Σελίδες

3/7/14

Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας (1911-1958)



Εισαγωγή

H
μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας για φωτισμό άρχισε το 1878 από τους εφευρέτες Lane-Fox στην Αγγλία και Edison στην Αμερική.  Οι πρώτοι σταθμοί[1] λειτούργησαν στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη το 1882. Παρήγαγαν συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα με χαμηλή τάση. Εξυπηρετούσαν μόνο κοντινές περιοχές, όπου η χαμηλή τάση ήταν αποδοτική. Σε άλλες πόλεις ήταν αδύνατη η μετάδοση, λόγω μεγάλων απωλειών στη μεταφορά. Έτσι κάθε πόλη δημιούργησε το δικό της, ή τους δικούς της ξεχωριστούς σταθμούς (στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν πολλοί σταθμοί).
Ο πρώτος λαμπτήρας (Έντισον, 1874)
   Από το 1881, εμφανίζονται ευρεσιτεχνίες για «σύστημα διανομής εναλλασσομένου ρεύματος».  Αγοράστηκαν από την αμερικανό εφευρέτη και βιομήχανο Τζώρτζ Γουέστινχάουζ. Χρησιμοποίησαν μετασχηματιστές και έτσι φάνηκε το πλεονέκτημα στη μεταφορά του εναλλασσόμενου ρεύματος, ως προς το συνεχές ρεύμα. Ο ίδιος αγόρασε επίσης την πολυφασική γεννήτρια του Κροάτη εφευρέτη Νίκολα Τέσλα. Οι ηλεκτρικές γεννήτριες έπαιρναν τότε κίνηση από ατμομηχανές.
      Το 1903, αντί για ατμομηχανές χρησιμοποιούνται οι ατμοστρόβιλοι και βελτιώνεται η απόδοση. Τελικά, χρησιμοποιείται και επικρατεί η υδροηλεκτρική μέθοδος. Από το 1920 κατασκευάζονται μεγάλα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, και γραμμές μεταφοράς της  ηλεκτρικής ενέργειας σε υψηλή εναλλασσόμενη τάση.
       Έτσι, στις αρχές του 20ού  αιώνα, η ηλεκτρική ενέργεια έχει  πλέον επικρατήσει σαν μέσο φωτισμού, κίνησης μηχανών στις βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, σε σχέση με τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας (ξύλα, κάρβουνο, φωτιστικό πετρέλαιο, ασετιλίνη), που από παλιά χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος. Ο ηλεκτρισμός ήταν πιο καθαρή μορφή ενέργειας και πιο εύκολη στη μεταφορά και τη χρήση, τόσο  στην πόλη (κατοικίες, δημοτικός φωτισμός) όσο και στη βιομηχανία. Νωρίτερα, τον 19ο  αιώνα  και τις αρχές του 20ού, η κίνηση των βιοτεχνιών και εργοστασίων γινόταν κυρίως με τις ατμομηχανές, και πολύ λιγότερο με υδατοπτώσεις (νερόμυλοι, νεροπρίονα, νεροτριβές, κ.ά.) ή με τον άνεμο (ανεμόμυλοι).
       Βέβαια η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας συνάντησε αντιδράσεις, επειδή άλλαζε τον τρόπο  ζωής, τις κατεστημένες συνήθειες των ανθρώπων και ίσως και να τρόμαζε το άγνωστο. Όμως η ευκολία στη χρήση, την έκανε γρήγορα αποδεκτή και επικράτησε σε όλα τα τμήματα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής κάθε χώρας. Ταυτόχρονα  επεκτεινόταν γρήγορα και σε άλλες χώρες.
   Μετά τις μεγαλουπόλεις Λονδίνο, Νέα Υόρκη[2], Παρίσι, κ.ά., το 1889, το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στην Ελλάδα. Η πρώτη μονάδα παραγωγής κατασκευάστηκε στην Αθήνα (στην οδό Αριστείδου) από τη Γενική Εταιρεία Εργοληψιών. Το πρώτο κτίριο που φωτίστηκε ήταν τα Ανάκτορα και πολύ σύντομα ο ηλεκτροφωτισμός επεκτάθηκε στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας. Τον ίδιο χρόνο ηλεκτροδοτήθηκε και η τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη, από ένα σταθμό παραγωγής που κατασκεύασε βελγική εταιρεία.
   Στην αλλαγή του αιώνα εμφανίστηκαν οι πολυεθνικές εταιρείες. Η αμερικανική Thomson-Houston με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ίδρυσε την Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία, που ανέλαβε την ηλεκτροδότηση κι άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων. Μέχρι το 1929 ηλεκτροδοτήθηκαν 250 πόλεις με πληθυσμό πάνω από 5.000 κατοίκους.
   Στις άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της ελληνικής περιφέρειας ή στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπου ήταν ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρείες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής, το έργο ανέλαβαν ιδιώτες ή οι δημοτικές αρχές κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια. Η επέκταση του ηλεκτροφωτισμού ήταν πλέον θέμα χρόνου.
   Έτσι, ε κάθε πόλη, συνήθως,  μια ιδιωτική εταιρία, υπέβαλε μελέτη ηλεκτροφωτισμού στο Δήμο και ζητούσε την έγκρισή της για να αναλάβει – μετά από συμφωνία – τον ηλεκτροφωτισμό της. Τα κεφάλαια συνήθως προέρχονταν κατά ένα μέρος από τους μετόχους της εταιρίας, από την έκδοση ομολόγων (ομολογιακό δάνειο), από τραπεζικά δάνεια  ή συμμετείχε και ο Δήμος (όπως π.χ. στη Λάρισα). Οι εταιρίες αυτές έφτιαχναν εγκαταστάσεις (εργοστάσιο, δίκτυο, κλπ.), είχαν καλή προοπτική, εφόσον η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξανόταν συνεχώς, με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των καταναλωτών και είχε καλά ετήσια κέρδη, χωρίς επιχειρηματικό κίνδυνο. Οι συμβάσεις που έκαναν ήταν πολυετείς (π.χ. της Λαμίας ήταν για 45 χρόνια) που είναι πολύ ευνοϊκό κίνητρο για μια εταιρία. Μάλιστα κάποιοι επιχειρηματίες της Αθήνας, «έξυπνα ποιούντες», υπέβαλαν μελέτες ηλεκτροφωτισμού για πόλεις της ελληνικής περιφέρειας (ίσως και χωρίς να διαθέτουν κεφάλαια), κατοχυρώνοντας κάποια προτεραιότητα για τον ηλεκτροφωτισμό μιας πόλης.


               Ιστορία της Ηλεκτρικής Εταιρίας Λαμίας

   Κατά τη διάρκεια του 1907, υπεβλήθη στο δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας, μια πρόταση για εγκατάσταση ηλεκτροφωτισμού της Λαμίας, αντί 24.000 δρχ. Την πρόταση υπέβαλε μια Εταιρία, με εκπρόσωπο κάποιον κ. Διπλαράκο (δεν ήταν ντόπιος).  Ταυτόχρονα, η εταιρία αυτή, ζήτησε από το Υπουργείο Εμπορίου τη μετατροπή της σε Ανώνυμο Εταιρία Ηλεκτροφωτισμού της Λαμίας. Στην πρόταση αυτή είχε προϋπολογιστεί[3] το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος σε ιδιώτες στην τιμή των 12 λεπτών ανά εκατόβατο (δηλ. στα εκατό βατ). Οι οικονομικές εκτιμήσεις για την εταιρία είχαν γίνει για 600 εγκαταστάσεις και ετήσιο κέρδος 86.400 δρχ. Να προστεθεί και η δημοτική επιχορήγηση, που ήταν 30.000 δρχ. το χρόνο – για το δημοτικό φωτισμό, τότε το συνολικό κέρδος γινόταν 116.000 δρχ. Τα έξοδα εκτιμήθηκαν σε 36.000 δρχ. το χρόνο και τα καθαρά κέρδη της Εταιρίας ήταν 80.000 δρχ. το χρόνο.  Η εταιρεία ζητούσε σύμβαση 45 ετών.
   Το Υπουργείο Εμπορίου δεν ενέκρινε[4] τη μετατροπή της εταιρείας σε ανώνυμο. Οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες με πρωτοπόρο την εφημερίδα «Η ΣΗΜΑΙΑ», που  έγραφε για σκάνδαλο[5], βάλλοντας κατά του δημάρχου Σπύρου Κομνά Τράκα[6] και πολλών άλλων που «κρύπτονται πίσω από την υπόθεση».
   Το δημοτικό συμβούλιο, σε συνεδρίασή του δεν έκρινε επαρκείς τους όρους και τις προτάσεις του κ. Διπλαράκου. Το ίδιο χρονικό διάστημα πρέπει να έγιναν και επεισόδια στο Γοργοπόταμο[7], «λόγω του ύδατος». Πάντως, το όλο θέμα  του ηλεκτροφωτισμού αφέθηκε προσωρινά και ο κ. Διπλαράκος έφυγε από τη Λαμία  με ανοιχτές κάποιες δικαστικές εκκρεμότητες.
   Το 1911, οι   Ηλίας Παπαδήμας – σιδηρέμπορος και Σταύρος Χαραλαμπόπουλος – εργολάβος, από την περιοχή μας, υποβάλουν στη Νομαρχία Φθιώτιδας προτάσεις[8] για Εγκατάσταση Ηλεκτροφωτισμού της Λαμίας, που είχαν καλύτερους και συμφερότερους όρους από την πρόταση Διπλαράκου. Ο τότε νομάρχης Κ. Τσιμπουράκης παραπέμπει την πρόταση στο δημοτικό συμβούλιο Λαμίας.
   Το θέμα τώρα παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις στις εφημερίδες, όπου υπάρχουν και επιστολές αναγνωστών. Ο δημότης  Ν. Α. Τράκας[9], με επιστολή του, δίνει οικονομικά στοιχεία για σύγκριση του παλιού και του νέου τρόπου φωτισμού της πόλης.

« … σήμερον ο Δήμος Λαμίας δύσκολα  πληρώνει 15.000 δρχ. ετησίως για τον υπάρχοντα φωτισμό. Σήμερα, ο φωτισμός γίνεται με πετρέλαιο (με 0,70 δρχ. την οκά). Ο ηλεκτροφωτισμός θα κοστίζει 30.000 δρχ. ετησίως. … Να μην πιέζονται οι κάτοικοι να πληρώσουν μεγάλα ποσά για τον ηλεκτροφωτισμό…. Ο κινητός φωτισμός θα παραμείνει με οινόπνευμα., ασετυλίνη, γκαζολίνη και κηρία …»

   Στο δημοτικό συμβούλιο έρχονται  και οι δύο προτάσεις : του κ. Διπλαράκου, που εμφανίστηκε μετά από μια 4ετία, διεκδικώντας την προτεραιότητα της πρότασης (χωρίς το δημοτικό συμβούλιο να τον έχει κηρύξει έκπτωτο) και των  Ηλία Παπαδήμα, Χαρ. Ευταξία και Σταύρου Χαραλαμποπούλου.
   Η συνεδρίαση εκείνη ήταν ιδιαίτερα έντονη. Ο Δήμαρχος Σπύρος Κομνά Τράκας πρότεινε συμβιβασμό[10] μεταξύ των δύο προτάσεων. Για να λυθούν οι  διαφορές και να γίνει ο τελικός συμβιβασμός των δύο προτάσεων, ο δήμαρχος επρότεινε σύσκεψη στην Αθήνα., μεταξύ των  δύο εταιριών. Την πρόταση αποδέχτηκαν οι  Παπαδήμας και Χαραλαμπόπουλος.
   Τελικά, αποφασίστηκε να εγκριθεί η πρόταση Διπλαράκου, να υπογραφεί η σύμβαση και να μεταβιβαστούν τα δικαιώματα της συμβάσεως στους Χ. Ευταξία – δικηγόρο της Εθν. Τράπεζας, Σταύρο Χαραλαμπόπουλο – εργολάβο και Ηλία Παπαδήμα – σιδηρέμπορο. Η υπογραφή[11] της Σύμβασης έγινε τον Ιούλιο του 1911. Για λογαριασμό του Δήμου, τη σύμβαση υπέγραψε ο δημοτικός σύμβουλος κ. Δ. Μαχαιράς. Με τη σύμβαση, που έγινε για 45 χρόνια, ο Δήμος ανέλαβε να καταβάλλει[12] ετησίως το ποσό των 30.000 δρχ. για παροχή ηλεκτροφωτισμού στην πόλη (δημοτικός φωτισμός).
   Η εφημερίδα «ΘΡΙΑΜΒΟΣ», στις 5-9-1912, αντίπαλος της «ΣΗΜΑΙΑΣ» ειρωνεύεται τον Νικ. Λεων. Κομνά Τράκα, που έστειλε αναφορές κατά της Συμβάσεως Ηλεκτροφωτισμού, σε όλες τις Αρχές, ακόμα και στο Διάδοχο, ως Αντιβασιλέα.
   Στο μεταξύ, η Ηλεκτρική Εταιρία ανοίγει Γραφεία «κάτωθεν του Δικαστικού Μεγάρου», με διευθυντή τον Σταύρο Χαραλαμπόπουλο και ειδοποιεί τους δημότες, με ανακοίνωση στις εφημερίδες[13], ότι :

-          από τις αρχές Φεβρουαρίου 1912, θα γίνει η Εγκατάσταση του δικτύου του Δημοτικού φωτισμού.
-          όσοι θέλουν ταυτόχρονα να κάνουν εγκατάσταση ιδιωτικού φωτισμού, να το δηλώσουν και θα έχουν έκπτωση 15 %  και πληρωμή με δόσεις.

   Ταυτόχρονα, κατασκευάζονται οι εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας (το Εργοστάσιο Ηλεκτροπαραγωγής), σε χώρο που παραχώρησε ο Δήμος, στην οδό Αμφίσσης (ή σήμερα Λεωνίδου[14]). Οι εγκαταστάσεις είναι έργο του εργολάβου Σταύρου Χαραλαμποπούλου[15].
Άποψη της Λαμίας. Στο μέσον φαίνεται η ψηλή καμινάδα του εργοστασίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας Λαμίας
    Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στηρίχθηκε σε γεννήτριες, που κινούνται από ατμομηχανές. Αγοράζονται  δύο γερμανικές ατμομηχανές με ισχύ 300 ίππων. Η καύσιμη ύλη είναι καυσόξυλα, σε συνδυασμό με γαιάνθρακα (κάρβουνο) και ελαιοπυρήνα. Η μηνιαία κατανάλωση καυσοξύλων είναι  35.000 οκάδες[16]. Από την καύση τους θερμαίνεται ο λέβητας και παράγεται ατμός, που κινεί τις ατμομηχανές. Αυτές κινούν τις ηλεκτρογεννήτριες. Το ρεύμα που παράγουν  είναι συνεχές και όχι εναλλασσόμενο,  με τάση 110 V για τον ιδιωτικό φωτισμό (για τα σπίτια και μαγαζιά) και 55 V για το δημοτικό φωτισμό. Η παραγόμενη ηλεκτρική ισχύς στην αρχή της λειτουργίας του Εργοστασίου είναι 300 ίπποι.
   Οι μεγάλες ποσότητες καπνού από την καύση των ξύλων και του κάρβουνου επέβαλαν την κατασκευή της ψηλής καμινάδας, που – προφανώς -  χτίστηκε ταυτόχρονα με τη λειτουργία του εργοστασίου.
   Παράλληλα όμως, η ανεύρεση κεφαλαίων, οδήγησε την Εταιρεία, εκτός του Μετοχικού κεφαλαίου (που δεν είναι γνωστό), σε ομολογιακό δάνειο (με την έκδοση ομολογιών) 92.000 δρχ. Με κληρώσεις[17] (η 2η κλήρωση έγινε στις 10-4-1914) γινόταν η πληρωμή των ομολογιών στους δικαιούχους. Πρόεδρος τότε της Εταιρίας ήταν ο Χ. Ευταξίας  (το Μάρτιο του 1914) και μέλη  της υπογράφουν οι Δ. Ν. Μαχαιράς και Ηλίας Κ. Παπαδήμας.
Φωτιστικό στον τοίχο της οικίας Δημουλά

   Με βάση τη σύμβαση μεταξύ Ηλεκτρικής Εταιρίας και Δήμου Λαμίας, είχε καθοριστεί η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας για τον ιδιωτικό φωτισμό σε 12 λεπτά κατά εκατόβατο (ή 1,20 δρχ. την κιλοβατώρα). Ο δημοτικός φωτισμός ορίστηκε κατ’ αποκοπή σε 30.000 δρχ., με βάση 250 δημοτικούς φανούς που θα μένουν αναμμένοι για 2.700 ώρες το χρόνο. Στην πλατεία, η εταιρεία είχε υποχρεωθεί να εγκαταστήσει 4 λάμπες των 500 κηρίων. Σε ανακοίνωσή[18] της, το Σεπτέμβριο του 1916, η Εταιρεία αναφέρει[19] ότι  :
-          στην πλατεία  έβαλε 6 λάμπες των 600 κηρίων.
-          Επίσης όρισε την τιμή σε 8 λεπτά  το εκατόβατο, για τα καταστήματα και σε 10 λεπτά για τις οικίες (αντί των 12 λεπτών, που προβλεπόταν από την σύμβαση).
   Τώρα όμως η Εταιρία  αυξάνει την τιμή του ρεύματος σε 12 λεπτά το εκατόβατο, επειδή αυξήθηκε η τιμή των γαιανθράκων, από 32 δρχ. σε 100 δρχ. τον τόνο. Απειλεί δε ότι :
       « … αν αυξηθεί πάλι η τιμή των γαιανθράκων, θα κανονίσουμε την τιμή του ρεύματος , ώστε να μην έχουμε ζημίαν … ».
   Η εμπόλεμη και μεταπολεμική κατάσταση που ακολούθησε (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η εκστρατεία της Μικράς Ασίας), ανέτρεψε τις βάσεις της Σύμβασης, όπως συνέβη και με όλες τις αντίστοιχες συμβάσεις σε άλλες πόλεις. Το Κράτος ανέστειλε την ισχύ τους και την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, την καθόριζε πλέον το Υπουργείο Συγκοινωνιών[20].
   Στις 19 Ιανουαρίου του 1918, στην έξαρση του Εθνικού Διχασμού, ένοπλοι στρατιώτες του 2ου Συντάγματος που έδρευε στη Λαμία, φανατισμένοι από κινηματίες αξιωματικούς, βγήκαν το βράδυ στην πόλη κι έκοψαν τα καλώδια της Ηλεκτρικής Εταιρείας, βυθίζοντάς την στο σκοτάδι. Την επομένη, αποκαταστάθηκε η ζημιά, οι δε στασιαστές συνελήφθησαν (από τα “Λαμιακά”[21] γεγονότα της περιόδου 1914-18).
   Προς το τέλος της δεκαετίας[22] του  ’20, περί  το 1929, αποχώρησε ο Σταύρος Χαραλαμπόπουλος[23] από την εταιρία  και εισήλθαν σ’ αυτήν οι Αφοί Μουζέλη. Δυστυχώς, δεν έχουμε στοιχεία για την αλλαγή αυτή. Παρέμεινε όμως ο Ηλίας Παπαδήμας σαν μέτοχος. Τη θέση του διευθυντή ανέλαβε ο Χαρίλαος Γερογιάννης, που ήταν και γαμπρός του Παπαδήμα.   
   Η εισαγωγή και διάδοση των μηχανών εσωτερικής καύσεως (βενζίνης, πετρελαίου) τις δεκαετίες 1920 – 30, με τη μεγάλη ισχύ τους, καλύτερη απόδοση, όσο και ευκολία τροφοδοσίας των μηχανών, σε σχέση με το κάρβουνο, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, οδήγησαν την Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας σε επέκταση. Εκτός από τις δύο ατμομηχανές με τις δύο γεννήτριες, με τις οποίες άρχισε τη λειτουργία του το εργοστάσιο, αγοράστηκαν τρεις πετρελαιομηχανές με γεννήτριες, που αύξησαν την παραγόμενη ηλεκτρική ισχύ κατά 600 ίππους. Η συνολικά παραγόμενη ισχύς ήταν μεγαλύτερη από 1000 ίππους[24], αλλά η πόλη χρειαζόταν 600 ίππους περίπου. Αυτές όμως οι σημαντικές επεκτάσεις, αύξησαν τα έξοδα της Εταιρίας. Για αντιστάθμισμα, η Εταιρία, άρχισε τις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος. Ταυτόχρονα  όμως  άρχισαν τα παράπονα, οι διαμαρτυρίες και αντιδράσεις. Επιπλέον διαμαρτυρίες (μέσω του τύπου[25]) από περιοίκους του Εργοστασίου στην οδό Αμφίσσης, διατυπώθηκαν για τον μεγάλο θόρυβο (κρότους) από τη λειτουργία των πετρελαιομηχανών (εξατμίσεις).
 
Πετρελαιομηχανή της Ηλεκτρικής Εταιρείας Λαμίας (φωτ. 1956)

   Η  τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος εκείνη την περίοδο ήταν 11,60 δρχ. /ΩΧΒ για τον ιδιωτικό φωτισμό και κατ’  αποκοπή για το δημοτικό φωτισμό. Από το έτος 1927, με το Ν.Δ. 1927/29-10-1927 διατάσσεται η αναθεώρηση όλων των σε αναστολή συμβάσεων, στη βάση των μεταπολεμικών οικονομικών συνθηκών. Η διατίμηση του ηλεκτρικού ρεύματος θα καθορίζεται πλέον με βάση ορισμένους συντελεστές, όπως :  (i)  την εξυπηρέτηση του κεφαλαίου των εταιριών σε χρυσές δραχμές, (ii) την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος, (iii) τον τιμάριθμο ζωής, (iv) τα έξοδα του προσωπικού και (v) την τιμή του πετρελαίου.
   Με τα παραπάνω δεδομένα, η  Δημοτική Αρχή (με Δήμαρχο τον Ιωάννη Μακρόπουλο) άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας για αναθεώρηση της Σύμβασης. Δόθηκε προθεσμία[26] μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 1929, να γίνουν οι αναθεωρήσεις, αλλιώς θα οδηγηθούν στη διαιτησία. Η νέα δημοτική αρχή (του  Γεωργ. Πλατή) μετά από 8μηνες διαπραγματεύσεις με την Ηλεκτρική Εταιρία, κατέληξε σε νέα σύμβαση, που ψηφίστηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο στις 3 Ιουλίου 1930.
   Μετά από διορθώσεις-τροποποιήσεις στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, η τελική Σύμβαση ψηφίστηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο στις 22/12/1930 και δημοσιεύτηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15 Απριλίου 1931. Με βάση τη νέα Σύμβαση, η τιμή του ρεύματος καθορίστηκε σε 10,58 δρχ. για τον ιδιωτικό φωτισμό και σε 4,97 δρχ. για την κίνηση (βιομηχανικό ρεύμα).
   Στην εφημερίδα «Η Επαρχία» του 1928, ο συντάκτης ενός αφιερώματος για την τοπική βιομηχανία  γράφει[27]  για  την  ανάγκη  «…εξαγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας εκ μέρους του Δήμου …».
   Τα κεφάλαια της Ηλεκτρικής Εταιρίας Λαμίας, το έτος 1932, ανέρχονταν σε 32.493 λίρες Αγγλίας, χωρίς να υπολογιστεί το ποσό που πλήρωσε η Εταιρία για ενίσχυση των εγκαταστάσεών της (νέες μηχανές). Οι ετήσιες δαπάνες του προσωπικού για 24ωρη λειτουργία ήταν 748.440 δρχ., τα ασφάλιστρα 42.000 δρχ., οι δαπάνες ελέγχου 21.500 δρχ., άλλα γενικά έξοδα 40.000 δρχ. και τα έξοδα αντικαταστάσεως των λαμπτήρων δημοτικού φωτισμού (τρεις φορές το χρόνο) ήταν 45.000 δρχ.
   Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είχε αυξηθεί και από 137.148 ΩΧΒ το 1928, έφτασαν τις 215.000 ΩΧΒ το 1932.  Από τον Ιούλιο του 1932, γίνεται νέα αύξηση 20%  του ηλεκτρικού ρεύματος, η δε Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας χαρακτηρίζεται  «κακομαθημένο πτωχόπαιδο»[28].
   Η ανανέωση της Συμβάσεως Ηλεκτροφωτισμού (το 1931) έγινε για 20 χρόνια. Η εφημερίδα «Η Αγροτική» στις 21/10/1932 αναρωτιέται, αν η Σύμβαση Ηλεκτροφωτισμού είναι έγκυρος, εφόσον «δεν έχει επικυρωθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο, με διπλή ψηφοφορία, όπως προβλέπει ο Νόμος».      
   Το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1932 αρχίζουν διαμαρτυρίες[29] για τις αυξήσεις του ρεύματος, από τον Εμπορικό Σύλλογο Λαμίας, που καλεί τα μέλη του σε έκτακτη Γενική συνέλευση[30]. Τότε, ο Διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρίας Λαμίας Γεώργιος Μουζέλης προσπάθησε να δικαιολογήσει την αύξηση του ρεύματος. Στις διαμαρτυρίες πολλών μελών, ο Γ.  Μουζέλης δήλωσε «αδυναμία  να γίνει συμβιβασμός».
   Οι αυξήσεις της τιμής του ρεύματος οδήγησαν σε  γενικευμένα παράπονα και  μεγαλύτερες αντιδράσεις. Δημιουργείται Επιτροπή[31] κατά της αυξήσεως του ηλεκτρικού ρεύματος, που ζητά μείωση της τιμής του. Οργανώνεται και πραγματοποιείται απεργία[32], που διήρκεσε 25 ημέρες (από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1932). Κατά τη διάρκεια της απεργίας, η πόλη έπαψε να καταναλώνει ρεύμα και χρησιμοποιήθηκαν λάμπες πετρελαίου, βενζίνης και ασετιλίνης. Οργανώθηκαν συλλαλητήρια[33] και εκδόθηκαν ψηφίσματα[34] κατά την Ηλεκτρικής Εταιρείας, ζητώντας μέχρι και την απαλλοτρίωσή της από το Δήμο Λαμίας. Ο δήμαρχος Γ. Πλατής διαμαρτυρήθηκε για την αύξηση και ζήτησε νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Τελικά μειώθηκε προσωρινά η τιμή του ρεύματος (στις 10,70 δρχ. μέχρι το τέλος Ιουνίου 1933) και έληξε η απεργία.
   Οι αυξήσεις μετά συνεχίστηκαν, μαζί με τα παράπονα του κόσμου. Η Εταιρία, στον τοπικό τύπο, διατηρεί τις ελάχιστες δυνατές δημόσιες σχέσεις, όπως « ΕΥΧΕΣ για το  Νέον έτος 1937», στην εφημερίδα «Η ΕΠΑΡΧΙΑ»[35]. Σαν επιχείρηση ενδιαφέρεται  για την οικονομική πλευρά της , παρά  την ανεργία και τα οικονομικά – κοινωνικά προβλήματα των δημοτών, στη δύσκολη 10ετία του  ’30.
   Η δημοτική αρχή πιέζεται  για να πετύχει :  (i) μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος ή  (ii) την εξαγορά της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Στο δεύτερο στόχο, οι αξιώσεις της Εταιρίας είναι παράλογες[36] (Οκτώβριος 1938).
   Τον Οκτώβριο του 1938, ο δήμαρχος Νικ. Δουδουμόπουλος[37] «συνέταξε υπόμνημα και το ανέγνωσε σε ειδική συνεδρίαση στην Αθήνα, με πρόεδρο τον Ιωάννη Μεταξά, παρουσία των υπουργών Εσωτερικών και Συγκοινωνιών και του Νομάρχη μας κ. Βάρα. Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Ιωάν. Μεταξάς εξανέστη με τους όρους της συμβάσεως της Ηλεκτρικής εταιρίας Λαμίας και διέταξε τον Υπουργό Συγκοινωνιών να τη μελετήσει, τη χαρακτήρισε όχι ηθική και συνέστησε να παύσει ισχύουσα» (εφημ. «Η Επαρχία», 15/10/1938).
   Ταυτόχρονα  αποστέλλονται τηλεγραφήματα[38] προς την Κυβέρνηση για το ζήτημα του ηλεκτροφωτισμού από πολλούς φορείς του τόπου (τον Πιστωτικό Συνεταιρισμό Τεχνοεργατών Λαμίας, ο Σύλλογο Βιοτεχνών Φθ/δας, τους Συλλόγους Ραπτών, Κουρέων, κ.ά.), που εκφράζουν ευγνωμοσύνη για την απαλλαγή από το ζυγό της Συμβάσεως. Ο Δήμαρχος Νικ.  Δουδουμόπουλος, από την Αθήνα, με τηλεγράφημά του αγγέλλει ότι «η σύμβασις της Ηλεκτρικής Εταιρίας Λαμίας καταργείται δια νόμου» (εφημ. «Η Επαρχία», 22/10/1938).
   Σε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Λαμίας. στις 9/11/1938, ο δήμαρχος ενημέρωσε ότι «κατόπιν ενεργειών του Δήμου προς την Κυβέρνηση και το Υπουργείο Συγκοινωνίας, περί αναθεωρήσεως της Συμβάσεως ηλεκτροφωτισμού της πόλεως Λαμίας, θα ψηφιστεί ειδικός Αναγκαστικός Νόμος, που θα δίνει το δικαίωμα αναθεώρησης της Συμβάσεως. Τότε, ο Δήμος θα υποβάλει τις απόψεις του από τεχνικής και επιστημονικής πλευράς. Προτείνει να ανατεθεί η εργασία στο μηχανικό Θεοφάνη Τσαούση με αμοιβή 55.000 δρχ. και από κοινού, τη σύνταξη μελέτης για αναθεώρηση της Συμβάσεως Ηλεκτροφωτισμού, στον καθηγητή του Πολυτεχνείου κ. Σαρρόπουλο, με αμοιβή 55.000 δρχ. …». (Από τα Πρακτικά του Δήμου)
   Η νέα  Σύμβαση[39] της Ηλεκτρικής Εταιρίας, που ισχύει από 1ης Μαΐου 1939, καθορίζει την τιμή του ρεύματος σε 10,26 δρχ. για τον ιδιωτικό φωτισμό, σε 6,65 δρχ. για το δημοτικό φωτισμό και σε 3,07 δρχ. για το βιομηχανικό ρεύμα. Η διάρκεια της σύμβασης είναι μέχρι το 1957 και τα κεφάλαια της Εταιρίας καθορίστηκαν σε 8.600 λίρες.
   Ταυτόχρονα η Εταιρία ανέλαβε υποχρεώσεις όπως : να αλλάζει ανά 6μηνο τους λαμπτήρες δημοτικού φωτισμού, να ασφαλίσει το κτίριο και τις εγκαταστάσεις, να προσλάβει ηλεκτρολόγο – μηχανικό, κ.ά.
   Ο δήμαρχος Νικ.  Δουδουμόπουλος, με τηλεγραφήματα ευχαριστεί την Κυβέρνηση και τους τεχνικούς – οικονομικούς παράγοντες, που βοήθησαν.
   Πάντως η μεγάλη σειρήνα του Εργοστασίου χτυπούσε κάθε μεσημέρι (στις 12) και ακουγόταν σ’  όλο τον κάμπο.
   Με τον πόλεμο, μόλις γλίτωσε το Εργοστάσιο απ’ τους  βομβαρδισμούς των γερμανών (τον Απρίλιο του 1941). Οι βόμβες έκαψαν το τετράγωνο με το εργοστάσιο και την ξυλεία του Ηλία Θεοδοσίου, που ήταν απέναντι απ’ την Ηλεκτρική Εταιρία, αλλά όχι το ηλεκτρικό εργοστάσιο.
   Μέσα στην Κατοχή, το εργοστάσιο λειτουργούσε λίγες ώρες το πρωί (6-8 π.μ.) και το βράδυ (6-10 μ.μ.), εφόσον το πετρέλαιο ήταν λίγο και το προμήθευαν οι Γερμανοί. Επίσης έχασε και το Διευθυντή του Χαρίλαο Γερογιάννη, που τον έστειλαν οι ιταλοί όμηρο στην Ιταλία.
   Μετά την Κατοχή, που αυξάνεται η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, το εργοστάσιο αποκτά 2 ακόμα πετρελαιομηχανές με γεννήτριες, που δίνουν ισχύ 400 ίππων. Τις βραδινές ώρες, που αυξάνεται η κατανάλωση, βοηθούν δίνοντας ρεύμα και οι Κυλινδρόμυλοι Κρόκου – Μουζέλη, με μια πετρελαιομηχανή 250 ίππων.
   Στη δεκαετία του ’50 , η κυβέρνηση Κων/νου Καραμανλή, ίδρυσε τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), με την οποία η παραγωγή και διάθεση της Ηλεκτρικής Ενέργειας από τους ιδιώτες περιέρχεται στο Κράτος. Ταυτόχρονα καταργούνται όλα τα  - κατά  τόπους – εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας.
   Έτσι, το 1958  έκλεισε το Εργοστάσιο. Τα μηχανήματα εκποιήθηκαν και έμεινε το άδειο κτίριο και το ψηλό φουγάρο. Το κτίριο γκρεμίστηκε και έμεινε τελευταίο το φουγάρο (δεν βρίσκανε εργάτη, να ανεβεί ψηλά, να το γκρεμίσει). Το έριξαν τελικά μέσα στη δεκαετία του  ’60.
   Έτσι έκλεισε ένα  έργο, με ζωή μισού αιώνα περίπου και σημαντική προσφορά στην πόλη μας.



Το  Εργοστάσιο  Ηλεκτροπαραγωγής [40]


α. Το κτίριο  (Δομή, χωροθέτηση)


Ήταν στην οδό Αμφίσσης (σήμερα οδός Λεωνίδου). Μπαίνοντας στο κτίριο από την οδό Αμφίσσης είχε 3 γραφεία (τα 2  ήταν για τη Διοίκηση και 1 για τους ηλεκτρολόγους). Μετά την είσοδο, σ’ ένα χώρο 150 τ.μ. περίπου, ήταν οι πίνακες ελέγχου του δικτύου και οι δύο γεννήτριες με τις ατμομηχανές, που είχαν  μεγάλα βολάν και με ιμάντες (λουριά)  μετέδιδαν την κίνηση στις ηλεκτρογεννήτριες. Αυτό ήταν το παλιότερο τμήμα του εργοστασίου (από το έτος 1911-12, που άρχισε τη λειτουργία του). Ο υπόλοιπος χώρος του ισογείου ήταν κατειλημμένος από την καρβουνιέρα (όπου ήταν αποθηκευμένο το κάρβουνο) και τα καυσόξυλα, σε πολύ μεγάλη ποσότητα (ήταν στοιβαγμένα σαν βουνό).  
   Στο υπόγειο, κάτω από τις μηχανές, ήταν το Μηχανουργείο, που συνδεόταν με σκάλα. Δίπλα στο Μηχανουργείο, στο υπόγειο, ήταν το κυρίως εργοστάσιο (δηλ. η νεότερη προσθήκη του), όπου ήταν οι πετρελαιομηχανές συνδεμένες με τις γεννήτριες.  Από την οδό Αμφίσσης (ή Λεωνίδου) είχε μια ράμπα (ένα κεκλιμένο επίπεδο) 20 μ. περίπου, που οδηγούσε στο υπόγειο των μηχανών[41] και μπορούσε να κατέβει ακόμα και αυτοκίνητο.
Το κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας, τη δεκαετία του ’50.

   Προς το βόρειο μέρος, σε υπόγειο 100 τ.μ. περίπου, ήταν οι λέβητες. Εκεί ζεσταινόταν το νερό, γινόταν ατμός και κινούσε τις 2 ατμομηχανές στο ισόγειο.
   Πίσω απ’ το εργοστάσιο είχε ακάλυπτο χώρο, όπου ήταν και η ψηλή καμινάδα. Εκεί ήταν και μια μεγάλη δεξαμενή 5μ. x 8μ. , με βάθος 5μ., γεμάτη με νερό, για ψύξη των μηχανών, ακόμα και σε περίπτωση διακοπής νερού[42]. Το νερό αυτό, μετά από ψύξη, έκανε ανακύκλωση σε άλλη δεξαμενή και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ξανά.   



β. Τα μηχανήματα


Οι παλιότερες στο εργοστάσιο μηχανές (από το 1911-12, την αρχή λειτουργίας) ήταν δύο γερμανικές ατμομηχανές μάρκας Colins με παραγόμενη ισχύ 150 ίππων καθεμιά. Είχαν μεγάλο βολάν (ή σφόνδυλο) για να κρατούν σταθερές στροφές και να διατηρείται σταθερή η τάση του ρεύματος. Συνοδεύονταν από 2 λέβητες που έκαιγαν κάρβουνο (αγγλικής προέλευσης), ξύλα, ή ελαιοπυρήνα. Με λουριά γινόταν η περιστροφή σε δύο γεννήτριες  μάρκας  Siemens. Η ηλεκτρική ισχύ καθεμιάς ήταν 150 ίππων.
  Το 1929 περίπου, προστέθηκαν στο εργοστάσιο δύο γερμανικές πετρελαιομηχανές, μάρκας Deutz (Ντόιτς), αργόστροφες  (240 στροφές/ λεπτό), με ισχύ 250 ίππων καθεμιά.
 
Πετρελαιομηχανή Deutz, της Ηλεκτρικής Εταιρείας Λαμίας.

   Το ίδιο χρονικό διάστημα (περί το 1929), προστίθεται άλλη μια σουηδική πετρελαιομηχανή μάρκας Schulsser (Σούλσερ), που κινούσε με ιμάντα  μια γεννήτρια 100 ίππων.
     Μια γερμανική πετρελαιομηχανή μάρκας ΜΑΝ, με γεννήτρια ισχύος 150 ίππων, ήρθε στο εργοστάσιο μετά την Κατοχή, από το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο Αμφίκλειας[43].
   Κατά το 1945-46, ήρθε στο εργοστάσιο και μια ηλεκτρογεννήτρια πολύστροφη με πετρελαιομηχανή μάρκας Vivian (αγγλικής ή αμερικανικής προέλευσης), στρατιωτικής χρήσης (τύπου εκστρατείας), που έδινε εναλλασσόμενο ρεύμα 220 V, αλλά το μετέτρεπε[44] σε συνεχές ρεύμα. Είχε ισχύ 250 ίππους.
      Βοηθητικά, στις περιόδους αιχμής έπαιρναν ρεύμα από τους Κυλινδρομύλους Κρόκου – Μουζέλη, κυρίως το χειμώνα και τις ώρες 6-10 το βράδυ. Εκεί  είχε μια πετρελαιομηχανή μάρκας Deutz (Ντόιτς), με παραγόμενη ισχύ 250 ίππων και μια ακόμα πετρελαιομηχανή Cooper με γεννήτρια, που έδινε ρεύμα κυρίως μετά την Κατοχή (τότε είχε αυξηθεί η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας).

            Το ηλεκτρικό ρεύμα


Το παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα ήταν συνεχές. Είχε τάση 110 V (για τα σπίτια, κλπ.) και  220 V[45] (για βιομηχανική χρήση). Η συνολική ηλεκτρική παραγωγή του Εργοστασίου τη δεκαετία του ’30 και μετά ήταν 3.150[46] Αμπέρ, μαζί με όσο έδιναν οι Κυλινδρόμυλοι Κρόκου – Μουζέλη.  Η ισχύς  του ηλεκτρικού εργοστασίου (μόνον) ήταν 950 ίπποι[47], από τους οποίους στην πόλη διέθετε  τους 600 ίππους[48].
   Στις αρχές του 1950, τοποθετήθηκαν 4 μικρές βενζινομηχανές με γεννήτριες, στα άκρα του δικτύου. Συγκεκριμένα τις έβαλαν στα Γαλανέικα, στη Νέα Μαγνησία, στη γωνία των οδών Καραϊσκάκη & Εκκλησιών και στην οδό Όθωνος (κοντά στο ξενοδοχείο «Δέλτα»). Αυτό έγινε, επειδή στα ακραία σημεία της πόλης η τάση έπεφτε αρκετά (το ρεύμα ήταν συνεχές) και έπρεπε να γίνει ενίσχυση της τάσης. Λειτουργούσαν σε ώρες αιχμής, κυρίως βραδινές.
Γεννήτριες και ηλεκτρικός πίνακας κατανομής φορτίων της Ηλεκτρικής Εταιρείας Λαμίας (φωτ. 1956)

          Το ηλεκτρικό δίκτυο


Υπήρχαν 2 σιδεροκολώνες (σαν μικροί πυλώνες), από τις οποίες ξεκινούσε το δίκτυο. Η πιο μεγάλη ήταν στην πλατεία Πάρκου, ενώ η άλλη ήταν στην οδό Καποδιστρίου (απέναντι από τα Δικαστήρια).      Μετά υπήρχαν ξύλινες κολώνες και κονσόλες που στηρίζονταν στα σπίτια. Σε λευκούς μονωτήρες στηρίζονταν οι χάλκινοι αγωγοί (καλώδια), που ήταν γυμνά ή με μόνωση. Οι κολώνες είχαν επάνω τους ασφάλειες.
   Από το Εργοστάσιο ξεκινούσαν πολλοί και χοντροί αγωγοί, προς τις κεντρικές κολώνες στην οδό Καποδιστρίου και την Πλατεία Πάρκου. Είχαν 4+4, δηλ. 8 αγωγούς. Όσο συνέχιζε το δίκτυο προς τις συνοικίες, μειωνόταν ο αριθμός και το πάχος των αγωγών. Είχαν όμως 4 τουλάχιστον αγωγούς (220V, 110V  και  δημοτικός φωτισμός).

        Ο Δημοτικός φωτισμός

   Ο δημοτικός φωτισμός της Λαμίας,  απ’ το 1833 έως το 1874 γινόταν με λάμπες που έκαιγαν λάδι. Στις Αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας των ετών 1854-1857 υπάρχουν ως θέματα[49] :
«Περί ψηφίσεως δαπάνης δια τον φωτισμόν της πόλεως π. έ. δρχ. 125».
«Περί της δημοπρασίας, περί χορηγήσεως του ελαίου δια τον φωτισμόν της πόλεως»
«Περί ψηφίσεως δαπάνης δια την γενομένην υπέρβασιν του ελαίου προς φωτισμόν της πόλεως π.έ.»
   Μετά το 1874, γινόταν με λάμπες πετρελαίου (με 0,70 δρχ. την οκά), στηριγμένες σε  κολόνες ή σε τοίχους σπιτιών δίπλα στο δρόμο. Μόλις νύχτωνε κάποιος δημοτικός υπάλληλος (φανοκόρος), με τη βοήθεια μιας μικρής σκάλας, τις εφοδίαζε με ορισμένη ποσότητα φωτιστικού πετρελαίου, άλλαζε το φυτίλι, καθάριζε το λαμπόγυαλο και τις άναβε. Οι φανοί παρέμεναν αναμμένοι μέχρι τις μεταμεσονύκτιες ώρες (που τέλειωνε το πετρέλαιο).
   Με τον ίδιο τρόπο φωτίζονταν οι πλατείες Διάκου, Λαού και Σταροπάζαρο (σημερινό Πάρκο). Επιπλέον λόγω των αρκετών καφενείων και μαγέρικων, στις πλατείες Λαού και Σταροπάζαρου, που φωτίζονταν με λάμπες ασετυλίνης, φώτιζαν και τις πλατείες, όπου ήταν και οι αφετηρίες της συγκοινωνίας με ιππηλατες άμαξες για Στυλίδα ή για δυτική Φθιώτιδα και Καρπενήσι.
   Ως φωτιστικό μέσο, για την πλατεία Ελευθερίας της Λαμίας χρησιμοποιήθηκε η ασετυλίνη, Έτσι στα σκαλάκια προς τα δημοτικά αφοδευτήρια, υπήρχε κατάλληλη συσκευή, το “καζάνι” ανθρακασβεστίου, όπου με νερό παραγόταν η αέρια ασετυλίνη. Αυτή με υπόγειους σωλήνες διοχετευόταν σε ψηλούς όμορφους φανοστάτες. Με φορητή σκάλα, ο φανοκόρος (αρμόδιος δημοτικός υπάλληλος) - μόλις άρχιζε να νυχτώνει - ανέβαινε και άναβε τις λάμπες. Ο φωτισμός ήταν πολύ φωτεινός και διαυγής. Μετά τα μεσάνυχτα, ο ίδιος υπάλληλος έκλεινε το διακόπτη παραγωγής της ασετυλίνης και οι λάμπες έσβηναν. Θυμίζουμε ότι προ του 1929, η πλατεία Ελευθερίας ήταν με χώμα.
Φωτιστικό σημείο στην Πλατεία Ελευθερίας (1920)

   Αρχές Φεβρουαρίου του 1912, αρχίζει η εγκατάσταση του δικτύου[50] του δημοτικού ηλεκτροφωτισμού. Για το δημοτικό φωτισμό, ο Δήμος Λαμίας πλήρωνε 30.000 δρχ. το χρόνο.
   Το δίκτυο του δημοτικού ηλεκτροφωτισμού αποτελείτο από 250 φωτιστικά σώματα (μεγάλους λαμπτήρες), που στηρίζονταν σε κολώνες ή σε τοίχους σπιτιών, που ήταν δίπλα στο δρόμο. Προβλεπόταν στην αρχική συμφωνία   «η αφή των φανών επί 2.700 ώρας κατ’  έτος».
   Στις πλατείες, προβλεπόταν από τη σύμβαση του 1911, η τοποθέτηση «4 λαμπτήρων των 500 κηρίων». Η  Ηλεκτρική Εταιρεία είχε βάλει  6 λαμπτήρες των 600 κηρίων. Πρέπει στην αρχή, να χρησιμοποιήθηκαν λαμπτήρες 55 V, που μετά αντικαταστάθηκαν με άλλους 110V, επειδή δεν έβρισκαν στο εμπόριο λαμπτήρες 55 V. Ο δημοτικός φωτισμός λειτουργούσε από τις 6 ή 7 το απόγευμα, μέχρι λίγες ώρες  μετά τα μεσάνυχτα[51] (1 ή 2 η ώρα) που έσβηναν.
   Η Ηλεκτρική Εταιρία έκανε συνεχώς επεκτάσεις του δικτύου της. Ταυτόχρονα επέκτεινε και το δημοτικό φωτισμό. Οι δήμαρχοι της πόλης τόνιζαν το ενδιαφέρον τους για το δημοτικό φωτισμό :
        « … ο δήμαρχος Στυλ. Αναστασίου[52] φρόντισε για το φωτισμό, κλπ.,  της πόλης …»
        « … Στη διάρκεια της θητείας[53] του δημάρχου Γεωργίου Αλεξ. Πλατή, έγιναν πολλά έργα …… , επέκταση του φωτισμού της πόλης με την προσθήκη 150 νέων φανών …»
   Εκτός από την επέκταση του δικτύου, αποφασίζεται και  « … παράταση του φωτισμού, μέχρι των πρωινών ωρών »[54].
   Τη δεκαετία του ’30, στην πλατεία Πάρκου και Λαού, οι λαμπτήρες ήταν αιωρούμενοι (κρεμαστοί). Οι πλατείες Ελευθερίας και Διάκου είχαν στη μέση από μια κολώνα, που είχε πάνω της πολλούς μεγάλους λαμπτήρες (500 ή 600 κηρίων).
   Στην Κατοχή, οι λογαριασμοί πληρώνονταν. Για  απλήρωτους λογαριασμούς, δεν «έκοβαν το ρεύμα»[55].  Επίσης στην Κατοχή, ο δημοτικός φωτισμός λειτουργούσε μέχρι τις 12 το βράδυ, που σταματούσε το εργοστάσιο. Συσκότιση στην πόλη είχε επιβληθεί  από τις 28 Οκτωβρίου 1940, μέχρι τον Απρίλιο του 1941, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
   Με το κλείσιμο του εργοστασίου το 1958, ο δημοτικός φωτισμός ηλεκτροδοτήθηκε από τη ΔΕΗ.

           Μέτοχοι – Διοίκηση της Εταιρείας

  Από το 1929 και μετά (που έχουμε μαρτυρίες), μέτοχοι της Ηλεκτρικής Εταιρείας ήταν : Παπαδήμας Ηλίας, Γερογιάννης Χαρίλαος[56] (που ήταν γαμπρός του Παπαδήμα σε κόρη του) και Μουζέλης Γεώργιος[57].
   Διευθυντής της Εταιρείας ήταν ο Χαρίλαος Γερογιάννης[58] (μέχρι το 1942), ο Δημήτριος Ρόδιος, που ανέλαβε την περίοδο της Κατοχής και ταυτόχρονα (σαν δικηγόρος) ήταν νομικός εκπρόσωπος της Εταιρίας και ο Παναγιώτης Περγαντής (από το 1945 και μετά).
   Τεχνικός προϊστάμενος ήταν ο Απόστολος Χρυσοχοΐδης (από το 1929 και μετά).
   Στο Λογιστήριο ήταν : Στελλιάδης Στυλιανός (από το 1929), Κιτσοπανίδης Δημήτριος (που ήρθε πιο μετά), Λύκα[59] Λουΐζα και Γιαννουλοπούλου Άρτα. Εισπράκτορες ήταν : Δημόπουλος Κωνσταντίνος,  Αθ. Γατσίδας [60]  και Κύρκος.

         Τεχνικό και λοιπό προσωπικό

   Το τεχνικό προσωπικό[61] ήταν μηχανικοί, θερμαστές και ηλεκτρολόγοι. Επίσης απασχολούνταν εργάτες, οδηγοί[62], φύλακες και καθαρίστριες.
      Μηχανικοί ήταν :
     -   Οικονόμου Παναγιώτης – αρχιμηχανικός, τέως μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και διπλωματούχος (ήταν από την αρχή) .
-         Νικολάου  Δημήτριος –  εμπειροτέχνης μηχανικός
-         Νικολάου  Ιωάννης –   ό. π.
-         Κατσούδας Δημήτριος – από γ΄ μηχανικός έγινε α΄ μηχανικός.
-         Κατσούδας Παναγιώτης – γ΄ μηχανικός.
-         Κουτσοχιώνης Ηλίας – από  γ΄ μηχανικός έγινε α΄ μηχανικός.
-         Μαυρίκας Χαράλαμπος – μηχανικός.
-        Χουλιάρας[63] Γεώργιος – ήταν από το 1929.
-    Γεωργουλόπουλος Κωνσταντίνος - από βοηθός μηχανικού το 1929, εξελίχτηκε σε μηχανικό και προϊστάμενο.
-         Γκιώνης Ιωάννης – από βοηθός μηχανικού έγινε γ΄ μηχανικός.
-         Βασιλόπουλος Βασίλειος – γ΄  μηχανικός.
-         Μπιζαργιάννης Στυλιανός (από το 1929).
-         Κατσανώλης Μαργαρίτης – γ΄  μηχανικός (ήρθε το 1933 απ’ την Αμφίκλεια).
-         Μπαλταδούρος Παναγιώτης – μηχανικός (από το 1933).
-         Οικονομίδης Αντώνιος – γ΄  μηχανικός (ήρθε το 1933).
-         Ριζοκώστας Κωνσταντίνος[64] – βοηθός μηχανικού, την περίοδο 1935 – 40).
-  Γεωργουλόπουλος Γεώργιος – από βοηθός μηχανικού το 1944, με  πτυχίο της Σχολής Παναγιωτοπούλου και πτυχίο υπομηχανικού μετά, έγινε α΄ μηχανικός.
-         Σαγιάς Δημήτριος – γ΄ μηχανικός (ήρθε το 1950).
-         Μπότσης Κωνσταντίνος – γ΄ μηχανικός (ήρθε το 1950).
-         Καμέρας Χρήστος – γ΄ μηχανικός (ήρθε το 1950).
-         Δρίβας Αναστάσιος – μηχανικός (ήρθε το 1950, από το εργοστάσιο ασετιλίνης Γοργοποτάμου, που έκλεισε)
-         Γιαννουλόπουλος Αθανάσιος – γ΄ μηχανικός (ήρθε το 1950).
-         Μίλησης Χρήστος – α΄ μηχανικός (ήρθε μετά το 1950, για 4 χρόνια περίπου).

Θερμαστές ήταν :
-         Κωστακούλης Κωνσταντίνος (που ήταν ο παλιότερος).
-        Καστανάς Νικόλαος (από το 1929).
-         Αντωνίου Αθανάσιος (από το 1929).

Ηλεκτρολόγοι ήταν :
-         Μούσας Ευστάθιος (από το 1928)
-         Στάμος Ανδρέας (από το 1929).
-         Παπασταύρου Πέτρος (από το 1929).
-         Παππάς Αλέξανδρος (από το 1929).
-         Κυρόπουλος Αθανάσιος (από το 1929).
-         Κατσαούνος Νικόλαος (από το 1929).
-         Γεωργούλης Πελοπίδας (από το 1929).
-         Πάσος Γεώργιος (από το 1929).
-         Βάρσος Χρήστος (ήταν από το 1929, αλλά έφυγε).
-         Μπαλταδούρος Νικόλαος (ήρθε αργότερα).
-         Πιλάτος Σπύρος (από το 1938).
-         Θανοκώστας Ιωάννης (ήρθε το 1950 περίπου).
-         Τσουκαλάς Ιωάννης (ήρθε μετά το 1950).
-         Γίτσας Δημήτριος (ήρθε το 1950, από το Εργοστάσιο Ασετιλίνης Γοργοποτάμου).
-         Αποστολόπουλος Κωνσταντίνος (ήρθε γύρω στο 1950).

Εργάτες ήταν :
-         Γκαβαλίνης Ευθύμιος
-         Κουτσόπουλος Ηλίας
-         και άλλοι

Φύλακας ήταν :
-         Πανδρούλας  Κωνσταντίνος

Καθαρίστρια ήταν :
-         Κατσικογιάννη Ευαγγελία (δούλευε  πολλά χρόνια).

        Εργασιακά (ωράριο – καθήκοντα – αμοιβές)


Το εργοστάσιο από την αρχή μέχρι το 1929,  λειτουργούσε με 2 βάρδιες, δηλ.  7π.μ. – 3 μ.μ. και  3 μ.μ. – 11 μ.μ. Μετά το 1929, οι βάρδιες έγιναν 3 και 24ωρη η λειτουργία του, δηλ. 7 – 3, 3 – 11 και 11 – 7, με  παράλληλη αύξηση του προσωπικού.
   Την περίοδο της Κατοχής, το εργοστάσιο δούλευε 2 ώρες το πρωί, δηλ. 6 – 8 π.μ. και 6 ώρες το απόγευμα – βράδυ, δηλ. 6 – 12 μ.μ. Τότε υπήρχε έλλειψη πετρελαίου. Την περίοδο αυτή πρώτα οι ιταλοί είχαν 2 φρουρούς και μετά οι γερμανοί είχαν ένα φρουρό για λίγες ώρες, στο εργοστάσιο.
   Το 1929 ο βοηθός μηχανικού έπαιρνε 450 δρχ. το μήνα. Αργότερα έγινε αύξηση και έπαιρναν περισσότερα. Ο μηχανικός γ΄ έπαιρνε 550 δρχ. το μήνα. Με δίπλωμα μηχανικού και την καθιέρωση του 8ωρου (το 1938) έπαιρνε 2.700 δρχ. Οι μισθοί αυξάνονταν με τα χρόνια υπηρεσίας και το βαθμό (ή το πτυχίο).
Ηλεκτρικός πίνακας ελέγχου (φωτ. 1957)
    Στις αρχές της δεκαετίας του   ’30, απειλήθηκε απεργία στο εργοστάσιο, επειδή δεν έγιναν το δώρο των Χριστουγέννων. Τελικά δόθηκε το δώρο, χωρίς απεργία. Οι πληρωμές του προσωπικού γίνονταν ανά 15ήμερο.
   Για τους εργαζομένους στην Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας υπήρχε ένα ευνοϊκό καθεστώς, να μην πληρώνουν κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος (μέχρι κάποιου ορίου). Αυτό διατηρήθηκε μέχρι που έκλεισε το εργοστάσιο[65]. Ατυχήματα δεν είχε το εργοστάσιο. Εξάλλου το ρεύμα ήταν συνεχές και «δεν χτυπούσε», όπως το εναλλασσόμενο.
   Την περίοδο της Κατοχής δεν έγιναν απολύσεις προσωπικού. Μόνο το έκτακτο προσωπικό μειώθηκε (κατά 4 άτομα περίπου).
   Με το κλείσιμο του εργοστασίου (το 1958 περίπου) το μισό προσωπικό απολύθηκε (όσοι ήταν μεγάλης ηλικίας και οι νεότεροι) αφού βέβαια αποζημιώθηκε. Αυτοί πρέπει να ήταν 15 – 20 άτομα[66] περίπου. Το υπόλοιπο προσωπικό παρέμεινε, συνεχίζοντας στη ΔΕΗ πλέον.
    Κάθε μεσημέρι στις 12 ακριβώς, σφύριζε η μεγάλη κόρνα του Εργοστασίου και ακουγόταν σ’ όλο τον κάμπο της Λαμίας. Η κόρνα[67] αυτή ήταν στην αρχή με ατμό. Μετά δούλευε με αέρα (αεροτενόρος).
   Τη συντήρηση των γεννητριών είχαν αναλάβει κυρίως οι έμπειροι ηλεκτρολόγοι Αλέξανδρος Παππάς και Πέτρος Παπασταύρου. Οι βλάβες γίνονταν στα καρβουνάκια και  στις επαφές (τους χαλκούς) της μπομπίνας. Μερικές φορές καίγονταν οι περιελίξεις από υπερφόρτωση, ή στράβωνε ο άξονας του ρότορα. Για την επισκευή υπήρχε το Μηχανουργείο, που διέθετε μικρό τόρνο, δράπανα και άλλα εργαλεία. Αν χρειαζόταν, η επισκευή γινόταν σε έξω Μηχανουργεία, όπως του Ιωσήφ, του Αρκά, του Κουτσούκου ή του Κοτρωνιά.
   Οι εργάτες είχαν αναλάβει να ανοίγουν λάκκους για τις κολώνες, έκαναν φορτώσεις-εκφορτώσεις με βαρέλια πετρελαίου και άλλα υλικά, και σε διάφορες άλλες εργασίες.
   Οι καταμετρητές[68] πήγαιναν κάθε 1η  του μηνός στα σπίτια και μαγαζιά και έπαιρναν την ένδειξη του μετρητή. Οι εισπράκτορες[69] μετά έπαιρναν τα χρήματα πηγαίνοντας στα σπίτια, ή στα κοντινά καφενεία, όπου γίνονταν οι πληρωμές.

             Προμήθεια καυσίμων

   Τα καυσόξυλα προέρχονταν από  χωριά της ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας (Άγιο Γεώργιο, Τυμφρηστό, Γαρδίκι Ομιλαίων, κ.ά.)  ή  από την Ευρυτανία.  Ήταν κομμένα στο δάσος (1–1,20 μ. μήκος) και μεταφέρονταν με φορτηγά στο εργοστάσιο. Η μηνιαία κατανάλωση από την αρχή ήταν 35.000 οκάδες (ή 45 τόνους) το μήνα, δηλ. κάθε μέρα έκαιγε 1,5 τόνο.
   Ελαιοπυρήνας χρησιμοποιήθηκε κυρίως την περίοδο της Κατοχής, τη διετία 1942-43. Πάντως, ο ελαιοπυρήνας χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα.
  Για τις πετρελαιομηχανές, το εργοστάσιο έφερνε πετρέλαιο σε βαρέλια (προπολεμικά). Μετά το έφερνε με βυτίο, που γέμιζε μια δεξαμενή πετρελαίου. Προμηθευτές πετρελαίου, πριν το 1940, ήταν οι έμποροι Κρόκος – Μουζέλης.
   Στην Κατοχή, το πετρέλαιο το προμήθευαν οι γερμανοί (προερχόταν από Βουλγαρία, Ρουμανία). Κάποιες ποσότητες έπαιρνε από το εμπόριο, δηλ. τους Κρόκο-Μουζέλη, Κατσόγιαννο και Μαυροειδή. Η κατανάλωση πετρελαίου ήταν  1 – 1,5 τόνοι το μήνα.

               Η  απεργία  του 1932

   Από τις 15 Απριλίου 1931 άρχισε να ισχύει η νέα σύμβαση, με την οποία η τιμή του ρεύματος καθορίστηκε σε 10,58 δρχ. /ΩΧΒ για τον ιδιωτικό φωτισμό και σε 4,97 δρχ./ΩΧΒ για το ρεύμα κίνησης. Τα κεφάλαια των Ηλεκτρικών Εταιριών και η τιμή του ρεύματος στηρίζονταν στην τιμή της χρυσής δραχμής (έτσι καθόριζε ο νόμος). Τότε όμως το Κράτος απομακρύνθηκε από τη χρυσή δραχμή, δηλαδή άλλαξε η σχέση  χάρτινης και χρυσής δραχμής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η τιμή του ρεύματος, τόσο στη Λαμία, όσο και σε άλλες πόλεις. Η τιμή έγινε 12,50 δρχ./ΩΧΒ και ήταν πιθανή ακόμη μεγαλύτερη τιμή.
   Τότε κορυφώθηκε η αγανάκτηση των καταναλωτών και οδήγησε στη δημιουργία της «Μεγάλης Επιτροπής Οργανώσεων κατά της αυξήσεως του ηλεκτρικού ρεύματος». Σ’  αυτή συμμετείχαν Επαγγελματικές, Εμπορικές, Επιστημονικές και Υπαλληλικές Οργανώσεις, που εκπροσωπήθηκαν με επώνυμους πολίτες (όπως Γρ. Παπασιόπουλος, Αθ. Γρηγορόπουλος, Γ. Ζάρας, Γ. Στεφόπουλος, Ανδ. Ντούτσιας, Δ. Κουτροζής, Κ. Ραχούτης, Ν. Μεγαλιός, Β. Καϊλάνης, Αν. Πανδρούλας, Δ. Στεργίου, Χρ. Γεωργουσόπουλος, Φ. Καρανάσος, Γ. & Ν. Καρπούζας, Θ. Βούλγαρης, Γ. Κυριαζόπουλος, Αν. Τριανταφύλλου, Ν. Μαρούγκας, Καραμπέτσας, Αβραμόπουλος, Παπαγεωργίου, Γ. Πιπεράκης, Θ. Γαζώνης, κ.ά.). Οργανώθηκε μποϊκοτάζ στην εταιρία, δηλαδή οι πολίτες διέκοψαν το ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιώντας το βράδυ λάμπες πετρελαίου, βενζίνης και ασετιλίνης.
   Αιτήματα ήταν η μείωση της τιμής του ρεύματος, η απαλλοτρίωση της Ηλεκτρικής Εταιρίας από το Δήμο Λαμίας, και άλλες μειώσεις των απαιτήσεων της Εταιρίας.
   Σε επιστολή του (εφημ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 29-10-1932) ο δήμαρχος  Γεώργ. Πλατής δίνει και συγκριτικά στοιχεία από τα τιμολόγια ρεύματος άλλων πόλων. Συγκεκριμένα : στην Καρδίτσα, η τιμή ρεύματος για τον ιδιωτικό φωτισμό είναι 12 δρχ. χωρίς να δίνει ρεύμα κίνησης και φωτισμό. Στο Αγρίνιο, το α΄ εξάμηνο 1932, η τιμή είναι 10,20 δρχ (ενώ στη Λαμία 10,54 δρχ.) με μεγαλύτερη κατανάλωση. Στη Χαλκίδα, η τρέχουσα τιμή είναι 11,18 δρχ., με διπλάσια κατανάλωση ρεύματος. Στη Λάρισα, η τιμή είναι 12,50 δρχ. με μεγαλύτερη κατανάλωση και ο Δήμος Λάρισας συμμετέχει στην εταιρία. Με την Πάτρα υπάρχει διαφορά τιμής 1,58 δρχ., παρά την πολύ μεγάλη κατανάλωση και ότι το ρεύμα παράγεται από υδραυλική ενέργεια (υδροηλεκτρικό εργοστάσιο).
   Η απεργία[70] άρχισε στις 31 Οκτωβρίου και είχε μεγάλη συμμετοχή. Η οργάνωση της απεργίας ήταν πολύ καλή, με 50 μέλη της επιτροπής Αγώνα στις συνοικίες για περιφρούρηση και στόχο της προσπάθειας «ο δείκτης κατανάλωσης της εταιρίας να παρουσιάζει μηδέν».
   Μετά από συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας, εκδίδεται «Πάνδημον Ψήφισμα της πόλεως Λαμίας», στις 13 Νοεμβρίου 1932, το οποίο μετά από συλλαλητήριο επιδίδει ο δήμαρχος Γ. Πλατής στον τότε Νομάρχη. Στο παραπάνω ψήφισμα η στάση της εταιρίας χαρακτηρίζεται «ληστρική»,  η υπερτίμηση του ρεύματος χαρακτηρίζεται παράνομη, η όλη σύμβαση χαρακτηρίζεται «άδικη και επαχθής», που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της εταιρίας. Απαιτείται απαλλοτρίωση των εγκαταστάσεών της από το Δήμο Λαμίας.
   Η  ηλεκτρική εταιρία, με τη μεσολάβηση των  Νικ. Δούκα και Βασ. Ποντικοπούλου,  αποδέχτηκε : (i)  μείωση 15 % της τιμής του ρεύματος για 2 μήνες και το α΄ εξάμηνο του 1933 και (ii) να μην αυξηθεί η τιμή στις 11,70 δρχ. στο ίδιο χρονικό διάστημα.
   Η επιτροπή αγώνα μαζί με τον Εμπορικό Σύλλογο αξίωσε από την εταιρία τιμή ρεύματος 10,70 δρχ./ΩΧΒ και 30.000 δρχ. για τις λάμπες (πετρελαίου, βενζίνης, κ.ά.) που αγόρασε κάθε καταναλωτής.
   Το Δ.Σ. της ηλεκτρικής εταιρίας αποφάσισε μείωση της τιμής του ρεύματος κατά 15 %, δηλ. η τιμή γίνεται 10,70 δρχ./ΩΧΒ. Η ίδια μείωση θα ισχύει και το α΄ εξάμηνο του 1933. Αν όμως η Κυβέρνηση αποφασίσει διαφορετικά, τότε η παραπάνω απόφαση δεν ισχύει.
   Η επιτροπή αγώνα δεν δέχτηκε τον τελευταίο όρο και οργανώθηκε νέο συλλαλητήριο. Ομιλητές ήταν οι κ. Αθ. Γρηγορόπουλος και Ανδρ. Ντούτσιας.
   Τελικά, στις 23 Νοεμβρίου 1932 η απεργία έληξε. Υπογράφηκε πρακτικό μεταξύ των Χαριλ. Γερογιάννη – διευθυντή της ηλεκτρικής εταιρίας και Γρηγ. Παπασιοπούλου – προέδρου της απεργιακής επιτροπής, που παρίστατο σε ολομέλεια. Η τιμή του ρεύματος ορίστηκε σε 10,70 δρχ. / ΩΧΒ, μέχρι το τέλος Ιουνίου 1933, ανεξάρτητα από κάθε νόμιμη αύξηση. Με τη βάση αυτή καθορίστηκε το βιομηχανικό ρεύμα και ο δημοτικός φωτισμός.

             Άλλες δραστηριότητες της Ηλεκτρικής Εταιρίας

Θερμά λουτρά ή ατμόλουτρα :  Είχε 10 μικρά δωμάτια, όπου μπορούσε κανείς να κάνει ζεστό μπάνιο ή ατμόλουτρο. Η τροφοδοσία γινόταν με ζεστό νερό (για ψύξη των μηχανών) και τον ατμό του λέβητα. Συνήθως μπάνια έκαναν στρατιωτικοί  και όσοι είχαν καλύτερα οικονομικά. Αργότερα, αυτά καταργήθηκαν.
Ηλεκτρικές εγκαταστάσεις :  Η Εταιρία αναλάμβανε, την κατασκευή, επισκευή ή επέκταση των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων  για ηλεκτρικό ρεύμα σε σπίτια, καταστήματα και εργοστάσια. Γινόταν ιδιαίτερη συμφωνία και ήταν δυνατές και οικονομικές διευκολύνσεις (έκπτωση και σε δόσεις).
Εργοστάσιο σπορελαιουργίας [71] :  Ήταν παράρτημα[72] της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Ήταν στον ίδιο χώρο, εκκοκκιστήριο και σπορελαιουργείο. Κατανάλωνε ηλεκτρική ισχύ 60 ίππων το εκκοκκιστήριο και 60 ίππους το σπορελαιουργείο. Η ημερήσια παραγωγή του εκκοκκιστηρίου ήταν 6 χιλιάδες οκάδες εκκοκκισμένο βαμβάκι. Το εργοστάσιο σπορελαιουργίας, που άρχισε τη λειτουργία του το Νοέμβριο του 1936, είχε παραγωγή 750 οκάδες σπορέλαιο (μέσα σε ενάμισι μήνα). Το σπορέλαιο είχε άμεση κατανάλωση στην περιφέρειά μας και λίγο στη Θεσσαλία. Διευθυντής του ήταν ο Χαρίλαος Γερογιάννης. Απασχολούσε και ένα χημικό.

              Περιστατικά της Κατοχής

   Τη Μεγάλη Παρασκευή (στις 18 Απριλίου 1941) στις 10.30 το πρωί, ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο δούλευε και χτύπησε η μεγάλη σειρήνα του για συναγερμό. Σε λίγο χρόνο τα γερμανικά αεροπλάνα «στούκας» έριξαν τις βόμβες (εμπρηστικές και οβίδες), που - ευτυχώς - καμία δε χτύπησε το Εργοστάσιο. Στο εργοστάσιο, την ώρα εκείνη, σταμάτησαν τη λειτουργία  των μηχανών και έφυγαν όλοι.
   Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Λουκά (17 Οκτωβρίου 1944), οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν από τη Λαμία. Τη νύχτα στις 12 τα μεσάνυχτα, είχαν προγραμματίσει, να ανατινάξουν τα κτίρια  ΤΤΤ[73], το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο και τις Αποθήκες Πυρομαχικών[74]. Με παρέμβαση του Σουηδού Stoure Linnér, που από το 1942 στη Λαμία εκπροσωπούσε το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (και ο οποίος επείσθη από τον 20χρονο τότε, αλλά δυναμικό Γεώργιο Γεωργουλόπουλο, που δούλευε στο Εργοστάσιο), ο Γερμανός διοικητής δέχτηκε – λίγο πριν τα μεσάνυχτα – να  εξαιρεθεί το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο Λαμίας και να μην ανατιναχτεί[75]. Έτσι σώθηκε το Εργοστάσιο.

            Παύση Λειτουργίας – Εκποίηση

   Το 1950 υπήρχαν στην Ελλάδα περίπου 400 εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν ήταν το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας, που φυσικά εισάγονταν από το εξωτερικό. Τα εισαγόμενα καύσιμα και η κατάτμηση της παραγωγής εξώθησαν τις τιμές του ρεύματος στα ύψη (τριπλάσιες και πενταπλάσιες από εκείνες που ίσχυαν στις ευρωπαϊκές χώρες). Τις περισσότερες φορές η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας παρεχόταν με ωράριο, ενώ οι ξαφνικές διακοπές αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο. Σε συνδυασμό με την ανάγκη εκβιομηχάνισης[76] της Ελλάδος ήταν αναπόφευκτη η ανάγκη δημιουργίας ενός εθνικού φορέα ηλεκτρικής ενέργειας, που ήταν η ΔΕΗ. Αυτή ιδρύθηκε το 1950 και η κατάσταση που βρήκε περιγράφεται ως εξής:

Άπασαι σχεδόν αι υφιστάμεναι θερμικαί εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι γηρασμέναι. Το μεν η παλαιότης, το δε φθοραί κατά την περίοδον της Κατοχής συνετέλεσαν εις το γήρας των …  Δεινή η κατάστασις εις την περιοχήν της πρωτευούσης από απόψεως ηλεκτρικής ενέργειας, με προβλεπομένην ραγδαίαν επιδείνωσίν της παρ’ όλον ότι η εν λόγω περιοχή απορροφά το 85% του όλου εν τη χώρα παραγόμενου ποσού ηλεκτρικής ενέργειας. Χειροτέρευσις μέχρι εξαθλιώσεως της παραδέκτου καταστάσεως της επαρχίας, όπου διατίθεται το υπόλοιπον 15% του ποσού τούτου”.
Από την πρώτη έκθεση πεπραγμένων της ΔΕΗ (1950)

   Το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας Λαμίας σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του μετά τα μέσα της δεκαετίας 1950-60 (μέχρι το 1958), εφόσον τον ηλεκτροφωτισμό είχε πλέον αναλάβει η ΔΕΗ. Το 1957, η Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας (που πλέον υπαγόταν στη ΔΕΗ) απέλυσε μέρος του προσωπικού της. Συγκεκριμένα τους εισπράκτορες (Κ. Δημόπουλο, Αθ. Γατσίδα, Ιωάν. Δελήμπαση), τους μηχανοδηγούς (Κ. Μπούτση, Χρ. Καμέρα, Γρ. Τριανταφύλλου, Αθ. Ζαχαρόπουλο, Ηλ. Κουτσόπουλος Ν. Καστανά), τους ηλεκτροτεχνίτες (Αν. Συλαίο, Ν. Κατσαούνο, Αθαν. Αντωνίου, Σερ. Παυλίδη, Σερ. Άλλα), το λογιστή Δ. Κιτσοπανίδη, την καθαρίστρια Ευαγγελία Κατσικογιάννη και τον ηλεκτρολόγο-μηχανολόγο Απόστ. Χρυσοχοΐδη. Όλοι οι ανωτέρω έλαβαν τη νόμιμη αποζημίωση (βάσει του Ν. 2112)20).
   Τότε αποξηλώθηκαν οι μηχανές. Η μία πετρελαιομηχανή Ντόιτς και μία γεννήτρια πουλήθηκε σε ελληνική εταιρία τσιμέντων. Όλες οι άλλες, που ήταν πολύ βαριές, διαλύθηκαν και πήγαν για παλιοσίδερα. Το ίδιο έγινε με τους λέβητες και τα άλλα μεταλλικά μέρη.
      Μόνο τα καλώδια (το χαλκό) τα πήρε η ΔΕΗ. Την καταγραφή του υλικού, για λογαριασμό της ΔΕΗ, είχε αναλάβει ο υπάλληλός της Γεώργιος Γεωργουλόπουλος και άλλοι.

      Επίλογος

   Η Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας, ήταν μια ιδιωτική εταιρία, που είχε τοποθετήσει κάποια κεφάλαια με σκοπό φυσικά το κέρδος. Ταυτόχρονα όμως το προϊόν της Εταιρίας αυτής, δηλ. η ηλεκτρική ενέργεια, αφορούσε όλη την κοινωνία και οικονομία της Λαμίας, από τις κατοικίες, τη βιοτεχνία και βιομηχανία, μέχρι το φωτισμό της πόλης. Έτσι, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας επηρέαζε άμεσα τόσο το οικογενειακό βαλάντιο, όσο και το κόστος λειτουργίας των καταστημάτων, αλλά  και παραγωγής  προϊόντων των βιοτεχνιών του τόπου. Γι’  αυτό :
α. συνάντησε κοινωνικές αντιδράσεις από την αρχή, που σύντομα ξεπεράστηκαν.
β. η αύξηση της τιμής του ρεύματος έφερνε άμεσες και διαρκείς τριβές, που οφείλονταν τόσο σε εσωτερικούς λόγους της εταιρίας (κόστος υλών), όσο και σε άλλες αιτίες εκτός αυτής (συναλλαγματικές ισοτιμίες).
γ. έγινε η μεγάλη απεργία του 1932, για 25 μέρες, που ανάγκασε την εταιρία σε μείωση της τιμής του ρεύματος.
δ. υποχρεώθηκε με νομοθετική ρύθμιση, το 1938, να μειώσει την τιμή του ρεύματος, μετά από παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά.
         Παράλληλα όμως η Εταιρία αυτή, που δημιουργήθηκε από ντόπιους ανθρώπους :
1.      έφερε το δώρο του ηλεκτρισμού στη Λαμία, ώστε να μην υστερεί των άλλων πόλεων[77].
2.      απασχόλησε για πολλά χρόνια, σημαντικό αριθμό εργαζομένων, με καλούς μισθούς.
3.      στήριξε το τοπικό εμπόριο καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καυσίμων (ξύλα, πετρέλαιο), όσο και τα εργαστήρια (με ανταλλακτικά και επισκευές των μηχανών).
4.      βοήθησε σε δύσκολες περιόδους (όπως στην κατοχή) όσους καταναλωτές δεν είχαν να πληρώσουν.
5.      μετά  το κλείσιμο του εργοστασίου, ένα μέρος του έμπειρου προσωπικού της προσλήφθηκε από τη ΔΕΗ, εξασφαλίζοντας την εργασία του.
      Έτσι, για 46-47  χρόνια, η Ηλεκτρική Εταιρία έδινε φως στα σκοτάδια αυτής της πόλης. Από το φως των λυχναριών και της λάμπας πετρελαίου ή ασετιλίνης, πέρασε στο ηλεκτρικό φως. Ο κάτοικος της Λαμίας αντί να παίρνει φωτιστικό πετρέλαιο, να έχει σπίρτα και να καθαρίζει λαμπόγυαλα, γύριζε απλά το διακόπτη του ηλεκτρικού και όλα φωτίζονταν άπλετα, σε κάθε δωμάτιο. Το ίδιο καλά φωτισμένοι ήταν το βράδυ και οι δρόμοι  της πόλης.
       Άξιζε λοιπόν να  αποδοθεί η αναγκαία τιμή στους πρωτεργάτες της νέας εποχής, με την κυριαρχία της ηλεκτρικής ενέργειας, μαζί με την καταγραφή της διαδρομής της ηλεκτρικής εταιρίας στα ταραγμένα και δύσκολα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, του μεσοπολέμου, του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής και  μετά. Ήταν αναγκαία η κατάθεση μνήμης για τους παλιότερους, κυρίως όμως είναι  σημαντική  η γνώση όλων αυτών, για  τους νεότερους.
      Κλείνοντας, οφείλω θερμές ευχαριστίες στον αείμνηστο Κωνσταντίνο Γεωργουλόπουλο (1916-2004) και στον αδελφό του Γεώργιο Γεωργουλόπουλο (γεν. 1924), που η καλή τους μνήμη  με βοήθησε στην ολοκλήρωση αυτής της εργασίας, που διαφορετικά θα ήταν ελλιπής, εφόσον τα στοιχεία από γραπτές πηγές είναι περιορισμένα. Επίσης ευχαριστώ για τις ελάχιστες σωζόμενες φωτογραφίες του εσωτερικού της μονάδας με τις μηχανές και τις γεννήτριες, του 1957-58, που πλέον το εργοστάσιο ήταν σταματημένο και θα ακολουθούσε η διάλυσή του.

                          Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
                                            φυσικός





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΝΑΦΟΡΕΣ – ΠΗΓΕΣ

1.      Νόμος  4422/1928.
2.      εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», ετών 1911, 1914, 1916, Λαμία.
3.      εφ.  «ΘΡΙΑΜΒΟΣ»,  1912, Λαμία.
4.      εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1929, 1932, 1936, 1937, 1938, 1939, 1940, Λαμία.
5.      εφ. «Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ», 1932, Λαμία.
6.      εφ.  «ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ», 1951, Λαμία.
7.      εφ.  «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 1977, Λαμία.
8.      gk / μηνιαίο περιοδικό της εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, τεύχος 39, Φεβρ. 2011, (σελ. 35-50), Αθήνα.
9.      Χ. Μακρίδου :  «ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (1892-93), εν Αθήναις.
10.  Δημ. Νάτσιου : “ΟΙ  ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΤΗΣ  ΛΑΜΙΑΣ (1836-1996)”, Λαμία, 1996.
11.  Περικλή Κ. Φύκα : “Τα Λαμιακά”, περ. Φθιωτικά Χρονικά 2000,  Λαμία.
12.  Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα.


---------------------------------------------------------
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2003, σελ. 94-111, Λαμία. Στις 2 Ιουλίου 2014 έγιναν προσθήκες στο κείμενο και επίσης προστέθηκαν οι φωτογραφίες, από τον Κ.Α.Μ.


            ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα.
[2] Από την εταιρία Edison (που ίδρυσε ο εφευρέτης της ηλεκτρικής λάμπας Thomas Edison), με συνέχες ρεύμα. Ακολούθησε η εταιρεία Westinhouse χρησιμοποιώντας εναλλασσόμενο ρεύμα.
[3] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 26, 2-7-1911, Λαμία.
[4] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ»,  φ. 26, 2 -7-1911, Λαμία.
[5] ό. π.
[6] Ήταν δήμαρχος από το 1903 μέχρι το 1914 [βλ.  Δημ.  Νάτσιου :  ΟΙ  ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΤΗΣ  ΛΑΜΙΑΣ (1836-1996), Λαμία]
[7] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ»,  φ. 27,  9-7-1911, Λαμία.
[8] ό. π.
[9] ό. π.
[10] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 28, 16-7-1911, Λαμία.
[11] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 30, 28-7-1911, Λαμία.
[12] ό. π.
[13] εφ.  «ΘΡΙΑΜΒΟΣ»,  φ. 48,  5-9-1912, Λαμία.
[14] Εκεί σήμερα είναι το Δημοτικό parking και επάνω γίνεται το Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο.
[15] Από τη Νεκρολογία του, στην  εφ.  «Λαμιακός Τύπος», 3–5 –1951, Λαμία.
[16] 35.000 οκάδες ισοδυναμούν με  44,8 τόνους, δηλαδή  κατανάλωνε 1,5 τόνους τη μέρα.
[17] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 168, 20-3-1914, Λαμία.
[18] εφ. «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 300, 22-9-1916, Λαμία.
[19] Στο ίδιο φύλλο η Ηλεκτρική Εταιρεία δικαιολογεί ότι : «… δεν άλλαξε ακόμα τους λαμπτήρες δημοτικού φωτισμού που κάηκαν, επειδή είναι 55 V, που μόνο στη Λαμία υπάρχουν και πουθενά αλλού στην Ελλάδα, και δεν βρίσκει στο εμπόριο. Οι λαμπτήρες του ιδιωτικού φωτισμού είναι 110 V»
[20] «Το ζήτημα της Συμβάσεως της Ηλεκτρικής Εταιρίας» – Ανακοίνωση του Δημάρχου Γ. Πλατή (εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 29/10/1932, Λαμία).
[21] Περικλή Κ. Φύκα : “Τα Λαμιακά”, περ. Φθιωτικά Χρονικά 2000 (21), σελ. 88-94, Λαμία.
[22] Αντίστοιχα στη Στυλίδα, ίδρυσαν μόνοι τους «Ανώνυμη Εταιρεία» και εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Λειτούργησε από το 1930 μέχρι το 1957, οπότε ανέλαβε η ΔΕΗ.
[23] Είναι  πιθανοί οι οικογενειακοί λόγοι, για την αποχώρηση αυτή, αφού το 1922 πέθανε η γυναίκα του Ελένη, σε ηλικία 35 ετών. Το 1933 πέθανε και η κόρη του Θάλεια, σε ηλικία 19 ετών (τα στοιχεία αυτά προέρχονται από επιτύμβιο ανάγλυφο σταυρό στο Δημοτικό Νεκροταφείο Λαμίας).
[24] Ένα μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας (60 ίπποι) δινόταν στο Σπορελαιουργείο Λαμίας, ιδιοκτησίας Μουζέλη, που ήταν δίπλα.
[25] Επιστολή Γεωρ. Λεβαδίτη για θόρυβο μηχανημάτων (εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 201, σ.1, 18-12-1929, Λαμία).
[26] Νόμος  4422/1928.
[27] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ» , 28 – 8 – 1928, Λαμία.
[28] εφ. «Η  ΑΓΡΟΤΙΚΗ», φ.  1,  24-8-1932, Λαμία.
[29] εφ. «Η  ΑΓΡΟΤΙΚΗ», φ.  6, 14-9-1932, Λαμία.
[30] εφ. «Η  ΑΓΡΟΤΙΚΗ», φ. 9,  6-10-1932, Λαμία.
[31] Ανακοινωθέν της Επιτροπής , στο φύλλο της εφημ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 3-11-1932, Λαμία.
[32] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 12-11-1932, Λαμία.
[33] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 15-11-1932, Λαμία.
[34] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 12-11-1932, Λαμία.
[35] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ» , 31-12 -1936, Λαμία.
[36] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», φ. 1298, 15-10-1938, Λαμία.
[37] Ήταν διορισμένος δήμαρχος (λεγόταν  δημαρχών) από τη δικτατορία Μεταξά, από το Σεπτέμβριο 1937 μέχρι τον Ιούλιο του 1940. («Οι δήμαρχοι της Λαμίας  (1836-1996)» του Δημ. Νάτσιου)
[38] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», φ. 1299, 20-10-1938, Λαμία.
[39] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», φ. 1938,  4-5-1939, Λαμία.
[40] Το υλικό προήλθε από συνέντευξη με τους Κωνσταντίνο Γεωργουλόπουλο, ετών 87, που εργάστηκε στην Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας από το 1929, μέχρι που έκλεισε και  Γεώργιο Γεωργουλόπουλο, ετών 77, που εργάστηκε από το 1944, μέχρι που έκλεισε και μετά στη ΔΕΗ.
[41] Κατεβαίνοντας τη ράμπα, πρώτες μηχανές ήταν οι δύο Deutz (Ντόιτς) και μετά ήταν η μηχανή Schulsser (Σούλσερ).
[42] Υπήρχε και πηγάδι, απ’ όπου με αντλία παίρνανε νερό  για να συμπληρώνουν  τη δεξαμενή.
[43] Από 1 Οκτωβρίου 1940, η Ηλεκτρική Εταιρεία Αμφίκλειας, μαζί με τα Εκκοκιστήρια Αμφίκλειας, με ανακοίνωσή της διέκοψε τη λειτουργία του εργοστασίου λόγω οικονομικής αδυναμίας. Την ανακοίνωση με ημερομηνία 2-9-1940, υπογράφει σαν πληρεξούσιος της Εταιρείας ο Ιωάννης Μουζέλης [βλ. εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1465, σ. 3, Σάββατο 7-8-1940].
[44] Είχε μετατροπέα (converter) με ηλεκτρονικές λάμπες, ώστε από εναλλασσόμενο να γίνει συνεχές ρεύμα.
[45] Μεταπολεμικά, η τάση έγινε 220 V για όλους, μέχρι που έκλεισε το εργοστάσιο.
[46] Αναλυτικά : Οι δύο Deuz  έδιναν 1200 Α, οι δύο Colins  έδιναν 750 Α, η μηχανή ΜΑΝ έδινε 300 Α, η μηχανή Schulsser έδινε 300 Α  κι από το Μύλο  Κρόκου – Μουζέλη  έπαιρνε 600 Α. Σύνολο  3.150 Αμπέρ.
[47] εφ. «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 6-1-1937, Λαμία.
[48] Το εργοστάσιο έδινε 60 ίππους στο Σπορελαιουργείο  και άλλους 60 ίππους στο Εκκοκκιστήριο, που ήταν δίπλα, ιδιοκτησίας Μουζέλη, με διευθυντή τον Χαρίλαο Γερογιάννη.  Βλ. εφημερίδα «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 6-1-1937.
[49] «Αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας (1854-1857)», του Δημ. Νάτσιου, “Φθιωτικά Χρονικά” 1987, σελ. 64, 67, 68, Λαμία. Ο φωτισμός της πόλης ήταν μια από τις βασικότερες υποχρεώσεις του Δήμου.
[50] εφ.  «Η ΣΗΜΑΙΑ», φ. 56 ,  26-1-1912, Λαμία.
[51] Διαιρούμε  τις 2700 ώρες : 360 ημέρες και έχουμε  7,5 ώρες λειτουργίας του δημοτικού φωτισμού κάθε μέρα. Αν λοιπόν οι λάμπες άναβαν το χειμώνα στις 6 μ.μ., θα έσβηναν  στις 1.30 τη νύχτα. Το καλοκαίρι, θα λειτουργούσαν 1–2 ώρες  πιο αργά. 
[52] την περίοδο 1914-16 και μετά – κατά  περιόδους – μέχρι το 1920.
[53] Από το 1929 μέχρι το 1934.
[54] «Οι δήμαρχοι της Λαμίας», Δημ.  Νάτσιου, Λαμία 1996.
[55] Ειδικά ο Διευθυντής  Χαρ.  Γερογιάννης, ήταν  πολύ ανεκτικός και με μεγάλη κατανόηση σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
[56] Ο πατέρας του Δ. Γερογιάννης ήταν έμπορος και τοκιστής [Βλ. Χ. Μακρίδου «ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (1892-93) εν Αθήναις]. Ο Χαρίλαος Γερογιάννης γεννήθηκε το 1889 και πέθανε όμηρος των Ιταλών το 1943.
[57] Από τους Αφούς Μουζέλη, στην Εταιρία εμφανιζόταν μόνο ο Γεώργιος και σχεδόν καθόλου ο Παναγιώτης. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι ο Γεώργιος Μουζέλης ήταν ο μόνος μέτοχος από την οικογένεια Μουζέλη .
[58] Κατά την άποψη των αδελφών Γεωργουλόπουλων : Ο Χαρίλαος Γερογιάννης εγγυήθηκε για το Γεώργιο Χουλιάρα (τον καπετάν - Περικλή στην Εθνική Αντίσταση), όταν τον αναζήτησαν οι  Ιταλοί. Μετά, οι  ιταλοί έπιασαν το Γερογιάννη  και τον έστειλαν όμηρο στην Ιταλία, στην Κοσέντζα, όπου και πέθανε, την 1-11-1943.
[59] Είχε παντρευτεί τον Τέγο Σπηλιώτη, γόνο  πλούσιας οικογένειας της Λαμίας. Μετά χώρισε.
[60] Όπου υπάρχουν αποσιωπητικά, σημαίνει πώς μας διαφεύγει το όνομα.
[61] Καταγράφεται  το προσωπικό που επιτρέπει η μνήμη των αδελφών Γεωργίου και Κωνσταντίνου Γεωργουλόπουλου  (βοήθησε και η μνήμη της γυναίκας του). Πιθανά να  μην είναι όλοι. Μετά από 50 – 60  χρόνια  είναι  πολύ δύσκολο, να θυμηθείς όλους.
[62] Εκ περιτροπής οι μηχανικοί (όπως π.χ. ο Ηλίας Κουτσοχιώνης) οδηγούσαν ένα Fiat φορτηγό που ανήκε στην εταιρεία Μουζέλη, για τις μεταφορές υλικών, κ.ά.
[63] Στην Εθνική Αντίσταση, ήταν ο «καπετάν Περικλής».
[64] Τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
[65] Το ίδιο ευνοϊκό καθεστώς ίσχυσε και αργότερα στη ΔΕΗ.
[66] Την περίοδο 1950 – 57 μπήκε στην Εταιρία νεότερο προσωπικό, που απολύθηκε με το κλείσιμο του εργοστασίου και δεν προσλήφθηκε στη ΔΕΗ. Αυτοί, αναγκάστηκαν να δώσουν εξετάσεις για να μπουν στη ΔΕΗ.
[67] Τέτοιες κόρνες, μικρότερες ίσως, είχαν και τα εργοστάσια Μαχαιρά, Κυλινδρόμυλοι Στεργιοπούλου, που χτυπούσαν κι αυτές στις 12 το μεσημέρι.
[68] Τη δουλειά του καταμετρητή ή του εισπράκτορα, την έκαναν εκ περιτροπής και μερικοί ηλεκτρολόγοι,  για να τους βοηθήσουν.
[69] ό. π.
[70] Με τους αγώνες για μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από την Ηλεκτρική Εταιρία Λαμίας, έχει σημαντική συμβολή ο δικηγόρος Δημ Πρεβεδούρος που ήταν και συντάκτης της εφ. «Σημαία» του Κων. Μαυροειδή.
[71] Ήταν στη γωνία των οδών Αμφίσσης (σήμερα Λεωνίδου) και Παλαιολόγου. Πριν το 1940, το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στα «Μύλια» Κρόκου – Μουζέλη.
[72] εφ.  «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», 6-1-1937, Λαμία.
[73] ΤΤΤ  ή  3Τ = Ταχυδρομεία–τηλεγραφεία –τηλεφωνεία. Ήταν στην οδό Σκληβανιώτου, δίπλα στο Δημαρχείο Λαμίας.
[74]Τα πυρομαχικά ήταν αποθηκευμένα στη δυτική πλευρά του στρατοπέδου που αργότερα ονομάστηκε «Τσαλτάκη».
[75] Για την ιστορία πρέπει να γραφεί, ότι τη νύχτα της 17 προς 18 Οκτωβρίου 1944, το Εργοστάσιο δούλευε και στη βάρδια ήταν  οι: Δημήτριος Κατσούδας, Ηλίας Κουτσοχιώνης, Νικόλαος Καστανάς, Κωνσταντίνος Γεωργουλόπουλος, Νικόλαος  Κατσαούνος και Αντώνιος Οικονομίδης.
[76] Η σύμβαση του ελληνικού δημοσίου με τη γαλλική εταιρεία ΠΕΣΙΝΕ, για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αλουμινίου, που απαιτούσε ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας αυτής είναι ένα παράδειγμα της ανάγκης δημιουργίας της ΔΕΗ.
[77] Μετά την πρώτη ηλεκτροδότηση πόλεων, που έγινε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη (το 1882) απέκτησε και η Λαμία, μέσα σε 30 χρόνια (από το 1912), τη δυνατότητα να παράγει και να χρησιμοποιεί την ηλεκτρική ενέργεια.

2 σχόλια:

  1. Από τα πιο αξιόλογα άρθρα που μπόρεσαμε να βρούμε για την Ηλεκτρική Εταιρεία Λαμίας. Το Πανελλήνιο Ηλεκτρικό Ρεύμα χαιρετίζει την ιδιαίτερη προσπάθεια σας να παρουσάσετε ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα μέσα από το ιστολόγιο του ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ. Για εμας η αναφορά σας είναι πραγματικά μία σπουδαία προσφορά στη βάση πληροφοριών που συλλέγουμε για την ιστορία του Ελληνικού Ρεύματος! Συγχαρητήρια..

    ΑπάντησηΔιαγραφή