις την είδα σάστισα :
“Στα γόνατά σου πέφτω, αρχόντισσα! Θεά, θνητή, τι να ’σαι;”
Μα η Καλλιόπη που ήταν και Μούσα των επιστημών εγέλασε μ’ εκείνο το καμπανιστό γελάκι της και βλόγησε μ’ έξω καρδιά το σχολικό μου δρόμο.
Κορίτσι του Δημοτικού κι αυτή κάποτε, απ’ τις καλύτερες μαθήτριες του Σχολείου, λένε. Από καλή οικογένεια, ωραία κοπέλα αξιαγάπητη, νοικοκυρά, κεντήστρα πρώτη. Υπομονετική και χρυσοχέρα με προκοπής ιδρώτα. Τ’ αρχοντικό της, απ’ τα θεμέλια ως τη στέγη το καθρέφτιζε κι ήταν κόρη γλυκιά μ’ αγάπη στην ψυχή κι ελπίδα.
Μα ήρθαν καιροί δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι. Οι κακουχίες της Κατοχής. Από κάποια οργανική αιτία όλο και πάχαινε κι οι πρώτες λοιδορίες απ’ τους «έξυπνους» ακούστηκαν:
- “Η χοντρή, η Καλλιόπα, η Καλλιοπάρα!”.
Μαζί τους και κάποιοι Γερμανοί στρατιωτικοί της Κατοχής φαλτσάρισαν κι αυτοί σα χορωδία :
- “Ντίκα, Ντίκα!” (dick= χοντρός στα γερμανικά).
Απ’ τη δεκαετία του ’50 καρφώθηκε στ’ αγαπημένο της παράθυρο. Έγινε το «σήμα κατατεθέν», η «μασκώτ», το «καλό στοιχειό», η «Μούσα» της Στυλίδας, στο έμπα και στο έβγα της πόλης μας.
Σαν από μηχανής Θεά άρχισε να διαλέγεται με την πλατεία του δρόμου της, να αφουγκράζεται τον πόνο και τη χαρά των συνανθρώπων της, να μεταδίδει το στυλιδιώτικο δελτίον ειδήσεων όλη την ώρα, να χαιρετάει τα λεωφορεία της γραμμής (Στυλίδα - Βόλος), που σαν έφταναν μπροστά στο σπίτι της, όρθιοι σηκώνονταν οι επιβάτες τους για να τη δουν, να της χαμογελάσουν, να πάρουν δύναμη από τη δύναμή της, να απολαύσουν το ερωτικό της πρόσωπο, πορτρέτο Αναγέννησης του Ραφαέλλο Σάντσιο ή του Ντα Βίντσι.
Από τους φίλους της και το “κοινό” της, λίγα τους ζήτησε, σαν πέθανε η μάνα της η κυρα-Λένη. Λίγο ζεστό ψωμί από το φούρναρη τον Οικονόμου και τον Ταλιατούδα, λίγο κασέρι από το Χρήστο τον Τσαμπάκαλο, κανένα τσουρεκάκι ή κουλουράκι, από τις λαμαρίνες που πηγαινοέρχονταν, αντίδωρο για την ευχή της να καλοψηθούνε, και, βέβαια, οπωσδήποτε λίγη πουδρίτσα στο στρογγυλό κιτρινωπό κουτάκι, κι ένα κραγιόν κόκκινο σαν τη φωτιά και μια κολώνια καλή από το Φίλιππα το Δακουρά - ΖΙΝΝΙΑ μάρκα να είναι όλα - για να φρεσκαριστεί, όσο μπορεί καλύτερα, να βγει όσο μπορεί ωραιοτέρα στην τηλεόραση- παράθυρο αλλά και για τη βραδινή βολτίτσα της στην πόλη, σα σουρουπώσει, για μερικά ουζάκια στου Λαμπαδαρίου, στου Ζαχαρία, στου Τουλούπα, στου μπαρμπα-Άγγελου του Κότσιρα με το καλό φαΐ και την Ολύμπια παρέα.
Το ανοιχτό-παντάνοιχτο παράθυρό της δεν έκλεισε ποτέ. Αν δείτε, είπε μια μέρα, το παράθυρο κλειστό, να ξέρετε θα ’χω πεθάνει. Στις 27-2-73 το παράθυρο δεν άνοιξε ούτε στιγμή.
Η Μούσα η Καλλιόπη μας είχε ταξιδέψει “παρά δήμον ονείρων”. Στο φτωχικό της ξόδι την ακολούθησαν λίγοι καλοί πραγματικοί φίλοι κι ανέλαβαν τα της ταφής εν αγάπη και εν τιμή.
Στην κιβωτό με τη σορό της απόθεσαν κι ένα κλαδάκι απ’ τον κισσό της μάνδρας της, σα να ’θελαν να πουν ότι δεν πέθανε αλλά μπορεί να ζει επί πολλούς αιώνες σαν τον αείφυλλο κισσό του τοίχου της.
Κι αλήθεια, ω του θαύματος, εξακολουθεί να ζει και σήμερα. Το ανοιχτό-παντάνοιχτο παράθυρο μπορεί να σφάλισε, τ’ αρχοντικό της μπορεί να γκρεμίστηκε, όμως στην πολυκατοικία που ανυψώθηκε, λένε πως οι αλαφροΐσκιωτοι και οι έχοντες “καθαράν την καρδίαν” βλέπουν στον τοίχο της νεόδμητης οικοδομής, τις νύχτες με πανσέληνο, να ζωγραφίζεται το πρόσωπό της σα σε μετείκασμα, κι ακούνε το καμπανιστό γελάκι της και τα παραθυρόφυλλα να τρίζουν και να παν’ ν’ ανοίξουν.
Μια απ’ αυτές τις νύχτες με πανσέληνο, λέω να πάω ν’ αφήσω στο μέρος που “εμφανίζεται” ένα δωράκι! Όχι και τίποτα σπουδαίο.
Να, λίγη πουδρίτσα σε στρογγυλό κιτρινωπό κουτάκι, ένα κραγιόν κίτρινο σαν τη φωτιά και μια κολώνια καλή - ΖΙΝΝΙΑ μάρκα να είναι όλα - , για να φρεσκαριστεί όσο μπορεί καλύτερα η Καλλιοπίτσα μας, ν’ ανοίξει και πάλι το παράθυρό της, να ξαναπεί τα νέα της Στυλίδας όλη μέρα, (παγά λαλέουσα), να εκπέμψει ολούθε το θεϊκό ερωτισμό της και να κάνει κι εκείνο το σιδερά από απέναντι ν’ αρχίσει να τραβά σαν Ήφαιστος το φυσερό του, ν’ αρπάξει το πυρακτωμένο σίδερο και χτυπώντας το με τη βαριά όλος μανία να το λυγίσει, να το σμιλέψει, μήπως και θανατώσουμε το θάνατο, μήπως και ξαναζωντανέψουμε τη μνήμη της Στυλίδας μας, μήπως και ξαναζωντανέψουμε τη μνήμη της Καλλιόπης μας, τη μνήμη της Μούσας της Στυλίδας μας.
-------------------------------
Σημείωση : Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. «ΣΤΥΛΙΔΑ ΣΗΜΕΡΑ», αρ. φύλλου 9, σελ. 9, 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου