Λησμονημένα επαγγέλματα
Τα ζεστά ροφήματα ήταν πάντα ευχαρίστως αποδεκτά από όλους. Τις πρωινές
ώρες, οι άνδρες έφευγαν απ’ το σπίτι για τις δουλειές τους, χωρίς να πιουν
κάτι. Έτσι κάποιοι επαγγελματίες αναλάμβαναν να καλύψουν αυτή την ανάγκη είτε
σε μικρά καταστήματα της Λαμίας, είτε ως πλανόδιοι επαγγελματίες. Εκτός από τα
καφενεία, που σέρβιραν κυρίως καφέ ή τσάι, στη Λαμία υπήρχαν πολλά γαλακτοπωλεία
(για ζεστό γάλα, κ.ά.), υπήρχαν και τρία σαλεπιστήδικα (για ζεστό σαλέπι).
Πλανόδιος σαλεπιτζής
(από παλιά κάρτα) |
Το σαλέπι (είναι τουρκική λέξη) προέρχεται από αποξηραμένους βολβούς διάφορων
ορχεοειδών φυτών. Αυτοί μετά γίνονται σκόνη, η οποία βράζεται με ζάχαρη ή μέλι
και αρωματίζεται με πιπερόριζα (το λένε τώρα τζίντζερ). Έτσι παράγεται το
ομώνυμο ποτό, που είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει,
καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του και ως ζεστό ρόφημα. Φυσικά
αυτό μπορούσαν να το φτιάξουν και στα σπίτια. Το αρωμάτιζαν, προσθέτοντας στο
τέλος και κανέλλα.
Στην παλιά Λαμία, υπήρχαν τρία μικρά καταστήματα που έφτιαχναν σαλέπι.
Αυτά ήταν : στην οδό Τρούμαν (σήμερα λέγεται οδός Κουνούπη), στην αρχή της οδού
Καραϊσκάκη (διαμπερές με την πλατεία Λαού) και στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη
(δίπλα στο τότε ποτοποιείο Γ. Μπούτλα). Ο τελευταίος ιδιοκτήτης λεγόταν
Μπουράντοβιτς. Όλοι αυτοί ήταν γκέγκηδες (από τη νότια Σερβία) ορθόδοξοι
χριστιανοί και είχαν κάνει οικογένειες στη Λαμία. Σέρβιραν ζεστό σαλέπι, αλλά
και ζεστό γάλα πρόβειο. Παράλληλα πουλούσαν και άλλα προϊόντα δικής τους παραγωγής,
όπως γιαούρτι σε πήλινες τσανάκες, αλλά και χύμα. Επίσης χαλβά με σουσάμι
(σουσαμένιο) ή με στραγάλια (στραγαλένιο), σαπουνέ χαλβά, λουκουμάδες με μέλι και το φθινόπωρο
έφτιαχναν σουτζούκια με καρύδια και μουσταλευριά.
Ένα καλό στέκι ήταν στην πλατεία Λαού, απ’ όπου περνούσαν βιαστικοί
εργάτες το πρωί. Στα γρήγορα έπιναν στο ζεστό σαλέπι κι έφευγαν. Οι Λαμιώτες
έπιναν σαλέπι κυρίως στις νηστείες των Χριστουγέννων και της Λαμπρής. Ο
χειμώνας ήταν η καλύτερη εποχή γι’ αυτούς. Πάντως οι πλανόδιοι σαλεπιτζήδες δούλευαν
από το Φθινόπωρο μέχρι και τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Εκτός αυτού, οι ίδιοι πλανόδιοι, από τις 11 η ώρα γύριζαν την πόλη και τις
συνοικίες πουλώντας χαλβά. Ήταν στον ταβλά (ξύλινο δίσκο με διάμετρο 1 μέτρο
περίπου) επάνω στο κεφάλι τους. Τον άφηναν σε μικρό τρίποδα, ζύγιζαν το χαλβά
με μικρή παλάντζα (φορητή ζυγαριά) και συνέχιζαν το περπάτημα στα στενά. Ο
χαλβάς ήταν αναγκαίος στις νηστείες.
Οι γκέγκηδες της Λαμίας που έφτιαχναν σαλέπι, χαλβά και γιαούρτι σε
τσανάκες με την Κατοχή και τα επόμενα χρόνια έφυγαν. Ήταν όλοι καλοί άνθρωποι,
με καθαρά μαγαζιά και προϊόντα από αγνά υλικά. Ήταν ενταγμένοι τέλεια στη μικροκοινωνία της πόλης.
Η ανάπτυξη των ζαχαροπλαστείων και οι νέες γαστρονομικές συνήθειες έδυσαν το
επάγγελμα του σαλεπιτζή.
Κωνσταντίνος
Αθαν. Μπαλωμένος
φυσικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου