Σελίδες

30/9/18

Ο Χαλήλ μπέης της Λαμίας και το σαράι του


Πριν και μετά την ελληνική επανάσταση



 

1.    Η Λαμία στα προεπαναστατικά χρόνια


   Με την είσοδο του 19ου αι., το Ζητούνι, όπως λεγόταν είχε 3.000 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Έλληνες. Την επόμενη δεκαετία ο πληθυσμός της περίπου διπλασιάστηκε. Οι περιηγητές έγραψαν :
“ … Είναι κτισμένο στην πλαγιά ενός κωνικού βουνού. Στεφανώνεται από έναν ερειπωμένο πύργο, δίνει όψη γραφική με τα εξακόσια σπίτια, διάσπαρτα σε επίπεδα, ανάμεσα σε τζαμιά και κυπαρίσσια. (Φραγκίσκος Πουκεβίλ, 1810)
“ … Το Ζητούνι μπορεί να περιγραφεί ως μια μικρογραφία των Αθηνών. Η πόλη κινδύνευσε σοβαρά από μία πυρκαγιά, τρεις μήνες πριν”. (Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ,1801)
“ …Το Ζητούνι είναι σήμερα μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Θεσσαλίας, που διαδέχτηκε την αρχαία Λαμία, από την οποία δεν έμεινε τίποτε. Στο Ζητούνι υπάρχουν πολλές ελληνικές εκκλησίες και 4 μιναρέδες των Τούρκων περιτριγυρισμένοι από κυπαρίσσια και πολλούς κήπους με δένδρα που δημιουργούν μια λαμπρή θέα. Αυτή είναι η πρωτεύουσα της περιοχής και κατοικείται από 3.000 κατοίκους από τους οποίους μόνο το 1/10 είναι Τούρκοι και πολλοί Αλβανοί…” (Σιμόνε Πομάρντι, 1805)
Η Λαμία από το βορρά (Ντυπρέ, 1819)
   Οι κάτοικοι υπέφεραν κυρίως από την ελονοσία, που δημιουργούσαν τα στάσιμα νερά της κοιλάδας. Η έλλειψη ποιοτικού νερού και σε επαρκείς ποσότητες ήταν επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα.
  Στους πρόποδες του λόφου του Κάστρου (η ελληνική συνοικία) και ιδιαίτερα στην απέναντι δυτική πλαγιά (ο τουρκομαχαλάς), ήταν “διασκορπισμένη” η πόλη, χτισμένη άναρχα με τον ανατολίτικο τρόπο. Οι ασχολίες των κατοίκων ήταν ποικίλες (εμπόριο, κτηνοτροφία σημαντική στην ευρύτερη περιοχή με σημαντικές ποσότητες προϊόντων της (τυρί, μαλλιά, βούτυρο, δέρματα), γεωργία (καπνά, αμπέλια, δημητριακά, κλπ.), σηροτροφία, εργάτες, κ.ά. Επίσης είχε αλυκή, παράγοντας αλάτι.




2.    Ο πλούσιος Χαλήλ μπέης της Λαμίας


   Ο Χαλίλμπεης ήταν ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής του Ζητουνίου (το 1821). Ήταν γιος του Χασάν αγά Καπουτσίμπαση. Ήταν διοικητής στο βοεβοδιλίκι του Ζητουνίου, από την εποχή που πέρασε ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ (το 1810 περίπου). Ήταν γαμπρός του Βελή πασά, γιου του Αλή Τεπελενλή. Είχε παντρευτεί τη Σαϊδέ χανούμ, θυγατέρα του Βελή πασά.
   Ο Χαλήλ μπέης είχε πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία[1]. Από τα 49 χωριά του Ζητουνίου, τα 13 ήταν τσιφλίκια του, ενώ είχε και πολλά ακίνητα μέσα στην πόλη της Λαμίας. Επιπλέον είχε  τσιφλίκια και ακίνητα και σε άλλες περιοχές (εκτός της επαρχίας Ζητουνίου).
   Νότια του ποταμού Σπερχειού ο Χαλήλ μπέης είχε στην ιδιοκτησία του 9 χωριά-τσιφλίκια. Αυτά ήταν : Νεβρόπολη (χωριό 20 οικογενειών, που δεν υπάρχει σήμερα), Δαμάστα (με 50 οικογένειες), Χαΐν Γαρδίκι (ή Βλαχογαρδίκι, δηλ. η σημερινή Οίτη με 30 οικογένειες), Αμνιαλός (δεν υπάρχει σήμερα, χωρίς άλλα στοιχεία), Δέλφινος (Δέλφινο & Κρύα Βρύση με 40 οικογένειες), Βαρδάτες (με 40 οικογένειες), Αλπόσπιτα (χωρίς στοιχεία), Φραντζί (με 40 οικογένειες) και Κομποτάδες (με 120 οικογένειες).
   Η αλήθεια ήταν όμως ότι ο Χαλίλμπεης είχε πολλά χρέη. Συγκεκριμένα, ενώ η περιουσία του εκτιμήθηκε (το 1838) σε 719.560 δρχ., τα χρέη του προς το Σουλτάνο ήταν 387.143 δρχ.
   Η γυναίκα του Σαϊδέ χανούμ, είχε στην ιδιοκτησία της τα χωριά-τσιφλίκια: Κόμμα, Τσοπανλάτες (Λυγαριά), Μεγάλη Βρύση, Αχλάδι και Σουβάλα (Βαθύκοιλο).
   Το 1822, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ο Χαλήλ μπέης πέθανε.
  


3.    Ο Χαλήλ μπέης και ο Αθανάσιος Διάκος


   Μετά τη γνωστή μάχη της Αλαμάνας στις 23[2] Απριλίου 1821 κα τον ηρωικό αγώνα, ο Αθανάσιος Διάκος πληγώθηκε στον ώμο και το γιαταγάνι του έσπασε στη μάχη (στη θέση Ποριά Δαμάστας). Ακολούθησε η σύλληψή του και η μεταγωγή του στη Λαμία. Φυλακίστηκε σε χώρο (στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη) απέναντι από το σημερινό μνημείο του.
   Η γενναιότητά του και το θάρρος του εξέπληξε τους πασάδες. Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης δεν ήθελε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του. Μάλιστα εντυπωσιάστηκε τόσο που θέλησε να τον προσλάβει στην υπηρεσία του και του έταξε να τον κάνει αξιωματικό στον στρατό του. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας: "Ούτε σε δουλεύω πασά, ούτε σ' ωφελώ κι αν σε δουλέψω".
   Επέμενε, όμως, ο Χαλήλ μπέης της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Ομέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους.
   Το δημοτικό τραγούδι[3] “του Διάκου” δίνει χαρακτηριστικά τη στάση του Ομέρ Βρυώνη, αλλά και του Χαλήλ μπέη. Το απόσπασμα λέει :

Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;»
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε’ ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπεης αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι».

   Η απόφαση για το θάνατο του Διάκου ήταν πλέον δεδομένη και έγινε με μαρτυρικό τρόπο, με ανασκολοπισμό (δηλ. με ξύλινη σούβλα, κάτω από το δέρμα). Ο θάνατος του Διάκου έγινε την επομένη (υπάρχει και μια μαρτυρία από πυροβολισμό[4] Τούρκου). Ο Χαλήλ μπέης επέβλεπε στη διαδικασία συνεχώς και με σκληρό τρόπο.
   Μετά την Αλαμάνα, ο τουρκικός στρατός με τον Ομέρ Βρυώνη (μαζί πήγε και ο Χαλήλ μπέης) - στις 8 Μαΐου 1821 - βρέθηκε μπροστά στο Χάνι της Γραβιάς, με 120 Έλληνες πολεμιστές οχυρωμένους μέσα, υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Η μάχη κράτησε όλη μέρα με 300 Τούρκους νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν μόνον 6  νεκρούς.
   Στους Έλληνες πολεμιστές του Χανιού ήταν και ο Γιάννης Μητρόπουλος, ένας γενναίος Γαλαξιδιώτης οπλαρχηγός, με σημαντική δράση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκη Λάππα, όταν ο Μητρόπουλος είδε τον Χαλήλ Μπέη, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε[5] γιατί είχε συλλάβει τον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα. Μάλιστα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τον συνεχάρη για την πράξη του λέγοντας:
Να μας ζήσεις Μητρόπουλε. Τέτοιο ξεπλέρωμα μήτε ο σ’χωρεμένος ο Διάκος δεν θα το καρτέραγε”.



4.    Η Λαμία ελεύθερη από τους Τούρκους


   Μετά τη διάσκεψη του Λονδίνου στις 30 Αυγούστου 1832 (ν.η.), την οποία αποδέχτηκε η Τουρκία στις 26 Δεκεμβρίου 1832, η επαρχία Ζητουνίου ήταν ελεύθερη. Οι Τούρκοι έφυγαν στις 9 Απριλίου (ν.η.) 1833, ημέρα Μεγάλη Τρίτη. Στις 20 Ιουνίου (π.η.) 1836 το Ζητούνι ονομάστηκε πάλι Λαμία.
   Από νωρίτερα οι Τούρκοι τσιφλικάδες είχαν αποχωρήσει και - μέσω αντιπροσώπων[6] τους - πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους. Δεν περιήλθαν στο ελληνικό κράτος ως εθνικές γαίες, αλλά πουλήθηκαν (κάποια διπλοπουλήθηκαν) μέσα σ’ ένα κλίμα ανασφάλειας, ασάφειας, με κίνδυνο εξαπάτησης (από τους Τούρκους). Αγοράστηκαν από πλούσιους κυρίως ομογενείς, οι οποίοι συμπεριφέρονταν όπως οι προκάτοχοι, ενώ οι ακτήμονες ακολούθησαν τη μοίρα του κολλήγα.
   Η μεγάλη  περιουσία του Χαλήλ μπέη, που είχε πεθάνει στην αρχή της ελληνικής επανάστασης, περιήλθε στο γιο του Τεφίκ μπέη. Όπως προαναφέρθηκε όμως, λόγω των πολλών χρεών, ουσιαστικά ήταν δεσμευμένη και γι’ αυτό η καθαρή διαφορά (περιουσία μείον χρέη)  έπρεπε να περιέλθει στο ελληνικό κράτος. Όμως, εκμεταλλευόμενος την αβεβαιότητα της περιόδου ο γιος του Τεφίκ μπέης εμφανίστηκε ως κληρονόμος, που μέσω δύο πληρεξουσίων του (ορίστηκαν με απόφαση από τουρκικό δικαστήριο της Λάρισας) των Χασάν αγά Χιλιαδιώτη και Γιαννούσμπεη, πούλησε τα τσιφλίκια, προφανώς παράνομα.



5.    Το σαράι του Χαλήλ μπέη


   Η κατοικία (σαράι) του πλούσιου διοικητή της περιοχής Ζητουνίου, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης. Ήταν μεταξύ των σημερινών οδών Τσιριμώκου, Ευαγγελιστρίας, Μανωλίδου και Βαλαωρίτου. Πιθανότατα όμως είχε κήπο και πρόσοψη στη σημερινή οδό Υψηλάντου (βλ. παρατιθέμενο απόσπασμα χάρτη). Δεν είναι γνωστός ο χρόνος που κτίστηκε.
   Εγράφη[7], ότι εκεί έφεραν δεμένο πισθάγκωνα τον Αθανάσιο Διάκο, μετά τη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821, όπου οι πασάδες Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τον κάνουν να  αλλαξοπιστήσει. Όμως δεν επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο από άλλη πηγή.
   Ήταν πολύ μεγάλο κτίριο. Ο περιηγητής Τζώρτζ Φίνλεϋ μας έδωσε τις διαστάσεις του. Είχε 200 πόδια μήκος και 55 πλάτος, δηλ. 61 μ. Χ 16,78 μ. Ο Λουδοβίκος Ρος, το 1834, έγραψε γι’ αυτό:
  …Το ψηλό και κάποτε πολύ σπουδαίο παλάτι του γαμπρού του Αλή Πασά, με συντριβάνια, μεγάλους διαδρόμους και έγχρωμες διακοσμήσεις χρησιμοποιείται ως στρατώνας του 6ου Τάγματος. Σε ένα άλλο, πιο μικρό, φιλοξενήθηκε και ο Βασιλιάς. Τα τουρκικά κτίρια ήδη (το 1834) αρχίζουν να καταστρέφονται…»

 
Η αυλή του σαραγιού ως στρατώνας (υδατογραφία του Βαυαρού Kollnberger, 1834)
   Το επόμενο έτος επισκέφτηκε το Ζητούνι ο περιηγητής Τζώρτζ Φίνλευ. Στις 19-20 Ιουλίου 1835, κατέλυσε στο σαράι, όπου διέμενε και ο Έπαρχος Βουλπιώτης, μαζί με τον αδελφό του, που ήταν και καπετάνιος του ελαφρού ιππικού. Ακολουθεί καλή περιγραφή του σαραγιού από τον Φίνλεϋ :
“…Το σαράι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά σπίτια, που έχω δει στην Τουρκία και πρέπει να ήταν από τα πιο όμορφα. Χτίστηκε από το Χαλήλ Μπέη, το γαμπρό του Βελή Πασά. Το τμήμα που έχει απομείνει ήταν παλιά το Haremlik, γιατί το Salamlik καταστράφηκε από κάποιους επαναστάτες στρατιώτες προς το τέλος της Ελληνικής επανάστασης. Αυτό το κομμάτι έχει περίπου 200 πόδια μήκος και 55 πλάτος και αποτελείται από ένα όμορφο, ανοιχτό χαγιάτι 135Χ35 με δωμάτια στη μία πλευρά και στις πτέρυγες. Ένα από τα τζάκια του δωματίου είναι μαρμάρινο, όμορφα σκαλισμένο – υπάρχει επίσης μία κρήνη, πριν από το μπάνιο, με 4 όμορφα σκαλισμένες στήλες που σχηματίζουν γούρνες, από τις οποίες το νερό εκτοξεύεται μέσα από εκατοντάδες μικρές τρυπούλες.
   Λυπόμουν να βλέπω τόσες μαρμάρινες γούρνες στις κρήνες των κήπων και κομμάτια από καμινάδες σπασμένα και παρατημένα. Όντως, τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Έλληνες εγκαταλείπουν και καταστρέφουν ο,τιδήποτε τουρκικό, ακόμη και εκθαμβωτικοί τύμβοι καταστρέφονται αστραπιαία. Φοβάμαι πως θα καταστραφούν πολύ πριν μπορέσουν οι Γερμανοί ή οι Έλληνες να κατασκευάσουν κάτι, που να αξίζει να διατηρηθεί. Αυτό το σπίτι ανήκει στην ιδιοκτησία του Τούρκου, που μένει τώρα στο Ζητούνι και νοικιάζεται στην Ελληνική κυβέρνηση. Το πλάνο του ήταν κάπως έτσι (παρατίθεται σκαρίφημα του περιηγητή).

   Τον επόμενο χρόνο (1836) πέρασε από τη Λαμία ο περιηγητής Κάρολος Γουσταύος Φίντλερ. Η πλήρης εγκατάλειψη του σαραγιού είναι προφανής. Έγραψε γι’ αυτό :

“… Η πόλη δείχνει παντού ερειπωμένη. Κάποιοι κατεστραμμένοι μιναρέδες στέκονται ακόμη όρθιοι. Η υποτιθέμενη οικία του Πασά, ένα μεγάλο κτίριο, βρίσκεται στην ψηλότερη πλευρά της πόλης (νοτιοανατολικά), με κατεστραμμένες καμάρες, ενώ ένα μέρος του τοίχου στο ίδιο κτίσμα έχει καταρρεύσει. Με αυτές τις πέτρες μπορούν να κτιστούν πολλά σπίτια.”

 
Χορός μπροστά στο σαράι (υδατογραφία του Βαυαρού Kollnberger, 1836)
   Επίσης, τον ίδιο χρόνο (1836) επισκέφτηκε τη Λαμία και ο Χέρμαν Πίκλερ Μισκάου. Με εμφανέστατη την απογοήτευση για την πόλη, στέκεται και περιγράφει λιτά, την κακή κατάσταση του σαραγιού. Έγραψε :
“… Επισκέφτηκα το μόνο αξιοθαύμαστο χώρο που διαθέτει αυτή η μίζερη πόλη του Ζητουνίου · αναφέρομαι στον ελληνικό στρατώνα, που παλιά ήταν το Σαράι του πασά, το οποίο παρουσιάζει μια μοναδική μείξη υψηλών και χοντρών πέτρινων τοιχωμάτων σε συνδυασμό με ελαφριά, εκλεκτά ξύλινα κομμάτια, ζωγραφισμένα και διακοσμημένα· τρούλοι από μόλυβδο αναπαύονται πάνω σε χοντροειδή ξύλινα δοκάρια· χρυσωμένα ταβάνια δεσπόζουν πάνω από καλοβαλμένα σανίδια, κλπ. Είναι πολύ πιθανό στον καιρό του, όλο αυτό να προσέφερε ένα γραφικότατο σύνολο· σήμερα, που ένα μέρος του κτιρίου είναι γκρεμισμένο, που στο άλλο μέρος οι διάκοσμοι και τα χρώματα έχουν ξεβάψει, που τα χρυσωμένα ταβάνια έχουν καπνιστεί και καλυφθεί από ένα δάχτυλο βρωμιάς, που δεν συναντάμε παρά μόνο μια βρωμιά που μυρίζει από τα στίφη των στρατιωτών, η όψη που παρουσιάζει έχει κάτι το τρομερό”.

   Δύο έτη αργότερα (το 1838) η Λαμία ήταν στο δρόμο του ξένου περιηγητή Γιόζεφ Μπαρόν Όου. Με αξιόλογη παρατηρητικότητα και ιδιαίτερα αναλυτική γραφή, μας δίνει μια λεπτομερή εικόνα του σαραγιού. Έγραψε :
 Το “Σαράι” του προηγούμενου Τούρκου Μπέη είναι ένα μεγάλο ευάερο, αυλικό παλάτι, με ανοιχτούς δρόμους και μια εξωτερική σκάλα. Η ανατολίτικη αρχιτεκτονική “εισπνέει” το νότο. Ολόκληρο το παλάτι περιβάλλεται από ψηλά τείχη. Τα κυρίως διαμερίσματα βρίσκονται στο επάνω πάτωμα. Κάτω βρίσκονται οι στάβλοι και οι αποθήκες. Οι ξύλινοι τοίχοι με επικάλυψη από ασβέστη, είναι παντού εσωτερικά και εξωτερικά διακοσμημένοι με αραβική γραφή. Το Σαράι, ένα μεγαλειώδες καλοκαιρινό παλάτι, φαίνεται να είχε κτιστεί απλά, μόνο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τα ψηλά κυκλικά τείχη στηρίζονται με δοκάρια, αντί με σιδερένια κάγκελα. Μια μεγάλη, ανοιχτή σάλα καταλαμβάνει το μέσο του κτιρίου, με μήκος 300 μ. και πλάτος 50! Πάνω στους τοίχους μπορεί να διαβάσει κανείς στίχους από το Κοράνι. Την αυγή και το σούρουπο σε αυτή τη σάλα και λίγο πιο ψηλά δημιουργούνται μικρές ανοιχτές προεκτάσεις, ίδιες με τα δικά μας σπιτάκια του κήπου, τα οποία ο Μπέης ξεκουραζόταν κάτω από τη σκιά, απολαμβάνοντας τον καφέ και τον καπνό του, ενώ ταυτόχρονα τακτοποιούσε τις κυβερνητικές του υποθέσεις. Στη μία πλάγια πτέρυγα του κτιρίου βρισκόταν το χειμερινό διαμέρισμα, διακοσμημένο με καθρέφτες και πλούσιο χρυσό.
   Η σάλα χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη με ένα επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα και το πάτωμα είναι ένα επίπεδο υπερυψωμένο. Κάτω από τα παράθυρα, μακριά από τον τοίχο, σε ένα επίπεδο πιο πάνω, υπήρχε το ντιβάνι. Υπάρχουν δύο σειρές παραθύρων, η μία πάνω στην άλλη. Τα επάνω έχουν χοντρό πολύχρωμο τζάμι, τα κάτω είναι μόνον για όταν βρέχει. Κοντά στην είσοδο υπάρχει μία κόγχη (γωνίτσα) με μαρμάρινο νιπτήρα και ένα μαρμάρινο τζάκι.
   Στην άλλη πτέρυγα βρίσκεται το διαμέρισμα για τις γυναίκες (χαρέμι) με τον ίδιο τρόπο διακόσμησης, μόνο που τα κάτω παράθυρα είναι κλειδωμένα, με ένα επιχρυσωμένο ξύλινο κιγκλίδωμα. Αργότερα αυτό το παλάτι χρησιμοποιήθηκε για στρατώνας. Οι καθρέφτες καταστράφηκαν και όλα ερήμωσαν. Οι τοίχοι τώρα έχουν την όψη σκισμένης κουρτίνας θεατρικής σκηνής! Επίσης, τα περισσότερα άλλα τουρκικά σπίτια, τώρα ελληνικά, είναι ασβεστωμένα και κατοικούνται από εκατομμύρια κοριούς.”
   Ο Γάλλος περιηγητής Ζαν Μπισόν, που πέρασε από τη Λαμία στις αρχές της δεκαετίας 1840-50, επίσης αναφέρθηκε στην πόλη και ιδιαίτερα στο ερειπωμένο τούρκικο σαράι. Ανέφερε λοιπόν :
“ … Τώρα γίνεται και η κεντρική πλατεία της πόλης· γύρω-γύρω έχουν ήδη κτιστεί καμιά εικοσαριά διώροφα σπίτια με ωραία αρχιτεκτονική.
   Στην πλατεία βλέπει και η μία από τις παλιές επαύλεις του Κιαμήλμπεη. Οι εξωτερικοί τοίχοι και των δύο σπιτιών είναι καλυμμένοι από πάνω ως κάτω με τοιχογραφίες. Η μία έπαυλη προορίζεται να στεγάσει το στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο Κιαμήλμπεης κρατούσε το ένα σπίτι για τον εαυτό του και το άλλο για τις γυναίκες του. Στο σπίτι που έμενε ο ίδιος σώζεται ένα τμήμα της εσωτερικής διαρρύθμισης. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και άνετα. Τα παράθυρα έχουν χρωματιστά τζάμια και οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με αραβουργήματα. Το ένα δωμάτιο μοιάζει πολύ με τραπεζαρία παλιού ψευδο-αριστοκρατικού πύργου εποχής Λουδοβίκου 15ου, με τα δύο στρογγυλά ερμάρια σ’ όλο το ύψος της μιας πλευράς και με το μεγάλο ημικυκλικό ερμάρι στο κέντρο. Τα πατώματα και τα καφασωτά είναι φτιαγμένα από σανίδες κακής ποιότητας, άσχημα ενωμένες και δεμένες μεταξύ τους. Η έπαυλη αυτή, όπως και το σπίτι που έμεναν οι γυναίκες του Κιαμήλμπεη, περιβαλλόταν από ένα τείχος που έφτανε μέχρι το δεύτερο πάτωμα. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, το ισόγειο και το πρώτο πάτωμα ήταν αποκλειστικά χώροι υπηρεσίας, ενώ στο δεύτερο πάτωμα, που ήταν πολύ πιο φωτεινό, βρίσκονταν τα διαμερίσματα των αφεντάδων. Το τείχος και τα λουτρά των γυναικών έχουν γκρεμιστεί και τίποτα πλέον δεν εμποδίζει τη θέα που απλώνεται ως το Μαλιακό Κόλπο και τις Θερμοπύλες.
  
   Η μακρόχρονη παρουσία των Τούρκων στον τόπο, μετά την απελευθέρωση της Λαμίας, έφερε την άρνηση όλων για εξαφάνιση κάθε τουρκικού ίχνους. Ο προκλητικός πλούτος, με την καθημερινή παρουσία του σαραγιού στη Λαμία, έπρεπε να εκλείψει. Από το 1834 το είχε επισημάνει ο Τζώρτζ Φίνλεϋ, γράφοντας : “…τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Έλληνες εγκαταλείπουν και καταστρέφουν ο,τιδήποτε τουρκικό, ακόμη και εκθαμβωτικοί τύμβοι καταστρέφονται αστραπιαία. Φοβάμαι πως θα καταστραφούν πολύ πριν μπορέσουν οι Γερμανοί ή οι Έλληνες να κατασκευάσουν κάτι, που να αξίζει να διατηρηθεί.
   Σε έκθεση του Οικονομικού Εφόρου Φθιώτιδος το έτος 1838, για την ακίνητη περιουσία του Χαλήλ μπέη μέσα στην πόλη της Λαμίας, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων :
Έν σαράγιον. Το σαράγι αυτό είναι των όντι του Χαλίλμπεη, πλην εάν δεν εφυλάττετο από στρατιώτες, ίχνος πέτρας δεν ήθελε υπάρχει”.
   Τις επόμενες δεκαετίες, το ερείπιο του σαραγιού, που χρησιμοποιείτο ως στρατώνας, τελικά γκρεμίστηκε. Στον 20ό αι. έγινε εκεί στάβλος του Ιππικού, τόσο για το στρατό, όσο και για τη Χωροφυλακή. Προπολεμικά και κυρίως μεταπολεμικά, στο χώρο αυτό έγιναν κατοικίες.


Επίλογος


   Η τουρκική κατοχή στη Λαμία διήρκεσε 387 χρόνια (από το 1446 έως το 1833). Η προκλητική ανισότητα του πλούτου, με τα πολλά τσιφλίκια, στην εικόνα του τεράστιου σαραγιού του Χαλήλ μπέη, σε συνδυασμό με τα πάθη του λαού μας, αλλά και τη θύμηση της στάσης του προς τον ήρωα της Αλαμάνας Αθανάσιο Διάκο, κορύφωσαν την εσωτερική  λαϊκή αγανάκτηση. Η νέα Λαμία οικοδομήθηκε στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αι. και το μοναδικό τουρκικό απομεινάρι, το Κουρσούμ Τζαμί με μιναρέ, γκρεμίστηκε το 1912 για την κατασκευή του πετρόκτιστου Παρθεναγωγείου Λαμίας (σημερινό Πέτρινο Γυμνάσιο). Έτσι από το πέρασμα των Τούρκων στη Λαμία δεν απέμεινε τίποτα.

Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος
                 φυσικός



Βιβλιογραφία

1.    Πουκεβίλ : “Ταξίδι στην Ελλάδα (Στερεά Ελλάδα-Αττική-Κόρινθος)”, σ. 74, εκδ. Αφών Τολίδη, 1995, Αθήνα.
2.    Ιωάννου Ε. Μακρή : “Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της Επαρχίας Ζητουνίου”, σ. 27-35, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1998, Λαμία.
3.    Ιωάννου Ε. Μακρή : “Η περιουσία του Χαλήλ μπέη στη Λαμία”, σ. 66-81, περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 2000, Λαμία.
4.    Δαβανέλλος-Σταυρόπουλος, “Λαμία, Με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940)”, εκδ. ΟΙΩΝΟΣ, 2005), Λαμία.
5.    Λουδοβίκου Ρος : “Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-33)”, εκδ. Αφών Τολίδη, 1976, Αθήνα.
6.    Κείμενο με τίτλο : “Αθανάσιος Διάκος (1788-1821)”, στην ιστοσελίδα https://www.sansimera.gr/biographies/252
7.    Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου  : “Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου”, στη “Λαμιακή Φωνή” (ανάρτηση Τάκη Ευθυμίου).
8.    Ν. Γ. Πολίτης, “Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού”, Βαγιονάκη, 1969, σ. 22-24, Αθήνα.
9.    Ο οπλαρχηγός που εκδικήθηκε το θάνατο του Αθανασίου Διάκου, στην ιστοσελίδα : http://www.mixanitouxronou.gr
10.  Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου : “Η Λαμία ελεύθερη από τους Τούρκους”, στην εφ. ΗΜΕΡΑ, φ. 870, σ. 8, 9-4-2013, Λαμία.
11.  Βικιπαίδεια : https://el.wikipedia.org/wiki


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Πλήρη πίνακα της περιουσίας του Χαλήλ μπέη συνέταξε ο οικονομικός έφορος Φθιώτιδας Γ. Κλήρης, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1838. Είναι δημοσιευμένη στην εργασία του Ιωάν. Μακρή, με τίτλο “Η περιουσία του Χαλήλ-μπέη στη Λαμία”, στο περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2000, Λαμία.
[2] ή στις 22 Απριλίου, κατά μερικούς απομνημονευματογράφους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ’, σελ. 107).
[3] Ν. Γ. Πολίτης, “Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού”, Βαγιονάκη, 1969, Αθήνα.
[4] αειμνήστου Ευθυμίου Χριστοπούλου, εκπαιδευτικού-δημοσιογράφου  : “Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου”, στη “Λαμιακή Φωνή” (ανάρτηση Τάκη Ευθυμίου).
[5] Υπάρχει κι άλλη άποψη ότι ο Χαλήλ μπέης πέθανε το 1822, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.
[6] όπως ο Χασάν-αγάς Χιλιαδιώτης, Οθωμανός Λαμίας που έγινε πληρεξούσιος εκπρόσωπος του Χαλήλ μπέη και του γιού του Τεφήκ μπέη για πώληση των ιδιοκτησιών τους στην περιοχή Ζητουνίου.
[7] Ιωάννου Ε. Μακρή : “Η περιουσία του Χαλήλ μπέη στη Λαμία”, σ. , περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 2000, Λαμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου