Σελίδες

26/6/14

Εργοστάσιο Ασετυλίνης Γοργοποτάμου



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Το Εργοστάσιο Ασετιλίνης είχε από  παλιά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον εφόσον διαφέρει απ’ όλα τα άλλα. Είναι ουσιαστικά ένα χημικό εργοστάσιο της προπολεμικής περιόδου. Χρησιμοποιεί  φτηνές πρώτες ύλες, δηλ. κάρβουνο και ασβέστη και παράγει την ασετιλίνη. Στα προπολεμικά χρόνια, η ασετιλίνη ήταν πάλι άριστη και φτηνή πρώτη ύλη  :
(α) σαν φωτιστικό μέσο[1] (λάμπες ασετιλίνης), σε πολύ μεγάλη κλίμακα, στα χωριά μας, εφόσον ο ηλεκτροφωτισμός ήταν μόνο στις πόλεις. Επίσης σε φορητές λάμπες, σε σημαδούρες, σε φάρους, σηματοδότες, κ.ά.
(β)  για τη βιομηχανία και βιοτεχνία (εργαστήρια), στην κοπή και συγκόλληση μετάλλων (με οξυγονοκόλληση), σε θερμοκρασία φλόγας 3.300 0C.
(γ) για την προπολεμική χημική βιομηχανία, που δεν ήταν πολύ αναπτυγμένη τότε, αλλά από την ασετιλίνη παραγόταν χλωροφόρμιο, βενζόλιο, ακετόνη, αμμωνία, λίπασμα, τα πρώτα πλαστικά, τα πρώτα συνθετικά νήματα, κ.ά. Αργότερα υποκαταστάθηκε από τα παράγωγα του πετρελαίου.
Κτίριο ηλεκτροπαραγωγής του Εργοστασίου (φωτ. Θ. Μώρη, 2004)
   Στην περίπτωση του Εργοστασίου Γοργοποτάμου όμως έγινε συνδυασμός της φτηνών πρώτων υλών, με τη χρήση υδραυλικής ενέργειας, που είναι δωρεάν, δεν ρυπαίνει και οδηγεί σε ηλεκτροπαραγωγή, για να λειτουργήσει τελικά ηλεκτρικό καμίνι και όχι κοινό καμίνι (που κοστίζει πολύ και ρυπαίνει). Επίσης είναι σημαντική και η θέση του Γοργοποτάμου, που είναι επάνω στον μεταφορικό σιδηροδρομικό άξονα  Αθηνών – Θεσσαλονίκης.
   Στην προσπάθεια αυτή δεν υπήρχαν  στοιχεία. Στηρίχθηκα λοιπόν σε ζωντανές μαρτυρίες, εφόσον υπάρχουν επιζώντες του Εργοστασίου αυτού, που έχουν θαυμάσια μνήμη και τα στοιχεία τους μπορούν να διασταυρωθούν μεταξύ τους. 
   Οφείλω λοιπόν  μεγάλες ευχαριστίες στους Σπύρο Τεμπέλη - δημιουργό του ομώνυμου Συγκροτήματος Ξενοδοχείου – Κέντρου Διασκέδασης, Ευάγγελο Τεμπέλη,  Μαυροειδή Ανδρεάδη και Νικόλαο Μπρέκη - συνταξιούχους. Οι δύο τελευταίοι,  προπολεμικά, ήταν  εργάτες του Εργοστασίου Ασετιλίνης.
    Ο θάνατος στο μεταξύ του Μαυροειδή Ανδρεάδη, σε ηλικία 93 ετών, μέσα στο 2003,  επιβάλει την αφιέρωση  αυτής της εργασίας στη μνήμη του.

Κάτω Καγκελοδιόφρο. Είσοδος του νερού στο κανάλι (φωτ. 2004)



1. ΛΙΓΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ

      Το προϊόν του Εργοστασίου Γοργοποτάμου δεν ήταν ακριβώς η ασετιλίνη, που είναι ένα αέριο (στη χημεία λέγεται υδρογονάνθρακας και είναι θαυμάσιο καύσιμο, φωτιστικό μέσο και πρώτη ύλη για άλλα χημικά προϊόντα) Το προϊόν του εργοστασίου Γοργοποτάμου ήταν το ανθρακασβέστιο, που είναι μια γκριζόμαυρη πέτρα σε μικρά κομμάτια, από την οποία με νερό παράγεται η ασετιλίνη (δηλ. το αέριο). Η λαϊκή και εμπορική ονομασία όμως του ανθρακασβεστίου ήταν ασετιλίνη.
      Το αέριο ασετιλίνη ή ακετυλένιο, ενώ η επίσημη χημική ονομασία του είναι αιθίνιο, με χημικό τύπο C2Η2, ανακαλύφθηκε το 1836 από τον άγγλο χημικό Ντέιβυ (Davy) και μελετήθηκε από το γάλλο χημικό Μπερτελό (Berthelot), το 1862.
      Η μέθοδος παρασκευής του ανθρακασβεστίου από άνθρακα (κωκ) και ασβέστη (CaO) σε ηλεκτρικό καμίνι, στους 2000 βαθμούς Κελσίου ανακαλύφθηκε από τους Ουίλσον (Wilson) και Μούρχεντ (Moorehead), το 1829 και  το προϊόν απέκτησε εμπορικό ενδιαφέρον. Ο τρόπος αυτός χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά μέχρι το 1940.
   Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκαν άλλες δύο βιομηχανικές μέθοδοι για παραγωγή ασετιλίνης (α) με πυρόλυση υδρογονανθράκων (πετρελαίου) σε υψηλή θερμοκρασία ηλεκτρικού τόξου  και (β) από οξείδωση μεθανίου με οξυγόνο ή αέρα.
   Η παρουσία προσμίξεων (δηλ.  ξένων ουσιών) στην ασετιλίνη και η δυσκολία διαχωρισμού τους, κατέληξε σήμερα να χρησιμοποιούνται παγκόσμια δύο μέθοδοι. Όταν είναι φτηνή η ηλεκτρική ενέργεια (όπως στην περίπτωση του Εργοστασίου Γοργοποτάμου)  και ακριβοί οι υδρογονάνθρακες είναι προτιμότερη η μέθοδος του ανθρακασβεστίου. Όπου οι υδρογονάνθρακες είναι άφθονοι (π.χ. Νοτιοδυτική Αμερική) η ασετιλίνη παραγόταν με πυρόλυση του πετρελαίου.

Σημείωση :  Στη συνέχεια όταν λέμε ασετιλίνη, θα εννοούμε την πέτρα, δηλ. το ανθρακασβέστιο, που όταν πέσει νερό επάνω του, τότε παράγει το αέριο ασετιλίνη.

 
Ανοιχτό κανάλι ροής νερού προς τη δεξαμενή (φωτ. 2004)

2. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ

   Το Εργοστάσιο έγινε το 1907[2]. Τούτο επιβεβαιώνεται από την αναφορά του Ιωάν. Γ. Βορτσέλα στο βιβλίο «Φθιώτις», Αθήνα 1907, όπου γράφει «παρά την γέφυραν του Γοργοποτάμου (Δύρα) ιδρύονται τανύν  εργαστήρια χημικών προϊόντων».
   Το σχεδίασε κάποιος  Κωνσταντινίδης (τον λέγανε «Εβραίο», άγνωστο γιατί). Η εταιρία λεγόταν Ελληνο-αγγλο-ιταλική. Ο Διευθυντής της στην Αθήνα λεγόταν Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος και καταγόταν απ’ τους Γαργαλιάνους. Ο Κωνσταντινίδης ήταν ουσιαστικά το μεγάλο αφεντικό. Είχε 3 κόρες: τη Ρενέ, που παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος (Διευθυντής της Εταιρίας), τη Μαρκέλα που παντρεύτηκε ένας ιταλός και μάλλον ήταν κι αυτός μέσα στην Εταιρία, και μια τρίτη κόρη, χωρίς άλλα στοιχεία. Η ελληνο–αγγλο–ιταλική  εταιρία είχε την επωνυμία «ΓΟΡΓΟΣ» Α.Ε.
   Υπεγράφη συμφωνία με την Κοινότητα Αλεποσπίτων[3]. Ντόπιοι επιβεβαιώνουν ότι η συμφωνία αυτή περιλάμβανε: (i) παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης του νερού για 40 χρόνια. (ii) παραχώρηση της χρήσης κοινοτικής έκτασης στο Γοργοπόταμο για τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου. (iii) υποχρέωση της εταιρίας να αποδίδει στην Κοινότητα 3 δρχ. για κάθε παραγόμενο βαρέλι ασετιλίνης. (iv) υποχρέωση της εταιρίας να παίρνει προσωπικό από τα γύρω χωριά (Αλεπόσπιτα, Δυο Βουνά, Γοργοπόταμο, Φραντζή, κ.ά.). (v) δέσμευση της εταιρίας να ηλεκτροδοτήσει δωρεάν τα κοντινά χωριά Αλεπόσπιτα και Γοργοπόταμο.
   Η θέση του Γοργοποτάμου  ήταν ιδανική. Είχε το νερό για να παράγει δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια και δίπλα το τρένο για να μεταφέρει τις πρώτες ύλες και το έτοιμο προϊόν (την ασετιλίνη). Χρησιμοποιούσαν το σταθμό Γοργοποτάμου, περνώντας με κάρα από την παμπάλαια μονότοξη κτιστή γέφυρα του Παλαντά.
   Κοντά στη μεγάλη γέφυρα του τρένου,  έφτιαξαν ένα κτίριο (το έλεγαν Κεντρικό Κτίριο) και μέσα έβαλαν τις φτερωτές (στροβίλους ή τουρμπίνες) και την ηλεκτρογεννήτρια. Ψηλότερα, με μεγάλο κανάλι (αυλάκι), πήραν ένα μέρος του νερού του Γοργοπόταμου και το έφεραν σε μια μεγάλη δεξαμενή. Απ’ αυτή, το νερό έμπαινε σε κατηφορικές μεγάλες μεταλλικές σωλήνες και έφτανε στο Κεντρικό Κτίριο. Έτσι δούλευε η γεννήτρια και παραγόταν η ηλεκτρική ενέργεια. Με κολόνες, σε χάλκινα καλώδια το ηλεκτρικό ρεύμα έφτανε στο Εργοστάσιο Ασετιλίνης που ήταν 100 – 200 μ. μετά το σημερινό Κέντρο Τεμπέλης, στα αριστερά του δρόμου και πιο μέσα.
   Το εργοστάσιο Ασετιλίνης  είχε ηλεκτρικό καμίνι. Με μεγάλο μετασχηματιστή (μάλλον) το ρεύμα γινόταν μεγάλης έντασης 17.500 Αμπέρ, ώστε να λιώνει τα αντιδρώντα στερεά υλικά σε  θερμοκρασία 2.500-3.000 βαθμούς Κελσίου και τελικά  να «ψήνει» την πέτρα, δηλ. να παράγει την ασετιλίνη[4].
   Στην αρχή έφτιαξαν και ένα αλευρόμυλο[5], που λειτουργούσε με ηλεκτρικό ρεύμα του Εργοστασίου. Μετά κατάργησαν το μύλο και στη θέση του έγιναν οι αποθήκες της έτοιμης ασετιλίνης.
   Το Εργοστάσιο απασχολούσε 50 και πλέον άτομα και δούλευε ασταμάτητα (24 ώρες) μέχρι τον πόλεμο του 1940-41[6] . Προσωρινά έκλεισε το 1941, αλλά οι ιταλοί το λειτούργησαν πάλι. Μετά τον πόλεμο (1944) έκλεισε προσωρινά το Εργοστάσιο.
   Λίγο μετά, το δούλεψε πάλι ο Κων/νος Γιαννόπουλος, μαζί με τον αδερφό του Παναγιώτη. Τότε απασχολήθηκαν κάπου 50 άτομα. Το 1951 όμως, μια μεγάλη θεομηνία, είχε σαν αποτέλεσμα να κατεβάσει πολύ νερό το ποτάμι, μαζί με ξύλα, πέτρες, κ.ά. και  χάλασε το μεγάλο αυλάκι. Η ζημιά ήταν μεγάλη και, η επισκευή κρίθηκε ασύμφορη. Τότε το εγκατέλειψαν.
   Ακολούθησε εκποίηση του υλικού (σιδερένια μέρη και χάλκινα, όπως καλώδια, γεννήτριες, κ.ά.) δόθηκαν[7] έναντι πολύ μικρού τιμήματος.
   Τα οικόπεδα (που αποτελούσαν μεγάλο μέρος του σημερινού οικισμού του Γοργοποτάμου) όπου είχε τις εγκαταστάσεις η Εταιρία και είχαν παραχωρηθεί από την Κοινότητα Αλεποσπίτων για χρήση[8], έγιναν οικόπεδα, με δρόμους και πουλήθηκαν  από την κληρονόμο και διαχειρίστρια της ακίνητης περιουσίας, την κυρία Ρενέ Γιαννοπούλου, που είχε  νομικό σύμβουλο το δικηγόρο και μετά βουλευτή Αχιλλέα Παπαλουκά. Τότε πολλοί[9] από τους σημερινούς μόνιμους κατοίκους του Γοργοποτάμου αγόρασαν οικόπεδα και μετά έφτιαξαν τα σπίτια τους. Ένα οικόπεδο δόθηκε σαν δωρεά, στο οποίο έγινε μετά η Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
   Σήμερα έχουν απομείνει : το Κεντρικό Κτίριο του Εργοστασίου, κάποιες μεγάλες σωλήνες του νερού στην πλαγιά και κολώνες δίπλα στο ποτάμι, για να θυμίζουν το Εργοστάσιο.

 
Πόρτα υπερχείλισης νερού και κτιστό κανάλι (φωτ. 2004)

 3. ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ

     Όλο το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο  παραγωγής Ασετιλίνης Γοργοποτάμου  αποτελείτο από:
(α) το Κεντρικό Κτίριο, - όπως το έλεγαν τότε - στη Γέφυρα, όπου κατέληγε το νερό και είχε τις τουρμπίνες και τις ηλεκτρικές γεννήτριες. Το κτίριο υπάρχει και σήμερα (βλ. φωτογραφία). Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν (μάλλον) εναλλασσόμενο, με τάση  110 V (πιθανά), που μεταφερόταν με εναέρια χάλκινα σύρματα σε σιδερένιες κολόνες.
 
Το Κεντρικό Κτίριο (ηλεκτροπαραγωγής) ερειπωμένο (φωτ. 2004)

(β) Το Εργοστάσιο Παραγωγής Ασετιλίνης, ήταν ένα ενιαίο μεγάλο κτίριο χωρίς χωρίσματα, ψηλοτάβανο με στέγη. Δίπλα στην είσοδο ήταν το τηλέφωνο, για επικοινωνία με το Κεντρικό Κτίριο της Γέφυρας. Δεξιά της εισόδου ήταν το Γραφείο του Διευθυντού (ένα δωμάτιο).
   Απέναντι απ’ την είσοδο, σε απόσταση 4 μ., ήταν κάπως υπερυψωμένος ο φούρνος (το καμίνι) – για  να χύνεται η υγρή ασετιλίνη μέσα στην κολάτα, δηλ. στο καροτσάκι. Αριστερά και δεξιά του φούρνου είχε 2 πατάρια, κάπου 2 μ. ψηλά, όπου ήταν οι πεκαδόροι[10] και τροφοδοτούσαν το φούρνο.
   Το κάρβουνο και ο ασβέστης ήταν προς το πίσω μέρος του κτιρίου. Περνούσαν πρώτα από χωριστούς σπαστήρες. «Χαρμανιάζονταν» (δηλ. ανακατώνονταν) από τους εργάτες και τους μαστόρους και  η μεταφορική ταινία ανέβαζε το κάρβουνο και τον ασβέστη (μίγμα) στο πατάρι.
   Πίσω απ’ το Εργοστάσιο, σε ιδιαίτερο χώρο με κατάλληλα εργαλεία και λαμαρίνες, ήταν το Φανοποιείο. Εκεί ο Γεώργιος Γίτσας, με 2 – 3  εργάτες για βοηθούς, έφτιαχνε τα μεταλλικά δοχεία. Χρειάζονταν 80 δοχεία τη μέρα.    
   Το Εργοστάσιο είχε γύρω του μάντρα (με σίτα). Είχε  και φύλακα. Δίπλα ήταν  το Ιατρείο.
(γ) Οι Αποθήκες της έτοιμης ασετιλίνης (εκεί όπου σήμερα είναι το πάρκιν του Κέντρου Τεμπέλη). Ήταν τρεις μεγάλες αποθήκες, με διαστάσεις 40 ´ 30. Εκεί μεταφερόταν η έτοιμη ασετιλίνη σε κομμάτια. Περνούσε από σπαστήρα και μετά από διαλογέα. Ακολουθούσε η συσκευασία. Τελικά τα δοχεία φορτώνονταν σε τετράτροχα κάρα ή ζώα και μεταφέρονταν στο Σταθμό του τρένου (Γοργοποτάμου). 
(δ) Τα Γραφεία της Διοίκησης (υπάρχει το κτίριο και σήμερα) δίπλα στην σημερινή Ταβέρνα του Γεωργίου Μπαγινέτα.
(ε) Εργατικές μικρές κατοικίες (δίπλα στη σημερινή Εκκλησία). Ήταν 15 μικρά καμαράκια, όπου έμεναν οι εργάτες με τις οικογένειές τους.
(στ) Το μεγάλο κανάλι νερού, η δεξαμενή και οι σωλήνες παροχής που έφερναν το νερό στο Κεντρικό Κτίριο της Γέφυρας.
(ζ) Μεταλλικές κολώνες μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας στο Εργοστάσιο, αλλά και για ηλεκτροφωτισμό των χωριών Γοργοπόταμος, και Αλ(ε)πόσπιτα δωρεάν (ήταν μέσα στη συμφωνία).

Κτιστές πόρτες εισόδου του νερού με μηχανισμούς (φωτ. 2004)


4. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

   Το νερό απ’ το ποτάμι (Γοργοπόταμος) στο Κάτω Καγκελοδιόφρο (ή στην περιοχή Νεροτροβιές), το ’φερναν με μεγάλο κανάλι (ανοιχτό αυλάκι) σε απόσταση λιγότερο από ένα χιλιόμετρο. Το κανάλι  έφτανε σε μια μεγάλη δεξαμενή (σαν πισίνα). Δίπλα έμενε ο φύλακας που το ήλεγχε και είχε ένα κλειδί (μια μεγάλη βάνα).
Βάσεις στήριξης σωλήνων νερού (φωτ. 2004)
   Μετά έμπαινε σε μεγάλες σωλήνες, με πολύ μεγάλη κλίση (κατηφορικές). Το νερό κατέληγε σε ένα μεγάλο κτίριο – το ’λεγαν Κεντρικό Κτίριο. Το υψόμετρο από τη δεξαμενή μέχρι το Κεντρικό Κτίριο ήταν 100 – 150 μ. περίπου (κατά εκτίμηση). Εκεί  ήταν οι φτερωτές (τουρμπίνες) και οι γεννήτριες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Από κει με χοντρά χάλκινα καλώδια, σε σιδερένιες κολώνες με πριτσίνια, δίπλα στο ποτάμι, το ρεύμα έφτανε στο εργοστάσιο.
   Η τάση από τη γεννήτρια ήταν (μάλλον) 110 V, εφόσον τροφοδοτούσε και το δίκτυο φωτισμού στα  σπίτια (οι λάμπες ήταν PHILIPS). Ο οικισμός του Γοργοποτάμου τότε (προπολεμικά) ήταν 5 μόνο σπίτια[11]. Ηλεκτρολόγος ήταν επίσης και ο Δημήτριος Γίτσας[12]. 
       Φύλακας, προπολεμικά, στο Κεντρικό Κτίριο της Γέφυρας ήταν ο Κωνσταντίνος Παπακώστας. Ηλεκτρολόγοι  για  όλο το Εργοστάσιο ήταν δυο, ο Νικόλαος Δομπρογιάννης (στο Κεντρικό Κτίριο της Γέφυρας)  και  ο Ερρίκος Τακώνης στο καμίνι. Οι ηλεκτρολόγοι είχαν 12ωρη βάρδια και εναλλάσσονταν στο Κεντρικό Κτίριο και στο Εργοστάσιο. Είχαν και βοηθούς.


5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΣΕΤΥΛΙΝΗΣ [13]

   Η ασετιλίνη γινόταν από κάρβουνο και ασβέστη. Το κάρβουνο (κώκ ή ανθρακίτης) ερχόταν με το τρένο χύμα σε ένα βαγόνι, στο Σταθμό του Γοργοποτάμου (στο σταθμό είχε  2η γραμμή, ειδικά για το Εργοστάσιο). Εργάτες το άδειαζαν κάτω στο χώμα (έπαιρναν εργολαβία 10 δρχ., για να αδειάσουν 1 βαγόνι),  επειδή το βαγόνι έπρεπε να φύγει.
   Το Εργοστάσιο είχε ένα δίτροχο κάρο. Μ’ αυτό, οι εργάτες, μεταφέρανε το κάρβουνο στο εργοστάσιο και το αδειάζανε μέσα στο Κτίριο (από το πίσω μέρος). Ήταν σε μεγάλα κομμάτια  και το έσπαζαν σε μια μηχανή (σπαστήρα) σε μικρότερα.
   Τον ασβέστη προπολεμικά τον έπαιρναν έτοιμο από ένα ασβεστοκάμινο που είχε πιο κάτω ο Κων/νος Μακρής μαζί με τον Χρήστο Σκάρλα (ήταν κουμπάροι). Η πέτρα προερχόταν από την περιοχή[14], γιατί είναι πιο κατάλληλη (είναι σιδερόπετρα). Τον έτοιμο ασβέστη (σε άσπρες πέτρες) τον κουβαλούσαν με το μοναδικό δίτροχο κάρο στο εργοστάσιο.
   Μετά τον πόλεμο (1944), το ίδιο το εργοστάσιο έφτιαξε ασβεστοκάμινο και έφερναν πέτρα με κάρα, για να γίνει ο ασβέστης. Οι ασβεστόπετρες περνούσαν από τη μηχανή (το σπαστήρα) ώστε να μην είναι μεγαλύτερες από 10  εκατοστά περίπου.
   Χρησιμοποιούσαν βαγονέτα, όπου έριχναν μέσα ασβέστη και κάρβουνο μαζί. Κοντά ήταν 2  γέροντες[15] μαστόροι, που κανόνιζαν το μίγμα κάρβουνου-ασβέστη (το λέγαμε «χαμούρι») και γι’ αυτό λέγονταν «χαμουρτζήδες». 
   Τα άδειαζαν  κάτω στο δάπεδο, κοντά στο φούρνο, από 5 βαγονέτα σε κάθε  εργάτη (δηλ. σε 5 μικρούς σωρούς). Δύο εργάτες τροφοδοτούσαν το φούρνο και λέγονταν «πεκαδόροι». Είχαν για εργαλεία μια  πέκα  και ένα φτυάρι.
πέκα (σχέδιο)
   Η πέκα ήταν  μια σιδερένια βέργα 2 μέτρα μακριά, που στην άλλη άκρη της είχε ένα στενόμακρο σίδερο, για να οδηγεί ο εργάτης το μίγμα μέσα στο φούρνο.  Με την πέκα (βλ. σχέδιο) ανακατώνανε το υλικό μέσα στο φούρνο. Μερικές φορές, η μεγάλη θερμοκρασία την έλιωνε. Όταν έσπαζαν μετά την πέτρα, την έβρισκαν μέσα (λιωμένη).Οι πεκαδόροι τροφοδοτούσαν το φούρνο με χαμούρι, μέχρι να γεμίσει ο φούρνος. Το έριχναν με την πέκα και το φτυάρι από ένα άνοιγμα, στο πάνω μέρος του φούρνου.
   Ο φούρνος ήταν εσωτερικά ντυμένος με πυρότουβλα. Είχε διαστάσεις 2X2X2 μέτρα περίπου. Από το πάνω μέρος κρέμονταν 2 χοντρά σύρματα, που κατέληγαν σε ηλεκτρόδια και χώνονταν μέσα στο μίγμα. Ο φούρνος ήταν ένας μόνο και λειτουργούσε συνεχώς (μέρα – νύχτα) ακόμα και τη μέρα του Πάσχα. Βλάβες δεν παρουσίαζε, εκτός από την περίπτωση που – κάποτε – κοβόταν το ένα ηλεκτρόδιο. Η ένταση του ρεύματος στο φούρνο ήταν 17.500 Αμπέρ.
   Για να αρχίσει και να σταματήσει τη λειτουργία του ο φούρνος ειδοποιούσαν τηλεφωνικά το Κεντρικό Κτίριο, ότι «βάζουμε μπρος» ή «σταματάμε». Εκείνοι χειρίζονταν τους διακόπτες του ρεύματος. Πρέπει  (μάλλον) να είχε μετασχηματιστή για να δίνει τη μεγάλη ένταση ρεύματος στο φούρνο (στο καμίνι).
   Παρατήρηση : Όταν δεν ήταν γεμάτο το καμίνι με μίγμα (χαμούρι), τότε βούιζε δυνατά και οι εργάτες  λέγανε ότι «ζητάει κι άλλο», δηλ. ότι πρέπει  το καμίνι να γεμίσει τελείως.
   Έκανε υπερβολική ζέστη[16] και οι πεκαδόροι είχαν μαντήλια στο πρόσωπο, κάτω απ’  τα μάτια, για προστασία.
   Για να «ψηθεί» η ασετιλίνη στο φούρνο ήθελε χρόνο, το μεν χειμώνα 1 ώρα και 15 λεπτά,  το δε καλοκαίρι ήθελε 1 ώρα και 30 λεπτά. Τότε η ασετιλίνη ήταν έτοιμη. Έπαιρναν τηλέφωνο και σταματούσε το ρεύμα. Με ένα μακρύ σίδερο 3 μ. άνοιγε ο φούρνος (που είχε μια τρύπα στο κάτω πλαϊνό μέρος και  ήταν κλεισμένη προσωρινά με πηλό) και έβγαινε η υγρή ασετιλίνη. Για να γεμίσει το καροτσάκι  (το λέγανε «κολάτα»)  έκανε 20 λεπτά.
   Τότε τους έπαιρνε η λάμψη στο πρόσωπο και δεν άντεχε κανείς. Έβαζαν το μαντήλι στο πρόσωπο (το κρατούσαν με το στόμα) για να μειώσει τη λάμψη. Η καυτή υγρή ασετιλίνη έπεφτε μέσα στο σιδερένιο βαγονέτο (κολάτα), που ήταν ακριβώς από κάτω. Όταν έβγαινε από το φούρνο η ασετιλίνη ήταν υγρή, σαν γάλα (ανοιχτόχρωμη), που κρυώνοντας έπηζε και γινόταν γκρίζα πέτρα μετά από 1-2 ώρες.
   Όταν άδειαζε ο φούρνος, με την υγρή ασετιλίνη γέμιζε 1 κολάτα, δηλ. 1 βαγονέτο κάθε φορά. Οι διαστάσεις του βαγονέτου – όπως και της πέτρας της ασετιλίνης – ήταν  0,20 μ. X 1,50μ. X 0,20 μ.     
   Τη μεγάλη πέτρα της ασετιλίνης, την έριχναν μετά, πάνω σε σιδερένια χοντρή λαμαρίνα. Την άλλη μέρα – που είχε κρυώσει - ερχόταν ο Διευθυντής και έπαιρνε  πρώτο  και  μετά δεύτερο  δείγμα (αφού έσπαζαν κάποια κομμάτια), για να ελέγξει  αν το μίγμα ήταν σωστό, και να κρίνει την ποιότητα της ασετιλίνης, δηλ. Α’  ή Β’.
   Αν δεν ήταν εντάξει, τότε τη χαρακτήριζαν Γ’ ποιότητα (που είχε και λιγότερη τιμή στην αγορά). Ταυτόχρονα όμως έκανε παρατήρηση στους πεκαδόρους να διορθώσουν το μίγμα.
Σημείωση : Στο γέμισμα των δοχείων, καταλαβαίνανε την ποιότητα. Αν τα δοχεία των 50 οκάδων γέμιζαν ακριβώς, τότε ήταν Α’ ποιότητα. Αν δεν γέμιζαν ήταν Β’ ποιότητα και αν ήταν πιο λίγο γεμάτα ήταν Γ’ ποιότητα.
   Με τη βαριά (δηλ. ένα πολύ βαρύ σφυρί) το μεγάλο κομμάτι το έσπαζαν σε χοντρά κομμάτια, που τα έριχναν μέσα στο σπαστήρα με τα φτυάρια, για να γίνουν μικρότερα. Οι σπαστήρες της έτοιμης ασετιλίνης και τα κόσκινα (διαλογή), ήταν στο κτίριο του εργοστασίου. Ο διαλογέας,  χώριζε τα κομμάτια  σε 2 κυρίως μεγέθη :
-  τα μεγαλύτερα δηλ.  50 δράμια[17] το κομμάτι, (Α’ ποιότητα)
-  πιο μικρά, δηλ.  20 δράμια το κομμάτι (Β’ ποιότητα)
-  τα μικρά κομματάκια (ρινίσματα)[18]
   Στη συσκευασία, που γινόταν στο ίδιο κτίριο, οι εργάτες έβαζαν σε μεταλλικά δοχεία τα κομμάτια (Α’, Β’ και Γ’ ποιότητες) των 50 οκάδων και κολλούσαν το μεταλλικό καπάκι  με καλάι.
   Τα έτοιμα κλειστά δοχεία «ντανιάζονταν» στην αποθήκη (δηλ. έμπαιναν το ένα επάνω στα άλλα), σε τρεις ποιότητες Α’, Β’ και Γ’.      
   Οι εργάτες που δούλευαν στους σπαστήρες και στη συσκευασία, λίγα χρόνια πριν το 1940, ήταν: Ηλίας Εγγλέζος, Νικόλαος Μπρέκης, Θεόδωρος Παναγιώτου , Ευάγγελος Καρακατσάνης και Βασίλειος Κεραμάρης.


6. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ  (προπολεμική περίοδος) [19]

   Διευθυντής του Εργοστασίου Γοργοποτάμου από τη δεκαετία του ’30   :  Καλαμάρας. Πριν απ’ αυτόν ήταν ο Ερρίκος Σεπ[20]. Μετά τη δολοφονία του Καλαμάρα από έναν εργάτη[21], ανέλαβε ο Βογιατζόγλου.
Υποδιευθυντής :  Ελευθέριος Τσάσης[22] (που καταγόταν απ’ τη Μύκονο). Ήταν μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος.
Αρχιμηχανικός : Γεώργιος Βογιατζόγλου[23].
Μαστόροι     :    Αναστάσιος Σταυρακίδης (ή Κουτσομύτης).
Σπύρος Ξηνταράς, απ’ το Φραντζή.
Παναγιώτης Βερέμης (ή Ζαΐμης), απ’ το Γοργοπόταμο.
Παναγιώτης Μαρίνος, απ’ τα Αλεπόσπιτα.
Πεκαδόροι    :    Μαυροειδής Ανδρεάδης,  απ’ τα  Δυο Βουνά.
Ιωάννης Τακώνης (ιταλικής καταγωγής).
Αναστάσιος Σκαφίδας, απ’ τα Δυο Βουνά.
Κωνσταντίνος Τσέλιος, απ’ το Φραντζή.
Κωνσταντίνος Ζαγγογιάννης, απ’ τις Βαρδάτες.
Φανοποιός     :    Γεώργιος Γίτσας.
Εργάτες στους σπαστήρες κάρβουνου και ασβέστη :
Δημήτριος Γκούβας,  απ’ τα Αλεπόσπιτα.
Παναγιώτης Εγγλέζος, απ’ τα Δυο Βουνά.
Δημήτριος Τσαμπάος.
Εργάτες στους σπαστήρες ασετιλίνης και στη συσκευασία:
Ηλίας Εγγλέζος, απ’ τα Δυο Βουνά.
Νικόλαος Μπρέκης[24] (1917-2007), απ’ τα Δυο Βουνά.
Θεόδωρος Παναγιώτου, απ’ το Φραντζή.
Ευάγγελος Καρακατσάνης, απ’ το Φραντζή.
Βασίλειος Κεραμάρης, απ’ το Φραντζή.
Φύλακας του Εργοστασίου: Αργύριος Μίχας.
Φύλακας στο Κεντρικό Κτίριο: Κωνσταντίνος Παπακώστας.
Ηλεκτρολόγοι  :  Νικόλαος Δομπρογιάννης (1901-1964)[25].
 Ερρίκος Τακώνης.
 Δημήτριος Γίτσας.



7. ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

   Η ημερήσια (24ωρη) παραγωγή του Εργοστασίου ήταν το χειμώνα :  75 – 80  δοχεία και το καλοκαίρι (που «πέφταν τα νερά», δηλ. λιγόστευαν και τότε μειωνόταν η παραγόμενη ηλεκτρική ισχύς) 65 – 70  δοχεία.
   Κάθε δοχείο ήταν 50 οκάδες και υπήρχαν  τρεις ποιότητες Α΄, Β΄ και Γ΄.  Η διαφορά τους (ποιότητες Α’ και Β’) ήταν στο μέγεθος των κομματιών ασετιλίνης (50 δράμια - 20  δράμια). Τελευταία  ποιότητα Γ’ ήταν σε περίπτωση που το μίγμα δεν ήταν σωστό.
   Σε χονδρική τιμή, με 10 δρχ. περίπου την οκά, κάθε δοχείο κόστιζε 500 δρχ.
   Τα έτοιμα δοχεία μεταφέρονταν με τα ζώα στο σταθμό Γοργοποτάμου για να φορτωθούν στο βαγόνι. Τη μεταφορά την έπαιρναν 10 Κρικελλιώτες με μουλάρια και φόρτωναν 2 δοχεία σε κάθε ζώο. Έκαναν τη διαδρομή πολλές φορές. Είχε και το Εργοστάσιο ένα κάρο, όπου φόρτωναν 10 – 12  δοχεία, αλλά ήταν δύσκολη η μεταφορά.      
   Κάθε βαγόνι έπαιρνε 300 δοχεία. Όλη η παραγωγή πήγαινε στην Αθήνα. Εκεί ήταν προφανώς το Κέντρο Διανομής, απ’ όπου τροφοδοτούσε όλη την Ελλάδα. Έλεγαν ότι ήταν το μοναδικό Εργοστάσιο στα Βαλκάνια. Αν λάβουμε υπόψη ότι δούλευε ασταμάτητα, δηλ. όλο το 24ωρο και όλο το χρόνο, η ετήσια παραγωγή του θα ήταν  70Χ50Χ365 = 1.277.500  οκάδες. Σε οικονομική αξία υπολογίζουμε ετήσιο τζίρο 12.775.000 δρχ.[26] προπολεμικές.
   Οι μαστόροι έπαιρναν προπολεμικά 70 δρχ. το 8ωρο. Οι πεκαδόροι έπαιρναν 65 δρχ. την ημέρα (το 8ωρο).  Οι εργάτες έπαιρναν 55 δρχ. τη μέρα.
     
Πεσμένη στην πλαγιά δεξαμενή νερού με μηχανισμό πόρτας (φωτ. 2004)

8. ΕΡΓΑΤΙΚΑ – ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

   Οι εργάτες σε κάθε βάρδια ήταν 40. Σε 24ωρη βάση απασχολούσε 120 άτομα. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ ανθυγιεινές μέσα στο Εργοστάσιο. Προέρχονταν :
(α) από τη λάμψη του φούρνου (ειδικά όταν άνοιγε ο φούρνος για να χυθεί η υγρή ασετιλίνη). Τότε έβαζαν το μαντίλι ή μια πετσέτα στο πρόσωπο, αλλά δεν έκανε και πολλά πράγματα.
(β) από τη σκόνη του κάρβουνου και του ασβέστη (διότι δούλευαν με φτυάρια).
(γ) από τη μυρωδιά, που όμως δεν ήταν πολύ ενοχλητική.
   Ατυχήματα υπήρχαν τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Στις εφημερίδες της εποχής αναφέρεται ότι «στις 14-5-1913 έγινε το τρίτο κατά σειρά δυστύχημα»[27] . Αργότερα, δεν συνέβαιναν ανάλογα περιστατικά. Μόνο το βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου 1940, έγινε έκρηξη στο φούρνο (έσκασε ο φούρνος)[28], αλλά χωρίς ατυχήματα σε ανθρώπους. Τότε, χρειάστηκαν κάποιες μέρες για να φτιαχτεί ξανά ο φούρνος.
   Μέχρι το 1936 δούλευαν από ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Το 1936 με το Μεταξά[29], έγινε το 8ωρο. Επίσης έγινε το Ιατρείο. Ιατρός[30] ήταν ο Γεώργιος Δρίβας παθολόγος. Οι εργάτες όμως δεν ήταν ασφαλισμένοι.    
   Στις 15 εργατικές κατοικίες (καμαράκια) οι εργάτες έμεναν δωρεάν. Κάθε μία είχε μέσα και τζάκι. Σε κακοκαιρία, το βράδυ, αν δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο σπίτι τους, έμεναν εκεί. Έτρωγαν κάτι στο μαγαζί του Ν. Παλαντά[31]. Ο Διευθυντής και ο υποδιευθυντής έμεναν σε άλλο σπίτι (που υπάρχει και σήμερα) του Μπαγινέτα.



9. ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ - ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

   Κατά τη γνώμη μας, δεν έχει εκτιμηθεί η προσφορά του Εργοστασίου – όπως και  όλης της τοπικής Βιομηχανίας & Βιοτεχνίας του Μεσοπολέμου – που παραμένει σχεδόν άγνωστη ή αμυδρώς γνωστή. Σίγουρα όμως είναι πολύ σημαντική.
   Η «ΓΟΡΓΟΣ» Α.Ε. ήταν μια ιδιωτική εταιρία, για την οποία προείχε το κέρδος, με τις ελάχιστες δυνατές παραχωρήσεις σε άλλους. Πάντως αυτή  η  βιομηχανική Μονάδα:
1.       Αξιοποίησε μια φυσική πηγή ενέργειας (το νερό) χωρίς να κάνει μεγάλες επεμβάσεις στη μορφολογία και οικολογία του τόπου και φυσικά χωρίς ρύπανση.
2.       Έδωσε εργασία σε πολύν κόσμο και τους κράτησε στον τόπο τους. Κατά μέσο όρο εργάζονταν  100 άτομα από τα γύρω χωριά, για τα 44 περίπου χρόνια ζωής του εργοστασίου. Οι  αμοιβές που έδινε χαρακτηρίζονταν απ’ τους εργαζόμενους  σαν  αρκετά καλές.
3.       Ηλεκτροδότησε και μάλιστα δωρεάν τα δυο χωριά Γοργοπόταμο και Αλεπόσπιτα. Η ηλεκτροδότηση ήταν  για τα σπίτια, αλλά είχε και έξω φωτισμό.
4.       Έδινε δωρεάν τα μικρότερα κομμάτια (ρινίσματα) ασετιλίνης στους κατοίκους της περιοχής για τις λάμπες ασετιλίνης που είχαν. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα για τους εργάτες.
5.       Έφτιαξε 15 μικρά σπιτάκια (καμαράκια), - δίπλα στη σημερινή εκκλησία - για να μένουν δωρεάν οι εργάτες με τις οικογένειές τους.
6.       Δεν απέδωσε στην Κοινότητα Αλεποσπίτων το δικαίωμα των 3 δρχ. για κάθε παραγόμενο βαρέλι ασετιλίνης, όπως προβλεπόταν στην αρχική συμφωνία. Το ετήσιο έσοδο για την Κοινότητα θα ήταν 82.125 δρχ. προπολεμικές[32]. Στα 44 χρόνια λειτουργίας του εργοστασίου, η Κοινότητα Αλεποσπίτων έχασε περισσότερα από 3,5 εκατομμύρια προπολεμικές  δρχ.[33].
7.       Η Εταιρεία δεν έκανε κοινωφελή έργα, που τότε ίσως ήταν απαραίτητα για την ίδια και τους κατοίκους, π.χ. να βελτιώσει το οδικό δίκτυο, απ’ το οποίο περνούσαν με φορτία το κάρο και τα ζώα, αλλά και οι εργαζόμενοι σ’ αυτήν. Από τις βροχές λάσπωνε ο δρόμος και βούλιαζε. Χρειάστηκε στην Κατοχή, οι γερμανοί, με αγγαρεία των κατοίκων, να φέρουν χοντρές πέτρες για να φτιάξουν τον κεντρικό δρόμο μπροστά στο εργοστάσιο.
8.       Μετά το κλείσιμο του εργοστασίου, όχι μόνο δεν απέδωσε στην Κοινότητα Αλεποσπίτων τη γη που χρησιμοποίησε (χωρίς να διαθέτει ιδιοκτησία), αλλά διεκδίκησε και κέρδισε (με χρησικτησία) την ιδιοκτησία της έκτασης αυτής, την οποία και πούλησε σαν οικόπεδα. Σ’ αυτό ίσως ολιγώρησαν ή δεν  αντέδρασαν με νομικά μέσα – από άγνοια ή αφέλεια – κάποιοι παλιότεροι κοινοτικοί άρχοντες της περιοχής[34].


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

   Το εργοστάσιο Ασετιλίνης Γοργοποτάμου ανήκει πλέον στη βιομηχανική ιστορία της χώρας μας. Είναι σίγουρα σημαντικό ότι ο εμπνευστής και ιδρυτής του (ο Κωνσταντινίδης) επέλεξε το καταλληλότερο μάλλον σημείο της χώρας, δηλ. το Γοργοπόταμο. Μετά από 40 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας, έκλεισε ο κύκλος του προϊόντος (της ασετιλίνης), που αντικαταστάθηκε από τα παράγωγα του πετρελαίου. Ταυτόχρονα έληξε και η  λειτουργία του εργοστασίου.
   Ήταν λοιπόν μια υποχρέωση να αναφερθούμε σ’ αυτό. Τόσο για τον κόσμο που έζησε και δούλεψε μαζί του, όσο και για τους νεότερους, που θα ’θελαν να μάθουν γι’ αυτό. Σ’ αυτούς τους φιλομαθείς, που αγαπούν και τιμούν τον τόπο τους, χαρίζεται η προσπάθεια αυτή.


***

----------------------------------------------------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφ. ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ, σε 4 συνέχειες από 9 έως 12 Νοεμβρίου 2004, Λαμία.


[1] Σε καταγραφή του 1930, που έγινε στη Λαμία, [Ν. Γ. Ιγγλέση , “ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1930”, Αθήνα], στο αντικείμενο  “Ανθρακωρυχεία”, αναφέρεται : Κατάστημα Δ. Υφαντή (ανθρακάσβεστος Γοργοποτάμου).
[2] Λένε ότι τα μεγάλα πλατάνια στην περιοχή, φυτεύτηκαν το 1901 όταν άρχισε η κατασκευή του Εργοστασίου.
[3] Τότε δεν υπήρχε καν Κοινότητα Γοργοποτάμου (υπήρχαν μόνο 5 σπίτια). Έτσι  η συμφωνία  έγινε με την Κοινότητα Αλεποσπίτων. Δυστυχώς τα Πρακτικά της Κοινότητας Αλεποσπίτων, της περιόδου αυτής,  έχουν καταστραφεί.
[4] Από το κάρβουνο, δηλ, κωκ (άνθρακα) και τον ασβέστη (οξείδιο του ασβεστίου), στο καμίνι παράγεται το ανθρακασβέστιο (CaC2), μια γκρίζα πέτρα. O κόσμος τη λέει ασετιλίνη. Στην πέτρα αυτή, αν πέσει νερό, τότε παράγεται ένα καύσιμο αέριο. Αυτό το αέριο καιγόταν στις λάμπες ασετιλίνης, σε θερμάστρες, στην οξυγονοκόλληση, κλπ. Επίσης από την πέτρα αυτή παράγονται και πολλά άλλα χημικά  προϊόντα.
[5] Είναι το σημερινό πάρκιν του Κέντρου Τεμπέλης, απέναντι απ’ το ομώνυμο Κέντρο.
[6] Ήταν ίσως το μεγαλύτερο εργοστάσιο την Βαλκανίων.
[7] Τα πήραν οι αδελφοί Γκούβα, στη Λαμία.
[8] Βεβαιώνεται από τον κ. Δημήτριο Βασιλονικολό, βιοτέχνη κρεάτων, που κατοικεί και εργάζεται στα Αλεπόσπιτα και διετέλεσε κοινοτικός σύμβουλος και πρόεδρος της Κοινότητας παλιότερα.
[9] Αγοραστές ήταν : Τεμπέλης Γεώργ., Παναγιώτου Νικ., Παναγιώτου Δημ., Καρικόπουλος Αργ., Μπαγινέτας Αθαν., Μπαγινέτας Ηλίας, Μπαγινέτας Γεώργιος, Τεμπέλης Σπύρος, Τσάμης Κων/νος, Πετράκης, Παναγιώτου Γεώργ., Τσαντζαλής Σταύρος, Μίχας Αθανάσιος. Επίσης έμεινε χώρος για την Πλατεία και δωρίθηκε ένα οικόπεδο όπου έγινε η Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
[10] Έτσι λέγονταν οι εργάτες που τροφοδοτούσαν το φούρνο με μίγμα  ασβέστη και κάρβουνου. Είχαν για εργαλεία μια «πέκα» κι ένα φτυάρι. Για την πέκα, βλέπε παρακάτω.
[11] Οι 5 οικογένειες ήταν : του Νικολάου Παλαντά, του Κων/νου Μακρή, του Γεωργίου Γκούβα, του Κων/νου Βερέμη και του Δημητρίου Χουλιάρα. Από το 1945 και μετά (που αγόρασε πρώτος ο Ηλίας Τεμπέλης αυξήθηκε ο Γοργοπόταμος. Αντίθετα τα Αλεπόσπιτα ή Αλπόσπιτα ήταν κανονικό χωριό με Κοινότητα.
[12] Ήταν γιος του Δημητρίου  Γίτσα, που έφτιαχνε τα δοχεία του εργοστασίου.
[13] Σημαντικό μέρος της καταγραφής αυτής προέρχεται από τον Μαυροειδή Ανδρεάδη, που εργάστηκε σαν πεκαδόρος  στο εργοστάσιο από το 1935 μέχρι το 1940,  που πήγε φαντάρος. Έζησε 92 χρόνια.  
[14] έστελναν τους εργάτες και μάζευαν πέτρες απ΄ τα χωράφια. Αυτή η πέτρα ήταν πιο κατάλληλη για το καμίνι.
[15] ήταν έμπειροι εργάτες, μεγαλύτεροι στην ηλικία, από τους απλούς εργάτες, που κανόνιζαν το σωστό μίγμα.
[16] Η θερμοκρασία του  φούρνου, για την ασετιλίνη είναι περίπου 2.500-3000 βαθμοί Κελσίου. Η θερμοκρασία τήξης της πέτρας ασετιλίνης είναι 2.300 βαθμοί Κελσίου περίπου. Η πυκνότητα της πέτρας (ανθρακασβεστίου) είναι 2,22 g/ml. (σημ. Κων. Μπαλωμένου).
[17] μια οκά είχε 400 δράμια. Μια οκά ισοδυναμούσε με 1280 γραμμάρια (ή 1,28 κιλά). Έτσι  50 δράμια ισοδυνα­μούν με 64 g  και 20 δράμια είναι 25,6 g.
[18] Τα  έδιναν δωρεάν στους εργάτες, για τις λάμπες ασετιλίνης τους. Γινόταν και επικίνδυνο παιχνίδι για παιδιά. Άνοιγαν μια μικρή γούρνα σ’ ένα χωράφι, έπαιρναν ένα τενεκεδάκι από κονσέρβα, έβαζαν λίγα κομματάκια ασετιλίνης μέσα, έριχναν λίγο νερό, έβγαινε το αέριο που ήταν εκρηκτικό κι ο πιο τολμηρός μ’ ένα σπίρτο, πλησίαζε και τότε γινόταν έκρηξη που πέταγε το τενεκεδάκι ψηλά.
[19] Αναφερόμαστε κυρίως στη δεκαετία 1930 – 40.
[20] « … την παρελθούσαν Τετάρτην η διοίκησις της Χωροφυλακής ειδοποιήθη ότι άγνωστοι απεπειράθησαν να ληστεύσουν τον διευθυντή του εν Γοργοποτάμω Εργοστασίου Ασετυλίνης κ. Ερρίκου Σεπ. Αρχηγός της συμμορίας ήτο ο αρβανιτόβλαχος Γ. Αγροκώστας εξ Αικατερίνης, όστις συνέπηξε συμμορίαν με τους ποιμένας του Γοργοποτάμου Μπλούτα και Δ. Αγορίδη. Περί την 1ην π.μ. πλησίασαν τον φύλακα του εργοστασίου Δουβρογιάννην. Τους αντελήφθη ο κ. Σεπ και πυροβόλησε στον αέρα. Έντρομοι οι λησταί έφυγον. » [εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 15, 5-2-1928, Λαμία].
[21] Λεγόταν Γεώργιος Ζυγούρος και καταγόταν απ’ την Κέρκυρα. Με μαχαίρι χτύπησε τον Καλαμάρα, που πέθανε και τον Βογιατζόγλου, που προσέτρεξε για βοήθεια και τον τραυμάτισε σοβαρά. Το περιστατικό έγινε στις 4-7-1934, έξω από τα γραφεία της εταιρίας στο Γοργοπόταμο. Σαν αιτίες αναφέρθηκαν η απειλή απόλυσης του Ζυγούρου από τον Καλαμάρα, ή κάποια γυναίκα. [βλ. εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 834, σ. 4, 5-7-1934 και  φ. 835, σ. 4, 7-7-1934, Λαμία]
[22] Μετά το κλείσιμο του Εργοστασίου Ασετιλίνης πήγε στη ΔΕΗ απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
[23] ή Μπογιατζόγλου. Ήταν ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, με έτος κτήσης διπλώματος 1927. [από αρχείο του ΤΕΕ].
[24] Εργάστηκε στο εργοστάσιο από το 1938 – 40.
[25] Εκτός από ηλεκτρολόγος, είχε και σιδηρουργείο στο Εργοστάσιο, ήξερε και από υδραυλικά και βοηθούσε σε πολλά.
[26] Για σύγκριση της αγοραστικής αξίας της προπολεμικής δραχμής (10ετία του ’30) με τις σημερινές τιμές των αγαθών (το έτος 2003-04), θυμίζουμε ότι το λάδι είχε 40 δρχ./ οκά, το ρύζι και τα μακαρόνια 14 δρχ./ οκά, το αλεύρι 8 δρχ./ οκά, το τυρί 32 δρχ. / οκά, το φωτιστικό πετρέλαιο 14 δρχ. / οκά και το χοντρό κρέας είχε 20 δρχ. / οκά. Η αντιστοιχία με το ευρώ είναι 1 ευρώ ισοδυναμεί με 340,25 δρχ.
[27] Βλέπε εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 658, σελ. 2, στη στήλη «Προ 20ετίας», 13-5-1933, Λαμία.
[28] Ο κ. Ευάγγελος Τεμπέλης ανέφερε ότι τότε «το μελετήσαμε το περιστατικό». Είπαμε ότι «κάτι κακό θα συμβεί».  Αυτό ήταν ο πόλεμος με την Ιταλία.
[29] Ο κ. Σπύρος Τεμπέλης ανέφερε  ότι ο Ιωάννης Μεταξάς ήρθε τότε στο Γοργοπόταμο.
[30] Από διαφήμιση στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 1318, σ. 4, της 11-1-1939, Λαμία, όπου αναφέρει : Γεώργιος Δρίβας, παθολόγος ιατρός Αγγλοϊταλικής Εταιρίας «ΓΟΡΓΟΣ». Εν Λαμία. Δέχεται επισκέψεις καθ’ εκάστην εις το Ιατρείον του.
[31] [Διαφήμιση στην εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 536, σ. 4, 19-7-1932, Λαμία].
     Ο Νικ. Παλαντάς είχε πάει στην Αυστραλία κάποια χρόνια, κατά τη δεκαετία του 1920. [Από πλειστηριασμό με αρ. 5919/10-3-1928, του συμβολαιογράφου Λαμίας Νικ. Καρδάκου, όπου γράφει «…τη επισπεύσει του Ν. Παλαντά, κατοίκου Γοργοποτάμου και διατρίβοντα εις Μπαμπίντα της Αυστραλίας …». {Βλ. εφ. ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ, έτος 32, φ. 7449, 25-3-1928, Λαμία}
       Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε «παρά την γέφυραν του Γοργοποτάμου παντοπωλείον» του Γεωργίου Δρόσου [από άρθρο στην εφ. «Σκριπτ» στις 9-3-1908]. Ήταν τότε το μόνο οίκημα στην περιοχή του σημερινού οικισμού του Γοργοποτάμου, που διέθετε ηλεκτρικό από το Εργοστάσιο Ασετιλίνης. Δίπλα υπήρχε Χάνι με  ταβέρνα όπου έτρωγαν οι εργάτες και τεχνίτες της σιδηροδρομικής γραμμής, οι Κρικελιώτες εργάτες του εργοστασίου ασετιλίνης και οι ταξιδιώτες για τα γύρω χωριά.
     Ο Νικόλαος Παλαντάς είχε πάει μετανάστης στην Αμερική, απ’ όπου έστειλε χρήματα και αγοράστηκε στο όνομά του, αρκετή ακίνητη περιουσία στο Γοργοπόταμο Τη δεκαετία του ’20, ο Νικ. Παλαντάς εγκαταστάθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην περιοχή Μπαμπίντα της Αυστραλίας, μέχρι το 1928-29. Το 1929 επέστρεψε στο Γοργοπόταμο και αγόρασε το οικόπεδο με το μοναδικό σπίτι, κάτω από τη γέφυρα. Το σπίτι αυτό ήταν λίγα μέτρα από τη μοναδική μονότοξη πετρόκτιστη γέφυρα στο ποτάμι του Γοργοπόταμου που ένωνε τη Λαμία με τα χωριά Δυο Βουνά, Αλεπόσπιτα, Παύλιανη, Δέλφινο, Κουμαρίτσι, κ.ά. Η οικογένεια του Νίκου και Ελένης Παλαντά περιλάμβανε τέσσερα παιδιά (Καλλιόπη ή Πόπη, Μίμη, Άγγελο και Παναγιώτη).
     Στο Χάνι του Παλαντά, που το αγόρασε από τον Γ. Δρόσο, έρχονταν αρκετοί Λαμιώτες με το τραίνο και για να διασκεδάσουν στην ταβέρνα του. Όσοι διέθεταν καλύτερα οικονομικά έρχονταν με το ταξί του Κλάρα από τη Λαμία.
    Τον Οκτώβριο του 1940, η ταβέρνα έπαψε να λειτουργεί. Το Χάνι όμως συνέχισε τη λειτουργία του μέσα στην Κατοχή. Απ’  αυτό πέρασαν αρκετοί σημαντικοί άνδρες της εποχής, όπως ο Άρης Βελουχιώτης του ΕΑΜ, ο Ζέρβας και ο Τσαμαδιάς του ΕΔΕΣ, κ.ά.
     Το σπίτι κάηκε το 1947, μαζί με άλλα σπίτια του χωριού, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (τότε σκοτώθηκε η Ελένη Παλαντά). Το σπίτι ανακατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια ως κατοικία.

[32] Η ημερήσια παραγωγή, κατά μέσο όρο ήταν 75 δοχεία. Το χρόνο έχουμε  75 ´ 365 = 27.375 δοχεία. Τα δικαιώματα της Κοινότητας ήταν 27.375 ´ 3 = 82.125 δρχ. προπολεμικές το χρόνο.
[33] Αν λάβουμε υπόψη ότι τα βασικά αγαθά αυξήθηκαν 40-50 φορές, η σημερινή αξία είναι 130-160 εκατομμύρια δρχ. περίπου, ίσως και περισσότερα.
[34] Η αναφορά αυτή υποστηρίζεται από τον κ. Δημήτριο Βασιλονικολό, βιοτέχνη κρεάτων στα Αλεπόσπιτα, που διετέλεσε και κοινοτικός σύμβουλος στην πρώην Κοινότητα Αλεποσπίτων.

2 σχόλια:

  1. Τι όμορφη δουλειά!! Πόσο ενδιαφέρον έχει να γνωρίζουμε μέρος της ιστορίας ενός τόπου, μιας επιχείρησης, ενός κτηρίου και τον μόχθο των ανθρώπων για να κάνουν ένα βήμα στην πορεία για το σήμερα! Ευχαριστώ πολύ που τα κάνεις διαθέσιμα σε όλους μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχετε απόλυτα δίκιο. Κάθε τόπος έχει την ιστορία του, με τους δημιουργικούς ανθρώπους του και τα έργα τους. Εμείς επιβάλλεται να μάθουμε για τις προσπάθειες που έκαναν. Σας ευχαριστώ για την τιμή της γραφής σας και για τα φιλόφρονα λόγια σας.

      Διαγραφή